Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θείο Κήρυγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θείο Κήρυγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ´ ΛΟΥΚΑ

«Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ῾Ο δέ εἶπε∙ Λεγεών» (Λουκ. 8, 30)

Tό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἡ ᾽Εκκλησία μας τό ἐπαναφέρει καί μέσω τοῦ ἁγίου Ματθαίου ἄλλη Κυριακή, προκειμένου προφανῶς νά τονισθεῖ ἡ κεντρική ἀλήθεια τῆς πίστεως ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στόν κόσμο «ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου». ῾Ο Κύριος πηγαίνει στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, ὅπου ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τή φοβερή κατάσταση πού εἶχαν δημιουργήσει σ᾽ ἕναν ταλαίπωρο ἄνθρωπο τά δαιμόνια, τόν ὁποῖο καί ἀπαλλάσσει ἀπό τήν καταδυναστεία τους, γιά νά ὁδηγηθεῖ τελικῶς αὐτός σέ δοξολογική ἀνάληψη ἱεραποστολικοῦ ἔργου.  Ὁ διάλογος μάλιστα πού διαμείβεται μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τοῦ δαιμονισμένου ἀνθρώπου εἶναι ἐξόχως ἐνδιαφέρων. «Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ῾Ο δέ εἶπε∙ Λεγεών».

1. Δέν εἶναι τυχαία βεβαίως ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου. Τόν ἐρωτᾶ καταρχάς ὄχι διότι δέν γνώριζε ὁ παντογνώστης τόν ἄνθρωπο, ἀλλά διότι ἤθελε νά προκαλέσει τό δαιμόνιο ἤ μᾶλλον τά δαιμόνια νά φανερώσουν τήν ἀδυναμία τους ἐνώπιόν Του. Κι ἀκόμη τόν ἐρωτᾶ γιά τό ὄνομά του, διότι τό ὄνομα σέ ὅλους τούς λαούς, ἰδιαιτέρως ὅμως στούς ῾Εβραίους, ἦταν καί εἶναι κατεξοχήν δηλωτικό  τοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἴδιου τοῦ βάθους καί τοῦ ἐσώτερου πυρήνα τῆς προσωπικότητάς του, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος μέ τόν τρόπο αὐτόν πίεζε τά δαιμόνια νά φανερωθοῦν, ὥστε νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ τραγωδία τοῦ ὑπό κατάληψη αὐτῶν εὑρισκομένου ἀνθρώπου: ὁ δαιμονισμένος δέν ἦταν ὁ ἑαυτός του. ῎Αλλοι ἔκαναν «κουμάντο» στήν ψυχοσωματική ὕπαρξή του.

2. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς πρέπει νά σταθοῦμε περισσότερο. Συνηθίζουμε εἶναι ἀλήθεια νά ἐπικεντρώνουμε τήν προσοχή μας στά ἐξωτερικά συμπτώματα τοῦ δαιμονισμοῦ του: τίς τάσεις αὐτοκαταστροφῆς καί καταστροφῆς τῶν ἄλλων, τήν ἀντικοινωνικότητά του, τήν ἔλλειψη ὁποιασδήποτε αἰδοῦς, ἀλλά μέ τήν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου φανερώνεται ἡ κόλαση τήν ὁποία βιώνει ὁ τραγικός αὐτός ἄνθρωπος. ῾Ο δαιμονισμένος δέν ἔχει ταυτότητα. Ξένες καί ἐχθρικές πρός αὐτόν καί τούς ἄλλους δυνάμεις τόν διακατέχουν καί τόν προσδιορίζουν, οἱ ὁποῖες δέν τοῦ ἐπιτρέπουν οὔτε νά σκεφτεῖ ὅπως πρέπει οὔτε νά ἐπιθυμεῖ τά ὀρθά καί δίκαια οὔτε κἄν νά αἰσθάνεται ὡς ἄνθρωπος. Μιλάμε λοιπόν γιά μία ψυχική κατάσταση πλήρους ἀλλοιώσεώς του πού μόνο ἡ νέκρωση καί ἡ ἀπώλεια μποροῦν νά τήν χαρακτηρίσουν. ῎Αν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος χαρακτήρισε ἔτσι τήν κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκε ὁ ἄσωτος τῆς ὁμώνυμης παραβολῆς Του – «νεκρός  καί ἀπολωλός» - πολύ περισσότερο ἰσχύει τοῦτο κι ἐδῶ: νά ζεῖ καί νά ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά σέ κατάσταση κυριολεκτικά θανάτου καί πνευματικῆς ἀνυπαρξίας. Διότι εἶναι ἀποκομμένος ἀπό τόν Θεό, ἀπό τόν συνάνθρωπο, ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.

3. Τή χαμένη, νεκρή, διεστραμμένη καί γι᾽ αὐτό τραγική αὐτήν κατάσταση - σημειώνει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ εὐαγγελιστής στήν ᾽Αποκάλυψή του - θά βιώνουν δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι πάντοτε καί διαχρονικά, ἰδιαιτέρως στούς χρόνους τοῦ ἀντιχρίστου πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, ὅταν θά ἐπιλέγουν τρόπο ζωῆς ἀντίθετο πρός τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. ῞Οσο ὁ ἄνθρωπος θά ἐναντιώνεται πρός τόν Θεό καί τό ἅγιο θέλημά Του, τόσο καί θά ὑποδουλώνεται στόν ἀντικείμενο, τόν σατανᾶ, μέ ἀποτέλεσμα νά ζεῖ μία κόλαση, θεωρώντας ὅτι ζεῖ ἕναν «παράδεισο». Αὐτή εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀποκομμένου ἀπό τόν Χριστό ἀνθρώπου: νά βρίσκεται στά νύχια τοῦ κατεξοχήν ἐχθροῦ του, νά τρέφεται ὁ ἐχθρός αὐτός, ὁ διάβολος, ἀπό τίς σάρκες τοῦ ὑποτακτικοῦ καί δούλου του, καί νά νομίζει ὅτι «λατρεύει τῷ Θεῷ». Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίζει τόν Πονηρό ὡς «ἀνθρωποκτόνον» ἀπαρχῆς, πού σημαίνει ὅτι χαρά τοῦ Πονηροῦ εἶναι νά ταλαιπωρεῖ τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, κατεξοχήν δέ τόν ἄνθρωπο. Καί πρῶτο θῦμα του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ δοῦλος του. Πῶς ἄλλωστε εἶναι δυνατόν ἀπό «δένδρον σαπρόν» νά βγεῖ καλός καρπός; ῾Ο Πονηρός διάβολος συμπεριφέρεται πάντοτε μέ τόν τρόπο πού γνωρίζει: νά μεταφέρει τή δυστυχία του καί στούς ἄλλους.

4. Τή φοβερή αὐτή ἀλήθεια βεβαίως ἀγωνίζεται ὁ διάβολος νά τήν ἀποκρύπτει ἀπό τούς ἀνθρώπους, κυρίως δέ ἀπό τούς δικούς του. Κατά παραχώρηση μάλιστα τοῦ Θεοῦ, (προκειμένου νά ἀποκαλύπτονται  οἱ ἀληθινοί πιστοί ἀπό τούς ψευδεῖς), παρουσιάζει τά πράγματα ἐντελῶς διαφορετικά: ὡραιοποιημένα καί φανταχτερά. Κι αὐτό τό ζοῦμε ἔντονα στήν ἐποχή μας εἴτε μέ τήν ἔξαρση τοῦ λεγόμενου σατανισμοῦ εἴτε μέ τήν προβολή τοῦ διαβόλου ὡς τάχα σωτήρα τοῦ κόσμου ἀκόμη καί μέσα ἀπό τραγούδια καί ἀπό ῾λαμπρές᾽ εἰκόνες εἴτε  μέ τήν ἐξαγγελία ὅτι αὐτός εἶναι ὁ δυνατός μπροστά στόν ῾ἀδύναμο᾽ Ἐσταυρωμένο. Καί δυστυχῶς ὑπάρχουν ἀφελεῖς πού πιστεύουν τά ψεύδη αὐτά καί καταστρέφονται, ὅπως βεβαίως ὑπάρχουμε καί οἱ πολλοί ἄλλοι πού μπορεῖ ἴσως νά μήν τά δεχόμαστε, ἀλλά νά μήν ἀντιδροῦμε ὅπως πρέπει, ἀφήνοντας τά ῾δαιμονικά᾽ αὐτά νά φαίνεται ὅτι κυριαρχοῦν.

5. ῾Η ἀλήθεια βρίσκεται βεβαίως πέρα ἀπό αὐτά καί αὐτήν μαρτυρεῖ πάντοτε ἡ ᾽Εκκλησία μας. Μᾶς καλεῖ νά θυμόμαστε καί κυρίως νά ζοῦμε ἀδιάκοπα αὐτό πού σημαίνει τό ὄνομά μας: τό γενικό τοῦ χριστιανοῦ καί τό συγκεκριμένο πού πήραμε κατά τή βάπτισή μας. Διότι τό ἀληθινό ὄνομα πρωτίστως κάθε πιστοῦ εἶναι τό ῾χριστιανός᾽. ῞Ολοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση τῶν ἁγίων μαρτύρων τῆς πίστεώς μας κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν, ὅταν τούς ρωτοῦσαν γιά τό ὄνομά τους, ἦταν: «χριστιανός εἶναι τό ὄνομά μου». ῎Ηξεραν οἱ ἅγιοι ὅτι ἡ ἔνταξή τους στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ χριστιανικότητά τους ἔκτοτε ἦταν ὅ,τι ἀνώτερο καί ἱερότερο ὑπῆρχε στή ζωή τους, αὐτό πού πράγματι χάραζε καί χαρακτήριζε τήν ὕπαρξή τους. Τό κέντρο βάρους τους ἦταν ὁ Χριστός καί ὄχι ὁτιδήποτε ἐπίγειο, ὅσο σπουδαῖο καί μεγάλο κι ἄν φάνταζε αὐτό. Γι᾽ αὐτό καί κατέθεταν καί τήν ἴδια τή ζωή τους. Κι ἔπειτα καί τό βαπτιστικό μας ὄνομα: εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μας, τό ὁποῖο καί αὐτό παραπέμπει στόν ἴδιο τόν Κύριο, τοῦ ῾Οποίου ἄλλωστε μιμητής ὑπῆρξε  ὁ ἅγιος καί γι᾽ αὐτό καί ἅγιασε. Εἴτε λοιπόν μέ τό ὄνομα χριστιανός εἴτε μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μας θυμόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, εἰκόνες δικές Του, ναοί τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος. Κι αὐτό δέν εἶναι φαντασία, ἀλλά ἡ ἀληθινή πραγματικότητα. ῞Οπως ὁ δαιμονισμένος ζοῦσε δυστυχῶς τήν ξενική κατοχή χωρίς ὄνομα δικό του, τό ἴδιο κι ἐμεῖς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου: ζοῦμε τήν «κατοχή» μας ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα, τόν Θεό μας, ὁ ῾Οποῖος ὅμως μᾶς ἐλευθερώνει («οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία») καί μᾶς κάνει νά νιώθουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ, μέ διαρκή μέσα μας τήν κραυγή: «᾽Αββᾶ, ὁ Πατήρ»! Νά νιώθω παιδί τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν προσφωνῶ ῾Πατέρα᾽ εἶναι αὐτό πού μοῦ προσφέρει τό ὄνομά μου. Τό χριστιανικό ἀσφαλῶς ὄνομά μου καί ὄχι ὁποιοδήποτε περίεργο, παράδοξο, ὑποκοριστικό τέτοιο πού λειτουργεῖ ἐντελῶς κατά ἀποπροσανατολιστικό τρόπο.

Νά καλλιεργοῦμε τή συναίσθηση τῆς ἀξίας τῆς χριστιανικῆς πίστεώς μας, νά καλλιεργοῦμε τή συναίσθηση αὐτοῦ πού δηλώνει τό χριστιανικό ὄνομά μας. Καί κυρίως: νά μάθουμε γιά τή ζωή τοῦ ἁγίου μας, ὥστε νά τόν νιώθουμε πιό κοντά μας καί πιό οἰκεῖο μας. Κατεξοχήν ὅμως νά τόν ἀκολουθοῦμε στήν κατά Χριστόν πολιτεία του. Τότε ἡ κραυγή μας στόν Κύριο καί σ᾽ ἐκεῖνον θά φέρνει τήν ἄμεση ἀπάντησή τους καί τήν παρουσία τους.

16 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

«Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη(Λουκ. 8, 9)

Η παραβολή του καλού σπορέως είναι μία από τις γνωστότερες και σπουδαιότερες παραβολές του Κυρίου. Εμπνευσμένη από την αγροτική ζωή της Παλαιστίνης – κατά την οποία η σπορά προηγείτο του οργώματος – αναφέρεται στον γεωργό, ο οποίος ρίχνει τον σπόρο στο έδαφος, αλλ’  ενώ εκείνος είναι ο ίδιος, όπως και ο σπόρος, η καρποφορία ποικίλλει: αλλού ο σπόρος δεν καρποφορεί καθόλου, λόγω του πατημένου εδάφους, αλλού καρποφορεί ελάχιστα για να χαθεί έπειτα εντελώς, αλλού πολύ πλούσια, σαν το καλό έδαφος,  κάτι που είναι ευνόητο ότι τονίζει τον ρόλο και την «ευθύνη» του εδάφους. Η παραβολή δεν φαίνεται ότι κατανοήθηκε από τους ακροατές του Κυρίου. Απαιτήθηκε η ερμηνεία της από Εκείνον, μετά μάλιστα από την ερώτηση και των ίδιων των μαθητών Του: Κύριε, τι σημαίνει η παραβολή αυτή; «Τις είη η παραβολή αύτη

1. Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι η εντύπωση που συνήθως υπάρχει για τις παραβολές του Κυρίου, ότι δηλαδή είναι απλές ιστορίες από την καθημερινή ζωή προς μεγαλύτερη κατανόηση της διδασκαλίας Του, δεν είναι ακριβής. Θα έλεγε κανείς ότι αρκετές  λειτουργούν μάλλον ως πρόκληση-αφορμή για να φανερωθεί η γνησιότητα ή όχι  της διάθεσης του ανθρώπου απέναντι στον Θεό, παρά ως μία απλή διευκόλυνσή του, που θα πει ότι οι γνήσιοι αναζητητές της αλήθειας και καλοπροαίρετοι φωτίζονταν από τον Κύριο που τους μυούσε στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, ενώ οι μη αναζητητές, οι προσκολλημένοι μόνον στον κόσμο, συνεπώς περιστασιακοί και από περιέργεια ή κακή διάθεση ακροατές Του, σκοτίζονταν περισσότερο, σαν αυτούς που βλέπουν κάτι χωρίς να το βλέπουν, ή σαν αυτούς που ακούνε κάτι χωρίς τελικώς να το ακούνε.

2.  Η συγκεκριμένη παραβολή έχει ένα βαθύ νόημα, το οποίο ο Κύριος απεκάλυψε στους μαθητές Του, όψεις του οποίου είναι και τα παρακάτω:

(α) «Ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού». Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος αυτός περικλείει μέσα του τεράστια δύναμη, την οποία υποδηλώνει η αντιστοιχία με τον σπόρο. Όπως ο σπόρος, ενώ φαίνεται εξωτερικά μικρός και αδύναμος, έχει μέσα του δυνάμεις, ώστε να γίνει και δέντρο, το ίδιο και ο λόγος του Θεού: φαίνεται πολλές φορές «αδύναμος», εξωτερικά ίδιος με τους άλλους ανθρώπινους λόγους, όμως περικλείει τέτοιες δυνάμεις, που μπορούν να μεταμορφώσουν τη ζωή ενός ανθρώπου. «Ατομική βόμβα» τον έχουν χαρακτηρίσει και όχι άδικα. Κι είναι γνωστό ότι ο Κύριος πολλές φορές  μίλησε για τη δύναμη και την αξία του λόγου του Θεού. Μαγιά που μπορεί να ζυμώσει πολλά κιλά αλεύρου είπε ότι είναι η Βασιλεία Του που φανερώνεται με τον Ίδιο και τον λόγο Του, κρυμμένος θησαυρός και πολύτιμος μαργαρίτης που υπερβαίνει την αξία όλων των επιγείων πραγμάτων, σημείωσε αλλού για το ίδιο. Ο απόστολος Παύλος ήταν εκείνος που κατεξοχήν πρόβαλε τη δύναμη αυτού του λόγου: Συνιστά τη «δύναμιν του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι», είπε. Κι αλλού: «Ζων ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (Εβρ. 4, 12).

Αιτία γι’  αυτό είναι το γεγονός ότι ο λόγος του Θεού αποτελεί ενέργεια Εκείνου και συνεπώς προσωπική Του παρουσία. Στον Θεό δηλαδή δεν υπάρχουν απρόσωπες και ανεξάρτητες από τις υποστάσεις Του δυνάμεις. Κάθε δύναμή Του, κάθε ενέργειά Του είναι στην πραγματικότητα προσωπική παρουσία δική Του. Έτσι και ο λόγος του Θεού: έχει τεράστια δύναμη, γιατί πρόκειται για τον ίδιο τον Θεό. Ο Κύριος πολλές φορές είχε τονίσει και αυτήν τη διάσταση, δηλαδή ότι αποδοχή του λόγου Του σημαίνει αποδοχή του Ίδιου μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Γι’  αυτό και οι άγιοι Πατέρες συχνά τόνιζαν ότι «ο Κύριος περικλείεται μέσα στις εντολές Του». Από την άποψη αυτή δίνεται με σαφήνεια απάντηση και στο ερώτημα πολλών «πώς μπορώ να δω και να συναντήσω τον Θεό;» Μόνο με την αποδοχή και την τήρηση των λόγων και των εντολών του Κυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι η σχέση με τον Θεό δεν έχει θεωρητικό ή νοησιαρχικό χαρακτήρα, αλλά καθαρώς εμπειρικό. Την ώρα που ένας άνθρωπος θα τηρήσει τον λόγο του Θεού, εκείνην την ώρα θα δει την παρουσία του Θεού ενεργούσα μέσα σε όλη την ύπαρξή του. Αυτό συνιστά και την προϋπόθεση, προκειμένου να ενεργοποιείται η χάρη του Κυρίου μέσα από τα μυστήρια και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας.

(β) Ενώ όμως έχει τέτοια δύναμη ο σπόρος, ο λόγος του Θεού, εξαρτάται η ενέργειά του από το έδαφος στο οποίο θα πέσει, δηλαδή από το τι ψυχή θα συναντήσει. Όπως συχνά τονίζεται, ο παντοδύναμος Θεός αυτοπεριορίζεται, διότι ακριβώς σέβεται τη δοσμένη από Αυτόν στον άνθρωπο ελευθερία του. Η παραβολή του σπορέως αποτελεί  εναργή  απόδειξη της αλήθειας αυτής. Με άλλα λόγια, χωρίς τη συγκατάθεση του ανθρώπου ο λόγος του Θεού παραμένει ανενέργητος και «κενός». Όπως το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος, ο οποίος παρακαλεί τους μαθητές του «μη εις κενόν δέξασθαι την χάριν του Θεού», να μην πάει χαμένη η χάρη του Θεού. Κι είναι δραματική και η εξής επισήμανση: πάει χαμένη η χάρη του Θεού, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον την απορρίπτει, αλλά κι όταν μπορεί να την έχει αποδεχθεί! Εννοούμε ότι όχι μόνον το πατημένο έδαφος – ο άνθρωπος που έχει πλήρως αποστρέψει το πρόσωπό του από τον Θεό – αλλά και το πετρώδες και το ακανθώδες έδαφος, δηλαδή οι άνθρωποι που έχουν ανταποκριθεί σε πρώτη φάση στην κλήση του Θεού, αλλά δεν πρόσεξαν και δεν επέμειναν σ’ αυτήν, έχασαν τον Θεό.

 (γ) Εκτός από τον παράγοντα άνθρωπο με την ελευθερία του υπάρχει και κάποιος άλλος που παρεμβάλλεται στη διαδικασία της σποράς, της αποδοχής του λόγου του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου: ο «εχθρός άνθρωπος» που λέει άλλη παραβολή, δηλαδή ο διάβολος. Είναι γνωστό: ο διάβολος προσπαθεί παντοιοτρόπως να εμποδίσει τον άνθρωπο από το άκουσμα του λόγου του Θεού, πολύ περισσότερο από την εφαρμογή του. Διότι ακριβώς γνωρίζει ότι ο λόγος του Θεού, αν γίνει αποδεκτός,  αποτελεί τη σωτηρία του ανθρώπου. Αξίζει να υπενθυμίσουμε το περιστατικό από την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας, κατά το οποίο ηγούμενος μοναστηριού που ενώ δίδασκε τους μοναχούς του, έβλεπε ότι αυτοί αποκοιμώντο  με συνέργεια του διαβόλου, σταμάτησε τη διδασκαλία και άρχισε το «κουτσομπολιό». Αμέσως ξύπνησαν όλοι. Και βρήκε ευκαιρία ο καλός ηγούμενος να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια: στον λόγο του Θεού  ο διάβολος προκαλεί τον ύπνο, στο «κουτσομπολιό» ξυπνάει τους πάντες.

(δ) Το καλό έδαφος είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας της σποράς. Πρόκειται για τους καλοπροαίρετους, όπως είπαμε, ανθρώπους, οι οποίοι ανταποκρίνονται στον λόγο του Θεού «εν καρδία καλή και αγαθή», επιμένουν σ’  αυτόν, παρ’  όλες τις δυσκολίες, εξωτερικές ή εσωτερικές, κάνουν υπομονή για να δουν το αποτέλεσμα. Το «κατέχουσιν και καρποφορούσιν εν υπομονή» που λέει ο Κύριος, αποτελεί το μυστικό για την ύπαρξη του καλού εδάφους. Διότι η υπομονή φανερώνει την αλήθεια της πίστεως και της ταπεινώσεως του ανθρώπου, της εμπιστοσύνης του ότι, έστω κι αν δεν βλέπει άμεσα και ορατά αποτελέσματα, η χάρη του Θεού ενεργεί στον κόσμο. Ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει τη σωτηρία του, χωρίς την υπομονή. Κι οι άγιοι Πατέρες, εξηγώντας τον λόγο του Κυρίου, σημείωναν ότι η υπομονή συνιστά το υλικό, με το οποίο κτίζεται κάθε αρετή. Δεν είναι δηλαδή η υπομονή μία απλή αρετή, αλλά το συνοδευτικό κάθε αρετής.

Η παραβολή του καλού σπορέως, ενώ φαίνεται απαισιόδοξη,  είναι μία πολύ παρήγορη και αισιόδοξη παραβολή. Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στην καρποφορία του καλού εδάφους, την πλουσιοπάροχη δηλαδή χάρη Του, η οποία δεν προσφέρεται «εκ μέτρου», όταν συναντήσει άνθρωπο που αγαπά την αλήθεια. Από την άλλη όμως, με την αναφορά στα άλλα εδάφη, τα μη καρποφόρα, μας επισημαίνει την ευθύνη μας: ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Θα πρέπει κάθε φορά να θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: τι έδαφος είμαι εγώ; Κι η απάντηση βεβαίως θα έρχεται στο βαθμό που θα υπάρχει ή όχι η παρουσία των καρπών. «Ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Αν δεν επισημαίνουμε τους καρπούς αυτούς στη ζωή μας, μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να βάζουμε ερωτηματικό και στον χριστιανισμό μας. Αλλά στην περίπτωση αυτή τα λόγια του Κυρίου ακούγονται φοβερά: «Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρεται και εις πυρ βάλλεται». Κάθε κλήμα που είναι ενωμένο με Εμένα, αλλά δεν φέρει καρπό, ο Ουράνιος Γεωργός το κόβει και το πετάει στη φωτιά.

09 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

«Ν ε α ν ί σ κ ε,  σοί λέγω, ἐ γ έ ρ θ η τ ι» (Λουκ. 7, 14)

Ἡ συνάντηση τοῦ Κυρίου μέ τόν ἴδιο τόν θάνατο στό πρόσωπο ἑνός νεαροῦ παιδιοῦ καί ἡ νίκη του ἀπέναντι σ᾽ αὐτόν προσλαμβάνει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί ἀκριβῶς πρόκειται γιά ἕναν νέο, ὅπως συνέβη καί μέ τήν ἄλλη περίπτωση τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυνάγωγου ᾽Ιαείρου. ῾Ο Κύριος δηλαδή συναντᾶται μέ τή νεότητα στή νεκρή της ὅμως μορφή, τήν ὁποία καί ζωοποιεῖ. Τό γεγονός αὐτό πρέπει νά τό δοῦμε καί σέ σχέση μέ τή σημερινή κατάσταση τῆς νεολαίας μας.

1. Δέν θά ἀφιστάμεθα πολύ τῆς πραγματικότητος, ἄν λέγαμε ὅτι σέ ἕνα ποσοστό, μεγάλο ἤ μικρό – τήν ἴδια ἀξία ἔχει - ἡ νεότητά μας κεῖται κι αὐτή νεκρή. Κι ἐννοοῦμε νεκρή ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. Μέ τό δεδομένο ὅτι ζωή εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ὑπάρχουν νέοι πού ἔχουν διαγράψει τόν Θεό ἀπό τή ζωή τους, ἡ κατάστασή τους δέν ἀπέχει καί πολύ ἀπό τήν κατάσταση τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν.

2. Συμπτώματα πού ἐπιβεβαιώνουν τόν χαρακτηρισμό αὐτό δυστυχῶς ὑπάρχουν πολλά. ῾Ορισμένα εἶναι ἐξώφθαλμα:

- ὁ ἀναρχισμός ἀρκετῶν νέων, μέ τήν ἔννοια τῆς κατάλυσης ἀπό πλευρᾶς τους κάθε αὐθεντίας, εἴτε γονεϊκῆς εἴτε διδασκαλικῆς εἴτε θεσμῶν πολιτειακῶν εἴτε ἐκκλησιαστικῆς˙

- ὁ λεγόμενος χουλιγκανισμός, ὡς τάση καί ἐπιθυμία γιά καταστροφή μή ἀνηκόντων στούς ἴδιους πραγμάτων, πολλῷ δέ μᾶλλον δημοσίων ἀγαθῶν, γεγονός πού τραγικοποιεῖται μέ τήν καύχηση τήν ὁποία ὁρισμένοι νιώθουν ἀπό τίς ἔκνομες αὐτές ἐνέργειές τους˙

- ἡ διαρκῶς αὐξανόμενη χρήση ναρκωτικῶν, ἀκόμη καί στίς πολύ μικρές ἡλικίες, κάτι πού ὁδηγεῖ εἴτε σέ καταστροφική πρός τούς ἄλλους εἴτε σέ αὐτοκαταστροφική συμπεριφορά˙

- ὁ λεγόμενος «ὠχαδερφισμός», δηλαδή ἡ διαπιστούμενη ἀδιαφορία εἴτε ἔναντι τῶν ὑποχρεώσεων γενικῶς πρός τήν κοινωνία εἴτε συγκεκριμένως πρός ἀναγκεμένους συνανθρώπους τους˙

- πολύ συχνά μία ἔκδηλη τεμπελιά ὡς ἄρνηση ἀγάπης πρός τήν ἐργασία, ἀκόμη καί ἐκεῖ πού ὑφίσταται. Δέν εἶναι μόνον ἡ ὑφιστάμενη ἀνεργία στόν κόσμο μας, ἀλλά καί ἡ ἀνεργία λόγω ἔλλειψης ἐνδιαφέροντος γιά τήν ἴδια τήν ἐργασία, κάτι πού ὑποκρύπτει τήν ἔλλειψη γενικότερα τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τήν πραγματική ζωή.

3. Ποιός φταίει γιά τήν κατάντια αὐτή; Ἡ εὔκολη βεβαίως ἀπάντηση εἶναι: οἱ ἴδιοι οἱ νέοι καί ἡ κοινωνία. Μά τήν κοινωνία τήν ἀποτελοῦμε ἐμεῖς, ὅπως καί οἱ νέοι καί τά παιδιά μας εἶναι τά δικά μας παιδιά. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό κύριο βάρος εὐθύνης τό ἔχουμε οἱ μεγαλύτεροι. Κι αὐτό γιατί δέν φροντίσαμε καί δέν φροντίζουμε νά δώσουμε στά παιδιά καί τούς νέους ἐκεῖνο πού πράγματι χρειάζονται, τό «ἔν οὗ ἐστι χρεία». Κι αὐτό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας ᾽Ιησοῦς Χριστός. ᾽Από ἔλλειψη Χριστοῦ πάσχουν πολλοί νέοι μας, κι ὑπεύθυνοι γι᾽ αὐτό εἴμαστε οἱ ὀνομαζόμενοι μεγάλοι. Προσπαθήσαμε καί προσπαθοῦμε  εἴτε γονεῖς εἴτε δάσκαλοι εἴτε καί κληρικοί ἴσως νά προσανατολίσουμε τά παιδιά στίς ἀπολαύσεις, στόν εὔκολο πλουτισμό, στήν ἀπόκτηση σπουδαίων θέσεων. Κι αὐτό ὄχι κυρίως μέ τά λόγια - ὅλοι εἴμαστε εὔκολοι στό «κατηχητικό»  - ἀλλά μέ τά ἔργα καί τή ζωή μας. Καί τή ζωή κοιτάει πρωτίστως ὁ νέος ἄνθρωπος. ῞Οσο διαπιστώνει μάλιστα τή διάσταση μεταξύ ἔργων καί λόγων μας, τόσο καί μᾶς διαγράφει ὑποβαθμίζοντας τήν ἀξία τῶν λόγων μας, ἐπιλέγοντας αὐτό πού νομίζει ὅτι εἶναι σωστό: τήν καθοδήγησή του ἀπό τά πάθη του καί τίς ὁρμές του. ῾Επομένως γιά τήν πνευματική νέκρωση ἀρκετῶν νέων μας δέν εὐθύνονται οἱ ἴδιοι, δέν εὐθύνεται ἀπροσώπως ἡ κοινωνία, ἀλλά οἱ συγκεκριμένοι μεγάλοι, ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός - ο πρώτος νεκρός!

4. Σέ ὁποιαδήποτε ὅμως τραγική ἔστω κατάσταση ὑπάρχει ἐλπίδα. Γιατί ὑπάρχει Θεός. Τό Εὐαγγέλιο ἔρχεται καί μᾶς δίνει τή λύση καί τήν παρήγορη ἀπάντηση: ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό. ῾Ο Κύριος ἔρχεται σέ συνάντηση τῆς νεότητας. Λέγει καί σήμερα τό «νεανίσκε, σοί λέγω, ἐ γ έ ρ θ η τ ι». ᾽Αλλά τόν Χριστό πρωτίστως θά τόν δοῦν οἱ νέοι μας κυρίως στά πρόσωπα τά δικά μας. Οἱ ἅγιοι πάντοτε ἀποτελοῦν τή φανέρωση τοῦ ῎Ιδιου καί τῆς Βασιλείας Του. ῎Ετσι ἡ μόνη ἐλπίδα νά ξεφύγουν οἱ νέοι ἀπό ὅλα τά ὀδυνηρά συμπτώματα πού ταλαιπωροῦν τούς ἴδιους καί τήν κοινωνία εἶναι ἡ δική μας ἀληθινή καί ἔμπρακτη μετάνοια. ῞Οσο οἱ μεγαλύτεροι, κληρικοί, γονεῖς, δάσκαλοι, ὑπεύθυνοι παντοῦ, θά ἁγιάζουμε τόν ἑαυτό μας, ὅσο θά σταυρώνουμε ἐμεῖς τά δικά μας ἁμαρτωλά πάθη, τόσο καί αὐτό ὡς ὑγιής καί χαριτωμένη κατάσταση θά ἀντανακλᾶ στούς νέους καί τά παιδιά μας, καθώς θά γινόμαστε οἱ γέφυρες γιά νά συναντήσουν αὐτοί καί τόν δικό τους Λυτρωτή καί Σωτήρα, τόν Κύριο.

Λέμε συχνά ὅτι ἡ κοινωνία μας πάσχει γιατί πάσχει ἡ οἰκογένεια. ῾Η λύση καί ἡ ὅποια ὑπέρβαση τῶν κακῶν πού μᾶς ταλαιπωροῦν εἶναι ἡ δική της, τῆς οἰκογένειας, ἀνόρθωση. Κι αὐτό εἶναι ἀλήθεια. ῎Αν ἡ οἰκογένεια προσανατολισθεῖ σ᾽ αὐτό πού ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὀνομάζει «κατ᾽ οἶκον ᾽Εκκλησία», τόσο θά γινόμαστε μάρτυρες τοῦ ἴδιου γεγονότος πού βίωσαν τότε τήν ἐποχή τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Τότε βεβαίως θά δοῦμε κι ἐμεῖς ὅτι τά δάκρυα τῆς ὀδύνης μας θά μεταποιηθοῦν σέ δάκρυα χαρᾶς.

02 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ

«Εἶπεν ὁ Κύριος∙ Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως... Πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Λουκ. 6, 31.36).

Τμήμα της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου Ιησού (Ματθ. 5-7) αποτελεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Β΄ Λουκά, η οποία κατά τον ευαγγελιστή Λουκά έγινε επί τόπου πεδινού. Μάλλον πρόκειται, όπως σημειώνουν πολλοί από τους ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, περί δύο ομιλιών που έκανε ο Κύριος, δηλαδή την ίδια ομιλία που έκανε αρχικά σε πιο εκτεταμένη μορφή  πάνω σε βουνό, την ίδια πιο περιληπτικά έκανε για  δεύτερη φορά επί τόπου πεδινού, και αυτήν κατέγραψε ο Λουκάς. Η πρώτη φράση του αναγνώσματος μάλιστα «καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» χαρακτηρίστηκε ως «ο χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής», που σημαίνει ότι με αυτόν ρυθμίζονται έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να μπορεί να φανερώνεται ο Θεός στη ζωή τους.

1. Θα πρέπει καταρχάς βεβαίως να θυμίσουμε ότι ο κανόνας αυτός στην αρνητική του διατύπωση ήταν κάτι που πρότεινε η Παλαιά Διαθήκη, απαντώμενος για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τωβίτ με τη φράση «ὅ σύ μισεῖς, μηδενί ποιήσῃς», αυτό που εσύ μισείς, μην το κάνεις σε κανέναν άλλον. Εννοιολογικά και μορφολογικά συναντάμε τον αρνητικό  κανόνα αυτό και έξω από την ιουδαιοχριστιανική αποκάλυψη, σε διαφόρους φιλοσόφους και σε άλλες θρησκείες, όπως για παράδειγμα στον Κλεόβουλο τον Ρόδιο ή και τον Κομφούκιο.  Πρόκειται λοιπόν για έναν κανόνα που ρυθμίζει θετικά τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και που βασίζεται στα καλά στοιχεία που υπάρχουν παγκόσμια και πανθρησκειακά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μην ξεχνάμε ότι η πτώση στην αμαρτία δεν επέφερε την καταστροφή του ανθρώπου, αλλά τη ζόφωση της εικόνας του Θεού μέσα του, όπως βεβαίως ο Λόγος του Θεού, άσαρκος μέχρι την ενανθρώπησή Του, φώτιζε τον άνθρωπο (π.χ. με τον σπερματικό λόγο που είπαν ορισμένοι Πατέρες), με σκοπό τη διαπαιδαγώγησή του προς μελλοντική αποδοχή Εκείνου.

2. Ο Κύριος δεν αρνείται τον κανόνα αυτό. Αντιθέτως. Τον αποδέχεται και τον επεκτείνει, ανάγοντάς τον όμως σε επίπεδο χαρισματικό, δηλαδή αντανάκλασης στον άνθρωπο του τρόπου υπάρξεως του ίδιου του Θεού. Θέλουμε να πούμε ότι σε πρώτη φάση ο Κύριος διατυπώνει τον ρυθμιστικό αυτόν κανόνα της μεταξύ των ανθρώπων συμπεριφοράς κατά τρόπο θετικό: «καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Και θέλει προσοχή. Ο Κύριος δεν λέει «ό,τι σας κάνουν οι άλλοι, αυτό να κάνετε κι εσείς σ’  αυτούς», διότι τούτο ίσχυε ως ο πυρήνας της ιουδαϊκής ηθικής, με το «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὀδόντα ἀντί ὀδόντος». Μπορεί για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν κανόνας υπέρβασης της άκρατης εκδίκησης, περιορίζοντάς την στην ίση ανταπόδοση, για την εποχή που έφερε όμως ο Ίδιος λειτουργούσε ως αμαρτία. Ο Κύριος λοιπόν λέει «καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν οἱ ἄνθρωποι», ό,τι θα επιθυμούσαμε να μας κάνουν οι άλλοι να κάνουμε κι εμείς, όποια συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας θα θέλαμε, την ίδια συμπεριφορά προς αυτούς πρέπει και να επιδεικνύουμε,  με άλλα λόγια: μην κοιτάμε, κατά τρόπο ιουδαϊκό, όπως είπαμε, το τι κάνει ο άλλος, ώστε η δράση μας να είναι αντίδραση, δηλαδή μία ανώριμη συμπεριφορά, αλλά να κοιτάμε τον βαθύτερο εαυτό μας, άρα μέτρο της αγάπης μας  προς τους άλλους να είναι η αγάπη μας στον ίδιο τον εαυτό μας. Έτσι,  ο κανόνας αυτός, θα λέγαμε,  ισοδυναμεί με την εντολή του Θεού «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», κάτι που φανερώνει τελικώς αφενός ότι ο εαυτός μας είναι «αξεπέραστος» από εμάς τους ίδιους – ο άνθρωπος κρίνει τα πάντα με βάση τον εαυτό του – αφετέρου ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας είμαστε ίδιοι. Ο χρυσός αυτός κανόνας ανάγλυφα μας δείχνει την κοινότητα της ανθρώπινης φύσης, το πόσο η αυτογνωσία λειτουργεί ταυτόχρονα σ’ ένα μεγάλο ποσοστό και ως ετερογνωσία.

3. Τι συνήθως λοιπόν θέλουμε από τους άλλους, ώστε αυτό να προσφέρουμε και σ’  αυτούς; Έχουμε την εντύπωση ότι οι πιο καίριες επιθυμίες μας από πλευράς των άλλων, είναι η αποδοχή του προσώπου μας, ο σεβασμός της ελευθερίας μας, του χώρου και του χρόνου μας, η απονήρευτη και άδολη συμπεριφορά τους, η διακριτικότητά τους, μ’ ένα λόγο η αγάπη τους. Αυτό λοιπόν συνιστά, κατά τον κανόνα, και το μέτρο της αντίστοιχης δικής μας συμπεριφοράς: κι εμείς να αγαπούμε τον άλλον, να τον σεβόμαστε, να είμαστε διακριτικοί απέναντί του, να μην κάνουμε υπερβάσεις με καταστρατήγηση κυρίως της ελευθερίας τους. Πράγματι, χρυσός κανόνας, που στην εφαρμογή του η κοινωνία μας θα λειτουργούσε ως παράδεισος. Αλλ’  είπαμε: πρόκειται για κανόνα, που εκφράζει ό,τι καλύτερο είχε να πει το ανθρώπινο γένος, στηριγμένο στα καλά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: με ποια δύναμη ο άνθρωπος θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει; Πώς αυτό που συνιστά ορθή νοητική σύλληψη, καλή κοινωνική διδασκαλία, μπορεί να γίνει πράξη; Με άλλα λόγια πώς θα ξεπεραστούν οι δεσμεύσεις του ανθρώπου στην αμαρτία και τα πάθη της, στον διάβολο και τα στοιχεία του κόσμου τούτου;

4. Ο Κύριος λοιπόν δίνει την απάντηση και είναι σαφής: η υπέρβαση των δεσμεύσεων του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να τοποθετείται ορθά απέναντι στον συνάνθρωπό του είναι χαρισματική κατάσταση. «Καί εἰ ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;» Δεν μπορεί με άλλα λόγια ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον εγωισμό των σχέσεών του, από ένα «δούναι και λαβείν»: δίνω γιατί παίρνω - ό,τι συνιστά, είπαμε, την ιουδαϊκή και την κατά κόσμον γενικώς ηθική – αν δεν ενισχυθεί από την ενέργεια του ίδιου του Θεού. Το να μπορώ να αγαπώ τον άλλον, χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, να του συμπεριφέρομαι καλά, χωρίς η δράση μου αυτή να είναι αντίδραση, συνιστά υπέρ φύσιν κατάσταση, που προϋποθέτει την παρουσία του Χριστού και της χάρης Του στον κόσμο τούτο.

Συνεπώς ο Κύριος τονίζει την αξία του χρυσού κανόνα των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά μας προσανατολίζει στην ορθή και πραγματική εφαρμογή του: μόνον ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο ενταγμένος στο Σώμα Του, την αγία Εκκλησία, που έχει γίνει μέλος Του και λειτουργεί σ’ αυτόν η χάρη και η δύναμή Του, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται με τρόπο αγαπητικό και διακριτικό απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας έτσι τη στάση του ίδιου του Χριστού και του Θεού Πατέρα σε όλον τον κόσμο. «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ  οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστίν». Κι επειδή ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός αγαπά τον κόσμο χωρίς διακρίσεις – «Αὐτός (ο Θεός) χρηστός ἐστιν ἐπί τούς ἀχαρίστους καί πονηρούς» - γι’  αυτό και ο χριστιανός αντιστοίχως  μπορεί πια να αγαπά τους πάντες, ακόμη και τους εχθρούς του, χωρίς να προβληματίζεται για το αν εκείνοι θα του ανταποδώσουν τα ίσα. «Πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν καί ἀγαθοποιεῖτε καί δανείζετε, μηδέν ἀπελπίζοντες».  Ο χριστιανός δηλαδή ζει και κινείται σε υπέρ τα κοσμικά και πεσμένα στην αμαρτία ανθρώπινα επίπεδα. Η έγνοια και η μέριμνά του είναι να αρέσει στον Θεό, Εκείνου το άγιο θέλημα να διακρατεί, προκειμένου να Τον έχει ζωντανό μέσα στην ύπαρξή του. Κι ένας τρόπος υπάρχει, όπως είπαμε, γι’ αυτό: να ζει σαν τον Θεό, έχοντας και αυξάνοντας τη δύναμη Εκείνου.

Το πρόβλημα στην ανθρωπότητα από ό,τι φαίνεται δεν είναι η έλλειψη καλών λόγων, σπουδαίων κοινωνικών ιδεών, «παραδείσιων» οραματισμών. Αυτά πράγματι υπήρξαν και υπάρχουν και θα υπάρχουν στον κόσμο μας. Και οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες, ωραία πράγματα είπαν και λένε. Με πολλή πλάνη και ψεύδος αναμειγμένα τα ωραία τους αυτά, αλλά και πράγματι ωραία. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς θα εφαρμοστούν τα ωραία αυτά. Για τη χριστιανική πίστη μας, η λύση είναι μόνον ο Κύριος. Αν ο άνθρωπος δεν Τον αποδεχτεί όπως αποκαλύφθηκε, αν δεν γίνει μέλος Του με άλλα λόγια, προκειμένου να ενισχύεται από την αγία χάρη Του, πάντοτε θα πελαγοδρομεί στην αντίφαση μεταξύ ίσως καλών λόγων και δαιμονικού τρόπου ζωής. Διότι «οὔκ ἐστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία». Ας παρακαλούμε τον Κύριο αφενός να φωτίζει τους ανθρώπους που Τον αγνοούν, προκειμένου να Τον γνωρίσουν, αφετέρου να ενισχύει τη θέληση ημών των θεωρουμένων χριστιανών, ώστε να κάνουμε πράξη αυτά που ήδη μας έχει δώσει και που τις περισσότερες φορές τα αφήνουμε για αργότερα. Δηλαδή να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, ανεξάρτητα από τη στάση εκείνων.  Αλλά το αργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

18 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

«Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34).

Μέσα στο κλίμα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού η Εκκλησία μας επιμένει να μας υπενθυμίζει ότι άλλος τρόπος για να ζήσει κανείς την εν Χριστώ ζωή από τη συσταύρωση με τον Κύριο δεν υπάρχει. Η προτροπή μάλιστα του Κυρίου από το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Ύψωση  ακούγεται ως η πιο παρήγορη φωνή που έχει ακουστεί ποτέ για τον άνθρωπο, διότι ενώ του αποκαλύπτει την τραγικότητα της πορείας του, του δείχνει ταυτόχρονα τον δρόμο της υπέρβασης και της σωτηρίας του. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί».

1. Ο Κύριος μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του προς τον άνθρωπο, τέτοιας που Τον οδήγησε  πάνω στον Σταυρό, μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε, που σημαίνει αφενός ότι η πορεία μας μακριά από Εκείνον είναι λανθασμένη, αφετέρου ότι ο Ίδιος είναι η σωτηρία μας. Η ακολουθία του Κυρίου αποτελεί βεβαίως μία χαρισματική κατάσταση, με την έννοια ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δύναμη και τη χάρη του Ίδιου, όπως σε άλλο σημείο θα επισημάνει: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Αυτό συμβαίνει διότι πέραν του ότι ο άνθρωπος θολωμένος και τραυματισμένος από την αμαρτία και την υποδούλωσή του στον διάβολο αδυνατούσε να δει την αλήθεια της σωτηρίας του – ποιος ήταν ο Θεός του – αδυνατούσε πολύ περισσότερο και να πραγματοποιήσει το οποιοδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται και όχι μόνο του ανοίγει τα μάτια για να δει τον ορθό προσανατολισμό του, αλλά τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, ώστε με τη δική Του δύναμη να βρει τον βηματισμό του. Αν δεν γινόταν αυτό, αν ο Κύριος ερχόταν απλώς για να μας πει μόνοι μας να Τον ακολουθήσουμε, δεν θα διέφερε από άλλους τυράννους της ανθρωπότητας, και μάλιστα ακόμη περισσότερο: θα «έπαιζε» μαζί μας «διασκεδάζοντας» με τις αδυναμίες μας και την επίγνωση από εμάς αυτών των αδυναμιών.

2. Η ένταξή μας αυτή μέσα στον Κύριο, διά της οποίας και εισέρρευσαν σ’ εμάς οι δυνάμεις Του, ώστε κι εμείς να ζούμε σαν Εκείνον – το ακολουθείν τω Χριστώ –, πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπησή Του και με  όλη βεβαίως τη ζωή Του, κυρίως όμως με τη Σταυρική Του θυσία. Διότι στον Σταυρό καταργήθηκε το σώμα της αμαρτίας και έτσι εν Χριστώ εισήλθαμε στη Βασιλεία του Θεού. Και ό,τι πια ο Χριστός μάς πρόσφερε και μας προσφέρει, δηλαδή την ίδια τη ζωή Του, μπορεί κανείς να αποκτήσει  και να γευτεί με την είσοδό του στην Εκκλησία και ζώντας τη ζωή της Εκκλησίας. Το βάπτισμα επομένως, το άγιο χρίσμα, η Θεία Ευχαριστία, μέσα στην ατμόσφαιρα της μετανοίας, είναι η δυνατότητα παροχής της ζωής αυτής του Χριστού στον άνθρωπο.

3. Η κλήση λοιπόν του Χριστού να Τον ακολουθήσουμε γίνεται, αφού έχει δώσει όλες τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Κι είναι σημαντική η επισήμανση ότι η κλήση αυτή γίνεται σε χρόνο διαρκείας: «ακολουθείτω μοι». Να ακολουθούμε τον Χριστό, πάντοτε και χωρίς διακοπές. Όπως είναι αδιανόητο το χέρι ή το πόδι σ’ ένα σώμα να μην ακολουθούν την κίνηση του σώματος, κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδιανόητο για εκείνον που είναι μέλος πια Χριστού να μην ακολουθεί τον Χριστό. Μία διακεκομμένη ακολουθία του Χριστού – μία μαζί Του και μία όχι – συνιστά τη διψυχία που λέει ο άγιος Ιάκωβος, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η ακαταστασία. Ο ίδιος ο Κύριος μάλιστα σε άλλο σημείο απεκάλυψε ότι κάθε μη ακολουθία Του δεν είναι στάση, που μπορεί να φέρει την επανεκκίνηση από το ίδιο σημείο, αλλά οπισθοδρόμηση και εναντίωσή Του. «Ο μη ων μετ’  εμού κατ’  εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’  εμού σκορπίζει» - όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου και όποιος δεν μαζεύει μαζί μου σκορπίζει. Ας φανταστούμε και πάλι ένα χέρι ή ένα πόδι πότε να είναι στο ρυθμό του σώματος και πότε να κτυπούν το σώμα ως κάτι το ενάντιο.

4. Ακριβώς λοιπόν πάνω σ’  αυτήν την αδιάκοπη ακολουθία του Χριστού, για να μην υπάρχουν οι αποκλίσεις που ακυρώνουν τη σωτηρία του ανθρώπου, έρχονται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ίδιος. Η δωρεά είναι δωρεά, αλλά όχι κατά τρόπο μαγικό.  Απαιτείται και η ανταπόκριση του ανθρώπου.

(1) Και πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία του ανθρώπου. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν». Όσο κι αν είναι εντελώς απαραίτητη η ακολουθία του Κυρίου – πιο απαραίτητη κι από τον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε – όμως ο Θεός δεν μας εκβιάζει. Μας δίνει την ώθηση, παρακολουθεί την πορεία μας, αλλά δεν μας υποκαθιστά. Τον τελευταίο λόγο για τη σωτηρία του δηλαδή τον έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Γι’  αυτό και ο πιστός  δεν μπορεί ποτέ  να εφησυχάσει και να επαναπαυθεί. Κι ο λόγος είναι γνωστός: ο Θεός μάς δημιούργησε ελεύθερους. Ας θυμηθούμε τα λόγια του οσίου Πορφυρίου πάνω σ’  αυτό: «Ο Θεός δεν μας έδωσε απλώς ελευθερία. Χάραξε την ελευθερία μέσα μας». Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να είναι χριστιανός με τρόπο εκβιαστικό. Η χριστιανική πίστη αναπτύσσεται μέσα στον αέρα της ελευθερίας.

(2) Δεύτερη προϋπόθεση είναι η απάρνηση του εαυτού. «Απαρνησάσθω εαυτόν». Πρόκειται περί του εγωιστικού εαυτού, εκείνου που «τραβάει» τον άνθρωπο πάντοτε προς τα κάτω, στα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας. Και πρέπει να το εξηγήσουμε: ο Χριστός ναι μεν μας απάλλαξε διά της ενεργείας της χάρης Του από την αναγκαστική ροπή της αμαρτίας – κάτι που δίνεται στον άνθρωπο διά του αγίου βαπτίσματος – δεν μας κατήργησε όμως, όπως είπαμε, την ελευθερία. Το τρεπτό της θελήσεώς μας εξακολουθεί και υφίσταται, συνεπώς εναπόκειται σε εμάς αν θα επιβεβαιώνουμε τη ζωή μας ως ακόλουθοι του Χριστού ή ως ακόλουθοι των παθών μας. Το μεγαλύτερο εμπόδιο λοιπόν για να είμαστε χριστιανοί είναι αυτός ο «κακός» εαυτός μας, ο οποίος λειτουργεί ως πειρασμός διαρκώς στην πνευματική πορεία μας. Από την άποψη αυτή ο χριστιανός ασκεί ένα είδος βίας στον εαυτό του, τέτοιας που τον κάνει να μπορεί να βρίσκεται στα χνάρια του Κυρίου. Το βεβαίωσε άλλωστε ο Ίδιος: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Η ακολουθία λοιπόν του Χριστού προϋποθέτει μία συνεχή κίνηση του ανθρώπου, μία αδιάκοπη και στο έπακρο ενεργητικότητά του. Ποτέ με άλλα λόγια ο χριστιανός δεν μπορεί να είναι κοιμισμένος ή χαλαρός. Η νήψη ως εγρήγορση είναι το κύριο χαρακτηριστικό του. Ακόμη και στις όποιες πτώσεις του στην αμαρτία, ο χριστιανός δεν μπορεί να παραμείνει στάσιμος. Την ίδια στιγμή της πτώσης του, αν είναι χριστιανός, θα σηκωθεί και θα προχωρήσει. Διαρκής υπέρβαση του εαυτού λοιπόν η χριστιανική ζωή, γι’  αυτό και λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά στον πιστό. «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση» - όσες φορές κι αν πέσεις, σήκω και θα σωθείς.

(3) Και η τρίτη προϋπόθεση ακολουθίας του Κυρίου, κατά τον λόγο Του, είναι η άρση του σταυρού. «Και αράτω τον σταυρόν αυτού». Πρόκειται για τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, όπως το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να παρακάμψουμε τον σταυρό, ακολουθώντας τον Κύριο, αφού ο Σταυρός υπήρξε το κύριο γνώρισμα της ζωής Του, απαρχής μέχρι τέλους. Τι σημαίνει όμως άρση του σταυρού; Με το δεδομένο ότι ενούμενοι με Εκείνον διά των μυστηρίων ο Σταυρός γίνεται «δομικό» στοιχείο της ύπαρξής μας, απαιτείται στη συνέχεια η ενεργοποίηση αυτής της σταυρικής κατάστασης στην καθημερινότητά μας. Κι αυτό σημαίνει ζωή, κατά το πρότυπο του Κυρίου, απόλυτης υπακοής στον Θεό, θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο, ταπείνωσης ως προς τον εαυτό. Με άλλα λόγια, αίρω τον σταυρό μου, δηλαδή συσταυρώνομαι με τον Κύριο, θα πει: κάνω κέντρο της ζωής μου το θέλημα του Θεού, άρα αγαπώ Εκείνον και την εικόνα Του τον άνθρωπο, κι αυτό με τη βεβαιότητα ότι απλώς πορεύομαι στη φυσιολογία της ζωής μου: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν» - όταν πράξετε όλα όσα σας δόθηκαν ως εντολή, να λέτε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι, ότι αυτό που οφείλουμε να κάνουμε κάναμε.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος δίνοντας τον ορισμό του αληθινού μοναχού λέει ότι «μοναχός εστι βία φύσεως διηνεκής» - μοναχός είναι αυτός που αδιάκοπα ασκεί βία στη (πεσμένη στην αμαρτία) φύση του. Αλλά συνειδητοποιούμε ότι το ίδιο ισχύει και για κάθε χριστιανό. Η χριστιανική πίστη μάς καλεί σε μία συνεχή, όπως είπαμε, υπέρβαση του εαυτού μας, για να βρισκόμαστε μέσα στην ατμόσφαιρα της χαρισματικής παρουσίας του Κυρίου μας. Όποιος είπε ότι ο χριστιανισμός είναι εύκολη υπόθεση, μάλλον είναι άγευστος της χριστιανικής ζωής. Το παρήγορο όμως είναι ότι κι αν κάπου αποκλίνουμε, αν στην καθημερινή ζωή μας βλέπουμε το πόση αδυναμία παρουσιάζουμε στην πλήρη ακολουθία του Χριστού, όμως δεν απελπιζόμαστε. Η πτώση μας, αν μας οδηγεί σε ταπείνωση και επίγνωση των αδυναμιών μας, λειτουργεί ανυψωτικά, γιατί και εκεί έρχεται ο Κύριος, ο Οποίος μας προσφέρει πολλαπλασίως τη χάρη Του. Το θέμα είναι μήπως ακολουθούμε δαιμονική οδό: να αμαρτάνουμε και να καυχόμαστε γι’  αυτό.

11 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

«Οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον, ἀλλ’  ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’  αὐτοῦ» (Ιωάν. 3, 17).

Ο σκοπός της αποστολής του Χριστού από τον Θεό στον κόσμο είναι εκείνο που κατεξοχήν προβάλλει το εκπληκτικής συμπύκνωσης απόσπασμα από το Ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου.

1. Το πρώτο που σημειώνει ο Ευαγγελιστής στον προκείμενο στίχο είναι ότι ο ερχομός του Ιησού Χριστού δεν αποτελεί μεμονωμένη ενέργεια ενός προσώπου της Αγίας Τριάδος, αλλά ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού: ο Υιός και Λόγος του Θεού έρχεται ως άνθρωπος στον κόσμο σταλμένος από τον Θεό Πατέρα και βεβαίως εν Αγίω Πνεύματι. Κι είναι τούτο μία κεντρική διδασκαλία της χριστιανικής πίστεως, κατά την οποία η ενέργεια του Θεού είναι κοινή στη Θεότητα. Ο Θεός μας, όπως αποκαλύπτει ο αιώνιος λόγος του Θεού, είναι τρισυπόστατος (Πατήρ, Υιός, Πνεύμα Άγιον), αλλά η ενέργειά Του, όπως και η φύση Του ασφαλώς, είναι μία και κοινή και για τα τρία πρόσωπα. «Ο Πατήρ δι’  Υιού εν αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα».

2. Ο Ευαγγελιστής αναφέρεται στον σκοπό του ερχομού του Χριστού: τη σωτηρία και όχι την κρίση του κόσμου. Η άρνηση της κρίσης από τον Χριστό  δεν πρέπει να γίνεται τυχαία. Ο Χριστός έρχεται όχι ως ο αυστηρός κριτής που θα ελέγξει τον άνθρωπο για τις αμαρτίες του - μία εικόνα του Θεού, που εγείρει στον άνθρωπο τον φόβο και που υπήρχε κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, τότε που ο άνθρωπος βρισκόταν ακόμη σ’  ένα νηπιακό πνευματικό επίπεδο, συνεπώς ο φόβος λειτουργούσε ως παιδαγωγία προς συνετισμό του ανθρώπου. Η μόνη κρίση που φέρνει ο Χριστός είναι η φανέρωση της αμαρτίας του ανθρώπου, λόγω της αλήθειας πια που βρίσκεται στον κόσμο. Μπροστά στην αλήθεια, η πλάνη και το ψεύδος αποκαλύπτονται. «Νῦν κρίσις ἐστίν τοῦ κόσμου. Νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου ἐκβληθήσεται ἔξω». Όχι ο άνθρωπος, αλλά η αμαρτία κρίνεται και ο υποκινητής αυτής διάβολος.

3. Ο άγιος Ιωάννης λοιπόν αρνείται κατηγορηματικά αυτήν την εικόνα του Θεού ως κριτή του ανθρώπου στον κόσμο τούτο. Η περίοδος της σκιάς παρήλθε. Ο Ουρανός δεν είναι απειλητικός. Δεν κρυβόμαστε για να σωθούμε από μία άγνωστη δύναμη. Διότι  ο Θεός φανερώνεται με το αληθινό πρόσωπό Του: το πρόσωπο του φίλου, του αδελφού, του γεμάτου αγάπη προς τα πλάσματά Του Πατέρα. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» και «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν». Είναι Εκείνος μπροστά στον Οποίο νιώθουμε ασφαλείς και ήσυχοι, όπως το μικρό παιδί στην αγκαλιά του πατέρα του. Ό,τι πριν ήταν απειλή και βίωμα τραγικό: η αμαρτία, ο θάνατος, ο διάβολος, τα στοιχεία του κόσμου τούτου, αίρονται από Εκείνον. Τα πήρε και τα εξαφάνισε μέσα στη φλόγα της αγάπης Του προσφέροντάς μας την ίαση. Γιατί αυτά αποτελούσαν την πληγή μας. Όπως στην έρημο οι Ισραηλίτες, που  κοιτάζοντας το χάλκινο φίδι (τύπο του Σταυρού) θεραπεύονταν από τα θανατηφόρα δήγματα των φιδιών, έτσι και με τον ερχομό του Χριστού: πάνω στον Σταυρό σηκώνει τις αμαρτίες μας και μας σώζει από την αμαρτία, τον θάνατο, τον ίδιο τον διάβολο.

4. Η σωτηρία αυτή που μας έφερε ο Χριστός δεν πρέπει να κατανοηθεί μονοδιάστατα, ως μία απλή απαλλαγή και απελευθέρωση. Μας έσωσε, διότι κυρίως μας γέμισε με την παρουσία Του, εντάσσοντάς μας μέσα στον εαυτό Του. Και η ένταξη αυτή συνιστά την  προσφορά της αιώνιας ζωής, ως ζωής του Θεού μέσα στην ύπαρξή μας, ήδη από τον κόσμο αυτό: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’  ἔχῃ  ζωήν αἰώνιον». Έτσι η σωτηρία είναι γεγονός που βιώνεται από τη ζωή αυτή, αρκεί βεβαίως κανείς να αποδεχτεί καί νά πιστέψει στον Χριστό: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν».  Αν μάλιστα δεν ζήσει εν πίστει στον κόσμο τούτο τη ζωή του Θεού, συνεπώς τη σωτηρία του, δεν υπάρχει περίπτωση να τη ζήσει μετά, στην άλλη ζωή που λέμε. Ό,τι ζει και θα ζήσει τότε θα είναι μία ζωή εν θανάτω, μία κόλαση.

Μεγαλειώδης η ζωή του Χριστιανού. Στην πραγματικότητα, προέκταση της ζωής του ίδιου του Χριστού. Ο Χριστός μέσα από εμάς. «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Αυτό σημαίνει βεβαίως αφενός  εκκλησιαστική μυστηριακή ζωή, που δίνει τη δυνατότητα ενεργοποίησης σ’ εμάς της ζωής του Χριστού, αφετέρου και δική μας άρνηση κρίσης ως κατάκρισης των συνανθρώπων μας. Αν ο Χριστός ήλθε στον κόσμο αρνούμενος την κρίση των ανθρώπων, δεν μπορούμε εμείς στο όνομα του Χριστού, να κρίνουμε τους ανθρώπους. Και δυστυχώς, είναι αυτό που κυρίως κάνουμε. Οι πάντες, ή έστω πάρα πολλοί, λειτουργούμε ως  «εισαγγελέας» του κόσμου: κρίνουμε, κατακρίνουμε, μη συνειδητοποιώντας ότι έτσι αρνούμαστε τον Χριστό. Ο λόγος του Θεού είναι σαφής: η παρουσία του Χριστιανού στον κόσμο, εφόσον προεκτείνει τη ζωή του Χριστού, είναι παρουσία σωτηριώδης: «κλαίειν μετά κλαιόντων καί χαίρειν μετά χαιρόντων». Φίλοι και αδελφοί προς τους άλλους. Καθόλου απειλητικοί, παρά μόνον στην αμαρτία. Και κυρίως: απειλητικοί απέναντι στη δική μας αμαρτία.

04 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Δούλε πονηρέ… ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα;» (Ματθ. ιη΄, 32-33) (Δούλε πονηρέ, δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις τον σύνδουλό σου, όπως και εγώ σε ελέησα;)

 Μία πολύ γνωστή παραβολή του Κυρίου, αυτήν του πονηρού δούλου, μας περιγράφει το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Πρόκειται για έναν βασιλιά, που θέλησε να αποδώσουν λόγο σ᾽ αυτόν οι δούλοι του. Κι ενώ ένας δούλος διαπιστώθηκε ότι ήταν οφειλέτης πολλών χρημάτων, τα οποία αδυνατούσε να τα πληρώσει με κίνδυνο να φυλακιστεί αυτός και η οικογένειά του, τελικώς του χαρίστηκε το χρέος, γιατί τον σπλαγχνίστηκε ο Κύριός του από τα παρακάλια του. Δεν έκανε το ίδιο όμως εκείνος σ᾽ έναν σύνδουλό του, ο οποίος του χρωστούσε ένα μηδαμινό ποσό, οπότε και τον έκλεισε στη φυλακή. Η δικαιοσύνη αποκαταστάθηκε, όταν ο Κύριος έμαθε τι είχε συμβεί, και οργισμένος διέταξε τον εγκλεισμό του πονηρού δούλου στη φυλακή. Ο Κύριος εξήγησε την παραβολή: το ίδιο θα πάθει οποιοσδήποτε, την ώρα της κρίσεως, από τον Θεό, αν δεν συγχωρήσει από την καρδιά του τα παραπτώματα των συνανθρώπων του.

 1. Πρόκειται καταρχάς για παραβολή που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για την κατανόησή της – η ευθυβολία της δεν αφήνει περιθώρια παρεξήγησής της, πολλώ μάλλον που ο ίδιος ο Κύριος δίνει το δίδαγμά της: χωρίς έλεος και συγχωρητικότητα προς τον συνάνθρωπο, ο άνθρωπος το μόνο που θα συναντήσει από τον Θεό θα είναι η οργή Του. Και μας συγκλονίζει η αποτίμηση του Κυρίου. Την έλλειψη ελέους και συγχωρητικότητας προς τον συνάνθρωπο την ταυτίζει με την πονηρία. «Δούλε πονηρέ», λέει. Η πονηρία δηλαδή είναι η ψυχική κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος αδιαφορεί για τις όποιες ανάγκες του συνανθρώπου του, μικρές ή μεγάλες, και το μόνο που έχει προ οφθαλμών είναι το ατομικό του συμφέρον. Που θα πει ότι η πονηρία αποτελεί σύμπτωμα του εγωισμού κι έλλειμμα της αγάπης,  (του τρόπου υπάρξεως του Θεού), συνεπώς ισοδυναμεί με την ίδια τη  δαιμονικότητα. Μη λησμονούμε ότι πονηρός κατεξοχήν ονομάζεται ο διάβολος.

2. Ο Κύριος έτσι μας αποκαλύπτει τον πιο εύκολο και άμεσο δρόμο, προκειμένου οι άνθρωποι να τύχουμε του ελέους του Θεού, να απαλειφθούν οι όποιες αμαρτίες μας, να έχουμε καλή σχέση μαζί Του. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το να είμαστε εύσπλαγχνοι και ελεήμονες απέναντι στον συνάνθρωπό μας –από τον συνάνθρωπο εξαρτάται δηλαδή η σχέση με τον Θεό μας. Είναι τόσο καίρια και βασική η αλήθεια αυτή, ώστε ο Κύριος την ετόνιζε ποικιλόμορφα, και ως σαφή διδασκαλία και ως παραβολή. Για παράδειγμα, ο τονισμός της αγάπης, καρπός της οποίας είναι το έλεος και η συγχώρηση, ως της πρώτης και αποκλειστικής σχεδόν εντολής του Κυρίου, ή η άλλη γνωστή παραβολή της κρίσεως, ιδίως αυτή, κατά την οποία η στάση μας προς τον συνάνθρωπο συνιστά στάση μας απέναντι στον ίδιο τον Κύριο, τι άλλο τονίζει παρά ακριβώς τη σημασία της σημερινής παραβολής; Κι όλη η αποστολική διδασκαλία στη συνέχεια εκεί τελικώς συγκεφαλαιώνεται: «πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω» (απ. Παύλος), διότι «η κρίσις ανίλεώς εστι τω μή ποιήσαντι έλεος» (η κρίση του Θεού θα είναι χωρίς έλεος γι’ αυτούς που δεν έδειξαν έλεος) ( απ. Ιάκωβος). Κατά συνέπεια, δεν είναι υπερβολή αυτό που οι άγιοι αββάδες του Γεροντικού σημείωναν με επιμονή: «Από τον πλησίον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον Θεό κερδίζουμε».

3. Τι είναι εκείνο που αιτιολογεί την εξάρτηση της σωτηρίας μας – τη σχέση με τον Θεό – από τον συνάνθρωπό μας; Γιατί υπάρχει το εκφρασμένο θέλημα του Θεού  για την καλή σχέση μας με τον άλλον; Η απάντηση είναι σαφής και την υπαινιχθήκαμε παραπάνω: «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Δεν μπορώ να είμαι με τον Θεό, που είναι αγάπη, αν δεν βρίσκομαι στην πορεία της αγάπης. Μία διαφορετική επιλογή, μία έχθρα ας πούμε, ένα μίσος, μία πικρία που επιμένει, δημιουργεί ένα τέτοιο κλίμα στην καρδιά, που αυτομάτως φυγαδεύει το Πνεύμα του Θεού από αυτήν. Όπως είναι αδύνατον να συντονίσει κανείς το ραδιόφωνό του σε άλλο μήκος κύματος από αυτό που εκπέμπει ο σταθμός που αναζητεί, κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να συντονιστεί κανείς με τον Θεό, έξω από εκεί που «εκπέμπει» πάντοτε Εκείνος: στην αγάπη. Πρέπει συνεπώς να βρισκόμαστε σε αναλογία ζωής με τον Θεό, για να Τον έχουμε στη ζωή μας. Διότι το ζητούμενο βεβαίως – και αυτό αποτελεί το σκοπό του ανθρώπου – είναι να είμαστε με τον Θεό, γεγονός που παραπέμπει στην «κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία μας. Έτσι λοιπόν, φτιαγμένος ο άνθρωπος από τον Θεό, για να ζει τον Θεό και να κατατείνει σε Αυτόν, χρειάζεται να συντονίζεται με ό,τι συνιστά τρόπο ζωής του Θεού. Και αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος, όπως είπαμε,  από την αγάπη.

4. Στην παραβολή του πονηρού δούλου, η αγάπη του Θεού, ταυτοποιημένη στο πρόσωπο του Κυρίου της παραβολής, παίρνει συγκεκριμένο περιεχόμενο: ο Θεός μάς αγαπά και μάς ελεεί, παραβλέποντας τις αμαρτίες και τα σφάλματά μας και μη λαμβάνοντας υπόψη Του τις όποιες οφειλές μας. Με την προϋπόθεση ότι και εμείς θέλουμε την αγάπη Του αυτή, καθώς φανερώνεται από την παράκλησή μας για κάτι τέτοιο: «Πάσαν την οφειλήν αφήκά σοι, επεί παρεκάλεσάς με». Κι εδώ ίσως υπονοείται το όλο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία μας, μέσα από τη σταυρική θυσία του Υιού Του. Με άλλα λόγια, στο έλεος του Θεού έχουμε την υπέρβαση της απλής έννοιας της δικαιοσύνης και τη φανέρωση αυτής στα αληθινά, του Θεού, πλαίσια: ο Χριστός μάς ελεεί, γιατί σηκώνει τις δικές μας αμαρτίες και μάς προσφέρει πλούσια την αγάπη Του. Από την άποψη αυτή, το ζητούμενο και από εμάς έλεος προς τους συνανθρώπους μας, η αγάπη που εντέλλεται ο Θεός στη σχέση μας με τον άλλον, δεν τελειώνει μ᾽ ένα απλό συγγνώμη και μ᾽ ένα «συγχώρησέ με». Αγαπάμε τον άλλον, τον ελεούμε, όταν κι εμείς είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε αντί για εκείνον το δικό του βάρος, να θυσιάσουμε κάτι – αν όχι όλον – από τον εαυτό μας για τη σωτηρία του. Και τονίζουμε αυτό το όριο της αγάπης και του ελέους, γιατί ο ίδιος ο Κύριος θέτει το δικό Του μέτρο ως μέτρο στάσης μας προς τους άλλους: «ως και εγώ σε ηλέησα». Το μέτρο μας για τους άλλους μάς το δίνει ο ίδιος ο Θεός.

  Εύκολο; Συγκλονιστικά δύσκολο. Θα έλεγε κανείς ακατόρθωτο. Γίνεται όμως κατορθωτό και εύκολο, μόνον μέ τη χάρη του Θεού. Κι αυτό σημειώνεται, από μία άποψη, στην παραβολή: μόνον ένας «ηλεημένος Κυρίου», άρα ευρισκόμενος μέσα στη χάρη του Θεού, μπορεί αντιστοίχως και να ελεήσει, κατά τα μέτρα του Θεού, τον συνάνθρωπό του. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ένταξη στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Αν δεν είσαι μέλος Χριστού και οι δυνάμεις Εκείνου δεν επενεργούν μέσα σου, είναι των αδυνάτων αδύνατον να συγχωρήσεις τον άλλον για τα σφάλματά του απέναντί σου, πολύ περισσότερο να σηκώσεις εσύ το δικό του βάρος αμαρτιών.  

21 Αυγούστου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Βλέπων δε (ο Πέτρος) τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων: Κύριε, σώσον με» (Ματθ. 14, 30)

Ένα εξαιρετικά θαυμαστό γεγονός μάς περιγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, το οποίο κάνει τους μαθητές του Κυρίου να μείνουν έκθαμβοι για μία ακόμη φορά μπροστά στη θεϊκή ενέργεια του Διδασκάλου τους. Ο Κύριος έχει διαλύσει τα πλήθη που Τον ακολουθούσαν, έχει στείλει τους μαθητές Του με πλοιάριο, παρ᾽ όλη τη θαλασσοταραχή, στην απέναντι όχθη από εκεί που βρίσκονταν, έχει αποσυρθεί σε πολύωρη προσευχή στο όρος, και ξαφνικά εμφανίζεται  ξημερώματα στους ταλαιπωρημένους από την ταραγμένη θάλασσα μαθητές Του, περπατώντας πάνω στα κύματα. Η αντίδραση των μαθητών ήταν εντελώς φυσική: τρόμαξαν και αμφισβήτησαν την πραγματική παρουσία Του. Κι ο Πέτρος, προκειμένου να πειστεί ότι όντως είναι ο Κύριος, ζητά από Αυτόν να έρθει κοντά Του, με τον ίδιο θαυμαστό τρόπο που και Εκείνος βρισκόταν εκεί: να περπατήσει δηλαδή πάνω στα κύματα, κάτι που γίνεται. Μα στην πορεία ο Πέτρος κλονίζεται και αρχίζει να καταποντίζεται. Στον πανικό του κραυγάζει προς τον Κύριο να τον σώσει, κι ο Κύριος βεβαίως ανταποκρίνεται αμέσως, ελέγχοντας όμως τον μαθητή του για την ολιγοπιστία του.

1. Ο Πέτρος βιώνει διπλή αντιθετική εμπειρία. Τη μία στιγμή μετέχει στο θάμβος του θαύματος: να περπατά πάνω στα κύματα∙ αμέσως μετά βιώνει την αγωνία του θανάτου: καταποντίζεται μέσα σ᾽ αυτά. Ζει κάτι που θα το ζήσει και αργότερα, όταν τη μία στιγμή θα ομολογεί με φωτισμό του Θεού ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος («σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»), και την άλλη στιγμή θα δέχεται τον αυστηρότατο έλεγχο του Ίδιου ότι αποτελεί σκάνδαλο για Εκείνον, διότι «φρονεῖ τά τῶν ἀνθρώπων καί οὐ τά τοῦ Θεοῦ». Αιτία για την εναλλαγή αυτή είναι η αστάθεια της πίστεώς του  πρός τον Χριστό - δεν είχε έλθει ακόμη η Πεντηκοστή, ώστε με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος να παγιωθεί αυτός και οι άλλοι μαθητές στη χαρισματική κατάσταση της αληθινής χριστιανικής πίστεως.

2. Τι ήταν εκείνο που προκάλεσε τη μετάπτωσή του από την πίστη στην ολιγοπιστία; Κι όταν μάλιστα είχε βιώσει μαζί με τους άλλους μαθητές και άλλοτε την παντοδυναμία του «κοιμωμένου» Κυρίου στη θάλασσα της Γαλιλαίας με το «σιώπα, πεφίμωσο» που απεύθυνε Εκείνος στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, οπότε και «εγένετο γαλήνη μεγάλη». Η ευαγγελική διήγηση με πολλή ενάργεια μας δίνει την απάντηση: ο Πέτρος, όσο ήταν στραμμένος προς τον Χριστό, όσο  ατένιζε Εκείνον που τον καλούσε, μπορούσε και περπατούσε σαν σε ξηρά: σταθερά και με αυτοπεποίθηση. Μόλις όμως η προσοχή του μετατοπίζεται από τον Χριστό στην ταραγμένη από τον ισχυρό άνεμο θάλασσα, συνειδητοποιεί τη μη λογική κατάσταση και η όποια πίστη του κλονίζεται και χάνεται. Ο καταποντισμός του λοιπόν είναι γεγονός. Έτσι διαπιστώνει κανείς πολύ καθαρά ότι η προσήλωση στον Χριστό, η ενατένιση του προσώπου Του, όταν είναι ανταπόκριση στην κλήση Του, συνιστά το γεγονός της πίστεως, το οποίο οδηγεί στην υπέρβαση των όποιων προβλημάτων του ανθρώπου, κι ακόμη: στην υπέρβαση των λογικών στηριγμάτων της εμπειρίας του, η οποία (εμπειρία) αρνείται, όπως στο υπόψη γεγονός, την αποδοχή του ύδατος ως ξηράς. Με άλλα λόγια, όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από το πρόσωπο του Χριστού, όταν Τον κάνει κέντρο της ύπαρξής του, εκεί βιώνει καταστάσεις πάνω από το θεωρούμενο φυσιολογικό. «Πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;», είναι η ερώτηση την οποία θέτει ο Κύριος, κάθε φορά που πρόκειται να επιτελέσει ένα θαυμαστό γεγονός.

Από την άλλη, όταν ο άνθρωπος χάσει την επαφή αυτή με τον Χριστό, όταν καταληφθεί από άλλα στοιχεία, απειλητικά για την ύπαρξή του, σαν τον Πέτρο με τα τεράστια κύματα, μοιάζει να ῾παγώνει᾽ από τον φόβο του και να βιώνει, όπως είπαμε, την αγωνία του θανάτου. ‘Ισως μπορεί κανείς να θυμηθεί εν προκειμένω το περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη με τη γυναίκα του Λωτ που ῾πέτρωσε᾽ κι έγινε ῾στήλη άλατος᾽: κι η γυναίκα αυτή χάνει την επαφή της με τον Θεό, διότι δείχνει ανυπακοή στο θέλημά Του, και η προσοχή της, στην περίπτωση εκείνη από περιέργεια, στρέφεται προς τη μαινόμενη φύση: τη βροχή από θειάφι. Και ῾πετρώνει᾽. Καταποντίζεται.

3. Η περίπτωση του Πέτρου λειτουργεί ως παράδειγμα: ξέρουμε πια οι πιστοί ότι κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε πρόβλημα στη ζωή μας – και ποιος είναι εκείνος που θα ισχυριστεί ότι δεν έχει προβλήματα, προερχόμενα είτε από το περιβάλλον του είτε από τον εαυτό του με τα πάθη του είτε από τον ίδιο τον διάβολο; - η λύση είναι όχι η εμμονή μας στο πρόβλημα, αλλά η εν πίστει στροφή μας προς τον Χριστό. Το «Κύριε, σῶσόν με» ή αλλιώς «Κύριε, ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» πρέπει να αποτελεί την αδιάκοπη κραυγή μας, τη συνεχή προσευχή μας. Το θέμα δηλαδή είναι να μη χάνουμε την επαφή μας με Εκείνον. Όταν ο λόγος του Θεού και οι άγιοί μας στη συνέχεια μιλούν για την «κόλλησιν» που πρέπει να έχει ο άνθρωπος στον Θεό, και μάλιστα στο πρόσωπο του Χριστού – «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ  δεξιά Σου» σημειώνει ο ψαλμωδός για παράδειγμα -  δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να μιλούν για τη σωτηρία που ο άνθρωπος ζει με τον τρόπο αυτό. Η «κόλλησις» αυτή είναι ακριβώς η αδιάκοπη, όπως είπαμε, ενατένιση του προσώπου του Χριστού.  ῾Τι κάνεις εδώ;᾽ ρώτησε μια  φορά ένας ιερέας κάποιον γέροντα, που καθημερινά ερχόταν στον ναό και καθόταν ώρες απέναντι στην εικόνα του Χριστού στο τέμπλο. ῾Τον βλέπω και με βλέπει, κι αυτό μου φτάνει᾽ απάντησε δακρυσμένος ο γέροντας.

Να βλέπω τον Χριστό που με βλέπει πάντοτε με το πλήρες αγάπης βλέμμα Του, αυτό συνιστά τη σωτηρία μας. Να θυμόμαστε όμως εξίσου ότι κατεξοχήν τον Κύριον Τον ῾βλέπουμε᾽, όταν είμαστε προσηλωμένοι και προσκολλημένοι στίς άγιες έντολές Του. Ο Ίδιος βεβαίωσε ότι εκεί βρίσκεται κρυμμένος και δι᾽ αυτών φανερώνεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Είναι μία πραγματικότητα, η οποία μας προκαλεί να ῾πειραματιστούμε᾽ πάνω της προκειμένου να την επιβεβαιώσουμε.

07 Αυγούστου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. 9, 34)

Δύο θαύματα του Κυρίου προβάλλει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: το θαύμα της θεραπείας δύο τυφλών και το θαύμα της θεραπείας ενός δαιμονισμένου. Τα θαύματα συνιστούν μία πρόκληση, είτε θετική είτε αρνητική, για όλες τις εποχές -  κάτι που το διαπιστώνουμε και  στο ανάγνωσμα - αλλά και στη σημερινή εποχή, ακόμη και σε θεωρούμενους χριστιανούς, γι’  αυτό και μία προσέγγισή τους ίσως βοηθήσει λίγο περισσότερο στην κατανόησή τους. Η αρνητική αντίδραση μάλιστα των Φαρισαίων «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» μας δίνει την ιδιαίτερη αφορμή.

1. Καταρχάς είναι αδιαμφισβήτητη η πραγματικότητα των θαυμάτων του Χριστού, δεδομένου ότι πλην ορισμένων περιπτώσεων  τα πραγματοποιούσε ενώπιον πλήθους ανθρώπων, μέσα στο οποίο βρίσκονταν και πολλοί ενάντιοι και εχθροί του, σαν τους Φαρισαίους του σημερινού αναγνώσματος. Ήταν μάλιστα τόσο ολοφάνερα τα θαύματα αυτά, ώστε κανείς δεν μπορούσε να τα αμφισβητήσει, ούτε κι αυτοί οι Φαρισαίοι, οι οποίοι όμως φρόντιζαν να τα ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο. Πράγματι, τα θαύματα του Χριστού ήταν μέσα στην καθημερινότητα της επί γης παρουσίας Του. Όπως το σημειώνει και το ευαγγέλιο: «εκήρυσσε το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού και εθεράπευε πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ». Κήρυγμα και θαύματα πάνε πάντα μαζί, όταν μιλάμε για τον Κύριο. Γι’  αυτό και το θαύμα θεωρείται στην πραγματικότητα προέκταση και επιβεβαίωση του κηρύγματός Του, κάτι ανάλογο ίσως  με τη σφραγίδα ενός εγγράφου, που βεβαιώνει τη γνησιότητά του.

2. Ενώ λοιπόν το θαύμα κατανοείται ως «παράθυρο που φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού», όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί, όμως απαρχής αντιμετωπίστηκε μ’  ένα διπλό τρόπο, κάτι που μας το δείχνει και το υπ’ όψιν ευαγγελικό ανάγνωσμα: ο μεν απλός λαός «εθαύμασε» για το θαύμα του Χριστού, θεωρώντας μοναδική την παρουσία Του, οι δε Φαρισαίοι αντέδρασαν δίνοντας τη γεμάτη άρνηση και απιστία ερμηνεία τους: «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια». Τι σημαίνουν αυτά;

(1) Ο λαός θαυμάζει, γιατί με την απλότητά του πιστεύει ότι το θαύμα φανερώνει ακριβώς την παρουσία του Θεού - ό,τι μόλις παραπάνω επισημάναμε. Κι η στάση του απλού πιστού λαού είναι συνήθως η δοξολογία του ονόματος του Θεού. Αυτό συνιστά και το κριτήριο διάκρισης των αληθινών από τα ψεύτικα θαύματα, τα οποία βεβαίως υφίστανται, αλλά ως προερχόμενα από τις δαιμονικές δυνάμεις: το εκ Θεού θαύμα, το αληθινό, κινητοποιεί τον καλοπροαίρετο άνθρωπο στην αναφορά του προς τον Θεό, το εκ δαιμόνων «θαύμα», το ψεύτικο, πέραν του ότι έχει προσωρινό χαρακτήρα, δημιουργεί φόβο στον άνθρωπο και αποσκοπεί στην υποδούλωση του στον πονηρό. Το ένα φέρνει το «οξυγόνο» της ελευθερίας του Πνεύματος του Θεού, το άλλο φέρνει το «πνίξιμο» της δαιμονικής παρουσίας.

(2)  Οι Φαρισαίοι αντιδρούν και αμφισβητούν, μη αποδεχόμενοι την ενέργεια  του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αποκαλύπτονται λοιπόν τυφλοί πνευματικά, όπως άλλωστε πολλές φορές ο Κύριος τους είχε χαρακτηρίσει έτσι. Διότι η αδυναμία επισημάνσεως της χάριτος του Θεού στην παρουσία και την ενέργεια του Κυρίου, αδυναμία δηλαδή να δουν το φως του Θεού, σημαίνει τη σκοτεινιά της ψυχής τους, την οποία βεβαίως δημιουργούν οι πονηρές δυνάμεις. Ο διάβολος είναι αυτός που κρατάει κλειστά τα «μάτια» των ανθρώπων, λόγω των ενεργουμένων παθών τους, της υπερηφάνειας και του μίσους. Η κατάσταση αυτή συνιστά αυτό που ο Κύριος έχει χαρακτηρίσει  ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Ποιος άλλος βλασφημεί το Πνεύμα του Θεού, ει μη ο αρνούμενος να αποδεχτεί την ενέργειά Του, συνεπώς ο αμετανόητος; Κι ο Κύριος είπε τα σκληρότερα και φοβερότερα λόγια για την κατάσταση αυτή: δεν πρόκειται ποτέ να λάβει κανείς τη συγχώρηση του Θεού, ούτε στον κόσμο τούτο ούτε στην αιωνιότητα.

3. Το θαύμα λοιπόν απαιτεί την πίστη του ανθρώπου, όταν αυτός έχει καλή προαίρεση και η πονηρία δεν έχει διαβρώσει την ψυχή του. Η πίστη που απαιτείται για την αποδοχή του λόγου του Θεού, η ίδια απαιτείται και για την «όραση» του θαύματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος, όπως φαίνεται και στη θεραπεία των δύο σήμερα τυφλών, ζητά πάντοτε την πίστη των ανθρώπων, ως εμπιστοσύνη στο πρόσωπό Του, προκειμένου να τους παράσχει τη θεραπευτική χάρη Του. Και μάλιστα ο Κύριος προχωράει και πιο πέρα: «κατά την πίστιν υμών, λέει, γενηθήτω υμίν». Θα βλέπετε δηλαδή ενεργούμενη τη δύναμή μου, κατά την αναλογία της πίστης σας. Μεγάλη πίστη, μεγάλο θαύμα και μεγάλη θεϊκή παρουσία. Μικρή πίστη, λειψό και το αποτέλεσμα. Εν προκειμένω, πρόσωπα καθοδηγητικά για τη μεγάλη πίστη και τα σημάδια της, γίνονται ο ρωμαίος εκατόνταρχος που ζητούσε τη θεραπεία του δούλου του, η Χαναναία γυναίκα που ζητούσε τη θεραπεία της κόρης της.

4. Κι είναι βεβαίως γνωστό σε όλους ότι η πίστη αυτή, που φέρνει τη δραστική παρουσία της χάριτος του Θεού και κινητοποιεί και βουνά, υπάρχει και αυξάνει, στο βαθμό που ο άνθρωπος μπαίνει στην τροχιά της αγάπης, του κεντρικού θελήματος του Θεού γι’ αυτόν. Όσο κανείς αγαπά και αγωνίζεται να εξαλείφει από την καρδιά του οποιαδήποτε πίκρα και κακία κατά των συνανθρώπων του, ακόμη και των εχθρών του, τόσο θα βλέπει να φουντώνει και η πίστη του, συνεπώς το θαύμα θα γίνεται ένα με την ύπαρξή του.

Πράγματι, στη ζωή όλων των αγίων μας, λόγω ακριβώς της μεγάλης τους πίστης ενεργουμένης ως αγάπης, το θαύμα ήταν στοιχείο της φυσικής τους ζωής, της καθημερινότητάς τους. Αντιστοίχως βεβαίως τούτο μπορεί να συμβεί και σε εμάς, αν αγωνιζόμαστε να βρισκόμαστε στον δρόμο αυτόν της αληθινής πίστης.