28 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

 


Την περασμένη Κυριακή, Κυριακή του Παραλύτου, 
ιερούργησε στον Ναό μας και κήρυξε τον Θείο Λόγο
ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ.

 Για να δείτε φωτογραφίες πατήστε στο εικονίδιο "ΦΩΤΟΑΝΤΑΜΩΜΑ". 

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΤΥΧΗΣ Ή ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ

«Ο άγιος Ευτυχής ή Ευτύχιος διέπρεψε ως αληθινός εργάτης του Χριστού και υπηρέτης της Εκκλησίας, τόσο με τη συνεχή και καρποφόρα διδασκαλία του, όσο και με τα άμεμπτα και εποικοδομητικά έργα του. Ήταν άγρυπνος και τεχνικότατος αλιέας των ψυχών, φιλόστοργος δε πατέρας τους, έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τη ασφάλεια και τη σωτηρία τους. Συνελήφθη και έμεινε σταθερός στην αγία πίστη μας κι έλαβε μαρτυρικό τέλος: τον ρίξανε οι τύραννοι στα νερά και πνίγηκε μέσα σε αυτά»[1].

Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει πολλούς ύμνους στο να τονίσει το ιδιαίτερο μαρτυρικό τέλος του αγίου Ευτυχίου - το πνίξιμό του στα νερά - δίνοντας όμως ταυτόχρονα και την πνευματική ερμηνεία του τραγικού γεγονότος: πριν από το πνίξιμό του ῾έπνιξε᾽ ο ίδιος τους άφρονες αθέους με τη δύναμη των λόγων του, ενώ με το διά πνιγμού τέλος του έπνιξε και τον πονηρό διάβολο, τον ῾άσαρκον δράκοντα᾽. «Θεόφρον Ευτύχιε, με τη δύναμη των πανσόφων λόγων σου εναπέπνιξες τους άφρονες, γι᾽ αυτό και δέχτηκες με την πνιγμονή των υδάτων μακάριο τέλος, πνίγοντας στα νερά τον άσαρκο δράκοντα, τον διάβολο»[2] (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στο στάδιο της μαρτυρίας με χαρά, μάκαρ Ευτύχιε, και πόθησες τον θάνατο που σου έφερε ζωή, και έπνιξες τις μυριάδες των εχθρών, καθώς πνιγόσουν στη θάλασσα»[3] (ωδή α´).

Το μαρτυρικό τέλος του λοιπόν ήταν γι᾽ αυτόν, όπως βεβαίως και για όλους τους εν Χριστώ μάρτυρες, αφενός η σφραγίδα της αγιασμένης βιοτής και του έργου του, η οποία σαν σε χρυσά φτερά τον έφερε στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου το ξέσπασμα, κατά παραχώρηση ασφαλώς του Χριστού,  του Πονηρού και των οργάνων του, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ήττα τους από τον δούλο του Χριστού. «Υψώθηκες προς τον Κύριο, παμμάκαρ, με τις χρυσές φτερούγες του ιερωτάτου μαρτυρίου»[4] (ωδή ε´).

Ο  Ευτύχιος ανήκει σε εκείνους τους αγίους, οι οποίοι αξιώθηκαν να μαθητεύσουν γνήσια παρά τους πόδας των αγίων Αποστόλων και να εισέλθουν και αυτοί στον κόπο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο  Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστες τις καίριες αυτές διαστάσεις της ζωής του αγίου. Ο άγιος υπήρξε γνήσιος μαθητής των Αποστόλων, αποδεικνύοντας τη γνησιότητά του αυτή αφενός με την οσία βιοτή του, αφετέρου με το λαμπρό του μαρτύριο. Κι αυτό σημαίνει: δεν αρκεί να ακούσει κανείς τη διδασκαλία των αποστόλων. Εκείνο που θα τον καταστήσει πράγματι γνώστη και γνήσιο μαθητή είναι η ενεργοποίηση της διδασκαλίας τους στην προσωπική του ζωή, δείγμα της αγάπης του προς τον Θεό, που φτάνει μέχρι θυσίας και της ίδιας της ζωής. «Ουχ οι ακροαταί, αλλά οι ποιηταί του Νόμου δικαιωθήσονται»[5] (απ. Παύλος). «Έζησες όσια, παμμάκαρ Ευτύχιε, καθώς μαθήτευσες με απόλυτη ακρίβεια στους Αποστόλους του Χριστού. Και έφτασες στην τέλεια ηλικία, όταν άθλησες διά του μαρτυρίου λαμπρότατα, αξιοθαύμαστε»[6] (ωδή α´). «Κόλλησες με την ψυχή και την καρδιά σου στους άγιους υπηρέτες του Λόγου Χριστού και έζησες άγια τη ζωή σου»[7] (ωδή γ´).

Είπαμε όμως ότι ο άγιος Ευτύχιος εισήλθε και στους κόπους του ευαγγελισμού των ανθρώπων ως ακόλουθος των αποστόλων. Κήρυξε κι αυτός με δύναμη τον σωτήριο λόγο, φωτίζοντας τους ανθρώπους και απαλλάσσοντάς τους από το βαθύτατο σκοτάδι της άγνοιας. «Γεμάτος από ένθεη πίστη και χάρη Θεού, ένδοξε, κήρυξες τον σωτήριο λόγο, μαζί με τους Αποστόλους, διαλύοντας έτσι το βαθύτατο σκοτάδι της δυσσέβειας»[8] (ωδή ς´). «Κήρυξες τον άναρχο Λόγο Χριστό με όσιο τρόπο»[9] (ωδή ς´). «Δείχνοντας σταθερή την ένστασή σου, μάρτυρα Ευτύχιε, καταντρόπιασες τους σοφούς των Ελλήνων με γενναιότητα»[10] (ωδή ζ´).

Οι πολλοί πιστοί  μπορεί να αγνοούν τον άγιο Ευτυχή ή Ευτύχιο, αλλά για την Εκκλησία μας δεν παύει να είναι αποστολικός Πατέρας, ῾μεγαλομάρτυς᾽ (ωδή δ´), ῾άγγελος επίγειος αληθώς και ουράνιος άνθρωπος᾽ (ωδή θ´), του οποίου η μνήμη συνιστά ῾φωταυγή πανήγυριν᾽, ενώ η ύπαρξή του αποδεικνύεται για τους πιστούς ῾στήριγμα και καύχημα᾽(ωδή θ´). «Ταις ευχαίς σου, μέγιστε μάρτυς Ευτύχιε, από πάσης λύτρωσαι στενώσεως και αλώσεως αθέων βαρβάρων» (ωδή θ´). 


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Θεόφρον Ευτύχιε, νευραίς των πανσόφων λόγων σου εναποπνίξας τους άφρονας, τέλος μακάριον, πνιγμονή υδάτων, υπεδέξω δράκοντα, εν τούτοις αποπνίγων τον άσαρκον».

[3] «Υπήλθες το στάδιον της μαρτυρίας γηθόμενος, και θάνατον πρόξενον ζωής επόθησας, και απέπνιξας εχθρών τας μυριάδας, θαλάσση πνιγόμενος, μάκαρ Ευτύχιε».

[4] «Υψώθης προς Κύριον, χρυσαίς, παμμάκαρ, πτέρυξι του ιερωτάτου μαρτυρίου».

[5] Ρωμ. 2, 13.

[6] «Οσίως εβίωσας, μαθητευτείς ακριβέστατα, παμμάκαρ Ευτύχιε, τοις Αποστόλοις Χριστού, εις τελείαν τε ανήχθης ηλικίαν, αθλήσας λαμπρότατα, αξιοθαύμαστε».

[7] «Αγίοις του Λόγου υπηρέταις, ψυχή και καρδία, κολληθείς, αγίως σου διήνυσας τον βίον».

[8] «Ενθέου πίστεως έμπλεως και χάριτος γενόμενος, ένδοξε, λόγον σωτήριον, συν αποστόλοις, εκήρυξας, της δυσσεβείας λύων σκότος βαθύτατον».

[9] «Οσίως Λόγον τον άναρχον κηρύττων».

[10] «Σταθηράν επιδεικνύμενος την ένστασιν, μάρτυς Ευτύχιε, τους των Ελλήνων σοφούς ανδρείως κατήσχυνας».

27 Μαΐου 2021

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΥΚΛΑ...

 


ΟΔΥΝΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗ… ΔΙΠΛΗ!

1η

 Οι πέτρες και τα  άψυχα

ραγίσαν απ'  τον πόνο.

Αν έβλεπαν θα πιάναν μοιρολόι

που θα 'κλαιγε και ο Θεός.

Μόνο δυο μάτια παιδικά

μπορούν να δουν και να  αντέξουν.

Γιατί ’ναι μάτια της ελπίδας!

 

Μη σε μπερδεύει η εικόνα!

Στα κόκκινα ντυμένη μία κούκλα

ψυχή κρατά π’ αδυνατεί

του κόσμου την ασχήμια να κοιτάξει.

Πέτρινα μάτι’ ανέκφραστα

μετρούν τον χαλασμό από τις βόμβες.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

Μπορεί η Ρωσία να καυχάται για το σπουδαίο γέννημά της, τον Ιωάννη, η Μικρά Ασία να υπεραίρεται διότι στον τόπο της αναδείχτηκε η αγιότητα του οσίου, το Νέο Προκόπι Ευβοίας να λαμπροφορεί που κατέχει το χαριτόβρυτο λείψανό του, όμως όλοι οι πιστοί απανταχού της γης εορτάζουν τον μεγάλο νέο ομολογητή – αποτελεί καύχημα και ευλογία όλων των ορθοδόξων. Γιατί; Διότι ο άγιος υπήρξε ένα αποτύπωμα του Χριστού και μία δική Του φανέρωση στον κόσμο∙ ο Χριστός ήταν η αδιάκοπη προτεραιότητά του. Το σημειώνει ο υμνογράφος του: «Ας δοξολογήσουμε με ύμνους όλοι τον Ιωάννη, αυτόν που ανέλαβε στους ώμους του τον σταυρό του Κυρίου και επακολούθησε Αυτόν μέχρι τέλους με ασκητικούς αγώνες και παλαίσματα» (κάθισμα όρθρου).

Κι είναι σημαντική η επισήμανση του ποιητή: η ακολουθία του Χριστού, σύμφωνα με τον λόγο του Ίδιου (Μάρκ. 8,34), δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί άρση σταυρού, ασκητικούς αγώνες, παλαίσματα. Χρειάζεται να το λέει η καρδιά κάποιου προκειμένου να είναι συνεπής χριστιανός. Και πρέπει ιδιαιτέρως στην εποχή μας να τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι συχνά οι χριστιανοί θεωρούμε την ακολουθία του Κυρίου «ταξίδι αναψυχής». Δεν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας την οδύνη του σταυρού είτε ως πόλεμο κατά των παθών μας είτε ως αντιμετώπιση των επιθέσεων του Πονηρού και των οργάνων του μέσα στον κόσμο.

Επ’ αυτού ο υμνογράφος ιεροδιδάσκαλος Ιωσήφ υπενθυμίζει όχι μόνο την αιχμαλωσία του οσίου από τους Τούρκους, όχι μόνο τους ονειδισμούς που υπέστη ως υπόδουλος, ούτε ακόμη και τις στερήσεις του ζώντας μέσα σ’ έναν σταύλο – τους ακούσιους πειρασμούς του – αλλά και τους εκούσιους λεγόμενους, αυτούς δηλαδή που ο ίδιος προσέθετε πάνω στους άλλους: τις ολονύχτιες προσευχές του, τα θερμότατα δάκρυα κατανύξεώς του, την επιλογή της φτώχειας όταν του δόθηκε η ευκαιρία υπέρβασής της. Στο δοξαστικό των αίνων εξαγγέλλει: «Ποιος δεν θα θαυμάσει τον αξιοθαύμαστο τρόπο της ζωής σου; Διότι δεν αρκέστηκες, χαριτώνυμε, στην κακουχία της αιχμαλωσίας, αλλά έσπευσες να αυξήσεις αυτήν, με τους ασκητικούς κόπους και τους ιδρώτες».

Όχι τυχαία λοιπόν ο υμνογράφος τον παραλληλίζει με τον δίκαιο Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης. «Έζησες παράξενο τρόπο ζωής, καθώς κατοίκησες σε κάποιον σταύλο σαν άλλος Ιώβ, όσιε, που στέναζε και θλιβόταν πάνω στην κοπριά» (απόστιχα εσπερινού). Ο έπαινος όμως για τον όσιο ανεβαίνει κλίμακα, καθώς τον αποτιμά σε σχέση με τον μέγα Πρόδρομο: «Όπως ο θείος βαπτιστής χαριτώθηκε μεταξύ του ιουδαϊκού λαού και μαρτυρήθηκε σαφώς από τον Χριστό, έτσι και συ ο ομώνυμός του και μιμητής, ζώντας ανάμεσα σε ματαιόφρονα λαό, έλαβες χάρη από τον Θεό με τη θεάρεστη πολιτεία σου, Ιωάννη» (λιτή).

Για την Εκκλησία ο άγιος είχε ενεργούσα τη χάρη του Χριστού στην καρδιά του (ωδή α΄), επειδή βοηθείτο από τον θεάρεστο βίο του, αλλά κι επειδή τον καθοδηγούσε η ίδια η Παναγία. Με πόση αγάπη πράγματι θα προσέβλεπε η Θεοτόκος πάνω στο αγαθό παιδί της Ιωάννη, που επέμενε στην αγάπη του Υιού και Θεού της μέσα στις δοκιμασίες που περνούσε! Όπως το λέει ο ποιητής: «Μολονότι ήσουν αιχμάλωτος, είχες την Παρθένο Μαρία να σε οδηγεί, είχες σύμμαχό σου τον θεάρεστο βίο σου, Ιωάννη μέγιστε φωστήρα» (κάθισμα όρθρου).

26 Μαΐου 2021

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

«Τῇ Τετάρτῃ τοῦ Παραλύτου τήν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἑορτάζομεν ἑορτήν».

Στίχοι ἰαμβικοί: «Ἑστώς διδάσκει τῆς ἑορτῆς ἐν μέσῳ, Χριστός Μεσσίας τῶν διδασκάλων μέσον» (Στέκεται και διδάσκει στο μέσον της εορτής ο Μεσσίας Χριστός, ανάμεσα στους διδασκάλους).

«Ἑορτάζουμε τήν ἑορτή αὐτή λόγω τῆς τιμῆς τῶν μεγάλων δύο ἑορτῶν, δηλαδή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδή ἡ Μεσοπεντηκοστή ἑνώνει καί συνδέει καί τίς δύο. Ὡς ἑξῆς ἔχουν τά πράγματα: Μετά τό ὑπερφυές θαῦμα πού ἐνήργησε ὁ Χριστός στόν παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι σκανδαλιζόμενοι δῆθεν χάριν τοῦ Σαββάτου (διότι Σάββατο έγινε τό θαῦμα), ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν. Καταφεύγει λοιπόν στή Γαλιλαία καί ζώντας στά ἐκεῖ ὄρη πραγματοποιεῖ τό μεγάλο θαῦμα, κατά τό ὁποῖο μέ πέντε ἄρτους καί δύο ἰχθύες τρέφει πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς νά ληφθοῦν ὑπόψη οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Μετέπειτα, ὅταν ἔφτασε ἡ Σκηνοπηγία (μεγάλη κι αὐτή ἑορτή γιά τούς Ἰουδαίους), ἀνεβαίνει στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κινεῖτο κρυφά. Περί τό μέσο τῆς ἑορτῆς, ἀνέβηκε στό ἱερό καί δίδασκε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ πάντες νά ἐκπλήττονται ἀπό τή διδασκαλία Του. Μέ φθόνο δέ ἔλεγαν γι’ Αὐτόν: Πῶς αὐτός γνωρίζει γράμματα ἐνῶ δέν τά ἔχει μάθει; Ὁ Χριστός βεβαίως ὡς ὁ νέος (δεύτερος) Ἀδάμ γνωρίζει (τά πάντα), ὅπως ἄλλωστε καί ὁ πρῶτος ἐκεῖνος (Ἀδάμ) πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό κάθε σοφία, ἀλλά κι ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Γόγγυζαν λοιπόν ὅλοι καί ἡ διάθεσή τους ἦταν φονική γι’ Αὐτόν. Ὁ Χριστός ἀπό τήν ἄλλη ἐλέγχοντάς τους ὅτι δῆθεν μάχονται ὑπέρ τοῦ Σαββάτου τούς ἔλεγε: «Γιατί ζητᾶτε νά μέ σκοτώσετε;» Καί συνέχιζε σχετικά: «Ἄν ἀγωνίζεσθε γιά τόν Νόμο, γιατί τότε ὀργίζεσθε μέ ἐμένα; Ἐπειδή ἔκανα ὑγιῆ ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατά τό Σάββατο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς νομοθετοῦσε νά καταλύετε αὐτό, στήν περίπτωση πού πρόκειται γιά περιτομή;» Ἀφοῦ τούς μίλησε λοιπόν ἀρκετά γιά τό θέμα αὐτό καί τούς φανέρωσε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Δοτήρας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί Ἴσος μέ τόν Θεό Πατέρα, δέχεται λιθοβολισμό ἀπό αὐτούς, ἰδιαιτέρως τήν τελευταία ἡμέρα, τήν πιό σημαντική, τῆς ἑορτῆς.Ἐννοεῖται ὅτι κανένας ἀπολύτως λίθος δέν Τόν ἄγγιξε, ὁπότε καί φεύγοντας ἀπό ἐκεῖ βρίσκει τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, τόν ὁποῖο θεραπεύει δημιουργώντας του ὀφθαλμούς. 

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς ἦσαν στούς Ἰουδαίους οἱ μεγαλύτερες ἑορτές. Πρώτη ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, (ἡ ὁποία τελοῦνταν κατά τήν πρώτη τοῦ μήνα εἰς ἀνάμνηση τῆς διάβασης στήν Ἐρυθρά θάλασσα)∙ δεύτερη ἡ Πεντηκοστή, πού θύμιζε τή ζωή τους στήν ἔρημο μετά τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς (γιατί ἔζησαν στήν ἔρημο πενήντα ἡμέρες μέχρι νά λάβουν τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ). Κι ἀκόμη γιά νά τιμήσουν τόν ἀριθμό ἑπτά πού εἶχε μία ξεχωριστή σημασία γι’ αὐτούς∙ καί τρίτη ἑορτή, ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας, γιά νά τούς θυμίζει τή σκηνή πού εἶδε ὁ Μωυσῆς μέσα στή νεφέλη τοῦ Ὄρους Σινᾶ καί τήν ἔφτιαξε διά τοῦ ἀρχιτέκτονος Βεσελεήλ. Ἡ Σκηνοπηγία κρατοῦσε ἑπτά ἡμέρες καί τούς ὑπενθύμιζε ἐπίσης τή συγκομιδή τῶν καρπῶν καί τήν κατάπαυσή τους στήν ἔρημο. Τότε λοιπόν, ὅταν ἦταν σέ ἐξέλιξη ἡ συγκεκριμένη ἑορτή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καί μέ μεγάλη φωνή φώναξε: «Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά μου καί νά πίνει». 

Ἐπειδή λοιπόν μέ τή διδασκαλία αὐτή ὁ Χριστός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό Του Μεσσία κι ὅτι Αὐτός ἔγινε μεσίτης καί συμφωνητής ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων μέ τόν αἰώνιο Πατέρα Του, γιά τόν λόγο αὐτόν ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τή σημερινή καί τήν ὀνομάζουμε Μεσοπεντηκοστή. Δηλαδή δοξολογοῦμε κατ’ αὐτήν τόν Μεσσία Χριστό καί προβάλλουμε τήν ἀξία καί σημασία ξεχωριστά τῶν δύο μεγάλων δικῶν μας ἑορτῶν, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πεντηκοστῆς (ὡς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). 

Χάριν τούτου μάλιστα νομίζουμε ὅτι ἑορτάζεται μετά τήν Πεντηκοστή καί ἡ ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος: κι ἐκείνη ἐξηγεῖ πολλά γιά τόν Μεσσία Χριστό καί ἀναφέρεται στό νερό καί στή δίψα, ὅπως καί ἐδῶ. Διότι στήν πραγματικότητα κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη προτάσσεται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ Τυφλοῦ ἀπό τό γεγονός τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα»[1].

Ἡ λίγο ξεχασμένη καί ὑποτιμημένη ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς μας ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου, ὅπου προβαλλόταν μέ ἐξαίσιο τρόπο, τόσο πού θεωρεῖτο ἡ ἑορτή τῆς αὐτοκρατορίας: μέ πομπή μεγάλη πήγαινε ὁ αὐτοκράτορας ἐνδεδυμένος τά «βασιλικά» του στόν Ναό τοῦ ἀγίου Μωκίου, ὅπου τόν περίμενε ὁ Πατριάρχης, προκειμένου νά συμμετάσχουν στήν πανηγυρική θεία Λειτουργία)[2] ἔρχεται νά μᾶς προβάλει καίρια στοιχεῖα τῆς πίστεώς μας, τά ὁποῖα χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά χαρακτηριστοῦμε ὄντως χριστιανοί. Πέραν τοῦ τονισμοῦ τῆς σημασίας τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν πού συνδέει, τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή, ἐξαγγέλλει μέ ἔντονο τρόπο τή θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως κατανοεῖται στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχει ἀποδεχθεῖ ὄχι θεωρητικά καί μακρόθεν, ἀλλά ὑπαρξιακά καί προσωπικά: δηλαδή ὅτι ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος λειτουργεῖ πιά ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι μετά Χριστόν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πιστός ἐννοεῖται, δέν μπορεῖ νά ζήσει, νά κινηθεῖ, νά μιλήσει, νά σκεφτεῖ χωρίς νά λάβει Ἐκεῖνον ὑπόψη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ χριστιανός εἶναι (πρέπει νά εἶναι) ἕνας Χριστός μέσα στόν κόσμο καί τόν Χριστό (πρέπει νά) βλέπει στήν ὕπαρξή του κάθε ἄλλος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Πρόκειται γιά τήν ἀλήθεια γιά τήν ὁποία μαρτυρεῖ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὄχι μόνο ὁμολογεῖ ὅτι «ζεῖ ὁ Χριστός μέσα του»[3] ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὅτι κάθε χριστιανός συνιστᾶ «μία ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού διαβάζεται ἔτσι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους»[4]. 

Οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἐορτῆς, καί ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, διαρκῶς ἀναφέρονται σ’ αὐτήν τή διάσταση τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, διότι τονίζουν ὅ,τι τονίζει καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιο κατά τό συναξάρι: ὁ Κύριος φανερώνει τή μεσσιανικότητά Του, ἐλέγχει τούς Ἰουδαίους, καλεῖ ὅλον τόν κόσμο πού διψάει γιά ἀλήθεια νά ἔλθει κοντά Του, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ πού ξεδιψάει τήν καρδιά καί σύνολη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιλέγουμε σχεδόν τυχαῖα: «Καθώς βρισκόσουν στό μέσο τοῦ ἱεροῦ, ὅταν πλησίαζε κατά ἔνθεο τρόπο τό μέσο τῆς ἑορτῆς, φώναζες δυνατά: Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά Μου καί ἄς πίνει. Διότι αὐτός πού πίνει ἀπό τά θεῖα μου νάματα, θά δεῖ ὅτι θά ἀναβλύσουν ἀπό τήν καρδιά του ποταμοί τῶν δογμάτων μου. Κι ὅποιος πιστεύει σέ μένα πού στάλθηκα ἀπό τόν Θεό Πατέρα μου, θά δοξαστεῖ μαζί μέ μένα. Γι’ αὐτό σοῦ φωνάζουμε: Δόξα Σοι, Χριστέ ὁ Θεός, γιατί πρόσφερες τά νάματα τῆς φιλανθρωπίας Σου στούς δούλους Σου πλούσια»[5] (κάθισμα ὄρθρου). Εἶναι τά ἴδια λόγια – τό σημειώνει τό συναξάρι – πού ἀπηύθυνε ὁ Κύριος καί στή Σαμαρείτιδα γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπειδή ἦταν καλοπροαίρετη καί πίστεψε στόν Χριστό, μεταστράφηκε καί ἔγινε ὄχι ἁπλῶς μία καλή χριστιανή, ἀλλά ἡ ἰσαπόστολος μεγαλομάρτυς ἁγία Φωτεινή – τά λόγια τοῦ Κυρίου λειτούργησαν μέσα της καταλυτικά, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν προγενέστερη ζωή της. 

Τό μόνο πού ἀπαιτεῖται βεβαίως εἶναι ἡ καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου: νά πιστέψει δηλαδή στόν Χριστό, ἀφήνοντας κατά μέρος «τό δικό του θέλημα», τόν δικό του ἐγωισμό. Γιατί ἀσφαλῶς αὐτό σημαίνει πίστη στόν Χριστό: Τόν παίρνω σοβαρά στή ζωή μου καί Τόν καθιστῶ μέ τή χάρη Του κέντρο τῆς ζωῆς μου. Ὁπότε τί Τοῦ προσφέρω; Τή βρωμιά τῶν ἁμαρτιῶν μου, τό χέρσο τῆς καρδιᾶς μου, προκειμένου νά τήν πλημμυρίσει μέ τήν πηγή τῶν ὑδάτων τῆς διδασκαλίας Του καί μέ τά νάματα τῶν αἱμάτων Του, ὥστε νά καταστεῖ «καταγώγιον» δικό Του καί τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος. Ὁ οἶκος τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. «Τήν ψυχή μου πού ἔγινε χέρσα ἀπό τίς ἀνομίες τῶν πταισμάτων μου, κατάρδευσέ την μέ τίς ροές τῶν αἱμάτων Σου καί κάνε την καρποφόρο ἀπό ἀρετές. Γιατί ἐσύ εἶπες σέ ὅλους, πανάγιε Λόγε τοῦ Θεοῦ, νά προσέρχονται κοντά Σου καί νά ἀρύονται ὕδωρ ἀφθαρσίας, πού εἶναι τό ζωντανό νερό πού καθαρίζει τίς ἁμαρτίες ὅλων ὅσοι ὑμνοῦν τήν ἔνδοξη καί θεία Σου ἀνάσταση. Σ’ αὐτούς πού Σέ ἀναγνωρίζουν Θεό, ἀγαθέ Κύριε, παρέχεις τήν οὐράνια δύναμη τοῦ Πνεύματος πού ἦλθε ἀληθινά πάνω στούς μαθητές Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἡ πηγή τῆς ζωῆς μας»[6].


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 μ.Χ. στον ναό του Αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πώς ο αυτοκράτωρ το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο έπαιρνε μέρος και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι» (Ἀπό τό ἱστολόγιο «Ὀρθόδοξος Συναξαριστής»).

[3] Γαλ. 2, 20: «Χριστῶ συνεσταύρωμαι˙ ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».

[4] Πρβλ. Β΄Κορ. 3, 2-3: «Ἡ ἐπιστολή ἡμῶν ὑμεῖς ἐστε, ἐγγεγραμμένη ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη ὑπό πάντων ἀνθρώπων, φανερούμενοι ὅτι ἐστέ ἐπιστολή Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ’ ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλά ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις».

[5] «Ἑστηκώς ἐν τῶ μέσῳ τοῦ ἱεροῦ, μεσαζούσης ἐνθέως τῆς ἑορτῆς˙ ὁ διψῶν, ἀνέκραζες, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω˙ ὁ γάρ πίνων ἐκ τούτου τοῦ θείου μου νάματος, ποταμούς ἐκ κοιλίας ἐκρεύσει δογμάτων μου˙ ὅστις δέ πιστεύει εἰς ἐμέ τόν σταλέντα, ἐκ θείου Γεννήτορος μετ’ ἐμοῦ δοξασθήσεται. Διά τοῦτο βοῶμέν Σοι˙ Δόξα σοι, Χριστέ ὁ Θεός, ὅτι πλουσίως ἐξέχεας τά νάματα τῆς σῆς φιλανθρωπίας τοῖς δούλοις σου».

[6] «Τήν χερσωθεῖσάν μου ψυχήν, πταισμάτων ἀνομίαις, ροαῖς τῶν σῶν αἱμάτων κατάρδευσον, καί δεῖξον καρποφόρον ἀρεταῖς˙ σύ γάρ ἔφης πᾶσι, τοῦ προσέρχεσθαι πρός σέ, Λόγε Θεοῦ πανάγιε, καί ὕδωρ ἀφθαρσίας ἀρύεσθαι, ζῶν τε καί καθαῖρον ἁμαρτίας τῶν ὑμνούντων τήν ἔνδοξον καί θείαν σου Ἔγερσιν˙ παρέχων ἀγαθέ, τήν ἀπό τοῦ ὕψους ἐνεχθεῖσαν ἀληθῶς τοῖς Μαθηταῖς σου Πνεύματος ἰσχύν, τοῖς σέ Θεόν γινώσκουσι˙ σύ γάρ
ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν
».

25 Μαΐου 2021

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Η τιμία και αγία κεφαλή του Ιωάννου Προδρόμου που ήταν κρυμμένη προ πολλού, τώρα βγήκε από τους κόλπους της γης, σαν χρυσός από τα μέταλλα, κλεισμένη όχι σε στάμνα, όπως παλαιότερα, αλλά σε αργυρό σκεύος, ευρισκόμενη σε ιερό τόπο και γενόμενη φανερή από ιερέα. Αυτήν την κεφαλή, την οποία έφερε από τα Κόμανα η ένδοξη των Πόλεων, η Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον πιστό βασιλιά και τον ποιμενάρχη της και τον πιστό λαό, την δέχεται με μεγάλη ευφροσύνη, κι αφού την προσκύνησαν όλοι με μεγάλη πίστη την εναπέθεσαν σε ιερό τόπο”.

Μία πολύ ὄμορφη εἰκόνα τῆς σχέσης τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη Προδρόμου μέ τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, πού μᾶς προβάλλει ἡ ὑμνολογία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, εἶναι αὐτή τῆς φωνῆς πρός τόν Λόγο. ῾῎Εγινες φωνή του Λόγου, Πρόδρομε οὐράνιε ἄνθρωπε᾽(῾Φωνήν του Λόγου γεγονώς…Πρόδρομε οὐράνιε ἄνθρωπε᾽) (ωδή α´). Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης δηλαδή προβάλλεται, μέ βάση τά πραγματικά περιστατικά τῆς ζωῆς του, ὡς ἐκεῖνος πού φανερώνει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού ἐξαγγέλλει μέ δυνατή φωνή, ὥστε νά γίνει ἀκουστός, τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Καί βεβαίως δέν εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει αὐτό τό χαρακτηριστικό. Ὅλοι οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀποτελοῦν κατ᾽ ἀκρίβεια τέτοιες φωνές γιά τόν ἐρχομό Αὐτοῦ, μέ τή διαφορά ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, ὡς ὁ τελευταῖος προφήτης καί τό πλήρωμα γι᾽ αὐτό τῆς προφητείας, εἶναι ἡ πιό δυνατή φωνή, κυριολεκτικά, ὅπως ὀνομάζεται, ῾ὁ μεγαλοφωνότατος πάντων τῶν προφητῶν᾽ καί ῾προφητών ὑπέρτερος᾽(ωδή δ´).

Ἡ σχέση τῆς φωνῆς πρός τόν Λόγο βρίσκεται σέ εὐθεῖα γραμμή, ἡ φωνή δηλαδή ἀκούγεται γιά νά φανερώνει ἀποκλειστικά καί μόνο τόν Λόγο, γεγονός πού σημαίνει  ὅτι ὁ ᾽Ιωάννης στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς ἄγγελος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ: νά εἶναι ὁ Πρόδρομος ᾽Εκείνου, ἄρα μέ τόν τρόπο αὐτό νά κατανοεῖ κανείς καί τήν ὕπαρξη καί τό ἔργο του. ῎Ετσι ἡ φωνή τοῦ Προδρόμου δέν μποροῦσε νά μηνύσει κάτι ἄλλο, πέραν αὐτοῦ γιά τό ὁποῖο ἦλθε καί ὁ Χριστός, δηλαδή τή μετάνοια. Ὁ Χριστός, ὡς ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός μας, ἦλθε ἀκριβῶς γιά νά ἑνώσει ῾εἰς ἕν᾽, πού θά πεῖ στόν ἑαυτό Του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ Του στόν Θεό Πατέρα, ῾πάντα τά διεσκορπισμένα τέκνα Αὐτοῦ᾽, συνεπῶς νά καλέσει τόν κόσμο ὅλο σέ μετάνοια. Γι᾽ αὐτό καί τό κήρυγμα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη καί τό κήρυγμα τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο: ῾μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν᾽. ῾Σέ ὅλους βεβαίωσε ἡ κάρα τοῦ Προδρόμου τούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας,  μέ τίς θεῖες συμβουλές᾽(῾Κάρα…πᾶσι τῆς μετανοίας τάς σωτηρίους ὁδούς θείαις ὑποθήκαις βεβαιώσασα᾽) (αίνοι). 

Ὑπενθύμιση αὐτονοήτων, θά πεῖ κάποιος. Ναί, ἀλλά μέ προέκταση καί στά καθ᾽ ἡμᾶς. Δηλαδή: δέν μπορεῖ κάποιος πού θέλει νά ἀνήκει στόν Χριστό καί στήν ἁγία Του ᾽Εκκλησία, νά ἔχει διαφορετική φωνή ἀπό ὅ,τι ᾽Εκεῖνος. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Ὁ χριστιανός ῾βοᾶ᾽ μέ τά λόγια του, κυρίως ὅμως μέ τή ζωή του, τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. ῾Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη᾽ (ὁ Κύριος). Δέν εἶναι δυνατόν νά εἴμαστε χριστιανοί καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ζωή καί οἱ λόγοι μας νά μή βρίσκονται σέ εὐθεῖα γραμμή καί ἀναλογία πρός τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων φίλων Του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι βάση τῆς ᾽Εκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ πεποίθηση καί τό βίωμα ὅτι οἱ χριστιανοί συνιστοῦμε μέλη Χριστοῦ καί συνεπῶς προεκτείνουμε ᾽Εκείνου τήν παρουσία στόν κόσμο. Κι ἐπειδή ὁ Λόγος Χριστός ἔζησε καί δίδαξε τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη – αὐτό ἄλλωστε εἶναι καί τό κύριο γνώρισμα αὐτοῦ πού μετανοεῖ - ἄρα καί ὁ χριστιανός εἶναι πράγματι χριστιανός, ὅταν ζεῖ ταπεινά καί μέ ἀγάπη. Ὁποιαδήποτε ἄλλη ῾φωνή᾽, ἔστω καί στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ παραχάραξη ᾽Εκείνου καί βεβαίως παραφωνία Του.

 

24 Μαΐου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙ καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει.  Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙ πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».

(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω, άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί. Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).

Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και Τρίτη,  είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. 

 Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα «εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού πρωτίστως πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»). 

Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»). Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δυσκολεμένη ή όχι, να νιώθουμε ότι Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του), είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί, γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του. 

Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»