07 Μαΐου 2021

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ, ΤΗΣ ΖΩΗΦΟΡΟΥ ΠΗΓΗΣ. ΕΤΙ ΔΕ ΚΑΙ ΜΝΕΙΑΝ ΠΟΙΟΥΜΕΘΑ ΤΩΝ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΩΝ ΥΠΕΡΦΥΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ

«Ο ναός αυτός καταρχάς συστήθηκε από τον βασιλιά Λέοντα τον μεγάλο, ο οποίος έχει ονομαστεί και Μακέλλης. Ήταν καλός και επιεικέστατος άνθρωπος, λόγω της συγκαταβατικότητάς του, και πριν γίνει βασιλιάς, όταν ακόμη ήταν ιδιώτης, ευρισκόμενος κάπου εκεί που είναι ο ναός, βρήκε έναν  τυφλό άνδρα που παρέπαιε και τον καθοδηγούσε. Όταν λοιπόν πλησίασαν στον τόπο, καταλαμβάνεται ο τυφλός από πολύ μεγάλη δίψα και παρακαλούσε τον Λέοντα να του δώσει νερό. Αυτός  πράγματι μπήκε σε μία πυκνή συστάδα δένδρων και αναζητούσε νερό. Ο τόπος τότε ήταν κατάφυτος από διάφορα δένδρα. Επειδή λοιπόν δεν εύρισκε το νερό εκεί, επέστρεφε σκυθρωπός. Καθώς όμως γύριζε άκουσε από ψηλά φωνή να του λέει: «Λέων, δεν χρειάζεται να αγωνιάς. Το νερό είναι κοντά». Γύρισε λοιπόν πάλι πίσω ο Λέων και αναζητούσε. Κι αφού έψαξε πολύ, πάλι άκουσε την ίδια φωνή: «Λέων βασιλιά, μπές βαθύτερα στο σκεπαστό μέρος των δένδρων κι αφού πάρεις το θολό νερό  με τα χέρια σου, θεράπευσε τη δίψα του τυφλού. Χρίσε και τα τυφλά μάτια του και θα γνωρίσεις αμέσως ποια είμαι εγώ, που κατοικώ στον χώρο αυτό από παλιά». Έκανε λοιπόν όπως του είπε η φωνή και αμέσως ο τυφλός απέκτησε το φως του. Κατά την πρόρρηση μάλιστα της Θεομήτορος, όταν έγινε ο Λέων βασιλιάς, έκτισε τον ναό της Πηγής, όπως φαίνεται σήμερα.

Άρχισαν δε να γίνονται πάμπολλα θαύματα στον Ναό αυτό, οπότε μετά από αρκετά χρόνια ο Ιουστινιανός, ο μέγιστος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, ο οποίος ταλαιπωρείτο από δυσουρία, βρήκε την ιατρεία του κι αυτός από εδώ, γι᾽αυτό εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στη Μητέρα του Λόγου ανήγειρε μέγιστο ναό.  Ο ναός αυτός, επειδή έπαθε ρωγμές από διαφόρους σεισμούς, επιδιορθώθηκε από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα και τον υιό του Λέοντα τον σοφό, επί της βασιλείας των οποίων η Πηγή ενήργησε πλείστα θαύματα. Θεραπεύτηκαν αποστήματα και δυσουρίες, μύρια πάθη καρκίνων, αιμόρροιες διάφορες βασιλισσών και άλλων γυναικών, διάφοροι πυρετοί και άλλες πληγές. Και στειρώσεις η Πηγή διέλυσε: Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος για παράδειγμα, που γεννήθηκε από τη βασίλισσα Ζωή, υπήρξε δώρημα της Πηγής αυτής. Και νεκρό ανέστησε η Πηγή: Ο άνθρωπος  ήταν από τη Θεσσαλία. Όταν κατέβαινε με πλοίο στην Πηγή, πέθανε καθ᾽οδόν. Πεθαίνοντας δε και πνέων τα λοίσθια παρήγγειλε στους ναύτες να τον οδηγήσουν προς τον Ναό της Πηγής, να χύσουν επάνω του τρεις κάδους από τον νερό που πήγαζε εκεί, και να τον θάψουν. Έγινε τούτο, οπότε ο νεκρός, όταν επιχύθηκε το νερό, σηκώθηκε πάνω υγιής.

Μετά από αρκετούς χρόνους, φάνηκε η Θεοτόκος και κράτησε τον μεγάλο αυτόν ναό που επρόκειτο να πέσει, έως ότου το πλήθος που είχε μαζευτεί να φύγει έξω. Το αγιασμένο αυτό νερό, όταν το ήπιανε, έδιωξε διαφόρους δαίμονες, ενώ απέλυσε και φυλακισμένους από τη φυλακή. Θεράπευσε και τη λιθίαση του βασιλιά Λέοντα του σοφού. Και τον πολύ μεγάλο πυρετό της γυναίκας του Θεοφανώς  τον έσβησε, τον δε αδελφόν του, τον πατριάρχη Στέφανο, τον απελευθέρωσε από διάθεση πυρετού που τον ταλαιπωρούσε. Έκανε καλά και την ακοή που μειωνόταν του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη. Θεραπεύει σφοδρότατο πυρετό και του πατρικίου Ταρασίου και της μητέρας του Μαγιστρίσσης. Και πρόσφερε την ίαση του υιού του Στυλιανού από δυσουρίαση. Λύτρωσε και κάποια γυναίκα Σχίζαινα από δυσεντερία. Ο δε βασιλιάς Ρωμανός ο Λεκαπηνός, και τη λύση και τη δέση της γαστέρας του θεραπεύει με το νερό, το ίδιο και η γυναίκα του. Στη Χαλδία, τον μοναχό Πέπερη και τον μαθητή του τους θεραπεύει η Θεομήτωρ με την επίκλησή της. Το ίδιο και τον μοναχό Ματθαίο και τον Μελέτιο, που διαβλήθηκαν προς τον βασιλιά. Πατρικίους δε και Πρωτοσπαθαρίους, και άλλους μύριους που θεραπεύτηκαν  ποιος θα διηγηθεί; Έτυχε θεραπείας και στο ισχύο ο επί του θυμιάματος Στέφανος.

Και ποια γλώσσα μπορεί να διηγηθεί όσα το αγιασμένο αυτό νερό ενέργησε και ακόμη ενεργεί; Τα θαύματα, που και εμείς στους χρόνους μας τα είδαμε, υπερβαίνουν τις σταγόνες της βροχής και το πλήθος των άστρων και των φύλλων. Φαγέδαινα και γάγγραινα και διατρήσεις και θανάσιμες πληγές άλλες και άνθρακες και λέπρα και ακρωτηριασμούς κατά τρόπο υπερφυή θεράπευσε. Κι ακόμη, έκανε καλά και όγκους γυναικών και, το σπουδαιότερο, θεράπευσε τα πάθη της ψυχής. Και πληγές των οφθαλμών και λευκώματα θεράπευσε επίσης, όπως και το νόσημα της  υδρωπικίασης του Βαράγγου Ιωάννη και τις μεγάλες πληγές του άλλου Βαράγγου έκανε καλά. Έδωσε την ίαση επίσης σε δερματολογικό πρόβλημα του ιερομονάχου Μάρκου, όπως και στη μεγάλη δύσπνοια επί δεκαπέντε έτη και στη λιθίαση του μοναχού Μακαρίου. Και άλλα πλείστα θαύματα, που ο λόγος πια είναι αδύνατο και να αριθμήσει, έγιναν, γίνονται και δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουν»[1].

Υμνογράφος της ακολουθίας για τη Ζωοδόχο Πηγή της Θεοτόκου, για τον Ναό της Παναγίας με το σπουδαίο αγίασμά της στο Μπαλουκλί στην Κωνσταντινοπούπολη,  είναι ο άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος[2]. Ο άγιος δεν βρίσκει λόγια προκειμένου να οριοθετήσει έστω και λίγο αυτό που γίνεται στο αγίασμα τούτο επί εκατονταετίες, την πλημμύρα των ιάσεων, τις ευεργεσίες, τα άπειρα θαύματα. Επιστρατεύει λοιπόν εικόνες από τον φυσικό κόσμο και από την Αγία Γραφή για να δώσει τις σωστές αναλογίες:  ο Ναός εκεί της Θεοτόκου είναι ένας νοητός ωκεανός, κάτι που υπερβαίνει τον ίδιο τον Νείλο ποταμό από πλευράς προσφοράς χάρης Θεού, είναι μία δεύτερη κολυμβήθρα Σιλωάμ, είναι μία δεύτερη πέτρα που πηγάζει το ιαματικό ύδωρ, μία συνέχεια του Ιορδάνη ποταμού, ένα άλλο μάννα που καλύπτει τις ανάγκες αυτού που ζητάει τη σωτηρία. Πρόκειται για θεϊκό ύδωρ, για αμβροσία και νέκταρ[3] (απόστιχα εσπερινού).

Και δεν πρόκειται βεβαίως μόνο για θαύματα που σχετίζονται με την ίαση των σωματικών ασθενειών των ανθρώπων. Το ιαματικό νερό της Θεοτόκου θεραπεύει και τα ψυχικά αρρωστήματα, τα πάθη των ανθρώπων, ώστε δι᾽αυτού ο άνθρωπος να βρίσκει τον Θεό και να γίνεται υγιής κατ᾽ άμφω, ψυχικά και σωματικά. Άλλωστε η προσφορά της χάρης του Θεού μέσω του ύδατος εκεί αποσκοπεί: στην αληθινή αποκατάσταση των ανθρώπων, δηλαδή στην ψυχική υγεία τους. Διότι τι νόημα έχει η σωματική υγεία μόνο, αν δεν συνοδεύεται και με την ψυχική της διάσταση; Μόνη της η σωματική υγεία πολλές φορές αποβαίνει καταστρεπτική για τον άνθρωπο, διότι τον σπρώχνει στην αύξηση των αμαρτιών του. Η Ζωοδόχος Πηγή λοιπόν θεράπευε διττώς τον άνθρωπο  «ρέοντας με τρόπο άφθονο σε όλους που έχουν ανάγκη την υγεία των ψυχών και την υγεία του σώματος, με το νερό της χάρης»[4] (στιχηρό εσπερινού).  «Πόσο μεγάλα είναι τα μεγαλεία σου, Πηγή, που προσφέρεις σε όλους! Διότι όχι μόνο έδιωξες μακριά τις δύσκολες αρρώστιες από αυτούς που προσέρχονται σε Εσένα με πόθο, αλλά και ξεπλένεις τα πάθη των ψυχών»[5] (Δοξαστικό εσπερινού). Γι᾽αυτό και επειδή «κάνει καλά τις ψυχές το νερό της Παρθένου, ας τρέξουμε στην Κόρη εμείς που ταλαιπωρούμαστε από τους ρύπους των παθών και ας τους ξεπλύνουμε»[6] (αίνοι).

Αιτία βεβαίως για την πλημμύρα αυτής της χάρης του Θεού από το αγίασμα τούτο είναι, σε πρώτη φάση, κατά τον υμνογράφο, η ίδια η Παναγία μας. Αυτή λειτουργεί ως μάννα ουράνιο και Πηγή ένθεη του Παραδείσου, της οποίας η ροή  και η χάρη καλύπτει ολόκληρη τη γη. «Με πολύ προσφυή τρόπο σε ονομάζω, Δέσποινα, ουράνιο μάννα και ένθεη Πηγή του Παραδείσου. Διότι η ροή και η χάρη της Πηγής σου διέτρεξε και τα τέσσερα μέρη της γης, καλύπτοντάς τα κάθε φορά με τεράστια θαύματα»[7] (στιχηρό εσπερινού). Και με μία εξαίσια εικόνα ο άγιος υμνογράφος δίνει το στίγμα της θεραπευτικής δύναμης της Πηγής: «Εσείς που ζητάτε την υγεία, τρέξτε προς την Πηγή. Διότι η Παρθένος Κόρη βρίσκεται μέσα στο Νερό»[8] (ωδή θ´).

Θα αδικούσε όμως ο άγιος υμνογράφος και το αγίασμα, κυρίως όμως την ίδια την Παναγία μας, αν θεωρούσε ότι η βασική αιτία της προσφοράς της χάρης ήταν η Παναγία. Μάλλον θα αλλοίωνε τη θεολογία της Εκκλησίας μας και θα διέστρεφε τη σχετική διδασκαλία της περί των τρόπων προσφοράς της σωτηρίας στους ανθρώπους. Για τον υμνογράφο μας λοιπόν η Παναγία μας γίνεται το όργανο του Κυρίου, προκειμένου Αυτός με την αγάπη Του να προσφέρει την ψυχική και σωματική ίαση στους ανθρώπους. Ο Χριστός δηλαδή είναι Εκείνος που ιάται τους ανθρώπους – χωρίς καμμία μάλιστα διάκριση, αφού «σε όλους τους πιστούς προσφέρει την ίαση, είτε είναι βασιλείς είτε απλοί πολίτες και φτωχοί, άρχοντες, πτωχοί, πλούσιοι»[9] (ωδή γ´) -  η δε Παναγία Μητέρα Του γίνεται το αγιασμένο όργανό Του, μέσα από τη συγκεκριμένη Πηγή. «Παράξενα και παράδοξα ο Δεσπότης των Ουρανών τέλεσε πάνω σου καταρχάς, Πανάμωμε. Διότι Εκείνος με φανερό τρόπο έσταξε, σαν βροχή, στη μήτρα σου, Θεόνυμφε, αναδεικνύοντάς σε Πηγή, που παρέχει κάθε αγαθό»[10] (στιχηρό εσπερινού). «Με εξαίσιους ύμνους, πιστοί, ας υμνήσουμε την επουράνια νεφέλη, η οποία έβρεξε την ουράνια σταγόνα στη γη αρρεύστως, δηλαδή τον ζωοδότη Χριστό»[11] (απόστιχο εσπερινού). «Χαίρε, Μαρία, χαίρε. Διότι ο δημιουργός των όλων κατέβηκε σαφώς σαν σταγόνα πάνω σου, και σε ανέδειξε, Θεόνυμφε, αθάνατη Πηγή»[12] (ωδή α´).


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] Ο άγιος Κάλλιστος Β΄ (22 Νοεμβρίου), ο επονομαζόμενος Ξανθόπουλος, διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης για σύντομο χρονικό διάστημα το έτος 1397, κατά την διάρκεια του οποίου η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν υπό πολιορκία από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄.

[3] Με τα ίδια λόγια του υμνογράφου: «Χαίροις η ζωηφόρος Πηγή...ωκεανέ νοητέ, τα Νειλώα ρείθρα υπερβαίνουσα, τη χύσει της χάριτος· Σιλωάμ άλλος δεύτερος, ύδωρ πηγάζων ως εκ πέτρας παράδοξον· Ιορδάνου τε δεξαμένη ενέργειαν, μάννα σωτηριώδες τε, εναργώς το γινόμενον, προς του ζητούντος την χρείαν». «Ύδωρ το θείον, την αμβροσίαν του νέκταρος».

[4] «προρρέουσαν άπασιν αφθόνως τοις χρήζουσι, την ρώσιν των ψυχών και την υγείαν του σώματος, ύδατι της χάριτος».

[5] «Βαβαί των μεγαλείων, ων τοις πάσιν επιρέεις! Ου μόνον γαρ νοσήματα χαλεπά απήλασας, των προσιόντων μετά πόθου, αλλά και τα των ψυχών πάθη εκπλύνεις».

[6] «Ρώννυσι τας ψυχάς το ύδωρ της Παρθένου· οι των παθών εν ρύποις προσδράμωμεν τη Κόρη, και τούτους αποπλύνωμεν».

[7] «Μάννα σε ουράνιον και Παραδείσου, Παρθένε, την Πηγήν την ένθεον, ονομάζω Δέσποινα προσφυέστατα· της γαρ γης έδραμεν η ροή και χάρις της Πηγής σου τετραμέρειαν, αυτήν καλύπτουσα ξένοις τεραστίοις εκάστοτε».

[8] «Οι ρώσιν ζητούντες, προσδράμετε εν τη Πηγή· η γαρ Κόρη Παρθένος ενοικεί τω ύδατι».

[9] «Όλοις νέμεις ίασιν πιστοίς, βασιλεύσι, δημόταις, και πένησιν, άρχουσι, πτωχοίς, πλουσίοις κοινώς».

[10] «Ξένα και παράδοξα των Ουρανών ο Δεσπότης επί σοι τετέλεκε καταρχάς, Πανάμωμε· και γαρ άνωθεν εμφανώς έσταξεν, υετός καθάπερ, εν τη μήτρα σου, Θεόνυμφε, Πηγήν δεικνύων σε, σύμπαν αγαθόν αναβλυστάνουσαν».

[11] «Ύμνοις εν εξαισίοις, πιστοί, την επουράνιον νεφέλην υμνήσωμεν, σταγόνα την ουρανίαν, τον ζωοδότην Χριστόν, επί γην αρρεύστως υετίζουσαν».

[12] «Χαίρε, Μαρία, χαίρε. Ο γαρ των όλων ποιητής επί σοι ώσπερ σταγών κατέβη σαφώς, Πηγήν σε αθάνατον αναδείξας, Θεόνυμφε».



06 Μαΐου 2021

Η ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ

«Χάριτι σοφισθεῖσα, Σοφία θεία, Σοφῶς ἤσκησας ἄρτι, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ». (Έγινες σοφή από τη χάρη του Θεού, θεία Σοφία, γι’ αυτό και ασκήθηκες τώρα με σοφό τρόπο στην Κλεισούρα).

«Η Οσία και θεοφόρος Μητέρα μας Σοφία, η ρακένδυτη, αλλά πνευματοφόρα Ασκήτρια της Κλεισούρας, γεννήθηκε στην Άρδασσα του Πόντου το 1883. Αφού ακολούθησε τον δρόμο των προσφύγων μετά την επιδρομή των Αγαρηνών κατά της γενέτειράς της και τη στέρηση του συζύγου και του τέκνου της, ήλθε στην Αναρράχη της Εορδαίας. Πόθησε την ασκητική ζωή, γι’ αυτό και έφτιαξε το πρώτο ασκηταριό της στη Μονή του Αγίου Μάρκου Φλωρίνης, όπου παρέμεινε  για δύο χρόνια. Με την προτροπή όμως της Κυρίας Θεοτόκου εγκαταστάθηκε στο δικό Της Μοναστήρι που βρισκόταν στην Κλεισούρα της Καστοριάς, όπου και αγωνίστηκε θεοφιλώς για σαρανταεπτά ολόκληρα έτη. Χωρίς να έχει κρεβάτι να αναπαύει το χοϊκό σαρκίο της, υπέμεινε το ψύχος του χειμώνα, καθισμένη κοντά στην εστία της αυλής της Μονής, απέναντι από τη Μεσημβρινή θύρα του Καθολικού, ατενίζοντας την ιλαρή μορφή της Θεοτόκου από το υπέρθυρό της. Λιτοδίαιτη και ρακένδυτη και μερικές φορές προσποιούμενη τη σαλή, πέρασε τον δρόμο της ζωής της, ενώ ασχολούμενη αδιάλειπτα με την καρδιακή προσευχή έφτασε σε επίπεδα θέωσης. Έλκυσε πλούσια τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος και αξιώθηκε του διορατικού αλλά και ιαματικού χαρίσματος. Ευχάριστη και καταδεκτική πάντοτε υποδεχόταν τους επισκέπτες της Μονής διδάσκοντάς τους τη μετάνοια και τη χρηστοήθεια. Προείδε το τέλος της και κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά την 6η Μαϊου 1974. Τα ιερά της λείψανα που ανακομίσθηκαν και ευωδίασαν βρίσκονται αποθησαυρισμένα στην Ιερά Μονή της Κλεισούρας, προσφέροντας στους πιστούς ιάματα. Κατετάγη στο αγιολόγιο της Εκκλησίας στις 4 Οκτωβρίου 2011».

Τι είναι εκείνο που έκανε μία απλή, απλούστατη γυναίκα, να ανέλθει στα νεώτερα χρόνια σε τόσο μεγάλη ύψη αγιότητας, ώστε με τα έκδηλα χαρίσματά της, την ευωδία των λειψάνων της, τη διόραση και θαυματουργία της, να ενταχθεί επισήμως στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας; Μήπως η παραπάνω και από  πολλούς μεγάλους ασκητές και ερημίτες σκληραγωγία και άσκησή της; Διότι και το συναξάρι και η ακολουθία της, ποίημα του γνωστού και σπουδαίου υμνογράφου Χαράλαμπου Μπούσια, τονίζουν πράγματι με πολλούς τρόπους τη μεγάλη άσκησή της που και μόνο να την ακούμε ή να τη διαβάζουμε λιποψυχούμε και δειλιάζουμε. Ήδη στο απολυτίκιό της σημειώνεται: «Ευαρέστησες τον Χριστό, πανσεβάσμια Σοφία, με την προσευχή, τη χαμευνία, τις πολλές στερήσεις, τις κακοπάθειες, τις νηστείες, τις αγρυπνίες».

Μήπως η άσκησή της στη σαλότητα, να προσποιείται δηλαδή την ανόητη και να λέει και να κάνει μερικές φορές μωρά και τρελά πράγματα;

Μήπως το γεγονός ότι άντεξε όχι μόνο τις κακουχίες, αλλά και την οδύνη της απώλειας του άνδρα της και του παιδιού της;

Ή μήπως το γεγονός ότι ευρισκόμενη στην Ιερά Μονή και έχοντας αποκτήσει φήμη πια αγίας έρχονταν οι πιστοί και τους νουθετούσε διδάσκοντάς τους την υπομονή και τις αρετές; «Πολλάν υπομονήν να εφτάτε!» ήταν η συνεχής προτροπή της.

Τίποτε από αυτά, ή μάλλον όλα αυτά, όταν ιδωθούν κάτω από το πρίσμα της εσωτερικής καρδιακής καταστάσεώς της: να είναι μέσα της ένας ναός του Θεού που ανέπεμπε αδιάκοπα δοξολογίες και ύμνους στον Κύριο και Θεό της. «Έκανες την καρδιά σου, θαυμαστή Σοφία, ευπρεπέστατο ναό του Θεού» (ωδή στ΄). Κι αυτό γιατί χωρίς τη θεώρησή της ως ναού του Θεού όλα τα παραπάνω μπορεί να «ηχήσουν» και μη χριστιανικά. Η σκληρή άσκηση για παράδειγμα: απαντάται, και σκληρότερη μάλιστα, και εκτός χριστιανισμού. Η σαλότητα: χωρίς τη βάση της αγίας ταπείνωσης, θεωρείται «εμπαιγμός διαβόλου». Η αντοχή στις κακουχίες και στην απώλεια αγαπημένων προσώπων: απαντάται ως υπομονή ακόμη και σε αθέους. Ή τέλος η νουθεσία των προσκυνητών: μπορεί να είναι έκφραση μίας κρυμμένης κενοδοξίας.

Λοιπόν, η αγία Σοφία ήταν ένας οίκος Κυρίου που τη λαμπρότητά του προβάλλει ο σεμνός υμνογράφος σε πολλούς ύμνους του, κυρίως όμως στο δοξαστικό του εσπερινού: «Έχοντας φόβο Θεού στην καρδιά σου, τον φόβο που δίνει αληθινή σοφία στους ανθρώπους, οδήγησες τα βήματά σου στην εκπλήρωση των θείων εντολών, Σοφία που είσαι σκεύος εκλογής του Θεού καθαρότατο. Διότι αφού αγάπησες πάνω από όλα τον Κύριο και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, κοπίαζες για χάρη ακριβώς του Κυρίου που έβλεπες νοερώς καθημερινά, ώστε να αρέσεις σ’ Αυτόν με τα λόγια και τις πράξεις. Κι αφού ευαρέστησες λοιπόν τον Θεό και τους ανθρώπους με την άσκησή σου και την παρηγοριά των λόγων σου, αξιώθηκες της αιώνιας χαράς των Ουρανών, την οποία αξίωσε να απολαύσουμε και εμείς που σε μακαρίζουμε».

Αν άγιασε η οσία Σοφία, η αμαθής στη μόρφωση των εγκοσμίων αλλά σοφότατη στα του Θεού, ήταν γιατί πίστεψε αληθινά στον Χριστό και προς Αυτόν στράφηκε ολοκληρωτικά με πόθο κι αγάπη. Κι αυτήν την αγάπη της στον Χριστό την εξέφρασε με τον μόνο τρόπο που λέει ο Κύριος: με την τήρηση των αγίων Του εντολών, δηλαδή κατεξοχήν με την ταπείνωση και την αγάπη προς τους συνανθρώπους της. Χωρίς καμία διακοπή μάλιστα: «καθημερινά έβλεπε τον Κύριο»! Η ίδια αλήθεια της αγιότητάς της μπορεί να εκφραστεί και με άλλον τρόπο: η Σοφία βρισκόταν πάντοτε σε ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Κυρίου, είχε δηλαδή με τη χάρη του Θεού αποκτήσει το φρόνημα Εκείνου, της Παναγίας και όλων των αγίων. Όπως μιλάει για το φρόνημα αυτό με μοναδικό τρόπο ο απόστολος Παύλος:  «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε και στον Κύριο Ιησού Χριστό:  Θεός ων έγινε άνθρωπος και ταπείνωσε τον εαυτό Του με τη μέχρι σταυρικού θανάτου υπακοή Του» (Πρβλ. Φιλ. 2, 5-8). Ο σοφός υμνογράφος της αγίας υμνολογεί το ταπεινό φρόνημά της εξαίροντας την απόλυτη Αβραμιαίου τύπου υπακοή της:  «Σοφία πανύμνητε, που είσαι το λαμπρό πρότυπο της ταπείνωσης, εγκατέλειψες το Μοναστήρι του αγίου Μάρκου στη Φλώρινα, γιατί έσπευσες να εφαρμόσεις το πάνσεπτο πρόσταγμα της Κυρίας των Ουρανών, κι έτσι ήλθες στη ένδοξη μάνδρα της Κλεισούρας» (στιχ. εσπ.).

Σοφία της Κλεισούρας: η ανατροπή της κοσμικής λογικής και νοοτροπίας, η «ομόζηλη των μεγάλων οσίων γυναικών του παρελθόντος» (λιτή), η προέκταση του Εσταυρωμένου Κυρίου, η ισχυρή πρέσβειρά μας στους Ουρανούς.    



ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΣΜΟΥ

«Κύριε, ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου ὑπό τῶν παρανόμων, προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθώς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου∙ οὐκ ἔγνωσαν πῶς ἐσαρκώθης, οἱ ἀσώματοί σου Ἄγγελοι∙ οὐκ ἤσθοντο πότε ἀνέστης, οἱ φυλάσσοντές σε στρατιῶται∙ ἀμφότερα γάρ ἐσφράγισται τοῖς ἐρευνῶσι∙ πεφανέρωται δέ τά θαύματα, τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τό μυστήριον∙ ὅ ἀνυμνοῦσιν, ἀπόδος ἡμῖν ἀγαλλίασιν, καί τό μέγα ἔλεος» (Στιχηρόν ἀναστασίμων αἴνων, ἦχος πλ. α΄).

(Κύριε, ἐνῶ ἦταν σφραγισμένος ὁ τάφος ἀπό τούς παράνομους, βγῆκες ἔξω ἀπό τό μνῆμα, ὅπως γεννήθηκες ἀπό τή Θεοτόκο. Δεν γνώρισαν πῶς σαρκώθηκες οἱ ἀσώματοί σου Ἄγγελοι. Δέν πῆραν εἴδηση πότε ἀναστήθηκες οἱ στρατιῶτες πού σέ φύλαγαν. Διότι καί τά δύο αὐτά εἶναι σφραγισμένα γι’ αὐτούς πού τά ἐρευνοῦν (μέ τή λογική τους). Ἔχουν ὅμως φανερωθεῖ τά θαύματα σ’ αὐτούς πού προσκυνοῦν μέ πίστη τό μυστήριο. Δῶσε (καί) σ’ ἐμᾶς πού ὑμνολογοῦμε τό μυστήριο αὐτό ἀγαλλίαση καί τό μέγα ἔλεος). 

Θέτει σέ εὐθεῖα γραμμή ὁ ἄγιος ὑμνογράφος τό μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τό μυστήριο τῆς ἐξόδου Του ἀπό τό μνῆμα στό ὁποῖο εἶχε ταφεῖ. Κανείς ἄνθρωπος, ἀλλ΄ οὔτε καί ἄγγελοι δέν ἦσαν γνῶστες τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ στά προκείμενα γεγονότα∙ καί ἡ ὑπερφυής Γέννηση τοῦ Κυρίου καί ἡ Ἀνάστασή Του παρέμεναν κλεισμένα γιά ὅλη τήν Κτίση, γιατί ἐκεῖ εἴχαμε ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ - βρισκόμαστε μπρός στό μυστήριο τῆς παντοδύναμης παρουσίας Του. Κι αὐτό ὄχι μόνον βεβαίως τότε πού ἦλθε ὁ Κύριος∙ καί μετέπειτα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος καί δημιουργία μέ τή μορφή πού ξέρουμε, τά σωτηριώδη αὐτά γεγονότα θά παραμένουν ἑρμητικά κλειστά γιά κάθε λογικό ὄν πού νομίζει ὅτι μπορεῖ νά ἐρευνήσει μέ τίς δικές του δυνάμεις τή δράση τοῦ Θεοῦ - ἀκόμη καί γιά τούς ἀγγέλους! Ποτέ μέ ἄλλα λόγια κτιστή λογική φύση, ὅσο προικισμένη κι ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στά ἄδυτα τῆς σκέψης τοῦ Θεοῦ. Αὐτά συνιστοῦν προσόν μόνον τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός κρατάει «μυστικά» ἀκόμη καί ἀπό τούς ἁγίους Του ἀγγέλους.  Τό ὁμολογεῖ μέ ἀπόλυτο δέος ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ κάποιο σημεῖο τῶν ἐπιστολῶν του: «τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» 

Ἀλλ’ ἄν ὄντως οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν μόνον σ’ Αὐτόν καί τό μυστήριο τῆς ἐνέργειάς Του εἶναι κλεισμένο γιά ὅλα τά λογικά ὄντα στίς ἐρευνητικές τους προσπάθειες, ὑπάρχει «κάτι» πού ἀνοίγει καί ἀποκαλύπτει τό μυστήριο∙ γιατί εἶναι αὐτό πού «συγκινεῖ» τόν Κύριο καί Τόν συντονίζει μέ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Κι αὐτό τό κάτι εἶναι ἡ πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον.  Ἡ πίστη ὄχι ὡς ἁπλή παραδοχή τῆς ὕπαρξής Του – αὐτό τό ἔχουν καί οἱ δαίμονες! - ἀλλά ἡ πίστη ὡς κίνηση ἐμπιστοσύνης πρός Αὐτόν καί τίς ἐνέργειές Του, ἔστω κι ἄν φαίνονται ὅτι καταλύουν αὐτές τή λογική καί τίς αἰσθήσεις στήν «κανονική» λειτουργία τους∙ ἡ πίστη στήν ὁποία μᾶς καλεῖ πάντοτε ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». «Πεφανέρωται δέ τά θαύματα τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τό μυστήριον». Γι’ αὐτό καί μπορεῖ νά ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ ἐξαιρετικά μεγάλο νοητικό πηλίκο, μέ τρομερές γνώσεις καί δυνατότητες, κι ὅμως νά μήν κατανοοῦν τίποτε ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ - τά πάντα τά ὑποτάσσουν στίς δικές τους ἱκανότητες. Κι ὑπάρχουν ἄλλοι, ἁπλοί ἐντελῶς ἄνθρωποι, ἄντρες καί γυναῖκες καί παιδιά, πού ἡ καρδιά τους λειτουργεῖ μέ τήν ἁπλότητα πού ζητάει ὁ Θεός, ἔχουν δηλαδή τήν ἐμπιστοσύνη ἑνός παιδιοῦ πρός τήν αὐθεντία τοῦ πατέρα του, ὁπότε σ’ αὐτούς Ἐκεῖνος ἀποκαλύπτεται καί φανερώνει τά μυστήριά Του. «Ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπό σοφῶν καί συνετῶν, καί ἀπεκάλυψας αὐτά νηπίοις». Καί λίγο παρακάτω: «Οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν υἱόν εἰ μή ὁ πατήρ, οὐδέ τόν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ υἱός καί ᾧ ἐάν βούληται ὁ υἱός ἀποκαλύψαι». Αὐτήν τήν πίστη, λέει ὁ ὑμνογράφος, ἔχουμε κι ἐμεῖς οἱ πιστοί πού ἀνυμνοῦμε τό μυστήριο, γι’ αὐτό καί παρακαλεῖ καί περιμένει νά δώσει ὁ Κύριος ὅ,τι ἐπακολουθεῖ στήν πίστη αὐτή: ἡ χαρά καί ἡ ἀγαλλίαση καί τό μέγα ἔλεος Ἐκείνου.

 

05 Μαΐου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΝΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἔζησε κατά τόν 15ο αἰ. καί ἀπό νεαρή ἡλικία, ἤδη ἀπό δεκατεσσάρων ἐτῶν, ἀφιερώθηκε στόν Κύριο, σηκώνοντας στούς ὤμους τόν Σταυρό του. Κινούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο μόνασε στήν ἱερά Μονή τοῦ ὄρους τῶν Ἀμώμων Ἀττικῆς, ὅπως ὀνομάζεται, κι ἀκολούθησε τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες μέ μεγάλη ἐγκράτεια. Καθάρισε τόν ἑαυτό του μέ τίς κατά Χριστόν ἀρετές κι ἔγινε μίμημα Χριστοῦ. Ὁ μισόκαλος ὅμως ἐχθρός διάβολος, πού πάντοτε θέλει ἀπό φθόνο νά χαλάει ὅλα τά καλά, παρακίνησε ἕνα στίφος ἀλλόφυλων Ἀγαρηνῶν βαρβάρων, ὥστε νά ἐπιτεθεῖ μέσω θαλάσσης κατά τῆς Μονῆς, καταστρέφοντας, καίγοντας καί λεηλατώντας τά πάντα σ’ αὐτήν καί γύρω ἀπό αὐτήν. Τότε λοιπόν συνέλαβαν καί τόν μακάριο Ἐφραίμ, καί μέ πολλή μανία τόν ὑπέβαλαν σέ φρικιαστικά βασανιστήρια καί τιμωρίες, κυριολεκτικά κατασπαράσσοντάς τον, μέχρις ὅτου μέ βίαιο θάνατο παρέδωσε τήν ψυχή του τήν 5η Μαῒου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1426, ἡμέρα Τρίτη καί περί ὥρα 3η ἀπογευματινή, στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα τά παραπάνω παρέμεναν ἄγνωστα καί ἀφανέρωτα γιά πολλά χρόνια, καλυμμένα ἀπό τόν βυθό τῆς σιωπῆς καί τῆς λήθης. Ἀπό θεῖο φωτισμό καί ροπή ὅμως κινούμενη, τό ἔτος 1950, ἡ ἡγουμένη τῆς Μονῆς Μακαρία στό ὄνομα, ἔκανε ἀνασκαφές στήν αὐλή τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπου τήν 3η Ἰανουαρίου ἀνεκάλυψε μέ πολλή ἔκπληξη καί ἱερό θάμβος λείψανα ἑνός ὁσίου ἀνδρός, πού ἐξέπεμπαν οὐράνια εὐωδία καί ὀσμή. Εὑρισκόμενη σέ ἀπορία καί κάνοντας προσευχή νά φανερώσει ὁ Θεός τίνος ἄραγε νά εἶναι αὐτά, τῆς φανερώθηκε ἕνας θαυμαστός καί ἱεροπρεπής μοναχός, ὁ ὁποῖος τῆς ἀπεκάλυψε τά πάντα: τό ὄνομά του, τή βαρβαρική ἐπιδρομή, τό μαρτυρικό τέλος του, ἀκόμη δέ ὅτι τά ὀστᾶ πού βρέθηκαν ἀνήκουν στόν ἴδιο, ὅπως ἐκτενῶς γίνεται ἡ ἀφήγηση κατά τήν 3η Ἰανουαρίου, ἡμέρα πού τελεῖται καί ἑορτάζεται ἡ εὕρεση τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ ὁσιομάρτυρα.

Ὁ θεῖος αὐτός ὁσιομάρτυς, ἀφοῦ δοξάστηκε ἀπό τόν Κύριο, ἐνεργεῖ πλεῖστα θαύματα σ’ αὐτούς πού τόν ἐπικαλοῦνται, καί θεραπεύει ὅσους προσέρχονται στά ἱερά του λείψανα πού ἀπόκεινται στήν παρά τή Νέα Μάκρη ἁγία του Μονή, ἐνῶ πολλές φορές ἐμφανίζεται σέ ὄνειρα καί βοηθεῖ καί ἐνισχύει μέ τή δοσμένη σ’ αὐτόν χάρη ἀπό τόν Κύριο ὅλους τούς ἀναγκεμένους.

Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν».

Ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων ὑμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης δέν ἔχει πολλά στοιχεῖα ὑπ’ ὄψιν του ἀπό τή ζωή τοῦ ὁσιομάρτυρα Ἐφραίμ γιά νά τά προβάλει καί νά τά ἑρμηνεύσει μέ τρόπο πνευματικό καί θεολογικό. Διότι αὐτό εἶναι τό ἔργο ἑνός ὑμνογράφου τῆς Ἐκκλησίας μας: νά στηρίζεται μέν στήν ἐπί γῆς πορεία ἑνός ἁγίου, ἀλλά νά βλέπει τό βάθος τῆς ζωῆς του, τήν κατά Χριστόν δηλαδή πολιτεία του πού δίνει τόν τόνο καί τό ἄρωμα τῆς χάρης Ἐκείνου, ἰδίως ἐπικεντρώνοντας στό ὁσιακό ἤ μαρτυρικό τέλος του. Ἔτσι γίνεται ἄλλωστε ὁ ἅγιος πρότυπο γιά τούς πιστούς καί πραγματοποιεῖται τό «τιμή μάρτυρος μίμησις μάρτυρος».  Ὁ Γέρων ὑμνογράφος λοιπόν ἐν προκειμένῳ δέν ἔχει πολλά στοιχεῖα ἀπό τόν ἅγιο Ἐφραίμ. Ἀλλά τά λίγα στά χέρια του, ἀπό τήν ἐκ Θεοῦ ἔμπνευσή του καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία του  πολλαπλασιάζονται, φτάνοντας στό σημεῖο νά μᾶς προσφέρει πλοῦτο πνευματικῶν ἀνθέων ἀπό τόν νεοφανέντα ὁσιομάρτυρα.

Τί τοῦ δίνει ἀφορμή γιά νά ὑμνολογήσει τόν ἅγιο καί δι’ αὐτοῦ βεβαίως τόν ἴδιο τόν Κύριο; Τό γεγονός ὅτι ἐκ παιδός ἀφιερώθηκε στόν Θεό ὡς καλόγερος∙ ὅτι ἔζησε συνεπή ἀσκητική ζωή ὅσο ἔζησε στό μοναστήρι∙ ὅτι ἐπιβεβαίωσε τήν καλή ἄσκησή του μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματός του ὅταν τό μοναστήρι δέχτηκε τήν ἐπίθεση τῶν Ἀγαρηνῶν∙ ὅτι τά λείψανά του μέ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτονται εὐωδιάζοντα – δείγμα τῆς ἁγιότητάς του∙ τέλος ὅτι ἐπιτελεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πλεῖστα θαύματα καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του ἀλλά καί μέ τήν προσκύνηση τῶν λειψάνων του.

Πέραν τοῦ σύντομου συναξαριοῦ του ἡ συνοπτική αὐτή παρουσίαση τοῦ ὁσίου γίνεται ἰδιαιτέρως στόν Οἶκο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου: «Ἀπό τή νεότητά σου, Πάτερ, ἀκολούθησες τόν Χριστό, γι’ αὐτό καί ἀρνήθηκες ἐντελῶς τή στροφή πρός τόν κόσμο καί τίς ἡδονές τῆς σάρκας. Κι ἀφοῦ μεταρσιώθηκες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψες σάν ἄστρο στό ὄρος τῶν Ἀμώμων ζώντας ὡς ἄγγελος. Ἔγινες ἔτσι κατοικητήριο τῆς θείας ἐνέργειας μέ τούς ἀσκητικούς σου ἱδρῶτες, δείχνοντας πόσο καθαρίστηκε ἡ ψυχή καί τό σῶμα σου ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη. Κι ὅταν ἔπεσες στά φονικά χέρια τῶν ἀλλόφυλων ἐπιδρομέων ἐπέδειξες μαρτυρική σταθερότητα στά ποικίλα βάσανα καί τίς πληγές πού ὑπέστης, δεχόμενος βίαιο θάνατο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ὁ ζωοδότης Κύριος, σέ ἔστεψε μέ διπλούς στεφάνους, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ, ἐσένα πού παρακαλεῖς τόν Κύριο ἐκτενῶς γιά νά ἐλεηθοῦν αὐτοί πού σέ ὑμνολογοῦν»[1].

Τά βασικά αὐτά στοιχεῖα ἀνακυκλώνονται ἀπό τόν ἅγιο Γέροντα ὑμνογράφο, ἀλλά ἡ κάθε ἀνακύκλωση μᾶς δίνει καί μία ἰδιαίτερη ματιά πιό βαθειά, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν καρδιά τοῦ ὁσίου καί στήν ψαύση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ἀναπαύονταν σ’ αὐτήν. Ἐπιλέγουμε τίς πιό χαρακτηριστικές ἐπισημάνσεις του.

- Ἡ στροφή τοῦ ἁγίου παιδιόθεν πρός τόν Θεό ἀποτελεῖ φανέρωση τοῦ ἔρωτα πρός Αὐτόν πού διακατεῖχε τήν ψυχή του - ὅ,τι ἑρμηνεύει τήν ἁγία βιοτή του: «Ὅταν ἀπαρνήθηκες τόν ἑαυτό σου ἐκ νεότητος, γιατί πληγώθηκες ἀπό τόν ἅγιο ἔρωτα, τότε σήκωσες, ὅσιε, τόν Σταυρό τοῦ Σωτήρα» (στιχ. μ. ἑσπ.)[2]. Ἡ θερμή αὐτή ἀγάπη πρός τόν Χριστό δέν ἔχει χαρακτήρα ἀόριστο. Γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς ἁγίους μας ἐκφράζεται ὡς στροφή πρός τίς ἐντολές Ἐκείνου, μέσα στίς ὁποῖες βεβαίως «περικλείεται» ὁ Ἴδιος κατά τή διαβεβαίωση τῶν λόγων Του[3]. «Ἀπό παιδί κατεύθυνες τόν νοῦ σου στά προστάγματα τοῦ Κυρίου, ὅσιε, γιά τήν ἀνώτερη ζωή»[4] (ὠδή α΄). Κι αὐτό θά πεῖ: ἀγαπᾶ κανείς τόν Χριστό, ὅταν βρίσκεται στήν διαρκή καί ἐναγώνια θά λέγαμε ἀναζήτηση τηρήσεως τοῦ θελήματός Του – βρίσκει κανείς τόν Χριστό τήν ὥρα πού Τόν ἀναζητεῖ. Κι ἐπειδή οἱ ἐντολές Του συγκεφαλαιώνονται στήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, βρίσκει κανείς τόν Χριστό ὅταν «βρίσκει» τόν συνάνθρωπο. «Ἀπό τόν πλησίον ἐξαρτᾶται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος» (Γεροντικό).

- Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες στό μοναστήρι: οἱ νηστεῖες, τά διακονήματα, ὁ σωματικός κόπος, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ ἐξαντλητικές προσευχές κατανοοῦνται ἀκριβῶς μέ βάση τήν παραπάνω ἀλήθεια∙ ὡς ἔκφραση καθημερινή τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Βλέπουμε ἕναν καλόγερο καί ἐκ πρώτης ὄψεως δέν μᾶς κινεῖ ἴσως τό ἐνδιαφέρον. Μά ἡ ἐσωτερική του ζωή πάλλει ἀπό τήν ἔνταση τοῦ ἀγώνα τῆς ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τό «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως»[5] ὅπως χαρακτηρίζεται, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ καί τήν προϋπόθεση γιά νά μπορεῖ νά ὑπάρξει σέ δεδομένη στιγμή καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. Μέ ἄλλα λόγια κανείς δέν μπορεῖ χωρίς ἑτοιμασία νά γίνει μάρτυρας Κυρίου – μία ἀλήθεια πού ἐπανειλημμένως τονίζεται στά κείμενα καί τά γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στόν ὑμνογράφο μας σέ σχέση μέ τόν ἅγιο Ἐφραίμ. «Ὁ Κύριος τῆς δόξας δέχτηκε τήν ἀσκητική σου ζωή, πάτερ ὅσιε Ἐφραίμ, γι’ αὐτό καί σέ ἀξίωσε τῆς ἀθλητικῆς δόξας» (δοξαστικό ἑσπ.)[6].

Ἐν προκειμένῳ ὁ μακαριστός Γέρων ὑμνογράφος προχωράει καί λίγο παραπάνω, δίνοντας μία θέαση «πρωτότυπη» τῆς προετοιμασίας κάποιου  γιά τό μαρτύριο. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Εἶναι γνωστό ὅτι καί στούς παλαιούς μάρτυρες, ἰδίως δέ στούς νέους, γιά νά παραμείνει κανείς πιστός στό μαρτύριο, ἄν μάλιστα εἶχε ἐξωμόσει, δηλαδή ἄν εἶχε γίνει ἀρνησίχριστος, χρειαζόταν ἀπαραίτητα ἕναν προγυμναστή, ἕναν προπονητή, «ἀλείπτη», γιά νά τόν καθοδηγήσει καί νά τόν ἑτοιμάσει γιά τό μαρτύριο. Κι αὐτό γιατί οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀδύνατοι καί εὔκολα μπροστά στίς δυσκολίες μπορεῖ νά ἐκκλίνουμε καί νά γίνουμε ἀρνητές Κυρίου - ἄς θυμηθοῦμε καί τόν μέγα ἀπόστολο Πέτρο[7]. Λοιπόν, ὁ ὑμνογράφος μιλώντας γιά τόν ὅσιο Ἐφραίμ θεωρεῖ ὅτι στόν τόπο τοῦ ἀλείπτη καί τοῦ καθοδηγητῆ του γιά τό μαρτύριο βρισκόταν ἡ ἁγία ἀσκητική του ζωή. «Ὕψωσες τόν νοῦ σου πρός τόν Θεό μέ τίς θεῖες ἀναβάσεις, κι ἀπονέκρωσες τό σαρκικό ἁμαρτωλό φρόνημα. Γι’ αὐτό φάνηκες κειμήλιο τῆς ἀπάθειας, παμμακάριστε Ἐφραίμ, προγυμνάζοντας τόν ἑαυτό σου γιά τήν ἄθληση τοῦ μαρτυρίου μέ τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως»[8] (ὠδή γ΄). Οἱ ἀσκητικοί κόποι πού ἐπέχουν τή θέση τοῦ ἀλείπτη!

- Ὁ π. Γεράσιμος κινεῖται ἐπίσης μέ τρόπο ἐξαιρετικά ἐμπνευσμένο: γιά νά τονίσει ἀπό μία ἄλλη πλευρά τό ἀσκητικό φρόνημα τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ πού τόν ἔκανε δεκτικό τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος, ἀξιοποιεῖ διπλά τήν ὀνομασία τοῦ τόπου πού βρίσκεται τό μοναστήρι. Ὄρος τῶν Ἀμώμων: δηλαδή καταρχάς ὄρος πού παραλληλίζεται μέ τό ὅρος τοῦ Θεοῦ κατά Δαβίδ[9], γιά πνευματικές ἀναβάσεις. Ἀνέβηκε ὁ Ἐφραίμ στό ὄρος, συνεπῶς κινεῖται παρομοίως καί ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς: μέ τόν πνευματικό του ἀγώνα ἀνεβαίνει στό ὄρος τοῦ Θεοῦ. «Ἀνεβαίνοντας στό ὄρος τῶν Ἀμώμων ἀνύψωσες τόν νοῦ σου, σύμφωνα μέ τόν Δαβίδ, πρός τά αἰώνια ὄρη, (τόν Θεό)»[10] (κάθισμα ὄρθρου)∙ κι ἔπειτα: ὄρος πού ἡ ὀνομασία του γίνεται σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ: νά καταστεῖ ἡ καρδιά του ἄμωμη καί καθαρή ἀπό κάθε ἁμάρτημα πού τήν βρωμίζει. «Κάνοντας ἔργο τήν ὀνομασία τοῦ τόπου τῆς Μονῆς, φάνηκες ἄμωμος καί ἄμεπτος ὡς πρός τά δικαιώματα τοῦ Κυρίου, καθαρίζοντας τόν ἑαυτό σου ἀπό κάθε ἐμπάθεια πρός τήν ὕλη» (δοξαστικό ἑσπ.)[11]. Καί: «Ἐργάστηκες τήν ἀρετή στό ὄρος τῶν Ἀμώμων, ὅπως στό ὄρος Κυρίου, καί φάνηκες ἀθῶος ἀπό ἀδικίες καί καθαρός στήν καρδιά, γιατί ντύθηκες τή δικαιοσύνη»[12] (λιτή).

- Τό γεγονός ὅτι ὁ ὅσιος ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί μαρτύρησε θεοπρεπῶς ὁδηγεῖ τόν ἅγιο ὑμνογράφο στήν ἐπισήμανση πού γίνεται συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις ὁσιομαρτύρων: ὅτι στεφανώθηκε διπλά ἀπό τόν Κύριο∙ καί γιά τήν ἄσκησή του καί γιά τό μαρτύριό του. Κι ἐπίσης: ὅτι ἀκριβῶς εὑρισκόμενος στόν ἴδιο δρόμο τῶν παλαιῶν ὁσιομαρτύρων ἀντιπαραβάλλεται μέ αὐτούς - ἰσοστάσιος τῶν ὁσίων, ἰσοστάσιος τῶν μαρτύρων. Ὁ ὑμνογράφος μᾶς ἀνοίγει κι ἐδῶ τά μάτια: «ὁ ὅσιος ἔζησε ἐνάρετο βίο ἐδῶ στό Μοναστήρι του, ἀλλά καί πορεύτηκε τούς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, γι’ αὐτό καί καταξιώθηκε ἀπό τόν Σωτήρα ἄξια διπλῶν στεφάνων»[13] (στιχ. μ. ἑσπ.). «Ὠς ὅσιος μεταξύ τῶν ἀσκητῶν καί μάρτυρας μεταξύ τῶν ὁσίων, ἔτυχες διπλά στεφάνια ἀπό τόν Κύριο, κι ἔλαβες τή χάρη τῶν θαυμάτων, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ»[14] (δοξαστικό ἀποστ. ἑσπ.).

Καί παίρνοντας ἀφορμή ὁ Γέρων ὑμνογράφος ἀπό τό διπλό στεφάνωμα τοῦ ὁσίου «βλέπει» καί τή διπλή χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ Μοναστηριοῦ. Κάθε τόπος βεβαίως ὡς συγκρατούμενος ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Κυρίου εἶναι τόπος Κυρίου – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς»[15]. Οἱ χριστιανοί δέν πορευόμαστε στόν κόσμο κατά μανιχαϊστικό τρόπο[16], ἐπιλέγοντας τόπους «ἁγίους» καί διαγράφοντας τόπους «ἁμαρτωλούς». Τό ἅγιο καί τό ἁμαρτωλό βρίσκεται στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι στά ἐξωτερικά πράγματα. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως, ἕνας τόπος πού λόγω τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπό μόνος του ἱερός, πολλαπλασιάζει τήν ἱερότητά του, ὅταν ἔχει καθαγιαστεῖ ἀπό τήν καλή ἀσκητική πολιτεία ἑνός ἁγίου, πολύ περισσότερο δέ ἀπό τό ἁγιασμένο λόγω μαρτυρίου αἷμα του. Ἀκριβῶς τοῦτο θίγει καί ὁ ὑμνογράφος μας: τό Μοναστήρι τοῦ ὁσίου στή Νέα Μάκρη, πέραν ἀπό τόν ὅποιο ἁγιασμό πού ἔχει, κατεξοχήν ἔγινε τόπος χάριτος, γιατί ἐκεῖ, στήν αὐλή του, ἔζησε ἁγιασμένα ἀλλά καί μαρτύρησε δι’ αἵματος ὁ ὅσιος νεοφανής ἅγιος. Μᾶς τό λέει ἐξαιρετικά: «Τό ὄρος τῶν Ἀμώμων πραγματικά ἀρδεύτηκε, ὅσιε, μέ τούς ἀσκητικούς σου ἱδρῶτες, καί ἁγιάστηκε ἀπό τά ρεῖθρα τῶν αἱμάτων σου»[17] (στιχ. μ. ἑσπ.).

- Τέλος, ὁ χαρισματοῦχος ὑμνογράφος, πέραν βεβαίως τοῦ τονισμοῦ γιά τό θαυματουργικό χάρισμα τοῦ ὁσίου, μέ τό ὁποῖο διαρκῶς καί «γρήγορα» δίνει λύσεις καί ἰάσεις σέ κάθε πρόβλημα[18], δίνει καί τήν ἀπάντηση τοῦ γιατί νά ἀνευρεθοῦν τά λείψανα τή νεώτερη αὐτή ἐποχή τοῦ ὁσίου. Ἐπιλέγει δύο λόγους. Πρῶτον, ὅτι ὁ Κύριος εὐδόκησε νά γίνει ὁ ἅγιος τό μέσον πού θά προσφέρει ἀκριβῶς τόν πλοῦτο Του στούς πιστούς μέ τά θαύματα πού θά ἐπιτρέπει νά ἐπιτελεῖ. «Ἐνῶ ἤσουν ἄγνωστος στά προηγούμενα χρόνια, ἤδη τώρα μᾶς ἔγινες γνωστός, Ἐφραίμ, καί μᾶς ἔδωσες ὡς πλοῦτο τήν εὐαγή σορό τῶν λειψάνων σου»[19] (ἀπόστ. μ. ἑσπ.)

Καί δεύτερον, καί σημαντικότερο: ὁ Κύριος θέλησε ὁ δοξασμός τοῦ ἁγίου πού φανερώθηκε κατά τά ὕστερα αὐτά χρόνια νά ἀποκαλύπτει καί τόν δοξασμό τοῦ κάθε χριστιανοῦ, ὅταν ζεῖ μέ πιστότητα τό ἅγιο θέλημά Του. Ὅπως τό λέει ὁ Ἴδιος, ὅτι οἱ ἅγιοι στή βασιλεία Του θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο[20]. Ὁ Κύριος δηλαδή ἀποκάλυψε γιά μία ἀκόμη φορά τήν ἀγάπη Του, προσανατολίζοντας τούς πιστούς στίς μελλοντικές δωρεές πού τούς ἐπιφυλάσσει, προφανῶς γιά νά κατανοήσουν καί τό νόημα τῶν θλίψεων καί τῶν ὀδυνῶν τῆς ἐδῶ ζωῆς – οἱ θλίψεις λειτουργοῦν ὡς «ὄχημα» γιά τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ἀποκάλυψη πού ἔκανε ὁ Ἴδιος στόν ἀπόστολό Του Παῦλο: «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»[21]. «Πάτερ Ἐφραίμ, κρυβόσουνα στό παρελθόν γιά πολλά χρόνια, ἀλλά μέ θεία εὐδοκία μᾶς φανερώθηκες, ἀποκαλύπτοντας ἔμμεσα τή μέλλουσα δόξα καί τή λαμπρότητα πού λαμπρά θά ἀξιωθοῦν ὅσοι ὑπάκουσαν στό θέλημα τοῦ Κυρίου ἄμεμπτα»[22] (στιχ. ἑσπ.).



[1] «Ἀπὸ νεότητος Χριστῷ ἀκολουθήσας Πάτερ, τὴν κοσμικὴν ἐπιφοράν, καὶ τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς, ἠρνήσω ὁλοτρόπως· καὶ τῇ θείᾳ μεταρσιούμενος ἀγαπήσει, ἐν ὄρει τῶν Ἀμώμων ἀγγελικῇ πολιτείᾳ διέλαμψας, καὶ τῆς θείας ἐνεργείας κατοικητήριον πέφηνας, ἱδρῶσιν ἀσκητικοῖς, σῶμα καὶ ψυχὴν ἐκκαθαρθείς, τῆς τῶν παθῶν ψυχοφθόρου συνοχῆς· καὶ χερσὶ μιαιφόνοις ἐπιδρομέων ἀλλοφύλων συσχεθείς, μαρτυρικὴν ἐπεδείξω στεῤῥότητα, ποικιλοτρόπως αἰκισθείς, καὶ στρεβλώσεις ὑποστάς, καὶ βιαίως διὰ Χριστὸν θανατωθείς· ὅθεν ζωοδότης, διπλοῖς στεφάνοις σε ἔστεψεν, ὁσιομάρτυς Ἐφραὶμ, ἐκτενῶς ἐκδυσωποῦντα, ἐλεηθῆναι τοὺς σὲ γεραίροντας».

[2]«Ὅτε ἀπηρνήσω σεαυτόν, ἔρωτι τρωθεὶς τῷ ἁγίῳ, ἀπὸ νεότητος, τότε ἦρας Ὅσιε τὸν τοῦ Σωτῆρος Σταυρόν».

[3] Ἰωάν. 14, 3: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν».

[4]«Ἴθυνας τὸν νοῦν σου ἐκ παιδός, τοῖς τοῦ Κυρίου προστάγμασιν Ὅσιε, πρὸς ζωὴν τὴν κρείττονα».

[5] καί ἦν ἐκεῖ καθ’ ἡμέραν (ὁ ὅσιος Ἀντώνιος)  μ α ρ τ υ ρ ῶ ν  τῇ  σ υ ν ε ι δ ή σ ε ι, καί ἀγωνιζόμενος τοῖς τῆς πίστεως ἄθλοις» (ΒΕΠΕΣ, 33 (1963), σελ. 35). 

[6] «Τὴν ἐν ἀσκήσει ζωήν σου, ὁ τῆς δόξης προσηκάμενος Κύριος, ἀθλητικῆς εὐκλείας σε ἠξίωσεν, Ἐφραὶμ πάτερ Ὅσιε».

[7] Βλ. Ματθ. 26, 69-75.

[8] «Ὑψώσας τὸν νοῦν σου πρὸς Θεόν, ταῖς θείαις ἀναβάσεσι, σαρκὸς τὸ φρόνημα ἀπενέκρωσας, καὶ ἀπαθείας ὤφθης κειμήλιον, πόνοις τῆς ἀσκήσεως, Ἐφραὶμ παμμακάριστε, προγυμνάζων σεαυτὸν πρὸς τὴν ἄθλησιν».

[9] Ψαλμ. 23, 3.

[10] «Ἐν τῷ ὄρει Ἀμώμων ἀναδραμών, πρὸς αἰώνια ὄρη κατὰ Δαβίδ, τὸν νοῦν σου ἀνύψωσας».

[11] «τὴν γὰρ κλῆσιν εἰς ἔργον ἄγων, ἄμωμος καὶ ἄμεμπτος, ἐν τοῖς δικαιώμασι Κυρίου ὤφθης, ἀνακαθάρας σεαυτόν, πάσης ὑλικῆς προσπαθείας».

[12] «ἐν ὄρει γὰρ Ἀμώμων, τὴν ἀρετὴν ἐργασάμενος, ὡς ἐν ὄρει Κυρίου, ἀθῶος ὤφθης ταῖς χερσί, καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, δικαιοσύνην ἐνδυσάμενος».

[13] «οὗτος γὰρ ἐνταῦθα, βίον τὸν ἐνάρετον, πολιτευσάμενος, ἤνυσε Μαρτύρων ἀγῶνας, καὶ διπλῶν στεφάνων ἀξίως, παρὰ τοῦ Σωτῆρος κατηξίωται».

[14] «Ἀλλ' ὡς Ὅσιος ἐν ἀσκηταῖς, καὶ Μάρτυς ἐν ὁσίοις, διπλῶν στεφάνων ἔτυχες παρὰ Κυρίου, καὶ θαυμάτων χάριν ἐκομίσω, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ».Καί: «Χαίροις ὁσιομάρτυς Ἐφραὶμ, ὁ τῶν ὁσίων κοινωνὸς καὶ ὁμότροπος, Μαρτύρων ἐν πᾶσιν ἴσος, ὡς τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, καρτεροῖς ἀγῶσιν ἐνδειξάμενος» (ἀπόστ.ἑσπ.).

[15] Ψαλμ. 23, 1.

[16] Τό βασικό δόγμα μανιχαϊσμοῦ εἶναι ἡ ὕπαρξη δύο ἀπόλυτων ἀρχῶν. Ἀπό τή μία εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ φωτός, τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ θεοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἀρχή τοῦ σκότους, τοῦ κακοῦ, τῆς ὕλης.

[17]«Ὄρος τῶν Ἀμώμων ἀληθῶς, τοῖς ἀσκητικοῖς σου ἱδρῶσιν, ἠρδεύθη Ὅσιε, καὶ τοῖς τῶν αἱμάτων σου ῥείθροις ἡγίασται».

[18] «ὅθεν καλούμενος, πανταχοῦ προφθάνεις, καὶ παρέχεις ἅπασι, τὴν χάριν ἀληθῶς τὴν σωτήριον καὶ ἐν ὀνείρασι, καὶ καθ’ ὄναρ ὀπτανόμενος, πᾶσι δίδως, ταχεῖαν βοήθειαν» (στιχ. ἑσπερινοῦ).

[19] «Ἄγνωστος πρὶν τελῶν, ἤδη ἡμῖν ἐγνώσθηςἘφραὶμ καὶ τῶν λειψάνων, τὴν εὐαγῆ σορόν σου, ὡς πλοῦτον ἡμῖν δέδωκας».

[20] Ματθ. 13, 43: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν».

[21] Β΄Κορ. 12, 9.

[22] «Πάτερ Ἐφραὶμ χρόνοις πολλοῖς, πρότερον κρυπτόμενος... εὐδοκίᾳ θείᾳ, ἡμῖν πεφανέρωσαι, τὴν δόξαν ὑπεμφαίνων τὴν μέλλουσαν, καὶ τὴν λαμπρότητα, ἧς λαμπρῶς ἀξιωθήσονται, οἱ Κυρίῳ, ἀμέμπτως δουλεύσαντες».