04 Δεκεμβρίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΒΑΡΑ

«Η αγία Βαρβάρα ζούσε επί Μαξιμιανού, του βασιλιά του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, κόρη κάποιου ειδωλολάτρη Διοσκόρου, ο οποίος την φύλασσε  σε υψηλό πύργο, λόγω της ανθηρής σωματικής ωραιότητάς της. Το γεγονός ότι ήταν κόρη που σεβόταν τον Χριστό δεν άργησε να έλθει σε γνώση του πατέρα της. Έμαθε δηλαδή τα σχετικά με την πίστη της, όταν ανοικοδομούσε λουτρό. Κι ενώ αυτός είπε να φτιάξουν δύο παράθυρα σ’ αυτό, η Βαρβάρα έδωσε εντολή να φτιάξουν τρία. Κι όταν την ρώτησε το γιατί, είπε «για να είναι επ’ ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Μόλις άκουσε την απάντησή της εκείνος, αμέσως όρμησε εναντίον της για να τη σκοτώσει με το ίδιο του το ξίφος. Ξέφυγε όμως η Βαρβάρα και εισήλθε μέσα σε πέτρα που άνοιξε στα δύο. Την καταδίωξε όμως ο πατέρας της και την βρήκε, οπότε την άρπαξε από τα μαλλιά και την παρέδωσε στον ηγεμόνα της χώρας. Μπροστά σ’  αυτόν η αγία ομολόγησε τον Χριστό και καθύβρισε τα είδωλα, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί σκληρά, να ξυσθούν οι σάρκες της, να κατακαούν οι πλευρές της και να κτυπηθεί το κεφάλι της με σιδερένιες σφαίρες. Έπειτα την περιέφεραν στην πόλη γυμνή, την ξανακτύπησαν, μέχρις ότου δέχτηκε το διά ξίφους τέλος από τον πατέρα της που την σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Αυτός λέγεται ότι μετά τη σφαγή της, κατεβαίνοντας από το βουνό, κτυπήθηκε από κεραυνό και ξεψύχησε».

Με την αγία Βαρβάρα -  μάλλον και με αυτήν -  πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα… υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Ο Κύριος δηλαδή ζητά την αγάπη του ανθρώπου υπεράνω όλων των επιγείων αγαπών, έστω κι αν πρόκειται για τους γονείς, για τα τέκνα, για τον ή την σύζυγο, για τον ίδιο τον εαυτό μας. Όχι διότι απορρίπτει την αγάπη προς αυτούς – τούτο θα ήταν οξύμωρο, αφού  ο Ίδιος έχει νομοθετήσει την αγάπη προς όλους, και μάλιστα προς τους γονείς – αλλά διότι η αγάπη προς Εκείνον, η αγάπη δηλαδή προς τον Θεό, αν δεν είναι υπεράνω όλων, σημαίνει ότι η όποια άλλη αγάπη θα λειτουργεί μέσα σε πλαίσια που έχουν το στοιχείο του εγωισμού, το στοιχείο τελικώς της νοσηρότητας. Έτσι η απόλυτη αγάπη προς τον Θεό στην πραγματικότητα καθαρίζει όλες τις άλλες αγάπες και τις κάνει να φανερωθούν στην πιο καθαρή μορφή τους. Από την άποψη αυτή η άρνηση της Βαρβάρας να υπακούσει στον πατέρα της, ναι μεν φανέρωνε την «πυρωμένη προς Θεόν» αγάπη της,  από την άλλη όμως αποτελούσε έκφραση αγάπης και προς εκείνον, γιατί του έδινε πρόκληση μετανοίας και αλλαγής: να φύγει από την αθεΐα του, άσχετα προς το γεγονός ότι εκείνος τελικώς απέρριψε την πρόκληση αυτή. «Πληγωμένη από το γλυκύτατο βέλος του πόθου σου ως νυμφίου, Δέσποτα, η αθληφόρος Βαρβάρα, βδελύχθηκε όλην την αθεΐα του πατέρα της».

Η αντιθετική σχέση της αγίας Βαρβάρας με τον πατέρα της δίνει την ευκαιρία στον εκκλησιαστικό ποιητή αφενός να θυμηθεί ότι εκπληρώνεται έτσι η προφητεία του Κυρίου ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικειακοί αυτού» και ότι «λόγω Εκείνου θα στραφεί ο πατέρας εναντίον του παιδιού και το παιδί εναντίον του πατέρα» - «Φάνηκε με σαφήνεια, Χριστέ, εκπληρωμένη η προφητεία σου: ο πατέρας δηλαδή προδίδει σε φόνο το τέκνο του» -  αφετέρου ότι ισχύει πάντοτε η παροιμία που λέει: «από ρόδο βγαίνει αγκάθι και από αγκάθι βγαίνει ρόδο», δηλαδή ότι υπάρχουν συχνά περιπτώσεις που το οικογενειακό περιβάλλον δεν καθορίζει τη διαμόρφωση  των παιδιών και την πορεία της ζωής του. «Η Βαρβάρα ευωδίασε την Εκκλησία του Χριστού, σαν ιερότατο ρόδο που βγήκε από αγκάθινη ρίζα».

Ο υμνογράφος της αγίας μένει έκθαμβος μπροστά στην ψυχική δύναμη που της έδινε η αγάπη της προς τον Χριστό. Για να τονίσει ότι όπου υπάρχει ο πόθος για Εκείνον, τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο, ακόμη και η θεωρούμενη αδυναμία της γυναικείας φύσεως, η νεότητα με τα θέλγητρα που της παρουσιάζονται, η ομορφιά του σώματος, ο πλούτος, οι ηδονές. «Ούτε η ευχαρίστηση της τρυφής ούτε το άνθος του κάλλους και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότητας σε γοήτευσαν, ένδοξη Βαρβάρα, γιατί νυμφεύθηκες τον Χριστό, καλλιπάρθενε». «Για τους αγώνες της τελειότητας, κανένα εμπόδιο δεν φάνηκε η ασθένεια της γυναικείας φύσεως και η νεότητα της ηλικίας». Η αγία Βαρβάρα αποτελεί την απάντηση σε όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν κάθε παρεκτροπή της νεότητας, επικαλούμενοι ακριβώς αυτήν ως επιχείρημά τους. Τα πάντα ήταν μπροστά στα πόδια της αγίας: και οι ηδονές και τα πλούτη και η δόξα. Μπροστά όμως στον Χριστό, όλα θεωρήθηκαν από αυτήν ως «σκύβαλα», όπως λέει αντιστοίχως και ο απόστολος Παύλος. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.

Ο άγιος Στέφανος ο Σαββαΐτης, ο υμνογράφος της αγίας, δεν μπορεί να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός της γυμνής περιφοράς της στην πόλη, που συνιστούσε ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια της σεμνής Βαρβάρας. Ως άνθρωπος όμως πίστεως το βλέπει με πνευματικούς οφθαλμούς, βλέπει δηλαδή εκείνα που βρίσκονται και πίσω από το γεγονός. «Λαμπρός άγγελος, σεμνή Βαρβάρα, σε έντυσε με φωτεινή στολή και σε περιέφερε σαν νύμφη,  εσένα που έγινες γυμνή για χάρη του Χριστού. Διότι μαζί με το φόρεμά σου απεκδύθηκες και τα πάθη σου, σεμνή Βαρβάρα, φτάνοντας σε έκσταση θείας αλλοίωσης».  Έτσι κατά τον ύμνο της Εκκλησίας μας, η αγία Βαρβάρα ποτέ δεν υπήρξε γυμνή. Την ώρα που οι διώκτες της σωματικά την γύμνωναν, άγγελος την έντυνε σαν νύμφη και την οδηγούσε στον ουρανό, ενώ η γύμνωσή της αυτή συνιστούσε και την μεγαλύτερη αγιότητά της, αφού έτσι ξέφευγε από οποιοδήποτε αμαρτωλό πάθος της.

Δεν μπορούμε να μην κάνουμε τη σύγκριση: η ακούσια γύμνωση της αγίας οδηγούσε στην θεϊκή ένδυσή της,  την πλήρωσή της από τη χάρη του Θεού. Η εκούσια γύμνωση πολλών γυναικών στην εποχή μας οδηγεί μάλλον στο αντίθετο αποτέλεσμα: στη δαιμονική ένδυσή τους, την αιχμαλωσία τους στα δίχτυα του πονηρού, που σημαίνει βεβαίως την απέκδυσή τους από οποιαδήποτε χάρη του Θεού.  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

 

«Ο όσιος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του Ισαύρου και Κωνσταντίνου του υιού του (8ος αι.) και καταγόταν από λαμπρό γένος που διακρινόταν για την ορθόδοξη πίστη του. Ο πατέρας του ήταν φιλάρετος άνθρωπος, ο οποίος έδωσε στον υιό του Ιωάννη τη δυνατότητα να εκπαιδευθεί στα ελληνικά γράμματα, αλλά και να εξερευνήσει καλά τον βυθό της θεόπνευστης Γραφής. Αργότερα ο Ιωάννης ακολούθησε τον μοναχικό βίο μαζί με τον μακαριότατο Κοσμά που ζούσαν μαζί (ως αδέλφιαγιατί τον είχε υιοθετήσει ο πατέρας του οσίου) και που ύστερα έγινε επίσκοπος της περιοχής Μαϊουμά. Και οι δύο λοιπόν εκπαιδεύθηκαν από έναν δάσκαλο, που και εκείνος λεγόταν Κοσμάς (ο επιλεγόμενος  Ασηκρίτης: σύμβουλος και ιδιαίτερος γραμματέας) και είχε εξαγοραστεί από τον πατέρα τού Ιωάννη μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Ο Ιωάννης και ο (θετός) αδελφός του Κοσμάς λοιπόν αφού έφτασαν στο άκρο σημείο της σοφίας, με τέτοιο δάσκαλο που είχαν, έπειτα έγιναν μοναχοί, αφιερωμένοι στον Θεό.

Ο Ιωάννης παραδόθηκε εντελώς στον προεστώτα της Μονής του αγίου Σάββα, ο οποίος του δίδασκε προσωπικά τη μακάρια αρετή της υπακοής. Σ’ αυτόν τον προεστώτα λοιπόν λέγεται ότι του εμφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος σε όνειρο και του είπε (όσο ακόμη ο Ιωάννης ζούσε μαζί με τον διδάσκαλο), ή μάλλον του έδωσε εντολή να επιτρέψει στον μαθητή του Ιωάννη να συνθέσει ύμνους προς δόξαν του Χριστού που γεννήθηκε ασπόρως από αυτήν, και για καύχημα αυτών που οφείλουν να δοξολογούν την Ίδια μέσα από την καρδιά τους. Αυτό λοιπόν και συνέβη, οπότε ο Ιωάννης άρχισε να γράφει ύμνους και λόγους.

Χωρίς λοιπόν να εγκαταλείψουν καθόλου την ασκητική τους διαγωγή ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, ο μεν μακάριος Κοσμάς αφού άφησε πολλά συγγράμματα στην Εκκλησία, αναπαύτηκε εν ειρήνη. Ο δε αοίδιμος Ιωάννης, αφού έπραξε και αυτός τα όμοια με τον Κοσμά και πλείστα άλλα∙   αφού μάλιστα με τη δύναμη των λόγων του και με τις σοφές αποδείξεις από τις Γραφές στηλίτευσε πάρα πολύ τη δυσεβή αίρεση των Εικονομάχων και άφησε πολλά συγγράμματα στην Εκκλησία του Θεού με τα οποία βρίσκεται η καθαρή γνώσις σχεδόν κάθε θέματος που αναζητεί κανείς, σε βαθύ γήρας έφυγε από τη ζωή αυτή, σε ηλικία εκατόν τεσσάρων χρονών (κατ’ άλλους ογδόντα τεσσάρων χρονών)».  

Τρία είναι κυρίως τα σημεία στα οποία κινείται η χαριτόβρυτη γραφίδα του αγίου υμνογράφου Στεφάνου του Σαββαῒτου, προκειμένου να υμνήσει τον μεγάλο Πατέρα και υμνογράφο της Εκκλησίας Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Πρώτον, ο αντιαιρετικός του αγώνας εναντίον όλων εκείνων των κακοδόξων, οι οποίοι διαστρέβλωναν την ορθόδοξη πίστη και για την αγία Τριάδα και για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεύτερον, ο υμνολογικός όγκος των ποιημάτων του, με τα οποία δοξάζεται πέραν από την αγία Τριάδα και τον Κύριο, η Υπεραγία Θεοτόκος (που κατ’  εντολήν Εκείνης ενεργοποιήθηκε το υμνολογικό του χάρισμα) και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Τρίτον, η βασική προϋπόθεση για να υπάρχει όλο το έργο του αγίου και όλη η προσφορά του στην Εκκλησία, ιδίως δε να υφίσταται στους αιώνες το δώρο του Θεού που είναι η ίδια η ύπαρξή του: ο εσωτερικός άγρυπνος νηπτικός του αγώνας που εκφραζόταν με την όλη ασκητική του προσπάθεια και αγωγή.

Κι αξίζει να τονίσει κανείς από το πρώτο σημείο, ότι όντως ο άγιος αγωνίστηκε στην εποχή του κατά όλων των αιρέσεων, κυρίως όμως κατά της αίρεσης της εικονομαχίας: της αμφισβήτησης της ύπαρξης των εικόνων στην Εκκλησία, αίρεσης που απεδείκνυε στην πραγματικότητα τη συνέχεια των χριστολογικών αιρέσεων του μονοφυσιτισμού (: ο Χριστός είναι μόνον Θεός) αλλά και του νεστοριανισμού (: ο Χριστός είναι μόνον άνθρωπος), επομένως πιο πίσω οδηγούσε και στις τριαδολογικές αιρέσεις, όπως του αρειανισμού και των Πνευματομάχων. «Έλεγξες με σαφήνεια εγγράφως, Ιωάννη, τη διαίρεση του Νεστορίου, τη σύγχυση του Σεβήρου, την παρανοϊκή πίστη αυτών που έλεγαν ότι ο Κύριος έχει μία μόνο θέληση και μία ενέργεια, καθώς άστραψες σε όλον τον κόσμο το φως της ορθοδοξίας» (ωδή η΄). Κι ακόμη: «Έσπειρε ο εχθρός (διάβολος), κατά τη συνήθειά του, τα ζιζάνια των αιρετικών στην Εκκλησία του Χριστού: δηλαδή να αθετείται η προσκύνηση Εκείνου με τις σεπτές εικόνες. Όμως βρήκε εσένα, Ιωάννη, να είσαι ξύπνιος και να ξεριζώνεις κάθε νόθο σπόρο» (ωδή η΄).

 Εννοείται βεβαίως ότι ο αντιαιρετικός αγώνας του αγίου γινόταν πάντα με θετική φορά∙ δηλαδή με την παρουσίαση και έκθεση ταυτοχρόνως των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία διαφυλάσσουν την αλήθεια της αποκάλυψης του Χριστού. Το σημειώνει με σαφήνεια ο υμνογράφος: «Ανέτρεψες με τη σοφία σου τις αιρέσεις, παμμακάριστε πάνσοφε Ιωάννη, και έδωσες το ορθόδοξο δόγμα στην Εκκλησία, προκειμένου να έχει την ορθή πίστη αλλά και να δοξολογεί ορθά την αγία Τριάδα ως Μονάδα τρισυπόστατη σε μία ουσία» (εξαποστειλάριο). Δεν θέλουμε να επεκταθούμε σε περισσότερες αναλύσεις και με περισσότερες παραπομπές του κανόνα του αγίου. Εκείνο όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε, κάθε φορά μάλιστα που εισερχόμαστε σε οποιοδήποτε ναό ή και στο σπίτι μας με το προσκυνητάρι μας, είναι ότι για την ύπαρξη των εικόνων που και μόνο βλέποντάς τες αναγόμαστε στον Κύριο και σε όλους τους αγίους εν κατανύξει, ο πρώτος Πατέρας που θεολόγησε γι’  αυτές φανερώνοντας την αίρεση των εικονομάχων είναι ακριβώς ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Στη θεολογία κυρίως εκείνου στηρίχτηκε η Εκκλησία μας κατά την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο (787) για να δογματίσει θεοπρεπώς.

Από το δεύτερο σημείο του υμνολογικού πλούτου του χαρίσματός του να πούμε, ακολουθώντας τον άγιο υμνογράφο, ότι πράγματι όχι μόνο τον Θεό μας: την αγία Τριάδα και τον Κύριό μας, αλλά και την Παναγία μας (κατεξοχήν Αυτήν) και όλους τους αγίους υμνολόγησε ο άγιος Ιωάννης. Είδαμε ότι η ίδια η Θεοτόκος ήταν Εκείνη που με εντολή Της ενεργοποίησε το χάρισμα του αγίου, σε βαθμό που πολλοί ύμνοι της Εκκλησίας μας που τους έχουμε στο στόμα και την καρδιά μας (όπως π.χ. η αναστάσιμη υμνολογία ή οι ιαμβικοί κανόνες των Χριστουγέννων) είναι του αγίου Δαμασκηνού, πολύ περισσότερο δε οι τριαδολογικοί λεγόμενοι κανόνες του, του Σαββατοκύριακου, όπου εκεί ανοίγεται κυριολεκτικά ο νους του πιστού ανθρώπου για να δει την πίστη του σε όλες της τις διαστάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος μέγας Γέρων Πορφύριος της εποχής μας αγαπούσε υπερβαλλόντως τους κανόνες αυτούς, τους έψελνε, τους μάθαινε απ’ έξω, εντρυφούσε στη θεολογία τους. Κυρίως αυτούς είχε υπόψη όταν έλεγε σε νεαρό που ήθελε να σπουδάσει θεολογία ότι και μόνον η προσεκτική και στοχαστική με προσευχητική διάθεση εντρύφηση στους τριαδολογικούς κανόνες ισοδυναμεί με τη λήψη ενός θεολογικού πτυχίου.

«Δίδαξες όλους τους υιούς της Εκκλησίας να υμνολογούν ορθοδόξως τη σεπτή Τριαδική Μονάδα, όπως και να θεολογούν τη θεία σάρκωση του Λόγου του Θεού, διατρανώνοντας με σαφήνεια, Ιωάννη, τα δυσκολονόητα για τους πολλούς των ιερών συγγραφών» (ωδή θ΄). Αλλά και: «Υμνολόγησες, όσιε, τα τάγματα των αγίων, την αγνή Θεοτόκο, τον Πρόδρομο του Χριστού, κι ακόμη τους Αποστόλους, τους Προφήτες, τους σοφούς Διδασκάλους μαζί με τους ασκητές, τους Δίκαιους και τους Μάρτυρες, γι’ αυτό και τώρα βρίσκεσαι στις δικές τους σκηνές» (ωδή θ΄). Θα ήταν καλό, έστω και ως γνώση, να πούμε ότι στο όνομά του αναφέρονται 531 ειρμοί, 115 τουλάχιστον κανόνες, 453 ιδιόμελα και 139 στιχηρά προσόμοια, όπως και ότι στο δικό του όνομα επίσης προσγράφονται και τα νεκρώσιμα ιδιόμελα.

Το τρίτο σημείο είναι αυτό στο οποίο κυριολεκτικά αναλώνεται ο όσιος Στέφανος, ο υμνογράφος του. Θα λέγαμε ότι έχει τη διαρκή έγνοια μη τυχόν και θεωρήσει κανείς το έργο του αγίου Δαμασκηνού ως καρπό μίας διανοητικής και μόνο αναζήτησης ή ενός σπουδαίου έστω στοχασμού. Απαρχής μέχρι τέλους προσανατολίζει τη σκέψη μας, αλλά και την προσευχή μας, στα ένδον του αγίου: στην καρδιά του και τον πνευματικό αγώνα τον οποίο έκανε, ώστε να μας κάνει να καταλάβουμε πως ό,τι έγραψε και έκανε ο άγιος ήταν απαύγασμα της προσευχομένης βαθειάς καρδιάς του – μία έμπνευση Θεού (για να θυμηθούμε τον άγιο Σωφρόνιο της εποχής μας). Δεν παύει να μας λέει ότι ο Κύριος και το Άγιο Πνεύμα ήταν οι πηγές έμπνευσης του οσίου Ιωάννη, γιατί ο ίδιος με τη θερμότητα της αγάπης του προς τον Θεό κατέστησε τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, δεκτικό έδαφος για να αρδευτεί από τον Ουρανό.

Εντελώς δειγματοληπτικά: «Φωτίστηκες κατά το οπτικό της ψυχής από το λαμπρός φως της Τριάδος. Εισήλθες μέσα στον γνόφο του Πνεύματος» (στιχ. εσπερ.). «Ένδοξε Πάτερ Ιωάννη, απομακρύνθηκες από την κοσμική ταραχώδη σύγχυση και έτρεξες στη γαλήνη του Χριστού. Και πράγματι έτσι πλούτισες από τη θεϊκή θεωρία και την πράξη» (απόστ. εσπ.). «Δάμασες με πολλούς ιδρώτες της ασκήσεως το σώμα σου, γι’ αυτό και εύκολα ανέβηκες σε ουράνιο ύψος, εκεί που σου δίνονται τα θεϊκά μέλη, τα οποία μελώδησες δυνατά, πάτερ όσιε, στους φίλους του Κυρίου» (κοντάκιο).  «Αφού έκανες πέρα την απάτη του βίου και σήκωσες τον Σταυρό του Κυρίου, πάλαιψες δυνατά με την άσκησή σου τον Πονηρό» (κάθισμα δοξαστικό όρθρου) κ.ά.π.

Στο πρόσωπο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού βλέπουμε τι σημαίνει μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας: να συμβασιλεύει με τον Κύριο, αλλά και να είναι ο φίλος και ο προστάτης μας σε όλα τα δύσκολα του βίου.

03 Δεκεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ)

«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27 )

Τή σημασία τοῦ βαπτίσματος ἐν Χριστῷ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ τόν παραπάνω λόγο του ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του. ῾Ο ἀπόστολος σημειώνει ὅτι ὁ σκοπός τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ ἐπανάκτηση ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ μεγαλειώδους προορισμοῦ πού ὁ Δημιουργός ἀπαρχῆς τοῦ εἶχε θέσει: τό καθ᾽ ὁμοίωσιν ᾽Εκείνου, κάτι πού ὁ ἄνθρωπος ὁριστικά ἀπώλεσε μετά τήν πτώση του στήν ἁμαρτία, μαζί μέ τή ζόφωση πού ὑπέστη καί ἡ ἴδια ἡ κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ πλάση του. ῾Ο Κύριος μέσα στό πλαίσιο ὅμως τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του οἰκονομεῖ τά πράγματα ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος καί πάλι νά ἀποκατασταθεῖ, ἀρχῆς γενομένης μέ τήν ἐκλογή τοῦ λαοῦ τοῦ ᾽Ισραήλ καί τόν Νόμο πού τούς δίδει διά τοῦ Μωϋσέως - ἡ ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῾Ο Νόμος αὐτός πού λειτουργοῦσε ὡς φύλακας καί παιδαγωγός τοῦ ἀνθρώπου τελείωσε τήν ἀποστολή του, ὅταν ἦλθε ὁ ῎Ιδιος στόν κόσμο, «γενόμενος ὑπό γυναικός, γενόμενος ὑπό νόμον», πού σημαίνει ὅτι καί πάλι δόθηκε ἡ δυνατότητα τῆς υἱοθεσίας ἀπό τόν Θεό γιά τόν ἄνθρωπο. «῞Ινα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν».  Κι αὐτή ἡ υἱοθεσία περνᾶ μέσα ἀπό τό κατά Χριστόν βάπτισμα, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐνδύεται πιά ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ τόν ἴδιο τόν Χριστό. «῞Οσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε».

1. Τό βάπτισμα ἐνδύει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Χριστό. Δέν πρόκειται λοιπόν, ὅταν μιλᾶμε γι᾽ αὐτό, περί ἑνός ἁπλοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος, στό ὁποῖο καλοῦνται οἱ συγγενεῖς τοῦ βαπτιζομένου, μεγάλου ἤ νηπίου στήν ἡλικία - ἡ ᾽Εκκλησία μας δέχθηκε ἀπό πολύ νωρίς τόν νηπιοβαπτισμό, διότι τό νήπιο δέν θεωρεῖται ἀρνητικό στή λήψη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ  - γιά νά ῾διασκεδάσουν᾽ μέ τά τεκταινόμενα˙ οὔτε περί ἑνός ῾μαγικοῦ᾽ τελετουργικοῦ, κατά τό ὁποῖο μέ λόγια καί νερό θά ξορκίσει κανείς κάποιο κακό. Μία τέτοια κατανόηση ὡς ἁπλοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος ἤ περίεργου τελετουργικοῦ παραπέμπει εἴτε γιά τήν πρώτη περίπτωση  σέ κοινωνία ἀθέων πού τά πάντα ἀντιμετωπίζονται ἰσοπεδωτικά ἀπό τήν ξερή ἀνθρώπινη λογική, ἡ ὁποία θεωρεῖται κριτήριο ὅλων, εἴτε γιά τή δεύτερη σέ θρησκεῖες καί θεοσοφίες, πού λειτουργοῦν ὑπό τήν ἐπήρεια πονηρῶν πνευμάτων καί πού τίς κατήργησε βεβαίως ὁ Χριστός μέ τόν ἐρχομό Του.

Τό ἐν Χριστῷ βάπτισμα ἐνσωματώνει τόν ἄνθρωπο στόν ἴδιο τόν Κύριο, καθιστώντας αὐτόν μέλος ᾽Εκείνου. Συνιστᾶ συνεπῶς μία κατεξοχήν χαρισματική πράξη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στόν ἐρχομό Του ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἐνανθρωπήσας Θεός δηλαδή, ὁ Κύριος, ἐρχόμενος στόν κόσμο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου δίδει τήν ἀπόλυτη καί ἀποτελεσματική ὤθηση στόν ἄνθρωπο νά σωθεῖ, κάνοντάς τον κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ Του, ἐντάσσοντάς τον δηλαδή μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του. «᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα».  ῎Αν ὁ Κύριος ἐρχόταν μόνο γιά νά κηρύξει τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, κρίνοντας τόν ἄνθρωπο γιά τήν ἁμαρτία του καί καλώντας τον νά τήν ὑπερβεῖ ἀπό μόνος του, δέν θά διέφερε ἀπό τούς ἄλλους προφῆτες πού ὁ ῎Ιδιος ἔστελνε στήν Παλαιά Διαθήκη. Θά ἦταν καί Αὐτός ἕνας προφήτης ἀλλά ὄχι Σωτήρας. Κι ἴσως θά παρουσιαζόταν ἔτσι ὡς τύραννος καί δυνάστης καί ἀπάνθρωπος, δεδομένου ὅτι θά ζητοῦσε ἀπό τόν ἄνθρωπο δυνάμεις πού ἐκ τῶν πραγμάτων ἐκεῖνος λόγω τοῦ τραύματος τῆς ἁμαρτίας δέν εἶχε. ῾Ο Κύριος ὅμως εἶναι φιλάνθρωπος καί ἡ ἀγάπη Του γιά τά πλάσματά Του εἶναι δεδομένη. Καί πάλι τονίζουμε: ἦλθε στόν κόσμο καί προσέλαβε τόν ἄνθρωπο καθ᾽ ὁλοκληρίαν, πλήν τῆς ἁμαρτίας του. Καί γενόμενος ὁ ῎Ιδιος πραγματικός ἄνθρωπος, χωρίς νά παύσει ποτέ νά εἶναι καί τέλειος Θεός, δίδει στόν πεσμένο λόγω τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο τή χάρη τοῦ Πνεύματός Του, ὤστε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος νά γίνει ἕνα μέ Αὐτόν. ῞Ο,τι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε διά τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ πιά ἐν Χριστῷ πολλαπλασίως νά τό ἀποκτήσει καί πάλι.

2. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό βάπτισμα εἶναι μία νέα γέννηση γιά τόν ἄνθρωπο. Γεννιέται μέσα σ᾽ αὐτόν ὁ Χριστός καί ἀρχίζει ὁ καινούργιος αὐτός ἄνθρωπος νά λειτουργεῖ στόν κόσμο ὡς ἄλλος Χριστός. Κι εἶναι αὐτή ἡ γέννα ἡ πολιτογράφηση τοῦ ἀνθρώπου στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «᾽Εάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» εἶπε ὁ Κύριος. ῾Η μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι «ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός» ἀποτελεῖ τή μαρτυρία καί κάθε πιστοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος συνειδητοποιεῖ χάριτι Θεοῦ ὅτι διά τοῦ ἀγίου βαπτίσματος ἔγινε  ἕ ν α  μέ τόν Κύριο, τόν ῾Οποῖο ἐνδύθηκε καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Τά πάντα σ᾽ αὐτόν δηλαδή σφραγίστηκαν ἀπό τόν Κύριο καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί ἔτσι τό σῶμα του ἔγινε χριστο-σῶμα καί ἡ ψυχή του χριστο-ψυχή. «Οὐκ οἴδατε ὅτι τό σώμα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστι;... Δοξάσατε δή τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καί ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» θά φωνάξει μέ δύναμη καί πάλι ὁ ἴδιος ἀπόστολος. Κι ὅταν, γιά νά κάνουμε ἕνα μεγάλο ἅλμα στόν χρόνο καί νά φτάσουμε στή σημερινή ἐποχή, ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος καί ὅσιος π. ᾽Ιουστίνος Πόποβιτς γράφει ὅτι οἱ αἰσθήσεις ὅλες τοῦ χριστιανοῦ εἶναι χριστο-αισθήσεις, τί ἄλλο προϋποθέτει ἀπό αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἄπειρη δωρεά τοῦ Χριστοῦ στό πλάσμα Του, νά τό κάνει δηλαδή μέλος καί τμῆμα δικό Του;

Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἔχουν ἀναπτύξει ἐπ᾽ ἀρκετόν τή θεολογία τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ συνδεδεμένου μέ αὐτό ἁγίου χρίσματος. Κι ἀκριβῶς τά ἐννοοῦν μέ τήν παραπάνω εἰκόνα πού ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος, τῆς γέννησης τοῦ ἀνθρώπου. ῞Ενας ἄνθρωπος γεννιέται, ἀρχίζει ὡς ζωντανό ὄν νά κινεῖται, ζητάει τροφή γιά νά ζήσει καί νά αὐξηθεῖ. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ νέα ἐν Χριστῷ γέννηση: ὁ ἄνθρωπος γεννιέται ἐν Χριστῷ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀρχίζει νά κινεῖται ὡς ζωντανή ὕπαρξη διά τῶν χαρισμάτων πού δίνει σ᾽ αὐτόν τό ἅγιο χρίσμα, τρέφεται καί αὐξάνεται διά τῆς πνευματικῆς τροφῆς τῆς θείας Κοινωνίας, τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀμέσως κατανοοῦμε ἔτσι πόσο τό βάπτισμα, τό χρίσμα, ἡ θεία εὐχαριστία εἶναι ἀπολύτως συνδεδεμένα μεταξύ τους.

3. Οἱ ἅγιοι ὅμως μέ τά μετασκευασμένα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μάτια τους μᾶς δίνουν τή δυνατότητα νά ἐννοήσουμε, ὅσο εἶναι δυνατό, τό τί διαδραματίζεται στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, κάτι πού τό ῾παρακολουθοῦμε᾽ καί στήν ἴδια τήν τέλεσή του. Κι αὐτό πού μᾶς λένε εἶναι ὅτι ὁ βαπτιζόμενος γίνεται μέλος Χριστοῦ, καθώς ἡ χάρη τοῦ Πνεύματός Του ἐνοικεῖ στό βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ βαπτιζομένου, ἐξορίζοντας ταυτόχρονα τήν ἐνέργεια σ᾽αὐτήν τοῦ Πονηροῦ - πρό τοῦ βαπτίσματος συνέβαινε τό ἀντίστροφο: ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦσε ἐξωτερικά καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Πονηροῦ ἐσωτερικά. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό προπατορικό λεγόμενο ἁμάρτημα, τό ὁποῖο φέρει κάθε ἄνθρωπος ἐρχόμενος στόν κόσμο, ὄχι ὡς βάρος ἐνοχῆς, ἀλλ᾽ ὡς ροπή ἀναγκαστική πρός τό κακό, δηλαδή πρός τήν ἐγωϊστική ζωή καί συμπεριφορά, μέ τά ἀποτελέσματα τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. ῾Η χάρη αὐτή ἀπό τήν ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο δέν καταργεῖ ἀσφαλῶς τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τόν ὁδηγεῖ στό ἀφετηριακό σημεῖο νά μπορεῖ νά πορευτεῖ μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς χωρίς τήν ἀναγκαστικότητα τῆς ἁμαρτίας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ πιστός διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ἐλεύθερος ἔχει τή δυνατότητα, μέ τήν ἐνίσχυση πιά τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, νά ἁγιασθεῖ καί νά φωτισθεῖ καί νά θεωθεῖ. ᾽Αντιστοίχως ὅμως ἔχει τή δυνατότητα καί ἄρνησης τῆς χάρης αὐτῆς: νά πορευτεῖ καί πάλι πρός τό κακό, μόνος αὐτός ὑπεύθυνος συνεπῶς καί γιά τήν ἐν Θεῷ προκοπή του καί γιά τή δαιμονοποίησή του.

4. Μέ βάση τά παραπάνω καταλαβαίνουμε ὅτι διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ἀρχίζει οὐσιαστικά καί αὐτό πού ὀνομάζεται στήν ᾽Εκκλησία μας πνευματική ζωή. ῾Ο πιστός ζεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ζεῖ δηλαδή τόν Χριστό καί ὡς Χριστός, προσπαθώντας ἀδιάκοπα νά κρατάει καθαρή τήν καρδιά του ἀπό τίς ἐπήρειες τοῦ κακοῦ, συνεπῶς νά κρατάει τήν καθαρότητα τοῦ βαπτίσματός του. Αὐτό συνιστᾶ καί τή βίωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, κατά τά ἀψευδῆ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «᾽Ιδού ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι». Κι ἄν ἔχουμε πολλές μαρτυρίες τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας περί τῶν θεοπτικῶν ἐμπειριῶν τους, τοῦτο ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἐξέφραζαν τήν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ τῆς εὑρισκομένης μέσα στήν καρδιά τους καί ἐπεκτεινομένης καί στό ἴδιο τό σῶμα τους. Στήν περίπτωση ὅμως πού λόγω ἀδυναμίας καί ῾δαιμονιώδους λήθης᾽ παρεξέκλιναν ἀπό τή σκοποθεσία τους αὐτή, γενόμενοι ἔτσι ἔρμαια καί πάλι τῶν παθῶν τους καί τῶν ἐπιρροῶν τοῦ Πονηροῦ, ρίχνονταν στή μετάνοια. ῾Η μετάνοια ἦταν καί εἶναι πάντοτε ἡ χάρη πού μᾶς ἀποκαθιστᾶ καί μᾶς ἐπαναφέρει μέ τά δάκρυά της καί πάλι στό σημεῖο τοῦ βαπτίσματός μας, γι᾽ αὐτό καί δεύτερο βάπτισμα χαρακτηρίζεται. Κι εἶναι τόσο σημαντικό τοῦτο, ὥστε τελικῶς ἅγιος στήν ᾽Εκκλησία μας, μέ τό δεδομένο τῶν πτώσεών μας στήν ἁμαρτία καί μετά τό βάπτισμα, εἶναι ὁ μετανοημένος ἁμαρτωλός. Πόση παρηγοριά ὑπάρχει πράγματι γιά ἐμᾶς τούς ταλαίπωρους καί ἀδύναμους ἀνθρώπους στή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι τό δεύτερο αὐτό βάπτισμα εἶναι ἐπαναλαμβανόμενο, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ Πατέρας μας πού ποτέ δέν ῾βαριέται᾽ νά μᾶς συγχωρεῖ!

῞Οσοι εἴμαστε βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἀνοίγει τά μάτια νά βλέπουμε τή χάρη μέσα στήν ὁποία βρισκόμαστε: εἴμαστε κι ἐμεῖς Χριστός, προέκταση καί «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» παρουσία Του μέσα στόν κόσμο, Αὐτός ἀποτελεῖ τό ἔνδυμά μας. Συνεπῶς ἡ ζωή μας δέν μπορεῖ νά ξεφεύγει ἀπό τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς Αὐτοῦ, τήν ἀγάπη. «῾Ο Θεός ἀγάπη ἐστί» - πού λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος -  εἶναι πιά καί γιά ἐμᾶς. ᾽Εφόσον εἴμαστε μέλη Του, ὀργανικά συνδεδεμένοι μαζί Του, μέσα σ᾽ αὐτό τό «ἐστί» περιλαμβανόμαστε καί ἐμεῖς. Κι αὐτό θά πεῖ: ὁ χριστιανός κατανοεῖ τόν ἑαυτό του μόνο ὡς ἀγάπη γιατί εἶναι ἐνδεδυμένος τόν Χριστό, τήν ἐνσαρκωμένη ἀγάπη. Κάθε παρέκκλιση ἀπό αὐτήν σημαίνει ξέσκισμα τοῦ ἐνδύματός του καί ἀπώλεια Χριστοῦ. Τό ἴδιο ἄλλωστε δέν ἔκανε καί ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, τήν ὁποία ἑορτάζουμε σήμερα καί χάριν τῆς ὁποίας ἀκούστηκε καί τό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα; Δέν ἦταν δηλαδή αὐτή πού μέσα σέ ὅλα τά φυσικά της χαρίσματα, ψυχικά καί σωματικά, κατενόησε τό μεγαλύτερο ἐξ ὅλων τῶν χαρισμάτων, τήν ἔνδυσή της ἀπό τόν Κύριο; Καί μπροστά σ᾽ αὐτό τό χάρισμα θυσίασε ὅλα τά ἄλλα. Γι᾽ αὐτό ὅμως καί κέρδισε τά πάντα.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ι΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 13, 10-17)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. Ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; Καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, δίδασκε ὁ Ἰησοῦς σέ κάποια συναγωγή καί ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Ἐκεῖ βρισκόταν καί μιά γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια ἄρρωστη ἀπό δαιμονικό πνεῦμα. Ἦταν κυρτωμένη καί δέν μποροῦσε καθόλου νά ἰσιώσει τό σῶμα της. Ὅταν τήν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τή φώναξε καί τῆς εἶπε: «Γυναίκα, ἀπαλλάσσεσαι ἀπό τήν ἀρρώστια σου». Ἔβαλε πάνω της τά χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ὀρθώθηκε καί δόξαζε τό Θεό. Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως, ἀγανακτισμένος πού ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τή θεραπεία τό Σάββατο, γύρισε στό πλῆθος καί εἶπε: «Ὑπάρχουν ἕξι μέρες πού ἐπιτρέπεται νά ἐργάζεται κανείς· μέσα σ’ αὐτές, λοιπόν, νά ἔρχεστε καί νά θεραπεύεστε, καί ὄχι τό Σάββατο». Ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: «Ὑποκριτῆ! Ὁ καθένας σας δέ λύνει τό βόδι του ἤ τό γαϊδούρι του ἀπό τό παχνί τό Σάββατο καί πάει νά τό ποτίσει; Κι αὐτή, πού εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, καί ὁ σατανᾶς τήν εἶχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δέν ἔπρεπε νά λυθεῖ ἀπ’ αὐτά τά δεσμά τό Σάββατο;» Μέ τά λόγια του αὐτά ντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἀντίπαλοί του κι ὁ κόσμος χαιρόταν γιά ὅλα τα θαυμαστά πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Αγίας Βαρβάρας: Γαλ. 3, 23-29. 4,1-5)

Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· Ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ” ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ' ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδερφοί μου, πρίν ἔρθει ὁ Χριστός, μᾶς φρουροῦσε ὁ νόμος. Ἤμασταν φυλακισμένοι, ὥσπου νά φανερωθεῖ ὁ μελλοντικός σωτήρας μας. Ὁ νόμος, λοιπόν, ἦταν σκληρός παιδονόμος γιά μᾶς, ὥσπου ἐμφανίστηκε ὁ Χριστός, ὁπότε ἡ πίστη μας σ’ αὐτόν μᾶς χάρισε τή σωτηρία. Τώρα ὅμως πού ἦρθε ὁ Χριστός, δέν εἴμαστε πιά ὑπόδουλοι στό νόμο. Εἶστε, λοιπόν, ὅλοι παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πιστεύετε στόν Ἰησοῦ Χριστό. Κι αὐτό, γιατί ὅσοι βαφτιστήκατε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔχετε ντυθεῖ τό Χριστό. Δέν ὑπάρχει πιά Ἰουδαῖος καί εἰδωλολάτρης, δέν ὑπάρχει δοῦλος καί ἐλεύθερος, δέν ὑπάρχει ἄντρας καί γυναίκα· ὅλοι σας εἶστε ἕνας, χάρη στόν Ἰησοῦ Χριστό. Κι ἀφοῦ ἀνήκετε στό Χριστό, εἶστε ἀπόγονοί του Ἀβραάμ καί κληρονόμοι τῆς ζωῆς, ὅπως τήν ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Νά τί θέλω νά πῶ: Ὅσον καιρό ὁ κληρονόμος εἶναι ἀνήλικος, δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό ἕνα δοῦλο. Εἶναι βέβαια ἰδιοκτήτης τῶν πάντων, ἐξαρτᾶται ὅμως ἀπό ἐπιτρόπους καί διαχειριστές, ὡς τήν προθεσμία πού καθόρισε ὁ πατέρας. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν ἤμασταν ἀνήλικοι, ἤμασταν ὑπόδουλοι στά στοιχεῖα τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως ἔφτασε ἡ ὥρα πού εἶχε καθορίσει ὁ Θεός, ἀπέστειλε τόν Υἱό του. Γεννήθηκε ἀπό μιά γυναίκα καί ὑποτάχτηκε στό νόμο, γιά νά ἐξαγοράσει αὐτούς πού ἦταν ὑπόδουλοι στό νόμο, γιά νά γίνουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ.