11 Ιουλίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ Ο ΕΝ ΕΣΣΕΞ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ ΤΕΛΕΙΩΘΕΙΣ

«Ο θεόφρων και θεοφόρος πατέρας μας Σωφρόνιος γεννήθηκε το 1896 στη Μόσχα της αγιοτόκου Ρωσίας, όπου και πέρασε τα νεανικά του χρόνια. Υπήρξε γόνος ευλαβούς οικογένειας και ανατράφηκε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ενώ αξιώθηκε κατά τη νηπιακή του ηλικία να δει το άκτιστο Φως. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και ύστερα μετέβη στο Παρίσι, όπου και άσκησε τη ζωγραφική τέχνη. Καθώς αναζήτησε ως νέος με μεγάλο πόθο τη γνώση του απολύτου Όντος, στράφηκε προσωρινά στον μυστικισμό των Ανατολικών θρησκειών, αλλά επειδή δεν αναπαυόταν με την απάτη τους ανακάλυψε την υπεροχή του Ευαγγελικού νόμου της αγάπης ως κοινωνία στην ύπαρξή του με το προσωπικό Θεό του Χριστιανισμού, γνωρίζοντάς Τον με το Άγιον Πνεύμα, διά του βιβλικού κειμένου της αποκαλύψεως στο Σινά «Εγώ ειμι ο Ων». Μεταμελήθηκε πικρά για την νεανική του πλάνη και φέροντας στο βάθος της καρδιάς του το χάρισμα της μνήμης του θανάτου έλαβε και πάλι από τον Θεό τη δωρεά της θέας του ακτίστου Φωτός. Γι’  αυτό και επιδόθηκε σε ακράτητη προσευχή μετανοίας, τέτοια που συνέτριβε και τα ίδια τα οστά του. Πρόσφερε «δεήσεις και ικεσίες προς Αυτόν που μπορεί να τον σώζει από τον θάνατο με κραυγή ισχυρή και δάκρυα» (Εβρ. 5,7). Διάγοντας το εικοστό ένατο έτος της ηλικίας του και επιδιώκοντας «να κατακτήσει Αυτόν από τον Οποίο καταλήφθηκε» (Φιλ. 3, 12), απομακρύνθηκε από τα βιωτικά και αναχώρησε προς το ένδοξο Όρος του Άθω, αναλαμβάνοντας τον μοναχικό ζυγό στο Μοναστήρι του Αγίου μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος. Στη Μονή αυτή ο πανελεήμων Θεός τού χάρισε πιστό οδηγό και φύλακα άγγελο, τον πράο και ταπεινό στην καρδιά Σιλουανό τον Αθωνίτη, τον φλογερό προς τον Θεό μεσίτη για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και κήρυκα της αγάπης προς τους εχθρούς. Ο αοίδιμος Γέρων θεωρούσε τη συνάντησή του με τον όσιο Σιλουανό ως τη μέγιστη προς αυτόν δωρεά του Θεού. Ο μακάριος Σιλουανός έγινε γι’  αυτόν «ζωντανός μάρτυρας», που τον βεβαίωσε λόγω του πνεύματος της μετανοίας από το οποίο εμφορείτο και έγινε γι’  αυτόν πρότυπο μοναχικής τελειότητος. Έτσι ο υπηρέτης του Θεού Σωφρόνιος σταθεροποιήθηκε στην ασκητική του οδό και ακολούθησε τον Κύριο, ζώντας τον θάνατο μαζί Του. Αφού ομοιώθηκε πλήρως προς Αυτόν ως προς τα παθήματα, συναναστήθηκε μαζί Του, καθώς δέχτηκε «τόσο μεγάλο φως, τέτοια δύναμη ζωής και σοφίας», τα οποία μόνον από τη Πηγή του φωτός και της ζωής μπορούν να προέλθουν. Στη συνέχεια, μετά την εκδημία του Γέροντος Σιλουανού και με την ευλογία της Μονής της μετανοίας του, μετέβη στην έρημο του Άθω, προκειμένου να ζήσει με αδιάλειπτη και σκληρή μετάνοια, κι αφού οδηγήθηκε εκεί έφθασε με τη βοήθεια του Θεού στο γαλήνιο λιμάνι της απάθειας του Πνεύματος. Τα όπως έχουν ονομαστεί στο Άγιον Όρος «φρικτά Καρούλια» δέχτηκαν τον αθλητή του Χριστού και «έφριξαν» από τον κλαυθμό του που πήγαζε από όλη την ύπαρξή του. Έζησε με οδυνηρό ασκητικό τρόπο, με ποικίλες θλίψεις και με Ιωάβεια υπομονή. Μέσα στη ζέση της βαθύτατης μετανοίας του βίωσε εν χάριτι τις φλόγες του άδου και στενάζοντας δεν έπαυε να λέγει με τον Προφητάνακτα:  «Ωδίνες θανάτου με περιέλαβαν... και η ζωή μου έφτασε μέχρι τον άδη» (Ψαλμ. 17, 5 και 87, 4). Οπότε, αφού ευλογήθηκε κι άλλο από τον Άγιο Θεό, αξιώθηκε να ανεβεί και σ’  αυτό το όρος της θεοπτίας και να δει τη δόξα του ακτίστου Φωτός στη θεωμένη σάρκα του Λόγου του Θεού, γι’  αυτό από τη θεοπτία κατήλθε και στη βαθύτατη κοιλάδα ταπεινώσεως, γενόμενος έτσι σημείο του Θεού για τη γενεά του, δίνοντας, με τη θέληση του Θεού, διεξόδους ζωής σε όλους τους ανθρώπους. Μολονότι ο Γέρων επιθυμούσε να τελειώσει τη ζωή του στον ιερό Άθωνα, η ανεξιχνίαστη Πρόνοια του Θεού τον μετέθεσε στη Δύση, όπου έμελλε να λάμψει όχι ως λυχνάρι αλλά ως υπέρλαμπρο αστέρι, οδηγώντας στο φως της θεογνωσίας πλήθος απελπισμένων ανθρώπων που αναζητούσαν τον Κύριο. Κατέφυγε λοιπόν στη νήσο των Βρεττανών και ίδρυσε αληθινά «μία καινούργια πολιτεία, ένα νέο υπερώο της Πεντηκοστής», καθώς έγινε κτίτορας και πνευματικός πατέρας της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Τιμίου Προδρόμου. Στη Μονή αυτή με πολλούς κόπους, ποικίλα παθήματα και ανεκδιήγητη πτωχεία, επιδόθηκε ακόμη περισσότερο στην εν Χριστώ οικοδομή και των ψυχών που ο Κύριος τού είχε εμπιστευθεί, αλλά και των διαρκώς αυξανομένων και σαν σε πλούσια πηγή προστρεχόντων προσκυνητών, γενόμενος νυμφαγωγός προς τον λαμπρό νυμφώνα του ουρανίου νυμφίου Χριστού, με τα λόγια και τα έργα του, με την αναστροφή και την αγάπη του, με τις ποικίλες διδαχές του και την αδιάλειπτη προσευχή. Η αναίμακτη μυσταγωγία, η Θεία Λειτουργία δηλαδή, που προσφερόταν από τον Γέροντα ως ανεπανάληπτο κάθε φορά γεγονός, συγκλόνιζε όλους αυτούς που μετείχαν. Με μεγάλη ψυχική δύναμη και βαθύτατη αίσθηση τελούσε αγγελοπρεπώς τη Θεία Λειτουργία, που συγκροτούσε τον γλυκασμό της διαρκώς αυξανομένης πνευματικής του πορείας. Λειτουργώντας πρόσφερε θυσία και ταυτοχρόνως προσφερόταν ως εξίλασμα υπέρ των αμαρτιών όλου του κόσμου. Χαρισματική η θεολογία του, (η οποία και τον δόξασε με τρανό τρόπο), προήλθε από φωτισμένη καρδιά με την έλλαμψη του ακτίστου θείου Φωτός. Γι’  αυτό και τα συγγράμματά του αποπνέουν τη φιλοκαλική ευωδία και αποτελούν γνώμονα ακριβείας, πυξίδα ασφαλείας, ταμεία βιωμένης γνώσεως που χαρίζει πληροφορία χάρης και ελπίδας. Όντας φορέας όχι επιφανειακού και μικρού χαρίσματος της διακρίσεως, πολλές φορές «τα σε άλλους φαινόμενα σκοτεινά, καταφώτιζε με το δικό του λυχνάρι» (Ιω. Σιναῒτου, Κλίμαξ, Λόγος 26, 1). Γεμάτος δέ από θεία σοφία, άκρα διάκριση και βαθειά αγάπη προς κάθε άνθρωπο, αξιώθηκε και των χαρισμάτων της θαυματουργίας, των ιαμάτων και της προοράσεως, ενώ εργάσθηκε άοκνα για τη στερέωση της πίστεως στον Θεό, αποδίδοντας κάθε ουρανόδωρη ευλογία στον Θεό λόγω της ταπεινοφροσύνης του. Πάσχοντας δε σε όλη του ζωή και δοκιμαζόμενος από τον σκόλοπα πολλών ασθενειών, κι αφού έφτασε σε βαθύτατο γήρας, μέχρι τέλους διατηρούσε το πρόσχαρο και ειρηνικό του χαρακτήρα του, όπως και τη σοφία του Πνεύματος. Κάπως έτσι, πεπληρωμένος από θείες αρετές και πολλά χαρίσματα, σαν ψηλόκορμη βαλανιδιά και πολυφορτωμένο καράβι, έφυγε ειρηνικά προς τον Θεό των Πατέρων του, παραδίδοντας το πνεύμα, κατά το πρωϊνό της Κυριακής, ενδεκάτης του μηνός Ιουλίου, του χιλιοστού εννιακοστού ενενηκοστού τρίτου έτους. Πλήρης ημερών και χάριτος, αφού προγνώρισε τον καιρό του τέλους τους, αξιώθηκε οσιακής κοιμήσεως. Άφησε δε στην Εκκλησία αποθησαυρισμένο τον ανεκτίμητο πλούτο των πνευματικών διδασκαλιών του μέσα στα βιβλία του. Κι αφού τάφηκε στην κρύπτη του κοιμητηρίου της Ιεράς Μονής του, δεν σταματά να ευεργετεί με σημεία και θαύματα όλους αυτούς που με πίστη προσέρχονται σ’  αυτόν και επικαλούνται την ακαταίσχυντη και με παρρησία μεσιτεία του προς τον Κύριο».

Ό,τι το κατανυκτικότατο συναξάρι του οσίου Σωφρονίου προβάλλει αυτό με σπουδαίο ποιητικό τρόπο εξαγγέλλει και η χαριτόβρυτη γραφίδα του υμνογράφου: τον κοινωνό του Θεού που «έμαθε αφ’ ων έπαθε τα θεία», τόσο που καταστάθηκε οδηγός των εν σκότει ανθρώπων, συνεχιστής μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, από τους λίγους της εποχής του που απέκτησαν τόσο βαθειά γνώση του Θεού λόγω της ισάγγελης ζωής του που τη θαύμασαν και οι ίδιοι οι άγιοι άγγελοι του Θεού.

Πράγματι, ο υμνογράφος δεν διστάζει να προβεί και σε μία τέτοια εκτίμηση. Η βιοτή του έγινε αγγελικό άσμα – «ἆσμα ἀγγελικὸν γέγονε, πρὸς τὸν Κύριον ἡ βιοτή σου» (στιχ. εσπ.) – λόγω της βαθειάς μετάνοιάς του, των δακρύων του, της έμπονης προσευχής του που αγκάλιαζε όλο το ανθρώπινο γένος. Φτάνει στο σημείο να παραλληλίσει τον άγιο ο ποιητής με τον ίδιο τον Κύριο που στη Γεθσημανή ευρισκόμενος προσεύχεται στον Θεό Πατέρα για την ενότητα σύμπαντος του κόσμου: «ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (στιχ. εσπ.). Κι είναι αλήθεια ότι το όραμα αυτό της ενότητας ενέπνεε τον άγιο Σωφρόνιο σε ολόκληρη τη ζωή του, τόσο που θεώρησε ότι αυτήν την αλήθεια πρέπει να αφήσει και στους μαθητές και μοναχούς του ως παρακαταθήκη. Πίστευε δηλαδή ο όσιος, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη και τις υποδείξεις του Κυρίου, ότι όπου υπάρχει διάσπαση εκεί δεν υφίσταται χριστιανική πίστη. Διότι κυριαρχεί η υπερηφάνεια και ο εγωισμός. «Μην αφήσετε ούτε μία σκέψη κατακρίσεως μέσα στην καρδιά σας κατά του οποιουδήποτε συνανθρώπου σας – συνήθιζε να λέει – διότι η όποια κατάκριση αποτελεί ρωγμή στον τοίχο της Μονής μας!»

Έτσι ο υμνογράφος προβάλλει το αυτονόητο για έναν χριστιανό: ο όσιος Σωφρόνιος αποτελεί άνθρωπο που αγωνίστηκε να «ἐπακολουθήσῃ τοῖς ἴχνεσιν τοῦ Κυρίου». Γι’ αυτό και η γνώση του Θεού που απέκτησε δεν ήλθε πρωτίστως από τη μελέτη διαφόρων βιβλίων, έστω και πνευματικών, αλλά κυρίως από την αδιάκοπη προσπάθειά του να ζήσει τις άγιες εντολές του Θεού. Διότι από πολύ νωρίς κατάλαβε ο όσιος ότι τα βιβλία, ακόμη και η αγία Γραφή, αν δεν μετουσιώνονται σε πράξη μικρή σημασία έχουν για τη ζωή του ανθρώπου. Κι ίσως σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να λειτουργήσουν και αρνητικά: να αποκτήσει ο άνθρωπος μία θεολογία «δαιμονικού» τύπου. Διότι και «τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι» και γνωρίζουν και πολλά λόγια της Γραφής – αγιογραφικά λόγια επιστράτευσε ο Πονηρός στους πειρασμούς του κατά του Κυρίου μετά την Βάπτισή Του.

«Αλήθεια, επειδή έπαθε τα θεία – σημειώνει συγκεκριμένα μεταξύ πολλών άλλων ο εκκλησιαστικός υμνογράφος –, είχε κοινωνία των ακτίστων ενεργειών, οι οποίες είναι μεθεκτές από τους άξιους και με τίς οποίες δοξάζεται ο Θεός» (στιχ. εσπ.). Κι αλλού παρομοίως: «Έγινες άριστος μύστης της Θείας γνώσεως, Σωφρόνιε. Διότι πορευόμενος με σοφό τρόπο με την τήρηση των εντολών του Θεού, ανυψώθηκες όπως είναι φυσικό εκεί που λειτουργεί η θεία βοήθεια και γνώρισες τις ενέργειες του ακτίστου φωτός, όπως και ουράνιες ελλάμψεις καθώς υψωνόσουν από την ταπείνωση» (στιχ. εσπ.).

Ο σεμνός υμνογράφος, γνώστης επακριβώς της διδασκαλίας και της ζωής του οσίου, βλέπει τον όσιο μέτοχο των ακτίστων ενεργειών του Θεού, διότι προφανώς ο όσιος βίωνε εκείνα που τόνιζε περί αυτών των ενεργειών ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και που συνοδικώς και  επισήμως κατοχυρώθηκαν στην εκκλησιαστική συνείδηση. Γι’ αυτό και προβαίνει σε μία εκτίμηση, που όλοι όσοι έχουν έστω και λίγο μελετήσει τον άγιο Σωφρόνιο συμφωνούν απολύτως: ο μέγας Γέρων Σωφρόνιος υπήρξε ακριβής ακόλουθος του μεγάλου Θεσσαλονικέως Πατέρα, Γρηγορίου Παλαμά, αλλά και μία άλλη εκδοχή του επίσης μεγάλου ασκητικού διδασκάλου οσίου Ιωάννου της Κλίμακος. Το Δοξαστικό του εσπερινού είναι πράγματι έξοχο: «Ας ενατενίσουμε θεοπρεπώς τον όσιο Σωφρόνιο, τον μυσταγωγό και καθοδηγητή. Διότι κατέγραψε την Κλίμακα του Ιωάννου του Σιναϊτου με άλλα λόγια, φανερώνοντας όσα έμαθε από την πείρα της πράξεως. Κι από την άλλη, ακολούθησε ακριβώς και επάξια τη διδασκαλία Γρηγορίου του Παλαμά και τις θεϊκές ελλάμψεις».

Στο σημείο αυτό ο πνευματικός υμνογράφος διατυπώνει ό,τι είχε πει ο άγιος Σιλουανός και το κατέγραψε ο γνήσιος μαθητής και υποτακτικός του Σωφρόνιος: «κι αν τύχαινε να χαθούν όλα τα κείμενα των ασκητικών Πατέρων και Δασκάλων της χριστιανικής πίστεως, θα ξαναγράφονταν από τους οσίους ασκητές και συνεπείς χριστιανούς που έχουν την ίδια εμπειρία». Ο άγιος Σωφρόνιος «ξανάγραψε» τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: στην πράξη έμαθε κι αυτός τα του Θεού όπως και ο Σιναϊτης άγιος.

Αν όμως ο όσιος Σωφρόνιος ζούσε τους μεγάλους προγενεστέρους Πατέρες, κυριολεκτικά ανέπνεε με τον Πατέρα και Γέροντά του άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη. Ο Σιλουανός «σφράγισε» με απόλυτο τρόπο τη ζωή του, τόσο που όχι μόνο τον ίδιο αλλά και το μοναστήρι που ίδρυσε θεωρεί τον όσιο Σιλουανό ως Πατέρα και καθοδηγητή. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Σωφρόνιος σε όλες σχεδόν τις ομιλίες του και τα γραπτά του τον μέγα Γέροντά του μνημόνευε και σ’ εκείνου τις διδαχές και τον τρόπο ζωής ήθελε να στηρίζεται. Γιατί; Διότι ο άγιος αυτός άνθρωπος είχε φτάσει στο μοναδικό για την εποχή μας, και όχι μόνο, επίπεδο της προσευχής του Κυρίου στη Γεθσημανή: να προσεύχεται για όλον τον κόσμο μετά δακρύων ως να προσεύχεται για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό δεν είναι το όραμα και η επιθυμία του Κυρίου, όπως είπαμε και παραπάνω, που ο κάθε πιστός, σαν κι Εκείνον, θα πρέπει να περικλείει στην ύπαρξή του τον κόσμο όλον; Το «ἀγαπήσεις τον πλησίον σου ὡς σεαυτόν» με άλλα λόγια ήταν και είναι το όριο που είχε φτάσει με τη χάρη του Θεού ο άγιος Σιλουανός, που έφτασε κι ο άγιος Σωφρόνιος, που γίνεται το φως συνεπώς του Σωφρονίου για να καθοδηγεί και τον σύγχρονο κόσμο. Ο Σωφρόνιος με τη μαρτυρία του αυτή πράγματι ανοίγει τις ευθείες οδούς της εποχής μας που ταλαιπωρείται από μία συνεχή ταραχή και σύγχυση, γι’ αυτό και θεωρείται ο σήμερον εορταζόμενος ως ο «απόλυτος» καθοδηγητής – ίσως ο άγιος Σωφρόνιος είναι ό,τι σημαντικότερο μπορεί να προβληθεί σήμερα να πάρουν απαντήσεις όσοι «καίγονται» από τα υπαρξιακά τους προβλήματα και την έλλειψη νοήματος στή ζωή τους. Όπως το λέει και πάλι ο υμνογράφος: «Διήνοιξε δέ οὕτως, τῇ σήμερον ἡμέρᾳ, ὁδούς τάς εὐθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ βιοτῆς» (δόξα εσπ.) (έτσι διάνοιξε τη σημερινή εποχή τις ευθείες οδούς της ορθόδοξης πίστης και της χριστιανικής βιοτής).

Είπαμε και προηγουμένως ότι ο άγιος Σωφρόνιος έζησε έμπρακτα τη χριστιανική πίστη και φωτίστηκε πλούσια από το Φως του Θεού, διότι ζούσε διαρκώς εν μετανοία. Η μετάνοια για τον όσιο δεν ήταν μία ευκαιριακού τύπου αναγνώριση κάποιων αμαρτιών του. Η μετάνοια ήταν η οδός του, όπως το κήρυξε ο Κύριος απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ζωή με άλλα λόγια για τον όσιο ήταν η μετάνοια, η οποία  χαρακτηρίζει την αληθινή πνευματική ζωή της χριστιανικής πίστεως ως πορεία «ἐκ μετανοίας εἰς καθαρωτέραν μετάνοιαν» και έχει τα χαρακτηριστικά που φανερώνουν την γνήσια ποιότητά της: τα δάκρυα, τη μνήμη του θανάτου, την αδιάλειπτη προσευχή, την αυτομεμψία, τη βαθειά ταπείνωση. Κατά τον άγιο υμνογράφο: «ο Σωφρόνιος υπήρξε συνώνυμος της σωφροσύνης και δάσκαλος της μετανοίας∙ φωστήρας του αγίου πένθους, που οδηγείτο από την αυτομεμψία με σοφό τρόπο, γι’ αυτό και καταυγαζόταν από το φως. Διότι με τις ροές των δακρύων του, σε έρημους τόπους, εκζητώντας τον όντως Όντα, δηλαδή Χριστό τον Θεό μας, ο Σωφρόνιος Τον βρήκε» (στιχ. εσπ.).

Κατεξοχήν η αυτομεμψία ήταν εκείνο που χαρακτήριζε την αλήθεια της ασκητικής ταπεινώσεώς του, κι η αυτομεμψία αυτή έφτανε στο σημείο που «τρομάζει» πολλούς σήμερα: το αυτομίσος. «Αφού βρήκες την οδό του αυτομίσους ως μόνη ασφαλή και αποδεκτή από τον Θεό, όπως είναι φυσικό βρέθηκες μπροστά στην είσοδο της ασάλευτης Βασιλείας του Θεού» (λιτή). Κι όμως δεν συνιστά «ιδιοτροπία» του αγίου Σωφρονίου το αυτομίσος. Αποτελεί στοιχείο της χριστιανικής βιοτής κατά τα αψευδή λόγια του ίδιου του Κυρίου: «Όποιος έρχεται σε μένα και δεν μισεί τον πατέρα του, τη μάνα του, τα αδέλφια του, τη γυναίκα και τα παιδιά του, τα κτήματά του, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής Μου!» Και τα λέει αυτά ο Κύριος για να μας επισημάνει την αλήθεια ότι «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Αν δεν προσανατολιστούμε δηλαδή απολύτως προς τον Κύριο, δεν μπορούμε να Τον αγαπήσουμε σωστά, όπως και δεν μπορούσε να αγαπήσουμε στη συνέχεια και όποιον συνάνθρωπό μας αλλά και ακόμη τον ίδιο μας τον εαυτό. Ένα αλλοιθώρισμα και στον Θεό και στον (πεσμένο στην αμαρτία) κόσμο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συνεπής χριστιανική ζωή.

Και βεβαίως δεν μπορεί ο σοφός υμνογράφος του αγίου Σωφρονίου να μη μνημονεύσει εκείνο που εξίσου χαρακτήρισε όλη τη ζωή του αγίου του Γέροντα Σιλουανού: την προτροπή του ίδιου του Κυρίου, όταν εκείνος είχε περιέλθει σε απόγνωση λόγω των επιθέσεων του Πονηρού, ιδίως στο θέμα της κενοδοξίας και υπερηφανείας∙ «Κράτει τον νοῦν σου εἰς τόν Ἅδην καί μή ἀπελπίζου». Ό,τι υπήρξε καθοδηγητική λύτρωση για τον άγιο Σιλουανό, αυτό υπήρξε και για τον άγιο Σωφρόνιο, δεδομένου ότι έφτασε στο ίδιο πνευματικό ύψος με τον Γέροντά του. Και τι λέει αυτή η προτροπή; Να βλέπεις τον εαυτό σου στο έσχατο βάθος του άδη, γιατί από μόνοι μας «τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε», αλλά την ίδια στιγμή να μην απελπιζόμαστε, γιατί υπάρχει η παρουσία της χάρης του Χριστού μας. Θυμίζει το πνευματικό αυτό βίωμα των αγίων Σιλουανού και Σωφρονίου το αντίστοιχο ίσως του αποστόλου Παύλου, ο οποίος εξομολογείτο: «Ο Χριστός ήλθε να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Στα τάρταρα έβλεπε και ο Παύλος τον εαυτό του, αλλά ο Χριστός ήταν ο Σωτήρας του! Το δίπολο αυτό, για τον άγιο Σωφρόνιο, είναι το μόνο σωτήριο για να μην εκπίπτει κανείς από την πνευματική χριστιανική οδό. Διότι πάντοτε απειλείται ο χριστιανός από το αλαζονικό και κενόδοξο πονηρό πνεύμα. Οπότε η διαρκής υπενθύμιση της πραγματικότητας: ότι είμαστε ένα «τίποτε» κατ’ ουσίαν, αλλά με τον Χριστό τα πάντα, μπορεί να μας κρατήσει στην οδό του Κυρίου.

«Έλαμψε σαν λαμπρός ήλιος ο μέγας στους αγίους Σιλουανός, φωτίζοντάς σε με θείες επιγνώσεις, γιατί σε δίδασκε αφού έπαθε τα θεία: κράτα τον νου σου στον άδη και συγχρόνως να μην απελπίζεσαι καθόλου και θα δεις τον Θεό» (ωδή ε΄). Κι ακόμη: «Ανυψώθηκες, πανάγιε πατέρα, αφού κατέβηκες με την ταπείνωση. Διότι φέροντας τον τύπο του Ιησού που έπαθε και παραδόθηκε στον τάφο, με τη θειότατη συμβουλή του Σιλουανού, έγινες κατοικητήριο Θεού, αφού τήρησες τον νου σου στον άδη και κράτησες διαρκή την αυτομεμψία» (ωδή στ΄).

Δεν τελειώνει εύκολα ο λόγος για τον άγιο Σωφρόνιο: απαιτούνται χιλιάδες σελίδων έστω και να πάρουμε «μυρωδιά», αν πάρουμε, της διδαχής και της ζωής του. Όμως εκείνο που θα σημειώσουμε ως τελική αναφορά είναι η μαρτυρία του για τον Θεό ως τον όντως Όντα, όπως και παραπάνω κάπου ανέφερε ο υμνογράφος. Η αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή δηλαδή, όταν είδε τη βάτο που καιγόταν και δεν κατακαιγόταν και κατάλαβε τη θεϊκή παρουσία, ότι «Αὐτός ἐστιν ὁ Ὤν», ο Γιαχβέ: ό,τι βάζει η Εκκλησία μας στο φωτοστέφανο του Κυρίου, γιατί ο Χριστός ήταν Εκείνος που του φανερώθηκε, η αποκάλυψη λοιπόν αυτή ήταν εκείνο που «έλυσε» το σκοτάδι στο οποίο βρισκόταν ο αναζητητής νεαρός τότε Σωφρόνιος. Κατάλαβε ότι ο Θεός είναι προσωπικός κι ότι Αυτός συνιστά το Είναι και την πηγή της κάθε ύπαρξης, είτε λέγεται άνθρωπος είτε λέγεται άγγελος είτε φυσικό δημιούργημα. Σ’ αυτήν την αποκάλυψη απορροφήθηκε τόσο που πράγματι έφτασε σε μεγάλο ύψος κατανόησής της, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα κατανόησης και του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. Ο εμπνευσμένος υμνογράφος σημειώνει: «Καθώς σου φανερώθηκε ο Δημιουργός σου, αξιώθηκες ν’ ακούσεις “Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν”. Μετά από αυτό αρπάχτηκε όλη η καρδιά σου, άγιε, και βαδίζοντας την οδό της μετάνοιας, παμμακάριστε, φώναζες δυνατά με κατάνυξη στον Κύριό σου: αμάρτησα, σώσε με» (κάθισμα όρθρου). Και: «αφού έγινες σαν φωτιά από τον Προάναρχο Πατέρα, βρήκες πράγματι Αυτόν που ζητούσες και άκουσες όπως ο Μωυσής προτύτερα “ἐγώ εἰμι”» (ωδή α΄).

Μακάρι, ο άγιος Σωφρόνιος που έγινε όλος σαν φωτιά (κοντάκιο), - γιατί «πληγώθηκε σε όλη την ύπαρξή του από τη θεία αγάπη του Εσταυρωμένου Κυρίου» (ωδή ζ΄) και κατέστησε την καρδιά του αγία Τράπεζα που ιερουργούσε διαρκώς τον Κύριο και το άγιο Ευαγγέλιό Του (ωδή ζ΄) - να καθοδηγεί και εμάς, ώστε να ξεφύγουμε από τη φοβερότερη στέρηση που υπάρχει και μας ρίχνει στην κόλαση, την άγνοια του Θεού (ωδή η΄). Ο «χριστόνους» (απολ.) άγιος να ανοίγει και σε εμάς τον δρόμο.

10 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;»   (Ματθ. 6, 30)

(Ἐάν τό χορτάρι τοῦ ἀγροῦ,πού σήμερα ὑπάρχει καί αὔριο ρίχνεται στον φοῦρνο, τό ντύνει τόσο ὡραῖα ὁ Θεός, πόσο περισσότερο ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι;)

 ῞Εναν ὕμνο στή πρόνοια τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας. Διακηρύσσει διά στόματος ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ τό πόσο κοντά μας εἶναι ὁ Θεός, τό πόσο νοιάζεται γιά ἐμᾶς. Παράλληλα ὅμως ἀποτελεῖ καί ἕναν αὐστηρό ἔλεγχο τῆς ἀδυναμίας μας:  τῆς τύφλωσης πού μᾶς διακατέχει στό νά διαπιστώνουμε τά ἄλλως αὐτονόητα. Εἰδικά ἡ φράση τοῦ Κυρίου ὅτι καί τό ἀγριόχορτο πού δέν τοῦ δίνει κανείς σημασία εἶναι ἀντικείμενο τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ, συμπυκνώνει τή διπλή αὐτή διάσταση τῶν λόγων Του.

 1. Ὁ Κύριος λοιπόν εἶναι τραγικά σαφής ὅσον ἀφορᾶ στήν κατάσταση ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων:  εἴμαστε ὀλιγόπιστοι. Δέν ἔχουμε τή δυνατότητα δηλαδή νά ἀναγνωρίσουμε τήν παρουσία Του καί στή Δημιουργία πού εἶναι δική Του καί Τοῦ ἀνήκει, πολύ περισσότερο σ᾽ ἐμᾶς τούς ἴδιους. Διότι ὁ Κύριος διαβαθμίζει τήν παρουσία καί τήν Πρόνοιά Του:  οἱ ἄνθρωποι δεχόμαστε ἀπείρως περισσότερο ἀπό ὅσο ἡ λοιπή δημιουργία τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό βεβαίως γιατί μόνον οἱ ἄνθρωποι πλαστήκαμε «κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Αὐτό δέν δείχνει μεταξύ ἄλλων καί τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ; 

2. Αἰτία κατά τόν Κύριο τῆς ὀλιγοπιστίας αὐτῆς εἶναι ἡ ψυχική τύφλωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό «ἐν ἡμῖν φῶς», ὁ νοῦς δηλαδή, εἶναι σβηστό, βρισκόμαστε στό σκοτάδι, ὁπότε ἀδυνατοῦμε νά ἐπισημάνουμε τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος προκειμένου νά τό καταστήσει σαφές χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τῆς σωματικῆς τύφλωσης. Ὅπως ὁ σωματικά τυφλός δέν βλέπει τό φῶς τοῦ ἥλιου, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ ὀλιγόπιστος:  ὡς ψυχικά τυφλός δέν βλέπει τό πνευματικό φῶς, τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ -  ὅ,τι ἐπεσήμαινε στούς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς του: τυφλοί αὐτοί καθοδηγούν ἄλλους τυφλούς πού γι’ αὐτό ὅλοι πέφτουν μέσα σέ λάκκο!

3. ῎Ετσι ἡ ὀρθή σχέση μας μέ τή φύση, ἀλλά καί μέ τόν ἑαυτό μας καί τόν συνάνθρωπό μας, εἶναι ἀδύνατη χωρίς τή σχέση μας μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού μᾶς ἀνοίγει τά μάτια γιά νά βλέπουμε τά πάντα στίς ὀρθές καί ἀληθινές τους διαστάσεις, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ μή χριστιανός, ὁ μή ἔχων σχέση μέ τόν Χριστό, ἔχει κολοβωμένη καί ἐλλιπή ὅραση τῆς πραγματικότητας, κατά συνέπεια οἱ ἐπισημάνσεις του γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ὅσο πιθανόν σωστές κι ἄν εἶναι, μοιάζουν μέ τήν πραγματικότητα πού ἐπισημαίνει ἕνας τυφλός ἄνθρωπος καθώς ψαχουλεύει μέσα στό σκοτάδι:  διαπιστώνει ἀληθινά πράγματα, ἀλλά διαρκῶς τοῦ διαφεύγει τό ὅλον.

4. Τό ζητούμενο λοιπόν γιά νά ἀρχίσουμε νά βλέπουμε σωστά καί ὑγιῶς τά πράγματα καί τόν ἑαυτό μας, νά τά βλέπουμε δηλαδή μέσα στήν προοπτική τῆς ἀπαρχῆς δημιουργίας τους καί μέσα στό νόημά τους, εἶναι νά ἀποτινάξουμε τήν ψυχική μας τύφλωση. Νά βροῦμε τό φῶς τοῦ Θεοῦ πού θά μᾶς διανοίξει τούς ὀφθαλμούς. Νά πιστέψουμε δηλαδή στόν Χριστό. Ἡ πίστη σ᾽ ᾽Εκεῖνον μόνον, ὅσον καί ἄν ἀκούγεται ἀπόλυτο, συνιστᾶ τό φῶς τοῦ νοῦ καί τῆς συνείδησής μας, πού μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά δοῦμε καί τόν Θεό παντοῦ καί ὁπουδήποτε. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἱκανότητα νά δοῦμε τόν Θεό ἔξω ἀπό ἐμᾶς: στή φύση καί στόν συνάνθρωπο, περνάει μέσα ἀπό τήν ἀπόκτηση τῆς ἱκανότητας νά Τόν βλέπουμε μέσα μας. ῎Αν δέν ἔχουμε Θεό ἐμεῖς, δέν μποροῦμε καί νά Τόν δοῦμε ἀλλοῦ. «᾽Εν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

5. Καί ἡ πίστη αὐτή, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, εἶναι μέν δωρεά ᾽Εκείνου, ἀλλά στόν ἄνθρωπο πού τό θέλει καί τό ἀναζητεῖ, γεγονός πού παραπέμπει στήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία: στήν ᾽Εκκλησία, τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖται πάντοτε ὁ γνήσιος ἀναζητητής τοῦ Θεοῦ. Τό «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» πού εἶπε ὁ Χριστός, εἶναι ἀκριβῶς ἡ προϋπόθεση τοῦ ἀνοίγματος καί τῶν ψυχικῶν ὀφθαλμῶν μας. ῞Οσο δηλαδή ἐπιλέγουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ὅσο ὁ Κύριος γίνεται ἡ προτεραιότητά μας καί ἡ τροφοδοσία μας ἀπό ᾽Εκεῖνον μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του ὁ θερμός πόθος τῆς καρδιᾶς μας, τόσο καί ὑγιεῖς γινόμαστε, τόσο βρίσκουμε ἐκεῖνο τό σημεῖο ὕπαρξης πού ἀποτελεῖ τήν ἀληθινή σφαίρα τοῦ εἶναι μας, μέ τόν ζωντανό Θεό παρόντα στή ζωή μας. «Τηρεῖστε τίς ἐντολές μου καί θά σᾶς φανερωθῶ» διαβεβαίωσε ὁ Κύριος.

ΝΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ... ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

Οι άγιοι αββάδες του Γεροντικού επιμένουν σταθερά: «από τον πλησίον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον Θεό κερδίζουμε». Γιατί η σχέση με τον Θεό εξαρτάται από τη σχέση με τον συνάνθρωπο; Οι αββάδες δεν λένε πράγματα του μυαλού τους. Διατυπώνουν με τον δικό τους τρόπο ό,τι είναι ο λόγος του Θεού κι ό,τι ο Κύριος μάς άφησε ως εντολή και διδασκαλία Του, την οποία όμως εκείνοι φρόντισαν και έκαναν πράξη στη ζωή τους κι επιβεβαίωσαν έτσι εμπειρικά την αλήθεια της. Ο Χριστός μάς είπε να μένουμε σταθεροί στη δική Του αγάπη, που θα πει να ’μαστε στον «χώρο» που θα δεχόμαστε την αγάπη Του αυτή, και μαζί βεβαίως την αγάπη του Θεού Πατέρα κι όλης της αγίας Τριάδος. Και ποιος είναι αυτός ο «χώρος»-σημείο συντονισμού και επαφής μαζί Του; Ο άλλος, ο συνάνθρωπος. «Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή. Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, (δηλαδή το αγαπάτε αλλήλους), μενείτε εν τη αγάπη μου». Οπότε την ώρα που «εκτεινόμαστε» εν αγάπη εκεί που είναι ο συνάνθρωπός μας, εκείνη την ώρα είμαστε σε αναζήτηση του Θεού, καλύτερα: βρίσκουμε τον Θεό μέσα μας. Σαν την αναζήτηση ενός σταθμού στο ραδιόφωνο: για να βρούμε τον σταθμό πρέπει να συντονιστούμε με το σημείο εκπομπής του. Το σημείο που εκπέμπει ο Θεός τη χάρη και την παρουσία Του είναι πρωτίστως ο συνάνθρωπός μας. Πλησιάζοντας τον άλλον λοιπόν πλησιάζουμε τον Θεό. «Κερδίζοντας τον αδελφό τον Θεό κερδίζω. Από τον πλησίον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατός μου».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ 45 ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΝΙΚΟΠΟΛΕΙ ΤΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

Αυτοί, κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικινίου και του ηγεμόνα Λυσία, ομολόγησαν τον Χριστό. Πρώτοι δε από αυτούς ήσαν αυτοί που ήσαν πρώτοι και στην πόλη, ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος. Αφού εξετάστηκαν με διάφορα βασανιστήρια, ύστερα τους έριξαν σε κάμινο πυρός και, τέλος, βρήκαν το τέλος του δρόμου της άθλησης”.

Η ῾θεοστεφής φάλαγξ᾽ των αγίων σαράντα πέντε μαρτύρων μπορεί να παραβληθεί μόνο με  αντίστοιχες πολυπληθείς ομάδες μαρτύρων, σαν τους αγίους σαράντα που μαρτύρησαν στη λίμνη της Σεβαστείας, ή σαν τους αγίους τρεις παίδας τους εν καμίνω της Παλαιάς Διαθήκης, λόγω της τόλμης τους και της εν χάριτι  υμνολογίας τους προς τον Θεό, την ώρα που καίονταν και αυτοί σε κάμινο πυρός. «Στην κάμινο, Χριστέ, οι αθλοφόροι υμνολογούσαν: Ευλογητός ο Θεός, ο των Πατέρων μας» (ωδή ζ´).  Εκείνο που τους οδήγησε στο μαρτύριο ήταν, κατά τον υμνογράφο Ιωάννη τον μοναχό, ο πόθος τους για την αληθινή και αιώνια ζωή λόγω της βαθιάς αγάπης τους προς τον Θεό, γεγονός που τους έκανε να είναι και μεταξύ τους τόσο μονοιασμένοι, ώστε ούτε και ο θάνατος να μπορεί να τους χωρίσει. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου: «Αήττητοι μάρτυρες, ποθήσατε την αληθινή ζωή που παραμένει αιώνια» (στιχηρό εσπερινού). «Κρατιόταν από την αγάπη του Θεού και έτσι νίκησε ο χορός των αθλοφόρων τον αντίθεο εχθρό» (ωδή δ´). «Συνδεδεμένοι πιστά με την ομόνοια της ψυχής, προχωρήσατε κατά της πλάνης» (ωδή α´).

Η φιλοθεΐα τους αυτή και ο πόθος τους για τα αιώνια τους έκανε να μπορούν να κρίνουν ορθά τα πράγματα της ζωής τους: να επιλέξουν το μαρτύριο για τον Χριστό, αντί να ζήσουν ως αρνησίχριστοι λίγα χρόνια επί της γης χωρίς νόημα και σκοπό. Διότι πράγματι τότε, κατά την πίστη μας, λειτουργεί ορθά η κρίση του ανθρώπου, όταν βλέπει την επίγεια ζωή υπό το πρίσμα της αιώνιας ζωής. Αν με άλλα λόγια δεν μεταθέσει κανείς το κέντρο της ζωής του στον Χριστό, ώστε εν Χριστώ να ζει, να κινείται και να υπάρχει - «εν Αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», κατά τον απόστολο Παύλο -, τότε ο πιστός πρέπει να αμφισβητήσει την πίστη του, ευρισκόμενος σε κατάσταση σκότωσης και πλάνης. Κι αιτία για την εν Χριστώ αυτή οπτική είναι το γεγονός ότι ο πιστός βαπτισμένος στο όνομα του Χριστού έχει γίνει μέλος του ζωντανού σώματός Του, της Εκκλησίας, συνεπώς είναι και νιώθει οργανικά δεμένος με Εκείνον. Η σύνεση αυτή των αγίων σαράντα πέντε μαρτύρων που τους έδινε τη φωτισμένη κρίση για τη ζωή τους τονίζεται επαρκώς από τον υμνογράφο της ακολουθίας τους: «Κοσμηθήκατε από σύνεση, στρατιώτες του Χριστού, και πνίξατε τον καταστροφέα διάβολο, τον αρχαίο όφι, μέσα στα ποτάμια των αιμάτων σας»  (ωδή γ´).

Κι εκείνο που τους έδινε την εν Χριστώ σύνεση και τη φωτισμένη διάκριση ήταν που ως μέλη Χριστού ενεργοποιούσαν στη ζωή τους τη χριστιανικότητά τους με τη συνεχή μελέτη του λόγου του Θεού που την μετουσίωναν σε πράξη. Οι άγιοι μάρτυρες δηλαδή ζούσαν το μαρτύριο της συνειδήσεως διά της τηρήσεως των εντολών του Χριστού πριν φθάσουν στο μαρτύριο του αίματος. Που σημαίνει, όπως είναι γνωστό: δεν είναι εύκολο να φτάσει κάποιος στο χαρισματικό σημείο της προσφοράς και της ζωής του για την πίστη του, αν δεν έχει ασκηθεί πάνω  στην ετοιμότητα αυτή με την προσαρμογή της ζωής του σε ό,τι επιτάσσει ο λόγος του Θεού. Κατά τον άγιο υμνογράφο μας μάλιστα: «Θρεμμένοι οι μάρτυρες, με τα λόγια του αγίου Πνεύματος κατάργησαν την αλογία των ειδώλων» (ωδή ε´). Γι᾽ αυτό και ο υμνογράφος επισημαίνει μία ιδιαίτερη χάρη που ο Χριστός έδωσε στους μάρτυρες, όσο ακόμη βρίσκονταν στη φυλακή, προκειμένου να τους ενισχύσει για να φτάσουν μέχρι το τέλος: να δουν το άκτιστο φως. «Είδαν το απρόσιτο φως οι αθλοφόροι στη φυλακή, αποκτώντας ισχύ από τη δύναμη του Θεού,  κι έτσι διέλυσαν το πολύθεο σκοτάδι της ειδωλολατρικής μέθης» (ωδή δ´). «Ταις αυτών αγίαις πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν».

09 Ιουλίου 2021

ΦΟΒΟΣ: ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η χριστιανική πίστη δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του φόβου στη ζωή του ανθρώπου. Τον αποδέχεται ως πραγματικότητα αλλά και τον ερμηνεύει. Ο φόβος είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου στην αμαρτία – αυτή τού άνοιξε τη δίοδο για κάθε είδους φόβο στη ζωή του και άρα για την τραγικότητα της επί γης πορείας του.

Με τον ερχομό του Χριστού όμως ο άνθρωπος ξαναβρήκε την κανονική πορεία του και ένιωσε και πάλι ότι η αγάπη και η φιλία τον περιβάλλουν από παντού. Ο Χριστός έχυσε άπλετο φως στη ζωή του για να δει ότι ο Θεός είναι ακριβώς ο φίλος και ο Πατέρας του, ο συνάνθρωπος ο αδελφός του, η φύση η αδελφή του. Στην πραγματικότητα μετά τον ερχομό του Χριστού τίποτε δεν μπορεί να απειλήσει τη ζωή του ανθρώπου. Διότι μ’ Εκείνον γίναμε και πάλι παιδιά του Θεού. Ο Χριστός μάς προσέλαβε στον εαυτό Του και έγινε το ένδυμά μας. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Είμαστε καλυμμένοι και ασφαλισμένοι μέσα στον ίδιο τον παντοδύναμο και πανάγαθο Θεό. Αυτός αποτελεί το σπίτι μας, και της ψυχής και του σώματός μας. Κι ακόμη: γίνεται ο Ίδιος ο μυστικός ένοικος της ψυχής μας. Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα κατοικήσουμε μέσα Του κι Αυτός μέσα μας. «Ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω» (πρβλ. Β´Κορ. 6, 16).

Αν είχαμε πνευματικά μάτια ανοικτά θα βλέπαμε ότι πλημμυριζόμαστε διαρκώς από το φως, την αλήθεια, τη ζωή και την αγάπη. Θα βλέπαμε στον εαυτό μας, στον κάθε συνάνθρωπο, σε όλη τη δημιουργία την πανάγαθη παρουσία του Θεού, όπως και του αγαθού φύλακα αγγέλου μας. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ᾽ ημών;» θα φωνάξει μεταξύ άλλων ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8, 31). Είναι συγκλονιστικός ο λόγος επ’ αυτού του μεγάλου ασκητικού διδασκάλου οσίου Ισαάκ του Σύρου: «Μην σε ταράξει καθόλου – γράφει στον τρίτο λόγο του – ο λογισμός του φόβου... αλλά μάλλον πίστευε ότι έχεις φύλακα τον ίδιο τον Θεό που είναι μαζί σου, και την ακρίβεια γι᾽ αυτό ας σε πληροφορήσει η φρόνησή σου, ότι συ με όλη τη δημιουργία είστε δούλοι ενός και του ιδίου δεσπότη, ο Οποίος με ένα μόνο νεύμα Του κινεί και σαλεύει, και ημερώνει και οικονομεί τα πάντα, και κανείς δούλος δεν μπορεί να βλάψει κανέναν από τους σύνδουλούς του χωρίς να το παραχωρήσει Εκείνος που προνοεί και κυβερνά τα πάντα...Καθότι ούτε οι δαίμονες ούτε τα βλαπτικά θηρία ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκπληρώσουν το κακό τους θέλημα για αφανισμό και απώλεια του άλλου, όταν δεν θέλει ο κυβερνών τα πάντα Θεός. Αλλά και όταν θέλει, δίνει και όρια σ᾽ αυτό, κατά πόσο πρέπει να βλάψουν».

Προϋπόθεση βεβαίως για τη χαρισματική αυτή πραγματικότητα η πίστη στον Χριστό.  Χωρίς αυτήν ο φόβος εξακολουθεί να σφραγίζει τη ζωή μας.Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Χριστός: το αντίδοτο του φόβου είναι η πίστη. «Μη φοβού, μόνον πίστευε» (Μάρκ. 5, 36) λέει στον καθένα μας μέχρι σήμερα. «Μη ταρασσέσθω ημών η καρδία μηδέ δειλιάτω. Πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε» ( Ιωάν. 14, 1.27). Και εννοείται η αληθινή πίστη που συνυπάρχει πάντοτε με την αγάπη. «Πίστις δι᾽ αγάπης ενεργουμένη» που λέει ο Απόστολος (Γαλ. 5,6). Γι’ αυτό και «φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ᾽ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α´ Ιωάν. 4, 18).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ "ΜΑΥΡΙΣΜΑ" ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

Μπορεί να μην είναι γνωστός στους πολλούς ο άγιος Παγκράτιος, όμως τυγχάνει αποστολικός Πατέρας, ισοστάσιος σχεδόν του αποστόλου Πέτρου κατά τον ιερό υμνογράφο του Θεοφάνη, αφού ο μέγας απόστολος τον χειραγώγησε στην πίστη του Χριστού και τον κατέστησε επίσκοπο, εξαποστέλλοντάς τον μάλιστα στη Δύση προκειμένου να φέρει το φως της αλήθειας σ’ αυτήν. Πρόκειται, κατά τον ποιητή, για δεύτερο ποτάμι, συνέχεια του πρώτου και μεγάλου, του αποστόλου Πέτρου, το οποίο «άρδευσε τις χερσωμένες καρδιές και αποξήρανε τα ποτάμια της ασέβειας» (ωδή δ΄).

Ο ευαγγελισμός των ανθρώπων βεβαίως αποτελεί στην πραγματικότητα έργο του ίδιου του Χριστού και του Πνεύματός Του που ενεργείται μέσω των αποστόλων και των αγίων Του. Ο ίδιος ο Κύριος δηλαδή έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο για τη σωτηρία των ανθρώπων, οι δε απόστολοι και όλοι οι μετά από αυτούς απόστολοι συνιστούν όργανα Εκείνου που διακονούν το έργο Του. Κι αυτό είναι το μεγαλείο της χριστιανικής μας πίστεως: η σχέση μας με τον Θεό είναι άμεση και προσωπική με τον Ίδιο, ενώ οι απόστολοι και οι διάδοχοί τους επίσκοποι αποτελούν τα εχέγγυα της γνήσιας αυτής σχέσης μας προς Αυτόν, που σημαίνει ότι έχουμε κοινωνία με τον Χριστό και Θεό μας, όταν διατηρούμε κοινωνία με τους αποστόλους και τους διαδόχους τους.

Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει στην παραπάνω αλήθεια, ότι δηλαδή ο άγιος άρδευσε τις χερσωμένες καρδιές και αποξήρανε τα ποτάμια της ασέβειας, και με την εξής όμορφη εικόνα:  «Ο βίος σου αστράπτοντας από τις θείες καλλονές, μαύρισε εντελώς (απημαύρωσε) τις ορμές όλων των δαιμόνων». Τι μας λέει ο υμνογράφος; Πρώτον, ότι ο άγιος Παγκράτιος ήταν θεοφώτιστος άνθρωπος. Η ζωή του πρωτίστως, και όχι μόνο τα λόγια του, άστραφτε από τη χάρη του Θεού, η οποία και μόνο ομορφαίνει τον άνθρωπο. Κι αυτό γιατί ο άγιος καθάρισε την καρδιά του από ό,τι  αμαρτωλό και έγινε «καταγώγιον» Χριστού, συνεπώς στο έργο του της κλήσεως των ανθρώπων σε μετάνοια ο Χριστός εργαζόταν μέσω αυτού.

Δεύτερον, ότι το έργο του αυτό δεν ήταν εύκολο. Ο Θεός επιτρέπει, για διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου, τη δράση στον κόσμο των πονηρών πνευμάτων, τα οποία ορμούν για να κρατήσουν τους ανθρώπους μακριά από Εκείνον ώστε να μη σωθούν – ο διάβολος θέλει να έχει όλα τα πλάσματα του Θεού υποχείριά του και μέτοχα της δυστυχίας και της θλίψεώς του. Ο Θεός όμως μέσω των αγίων Του καλεί τους ανθρώπους σε μετάνοια και σχέση μαζί Του, αρκεί να υπάρχει η προϋπόθεση από αυτούς της καλής τους διάθεσης. Κι έχει δύναμη η κλήση μετανοίας, γιατί εκφράζεται από αυτούς που βιώνουν την πίστη, όταν μάλιστα η βίωση αυτή φτάνει στο απώγειό της με την προσφορά της ίδιας της ζωής του κήρυκα – σαν τον Κύριο που η Σταυρική Του θυσία πρωτίστως «κατήργησε τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον». Οπότε το πιο ηχηρό κήρυγμα που κατατροπώνει τον διάβολο είναι ο μαρτυρικός θάνατος των αγίων.

Κι είναι σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου. Δεν λέει ότι ο άγιος Παγκράτιος νίκησε απλώς τον διάβολο – όπως συμβαίνει σε άλλα σημεία της υμνογραφίας – αλλά σημειώνει τον «απημαύρωσε», τον έκανε εντελώς μαύρο, τον εξαφάνισε σε σημείο που να μην μπορεί κανείς ούτε και να τον δει. Κι αυτό γιατί; Διότι ήταν τέτοια η λάμψη της αγίας του ζωής και τόσο δυνατό το φως της διδαχής του ώστε δεν υπήρχε περίπτωση ούτε και σαν σκιά να ενεργήσουν οι πονηρές δυνάμεις. Ας μην προβούμε σε συγκρίσεις με τη δική μας εποχή: θα ήταν καταλυτικές ίσως εις βάρος μας. Διότι δεν ξέρουμε πόσο φως εκπέμπουμε και πόσο αμαυρώνουμε τον πονηρό! 

08 Ιουλίου 2021

ΟΤΑΝ Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΝΑΙ... ΦΑΡΙΣΑΪΣΜΟΣ!

Ομολογούμε την πίστη μας στον Χριστό - γεγονός που οδηγεί στη σωτηρία μας: τη ζωντανή σχέση μας μ’ Εκείνον - όταν το στόμα μας εκφράζει το περιεχόμενο της καρδιάς μας. «Εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιησούν και πιστεύσης εν τη καρδία σου… σωθήση». Είμαστε του Χριστού δηλαδή και το ομολογούμε, όταν πρωτίστως η ζωή μας κι έπειτα ο λόγος μας αποτελούν τη διαρκή παραπομπή στο πανάχραντο πρόσωπό Του. Να μας βλέπουν οι άνθρωποι και να έχουν την αίσθηση ότι βλέπουν τον ίδιο τον Χριστό: αυτό είναι η αληθινή ομολογία Χριστού. Τότε ο χριστιανός έχει γίνει, καθώς λέει ο απόστολος, «επιστολή Χριστού, γινωσκομένη και αναγινωσκομένη» από όλους. Αν όμως υφίσταται λόγος ομολογιακός χωρίς να υποστηρίζεται από τη ζωή, τότε εκεί βρισκόμαστε μπροστά στον ίδιο τον Φαρισαϊσμό. Κι ο Φαρισαϊσμός το μόνο που έχει εισπράξει  από τον Κύριο είναι τα φοβερά «ουαί» της υποκρισίας!