Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πνευματικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πνευματικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Νοεμβρίου 2021

ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ… ΠΟΙΟΤΗΤΑ!

«Εμείς σαν ατελείς, εκτός από την ποιότητα, έχουμε ανάγκη και από την ποσότητα της προσευχής. Το δεύτερο άλλωστε είναι πρόξενο του πρώτου. «Ο Θεός – λέγει η Γραφή – δίνει προσευχή καθαρή σ’ εκείνον που προσεύχεται, έστω και ρυπαρά, αλλά χωρίς να υπολογίζει κόπο και πόνο (πρβλ. Α΄ Βασ. β΄9)» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κη΄ 23).

Δεν αναιρεί τον εαυτό του ο όσιος. Γιατί ο ίδιος λέει κάπου αλλού «μη ζητάς να λες πολλά στην προσευχή σου, για να μη διασκορπισθεί ο νους σου, αναζητώντας λόγια…. Η πολυλογία στην προσευχή πολλές φορές δημιούργησε στον νου φαντασίες και διάχυση, ενώ αντιθέτως η μονολογία συγκεντρώνει τον νου». Και δεν τον αναιρεί, γιατί κάνει τη διάκριση μεταξύ των αρχαρίων, όλων ημών δηλαδή που είμαστε στις απαρχές της πνευματικής ζωής, και των προχωρημένων και τελείων. Για τους τελείους, για εκείνους που πράγματι έχουν αφιερώσει πλήρως και ολοκληρωτικώς τον εαυτό τους στον Θεό, τα πολλά λόγια… βλάπτουν: τους φέρνουν φαντασίες και διάχυση· εκείνο που έχουν ανάγκη είναι η μονολόγιστη κυρίως ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», γιατί έχουν ουσιαστικά ανακραθεί με τον Θεό, έχουν γίνει ένα μαζί Του, συνεπώς ολόκληρη η ζωή τους είναι μία προσευχή. Δηλαδή έχουν φτάσει στο σημείο να μη λένε προσευχές, αλλά να έχουν γίνει οι ίδιοι προσευχή – και η αναπνοή τους και το βλέμμα τους και η στάση τους όλη φανερώνουν Ουρανό.

Για εμάς όμως τους αρχαρίους και ατελείς ισχύουν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά. Είμαστε προσανατολισμένοι προς την κορυφή, αλλά βλέπουμε ότι πατάμε ακόμη πολλή… γη κι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας! Σαν την καλόγρια εκείνη που μνημόνευε ο άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης, η οποία σαν σε όραμα έβλεπε μεν τους αγίους στην κορυφή ενός βουνού, αλλά όταν θέλησε να τους φτάσει, πιστεύοντας ότι είναι σχεδόν δίπλα της, είδε ότι ο δρόμος της είναι μέσα σε αγκάθια και τριβόλια! Κι έπρεπε να «φτύσει αίμα» κατά τη λαϊκή έκφραση, για να μπορέσει λίγο να προχωρήσει και να ανέβει. Λοιπόν, λέει ο όσιος ότι για εμάς είναι απαραίτητη και η ποσότητα: να επιμένουμε σε πολλές προσευχές και να κοπιάζουμε σ’ αυτές, ξέροντας ότι πολύ συχνά το μυαλό μας θα ξεφύγει. Κι όταν θα έχουμε προχωρήσει με τον τρόπο αυτόν, τότε θα δούμε ότι η ποιότητα θα γίνει και η δική μας αναζήτηση: τα πέντε λόγια που λέει και ο απόστολος (Α΄ Κορ. 14, 19), που θα’ ναι όμως ικανά να ανάψουν το πυρ του Θεού στην ψυχή μας.

Είναι λοιπόν μονόδρομος η ορθή ένταξή μας στην εκκλησιαστική ζωή. Το να προσευχόμαστε κατά τον τρόπο της Εκκλησίας σημαίνει ότι προσευχόμαστε με εκείνην την ποσότητα που μας εκβάλλει στην ποιότητα!

22 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ο ΜΟΝΟΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ

«Όπως το σκοτάδι δεν φεύγει, αν δεν έλθει το φως, έτσι και η νόσος της ψυχής δεν φυγαδεύεται, αν δεν έλθει ο θεραπευτής των ασθενειών μας και δεν ενωθεί μαζί μας» (άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος).

Για τη θεραπεία της ψυχής, ένα θέμα που συνιστά ιδίως στην εποχή μας την ουσιαστικότερη επιδίωξη των περισσοτέρων συνανθρώπων μας, κάνει λόγο ο μεγάλος άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος – που έχει την προσωνυμία του Θεολόγου μαζί με τους αγίους Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και Γρηγόριο τον Θεολόγο. Η προσφυγή στους ψυχολόγους, η καλλιέργεια των ψυχολογικών επιστημών, η επιδίωξη πολλών νέων να σπουδάσουν ψυχολογία, (δυστυχώς όμως και η καταφυγή σε ομάδες αποκρυφιστικές που επαγγέλλονται τη «θεραπεία» της ψυχής και που μπερδεύουν περισσότερο τους ανθρώπους), είναι στοιχεία που επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση. Και δεν έχουμε λόγο να αρνηθούμε τη βοήθεια που προσφέρουν οι επιστήμονες ψυχολόγοι στην εξισορρόπηση των συνανθρώπων μας που καταφεύγουν συχνά σ’ αυτούς – τους βοηθούν να δουν αθέατες πλευρές του εαυτού τους, να κατανοήσουν σ’ ένα βαθμό τις πράξεις τους, να μπορέσουν να σταθούν λίγο καλύτερα στα πόδια τους, να αντιμετωπίσουν πιο γενναία τη ζωή τους.

Μα ο άγιος δεν μιλάει για μία τέτοια θεραπεία που εξαντλείται στο μίνιμουμ της ζωής∙ μιλάει για την πραγματική και ουσιαστική θεραπεία της ψυχής, που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να δει τον εαυτό του σε όλες τις διαστάσεις του, να προσανατολιστεί εκεί που είναι ο πραγματικός σκοπός της ζωής του, να υπερβεί τις δεσμεύσεις των παθών του και την έξωθεν τυραννία του Πονηρού, να κατανοήσει το μεγαλείο που έχει να είναι άνθρωπος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού. Κι αυτήν τη θεραπεία την προσφέρει, τονίζει ο άγιος Συμεών, μόνον ο Χριστός ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, γιατί είναι ο ενανθρωπήσας Δημιουργός Θεός, ο Οποίος ήλθε ακριβώς να ζητήσει και να σώσει το άρρωστο ξεπεσμένο πλάσμα Του. Μόνον Αυτός δίνει εκείνη τη χάρη, εκείνο το Πνεύμα που έχει τη δύναμη να ενωθεί με τον βαθύ εαυτό του ανθρώπου και να ξεριζώσει κάθε ζιζάνιο από την ψυχή του και να την καθαρίσει ώστε να γίνει φωτεινή και λαμπρή, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού της κι ακόμη περισσότερο, καρποφορώντας τις αρετές.  Όπως το εξαγγέλλει διαρκώς και ο ψαλμωδός προφήτης «καρδιά καθαρή κτίσε μέσα μου, Θεέ μου, και με Πνεύμα ευθύτητας κάνε καινούργιο το βάθος της», ή όπως το λέει και ο μεγάλος νηπτικός Πατέρας άγιος Διάδοχος Φωτικής «το να καθαριστεί ο νους του ανθρώπου είναι ίδιο μόνο του αγίου Πνεύματος». Με τις λέξεις του ίδιου του αγίου Συμεών μάλιστα: ο Χριστός είναι για τον άνθρωπο «η υγεία, το φως, η ζωή, το ιμάτιο, ο ένοικος της ψυχής, ο άρτος, η σκέπη και το ύδωρ».

21 Νοεμβρίου 2021

«ΖΕΙ ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ!»

Μνήμη του αγαπημένου οσίου Γέροντος Ιακώβου του εν Ευβοίᾳ σήμερα, η επομένη ημερολογιακά μετά την εις Κύριον οσιακή εκδημία του, την 21η Νοεμβρίου 1991. Έχουν γραφεί και γράφονται πολλά για τον όσιο αυτόν της εποχής μας, δεδομένου ότι πάμπολλοι ήταν εκείνοι που ήλθαν σ’ επαφή μαζί του, τον άκουσαν, τον είδαν, τον παρατήρησαν καλά, τον ψηλάφησαν, αλλά λιγότεροι εκείνοι που είχαν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις για να οσφρανθούν και να γευτούν την αγιότητα που εξέπεμπε, ώστε να παρακινηθούν ακόμη περισσότερο στον αγώνα της μετανοίας και της πνευματικής τους προκοπής. Διότι ως γνωστόν η συναναστροφή με έναν άγιο δεν φέρνει αυτονόητα την επί τα βελτίω διάθεση ενός ανθρώπου. Η συναναστροφή μπορεί να είναι επιφανειακή, σαν ένα θέαμα ενός «παράδοξου» γεγονότος, αλλά μπορεί επίσης να είναι μία ώρα χάρης Θεού – εκεί που υπάρχει στον άνθρωπο ετοιμότητα συνάντησης με Εκείνον.  

Αυτό που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι ένα περιστατικό μαζί του, όπου είπε σε μία μικρή ομάδα που τον είχαμε επισκεφτεί το 1989, το πώς προκλήθηκε από μία (μακαριστή πια) συγγραφέα (που κι εκείνη είχε έλθει μαζί με κάποιους επιστήμονες λίγο καιρό πρωτύτερα από εμάς) για την ύπαρξη ή μη του Θεού στην εποχή μας. «”Υπάρχει Θεός, Γέροντα;” με ρώτησε», είπε ο όσιος, «κι εγώ της απάντησα: «Ζει Κύριος ο Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!»

Προφανώς η μακαριστή συγγραφέας, γνωστή για την ορθόδοξη πίστη της και την ομολογιακή διάθεσή της, δεν αμφισβητούσε τον Θεό. Ευρισκόμενη μαζί με άλλους, που ίσως δεν είχαν την ίδια πίστη μ’ εκείνην, θέλησε να εκμεταλλευτεί τον όσιο Γέροντα για να αποσπάσει μία απάντηση, η οποία θα ήταν έκφραση της αγίας βιοτής του, μία μαρτυρία κυριολεκτικά ενός ανθρώπου που είχε γεύση και αίσθηση Θεού. Πόσες φορές άλλωστε δεν έχουμε διαβάσει ή ακούσει για παρόμοιες καταστάσεις, ακόμη και στο Γεροντικό, όπου άνθρωποι της Εκκλησίας επισκεπτόμενοι οσίους ασκητές τούς πείραζαν κατά κάποιον τρόπο, προκειμένου ακριβώς να αποσπάσουν μία ομολογία, η οποία θα τους οδηγούσε σε αποκάλυψη του θησαυρού της καρδιάς τους; Όλοι για παράδειγμα έχουμε διαβάσει για το «πείραγμα» που έκαναν συνασκητές του μεγάλου οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος, οι οποίοι τον «κέντριζαν» λέγοντάς του «εσύ δεν είσαι ο Μωυσής, ο εγωιστής, ο πόρνος, ο μοιχός, ο φιλήδονος;». Για να εισπράξουν την απάντηση: «Ναι, πράγματι εγώ είμαι. Εύχεσθε ο Θεός να μου δώσει μετάνοια». Η πρόκλησή τους δηλαδή γινόταν με καλοπροαίρετη διάθεση, για να αποκαλυφθεί το πνευματικό ύψος του αββά Μωυσή.

Κάτι παρόμοιο λοιπόν πρέπει να έγινε και με τη συγγραφέα σε σχέση με τον όσιο Ιάκωβο. Η ερώτησή της δεν προϋπέθετε απιστία, αλλ' ήταν πρόκληση να «κλέψει» η πιστή αυτή γυναίκα κάτι από τον κρυμμένο θησαυρό του αγίου, κι ίσως – το πιθανότερο όπως είπαμε - να του δώσει την αφορμή να μιλήσει για την εμπειρία που είχε του Θεού, ώστε να ακούσουν και να ωφεληθούν οι γνωστοί και φίλοι της. Και πράγματι, αυτό και έγινε. Ενώ φάνηκε ότι «πειράχτηκε» ο όσιος – αυτή ήταν η αίσθηση που απεκόμισα εκείνην τη στιγμή – όμως με τη βροντώδη φωνή του της απάντησε με τον παραπάνω τρόπο: «Ζει Κύριος ο Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!».

Κι αυτό ήταν ακριβώς το διαρκές βίωμα του αγίου Ιακώβου. Όσοι τον πλησίαζαν και τον συναναστρέφονταν αυτό πρωτίστως εισέπρατταν – ο άγιος μετάγγιζε μ’ έναν τρόπο μυστικό τη ζωντανή παρουσία Χριστού του  Θεού, τον Οποίον ανέπνεε την κάθε στιγμή της ζωής του. Κι είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για το ίδιο βίωμα που είχαν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, παλαιότεροι και νεώτεροι: ο Χριστός ήταν το κέντρο της ζωής τους, κατά τον τρόπο που το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Είναι συγκλονιστικό να διαβάζει κανείς την παρεμφερή ομολογία που έκανε ο μεγάλος επίσης λόγιος όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, όταν ρωτήθηκε προς το τέλος της ζωής του από κάποιον προσκυνητή για να πει κάτι για τη ζωή του. «Το μόνο που βλέπω», απάντησε εκείνος, «στρέφοντας το βλέμμα μου στον εαυτό μου, είναι μόνον ο Χριστός».

Και πρόκειται για ομολογία των αγίων, η οποία ναι μεν αποκαλύπτει την κοινωνία που είχαν με τον ζωντανό Θεό, αλλά ταυτοχρόνως συνιστά και την... κατάργηση κάθε απορίας. Θέλουμε να πούμε ότι όταν ένας κοινός άνθρωπος, πιστός έστω, βρεθεί μέσα στην «ακτίνα» δράσεως ενός αγίου ανθρώπου, εκεί αναβιβάζεται σε άλλο επίπεδο, πέρα  από τα κοινά επίγεια μέτρα – εκεί που υπερβαίνεται η λογική και «απασφαλίζονται» και άλλες διαστάσεις της ύπαρξης του ανθρώπου.  Όπως το σημειώνει σπουδαίος σύγχρονος θεολόγος, (συγγενής μάλιστα του οσίου Σωφρονίου), ο οποίος ασχολήθηκε επισταμένως και με τη θεολογία του οσίου, ο π. Νικόλαος Σαχάρωφ. «Ο γέροντας Σωφρόνιος», γράφει, «επικαλείται το αγιογραφικό “ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρᾳ ἐμέ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν” (Ιωάν. 16,23): κατά την ώρα της θείας αποκάλυψης και της ζώσας κοινωνίας με τον Θεό, καμιάς μορφής διανοητική αναζήτηση ή έρευνα δεν έχει θέση». Για να συμπληρώσει: «Το χωρίο επιβεβαιώνει ότι η νοητική πτυχή του ανθρώπου δεν είναι ο μόνος (ούτε καν ο βασικός) αποδέκτης του ευαγγελικού λόγου... “πᾶσα προβληματική καταπίπτει, εὐθύς ὡς ὁ ἄνθρωπος φθάση εἰς ἄμεσον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ” (Ιωάν. 16, 23)».

Για τον άγιο Ιάκωβο, είπαμε και παραπάνω, γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται πολλά: είναι ένας από τους μάρτυρες του ζωντανού Θεού μας που χάρισε ο Χριστός στην Εκκλησία Του. Μπροστά σε μία τέτοια δωρεά, (τόσο μεγάλη μάλιστα που κι αυτός ο σύγχρονος άγιος μεγάλος Πορφύριος έλεγε ότι «ο Ιάκωβος έχει τα πολλά χαρίσματα, αλλά τα κρύβει» - τόσο ταπεινός ήταν!) το μόνο που πρέπει να κάνουμε οι απλοί πιστοί είναι να δοξολογήσουμε τον Θεό, να νιώσουμε τη μικρότητά μας, να μετανοήσουμε. Και βεβαίως να καταλάβουμε ότι πίσω από τα χαρίσματα του οσίου Ιακώβου, πίσω από τον πλούτο της χάρης του Θεού που είχε, με την οποία καθαιρούσε κάθε ύψωμα και υπερηφάνεια ανθρώπινη, κρυβόταν ένας ανελέητος κατά του (παλαιού) εαυτού του αγώνας μέχρις εσχάτων. Ο όσιος Ιάκωβος «έδωσε αίμα και έλαβε Πνεύμα», κατά το κοινώς πατερικό λεγόμενο, γι’ αυτό και η όποια αναφορά μας σ’ αυτόν γίνεται με διάθεση που σέβεται απείρως και τη ματωμένη οδύνη του πνευματικού αγώνα του και τη δοξολογική του πια αναστημένη κατάσταση. Ο άγιος πια ζει κι αυτός «ἐν χώρᾳ ζώντων».

ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΑΚΩΒΟ ΤΟΝ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

Ο νέος ιερέας διάβηκε την κεντρική θύρα του μοναστηριού και προχώρησε προς το εσωτερικό της αυλής. Συνόδευε έναν σεβαστό καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις με τον άγιο Γέροντα της Μονής. Σεβόταν εξαιρετικά  ο καθηγητής τον Γέροντα κι εκείνος με τη σειρά του ανταπέδιδε τον δικό του σεβασμό, λέγοντας πάντοτε ότι αισθάνεται ανάξιος να έρχονται να τον χαιρετούν, να τον προσκυνούν άνθρωποι ξεχωριστής μόρφωσης, με μεγάλες θέσεις στην κοινωνία, ενώ ο ίδιος είναι ένα «μουρλόπραμα». Ο άγιος Γέροντας της μονής του οσίου Δαβίδ Ευβοίας, ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης! Αυτός που και Πατριάρχες και Αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι και ένα σωρό άλλοι κληρικοί, μαζί με τον απλό κόσμο, έπιναν νερό στο όνομά του. Κι όσο τον προσήγγιζαν και τον τιμούσαν, τόσο και αυτός ήθελε να φεύγει, να μην αυξάνει τις αμαρτίες του, να μη σωρεύει οργή κατά την ημέρα της κρίσεως. Γιατί, αν τώρα με τιμούν – τόνιζε - ο Χριστός μας θα μου πει την ημέρα της κρίσεως:  «εσύ απέλαβες τον μισθόν σου».

Ο νέος κληρικός αισθανόταν κατανυγμένος. Είχε προετοιμαστεί για το προσκύνημα στον αγιασμένο τόπο -  είχε προηγηθεί μάλιστα και το άλλο μεγάλο προσκύνημα, στον όσιο Ιωάννη τον Ρώσο, στο Προκόπι Ευβοίας. Και τώρα βρισκόταν εκεί που άγιασε η μεγάλη μορφή του αγίου Δαβίδ του Γέροντος, εκεί που αγιάζει ο σπουδαίος Γέροντας π. Ιάκωβος, εκεί που προκαλούνται σε μετάνοια και αγιασμό χιλιάδες άνθρωποι προσκυνητές από όλα τα πέρατα της οικουμένης. Γιατί ο Γέροντας εδώ και χρόνια, χωρίς να το επιδιώκει καθόλου, είχε γίνει γνωστός στον πολύ κόσμο. Τον έκαναν γνωστό η αγιότητά του και τα θαυμαστά έργα που επιτελούσε δι᾽ αυτού ο Κύριος και ο όσιος Δαβίδ. Όσοι τον είχαν γνωρίσει είχαν και κάτι να διηγηθούν για τη λύση ενός προβλήματός τους, για την υπέρβαση ενός αδιεξόδου στο οποίο είχαν βρεθεί, για το στήριγμά τους στην πίστη και μόνο από τη θέα του ταπεινού προσώπου του.

Θυμόταν ο προσκυνητής παπάς την εντύπωση των νέων παιδιών, που είχαν επισκεφτεί το Μοναστήρι από μια κοντινή Κατασκήνωση που βρίσκονταν: μόλις εμφανίστηκε ο π. Ιάκωβος τα παιδιά σαν να μαγνητίστηκαν. Στράφηκαν όλα προς αυτόν και άρχισαν να φωνάζουν σε κατάσταση σχεδόν έκστασης:  «ο άγιος, ο άγιος!» Κι εκείνος, ενώ πήγε να κρυφτεί στην αρχή, δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει την αγάπη του προς τα παιδιά. Τα πλησίασε, τα ευλόγησε, «χάθηκε» ανάμεσά τους… Ένα παιδί κι αυτός ανάμεσα στα άλλα… Συνέβη εκείνο που συνέβαινε με τον όσιο Σεραφείμ τον Σάρωφ:  απέφευγε τους ανθρώπους, για να μην τον τιμούν. Αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στην παρουσία των παιδιών. Και το ξέρανε οι μεγάλοι και έπαιρναν παιδιά μαζί τους, τα οποία έβαζαν να τον φωνάζουν, «παγιδεύοντάς» τον με τον τρόπο αυτό…

Ο Γέροντας, ειδοποιημένος από τους καλογέρους του ότι είχε έλθει ο καθηγητής της Θεολογίας, ο σεβαστός του καθηγητής, εμφανίστηκε στην αυλή, μπροστά από το Κυριακό της Μονής. Και μόλις εμφανίστηκε τι έκανε και συγκλόνισε τον κληρικό;  Πριν προλάβει ο κληρικός να προβεί σε οποιαδήποτε κίνηση, μάλλον την ώρα που ήταν έτοιμος να σκύψει και να φιλήσει το αγιασμένο χέρι, ο Γέροντας με ταχύτητα νεανική έσκυψε πρώτος και προσκύνησε τον παπά. Του άρπαξε το χέρι και το ᾽φερε στα άγια χείλη του. Και για να δικαιολογηθεί, μάλλον για να μην αισθανθεί άβολα ο κληρικός, του είπε:  «Παπάς δεν είστε;»

Θα μπορούσε ο τριανταπεντάρης ιερέας, ο οποίος αριθμούσε στην ιερωσύνη περίπου τρία χρόνια, να τραβήξει το χέρι του από σεβασμό στον Γέροντα. Να μην αφήσει τον ηγούμενο, τον φημισμένο, τον άγιο, να ασπαστεί το δικό του. Μα δεν το έκανε. Με επίγνωση. Γιατί αστραπιαία του ήλθε στο μυαλό ένα παρόμοιο περιστατικό από το Γεροντικό με τον άγιο Πατέρα και Οικουμενικό Δάσκαλο της Εκκλησίας Μέγα Βασίλειο. Βρέθηκε, λέει η ιστορία, σε ένα Μοναστήρι από αυτά που ήταν στη δικαιοδοσία του, της αρχιεπισκοπής της Καισαρείας. Και ζήτησε από τον ηγούμενο να του στείλει, προκειμένου να τον διακονήσει όσο θα έμενε εκεί, έναν καλόγερο με ταπεινό φρόνημα.  Θέλησε να τον δοκιμάσει ο μέγας άγιος. Και τι έκανε;  Αφού τον έβαλε να του χύσει νερό από την κανάτα για να πλυθεί, με πολύ φυσικό τρόπο την πήρε έπειτα ο ίδιος και είπε στον καλόγερο να του ρίξει κι αυτός νερό για να πλυθεί. Κι ο καλόγερος, χωρίς ψευτοταπεινώσεις και ταπεινολογίες, με σιωπή, άπλωσε τα χέρια του και δέχθηκε τη διακονία απέναντί του του αρχιεπισκόπου Καισαρείας, του φωστήρα της Οικουμένης, Μεγάλου Βασιλείου. Τόσο εντυπωσιάστηκε ο άγιος, ώστε την επομένη είπε στον ηγούμενο ότι θα τον χειροτονήσει διάκονό του και θα τον πάρει μαζί του.

Η εικόνα αυτή που ήλθε στο μυαλό του ιερέα συνοδεύτηκε και με έναν λογισμό:  ο Γέροντας είναι ένας άγιος άνθρωπος. Έκρινε ότι έτσι έπρεπε να φερθεί απέναντί μου:  να μου φιλήσει πρώτος το χέρι. Προφανώς το έκανε σε όλους τους κληρικούς, ανεξαρτήτως βαθμού και ηλικίας. Λοιπόν, γιατί να μην υπακούσω στην κρίση του και στην ταπείνωση της πράξης του; Το χέρι του λοιπόν δεν το… τράβηξε. Τα άγια χείλη του π. Ιακώβου ακούμπησαν με ευλάβεια σ᾽ αυτό, κι ένιωσε ο ιερέας σαν να το ασπάστηκαν χιλιάδες άγγελοι του ουρανού.

Με περισσή κατάνυξη, αλλά… δεύτερος, φίλησε κι αυτός με άπειρο σεβασμό το τίμιο μέλος του Χριστού, κι άκουσε την ουράνια φωνή του Γέροντα να τον προσφωνεί με το όνομά του και να του λέει γεμάτος χαρά:  «Ελάτε ένα Σάββατο να μας λειτουργήσετε, σας παρακαλώ». Τον έπιασε ο Γέροντας έπειτα απαλά από το μπράτσο. «Πάτερ», είπε, «πόσοι άλλοι ιερείς είναι στον ναό που υπηρετείτε;» «Πέντε, Γέροντα», απάντησε ο παπάς με συστολή. «Υπομονή, παιδί μου, υπομονή».

Δεν του είπε κάτι άλλο. Οδήγησε τον καθηγητή, τον ιερέα και μια μικρή συνοδεία που είχανε μέσα στο Κυριακό να προσκυνήσουν. Έφεραν  και την αγία κάρα του οσίου Δαβίδ. Προσκύνησαν με συναίσθηση όλοι τους, ενώ ο Γέρων ηγούμενος εξηγούσε το πόσο θαυματουργός είναι ο άγιος και πόσο κοντά τους βρίσκεται. Κι όχι μόνο στους μοναχούς του μοναστηριού, αλλά και σε καθένα που εν πίστει θα τον επικαλεστεί.

Σε λίγη ώρα παρακάθισαν για γεύμα στην Τράπεζα. Ο Γέροντας, ο παπάς, ο καθηγητής, ένας νεαρός θεολόγος από τη συνοδεία του καθηγητή, κάποιοι άλλοι ακόμη προσκυνητές. Ο Γέροντας έκανε τάχα πως έτρωγε. Στην πραγματικότητα «ανακάτευε» το φαγητό, βάζοντας ελάχιστες μπουκιές στο στόμα του. Και μιλούσε, κι εξηγούσε κι αποκάλυπτε τα θαυμάσια του Θεού και του οσίου της Μονής. Με τον δικό του μοναδικό και σεμνό τρόπο. Σε καταιγιστικό ρυθμό. Και με τη βροντώδη φωνή του, που έκανε να σείεται και η πιο κρυμμένη χορδή της καρδιάς του όποιου μακάριου ακροατή του…

Και τι δεν έλεγε;  Αλλά με επίκεντρο πάντοτε την αγάπη του Θεού και των αγίων Του. Στην αγάπη αυτή εστίαζε ο μακαριστός Γέρων, η οποία τον έκανε να δακρυρροεί και να προσπαθεί απεγνωσμένα να κρύψει τα δάκρυά του… Κι εκεί που έλεγε και τα χείλη του έσταζαν το μέλι της ορθόδοξης πίστης, διέκοπτε, για να στραφεί, όχι μια, αλλά δυο και τρεις φορές,  στον νεαρό θεολόγο της συντροφιάς. «Ποιος είναι ο νεαρός;» ρωτούσε τον καθηγητή, κι ένιωθες τη ματιά του να αστράφτει  από χαρά όταν άκουγε την απάντηση:  «Είναι γνωστός μου, συγγενής μου, καθηγητής θεολόγος».  «Πολύ καθαρή καρδιά», σαν να μονολογούσε ο Γέροντας. Για να συνεχίσει τις ουράνιες διηγήσεις του, και να επανέλθει και πάλι στον θεολόγο. Στο τέλος είπε:  «Δεν ξέρω πώς τον βλέπετε εσείς, εγώ τον βλέπω διαφορετικά!» Μυστήριο ο λόγος που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε κανείς να αποκρυπτογραφήσει. Μόνο μετά από κάποια χρόνια το κατάλαβαν οι μέτοχοι τότε της πνευματικής αλλά και υλικής εκείνης πανδαισίας. Ο νεαρός θεολόγος εισήλθε στον κλήρο. Έγινε ιερέας, κι αυτό ήταν εκείνο που «έβλεπε» διορατικά ο αγιασμένος Γέρων:  «εγώ τον βλέπω διαφορετικά…!»

Μετά το γεύμα ο ιερέας έκανε ένα γύρο την αυλή του μοναστηριού. Ρουφούσε την όλη ατμόσφαιρα. Τα μάτια του αναπαύονταν εκεί που και οι πέτρες ανέβλυζαν το μύρο του ουρανού. Στ᾽ αυτιά του ηχούσαν ακόμη τα λόγια του Γέροντα. Θαρρούσε πως από κάποια γωνιά θα ξεπροβάλλει και ο όσιος Δαβίδ.

«Πάτερ, πάτερ», μια φωνή τον επανέφερε στην πραγματικότητα! «Πάτερ, εδώ». Πλησίασε. Ένας μεσήλικας με πυτζάμες και με πατερίτσες ήταν στο κιόσκι της αυλής  και τον φώναζε.

«Χαίρετε», είπε ο παπάς και χαμογέλασε στον άνθρωπο. Είδε ότι δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» είπε λίγο αναστατωμένος, βλέποντας τον δακρυσμένο άνθρωπο. «Σας συμβαίνει τίποτε;»  

«Πάτερ, ο Θεός μού έκανε μέσα από τον άγιο Γέροντα και τον όσιο Δαβίδ ένα μεγάλο θαύμα. Τα δάκρυά μου είναι δάκρυα χαράς και αγαλλίασης».

Ο ιερέας πλησίασε περισσότερο. «Τι έγινε;» ρώτησε κι η προσοχή του εντάθηκε για να ακούσει το θαύμα.

 «Βλέπετε, πάτερ, το πόδι μου; Είναι κομμένο, γι᾽ αυτό και είμαι με τις πατερίτσες. Ένα ατύχημα δυστυχώς στη δουλειά μου, με έφερε σ᾽ αυτήν την κατάσταση. Το πρόβλημα όμως δεν είναι τόσο αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι η πληγή δεν έκλεινε. Παρ᾽ όλα τα φάρμακα που έπαιρνα και τις ιατρικές φροντίδες, παρέμενε ανοικτή. Ο γιατρός στο νοσοκομείο που πήγαινα μου είπε ότι δεν θα αποφύγω την εγχείρηση, αλλά και πάλι με αμφίβολα αποτελέσματα. Απογοητεύτηκα. Όχι μόνο δεν είχα ολόκληρο το πόδι μου, αλλά επιπλέον είχα και την πυορροούσα πληγή. Μου είπαν για τον όσιο Δαβίδ και τον άγιο Γέροντα Ιάκωβο. Τους  θεώρησα ως την τελευταία ελπίδα μου. Ήλθα στον Γέροντα, του είπα το πρόβλημα, μου έδωσε θάρρος, με σταύρωσε με την κάρα του οσίου Δαβίδ. Πήγα την προγραμματισμένη ημέρα για την εγχείρηση. Καθώς με ετοιμάσανε κι ήλθε ο γιατρός για να επιχειρήσει το κλείσιμο της πληγής, τον είδα να ασπρίζει. Ταραγμένος με ρώτησε, πού πήγα και έκανα την επέμβαση, και γιατί τότε ήλθα και σ᾽ αυτόν. «Μα τι λέτε, γιατρέ;» του απάντησα. «Τώρα ήλθα στο νοσοκομείο, χωρίς να έχω πάει πουθενά αλλού».

 »Πάτερ, τα λόγια του τα θυμάμαι ακριβώς όπως μου τα είπε: «Εδώ  έχει γίνει εγχείρηση, και μάλιστα με τέλειο τρόπο. Ούτε ο Κούλεϊ στην Αμερική δεν θα έκανε τόσο τέλεια τομή! Το πόδι είναι… εγχειρισμένο. Δεν χρειάζεται απολύτως τίποτε άλλο».

…Εγώ έπεσα από τα σύννεφα. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Ή μάλλον άρχισα κάτι να υποψιάζομαι. «Γιατρέ», του είπα επιφυλακτικά. «Πριν έλθω εδώ, είχα πάει σ᾽ ένα μοναστήρι και μου σταύρωσε το πόδι ένας άγιος Γέροντας, εκεί στην Εύβοια. Στο μοναστήρι του οσίου Δαβίδ». Ο γιατρός άκουγε εκστατικός. «Επιστημονικά δεν μπορώ να  εξηγήσω αυτό που βλέπω», μουρμούρισε. «Την πληγή την θυμάμαι, έχουμε άλλωστε και τα ιατρικά αποδεικτικά, και λογικά δεν μπορεί να συμβεί ό,τι συνέβη».

«Προφανώς, πάτερ», κατέληξε ο μεσήλικας με τις πατερίτσες και το κομμένο πόδι, «ο γιατρός κάτι θα πίστευε σε Θεό, γιατί με τον συγκλονισμό ακόμη στα μάτια του, πρόσθεσε: - Το μόνο που πρέπει λοιπόν να κάνεις είναι να πας στο μοναστήρι αυτό και πάλι, και να ανάψεις ένα κερί σαν το μπόι σου. Γιατί μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σ᾽ ένα θαύμα». Κι έτσι, πάτερ, βρέθηκα εδώ. Πήρα ταξί μαζί με τη γυναίκα μου κι ήρθαμε να ευχαριστήσουμε από την καρδιά μας τον όσιο και τον άγιο Γέροντα».

Ο ιερέας δεν μιλούσε. «Ο Θεός σάς ευλόγησε πράγματι», βρήκε μόνο να πει, «μέσα από τον όσιό του Δαβίδ, αλλά και μέσα όντως από τον άγιο ηγούμενο. Γιατί για να ενεργήσει μ᾽ έναν τέτοιο άμεσο τρόπο ο όσιος, έπρεπε κάποιος με μεγάλη παρρησία προς αυτόν και τον Θεό να τον παρακινήσει. Κι αυτός είναι ο καλός υπηρέτης του, ο π. Ιάκωβος. Ευλογημένο το όνομα του Κυρίου».

Ο ιερέας χαιρέτισε και απομακρύνθηκε. Ο Γέρων Ιάκωβος ήταν και πάλι έξω με τον καθηγητή και τη λοιπή συνοδεία του. Συζητούσαν και τα πρόσωπα όλων έλαμπαν. Ο ιερέας πλησίασε. Ο άγιος Γέροντας τον είδε να πλησιάζει και να κρατάει μάλιστα στα χέρια του μία φωτογραφική μηχανή. «Γέροντα», είπε με μεγάλη συστολή ο ιερέας, «μπορούμε να βγάλουμε κάποια φωτογραφία εδώ μαζί σας;» Δέχτηκε. Οι φωτογραφίες βγήκαν. Μαζί με τους άλλους, μαζί και με τον ίδιο τον ιερέα. Αλλά, η αγάπη του π. Ιακώβου ήταν ανεξάντλητη. Βλέποντας ότι η φωτογράφιση μαζί του προκαλεί χαρά σε όλους, πήρε τον ιερέα από το χέρι και τον προέτρεψε να βγάλει κι άλλες φωτογραφίες:  στο ένα σημείο της αυλής, στο άλλο πιο κάτω, ακόμη πιο πέρα… «Γέροντα, φτάνει, δεν πειράζει. Βγάλαμε πια αρκετές. Σας ευχαριστούμε πολύ», είπε και πάλι ο κληρικός, ξέροντας ότι ο άγιος ηγούμενος κινείται στον θυσιαστικό ρυθμό αγάπης του Κυρίου Ιησού.

Βάλανε όλοι μετάνοια, ασπάστηκαν τη δεξιά του Γέροντα, δέχτηκαν τους ασπασμούς του καθώς τους ξεπροβόδιζε, έφυγαν.

Μπήκαν στο αυτοκίνητο και γύρισαν «πετώντας». Η αίσθηση της συνάντησης και της επικοινωνίας μ᾽ έναν σύγχρονο άγιο τούς συνείχε και τους έκανε να μη θέλουν να πούνε πολλά κατά την επιστροφή. Η εικόνα του αγίου Γέροντα γέμιζε τον νου και την καρδιά τους. Το προσκύνημα χαράχθηκε βαθιά μέσα τους.

Ένα μόνο δεν μπόρεσαν τότε να δουν και να καταλάβουν:  ότι ο άγιος ηγούμενος θα κρατούσε κι αυτός τη συγκεκριμένη συντροφιά στη μνήμη και την καρδιά του. Και δεν θα έπαυε να τους μνημονεύει και να τους «παρακολουθεί» με τους νοερούς οφθαλμούς του, ερχόμενος αρωγός τους κάθε φορά που θα είχαν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους…

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ!»

«Ὢ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.

Δὲν ψεύδομαι, λέγω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Tης γιὰ μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχὴ θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ μὲ νουθετήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: «Δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ ἐκείνη τὴ γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Ἀληθινά, Αὐτὴ εἶναι ἡ βοήθειά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο τ᾿ ὄνομά Της χαροποιεῖ τὴν ψυχή. Ἀλλὰ κι ὅλος ὁ οὐρανὸς κι ὅλη ἡ γῆ χαίρονται μὲ τὴν ἀγάπη Tης».

(Οσίου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός του Άθω, έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 381εξ.).

Καρπός της αγιασμένης καρδιάς του οσίου Σιλουανού του Άθω το παραπάνω απόσπασμα για την υπεραγία Θεοτόκο, τονίζει τη μεγάλη και βαθειά αγάπη Της προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Αγάπη που τη δοκίμασε εκ πείρας ο όσιος, όταν μάλιστα ζούσε κάπως ακατάστατη και άτακτη ζωή στη νεότητά του, και δεν μπόρεσε να την ξεχάσει έστω και μετά από δεκαετίες. «Δεν μ’ αρέσει να βλέπω τα έργα σου», του είπε η μεγάλη Μάνα, που σημαίνει ότι η Παναγία βλέπει τη ζωή μας, μετέχει σ’ αυτήν, χαίρεται ή λυπάται ανάλογα με το είδος και το ποιόν της ζωής αυτής, (κι αυτό βεβαίως δυνάμει της συσσωματώσεως της μέσα στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο και Θεό της). Και το επισημαίνει ο άγιος Σιλουανός: αγαπά υπέρμετρα όσους αγαπούν τον Υιό της, αλλά εξίσου αγαπά και τους αρνητές Του αμετανόητους, αφού λυπάται και στενοχωριέται γι’ αυτούς. Αν το όριο της αληθινής αγάπης είναι το «χαίρειν μετά των χαιρόντων και κλαίειν μετά των κλαιόντων» (απ. Παύλος), μιας αγάπης δηλαδή που φανερώνει ότι τον άλλο, τον συνάνθρωπο τον έχουμε εντάξει μέσα στη δική μας ζωή θεωρώντας τον «ένα» μ’ εμάς, σύμφωνα με την εντολή «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», τότε η Παναγία μας βρίσκεται διαρκώς πάνω στο όριο αυτό. Κι αυτό θα πει ότι ζει με τον πιο χαρισματικό τρόπο την παρουσία του Τριαδικού Θεού στη ζωή της – ο ίδιος ο Κύριος δεν υποσχέθηκε ότι όποιος ζει την αγάπη αυτή του Θεού μας βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης θεοκοινωνίας; «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Πρόκειται για τη διάσταση της πραγματικής ιερωσύνης, της βασιλικής, κατά τους αγίους αποστόλους – «το βασίλειον ιεράτευμα» που λέει συγκεκριμένα ο απόστολος Πέτρος – την οποία είχε και έχει η Υπεραγία Θεοτόκος, η Μάνα όλων μας. Όπως το επισημαίνει ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Σωφρόνιος Αθωνίτης: «Η Παναγία θεωρείται ως η φέρουσα την ύψιστη ιερωσύνη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει σε μία Ομιλία για την Παναγία Παρθένο ότι της δόθηκε να μεγαλώσει μέσα στο Ιερό και ότι προσευχόταν για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων». Και αλλού: «Τέτοια είναι η προσευχή της Θεοτόκου, να προσεύχεται κανείς για όλο τον κόσμο όπως για τον εαυτό του. Είναι η ανώτερη μορφή ιερωσύνης, αυτή που οι Πατέρες ονομάζουν “βασιλική ιερωσύνη”». Σ’ αυτό το όριο της αγάπης καλεί και εμάς ο Κύριος, η Παναγία, η Εκκλησία μας - εκεί που ανοίγονται τα μάτια μας για να βλέπουμε την «απειρία» και της δικής μας ζωής, όταν ζούμε ως αληθινοί χριστιανοί.

20 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ «ΚΟΥΡΑΣΤΕΙ» Η ΥΠΟΜΟΝΗ!

«Μια φορά είπα πως τελείωνα. Τέτοια φλόγα, τέτοιο πόνο είχα (σημ.: ο όσιος Γέρων έπασχε από βαριά αλλεργία). Ήταν κατοχή, είχαν φύγει οι Γερμανοί, δεν θυμάμαι. Έτρεξα στο νοσοκομείο, στο φαρμακείο μας, στο εκκλησάκι μας, πήρα θέση στο στασίδι απέναντι από το εικόνισμα της Παναγίας μας. Άρχισα να κλαψουρίζω, να παραπονιέμαι, σαν το παιδάκι που έπεσε, χτύπησε και έτρεξε στη μάνα του. “Παναγία μου! Στο περιβόλι σου είμαστε. Παιδάκια σου είμαστε. Εσύ μάς υποσχέθηκες πως και τροφός και ιατρός θα είσαι”. Έ, τι να σας πω. Μια ειρήνη ήρθε στην καρδιά. Μια αίσθηση. Μια πληροφορία. Η ψυχή ησύχασε. Μέχρι να κάνω μερικά βήματα και το σώμα ηρέμησε και σε τέτοια κατάσταση δεν έφτασε ποτέ ξανά. Η ταχύτητα της αγάπης της. Δεν πρόλαβα να τη ζητήσω και ήρθε. Δεν πρόλαβα την προσευχή να τελειώσω και με παρηγόρησε. Να σας πω, όταν ο γέροντάς μου, ο γερο-Ιωσήφ ο Ησυχαστής είχε μεγάλο πόνο, είδε την Παναγία που κρατούσε τον Χριστό μικρούλι στην αγκαλιά Της. Του λέει του γέροντα: “Μην απελπίζεσαι. Γιατί απελπίζεσαι; Σε μένα έχε την ελπίδα σου”. Τότε ο Χριστός άπλωσε το χεράκι Του και χάιδεψε τον γέροντα. Έτσι είναι. Στον πόνο παρακάλα την Παναγία. Ξέρει από πόνο. Ζήτα από τον Κύριο όχι απαλλαγή, αλλά υπομονή. Και η Χάρη θα σε αγγίζει. Εάν δεν σε αγγίξει η Χάρη, η υπομονή σου θα “κουραστεί”».

(Από το βιβλίο του π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου, «Έλα φως», Συνάντηση με τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, εκδ. Θεσβίτης, 2021, σελ. 124-126).

Ο μέγας Γέρων, ο νεώτερος όσιος Εφραίμ ο κατουνακιώτης, ήταν αλλεργικός από παιδί. «Από παιδί, δεκατεσσάρων-δεκαπέντε ετών η αλλεργία εμφανίστηκε στα μάτια μου. Σαν άγριος τοίχος ήταν το δέρμα και η φαγούρα δεν με άφηνε να κοιμηθώ… Οι πόνοι, οι εξάρσεις της ασθένειάς μου είναι η προίκα μου. Τα έφερα μαζί μου στο Όρος και με συντροφεύουν». Ποια ήταν η αντίδρασή του; Η καταφυγή του στους ιατρούς ήταν πολύ δύσκολη την εποχή εκείνη – δεν αρνιόταν την ιατρική βοήθεια ο όσιος, όπως το απέδειξε κι αργότερα πολλές φορές. Κατέφευγε λοιπόν και λόγω των συνθηκών της ερημικής ζωής του στην κατεξοχήν και πρώτη βοήθεια, στο «νοσοκομείο και το φαρμακείο» του κελιού του, το στασίδι του στον ναό μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Η Παναγία μάνα ήταν η καταφυγή και η διέξοδός του. Με έμπονη προσευχή άφηνε το κλάμα της ψυχής του να «υγράνει» τα πανάχραντα χέρια Της. Γιατί ένιωθε «σαν το παιδάκι που έπεσε, χτύπησε και έτρεξε στη μάνα του». Και από την εμπειρία του πια, λόγω της ανταπόκρισης της Μάνας, μπορούσε και έλεγε: «Η ταχύτητα της αγάπης της»!

Στον πόνο μας λοιπόν, κατεξοχήν τότε, να καταφεύγουμε στην Παναγία – αυτή είναι η προτροπή του οσίου Γέροντα. Γιατί καταφεύγοντας σ’ Αυτήν στον Υιό και Θεό της καταφεύγουμε, τον Κύριο Ιησού Χριστό που είναι ο παντοδύναμος Θεός και Πατέρας όλων. Πόση τρυφερότητα κρύβει μάλιστα το περιστατικό με τον όσιο γέροντά του Ιωσήφ τον Ησυχαστή! Στην Παναγία Μάνα καταφεύγει κι αυτός, σε μεγάλο πόνο του, και δέχεται το χάδι από το απλωμένο χέρι του Δημιουργού του. Μα, η παρατήρηση του οσίου αυτού είναι εξόχως αξιοσημείωτη: «Ζήτα από τον Κύριο όχι απαλλαγή, αλλά υπομονή». Ο πόνος, για την πίστη μας, είναι το φάρμακο για τη θεραπεία των παθών μας και το σκαλοπάτι για πνευματικά ανεβάσματα. Συνεπώς αυτό που χρειαζόμαστε είναι η υπομονή. Κι αυτήν την δίνει ο Κύριος όταν πράγματι Τον εμπιστευόμαστε. Κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: αν η προσευχή μας και τα «παρακάλια» μας δεν αποτελούν έκφραση της εμπιστοσύνης και της πίστης μας στην αγάπη Του, τότε δύσκολα η Χάρη Του θα μας αγγίξει. Τότε η υπομονή μας «κουράζεται». Γιατί; Διότι και η προσευχή και η υπομονή αυτή φανερώνουν την αλαζονεία και την υπερηφάνεια της ψυχής μας – τον Θεό Τον θέλουμε απλώς για να μας κάνει το θέλημα και να μας έχει καλά. Τις περισσότερες φορές βεβαίως, για να μπορούμε να συνεχίζουμε την εγωιστική ζωή μας! 

19 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«ΕΙΝΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΩΝ!»

«Την 22αν Νοεμβρίου (1975), ημέραν Σάββατον το πρωί εις την αγίαν Προσκομιδή μετά τήν μνημόνευσιν και εν ώρα που θα καλύψω τα άγια Δώρα, είδα ζωντανή και εν αγιότητι ομολογώ 1 κομμάτι αίμα στεγνό το άγγιξα και στο δάκτυλό μου, απάνω έμεινε το αίμα, φωνάζοντας τον αδελφόν της Ι. Μονής Μοναχόν π. Σεραφείμ, είπα την υπόθεσιν και μου είπε εμείς πάτερ δεν βλέπωμεν, αλλά είδες τι είναι; Και εγώ του απήντησα ότι πιστεύω και προσκυνώ ότι είναι ο ίδιος ο Θεός παρών.

Κύριε ελέησον τρις είπα.

Αρχιμ. Ιάκωβος»

(Σημείωμα του οσίου Ιακώβου του εν Ευβοία, στις 22 Νοεμβρίου 1975).  

Συγκλονισμένος ο άγιος Ιάκωβος καταγράφει μετά τη Θ. Λειτουργία την εμπειρία του στο τέλος της ακολουθίας της Προσκομιδής: είδε και άγγιξε το αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όχι αυτό που μετά τη μεταβολή των τιμίων δώρων βλέπουμε εν πίστει και μετέχουμε εν αφελότητι καρδίας υπό τα είδη του άρτου και του οίνου, αλλά αυτό που και οι σωματικές αισθήσεις επισημαίνουν. Ο Κύριος προφανώς για να ενισχύσει τον όσιο δούλο Του, και δι’ αυτού όλους τους πιστούς που θα το άκουγαν και θα το διάβαζαν, επιτρέπει το συγκεκριμένο θαύμα. Ο Γέρων Ιάκωβος, τη στιγμή εκείνη, νιώθει συγκλονισμένος, γιατί είναι βέβαιος για τη δωρεά και τη χάρη. Θέλει όμως να τη μοιραστεί. Ο μακαριστός κι αυτός γέρων Σεραφείμ πιστεύει τον λόγο του αγίου, «δεν βλέπει» όμως τίποτε. Η ιδιαίτερη χάρη ήταν για τον άγιο δούλο του Θεού Ιάκωβο˙ για τον όσιο ασκητή που μετείχε καθημερινά στη θεία Λειτουργία με συντετριμμένη καρδιά, γονατιστός, «βλέποντας τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους» που μετέχουν στην ιερή σύναξη. Συχνά ομολογούσε σε κληρικούς: «αν βλέπαμε με τα μάτια μας το τι διαδραματίζεται την ώρα της θείας Λειτουργίας, θα πέφταμε όλοι κάτω!»

Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Πολλές φορές στα κείμενα της Εκκλησίας μας διαβάζουμε παρόμοια θαυμαστά περιστατικά με τα τίμια δώρα και τη θεία κοινωνία, και δεν απέχουμε πολλά χρόνια που εξίσου παρόμοιο γεγονός συνέβη σε περιοχή της Μικράς Ασίας, όπου μάλιστα και ανεγέρθηκε στην περιοχή περίλαμπρος ναός. Σημασία πάντως έχει ότι Κύριος ο Θεός μας δεν αφήνει «αμάρτυρον» τον εαυτό Του. Συγκαταβαίνει στις αδυναμίες μας και είτε άμεσα είτε κατεξοχήν μέσω των γνησίων φίλων Του μάς κάνει μετόχους των μυστηρίων Του και της παρουσίας Του! Έτσι κι αλλιώς όμως, το ίδιο το γεγονός της Θείας Λειτουργίας είναι «ο Ουρανός στη γη»! Αρκεί να έχει κάποιος λίγη πίστη. 

ΠΩΣ ΝΑ ΜΕΛΕΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ!

«Να επιζητείς να φωτίζεσαι πάνω στους λόγους της Γραφής, που είναι λόγοι πνευματικής υγείας, με τους κόπους κυρίως παρά με τα βιβλία» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κζ΄, β΄, 48).

Είναι από τους πιο βαθείς και καίριους λόγους του οσίου: προϋποθέτουν ότι αφενός δεν βρισκόμαστε στην κατάσταση που θα έπρεπε – το σκότος είναι εγγενής πια κατάστασή μας λόγω της πτώσης στην αμαρτία ή στη διαρκή επιρροή της και μετά το βάπτισμά μας – αφετέρου ο λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή, περιέχει το φως του Θεού το οποίο οδηγεί τον άνθρωπο στην πνευματική του υγεία, δηλαδή στην κατάσταση που ο άνθρωπος ζει ορθά την παρουσία του Θεού ως μέλος Χριστού. Γι’ αυτό και ο όσιος θεωρεί τη μελέτη της Γραφής ως φάρμακο για τον πιστό, χωρίς το οποίο κινδυνεύει η πνευματική αρτιότητα και ακεραιότητά του. Κι ακόμη περισσότερο: πέραν του φωτισμού που προσφέρει η μελέτη αυτή, κάνει τον πιστό να συγκεντρώνει τον νου του, ώστε να μην οδηγείται αυτός (ο νους) στην καταστροφική διάσπαση και διάχυσή του στα αισθητά και ορατά. «Δεν είναι λίγος ο φωτισμός και η συγκέντρωση του νου που χαρίζει η ανάγνωση, εφόσον πρόκειται για λόγια του Αγίου Πνεύματος, τα οποία οπωσδήποτε καθοδηγούν και διορθώνουν όσους τα μελετούν» (47).

Δεν είναι θέμα λοιπόν πολυτέλειας η μελέτη των λογίων του Αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για καθημερινή και αναγκαία τροφοδοσία της ψυχής για να μπορούμε να ζούμε ως άνθρωποι, ενόψει μάλιστα των παθών που μας  ταλαιπωρούν και του Πονηρού που αδιάκοπα «ζητεί να μας καταπιεί»! Και μέσα στα αγιοπνευματικά αυτά λόγια πρέπει να εντάξουμε όχι μόνο βεβαίως τη βάση όλων, την Αγία Γραφή, αλλά και την Πατερική εκφορά της, είτε με τα ίδια τα κείμενα των Πατέρων είτε με την υμνογραφική διάστασή της είτε με τη συναξαριακή μορφή διά των βίων των αγίων. Όσο με άλλα λόγια μελετούμε τα πνευματικά κείμενα της Εκκλησίας μας και εμβαπτιζόμαστε σ’ αυτά, πορευόμαστε πάνω στον δρόμο του Θεού και έχουμε τον Ίδιο λαλούντα και ενεργούντα στην καρδιά μας.

Υπάρχει όμως ένα «αλλά». Κι αυτό είναι η άλλη πλευρά της προτροπής του οσίου: «να φωτίζεσαι από τη Γραφή, αλλά με τους κόπους κυρίως παρά με τα βιβλία»! Είναι η ίδια προτροπή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος μιλώντας για το ίδιο θέμα: της ωφέλειας από τη μελέτη της αγίας Γραφής, έλεγε: «Μην προχωρείς τη μελέτη αυτή πριν εφαρμόσεις τον προηγούμενο λόγο που διάβασες». Η μελέτη δηλαδή της Γραφής – και σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας – γίνεται διά της πράξεως πρωτίστως και όχι τόσο διά της απλής αναγνώσεως. Η ανάγνωση έχει τεράστια σημασία στον βαθμό που ο πιστός έχει την αποφασιστική βούληση να εφαρμόζει αυτά που διαβάζει στην καθημερινότητά του. Διαφορετικά τα ίδια τα λόγια της Γραφής γίνονται όπλα που στρέφονται κατά του ίδιου του εαυτού μας (όσιος Μάρκος ο ασκητής). Και τούτο γιατί το ζητούμενο είναι όχι το πώς θα πάρει ο άνθρωπος κάποιες πληροφορίες για τον Θεό, αλλά το πώς θα κάνει τον Θεό ένοικο της ψυχής του. «Ο Κύριος μακάρισε όχι αυτόν που έμαθε κάτι για τον Θεό, αλλά αυτόν που απέκτησε τον Θεό στην ύπαρξή του – το εν εαυτώ σχειν τον Θεόν» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης).

18 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΜΗ ΞΕΡΑΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΗΝ ΚΑΟΥΜΕ!

«Αγαπητέ Η., μη πάψεις να πηγαίνεις κοντά στην πνευματική πηγή του Σωτήρα μας Χριστού, την οποία αντιπροσωπεύει η Εκκλησία με τα ιερά πρόσωπα που την παρουσιάζουν στην πραγματικότητα. Διότι ο άνθρωπος, ο χριστιανός, όπως λέει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μοιάζει με το σφουγγάρι που έχει πάντοτε νερό. Και για να έχει νερό, πρέπει να είναι ή στη βρύση ή σε δοχείο με νερό. Όταν είναι μακριά θα ξεραθεί. Και όταν είναι κοντά στη φωτιά των πειρασμών, όχι μόνο θα ξεραθεί, αλλά και θα καεί. Λοιπόν προσοχή από τη φωτιά και μη μένεις μακριά από την πνευματική πηγή της χριστιανικής ορθόδοξης διδασκαλίας» (Απόσπασμα επιστολής οσίου Αμφιλοχίου της Πάτμου στον Ηλία Καλαντζή, Πάτμος 25-2-1960). (Ιγνατίου Τριάντη, Μητροπολίτου Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης, Ο Γέροντας της Πάτμου, Αμφιλόχιος Μακρής, έκδ. Ι.Μ. «Ευαγγελισμός», Πάτμος 1993, σελ. 102).

Ο νεώτερος μεγάλος όσιος της εποχής μας Αμφιλόχιος Μακρής (1889-1970) επισημαίνει τον κίνδυνο που υπάρχει όχι μόνο για το πνευματικό του τέκνο αλλά και για κάθε χριστιανό: να αποξηρανθεί ή και να καεί! Πότε; Όταν μένει μακριά από την πηγή που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Διότι Εκείνος είναι η πηγή της Ζωής, Εκείνος είναι η πηγή του ζωντανού νερού που ξεδιψάει όχι βεβαίως το σώμα του ανθρώπου αλλά το ίδιο το κέντρο της ύπαρξής του, την καρδιά του. Από αυτήν τη δίψα δεν ταλαιπωρείται ο κόσμος διαχρονικά και παγκόσμια; Μπορεί να έχει τα πάντα στη ζωή του: χρήματα, ανέσεις, δόξες και τιμές, αν δεν έχει συναντήσει όμως τον Χριστό στη ζωή του κείται χαμένος και νεκρός – σαν ένα σφουγγάρι που ξεραίνεται και καίγεται όταν βρίσκεται δίπλα ή καλύτερα μέσα στη φωτιά. «Όποιος διψάει ας έρθει σε μένα και ας πιει» είναι η διαρκής προτροπή του Κυρίου. Και «όποιος πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν πρόκειται ποτέ να διψάσει στους αιώνες». Κι ο άγιος Αμφιλόχιος, ο γλυκός αυτός άγιος που μαθήτευσε δίπλα και στον άγιο Νεκτάριο – πώς ο Θεός έφερε κοντά δύο πυρακτωμένες από την αγάπη Του καρδιές! – διευκρινίζει: μένει κανείς κοντά στον Χριστό και στο νερό που δίνει, την ίδια τη ζωή Του δηλαδή, όταν μένει μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι εκείνη που κρατάει ζωντανή την εικόνα και την παρουσία Του, προσφέροντας το ύδωρ της διδασκαλίας Του μαζί βεβαίως με το σώμα και το αίμα Του. Κι ας δούμε πόσο διακριτικά προσεκτικός είναι ο άγιος: κοντά βεβαίως στην Εκκλησία, αλλά σ’ εκείνην που την αντιπροσωπεύουν ιερά πρόσωπα – αυτά «παρουσιάζουν την πραγματικότητά της»! Και ποια είναι αυτά τα ιερά πρόσωπα; Όσοι βαδίζουν «όπως οι απόστολοι και οι πατέρες της Εκκλησίας». Που σημαίνει: μακριά από αιρέσεις και κάθε είδους υπερβολή. Γιατί «οι μεγάλες ασθένειες είναι η αδράνεια και η υπερβολή» (στην ίδια επιστολή).  

ΠΩΣ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΑΣ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ

«Η πίστη είναι το φτερό της προσευχής… Η πίστη είναι η αδίστακτη στάση της ψυχής, που δεν κλονίζεται από καμία εναντιότητα. Πιστός είναι, όχι εκείνος που έχει τη γνώση ότι όλα είναι δυνατά στον Θεό, αλλά εκείνος που πιστεύει ότι θα τα επιτύχει όλα (όσα ζητεί από τον Θεό)» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κζ΄, β΄, 33).

Χωρίς προσευχή δεν μπορεί να νοηθεί χριστιανός, όπως φυσικά και  άνθρωπος – άνθρωπος σημαίνει κοιτάω πέρα από τα επίγεια, προσβλέπω στην πηγή του Είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι όπου γης οι άνθρωποι και σε κάθε θρησκεία έχουν την προσευχή ως βασικό συστατικό της πίστης τους. Πολύ περισσότερο για τον χριστιανό, που είναι μέλος Χριστού και οργανικό κομμάτι συνεπώς Αυτού! Αν βγάλουμε την προσευχή  λοιπόν από αυτόν ούτε χριστιανισμός υπάρχει αλλ’ ούτε καν η ίδια η ζωή. Γιατί δεν υπάρχει η πηγή της, η Ζωή που είναι Χριστός ο Θεός, «ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος», Αυτός «δι’ Ου τα πάντα εγένετο».

Ο όσιος όμως μας ανοίγει τα μάτια σ’ ένα θεωρούμενο αυτονόητο: «το φτερό της προσευχής είναι η πίστη». Κι είναι τόσο σημαντικό τούτο,  που το επισημαίνει ο ίδιος και πάλι: «Η πίστη έδωσε φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν η προσευχή δεν μπορεί να πετάξει στον ουρανό» (κη΄ 29). Πράγματι! Αν δεν πιστεύεις στον Θεό σε ποιον απευθύνεσαι με την προσευχή σου; Μονάχα ίσως σε μια «καρικατούρα» θεότητας που είναι ο ίδιος ο εαυτός σου!  Ας δούμε εν προκειμένω τον Φαρισαίο της γνωστής παραβολής: προσευχόταν, αλλά έχοντας ως «θεό» του το είδωλο του εαυτού του. «Σταθείς εις εαυτόν»! Γι’ αυτό και η «προσευχή» του αυτή όχι μόνο δεν τον δικαίωσε, αλλά τον καταδίκασε: τον έκανε χειρότερο με την έννοια ότι και τον συνάνθρωπό του εξουδένωσε και τον Θεό τον έβαλε απέναντί του ως «εχθρό»!

Καταλαβαίνουμε όμως ότι μιλάμε για την πίστη την αληθινή: όχι μία ιδεολογικού τύπου πίστη – αποδέχομαι τον Θεό αλλά δεν με επηρεάζει στη ζωή μου – αλλ’ ούτε κι εκείνη που την αντιμετωπίζω επιλεκτικά – αποδέχομαι ό,τι μου ταιριάζει και απορρίπτω ό,τι προσκρούει στα πάθη μου! Και η πρώτη και η δεύτερη είναι πολύ εύθραυστες, γιατί κριτήριο έχουν όχι την αποκάλυψη του Κυρίου, συνεπώς ό,τι ζει και διδάσκει και η Εκκλησία Του, αλλά το αλλοιωμένο και σαπισμένο από την αμαρτία εγώ μου. Πίστη αληθινή είναι να είμαστε αταλάντευτα και αδίστακτα και ακλόνητα τοποθετημένοι ενώπιον του Τριαδικού Θεού (:«εστερεώθη εν Κυρίω η καρδία μου» σημειώνει ο πιστός ψαλμωδός), τότε μάλιστα που λειτουργεί ο κατεξοχήν πειρασμός της απιστίας: στην ώρα της δοκιμασίας και της όποιας εναντιότητας στην πορεία της ζωής μας – εκεί δηλαδή που κατεργάζεται κανείς την υπομονή και οδηγείται ανθρωπίνως και σ’ αυτήν την τελειότητα! (πρβλ. Ιακ. 1, 2-3).

Στη χαρισματική αυτή στιγμή, ο πιστός ενισχυόμενος από τον Κύριο βλέπει δύο πράγματα στη ζωή του: πρώτον, ότι η πίστη του αυτή, «της ευθείας καρδίας», παίρνει πάντοτε τη μορφή της αληθινής θυσιαστικής αγάπης, κατά τον λόγο του αποστόλου «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη»· δεύτερον, ότι όσα ζητεί με την αγάπη αυτή  και προς το πνευματικό του συμφέρον από τον Κύριο, τα προσδοκά ότι θα γίνουν όλα πραγματικότητα στη ζωή του – ό,τι συνέβη  και με το όριο της αληθινής πίστης και του αληθινού ανθρώπου: την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία κατεξοχήν αυτή «επίστευσε ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»!

16 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ο ΠΙΟ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΚΑΙ ΕΥΚΟΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

«Ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης ζούσε το μυστήριο της υπακοής. Από πείρα έμαθε τα αγαθά της, γι’  αυτό την επιζητούσε… Ήθελε όμως η υπακοή να πηγάζει από την ελευθερία και να γίνεται με χαρούμενη διάθεση. Να μην είναι τυπική, εξωτερική και στρατιωτική, αλλά υποταγή στο φρόνημα του Γέροντα. Την θεωρούσε θεραπεία κάθε ψυχικού νοσήματος και προ παντός της υπερηφανείας. Τόνιζε: “Η υπακοή είναι ο πιο σύντομος και εύκολος δρόμος. Είναι το κλειδί του παραδείσου. Με αυτήν κόβεται το θέλημα, ο εγωισμός, τα πάθη, έρχεται η χάρις του Θεού και γίνεται η ζωή παράδεισος”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 399. 403).

Πόση ευλογία θα υπήρχε αν αυτό εφαρμοζόταν και στις ανθρώπινες σχέσεις στην κοινωνία, ιδίως μέσα στην οικογένεια. Ο απόστολος Παύλος μάλιστα δεν είναι εκείνος που τονίζει την αλήθεια αυτή; «Υποτασσόμενοι αλλήλοις εν φόβω Θεού» λέει για το πώς πρέπει να ζουν ο άνδρας και η γυναίκα μέσα στην οικογένεια. Ο καθένας να υποτάσσεται στον άλλον, μέσα στο κλίμα της παρουσίας του Θεού. Γιατί ο άλλος είναι εικόνα του Χριστού. «Γέροντα», ρώτησε κάποιος έγγαμος τον ίδιο τον όσιο Παΐσιο, «ποιος να πλένει τα πιάτα στο σπίτι;». Κι η απρόσμενη αλλά τόσο ευαγγελική απάντηση του οσίου: «Όποιος… προλάβει πρώτος!»

ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΟΥΛΟΣ!

«Να κλείνεις τη θύρα του κελλιού σου (γράφε: του σπιτιού σου) για να μην εξέρχεται το σώμα σου, τη θύρα της γλώσσας σου για να μην εξέρχονται λόγια, και την εσωτερική πύλη της ψυχής σου για να μην εισέρχονται τα πονηρά πνεύματα» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. κζ΄, α΄, 17).

Δηλαδή να είσαι ο κύριος, ο αφέντης του σπιτιού και του εαυτού σου. Το σπίτι σου να σε ξέρει, η γλώσσα σου να είναι υπό τον έλεγχό σου, η ψυχή σου να παραμένει μ’ εκείνον που είναι ο νυμφίος της. Που σημαίνει: να ξέρεις γιατί ζεις και ποιος είναι ο καθημερινός σκοπός  σου, ώστε να χαίρεσαι την παρουσία Κυρίου του Θεού σου. Γιατί μόνον ένας που είναι απολύτως συνειδητοποιημένος ως προς τη χριστιανική του ζωή και έχει ενεργή τη χάρη του Θεού στην ύπαρξή του μπορεί να υπομένει το σπίτι του και να δαμάζει τη γλώσσα του και να στέκεται άγρυπνος φρουρός στην πύλη της ψυχής του.

Μήπως είναι υπερβολές αυτά; Μα το βλέπουμε καθημερινά, σε μας και στους άλλους: πολύ συχνά «σκάμε» με το να είμαστε στο σπίτι μας· τις περισσότερες δυστυχώς φορές μιλάμε ακατάσχετα, έχοντας ένα απύλωτο στόμα· ο νους, το κέντρο της ψυχής μας, άπειρες φορές γίνεται «μπάτε σκύλοι αλέστε»! Και το αποτέλεσμα; Να μην είμαστε ο εαυτός μας, να είμαστε σαν κυνηγημένοι, να μας αποφεύγουν ακόμη κι οι φίλοι μας. Κι αυτό γιατί τελικώς δεν έχουμε τον… Θεό μας!

Και δεν εννοεί ο όσιος βεβαίως ότι δεν πρέπει να βγαίνουμε από το σπίτι μας! Αυτό είναι δεδομένο, εφόσον είμαστε στον κόσμο τούτο, με τις υποχρεώσεις των εργασιών μας και με τις ανάγκες της ψυχαγωγίας μας. Κι ασφαλώς θα βγαίνουμε λοιπόν, όταν μάλιστα ο ίδιος ο Κύριος μάς έχει δώσει και μας δίνει συνεχώς τόσες ευκαιρίες με την ομορφιά της φύσης Του και τη συναναστροφή των καλών φίλων και την κοινωνία και επικοινωνία με τους άλλους εν Χριστώ αδελφούς μας, ιδίως στα θαυμαστά σκηνώματά Του, τους άγιους Ναούς Του! Εννοεί ότι κάποια στιγμή, όταν πια δεν συντρέχουν οι παραπάνω συνθήκες, να μπορούμε να βρίσκουμε καταφύγιο στο σπίτι μας: να μένουμε με χαρά σ’ αυτό, αξιοποιώντας την παρουσία μας εκεί για να συνομιλήσουμε με τον/τη σύζυγό μας, με τα παιδιά μας, με τους λοιπούς συγγενείς μας, με τον ίδιο τον Κύριό μας εν προσευχή. Η χωρίς λόγο και αιτία απομάκρυνσή μας είναι εκείνο που καταδικάζεται· αυτό δηλαδή για το οποίο έχει γραφεί, ότι ο σημερινός άνθρωπος έχει χάσει τη δυνατότητα να είναι… βοσκός! Να μπορεί να μείνει μόνος του, για να βρει περισσότερο τον εαυτό του, ενώπιον του Θεού του!

Για να γίνει όμως αυτό χρειάζονται τα δύο επόμενα που σημειώνει ο όσιος: να ελέγχουμε τη γλώσσα μας – ό,τι πιο δύσκολο, αφού ο έλεγχος αυτός θεωρείται χαρακτηριστικό του τελείου ανθρώπου: «ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ» (άγιος Ιάκωβος) – και να είμαστε φρουροί στην πύλη της ψυχής μας: με τη διαρκή επαγρύπνησή μας κι έχοντας στα χείλη μας πάντοτε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!»

Τόσο θεωρούμενα απλά, μα και τόσο… τρομακτικά δύσκολα!

15 Νοεμβρίου 2021

ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΣΦΡΑΓΙΖΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

«Άλλο πράγμα είναι το να προσεύχεσαι εναντίον των λογισμών, άλλο το να αντιλέγεις προς αυτούς και άλλο το να τους εξουθενώνεις και να τους αφήνεις πίσω σου» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. κστ΄ 51).

Οι Πατέρες μας είναι απολύτως σαφείς: οι λογισμοί δίνουν τον τόνο και τον ρυθμό στην ψυχή μας. Γιατί μας οδηγούν ή σε διάθεση αγάπης προς τον Κύριο και τους αγίους Του ή σε συσχηματισμό με τον κόσμο τούτο, τον υποταγμένο στον Πονηρό και τις δυνάμεις του. Οι λογισμοί μπορεί να είναι αγαθοί: εκ του Θεού και των αγγέλων Του, μπορεί να είναι φυσικοί: αυτό που εκφράζει η ίδια η ψυχοσωματική μας ύπαρξη, μπορεί όμως – κι αυτό είναι εκείνο που ενδιαφέρει ιδιαιτέρως στην πνευματική ζωή και αναφέρει στο κεφάλαιο ο άγιος – να είναι εκ του Πονηρού. Πρέπει λοιπόν να βρισκόμαστε πάντοτε σε επιφυλακή. Ο νους μας να είναι άγρυπνος φρουρός που να αναγνωρίζει  αμέσως το είδος των λογισμών που μας πλησιάζουν, είτε στη διάνοια είτε στο βάθος της καρδιάς. Ο πόλεμος αυτός μάλιστα συνιστά τον «αόρατο πόλεμο» στον οποίο βρίσκεται ο πιστός, που ή θα μας κάνει να μεγαλουργήσουμε ή θα μας καταβαραθρώσει!

Ο άγιος μάς βοηθάει: επισημαίνει τρεις τρόπους άμυνας απέναντι στους δαιμονικούς λογισμούς. Πρώτος τρόπος: να προσευχόμαστε εναντίον των λογισμών - σπουδαίος τρόπος ειδικά των αρχαρίων χριστιανών, καθώς επικαλούνται τον Παντοδύναμο Κύριο. Δεύτερος τρόπος: να αντιλέγουμε προς αυτούς – να μπορούμε να αντιπαραθέτουμε στην πονηρία τους την αλήθεια του ευαγγελικού λόγου, γεγονός που προϋποθέτει την καλή γνώση της χριστιανικής πίστεως, πράγμα όχι τόσο εύκολο όταν ληφθεί υπόψη μάλιστα η ποικιλία των λογισμών του Πονηρού και η αδιάκοπη επίθεσή του κατά των πιστών. Τρίτος τρόπος: να περιφρονούμε πλήρως κάθε δαιμονική υποβολή. Είναι ο καλύτερος και ο ασφαλέστερος τρόπος, δηλώνει ο άγιος. Γιατί «όποιος χρησιμοποιεί τον τρίτο, έφτυσε και εξευτέλισε ολωσδιόλου τους δαίμονες».

Τυχαία όλοι οι άγιοι Πατέρες, παλαιότεροι και νεώτεροι, προκρίνουν πάντοτε αυτόν; Τόσο που ακριβώς γι’ αυτό ο μεγάλος όσιος Γέροντας της εποχής μας Πορφύριος χαρακτήριζε την πνευματική ζωή και τον πόλεμο των λογισμών «εύκολα πράγματα»! «Τέλεια περιφρόνηση προς τους πονηρούς λογισμούς, διά της στροφής προς τον Κύριο», ήταν η εκ της αγιασμένης εμπειρίας του πρόταση. Και συμπλήρωνε: «το σκοτάδι δεν το πυροβολούμε. Απλώς, ανάβουμε το φως»!

Λοιπόν, «νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» (απ. Παύλος). 

12 Νοεμβρίου 2021

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΠΝΙΓΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΚΟΛΥΜΒΙ!

«Είναι επικίνδυνο να κολυμβά κανείς με τα ρούχα του· ομοίως και το να εγγίζει τη θεολογία, ενώ έχει πάθη» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κζ΄, α΄, 9).

Το καταλαβαίνουμε αμέσως όλοι: το κολύμπι με τα ρούχα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, γιατί πέρα από το ότι δεν υπάρχει η ελευθερία κινήσεων, τα ρούχα καθώς διαποτίζονται από το νερό μάς σπρώχνουν προς τον βυθό. Το ίδιο όμως λέει ο όσιος συμβαίνει και μ’ εκείνον που εγγίζει τη θεολογία, δηλαδή ασχολείται και μιλάει για θεολογικά θέματα, ενώ ακόμη βρίσκεται σε κατάσταση εμπαθή. Γιατί αυτό; Διότι όπως εξηγεί ο ίδιος «ο βυθός των δογμάτων είναι βαθύς» - τα δόγματα (αυτά είναι κυρίως η θεολογία) αναφέρονται στον ίδιο τον Τριαδικό Θεό και στον Κύριό μας Ιησού Χριστό: τη διπλή Του φύση, αλλ’ όχι την υπόστασή Του. Και πώς τα ξέρουμε; Μα από την αποκάλυψη του Ίδιου του Κυρίου: Εκείνος ήλθε, μας τα φανέρωσε και μας τα εξήγησε. «Εκείνος εξηγήσατο». Χωρίς την αποκάλυψη του Υιού και Λόγου του Θεού περί του Ιδίου του Θεού – και τα πρώτα σπέρματα αυτής στην Παλαιά Διαθήκη - με ποια δύναμη θα μπορούσαμε οι άνθρωποι, και μάλιστα ευρισκόμενοι στην κατάσταση της πτώσης στην αμαρτία, να κατανοήσουμε τη θεότητα; Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δημιουργεί είδωλα, πλάσματα δηλαδή της πλανεμένης φαντασίας του! Και αυτό έχει δείξει μέχρι τώρα η ανθρώπινη ιστορία.

Τα δόγματα λοιπόν είναι αποκαλυμμένες αλήθειες, οι οποίες μας βγάζουν από την άγνοια και μας προσανατολίζουν στην αλήθεια. Κι αυτά αποτελούν τον πλούτο και τον θησαυρό της Εκκλησίας μας. Με βάση αυτά μάλιστα μπορούμε να έχουμε την ορθή πνευματική ζωή - η πνευματική ζωή αποτελεί επακολούθημα της ορθής πίστης προς τον Θεό, ώστε η ορθοδοξία να γίνεται και ορθοπραξία. Γι’ αυτό και τονίζουν όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι χωρίς τη σύνδεση και των δύο αυτών πάσχει και το ένα και το άλλο. Με διαφορετική διατύπωση, «ο βίος πρέπει να είναι  έλλογος και ο λόγος να είναι έμπρακτος».

Οπότε, όσο κανείς βρίσκεται υπό την επήρεια των παθών του δεν μπορεί και δεν πρέπει να ασχολείται με τα θεολογικά θέματα. Τα πιστεύει, τα αποδέχεται, αλλά επικεντρώνει την προσοχή του στα πρακτικά θέματα, την τήρηση δηλαδή των αγίων εντολών του Χριστού, ώστε να μπορεί να καθαρίζει την ψυχή του. Και κατά την αναλογία της καθάρσεως αυτής αρχίζει να κατανοεί κάπως βαθύτερα και τα δόγματα της πίστεως. Ας θυμηθούμε τι έλεγε και ο νεώτερος πατέρας και δάσκαλος άγιος πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός. Πασχίζοντας να εξηγήσει όσο μπορούσε το Τριαδικό του Θεού στους απλοϊκούς υπόδουλους χριστιανούς της εποχής της Τουρκοκρατίας, έβλεπε το αδιέξοδο και κατέληγε: «Εξομολογηθείτε στον Κύριο παστρικά, και θα φωτιστείτε από Εκείνον να κατανοήσετε την αποκάλυψη του Χριστού μας»! Διαφορετικά, μία εμπαθής ενασχόληση με τα δόγματα θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε αίρεση, γιατί τα πάθη επηρεάζουν αμεσότατα το λογιστικό του ανθρώπου, συνεπώς η κρίση του λειτουργεί υπό καθεστώς πλάνης. Όλοι οι αιρετικοί της Εκκλησίας δυστυχώς έτσι έγιναν αιρετικοί: χωρίς ακόμη να καθαρίσουν το οπτικό της ψυχής, θέλησαν με δαιμονική υπερηφάνεια  να «εξερευνήσουν» τα της θεότητας! Και βεβαίως πλανήθηκαν! Αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και σήμερα, με την ευκολία μάλιστα του καθενός να διαδίδει ό,τι θέλει στο διαδίκτυο; Ταραγμένοι άνθρωποι, που παρουσιάζονται ως τάχα διδάσκαλοι της πίστεως, διεκδικώντας το «αλάθητο»! Αξιολύπητοι κατά τα άλλα, γιατί φαίνεται να «κολυμβούν» όχι απλώς με τα ρούχα, αλλά σηκώνοντας πάνω τους και τις βαριές πέτρες του μεγάλου εγωισμού τους!

11 Νοεμβρίου 2021

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ: Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ

«Όπως η ηλιακή ακτίνα που εισχωρεί από κάποιο μικρό άνοιγμα στο σπίτι, το φωτίζει τόσο, ώστε να διακρίνεται και η πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα, έτσι και ο φόβος του Θεού εισερχόμενος στην καρδιά του ανθρώπου, της φανερώνει όλα τα αμαρτήματά της» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄, γ΄, 29).

Το φως του ήλιου, έστω και μιας ακτίνας του, μας κάνει να βλέπουμε ακόμη και την πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα. Χωρίς την ηλιακή ακτίνα, χωρίς φως δηλαδή, δεν βλέπουμε τίποτε: το σκοτάδι δεν αντανακλά τα αντικείμενα όπως και τη βρωμιά του όποιου χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Για να μπορούμε να δούμε  την κατάσταση της καρδιάς μας, τη βρωμιά και τις αμαρτίες μας, θα πρέπει να φωτιστούμε - χρειαζόμαστε έστω και μία αχτίδα φωτός. Κι αυτή είναι ο φόβος του Θεού. Που προϋποθέτει ασφαλώς την αληθινή πίστη σ’ Εκείνον, αφού μας κάνει να Τον λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας στη ζωή μας. Χωρίς τον φόβο αυτόν, χωρίς το φως του Θεού δηλαδή, βρισκόμαστε στο σκοτάδι, συνεπώς δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας, γι’ αυτό και συχνά διαμορφώνουμε εικόνα «μεγαλειότητας» για τον εαυτό μας. Οπότε το ξέρουμε πια: αυτογνωσία, συνεπώς και αληθινή ταπείνωση,  υπάρχει εκεί που υπάρχει έστω και λίγη… γνώση Θεού. Διαφορετικά, κινούμαστε ως τυφλοί.

Πρόκειται για αλήθεια, που όχι μόνο την επισημαίνουμε  στη γύρω μας εξωτερική πραγματικότητα, κατά το παράδειγμα του οσίου, αλλά μας το κραυγάζει διαρκώς και ο ίδιος ο λόγος του Θεού. Γιατί άραγε ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «Αυτός εστι το φως του κόσμου», και ότι «ο ακολουθών Αυτώ ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής»; Ας θυμηθούμε και τον προφήτη Ησαΐα: στην κλήση του στο προφητικό αξίωμα, ενώπιον πια του Θεού, συνειδητοποιεί την τραγικότητα της ζωής του: το πόσο «τάλας εστι»! Χωρίς το φως του Θεού έτσι το μόνο που υφίσταται είναι το σκοτάδι. Ακόμη και το φως του νοερού οφθαλμού μας μπορεί να έχει κάποιο φως – που και αυτό όμως το έχει ως δωρεά από τον Ίδιο πάλι Δημιουργό μας Χριστό – αλλά χωρίς Εκείνον, χωρίς πίστη δηλαδή, είναι τόσο ισχνό, που τελικώς μπορεί να χαρακτηριστεί άλλου είδους… σκοτάδι! Ας το εφαρμόσουμε στις διάφορες φιλοσοφίες του κόσμου τούτου ή και στις διάφορες θρησκείες, οι οποίες όντως έχουν ψήγματα φωτός, που δεν οδηγούν όμως στη σωτηρία και στη ζωντανή σχέση με τον Θεό.

Λοιπόν, όσο πιστεύουμε βαθιά και αληθινά στον Κύριο, όσο τοποθετούμαστε σωστά απέναντί Του μέσα στο χώρο της αποκάλυψής Του, την Εκκλησία, τόσο και θα διανοίγονται τα νοερά μάτια μας για να βλέπουμε και τις πιο αθέατες πλευρές μας. Ο φόβος Του, ο οποίος δεν εννοείται ως τρόμος αλλά ως δέος μπροστά στην πανταχού παρουσία Του, μας κάνει να τηρούμε τις άγιες εντολές Του, μας καθαρίζει από κάθε βρωμιά της ψυχής μας, μας φωτίζει όλο το ασυνείδητό μας, μας οδηγεί τελικά στην αγάπη απέναντί Του. Οπότε, γινόμαστε «όλο μάτια», κατά την προσφιλή έκφραση των νηπτικών δασκάλων, έχοντας ένοικο πια της ψυχής και του σώματός μας τον ίδιο τον Δημιουργό μας.