03 Οκτωβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

«῾Ο ἅγιος Διονύσιος πού ὑπερεῖχε ὅλων ὡς πρός τόν πλοῦτο, τήν δόξα, τήν σύνεση καί τήν σοφία, ἦταν ἕνας ἀπό τούς βουλευτές τοῦ ᾽Αρείου Πάγου στήν ᾽Αθήνα. ῎Ακουσε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά κηρύττει ὅταν ἦλθε στήν ᾽Αθήνα καί πίστεψε δι᾽ αὐτοῦ στόν Χριστό, βαπτίστηκε καί χειροτονήθηκε ἔπειτα ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, ἀφοῦ μυήθηκε πρῶτα τά τῆς πίστεως ἀπό τόν σοφό ῾Ιερόθεο. Μᾶς ἄφησε  συγγράμματα παράδοξα, θαυμαστά καί ὑψηλότατα.

῾Ο ἅγιος ἀφοῦ ἑρμήνευσε τόν τύπο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, μετέβη ἔπειτα καί στήν Δύση, ὅταν βασιλιάς ἦταν ὁ Δομετιανός. Στήν πόλη τῶν Παρισίων μάλιστα ἔκανε πολλά θαύματα, ὁπότε καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. ῞Ενα θαῦμα πού εἴδανε πολλοί ἦταν ὅτι μετά τό μαρτύριό του κρατώντας τό κομμένο κεφάλι του μέ τά χέρια του βάδισε δρόμο δύο μιλίων. Καί δέν σταμάτησε πρίν συναντήσει, κατά θεία πρόνοια ἀσφαλῶς, κάποια γυναίκα ὀνόματι Κατούλα, στίς παλάμες τῆς ὁποίας ἐναπέθεσε τό κεφάλι του σάν ἕνα θησαυρό. Τό ἴδιο μέ αὐτόν καρατομοῦνται καί δύο μαθητές του, ὁ Ρουστικός καί ὁ ᾽Ελευθέριος, ὁπότε τά σώματα τῶν ἁγίων αὐτῶν, μαζί μέ τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ ἱεροῦ κήρυκα, ρίπτονται βορά στά θηρία καί τά ὄρνεα. Μερικοί ἀπό τούς πιστούς τότε πῆραν τά λείψανα τῶν ἁγίων καί τά κατέθεσαν σέ ἀφανές μέρος, λόγω τοῦ φόβου πού ὑπῆρχε ἀπό τούς διῶκτες. ῞Οταν σταμάτησε ὁ φόβος τῶν διωγμῶν, ἡ μακάρια Κατούλα τά λείψανα τῶν μαρτύρων τά κατέθεσε σέ ἕνα κτίσμα, τρεῖς τοῦ μηνός ᾽Οκτωβρίου.

῾Ο ἅγιος Διονύσιος ἦταν κατά τόν σωματικό του τύπο μεσαίου μεγέθους, λεπτός, λευκός κατά τό χρῶμα ἀλλά καί λίγο κίτρινος, λίγο κοντός στήν μύτη, δασύς στά φρύδια. Εἶχε βαθουλωτούς τούς ὀφθαλμούς καί μεγάλα αὐτιά, ἐνῶ εἶχε λευκά καί μακριά μαλλιά, ὅπως καί τά γένεια του ἦταν μετρίως μακριά, ἀλλά ἀραιά. Εἶχε λίγη κοιλιά καί ἦταν μακρυδάκτυλος. ῾Η σύναξή του τελεῖται στήν ἁγιωτάτη Μεγάλη ᾽Εκκλησία» .

᾽Επανειλημμένως ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής (κατεξοχήν ὁ ἅγιος Θεοφάνης) τονίζει στόν κανόνα του γιά τόν ἅγιο τήν ἰδιαίτερη σχέση του  μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο. ῾Ο ἀπόστολος ἦταν ὁ ψαράς πού τόν ῾ψάρεψε᾽ στά δίχτυα τοῦ Χριστοῦ μέ τό ἀγκίστρι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ (στιχ. ἑσπ.). Σ᾽ αὐτόν μαθήτευσε πού ἦταν θεατής τῶν οὐρανίων ἀφοῦ ἔφτασε μέχρι τρίτους οὐρανούς, γι᾽ αὐτό ἔγινε κι ὁ ἴδιος οὐράνιος μύστης (κάθισμα όρθρου). Τοῦ Παύλου ἔγινε ἀληθινό θεῖο ἀπεικόνισμα καί λόγω ἀκριβῶς τῆς κοινωνίας του μέ αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀποστόλους ἀξιώθηκε νά δεῖ καί τό ζωαρχικό σκῆνος τῆς σεβασμιωτάτης Θεοτόκου πάνω στό νεκροκράββατό της (ὠδή θ΄). Κι αἰτία τῆς ὑπακοῆς του αὐτῆς στόν ἅγιο ἀπόστολο ἦταν, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σύνεση πού τόν διέκρινε στήν ζωή του (ὠδή ς΄). ῾Ο ὑμνογράφος τονίζει τό τελευταῖο αὐτό, διότι πολλοί ἄκουσαν τόν μεγάλο ἀπόστολο, ἀλλά ἐλάχιστοι τόν ὑπήκουσαν. ῾Ως γνωστόν ἡ παρουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν ᾽Αθήνα στέφθηκε σχεδόν ἀπό ἀπόλυτη...ἀποτυχία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἐκτίμηση, ἀφοῦ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ᾽Αθηναίων τόν εἰρωνεύτηκαν γιά τό κήρυγμά του καί γελώντας σηκώθηκαν κι ἔφυγαν. Πλήν ὅμως ἐλαχίστων. Κι αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι, μεταξύ τῶν ὁποίων «Διονύσιος ὁ ἀρεοπαγίτης, γυνή τις ὀνόματι Δάμαρις καί τινες σύν αὐτοῖς» ἀπετέλεσαν τελικῶς τήν ῾μαγιά᾽ προκειμένου νά ριζώσει ἡ χριστιανική πίστη στά μεταγενέστερα χρόνια.

῾Ο ποιητής Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ γνήσια τά ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Διονυσίου σωζόμενα κείμενα, (παρ’ ὅλη τήν ἄρνηση τῆς νεώτερης ἱστορικοφιλολογικῆς κριτικῆς), ἀναφέρεται σέ αὐτά προκειμένου νά τονίσει τήν θεολογική ἐμβρίθεια τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος μυημένος στά ἐπουράνια φώτισε μέ τόν λόγο του καί τήν ἁγία Τριάδα καί τίς τάξεις τῶν ἀγίων ἀγγέλων καί τήν ἴδια τήν ᾽Εκκλησία. «Μέ φιλοσοφικό τρόπο, ἀλλά καί μυστικά καί μέ εὐσέβεια, θεόφρον μάκαρ Διονύσιε, ὅσο ἦταν δυνατό ἀπό τήν ὁμοίωσή σου μέ τόν Θεό, ἔκανες ἔνθεη ἀνάπτυξη τῶν θείων ὀνομάτων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «῎Εκανες μέ τήν ἀρετή ἴδιο τόν νοῦ σου μέ τούς ἀγγέλους, Πάτερ Διονύσιε, γι᾽ αὐτό καί ἔγραψες σέ ἱερά βιβλία τήν ὑπερκόσμια εὐταξία τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀγγέλων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ρύθμισες καί τά συστήματα τῆς ᾽Εκκλησίας, μιμούμενος τίς τάξεις τῶν ἀγγέλων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος  γιά τόν παραπάνω λόγο νά χαρακτηρίσει τόν ἅγιο Διονύσιο ὡς «Τριαδικόν θεολόγον» (ὠδή γ´) καί «διόπτραν οὐρανοῦ» (οἶκος συναξαρίου). ῎Εκθαμβος μάλιστα γιά τήν φιλοσοφική καί θεολογική διάνοια τοῦ ἁγίου σημειώνει: «῾Ο βίος σου, μακάριε Διονύσιε, θαυμαστός, ὁ λόγος σου θαυμασιότερος, ἡ γλῶσσα σου γεμάτη φῶς, τό στόμα σου μέ τήν πνοή τῆς φωτιᾶς τοῦ Κυρίου, ὁ δέ νοῦς σου ἀκριβῶς σάν νά εἶναι τοῦ Θεοῦ» (ὠδή ς΄).

Σάν νά προσγειώνεται ὅμως κάποια στιγμή ὁ ἅγιος ποιητής καί ἀφήνει τά ὑψιπετῆ κείμενα τοῦ Διονυσίου. Βλέπει τί πρόκειται ἐνώπιόν του, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, μέ τό διπλό στεφάνι του πού δέν εἶναι τά κείμενά του ἀλλά ἡ ἰερωσύνη του καί τό μαρτύριό του. Καί σημειώνει: «Κέρδισες τόν Παράδεισο, γιατί ἤσουνα ἀρχιερέας ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός, καί συγκέρασες τήν ἱερωσύνη σου μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου σου». (ὠδή θ´). Δέν νομίζουμε ὅτι εἶναι τυχαία ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ ἁγίου ποιητῆ στήν κατακλείδα τοῦ κανόνα του. Εἶναι ἴσως σάν νά μᾶς λέει: μπορεῖ νά ἔχει γράψει περίφημα κείμενα ὁ ἅγιος, μπορεῖ νά περιέγραψε τόν οὐράνιο κόσμο μυημένος ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τελικῶς ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξαρτήθηκε  ἀπό τό πόσο νόμιμα κινήθηκε πάνω στήν κλήση του ἀπό τόν Θεό κι ἀπό τό πόσο ἔμεινε σταθερός μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του πάνω στήν πίστη,  ἀκόμη καί μέ τήν προσφορά τοῦ αἵματός του. ῾Ο ἅγιος Διονύσιος ὄντως «τήν πίστιν τετήρηκε», γι᾽ αὐτό καί «ἔγινε πιό γνωστή δι’ αὐτοῦ ἡ πανένδοξη Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν» (ὠδή η΄).