13 Μαΐου 2021

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΓΛΥΚΕΡΙΑ

«Ἡ ἁγία ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου καί τοῦ ἡγεμόνα Σαβίνου, στήν Τραϊανούπολη. Ὅταν θυσίαζε λοιπόν ὁ ἡγεμόνας στήν πόλη αὐτή, ἐκείνη, ἀφοῦ σχημάτισε στό μέτωπό της τόν τίμιο σταυρό, ἦλθε πρός τόν ἡγεμόνα λέγοντας ὅτι εἶναι χριστιανή καί δούλη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας τή συμβούλευε νά θυσιάσει στούς θεούς του, ἡ ἴδια μπῆκε μέσα στόν εἰδωλολατρικό ναό, προσευχήθηκε καί ἔριψε κάτω στή γῆ τό ἄγαλμα τοῦ Δία καί τό συνέτριψε. Οἱ εἰδωλολάτρες πού βρίσκονταν στόν ναό ἄρχισαν νά τήν πετροβολοῦν, ἀλλά οἱ πέτρες δέν τήν ἔφταναν. Τότε τήν κρέμασαν ἀπό τά μαλλιά καί τήν ἔγδερναν, κι ὕστερα τήν ἔριξαν στή φυλακή μέ τή διαταγή νά μή τῆς δίνουν νερό γιά πολλές ἡμέρες. Στή φυλακή δέχτηκε τροφή ἀπό ἄγγελο Κυρίου καί δέν ἔπαθε κανένα κακό, μέ ἀποτέλεσμα νά μείνει ἔκθαμβος ὁ ἡγεμόνας καί οἱ δικοί του, ἰδίως ὅταν βρῆκαν - ἐνῶ ἦταν καλά ἀσφαλισμένη ἡ φυλακή – πιάτο καί ἄρτους καί γάλα καί νερό. Ἔτσι τήν ἔριξαν μέσα σέ καμίνι φωτιᾶς, τό ὁποῖο ὅμως σβήστηκε, γιατί ἔπεσε ἐξ οὐρανοῦ νερό, ὁπότε ἡ ἁγία ἐξῆλθε ἀβλαβής. Τά βασανιστήρια συνεχίστηκαν: τῆς ἔγδαραν τό κεφάλι μέχρι τό μέτωπο, ἔχοντας τά χέρια καί τά πόδια της δεμένα. Τήν ξανάβαλαν στή φυλακή, ἀφοῦ προηγουμένως ἔστρωσαν τό δάπεδο μέ σκληρά λιθάρια. Ἐκεῖ πάλι Ἄγγελος Κυρίου τήν ἔλυσε ἀπό τά δεσμά της καί τῆς θεράπευσε τό κεφάλι,  κάνοντας τόν δεσμοφύλακα νά μείνει ἔκπληκτος τόσο πού ἀμέσως ὁμολόγησε πίστη στόν Χριστό καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. Ἡ μάρτυς τότε ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα καί στή συνέχεια ρίχτηκε στά ἄγρια θηρία, ἀπό τά ὁποῖα ἕνα τήν ἄγγιξε τόσο, ὥστε νά μή φανεῖ οὔτε πληγή οὔτε κανένας μώλωπας, παρά μόνον μία δαγκωματιά. Ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα στόν Θεό καί κατατέθηκε τό λείψανό της στήν Ἡράκλεια τῆς Θράκης»[1].

Ἡ ἁγία Γλυκερία ἀνήκει στήν ὁμάδα τῶν μαρτύρων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπό σφοδρό πόθο γιά τόν Χριστό καί ἀπό γενναιότητα τέτοια πού ἐκπλήσσει κάθε ἀγγελικό καί ἀνθρώπινο νοῦ. Ἕνα ἀπό τά πολλά καί ἐξαίσια τροπάρια τῆς ἑορτῆς της μᾶς δίνει τό πνευματικό βάθος τοῦ μαρτυρίου της, πῶς ὁ Χριστός δηλαδή δέχτηκε τά μαρτύρια πού ὑπέστη καί τί Ἐκεῖνος τῆς παρέσχε ὡς ἀνταπόδομα. «Προσκομίζοντας τά αἵματα τοῦ μαρτυρίου σου στόν Χριστό σάν ἀρώματα καί μύρα, ἀθληφόρε, προσφέρθηκες σ’ Αὐτόν ὡς εὐωδία, πλημμυρίζοντας σέ ὅλους τά ἰάματα»[2] (ὠδή γ΄).

Μυροφόρο θεωρεῖ τήν ἁγία ὁ ἅγιος ὑμνογράφος· ὄχι γιατί προσφέρει στόν Χριστό αἰσθητά ἀρώματα καί μύρα, ἀλλά γιατί προσφέρει τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, πού εἶναι ὅ,τι πολυτιμότερο καί ἀξιοτίμητο ἐνώπιον Ἐκείνου. «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου»[3], ζητάει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν πιστό ἄνθρωπο, ὅπως κι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος  ἔζησε τήν ἀπόλυτη πιστότητα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, δίνοντας τή ζωή Του χάριν τῆς ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο πάνω στόν Σταυρό. «Ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ»[4]. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ἁγία ὡς εὐωδία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί βρέθηκε ἀπολύτως συντονισμένη μέ τή ζωή τοῦ Κυρίου της, ὅπως ἀντιστοίχως δυστυχῶς ὡς δυσωδία καί βρῶμα εἴμαστε ἐνώπιόν Του ὅταν βρισκόμαστε στόν δρόμο τῆς ἀνυπακοῆς μας πρός Αὐτόν. «Ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς παράνομος»[5]. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί τῆς δόθηκαν ἀπό τόν Κύριο τά χαρίσματα τῶν ἰάσεων γιά κάθε ἄνθρωπο πού προστρέχει ἐν πίστει πρός αὐτήν, καί μάλιστα σέ βαθμό «πλημμύρας». «Πλημμυρεῖ τοῖς πᾶσι τά ἰάματα». Σάν τόν ἴδιο τόν Θεό μας, ὁ Ὁποῖος «οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσι τό Πνεῦμα»[6] Του.

Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος Γεώργιος ἐπιμελῶς διά πολλῶν ὕμνων ἐπιχειρεῖ νά ἑρμηνεύσει τή βραχώδη σταθερότητα τῆς μάρτυρος: τή βοηθοῦσε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ[7] (ὠδή α΄)· εἶχε ὀχυρωμένο τόν νοῦ της μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, πού τήν ἔκανε νά προσβλέπει μόνο στά νοούμενα καί νά περιφρονεῖ τά γεώδη καί ρέοντα[8] (κάθισμα ὄρθρου)· εἶχε σταθερά προσηλωμένο τό βλέμμα μόνον πρός τον Χριστό πού κήρυττε[9] (ὠδή δ΄)· εἶχε ὑπερνικήσει τά πάθη της καί τούς ἀόρατους δαίμονες μέ τούς ἀσκητικούς της ἀγῶνες[10] (ὠδή δ΄). Μία εἰκόνα ὅμως ἀπό τήν ὠδή ε΄ νομίζουμε ὅτι ξεπερνᾶ σέ σύλληψη ὅλες τίς ἄλλες: «Δέχτηκες στή γαστέρα τῆς διάνοιάς σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἔτεκες τό πνεῦμα τῆς σωτήριας ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου»[11]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δεχθεῖ στόν νοῦ καί τή διάνοιά του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά κυοφορεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα του, πού σημαίνει ὅτι θά ἔλθει ἡ ὥρα νά γεννήσει, νά φανερώσει δηλαδή τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά φτάσει καί στήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τῆς ζωῆς του. Κανείς μέ ἄλλα λόγια δέν μπορεῖ νά γίνει μάρτυρας, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά κάτι τέτοιο, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει στήν ὕπαρξή του αἰσθητή τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ», πού λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν»[12].


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Τά αἵματα Χριστῷ ὥσπερ ἀρώματα, καί μύρα κομίσασα, ἀθληφόρε, εὐωδία προσηνέχθης αὐτῷ, πλημμυροῦσα τοῖς πᾶσι τά ἰάματα»

[3] Ἀποκ. Ἰωάν. 2, 10.

[4] Φιλ.. 2, 8.

[5] Παροιμ. 3, 32.

[6] Ἰωάν. 3, 34.

[7] «Πρός αἰκισμούς, πρός ἀλγηδόνας, πρός μάστιγας πολυειδεῖς ἀπτόητος, Μάρτυς, ἐχώρησας˙ συνεργοῦσαν γάρ εἶχες τοῦ Πνεύματος τήν χάριν καί συναρήγουσαν».

[8] «Τῶν νοουμένων τό τερπνόν προορῶσα, τῶν ὁρωμένων τό ρευστόν παριδοῦσα, ταῖς θεϊκαῖς ὠχύρωσας ἐλπίσι τόν νοῦν».

[9] «Ὅν ἐκήρυττες Κύριον, πρό ὀφθαλμῶν ὁρῶσα, ἀθληφόρε, ὑπερεῖδες πάντα τά τῶν αἰσθήσεων».

[10] «Τῶν παθῶν ἀποκτείνασα τούς ἀοράτους θῆρας, Γλυκερία, ὁρωμένους θῆρας οὐκ ἐδειλίασας».

[11] «Φόβον Θεοῦ ἐν γαστρί διανοίας εἰσδεξαμένη, πνεῦμα σωτηρίου ὁμολογίας καί μαρτυρίου ἔτεκες, γενναιόφρον, παραδόξως στερρῶς ἀθλήσασα καί τάς ἐναντίας ἀρχάς θριαμβεύσασα».

[12] Φιλ. 1, 29.

12 Μαΐου 2021

«Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ», Λόγος τοῦ ἁγίου ᾿Επιφανίου Κύπρου.

 

᾿Αποσπάσματα ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ ἁγίου ᾿Επιφανίου Κύπρου μέ θέμα· 

«Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ» ἤτοι Εἰς τήν Θεόσωμον Ταφήν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί εἰς τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό ᾿Αριμαθαίας, καί εἰς τήν ἐν τῷ ͺ῞Αδη τοῦ Κυρίου κατάβασιν, μετά τό σωτήριον πάθος παραδόξως γεγενημένην.

 «Α. Τί εἶναι αὐτό πού συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή εἶναι ἁπλωμένη στή γῆ. Μεγάλη σιωπή καί ἠρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμᾶται ὁ Βασιλιάς. ῾Η γῆ φοβήθηκε καί ἡσύχασε, ἐπειδή ὁ Θεός μέ τό σῶμα κοιμήθηκε καί ἀνέστησε αὐτούς πού κοιμόνταν ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. ῾Ο Θεός μέ τό σῶμα πέθανε, καί τρόμαξε ὁ ῞ᾼδης. ῾Ο Θεός γιά λίγο κοιμήθηκε, καί ἀνέστησε αὐτούς πού βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη.

Γ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στή γῆ καί σ’ αὐτούς πού ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο. Εἶναι διπλή σήμερα ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη, διπλή ἡ σωτηρία, διπλή ἡ φιλανθρωπία, διπλή ἡ κατάβαση μαζί καί συγκατάβαση, διπλή ἡ ἐπίσκεψη πρός τούς ἀνθρώπους. Κατεβαίνει ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ κι ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια. ᾿Ανοίγονται οἱ πύλες τοῦ ῞ᾼδη. Γεμίστε μέ ἀγαλλίασι ἐσεῖς πού κοιμᾶσθε ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ὑποδεχτεῖτε τό μέγα φῶς ὅσοι κάθεστε στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῎Ερχεται ὁ Δεσπότης ἀνάμεσα στούς δούλους. ῎Ερχεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς νεκρούς. ῎Ερχεται ἡ ζωή ἀνάμεσα στούς θνητούς. ῎Ερχεται ὁ ἀθῶος ἀνάμεσα στούς ἐνόχους. ῎Ερχεται τό φῶς πού δέν σβήνει ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στό σκοτάδι. ῎Ερχεται ὁ ἐλευθερωτής ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους. ῎Ερχεται Αὐτός πού βρίσκεται πιό πάνω ἀπό τούς οὐρανούς, μεταξύ αὐτῶν πού βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. ῏Ηλθε ὁ Χριστός στή γῆ καί πιστέψαμε. Κατέβηκε ὁ Χριστός στούς νεκρούς, ἄς κατεβοῦμε μαζί Του κι ἄς δοῦμε τά μυστήρια πού ἔγιναν ἐκεῖ. ῎Ας γνωρίσουμε Αὐτοῦ πού κρύφτηκε -στόν ῞ᾼδη- τά κρυμμένα κάτω ἀπ’ τή γῆ θαυμάσια ἔργα Του. ῎Ας μάθουμε πῶς ἔλαμψε τό κήρυγμα καί στούς κατοίκους τοῦ ῞ᾼδη.

 Δ. Τί συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ὁ Θεός στόν ῞ᾼδη σώζει ὅλους χωρίς ἐξαίρεση; ῎Οχι βέβαια, ἀλλά κι ἐκεῖ σώζει ὅσους πίστεψαν. Χθές εἴδαμε τό ἔργο τῆς σωτηρίας, σήμερα τήν ἐκδήλωση τῆς ἐξουσίας. Χθές εἴδαμε τήν ἀδυναμία, σήμερα τήν κυριαρχία Του. Χθές φάνηκαν τά σημάδια τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, σήμερα τῆς θεϊκῆς φύσης. Χθές Τόν ράπιζαν, σήμερα ραπίζει μέ τήν ἀστραπή τῆς θεότητος τόν χῶρο τοῦ ῞ᾼδη. Χθές Τοῦ ἔβαζαν δεσμά, σήμερα Αὐτός δένει τόν τύραννο - διάβολο μέ ἄλυτα δεσμά. Χθές καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ἐλευθερία στούς καταδίκους. Χθές Τόν περιγελοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Πιλάτου, σήμερα οἱ θυρωροί τοῦ ῞ᾼδη ὅταν Τόν εἶδαν γέμισαν φρίκη.

 ΙΗ. Αὐτός πού ποτέ δέν ἐμφανίστηκε -ὡς Θεός- στούς ἀνθρώπους, πῶς ἐμφανίζεται ὡς ἄνθρωπος καί συγχρόνως ὡς φιλάνθρωπος Θεός; Πῶς ἔγινε ὁρατός ὁ ἀόρατος; Πῶς σαρκώθηκε ὁ ἄυλος; Πῶς ἔπαθε ὁ ἀπαθής; Πῶς ὁ Κριτής στάθηκε στό δικαστήριο; Πῶς ἡ ζωή γεύθηκε τόν θάνατο; Πῶς ὁ ἀχώρητος χώρεσε στόν τάφο; Πῶς κατοικεῖ στό μνῆμα, Αὐτός πού δέν ἐγκατέλειψε τόν κόλπο τοῦ Πατέρα; Πῶς εἰσέρχεται ἀπό τήν πύλη τοῦ σπηλαίου, Αὐτός πού ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, καί ἐνῶ δέν διέρρηξε τίς πύλες τῆς παρθενίας τῆς Μαρίας, πῶς συνέτριψε τίς πύλες τοῦ ῞ᾼδη; Πῶς, ἐνῶ δέν ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ ὑπερώου στήν περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, ὅμως ἄνοιξε στούς ἀνθρώπους τίς πύλες τῆς Βασιλείας, καί τίς πύλες τοῦ τάφου καί τίς σφραγίδες τίς ἄφησε νά ἀνοίξουν μόνες τους; Πῶς ὑπολογίζεται μέ τούς νεκρούς, Αὐτός πού εἶναι ἐλεύθερος μεταξύ τῶν νεκρῶν; Πῶς τό φῶς πού ποτέ δέν σβήνει, ἔρχεται στά σκοτεινά καί στή σκιά τοῦ θανάτου; Ποῦ πηγαίνει; Ποῦ πορεύεται Αὐτός πού ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά Τόν κρατήσει; Ποιός εἶναι ὁ λόγος καί ὁ τρόπος κι ὁ σκοπός πού κατεβαίνει στόν ῞ᾼδη; Μήπως κατεβαίνει γιά νά ἀνεβάσει τόν κατάδικο ᾿Αδάμ, τόν σύνδουλό μας; Πραγματικά, πηγαίνει γιά νά ἀναζητήσει τόν πρωτόπλαστο σάν τό χαμένο πρόβατο.

 ῾Οπωσδήποτε θέλει νά ἐπισκεφθεῖ αὐτούς πού βρίσκονται μέσα στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῾Οπωσδήποτε πορεύεται γιά νά ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο ᾿Αδάμ καί τή συναιχμάλωτη Εὔα ὁ Θεός καί υἱός τους. 

ΙΘ. ῞Ομως, ἄς κατεβοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, ἄς χορέψουμε μαζί, ἄς σπεύσουμε, ἄς σκιρτήσουμε μαζί, ἄς ἀνυμνήσουμε, ἄς βιαστοῦμε βλέποντας τή συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, τήν ἀπελευθέρωση τῶν καταδίκων ἐκ μέρους τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου. Γιατί πορεύεται Αὐτός πού ἀπό τή φύση Του εἶναι φιλάνθρωπος, γιά νά βγάλει -ἀπό τόν ῞ᾼδη- αὐτούς πού εἶναι δέσμιοι ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, μέ πολλή δύναμη καί ἐξουσία, αὐτούς πού βρίσκονται στούς τάφους νεκροί καί τούς κατάπιε τυραννικά ὁ πικρός καί ἀχόρταγος θάνατος καί τούς τυράννησε, ἀφοῦ τούς ἅρπαξε ἀπό τόν Θεό καί τούς μάζεψε ὅλους μαζί.

 Αὐτούς πορεύθηκε ὁ Χριστός νά ἐλευθερώσει καί νά τούς βάλει μαζί μέ τούς ζωντανούς, πού κατοικοῦν στή γῆ. ᾿Εκεῖ βρίσκεται ὁ ᾿Αδάμ, ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτογέννητος, καί εἶναι πιό κάτω ἀπό ὅλους τούς καταδίκους. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ῎Αβελ πού πρῶτος πέθανε στή γῆ, ὁ πρῶτος δίκαιος ποιμένας, τύπος τῆς ἄδικης σφαγῆς τοῦ Ποιμένα Χριστοῦ. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ Νῶε, ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κτίστου τῆς μεγάλης κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία διέσωσε μέ τό περιστέρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅλα τά θηριώδη ἔθνη ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἀσεβείας καί ἔδιωξε ἀπό αὐτήν τόν διάβολο κόρακα. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ πρόγονος τοῦ Χριστοῦ, ὁ θύτης τοῦ γιοῦ του, πού πρόσφερε στόν Θεό τήν ὑπέροχη θυσία θυσιάζοντας μέ μαχαίρι καί χωρίς μαχαίρι θανατώνοντας καί μή θανατώνοντας τόν γιό του. ᾿Εκεῖ κάτω βρίσκεται ὁ δέσμιος ᾿Ισαάκ, πού τήν παλαιά ἐποχή δέθηκε ἀπό τόν πατέρα γιά τή θυσία, τύπος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θυσίας Του. ᾿Εκεῖ κάτω καί ὁ ᾿Ιακώβ καταλυπημένος στόν ῞ᾼδη, ὅπως πρίν ἦταν καταλυπημένος ἐπάνω γιά τόν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖ ὁ φυλακισμένος ᾿Ιωσήφ, πού φυλακίστηκε στήν Αἴγυπτο καί προτύπωνε τόν Χριστό ὄντας δεσμώτης καί δεσπότης. ᾿Εκεῖ κάτω στά σκοτεινά ὁ Μωυσῆς, ὅπως ἐπάνω στή γῆ ἦταν βρέφος μέσα στό σκοτεινό καλάθι. ᾿Εκεῖ ὁ Δανιήλ στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη, ὅπως κάποτε ἐπάνω στή γῆ, μέσα στόν λάκκο τῶν λιονταριῶν. ᾿Εκεῖ ὁ ῾Ιερεμίας στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη καί τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ὅπως κάποτε ἦταν ριγμένος ἀπό τούς συμπατριῶτες του μέσα στόν λάκκο τοῦ βορβόρου. ᾿Εκεῖ μέσα στό κῆτος τοῦ ῞ᾼδη πού δέχεται ὅλον τόν κόσμο βρίσκεται ὁ ᾿Ιωνᾶς, πού εἶναι ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ προαιώνιος ᾿Ιωνᾶς πού θά ὑπάρχει καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες.

 Κι ἀκόμη ἐκεῖ καί ὁ πρόγονος τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Δαβίδ, ἀπό τόν ὁποῖο κατά σάρκα γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καί γιατί λέω γιά τόν Δαβίδ καί τόν ᾿Ιωνᾶ καί τόν Σολομώντα; ᾿Εκεῖ βρισκόταν καί ὁ ἴδιος ὁ μέγας ᾿Ιωάννης, ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους τούς προφῆτες, κηρύττοντας στόν ῞ᾼδη σ’ ὅλους ἀπό πρίν τόν Χριστό σάν μέσα ἀπό σκοτεινή μήτρα -ὅπως κάποτε βρέφος μέσα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του ᾿Ελισάβετ. 

Αὐτός εἶναι διπλός πρόδρομος καί κήρυκας πρός τούς ζωντανούς καί τούς νεκρούς. Αὐτός ἀπό τή φυλακή τοῦ ῾Ηρώδη παραπέμφθηκε -μέ τόν ἀποκεφαλισμό του- στήν πανανθρώπινη φυλακή τοῦ ῞ᾼδη τῶν δικαίων καί ἀδίκων κεκοιμημένων πού βρίσκονταν ἐκεῖ ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. 

Κ. ᾿Από ἐκεῖ, ἀπ’ τόν ῞ᾼδη, ὅλοι οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι μέ θερμές καί συνεχεῖς προσευχές πρός τόν Θεό μέσα ἀπό τήν καρδιά τους, ζητοῦν λύτρωση ἀπό τήν πολύ ὀδυνηρή καί σκοτεινή καί κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, ζοφερή καί κατασκότεινη νύχτα. Καί ὁ μέν ἕνας ἔλεγε πρός τόν Θεό· «᾿Από τήν κοιλιά τοῦ ῞ᾼδη ἄκουσε τήν κραυγή τῆς φωνῆς μου». Καί ὁ ἄλλος· «Μέσα ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἔκραξα πρός ᾿Εσένα, Κύριε. Κύριε ἄκουσε μέ προσοχή τή φωνή μου».

 Καί ἄλλος· «Φανέρωσε τό πρόσωπό Σου καί θά σωθοῦμε». Καί ἄλλος· «᾿Εσύ πού κάθεσαι ἐπάνω στόν Χερουβικό θρόνο, ἐμφανίσου». Καί ἄλλος· «Ντύσου τή μεγάλη Σου δύναμη καί ἔλα νά μᾶς σώσεις». Καί ἄλλος· «Κύριε, ἄς μᾶς προφθάσει ἡ εὐσπλαχνία Σου». Καί ἄλλος· «Γλύτωσε τήν ψυχή μου ἀπ’ τόν βαθύτατο ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «Κύριε, βγάλε τήν ψυχή μου ἀπό τόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «Κύριε, μή ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «῎Ας ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπ’ τή φθορά πρός ᾿Εσένα, Κύριε καί Θεέ μου». 

ΚΑ. ῞Ολους αὐτούς ἄκουσε ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεός ὁ Χριστός, καί δέν ἔκρινε δίκαιο τό νά ἐκδηλώσει τή φιλανθρωπία Του μόνο πρός αὐτούς πού ζοῦσαν κατά τήν ἐποχή Του ἤ μετά ἀπό αὐτήν, ἀλλά καί πρός ἐκείνους πού πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη καί κάθονταν στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου.

 Καί γι’ αὐτό αὐτούς πού ζοῦσαν ἐπάνω στή γῆ τούς ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός Λόγος μέ τό ἔμψυχο σῶμα, τίς δέ ψυχές πού ἦταν στόν ῞ᾼδη χωρίς σῶμα τίς ἐπισκέφθηκε μέ τήν ἔνθεη κι ἀμόλυντη ψυχή Του· χωρίς τό σῶμα, ὄχι ὅμως καί χωρίς τή Θεότητά Του. 

ΚΒ. Λοιπόν, ἄς τρέξουμε γρήγορα μέ τόν νοῦ κι ἄς βαδίσουμε στόν ῞ᾼδη, γιά νά δοῦμε πῶς ἐκεῖ μέ πανίσχυρη δύναμη νικᾶ ὁλοκληρωτικά τόν τύραννο τῶν σκλαβωμένων ψυχῶν καί πῶς μέ μεγάλη πανστρατιά, μέ τή λάμψη Του αἰχμαλωτίζει χωρίς χέρια τίς ἀθάνατες φάλαγγες τῶν δαιμόνων. Τίς θύρες πού δέν εἶναι θύρες σηκώνει ἀπό τή μέση καί τίς πύλες πού δέν εἶναι ξύλινες τίς σπάζει μέ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ θύρα. Καί μέ τά θεϊκά καρφιά συντρίβει καί κομματιάζει τούς αἰώνιους μοχλούς. Καί μέ τά δεσμά τῶν θεϊκῶν χεριῶν Του λειώνει σάν τό κερί τίς ἄλυτες ἁλυσίδες. Καί μέ τή λόγχη πού χτύπησε τή θεϊκή πλευρά Του, διατρυπᾶ τήν ἄσαρκη καρδιά τοῦ τυράννου. ᾿Εκεῖ συνέτριψε τή δύναμη τῶν τόξων του, ὅταν τέντωσε σάν τόξο ἐπάνω στόν Σταυρό τά θεῖα Του χέρια. Γι’ αὐτό, ἄν ἀκολουθήσεις μέ ἡσυχία τόν Χριστό, θά δεῖς τώρα, ποῦ ἔδεσε τόν τύραννο καί ποῦ κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἀνέσκαψε τή φυλακή τοῦ ῞ᾼδη καί ἐλευθέρωσε τούς φυλακισμένους. Πῶς πάτησε τό φίδι καί ποῦ κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἐλευθέρωσε τόν ᾿Αδάμ καί πῶς ἀνέστησε τήν Εὔα. Πῶς γκρέμισε τόν ἐνδιάμεσο τοῖχο, καί πῶς καταδίκασε τόν δηλητηριώδη δράκοντα, καί πῶς ἔστησε ἀνίκητα τρόπαια. Ποῦ θανάτωσε τόν θάνατο καί πῶς ἔφθειρε τή φθορά καί πῶς ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στό ἀρχικό του ἀξίωμα. 

ΚΓ. Αὐτός πού χθές ἀπό συγκατάβαση δέν ἤθελε νά Τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν ᾿Αγγέλων, καί ἔλεγε στόν Πέτρο «δέν μπορῶ νά παρακαλέσω τόν Πατέρα μου καί νά μοῦ στείλει γιά συμπαράσταση περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες ᾿Αγγέλων;», σήμερα κατεβαίνει κάτω στόν ῞ᾼδη καί τόν θάνατο, ὅπως ἁρμόζει σέ Θεό καί σέ Δεσπότη, γιά νά πολεμήσει μέ τόν θάνατό Του τόν τύραννο ὡς ἀρχηγός τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μόνο μέ δώδεκα λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες ᾿Αγγέλων, ᾿Εξουσιῶν, Θρόνων χωρίς θρόνους, ῾Εξαπτερύγων χωρίς φτερά, Πολυομμάτων χωρίς μάτια, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα ὡς Δεσπότη τους καί Βασιλιά προπέμπουν καί περιβάλλουν καί τιμοῦν, τόν Χριστό. ῎Οχι ὡς σύμμαχοι. Μή γένοιτο! Διότι ὁ παντοδύναμος Χριστός ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη; ᾿Αλλά τόν συνοδεύουν γιατί αὐτό Τοῦ τό ὀφείλουν καί ἀγαποῦν νά βρίσκονται κοντά στόν Δεσπότη Θεό. Αὐτές οἱ ᾿Αγγελικές τάξεις εἶναι σάν ἔμπιστοι δορυφόροι ὁπλίτες λαμπροί, κρατώντας σκῆπτρα τῆς θείας βασιλικῆς ἐξουσίας τοῦ Κυρίου, καί μόνο στό θεῖο νεῦμα Του τρέχουν νά προλάβουν μέ γρηγοράδα ἡ μιά τήν ἄλλη καί κάνοντας ἔργο καί πράξη τή διαταγή Του. 

Καί εἶναι καταστεφανωμένες μέ τό στεφάνι τῆς νίκης ἐναντίον τῶν παρατάξεων τῶν ἐχθρῶν καί τῶν παρανόμων. Γι’ αὐτό καί κατεβαίνουν τότε στούς δρόμους καί εἶναι μαζί συνοδοιπόροι τοῦ Θεοῦ καί Δεσπότη στά μέρη τοῦ ῞ᾼδη καί τά ὑπόγειά του, πού εἶναι βαθύτερα ἀπ’ ὅλη τή γῆ, καί κατοικητήρια ὑπόγεια τῶν κεκοιμημένων ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, καί ἔρχεται γιά νά τούς βγάλει μέ ἐξουσία αὐτούς τούς ἁλυσοδεμένους.

 ΚΔ. Μόλις, λοιπόν, ἔφτασε στά κατάκλειστα καί ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια τοῦ ῞ᾼδη, καί κατοικητήρια καί ὑπόγεια καί σπήλαια, ἡ θεϊκή καί λαμπρότατη παρουσία τοῦ Κυρίου, προχωρεῖ πρίν ἀπό ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, γιατί βέβαια, ὄντας ἀπό συνήθεια ἐκεῖνος πού φέρνει στούς ἀνθρώπους τίς ἀγγελίες τῆς χαρᾶς, μέ δυνατή φωνή, ἀρχαγγελικότατη καί στρατηγικότατη, ἔντονη καί σάν τοῦ λιονταριοῦ, λέει πρός τίς ἐχθρικές - δαιμονικές δυνάμεις· «᾿Ανοῖξτε, ἄρχοντες τίς πύλες σας». Μαζί του φωνάζει κι ὁ Μιχαήλ· «Καί γκρεμιστεῖτε αἰώνιες πύλες». Μετά οἱ Δυνάμεις προσθέτουν· «Φύγετε μακριά παράνομοι θυρωροί». Κι οἱ ᾿Εξουσίες λένε μ’ ὅλη τους τήν ἐξουσία· «Σπάστε ἄλυτες -γιά αἰῶνες- ἁλυσίδες». Καί ἄλλος ῎Αγγελος· «Ντροπή σας, ἀντίθετοι κι ἐχθροί». Καί ἄλλος· «Φοβηθεῖτε, τύραννοι καί παράνομοι, - γι’ αὐτό πού θά πάθετε». 

ΛΑ. Καθώς, λοιπόν, αὐτά ἔτσι γίνονταν στόν ῞ᾼδη καί λέγονταν καί ὅλα θορυβοῦνταν καί σείονταν, καί ὁ Κύριος κόντευε νά φτάσει στά πιό κατώτερα μέρη, ὁ ᾿Αδάμ, αὐτός πού δημιουργήθηκε πρίν ἀπό ὅλους, ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος, πού βρισκόταν πιό βαθειά ἀπό ὅλους, δεμένος πολύ γερά, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν πρός τούς φυλακισμένους καί ἀναγνώρισε τή φωνή Του καθώς περπατοῦσε μέσα στό δεσμωτήριο. Στράφηκε τότε πρός ὅλους ὅσοι ἦταν μαζί του γιά αἰῶνες δέσμιοι καί τούς εἶπε· ᾿Ακούω τόν ἦχο τῶν βημάτων Κάποιου πού ἔρχεται πρός ἐμᾶς. Καί ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε ᾿Εκεῖνος νά ἔλθει ἐδῶ, τότε ἐμεῖς θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπ’ τά δεσμά μας. ᾿Εάν Τόν δοῦμε πραγματικά ἀνάμεσά μας, τότε ἐμεῖς θά σωθοῦμε ἀπό τόν ῞ᾼδη.

 ΛΒ. Καί καθώς ὁ ᾿Αδάμ αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά ἔλεγε πρός ὅλους τούς συγκαταδίκους του, μπαίνει ὁ Κύριος κρατώντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις Τόν εἶδε ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδάμ, χτύπησε τό στῆθος του γεμάτος ἔκπληξη καί φώναξε μέ δυνατή φωνή πρός ὅλους λέγοντας· «῾Ο Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους». Καί ἀποκρίθηκε ὁ Χριστός καί εἶπε στόν ᾿Αδάμ· «῎Ας εἶναι μαζί καί μέ τό δικό σου πνεῦμα». Καί τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τόν σηκώνει καί τοῦ λέει· «Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι καί ἀναστήσου ἀπό τούς νεκρούς, καί θά σέ φωτίσει ὁ Χριστός». ᾿Εγώ, ὁ Θεός σου, πού γιά χάρη σου ἔγινα γιός σου, πού γιά χάρη σου καί σ᾿ αὐτούς πού κατάγονται ἀπό ἐσένα λέω τώρα, δίνοντάς τους μέ τήν ἐξουσία μου τήν ἐλευθερία ἀπ’ τά δεσμά τους· Βγεῖτε ἔξω. Καί σ’ ὅσους βρίσκονται στό σκοτάδι λέω· Λάβετε φῶς. Καί στούς κεκοιμημένους λέω· ᾿Αναστηθεῖτε.

 Καί ἐσένα, ᾿Αδάμ, προστάζω· Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι, γιατί δέν σέ δημιούργησα γι’ αὐτό, γιά νά μένεις δηλαδή φυλακισμένος στόν ῞ᾼδη. ᾿Αναστήσου ἀπό τούς νεκρούς. ᾿Εγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν νεκρῶν. ᾿Αναστήσου δικό μου πλάσμα, ἀναστήσου ἐσύ ἡ δική μου μορφή πού σέ δημιούργησα σύμφωνα μέ τή δική μου εἰκόνα. Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί ἐσύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σ’ ἐσένα. ᾿Εγώ ὡς ἄνθρωπος κι ἐσύ ἔχουμε τήν αὐτή φύση. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Θεός σου ἔγινα γιός σου. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Δεσπότης ἔλαβα τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά χάρη σου ἐγώ πού βρίσκομαι ὑψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, ἦλθα ἐπάνω στή γῆ καί κατέβηκα πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἀβοήθητος ἄνθρωπος ἀφημένος ἀνάμεσα στούς νεκρούς. Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπ’ τόν κῆπο -τῆς ᾿Εδέμ-, παραδόθηκα στούς ᾿Ιουδαίους μέσα στόν κῆπο -τῆς Γεθσημανῆ- καί μέσ᾿ στόν κῆπο σταυρώθηκα. ΛΓ. Δές στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού δέχτηκα γιά χάρη σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω ὅπως ἤσουν ὅταν σοῦ εἶχα δώσει τό ἐμφύσημά μου. Δές τά ραπίσματα πού δέχτηκα στά σαγόνια μου, πού τά καταδέχτηκα γιά νά ἐπαναφέρω τήν ἀλλοιωμένη μορφή σου στό κατ’ εἰκόνα μου. Δές στή ράχη μου τό μαστίγωμα πού τό καταδέχτηκα γιά νά διαλύσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου πού εἶχες ἐπάνω στήν πλάτη σου. Δές τά καρφωμένα μου χέρια πού καλῶς τά ἅπλωσα ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ γιά σένα πού κακῶς ἅπλωσες τά χέρια σου στό ἀπαγορευμένο ξύλο - δέντρο. Δές τά πόδια μου πού τρυπήθηκαν καί καρφώθηκαν στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιατί τά δικά σου πόδια κακῶς ἔτρεξαν πρός τό δέντρο τῆς παρακοῆς τήν ἕκτη ἡμέρα κατά τήν ὁποία βγῆκε ἐναντίον σου ἡ καταδικαστική ἀπόφαση, καί πάλι κατὰ τήν ἕκτη ἡμέρα ἐργάζομαι γιά τήν ἀνάπλασή σου καί γιά τό ἄνοιγμα τοῦ παραδείσου.

 ΛΔ. Γεύθηκα γιά χάρη σου τή χολή γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό τόν γλυκό ἐκεῖνο καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά καταργήσω ἀπό ἐσένα τό δριμύ κι ἀφύσικο ποτήριο τοῦ θανάτου. Δέχτηκα τόν σπόγγο γιά νά σβήσω τό χειρόγραφο πού ἔγραφε τίς ἁμαρτίες σου. Δέχτηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. ῞Υπνωσα ἐπάνω στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα μέ λόγχη στήν πλευρά, γιά σένα πού σέ ὕπνωσα στόν Παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. ῾Η δική μου πλευρά θεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. ῾Ο δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλει ἔξω ἀπό τόν ὕπνο σου στόν ῞ᾼδη. ῾Η λόγχη πού μέ τρύπησε σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου. 

ΛΕ. Σήκω, λοιπόν, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Σέ ἔβγαλε ὁ ἐχθρός ἀπό τόν γήινο Παράδεισο. Σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον στόν Παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Σέ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό τυπικό δέντρο τῆς ζωῆς, τώρα ὅμως ἑνώθηκα μαζί σου ἐγώ πού εἶμαι ἡ Ζωή. Διέταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα κάνω τά Χερουβίμ νά σέ προσκυνήσουν ὡς θεό. Κρύφτηκες τότε ἀπό τόν Θεό γιατί ἤσουν γυμνός, νά ὅμως τώρα πού ἔκρυψες μέσα σου γυμνό τόν Θεό. Ντύθηκες τόν δερμάτινο χιτώνα τῆς ντροπῆς, ἀλλά ἐγώ ὄντας Θεός ντύθηκα τόν ματωμένο χιτώνα τῆς σάρκας. 

Γι’ αὐτό σηκωθεῖτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τήν ὀδύνη στήν εὐφροσύνη, ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία, ἀπό τή φυλακή στήν ἄνω ῾Ιερουσαλήμ, ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεση, ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. 

ΛΣΤ. Γι’ αὐτόν τόν σκοπό πέθανα καί ἀναστήθηκα, γιά νά γίνω Κύριος νεκρῶν καί ζωντανῶν. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας μου περιμένει τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐννενήντα ἐννιά πρόβατα τῶν ᾿Αγγέλων περιμένουν τόν σύνδουλό τους ᾿Αδάμ πότε νά ἀναστηθεῖ, καί πότε νά ἀνέβει, καί πότε νά ἐπιστρέψει πρός τόν Θεό. ῾Ο Χερουβικός θρόνος ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. ῾Ο χῶρος τοῦ γάμου ἔχει προετοιμαστεῖ. Τό δεῖπνο εἶναι στρωμένο. Οἱ αἰώνιες σκηνές καί οἱ τόποι διαμονῆς εἶναι ἕτοιμοι.

 ῎Εχουν ἀνοιχτεῖ οἱ θησαυροί τῶν ἀγαθῶν, ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρίν ἀπό αἰῶνες. Τά ἀγαθά πού περιμένουν τόν ἄνθρωπο δέν τά ἔχει δεῖ μέχρι τώρα μάτι καί αὐτιά δέν ἄκουσαν γι’ αὐτά, καί δέν τά ἔβαλε νοῦς ἀνθρώπου. 

ΛΖ. Αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά εἶπε ὁ Κύριος. Καί ἀνασταίνεται ὁ Χριστός καί ὁ ἑνωμένος μαζί Του ᾿Αδάμ κι ἀνασταίνεται μαζί καί ἡ Εὔα. ᾿Αναστήθηκαν καί πολλά ἄλλα σώματα δικαίων πού εἶχαν πεθάνει ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, κηρύττοντας τήν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία, οἱ πιστοί ἄς τήν ὑποδεχτοῦμε κι ἄς τή δοῦμε κι ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε, χορεύοντας μαζί μέ τούς ᾿Αγγέλους καί γιορτάζοντας μαζί μέ τούς ᾿Ασωμάτους καί δοξάζοντας μαζί τους τόν Χριστό πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τή φθορά καί μᾶς ζωοποίησε. 

Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν χωρίς ἀρχή Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα Του, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. ᾿Αμήν».


Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Αὐτός ὁ μέγας καί θαυμαστός Ἐπιφάνιος καταγόταν από τή χώρα τῆς Φοινίκης, από τίς πλησιόχωρες περιοχές τῆς Ἐλευθερουπόλεως, καί οἱ γονεῖς του ἦσαν γεωργοί. Ἀνατράφηκε σέ μικρή οἰκία, τέτοια πού εἶχαν φτωχοί καί γεωργοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος δέ ἔλαμψε στήν κατά Θεόν ἀρετή καί ἔφτασε στό ἀκρότατο ὕψος τῆς εὐσεβοῦς καί θεάρεστης πολιτείας. Διότι ἐνῶ οἱ γονεῖς του παρέμειναν στή λατρεία καί στή σκιά τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί δέν μπόρεσαν νά δοῦν τό φῶς τῆς χάρης, ὁ ἴδιος ἔσπευσε πρός τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, παίρνοντας ὡς ἀφορμή κάτι θεωρούμενο μικρό.

Κάποιος λοιπόν Κλεόβιος τοῦ θεράπευσε τήν πληγή πού ὑπέστη στόν μηρό, ὅταν ἔπεσε ἄτακτα ἀπό τόν ὄνο πού καβαλίκευε – γιατί ὁ ὄνος ταράχτηκε ἀπό κάτι καί μάλιστα σκοτώθηκε - κι ἀπό τότε ἄρχισε νά ἔχει λογισμούς ἀμφιβολίας καί νά μή προσέχει ἰδιαίτερα στή δουλεία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Νόμου. Ὕστερα δέ, καθώς συνάντησε κάποιο μοναχό Λουκιανό, τόν εἶδε τί ἔκανε ὅταν συνάντησε αὐτός ἕνα πτωχό πού τοῦ ζητοῦσε φαγητό: τοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο φαγητό ἀλλά καί τό ἔνδυμα πού φοροῦσε. Καί τήν ἴδια ὥρα ντύθηκε ὁ Λουκιανός ἀπό τόν οὐρανό ἄλλο (λευκό) ἔνδυμα. Τά εἶδε αὐτά ὁ Ἐπιφάνιος καί προσῆλθε στή χριστιανική πίστη, δεχόμενος τό ἅγιο βάπτισμα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς.

Τά ὑπόλοιπα θαυμαστά πού ἔκανε στή ζωή του εἶναι πολύ δύσκολο νά τά διηγηθεῖ κανείς μέ συντομία. Αὐτό μόνο εἶναι ἀναγκαῖο νά ποῦμε, ὅτι δηλαδή ἀπό πολύ νέος στήν ἡλικία, ὅταν εἶχε πιστέψει πιά στόν Χριστό, ἀμέσως μόνασε μέ ὅσιο τρόπο καί ξεπέρασε στήν ἐγκράτεια καί στούς ἀσκητικούς κόπους ὅλους τούς ὑπολοίπους μοναχούς. Κι ὅταν ἔφτασε στό ἀνώτερο στάδιο τῆς ἀρχιερωσύνης, ἡ ζωή του ἦταν ἀντίστοιχη μέ ὅσα πρίν ὡς μοναχός ζοῦσε. Διότι στά προηγούμενα χρόνια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ζοῦσε ἀσκητικά ὅπως εἴπαμε, ἀλλά καί ἔκανε πολλά θαύματα καί θεράπευσε πολλούς ἀσθενεῖς. Στά μετέπειτα δέ χρόνια μετά τήν ἱερωσύνη, ἔκανε τά ἴδια, ἀλλά καί δίδασκε ὀρθά τή χριστιανική πίστη καί μόρφωνε ὅλους τούς χριστιανούς μέ τό πλῆθος τῶν συγγραμμάτων του, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ἀντιμετώπισε πολλούς πειρασμούς ἀπό τούς κακόδοξους. Ἔζησε ἑκατόν δεκαπέντε ἔτη, ὅπως ὁ ἴδιος τό εἶπε στόν βασιλέα Ἀρκάδιο πού τόν ρώτησε, καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριο, ὄχι ὅμως στόν οἰκεῖο του θρόνο, ὅπως τοῦ ἔγραψε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐπειδή συναίνεσε κι αὐτός στήν ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ δέ Ἐπιφάνιος ἔγραψε καί ὁ ἴδιος ὡς ἀπάντηση: οὔτε κι ἐσύ θά φθάσεις νά δεῖς τόν τόπο στόν ὁποῖο στέλνεσαι ἐξορία. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στόν ἁγιότατο ναό του πού βρίσκεται μέσα στόν ἅγιο Φιλήμονα[1].

Ὁ μέγας πατήρ καί ὑμνογράφος τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ὅσιος Ἰωάννης Δαμασκηνός[2] ἐπικεντρώνει πολλαπλῶς τήν προσοχή μας στό πρῶτο κατ' αὐτόν στοιχεῖο πού πρέπει νά προσέξουμε: τή μεταστροφή τοῦ ἁγίου ἀπό τήν Ἰουδαϊκή πίστη στή χάρη τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, ὁ Μωσαϊκός Νόμος λειτούργησε κατά τόν τρόπο πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὡς “παιδαγωγός εἰς Χριστόν[3]. Δεν εἶχε δηλαδή κάλυμμα στόν νοῦ του ὁ Ἐπιφάνιος, ὅταν μελετοῦσε τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ἔχοντας τήν ψυχή του ἀνοικτή εἶδε τό νόημα τοῦ Νόμου πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Διότι μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, στόν Χριστό “στοχεύει”. Χωρίς τόν Χριστό παραμένει κλειστή καί ἀνερμήνευτη. “Ὅ,τι ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆται γιά μένα τό ἔγραψαν” ἀπεκάλυψε τό ἀψευδές στόμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας[4]. “Ὁ Νόμος τοῦ γράμματος ἔγινε γιά σένα παιδαγωγός εἰς Χριστόν, Ἐπιφάνιε”, ἀναφέρει ἤδη ἀπό τά πρῶτα ἑσπέρια τροπάριο ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, “γιατί σοῦ ἔδειξε τή χάρη τῆς θεογνωσίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ πού ἄστραψε (στήν καρδιά σου), χάρη πού προγραφόταν μυστικά καί λειτουργοῦσε ὡς τύπος μέ ἐντελῶς διάφανο τρόπο”[5].

Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο νά δεχθεῖ τή μεγάλη αὐτή χάρη τῆς μεταστροφῆς (ὅπως καί τῆς ἀδελφῆς του ἄλλωστε: ὠδή γ΄), κάτι πού δέν μπόρεσαν να δεχθοῦν οἱ γονεῖς του γιά παράδειγμα ἤ καί πολλοί ἄλλοι Ἰουδαῖοι; Τό ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: ἦταν (πέραν τῆς εὐεργεσίας πού δέχτηκε ἀπό τόν Κλεόβιο, τόν “θεοειδῆ ἄνθρωπον”:ὠδή α΄ πού τόν θεράπευσε) ἡ ἁγνότητα τῆς ἀναζήτησής του, ὁ πόθος του καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, πρῶτα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι τοῦτο μία μεγάλη ἀλήθεια που διαλαλεῖ πάντοτε ἡ χριστιανική πίστη: δέν ὑπάρχει περίπτωση νά βρεθεῖ ἄνθρωπος ὅπου γῆς, πού νά ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια, νά ποθεῖ τόν Θεό, ἔστω καί ἄγνωστό Του στήν ἀρχή, πού νά μήν καθοδηγηθεῖ ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό – μέσα ἀπό ἀνθρώπους Του τίς περισσότερες φορές – γιά νά Τόν συναντήσει καρδιακά καί πραγματικά. Ὅπως ὁ ἴδιος πάλι τό τόνισε: “Ὅποιος ἀγαπάει τήν ἀλήθεια, θά ἀκούσει τή φωνή Μου”[6]. “Καταλήφθηκες ἀπό τόν πόθο τοῦ θείου Νόμου, Πάτερ Ἐπιφάνιε, καί πρόκρινες τό δίκαιο ἀπό τό ἄδικο, γι' αὐτό καί μέσα ἀπό σύμβολα δέχτηκες τή σωτήρια πίστη τῆς ἁγίας Τριάδος”[7] (ὠδή α΄). Τήν πρόκριση αὐτή μάλιστα ὁ ὑμνογράφος τή θεωρεῖ ὡς τήν κατεξοχήν ἔξυπνη κίνηση τοῦ Ἐπιφανίου. Μπορεῖ δηλαδή νά ἦταν ὑποδουλωμένος στούς Μωσαϊκούς νόμους, ἀλλά τελικά ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔλαμψε μέσα του καί τόν ἔκανε μαθητή τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Λειτούργησε δηλαδή ὡς “ἀγχίνους”, ὡς ἔξυπνος ἄνθρωπος, γιατί “βλέποντας ποῦ ὁδηγεῖ ἡ κάθε μία ἀπό τίς δύο Διαθῆκες ἦλθες ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία”[8] (Δοξαστικό στιχηρών ἑσπερινοῦ). Κι αὐτό θά πεῖ κατ' ἐπέκταση: ἔξυπνος, μέ χριστιανικά κριτήρια, εἶναι ὄχι αὐτός πού ἁπλῶς ξέρει νά χρησιμοποιεῖ τό μυαλό του γιά τά ἐπίγεια πράγματα, ἀλλά αὐτός πού μπορεῖ νά διακρίνει τό αἰώνιο ἀπό τό πρόσκαιρο, αὐτό πού ὑποδουλώνει ἀπό αὐτό πού ἐλευθερώνει, κι αὐτό εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (βλ. καί ὠδή α΄).

Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἀναλίσκεται στή φανέρωση τῶν θαυμασίων πού ἐπιτελοῦσε δι' αὐτοῦ ὁ Θεός: θαύματα καί ἰάσεις, ἀλλά καί μεταστροφές χαρισματικές λόγω τῆς διδασκαλίας του, βάση τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἁγία ἀσκητική ζωή του. “Ὁ ἔνθεος βίος πού συνέδραμε μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα σέ ἑτοίμασε νά ἐπιτελεῖς τά θαυμάσια καί νά ἐκδιώκεις τό θράσος τῶν δαιμόνων καί νά καταπαύεις τούς πόνους τῶν δύσκολων νοσημάτων μέ τίς προσευχές σου”[9] (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι αὐτός ὁ συνδυασμός τοῦ ἐνθέου βίου μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα εἶναι γιά τόν ἅγιο ποιητή ό,τι καθορίζει τόν διδάσκαλο τοῦ χριστιανισμοῦ. Δηλαδή δάσκαλος ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὅποιος γνωρίζει μ' ἕναν νοησιαρχικό ἴσως τρόπο τά δόγματα τῆς πίστεως – αὐτά μπορεῖ ἴσως νά τά “μάθει” κι ἕνας... ἄθεος! Ἀλλά αὐτός πού ὑποστηρίζει τή διδασκαλία μέ τήν ἔνθεη ζωή του. Αὐτό δέν ἀπεκάλυψε καί ὁ Κύριος; “Ὁ ποιήσας καί διδάξας μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν”[10]. “Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, ἀλλά ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν[11]. Καί σημειώνει τό ἑξῆς σημαντικό ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: αὐτός ὁ διδάσκαλος διδάσκει ὄχι ἐξ ἑαυτοῦ, ἀλλά καθοδηγούμενος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο – ὁ λόγος του φέρει τήν αὐθεντία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ! Στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ σημειώνει: “Λόγω τῆς πνευματικῆς σου σοφίας, Ἐπιφάνιε μακάριε, φάνηκες διδάσκαλος τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Κι ἀφοῦ βρῆκες τόν Χριστό ὡς ὁδηγό σου, διέλυσες τίς σκέψεις καί τίς διδασκαλίες τῶν κακοδόξων αἱρετικῶν”[12].

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος χαρακτηρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας (Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος) μέγας Πατέρας αὐτῆς. Τό ἀντιαιρετικό του ἰδίως ἔργο ὅπως εἴδαμε διέλυσε τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν καί στήριξε τήν Ἐκκλησία. Μένει ἀσχολίαστο ὅμως ἀπό τόν ἅγιο ὑμνογράφο τό “παράδοξο” γιά ἐμᾶς τούς κατοπινούς χριστιανούς γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος κατεδίκασε κι αὐτός τόν ἅγιο Χρυσόστομο: καί μέ τή δική του ὑπογραφή ἐξορίστηκε ὁ μέγας Πατέρας καί Οἰκουμενικός διδάσκαλος!

Καί οἱ δύο ἅγιοι. Καί οἱ δύο “ἀετοί” τῆς θεολογίας. Καί οἱ δύο Πατέρες. Γιατί καί πῶς αὐτό; Ίσως γιατί ἡ ἁγιότητα δέν προσμετρᾶται μέ συγκαιρινές ἀποφάσεις. Ἴσως γιατί σ' ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία λειτουργοῦν πολλές παράμετροι πού δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε καί νά ἀποφύγουμε. Ἴσως γιατί καί ἕνας ἅγιος δέν εἶναι... τέλειος! Ὁ μεγάλος Πατρολόγος μακαριστός καθηγητής Στυλιανός (μοναχός Γεράσιμος) Παπαδόπουλος ἐπιλέγει στή διεισδυτική ἀναφορά του γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο: “Ἡ ἄκριτη συμπεριφορά τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου στόν ἀγώνα του κατά τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὁδήγησε στήν καταδίκη τοῦ τελευταίου, πού ἦταν τότε ἡ μεγαλύτερη μορφή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὀρθόδοξος λοιπόν Ἐπιφάνιος, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά παρακολουθήσει τήν αὐξητική πορεία τῆς θεολογίας κι ἐπειδή κυριαρχήθηκε ἀπό ζηλωτισμό, ἀπέβη παραδοσιοκράτης καί γι' αὐτό πολέμιος τῶν μεταθανασιανῶν διαμορφωτῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς σκέψεως, δηλαδή τῶν Καππαδοκῶν καί τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ Ἐκκλησία ἐντούτοις παρέβλεψε τά σφάλματά του, τιμᾶ τό λοιπό ἀξιόλογο ἔργο του καί ἑορτάζει τή μνήμη του στις 12 Μαΐου”[13].

Τό θέμα τελικά εἶναι πώς καί οἱ δύο ἅγιοι ἀπολαμβάνουν ἀγκαλιασμένοι μέσα στόν Χριστό τήν εὐλογημένη παρουσία Ἐκείνου, εὐχόμενοι ἀπό κοινοῦ γιά τή σωτηρία τή δική μας καί ὅλου τοῦ κόσμου. Κι αὐτό εἶναι τό σημαντικότερο! Γιατί ἀπό τό τέλος κρίνονται ὅλα! “Βασιλιά τῶν βασιλιάδων Ἅγιε, μοναρχική ἁγία Τριάδα, Σύ πού δεσπόζεις σέ ὅλα, δῶσε σ' αὐτούς πού Σέ ἀνυμνοῦν τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν καί χωρίς πειρασμούς τήν κατάσταση ὅλης τῆς ζωῆς τους, μέ τίς προσευχές τοῦ Ἐπιφανίου”[14] (ὠδή θ΄).


[1] Ἀπό τό συναξάρι τοῦ Μηναίου.

[2] Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός (περ. 676 – 4 Δεκεμβρίου 749) ἀποτελεῖ μεγάλο Πατέρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Διακρίθηκε γιά τή θεολογική του ἐμβρίθεια - ἦταν αὐτός πού θεολόγησε κατεξοχήν στό θέμα τῶν ἱερῶν εἰκόνων – καί γιά τό ποιητικό ὑμνογραφικό του χάρισμα.

[3] Γαλ. 3, 24.

[4] Πρβλ. Λουκ. 24, 27 κ.α.

[5] Νόμοις ὁ ἐν γράμματι, παιδαγωγός σοι γεγένηται,εἰς Χριστόν, Ἐπιφάνιε, δεικνύς τήν ἀστράψασαν τοῦ Σωτῆρος χάριν τῆς θεογνωσίας, προγραφομένην μυστικῶς καί τυπουμένην διαφανέστατα”.

[6] Ιωάν. 18, 37: “Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας, ἀκούει μου τῆς φωνῆς».

[7] Πόθῳ θείου νόμου συσχεθείς καί τοῦ ἀδίκου προκρίνας τό δίκαιον, Πάτερ Ἐπιφάνιε, συμβολικῶς ἐδέξω τήν σωτήριον πίστιν τῆς Τριάδος”.

[8] ὡς ἀγχίνους, τοῖς ἀμφοῖν διαθηκῶν κατά νοῦν εἰληφώς ἔκβασιν, ἀπό δουλείας εἰς ἐλευθερίαν μεταβέβηκας”.

[9] Ὁ βίος ὁ ἔνθεος, τᾣ ὀρθοδόξῳ φρονήματι συνδραμών παρεσκεύασε τελεῖν τά θαυμάσια καί δαιμόνων θράσος, Πάτερ, ἀπελαύνειν, καί νοσημάτων χαλεπῶν τάς ἀλγηδόνας παύειν ἐντεύξεσιν”.

[10] Πρβλ. Ματθ. 5, 19.

[11] Ματθ. 7,21.

[12] Τῆς ὀρθοδόξου πίστεως διά τήν πνευματικήν σοφίαν, διδάσκαλος ὤφθης, Ἐπιφάνιε μακάριε· καί Χριστόν εὑρών ποδηγέτην, τάς βουλάς τῶν κακοδόξων αἱρετικῶν διεσκέδασας”.

[13] Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σελ. 723.

[14] Ἄναξ τῶν ἀνάκτων Ἅγιε, μοναρχική Τριάς, ἡ πάντων δεσπόζουσα, τοῖς ὑμνοῦσί σε τήν τῶν πταισμάτων συγχώρησιν καί τοῦ βίου παντός τήν κατάστασιν ἀπείραστον παράσχου, Ἐπιφανίου ταῖς ἐντεύξεσιν”.

11 Μαΐου 2021

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ


Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.

                                      


Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τὶς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τὶς πύλες τοῦ Ἅδη  μὲ τὶς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τὶς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη, ή μόνον τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».



Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου τοῦ ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκύλα (=λάφυρα).



Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. 



Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.



Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι τοῦ τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.



Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.



Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».



Τέλος, ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ᾿ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ  κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» 


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ

Τήν 11η τοῦ μηνός Μαΐου ἑορτάζει ἡ ᾽Εκκλησία μας τή μνήμη τῶν δύο ἰσαποστόλων ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, φωτιστῶν τῶν Σλαύων. Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔζησαν τόν ἔνατο μ. Χ. αἰ., σέ ἐποχή καθοριστική γιά τό Βυζάντιο, ἀφοῦ τότε ἐπῆλθε τό πρῶτο λεγόμενο σχίσμα τῆς Δυτικῆς ᾽Εκκλησίας ἐπί πατριάρχου Φωτίου. ῏Ησαν ῞Ελληνες ἀπό τή Θεσσαλονίκη, καταγόμενοι ἀπό πλούσια καί ἀριστοκρατική οἰκογένεια, πού τούς ἔδωσε τή δυνατότητα νά σπουδάσουν σέ πλάτος καί βάθος. Ὁ Κύριλλος μάλιστα – Κωνσταντίνος πρίν γίνει μοναχός καί ἀλλάξει τό ὄνομά του – πού ἦταν καί μικρότερος ἀπό τόν Μεθόδιο, σπούδασε μαθηματικά, φιλοσοφία, ἀστρονομία καί μουσική, κι ἔγινε καί καθηγητής φιλοσοφίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας, πιθανόν διάδοχος τοῦ ἁγίου Φωτίου. Ὁ Μεθόδιος, μέ πλατιά καί αὐτός μόρφωση, διακρίθηκε κυρίως γιά τίς διοικητικές του ἱκανότητες καί τό ὀργανωτικό καί πρακτικό του πνεῦμα, κάτι πού φανερώθηκε ἰδιαιτέρως, ὅταν ἀνέλαβε διοικητής σέ περιοχές κοντά στούς Σλαύους.

Ἡ πίστη τους στόν Χριστό ἦταν πολύ θερμή καί βαθιά, γι᾽ αὐτό καί οἱ δύο ἀπεφάσισαν νά ἀποσυρθοῦν ἀπό τά ἐγκόσμια καί νά γίνουν μοναχοί. ῎Ηδη ὅμως εἶχαν δείξει καί τήν ἱεραποστολική τους διάθεση, ἀφοῦ εἶχαν ἀναλάβει διάφορες ἀποστολές μέσα στά πλαίσια τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Σ᾽αὐτούς λοιπόν τούς χαρισματούχους ἀπό κάθε πλευρά ἄνδρες ἀνατέθηκε ὁ ἐκχριστιανισμός ἑνός τμήματος τῶν Σλαύων, σέ ἐποχή πού αὐτοί ἤδη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στά ὅρια τοῦ Βυζαντίου, ἀναζητώντας ταυτότητα καί πατρίδα. ῏Ηταν γνωστή ἄλλωστε ἡ τακτική τοῦ Βυζαντίου, ὅταν ἐπρόκειτο γιά βαρβαρικούς λαούς. Προκειμένου ν᾽ ἀποτελοῦν ἀπειλή τῆς αὐτοκρατορίας, τούς ἔκανε συμμάχους ἐκχριστιανίζοντάς τους. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τούς Σλαύους. ᾽Ανέλαβαν λοιπόν τήν ἀποστολή οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί, γνωστοί καί ἀπό ἄλλες, καθώς εἴπαμε, ἐπιτυχημένες ἀποστολές.

Πρίν φύγουν, κατέστρωσαν τά σχέδιά τους. Θέλοντας νά κάνουν ἔργο εἰς βάθος, ἔφτιαξαν ἀλφάβητο γιά τόν λαό στόν ὁποῖο θά ἀπευθύνονταν, δεδομένου ὅτι ἐκεῖνοι δέν εἶχαν γραφή. Καί τό ἀλφάβητο αὐτό τό δημιούργησαν μέ βάση τό ἑλληνικό, ἀλλά καί τά ἰδιαίτερα φθογγολογικά σημεῖα ἀπό τή γλώσσα τῶν Σλαύων. Τή σλαυική γλώσσα πρέπει νά τήν γνώριζαν καί ἀπό τό ὅτι ὁ Μεθόδιος εἶχε χρηματίσει διοικητής σέ σλαυικές ἐπαρχίες, ἀλλά καί ἀπό τό ὅτι κατά πᾶσα πιθανότητα στήν οἰκογένειά τους πρέπει νά εἶχαν σλαύους ὡς ὑπηρέτες. Δημιούργησαν λοιπόν ἀλφάβητο, τό γλαγολιτικό καί μετέπειτα Κυρίλλειο λεγόμενο, μετέφρασαν κείμενα τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τῆς ᾽Εκκλησίας καί μέ συνεργάτες ξεκίνησαν γιά τό μεγάλο τους ἔργο. ᾽Από τίς πρῶτες φροντίδες τους ἦταν νά πλαισιωθοῦν ἀπό ντόπιους, Σλαύους συνεργάτες. Καί στόχος τους ἦταν νά κηρύξουν τή χριστιανική πίστη, δίνοντας μόνο τήν πρώτη ὤθηση γιά τόν ἐκχριστιανισμό τους. Μέ ἄλλα λόγια σταθερή βούλησή τους ἦταν νά ἐνεργοποιήσουν τόν λαό αὐτό, ὥστε στή συνέχεια οἱ ἴδιοι νά ὀργανώσουν μέ τόν τρόπο πού ἐκεῖνοι ἤθελαν τήν ζωή τους. Τά προβλήματα βεβαίως πού συνάντησαν δέν ἦταν λίγα. Καί τά περισσότερα προέρχονταν ὄχι ἀπό τούς ἐκχριστιανιζομένους, ὅσο ἀπό ἐκπροσώπους τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς Ρώμης. Τελικά ὅμως ἡ ὅλη τους προσπάθεια πέτυχε: ὁ Χριστιανισμός ρίζωσε στά μέρη ἐκεῖνα, οἱ ἴδιοι ὅμως ἄφησαν στό ἔργο αὐτό τήν τελευταία τους πνοή. Ὁ μέν Κύριλλος πέθανε στή Ρώμη τό 869 μ.Χ., ὅταν εἶχε πάει ἐκεῖ, γιά νά διευθετήσει μέ τόν ἐπίσκοπο Ρώμης θέματα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλαύων, ὁ δέ Μεθόδιος τό 885, στά χώματα τῆς ἱεραποστολῆς του, ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σλαύων.

᾽Από τά ἐλάχιστα προαναφερθέντα στοιχεῖα γιά τούς μεγάλους αὐτούς ἀγίους ἰσαποστόλους θά μπορούσαμε, ἐπιγραμματικά, νά σημειώσουμε τά ἑξῆς:

1) Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ὑπῆρξαν γνησιότατοι ῞Ελληνες ἐκ Θεσσαλονίκης, μέ τήν πραγματική καί ὁλοκληρωμένη ὅμως σημασία τοῦ ὅρου ῞Ελληνας. Δηλαδή ὑπῆρξαν ἄνθρωποι οἰκουμενικοί, πού ἔκλειναν μέσα στήν καρδιά τους τόν κόσμο ὅλο. Διότι αὐτό εἶναι ὁ ῞Ελληνας: ὄχι ὁ στενόκαρδος τοπικιστής, ἀλλ᾽ ὁ μεγαλόψυχος καί παγκόσμιος ἄνθρωπος. Καί τέτοιος εἶναι ὁ ῞Ελληνας κυρίως μετά τήν ἀπόκτηση τῆς πίστεώς του στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Ἡ οἰκουμενικότητα ἀφενός τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ἡ οἰκουμενικότητα ἀφετέρου τοῦ χριστιανισμοῦ ἔχουν πλατύνει τήν καρδιά του καί τόν ἔχουν κάνει, ἐνῶ ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί εἶναι ἕτοιμος νά θυσιαστεῖ γι᾽ αὐτήν – μή ξεχνᾶμε τή φιλοπατρία τῶν ῾Ελλήνων ὡς βασική τους ἀρετή – νά βλέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο ὡς ἀδέλφια καί δυνάμει μετόχους τῆς πολιτιστικῆς του κληρονομιᾶς. Τέτοιοι λοιπόν παγκόσμιοι ἄνθρωποι ἦταν καί οἱ ἅγιοί μας.

2) Ποτέ δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν οἱ ἅγιοι ὡς ὄργανα τοῦ Βυζαντίου γιά κατακτητικούς σκοπούς. ᾽Εκτός ἀπό τό ὅτι δέν εἶχε τέτοια πολιτική τό Βυζάντιο, οἱ ἁγιασμένοι αὐτοί ἀδελφοί κινοῦνταν στίς ἐνέργειές τους ἀπό τήν ἀγάπη τους στό Χριστό καί τόν συνάνθρωπο. Οἱ ἴδιοι οἱ παλαιοσλαβονικοί βίοι τους ἐπισημαίνουν τήν παραπάνω ἀλήθεια, τονίζοντας ὅτι ἔβλεπαν τούς Σλαύους ὡς πλανεμένα λόγω εἰδωλολατρίας ἀδέλφια τους.

3) ᾽Ακριβῶς γιά τόν παραπάνω λόγο, στάθηκαν ἔναντι τῶν Σλαύων μέ ἀπόλυτο σεβασμό. Δέν θέλησαν νά τούς ὑποτάξουν, δέν τούς φέρθηκαν σάν νά ἦσαν κατώτερα ὄντα. Τούς εἶδαν ὡς ἰσότιμους, πού ἁπλῶς ἔπρεπε στήν ἀρχή νά βοηθηθοῦν. ᾽Απόδειξη: τούς μίλησαν στή γλώσσα τους καί πῆραν ὡς συνεργάτες τους Σλαύους. Μέ τή δημιουργία μάλιστα τοῦ ἀλφαβήτου ὄχι μόνο τούς ἔδωσαν τή δυνατότητα νά γνωρίσουν πληρέστερα τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά ἔθεσαν ταυτοχρόνως καί τίς βάσεις γιά τήν πολιτιστική τους ἀνάπτυξη. Ὅλος ὁ πολιτισμός τῶν Σλαύων ῾πατάει᾽ στό ἔργο τῶν Θεσσαλονικέων ἀδελφῶν. Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι αὐτοί πού κυρίως ἑορτάζουν καί πανηγυρίζουν στή μνήμη τους εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Σλαῦοι, μέ ὅλη τήν ποικιλία τους.

4) Πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι χαρισματικοί, ἐργάστηκαν πολύ σκληρά καί συστηματικά. Δέν στηρίχτηκαν δηλαδή μόνο στό ταλέντο καί τήν ἔμπνευσή τους γιά τήν τεράστια ἀποστολή πού ἀνέλαβαν, ἀλλά προγραμμάτισαν τήν ὅλη προσπάθειά τους. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀλφαβήτου - ἔργο κατεξοχήν ἐπίπονο - ἡ εὕρεση συνεργατῶν κλπ. ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τό ἀληθές. Κι εἶναι μεγάλο παράδειγμα ὁ τρόπος αὐτός δράσεώς τους γιά μᾶς τούς νεοέλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε συνηθίσει, στηριγμένοι μόνο στό ταλέντο καί τή φαντασία μας, χωρίς ὅμως πολύ κόπο καί δουλειά, νά θέλουμε νά ἐπιτυγχάνουμε σ᾽ αὐτό πού κάνουμε. Μέ ἄλλα λόγια γιά τήν ἐπιτυχία ἑνός ἔργου, καί μάλιστα μεγάλου, ἡ ἔμπνευση μόνη δέν ἀρκεῖ.

5) Τό μυστικό τῆς ἐπιτυχίας τους ἦταν τό ὅτι ἀνέλαβαν τήν ἀποστολή τους ἀποφασισμένοι νά πεθάνουν γι᾽ αὐτήν. Κάτι πού ἔγινε. Καί μᾶς διδάσκουν ὅτι τότε πετυχαίνει ἕνας ἱερός σκοπός, ὅταν δέν τόν ἀντιμετωπίζει κανείς ὡς ἀγγαρεία, ἀλλ᾽ ὡς κάτι πού περιέχει τό στοιχεῖο τῆς αὐτοθυσίας. ῎Αν, κοντολογίς, σέ κάτι πού πιστεύω ὅτι εἶναι ἐκ Θεοῦ δέν ἀποφασίσω καί τόν θάνατό μου γι᾽ αὐτό, τότε δέν πρόκειται νά ἐπιτύχω τίποτε. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό τό ἔργο τῶν ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου ἦταν συνέχεια τοῦ ἔργου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.