15 Αυγούστου 2021

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩ


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ

Πολλά κείμενα γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται για την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας, των πιστών, Μητέρα. Κείμενα δοξολογικά, παρακλητικά, θεολογικά. Γιατί δεν μπορεί ο ορθόδοξος πιστός να σταθεί σωστά έναντι του Ιησού Χριστού του Κυρίου του χωρίς αντίστοιχη στάση έναντι της Παναγίας Μητρός Του – παραθεώρηση της Παναγίας από έναν χριστιανό σημαίνει έλλειμμα πίστεως προς τον Χριστό, μάλλον δεν μπορεί να υπάρχει πίστη σ’ Εκείνον. Όπως πολλάκις έχει τονιστεί: κριτήριο της ορθόδοξης πίστεως κάποιου είναι το πώς τοποθετείται απέναντι στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η πρακτική, νομίζουμε, των αγιορειτών πατέρων εν προκειμένω εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια αυτή. «Ευλογείτε» λες στον αγιορείτη, «ο Κύριος» απαντά. «Την ευχή σας» του λες, «Την ευχή της Παναγίας» ανταποδίδει. Χριστός και Παναγία πάντοτε συνυπάρχουν – η Παναγία δείχνει προς τον Υιό της, ο Χριστός χαίρεται να «υπακούει» στη Μητέρα Του!  

Αλλά κείμενα για τη Θεομήτορα όπως των αγίων Πατέρων μας κι όπως το παρακάτω που παραθέτουμε του αγίου Σιλουανού, του γλυκύτατου αυτού νεώτερου αγίου της Εκκλησίας μας, είναι μοναδικά. Σου προκαλούν συγκίνηση και δάκρυα, σε κάνουν να νιώθεις έντονα την παρουσία της Παναγίας Μητέρας, σε θέτουν κάτω από το άγρυπνο πλήρες αγάπης και στοργής απέναντί σου βλέμμα της. Γιατί σου μεταγγίζουν τη βαθειά συγκίνηση του συντάκτη και την προσωπική εμπειρία του. Ο άγιος Σιλουανός από τη νεότητά του αισθάνθηκε την επέμβαση της Μεγάλης Μάνας στη ζωή του, πολύ περισσότερο όταν ανδρώθηκε και ασκήθηκε μέσα στο Μοναστήρι του στον άγιο Παντελεήμονα του Αγίου Όρους. Κι η καταγραφή της εμπειρίας του και του φωτισμού του Θεού που δέχτηκε γι’  αυτήν καθοδηγεί έκτοτε τον κάθε πιστό και τον προσανατολίζει στην ορθή θέση της εν Ουρανώ και επί γης. Ας αφεθούμε στη χάρη των λόγων του. Ας «πιούμε» την κάθε λέξη του ως το ακριβότερο ποτό. Ας γίνει η ανάγνωση του κειμένου του μία εκ βάθους προσευχή προς Αυτήν που είναι η Πρώτη και Μοναδική.

«Ὅταν ἡ ψυχὴ κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε, ὤ, πῶς εἶναι ὅλα εὐχάριστα, ἀγαπημένα καὶ χαρούμενα. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ὅμως συνεπάγεται θλίψη· κι ὅσο βαθύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι κι ἡ θλίψη.

Ἡ Θεοτόκος δὲν ἁμάρτησε ποτέ, οὔτε κἂν μὲ τὸ λογισμό, καὶ δὲν ἔχασε ποτὲ τὴ Χάρη, ἀλλὰ κι Αὐτὴ εἶχε μεγάλες θλίψεις. Ὅταν στεκόταν δίπλα στὸ Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη Της ἀπέραντη σὰν τὸν ὠκεανὸ κι οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατὶ κι ἡ ἀγάπη Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Κι ἂν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μὲ τὴ Θεία δύναμη, μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατὶ ἦταν θέλημὰ Του νὰ δῇ τὴν Ἀνάσταση κι ὕστερα, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του, νὰ παραμείνη παρηγοριὰ καὶ χαρὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ νέου χριστιανικοῦ λαοῦ.

Ἐμεῖς δὲν φτάνουμε στὴν πληρότητα τῆς ἀγάπης τῆς Θεοτόκου, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσωμε πλήρως τὸ βάθος τῆς θλίψεώς Της. Ἡ ἀγάπη Της ἦταν τέλεια. Ἀγαποῦσε ἄπειρα τὸ Θεὸ καὶ Υἱό Της, ἀλλ᾿ ἀγαποῦσε καὶ τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀγάπη. Καὶ τί αἰσθανόταν τάχα, ὅταν ἐκεῖνοι, ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε ἡ Ἴδια καὶ ποὺ τόσο πολὺ ποθοῦσε τὴ σωτηρία τους, σταύρωναν τὸν ἀγαπημένο Υἱὸ Της;

Αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ συλλάβωμε, γιατί ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι λίγη. Κι ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἀπέραντη καὶ ἀκατάληπτη, ἔτσι ἀπέραντος ἦταν κι ὁ πόνος Της ποὺ παραμένει ἀκατάληπτος γιὰ μᾶς.

Ἄσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, πὲς σ᾿ ἐμᾶς τὰ παιδιά Σου, πῶς ἀγαποῦσες τὸν Υἱό Σου καὶ Θεό, ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ; Πῶς χαιρόταν τὸ πνεῦμα Σου γιὰ τὸ Θεὸ καὶ Σωτῆρα Σου; Πῶς ἀντίκρυζες τὴν ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου Του; Πῶς σκεφτόσουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ Τὸν διακονοῦν μὲ φόβο καὶ ἀγάπη ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν;

Πές μας, τί ἔνοιωθε ἡ ψυχή Σου, ὅταν κρατοῦσες στὰ χέρια Σου τὸ Θαυμαστὸ Νήπιο; Πῶς τὸ ἀνέτρεφες; Πῶς πονοῦσε ἡ ψυχή Σου, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ Τὸν ἀναζητοῦσες τρεῖς μέρες στὴν Ἱερουσαλήμ; Ποιάν ἀγωνία ἔζησες, ὅταν ὁ Κύριος παραδόθηκε στὴν σταύρωση καὶ πέθανε στὸ Σταυρό;

Πές μας, ποιά χαρὰ αἰσθάνθηκες γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἢ πῶς σπαρταροῦσε ἡ ψυχή Σου ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάληψη;

Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν νὰ γνωρίσουν τὴ ζωή Σου μὲ τὸν Κύριο στὴ γῆ· ἀλλὰ Σὺ δὲν εὐδόκησες νὰ τὰ παραδώσῃς ὅλ᾿ αὐτὰ στὴ Γραφή, ἀλλὰ σκέπασες τὸ μυστήριό Σου μὲ σιγή.

Πολλὰ θαύματα καὶ ἐλέη εἶδα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν’ ἀνταποδώσω κάπως αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Τί ν᾿ ἀναταποδώσω ἐγὼ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ δὲν μὲ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μ᾿ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικὰ καὶ μὲ συνέτισε; Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ Τὴν ἀναγνωρίσω ἀπὸ τὰ γεμάτα χάρη λόγια Tης καὶ τὸ πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν, ὥστε καὶ μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματὸς Tης γλυκαίνει τὴν καρδιά μου.

Ὅταν ἤμουν νεαρὸς ὑποτακτικός, προσευχόμουν μιὰ φορὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ μπῆκε τότε στὴν καρδιά μου ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ κι ἄρχισε ἀπὸ μόνη της νὰ προφέρεται ἐκεῖ.

Μιὰ ἄλλη φορὰ ἄκουγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἀνάγνωση τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καὶ στὶς λέξεις «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε» (Ἡσ. α 16) σκέφτηκα: Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καὶ μὲ τὸ λογισμὸ;. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μέσα στὴν καρδιά μου μιὰ φωνὴ ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχὴ πρόφερε ρητῶς: «Ἡ Θεοτόκος ποτὲ δὲν ἁμάρτησε, οὔτε κἂν μὲ τὴν σκέψη». Ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στὴν καρδιά μου γιὰ τὴν ἁγνότητὰ Της.

Ἐν τούτοις κατὰ τὸν ἐπίγειο βίο Tης δὲν εἶχε ἀκόμα τὴν πληρότητα τῆς γνώσεως καὶ ὑπέπεσε σ᾿ ὁρισμένα ἀναμάρτητα λάθη ἀτέλειας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο· ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, δὲν ἤξερε ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς Της καὶ Τὸν ἀναζητοῦσε τρεῖς μέρες μὲ τὸν Ἰωσήφ (Λουκ. β´ 44-46).

Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζομαι τὴ δόξα τῆς Θεομήτορος.

Εἶναι ἐνδεὴς ὁ νοῦς μου καὶ φτωχὴ κι ἀδύναμη ἡ καρδιά μου, ἀλλὰ ἡ ψυχή μου χαίρεται καὶ παρασύρομαι στὸ νὰ γράψω ἔστω καὶ λίγα λόγια γι᾿ Αὐτήν.

Ἡ ψυχή μου φοβᾶται νὰ τὸ ἀποτολμήσῃ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μὲ πιέζει νὰ μὴν κρύψω τὶς εὐεργεσίες τῆς εὐσπλαγχνίας Tης.

Ἡ Θεοτόκος δὲν παρέδωσε στὴ Γραφὴ οὔτε τὶς σκέψεις Tης οὔτε τὴν ἀγάπη Tης γιὰ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Tης οὔτε τὶς θλίψεις τῆς ψυχῆς Tης, κατὰ τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως, γιατὶ οὔτε καὶ τότε θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ συλλάβωμε. Ἡ ἀγάπη Tης γιὰ τὸ Θεὸ ἦταν ἰσχυρότερη καὶ φλογερότερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφεὶμ κι ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων ἐκπλήσσονται μ᾿ Αὐτήν.

Παρ᾿ ὅλο ὅμως ποὺ ἡ ζωὴ τῆς Θεοτόκου σκεπαζόταν, θὰ λέγαμε, ἀπὸ τὴν ἅγια σιγή, ὁ Κύριος ὅμως φανέρωσε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πὼς ἡ Παναγία μας ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη Tης ὅλο τὸν κόσμο καὶ βλέπει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς καί, ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς Tης, ἔτσι κι Ἐκείνη σπλαγχνίζεται καὶ ἐλεεῖ τοὺς πάντες.

Ὢ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.

Δὲν ψεύδομαι, λέγω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Tης γιὰ μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχὴ θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ μὲ νουθετήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: «Δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ ἐκείνη τὴ γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Ἀληθινά, Αὐτὴ εἶναι ἡ βοήθειά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο τ᾿ ὄνομά Της χαροποιεῖ τὴν ψυχή. Ἀλλὰ κι ὅλος ὁ οὐρανὸς κι ὅλη ἡ γῆ χαίρονται μὲ τὴν ἀγάπη Tης.

Ἀξιοθαύμαστο κι ἀκατανόητο πράγμα. Ζῆ στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπει ἀδιάκοπα τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ κι ἐμᾶς τοὺς φτωχοὺς κι ἀγκαλιάζει μὲ τὴν εὐσπλαγχνία Της ὅλη τὴ γῆ κι ὅλους τοὺς λαούς.

Κι Αὐτὴ τὴν Ἄχραντη Μητέρα Του ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε σ᾿ ἐμᾶς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καὶ βρίσκεται κοντά μας κατὰ τὴ φύση σὰν ἄνθρωπος καὶ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν».

ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ ΖΩΗΣ

«Ο θάνατός σου, Αγνή Παρθένε, έγινε διαβατήριο για την αιώνια και καλύτερη ζωή, καθώς σε μεταθέτει, άχραντε, από την επίγεια εδώ ζωή προς τη θεία πράγματι και μόνιμη, προκειμένου να βλέπεις με αγαλλίαση τον Υιό σου και Κύριο»  (ωδή δ΄ κανόνα Κοιμήσεως).

Ένα μικρό μαργαριτάρι από τη μεγάλη Θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως ο ύμνος, ο οποίος με συνοπτικό τρόπο τονίζει τα κύρια στοιχεία της. 1) Ήλθε η ώρα για τον θάνατο της Μητέρας του Κυρίου. 2) Ο θάνατός της συνιστά το διαβατήριο για την αιώνια ζωή που είναι καλύτερη από την επίγεια. 3) Πρόκειται για μετάσταση συνεπώς από την εδώ ζωή προς τη θεία και μόνιμη πραγματικότητα. Και 4) Το χαρακτηριστικό της αιώνιας ζωής στην οποία μετατίθεται η Παναγία είναι η αγαλλίαση από τη διαρκή όραση του Υιού και Θεού της.

Πράγματι∙ 1) Μολονότι οι υμνογράφοι της Εκκλησίας μας απορούν για το πώς η Μήτηρ της Ζωής έφτασε στην ώρα του θανάτου της – πώς αυτή που γέννησε τη Ζωή, τον Θεό ως άνθρωπο, μπορεί να υποστεί θάνατο; - όμως από την άλλη θεωρούν δεδομένο το πέρασμά της από αυτόν. Γιατί; Διότι ο Ίδιος ο Υιός και Θεός της πέρασε το φυσικό αυτό όριο. Όπως το εξηγούν: «Δεν είναι θαύμα να πεθάνει η Κόρη που δι’ αυτής σώθηκε ο κόσμος, όταν ο Δημιουργός του κόσμου πέθανε κατά σάρκα ως άνθρωπος». Γι’ αυτό και ο γνωστότερος ύμνος της εορτής μιλάει πρωτίστως για την κηδεία της Θεοτόκου, κι έπειτα για την εν σώματι μετάστασή της. «Απόστολοι που συναθροισθήκατε εδώ στο χωριό της Γεθσημανή από όλα τα πέρατα, κηδέψατε το σώμα μου».

2) Όμως,  μολονότι η Παναγία πέθανε, ζει αιώνια. Σπεύδει αμέσως ο υμνογράφος να το δηλώσει: «Η Θεομήτωρ ζει πάντοτε, έστω κι αν πέθανε τη δεκάτη πέμπτη του μηνός». Κι αυτό γιατί ο Κύριος και Υιός της ήλθε ακριβώς να καταργήσει τον θάνατο και να φέρει τη ζωή. «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν (οι άνθρωποι)». Οπότε, για τον πιστό άνθρωπο, κατεξοχήν δε την πρώτη εξ όλων τη Μητέρα του Κυρίου, ο θάνατος δεν έχει το τρομακτικό προσωπείο του αγνώστου «πράγματος», αλλά συνιστά τη θύρα που διέρχεται ο άνθρωπος για να συναντήσει και πάλι τον Χριστό τον Οποίο ζούσε στον κόσμο. Κατά τον απόστολο Παύλο «είτε ζούμε είτε πεθαίνουμε, ανήκουμε στον Κύριο». Για τον υμνογράφο, ο θάνατος αποτελεί το διαβατήριο του πιστού, για να περάσει αυτός στην άλλη λεγόμενη ζωή, που είναι αιώνια και αμετάβλητη, αλλά και πολύ καλύτερη από την εδώ του κόσμου τούτου. Η ώρα του θανάτου μας, η ώρα λήψεως του διαβατηρίου μας! Κι αυτό το διαβατήριο το έλαβε και η ίδια η Θεοτόκος, αλλά από τα χέρια του αγαπημένου Υιού της, παρόντων όλων των Αποστόλων και των αγίων αγγέλων – μία ώρα που προσιδίαζε όντως στη Βασίλισσα και Πλατυτέρα των Ουρανών.

3) Ο θάνατός της συνιστά μετάσταση: όχι μόνο του πνεύματός της αλλά και του αγίου της φυσικού σκηνώματος, την τρίτη ημέρα αφότου «εκοιμήθη», κάτι που δεν έχει στήριγμα βεβαίως στην Αγία Γραφή αλλά στην ευρύτερη Παράδοση της Εκκλησίας. Κι η μετάσταση αυτή σημαίνει ζωή πια στη Βασιλεία του Θεού, ζωή δηλαδή μέσα στην αγκαλιά του Κυρίου ως «όραση» Εκείνου, κατά το «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστι».

4) Κι η όραση αυτή ως μετοχή στις άκτιστες ενέργειές Του είναι αγαλλίαση και μακαριότητα για τον άνθρωπο, με την έννοια της εν αγάπη στροφής προς τον κόσμο  και συμμετοχής στα πάθη και τα βάσανά του, κατά το πρότυπο του Κυρίου. «Με την κοίμησή σου δεν εγκατέλειψες τον κόσμο, Θεοτόκε». Με άλλα λόγια, η Παναγία μας ζει τη μακάρια ζωή της αδιάκοπης σχέσης με τον Χριστό, έχοντας ακριβώς για τον λόγο αυτόν στραμμένη την προσοχή της και σε εμάς «τους περιλειπομένους», γιατί η αγάπη του Χριστού δεν την αφήνει σε «ησυχία». Άλλωστε, «χωρίς ημών» δεν μπορεί να τελειωθεί κανείς άγιος, αφού η τελείωση αφενός θα έλθει στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αφετέρου θα πρέπει να συμπεριλάβει ακριβώς και «εμάς» που είμαστε μαζί με τους αγίους το μυστικό σώμα του Χριστού.

Κι η τελευταία αυτή αλήθεια αποτελεί και τη μεγαλύτερη παρηγοριά μας. Είμαστε «δεμένοι» με τον Χριστό και την Παναγία μας. Η «καρδιά» Τους βρίσκονται εσαεί μαζί μας, Εκείνη δε, ως Μητέρα μας, είναι «η εν πρεσβείαις ακοίμητος» φρουρός και προστασία μας – μεσιτεύει για εμάς, όπως το υποσχέθηκε και στους αγίους αποστόλους λίγο πριν εκπνεύσει, έστω κι αν εμείς συχνά πυκνά πορευόμαστε κατά το θέλημά μας και όχι κατά το θέλημα του Θεού μας. Κι η κραυγή της σ’ εμάς είναι πάντοτε η ίδια: «Ό,τι σας λέει ο Υιός μου, κάνετε».

14 Αυγούστου 2021

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2021

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ,ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ & ΤΟΝ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΛΑΟΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Τέκνα μου ἀγαπητά,

Μὲ τοὺς Ἀγγέλους μαζί, καὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους· μὲ τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Ὑμνωδοὺς τῆς Ἐκκλησίας· μὲ τὸν Χριστὸ τὸν ἴδιο, τὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, προσερχόμαστε ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ στὸ Ναὸ σήμερα, γιὰ νὰ παραστοῦμε στὴν Κοίμηση τῆς Υπεραγίας Θεοτόκου, γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε ἐνώπιον τῆς νεκρικῆς Της κλίνης, γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸ ἀκήρατο καὶ ἄχραντό Της Σκῆνος, πρὶν μεταστεῖ στοὺς οὐρανούς, στὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της.

Κι εἶναι μεγάλη ἡ ἀνάγκη μας νὰ βρεθοῦμε κοντὰ στὴν Παναγία, τὴ Μητέρα ὅλου τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ καταθέσουμε σε Ἐκείνην, τὶς πολλὲς μας ἀγωνίες, τὶς μεγάλες μας ἀνησυχίες, τοὺς ὀδυνηρούς μας φόβους, τὰ φρικτά μας τὰ παθήματα. Καὶ σήμερα καὶ πάντα.

«Καί ποῦ λοιπόν, * ἄλλην εὐρήσω ἀντίληψιν; * ποῦ προσφύγω; * ποῦ δέ καί σωθήσομαι; * τίνα θερμήν ἔξω βοηθόν, * θλίψεσι τοῦ βίου καί ζάλαις οἶμοι! κλονούμενος; * Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί καυχῶμαι, * καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου, σῶσον με».

Στὴ χάρη τῆς Θεοτόκου προσφεύγουμε σήμερα, γιατὶ Ἐκείνη εἶναι ἡ πρώτη μας καταφυγή, Ἐκείνη εἶναι ἡ πρώτη μας παρηγοριά, Ἐκείνη εἶναι ἡ πρώτη μας ἐλπίδα· γιατί Ἐκείνη εἶναι ἡ πρώτη ἀνάμεσα στὸ χορὸ τῶν Ἁγίων.

Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἰδιότητα θεϊκή. Κατ’ οὐσία μόνο ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ἅγιος. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔχει κληθεῖ νὰ μετέχει στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Καλεῖται νὰ κινήσει τὴν ὑπαρξή του πρὸς τὸν Θεὸ, καλεῖται νὰ σχετιστεῖ μὲ τὸ Δημιουργό του καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσει καὶ νὰ τὸν λατρεύσει. Καὶ τὸτε ὁ ἄνθρωπος μέσα στο πλαίσιο αὐτῆς τῆς θείας κοινωνίας γίνεται καὶ ἐκεῖνος κατὰ χάριν Θεός, κατὰ χάριν Ἅγιος.

Μέσα στοὺς αἰῶνες τούτη τὴν κλήση πρὸς τὴν ἁγιότητα ἀποδέχθηκε ἕνα πλῆθος προσώπων. Ὁ κάθε Ἅγιος εἶχε τὴ δικὴ του ἰδιαίτερη πορεία. Ἄλλος ἀγιάσθηκε μὲ τὴ δικαιοσύνη, κι ἄλλος μὲ τὴν προσμονὴ τοῦ Μεσσία Χριστοῦ· ἄλλος ἁγιάσθηκε μὲ τὴν ἱεραποστολή, κι ἄλλος μὲ τοὺς λόγους τῆς ἀληθείας· ἄλλος ἁγιάσθηκε μὲ τὰ ἀσκητικὰ παλαίσματα, κι ἄλλος προσφέροντας τὸ ἴδιο του τὸ αἶμα.

Μὰ ἡ Παναγία μας δὲν ἀκολούθησε ἕνα δρόμο. Ἔζησε καὶ τὴ δικαιοσύνη, καὶ τὴ προφητεία, καὶ τὴν ἱεραποστολὴ, καὶ τὴ θεολογία, καὶ τὴν παρθενία καὶ τὸ μαρτύριο. Γι’ αὐτὸ φέρει κάθε δώρημα καὶ κάθε στέφανο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς προορίζει γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς Του. Γι’ αὐτὸ στέκει ὡς πρώτη ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους.

Ἡ Κυρία Θεοτόκος στέκει ὡς πρώτη ἀνάμεσα στοὺς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀνάμεσα στὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ καὶ τὸν Ἰακώβ, καὶ σὲ τόσους ἄλλους ποὺ εὐαρέστησαν τὸ Θεό. Ἐκεῖνοι μυστικὰ τὴν συνάντησαν ὡς ὑπόσχεση, ὡς σύμβολο, ὡς μυστήριο. Ἡ Παναγία ἐμφανίζεται στοὺς Δικαίους ἄλλοτε ὡς Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, ἄλλοτε ὡς χρυσό Θυμιατήριο, ἄλλοτε ὡς Κλίμακα, ἄλλοτε ὡς Βάτος, ἄλλοτε ὡς Νεφέλη φωτεινή. Ἡ Μαριάμ γεννήθηκε στοὺς κόλπους τοῦ Ἐβραϊκοῦ λαοῦ. Γαλουχήθηκε μὲ τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν προσμονή τοῦ Μεσσία. Στὸ σεπτό Της πρόσωπο ἡ Παλαιά Διαθὴκη συναντᾶ τὴν Καινή, ἡ ὑπόσχεση συναντᾶ τὴν ἐκπλήρωση. Μὲ τὴ συγκατάθεσή της κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό κατέστῃ σκεῦος ἐκλογῆς στὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἐγκατέλειψε τὸ θέλημά Της καὶ ὑπάκουσε στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ παραίτηση αὐτὴ ἀπὸ τὰ δικαιώματά Της τὴν κατέστησε στὴν κορυφή τῶν Δικαίων.

Ἡ Κυρία Θεοτόκος στέκει ὡς πρώτη ἀνάμεσα στοὺς Προφῆτες, ἀνάμεσα στὸν Μωϋσή, τὸν Ἡσαΐα, τὸν Ἀββακούμ, τὸν Ἰεζεκιήλ. Ἐκεῖνοι μίλησαν γιὰ τὴν Παρθένο κόρη ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν Ἐμμανουήλ. Μὰ κι ἡ Παναγία μετέχει τοῦ προφητικοῦ ἀξιώματος μὲ δύο τρόπους· εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν, ἀφοῦ ἔφερε στὸν κόσμο τὸν σαρκωμένο Λόγο· εἶναι ἡ ἴδια ποὺ λόγο συγκλονιστικό καὶ ἀληθινὰ προφητικὸ κατέθεσε κατὰ τὴ συνάντησή Της μὲ τὴν ἐξαδέλφη Της τὴν Ἐλισάβετ: «Καί εἶπε Μαριάμ˙ Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμά μου ἐπί τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί˙ ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός καί ἅγιον τό ὄνομα αὐτοῦ, καί τό ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεάς γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν» (Λουκ 1, 46-50).

Ἡ Κυρία Θεοτόκος στέκει ὡς πρώτη ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους, ἀνάμεσα στὸν Πέτρο καὶ στὸν Παῦλο, τοὺς δώδεκα καὶ τοὺς ἑβδομήκοντα. Ἐκεῖνοι τὴν τοποθέτησαν στὸ κέντρο τῆς συνάξεώς τους μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη στὴν Ἀνάληψη, πρώτη στὴν Πεντηκοστὴ εἰκονίζεται, κατὰ τὴν ἁγιογραφικὴ ζωγραφικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ σήμερα, στὴν Κοίμησή Της, προσέρχονται οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μὲ τρόπο θαυμαστό, γιὰ νὰ σταθοῦν γύρω Της τὴν ὥρα τῆς θανῆς Της. Πρώτη στὸ χορό τῶν Ἀποστόλων, πρώτη στὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Κυρία Θεοτόκος στέκει ὡς πρώτη ἀνάμεσα στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο καὶ τοὺς τόσους ἄλλους. Ἐκεῖνοι θεολόγησαν μὲ λέξεις καὶ νοήματα προσπαθώντας νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη θεολόγησε μὲ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως ποὺ συντελέστηκε στὰ σπλάχνα Της. Ἔδωσε στὸ Λόγο Σάρκα, ἔδωσε στὸ Λόγο ἀνθρώπινη ψυχή, ἔδωσε στὸ Λόγο τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτὸ ἡ Θεοτόκος εἶναι ἀληθινὰ πάνσοφη θεολόγος.

Ἡ Κυρία Θεοτόκος στέκει ὡς πρώτη ἀνάμεσα στοὺς Ὁσίους καὶ τὶς Ὁσίες τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Μέγα Ἀντώνιο, τὸν Σάββα τὸν Ἡγιασμένο, τὴν σοφὴ Μακρίνα, τὴν Μαρία τὴν Αἰγυπτία. Ἐκεῖνοι διάβηκαν τὸ δρόμο τῆς παρθενίας καὶ τῆς ἀσκήσεως ἀκολούθησαν τὸν νυμφίο Χριστό, ἐπιζητώντας τὴ μυστικὴ ἕνωση μαζί Του. Ἐπεθύμησαν ὁ Ἁγαπημένος νὰ εἰσέλθει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τους, πόθησαν τὴν ἕνωση μαζί Του. Ἐκείνη ὡς πάναγνη καὶ παναμώμητος κατέστη «μήτηρ Θεοῦ», ἀφοῦ μὲ τὴν ἐπισκίαση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χώρεσε ἐντὸς της τὸν Χριστό, χωρὶς φθορὰ στὸ πάναγνό της σῶμα. Κι ἔζησε τὸν ὑπόλοιπό της βίο ὁσιακά, μὲ ταπείνωση καὶ σιωπὴ. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε οἱ μοναχοὶ στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας ἀναγνωρίζουν τὸ πρότυπο, τὴν ἔμπνευση, τὴν τελειότητα τῆς ὁσιακῆς βιοτῆς.

Ἡ Κυρία Θεοτόκος στέκει ὡς πρώτη ἀνάμεσα στοὺς Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Δημήτριο τὸν Μυροβλήτη, τὸν Γεώργιο τὸν Τροπαιοφόρο, τὴν πάνσοφη Αἰκατερίνα, τὴν μεγαλομάρτυρα Μαρίνα. Ἐκείνοι θυσιάστηκαν γιὰ τὸ Χριστὸ παραδίδοντας τὸν ἑαυτό τους σὲ μαρτύρια φρικτά, σὲ πόνους καὶ βασάνους. Ἔδωσαν τὸ αἶμα τους καὶ κέρδισαν τὸ στέφανο τῆς νίκης ἀπὸ τὸν ἀθλοθέτη Χριστό. Ἐκείνη ἔζησε τὸ μαρτύριο τῆς Θυσίας τοῦ Υἱοῦ Της. Ἕνα μαρτύριο ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Θεοδόχου Συμεὼν: «Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἄν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί». Ἕνα μαρτύριο πού κατέληξε κάτω ἀπό τόν Σταυρό, ἐκεῖ πού μέ τόν μαθητή Ἰωάννη μετεῖχαν στό μαρτύριο τοῦ «Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» πού θυσιάσθηκε γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

 Κυρία Θεοτόκος στέκει ὡς πρώτη ἀπέναντι καὶ στὸνπροαιώνιο ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρώπου· στέκει ὡς πρώτη ἀπέναντι καὶστὸ θάνατο. Ὅμως ὁ θάνατος δὲν ἔχει τὸ πάνω χέρι σὲ τούτη τὴ μάχη. Εἶναι ἡττημένος καὶ ταπεινωμένος, ἀπὸ τὸν ἀναστημένο Χριστό τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου. Καὶ τώρα ποὺ ἔρχεται νὰ συναντηθεῖ μὲ τὴν Παναγία, θὰ ὑποστεῖ μιὰ ἀκόμη ἧττα ταπεινωτική.

Πῶς νοεῖται τούτη ἡ νέα νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου; Καταρχὰς ἡ Παναγία πληροφορεῖται γιὰ τὸν χρόνο τῆς Κοιμήσεώς Της. Κι ἔτσι καταργεῖται τὸ μέγα ὅπλο τοῦ θανάτου ποὺ εἶναι τὸ αἰφνίδιο τοῦ ἐρχομοῦ του. Ἔπειτα ἡ Παναγία παραδίδει τὴν πάναγνη ψυχή Της στὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της. Κι ἔτσι ὁ θάνατος δὲν δεσμεύει τὴ ψυχή Της, δὲν εἶναι ἱκανὸς πλέον νὰ τὴν αἰχμαλωτίσει καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸν Ἅδη. Ὅμως ἡ μεγαλύτερη ταπείνωση γιὰ τὸ θάνατο εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖ οὔτε τὸ Σῶμα τῆς Παναγίας μας νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴ φθορὰ. Ὁ τάφος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κρατήσει, ἡ πλάκα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὴ μετάσταση του σώματος τῆς Θεοτόκου στὸν οὐρανό.

Ὁ θάνατος σήμερα νικιέται, ἀφανίζεται, ἐξευτελίζεται. Ὁ Χριστὸς τὸν νίκησε ὡς Θεάνθρωπος. Ἡ Παναγία νικᾶ τὸν θάνατο μὲ τὴ χάρη τοῦ Υἱοῦ Της ὡς ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ γιορτάζουμε, γι’ αὐτὸ χαιρόμαστε, γι’ αὐτὸ πανηγυρίζουμε. Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ μητέρα ὅλων μας σήμερα ἔρχεται νὰ μᾶς εἰσαγάγει στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, μιᾶς ἄλλης ζωῆς, ποὺ τὴ ζοῦμε στὸ παρόντα χρόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ θὰ τὴ ζήσουμε καὶ μετὰ τὴ δική μας κοίμηση, μέσα στὴν αἰωνιότητα. Ἡ μητέρα μας ἡ Παναγία, μᾶς κυοφορεῖ πνευματικὰ ὅλους, κάθε πιστό, κάθε ταλαίπωρο ἄνθρωπο· καὶ περιμένει τὴν κατάλληλη ὥρα γιὰ νὰ μᾶς γεννήσει στὴν ἀληθινὴ ζωή, στὴν ἀτελεύτητη ζωή, στὴ ζωή τῆς ἁγιότητας.  

Εὐχόμαστε ἀγαπητὰ μου παιδιά, ἡ Κυρία Θεοτόκος νὰ σᾶς ἁγιάζει καὶ νὰ σᾶς φωτίζει, σὲ τούτη τὴν δύσκολη περίοδο ποὺ ὅλοι περνοῦμε· νὰ σᾶς χαρίζει ὑγεία σώματος καὶ ἀκεραιότητα πνεύματος· νὰ γεμίζει τὴ ψυχή σας μὲ θάρρος καὶ ἐλπίδα ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ζήσουμε τούτη τὴ ζωή μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν ἄλλη μὲ αἰώνια εὐφροσύνη.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ  Σ Α Σ

† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας - το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της «Κεχαριτωμένης» και της «ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί». Το τέλος της αυτό δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω», αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο «μιμήθηκες τον Δημιουργό σου και Υιό, γι’ αυτό και υποκύπτεις υπερφυσικά στους νόμους της φύσεως». Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: «το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε» - κηδεύσατε το σώμα μου, όπως εγώ θα το σχηματίσω στην κλίνη.

2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου  αποκαλύπτει και το βάθος. Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: «Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν». Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου! Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: «μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή». Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα «ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου» για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. «Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα». «Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα». Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. «Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην κρίσιμη  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρωμερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.

4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. «Ω, του παραδόξου θαύματος» κραυγάζει. «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!» Και δικαιολογημένα: «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.

Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και «ζωής ηξιώθημεν», έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι «αναστάσεως τύπον εκλάμπει», όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το «Πάσχα του καλοκαιριού».

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. «Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον». Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.

Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία, έστω και μετά την Κοίμησή της! Το μυστήριο της συνεχιζόμενης αδιάκοπα στον κόσμο παρουσίας της, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Όπως το ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε». Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει (στα κείμενα που μας διέσωσε ο μαθητής και υποτακτικός του όσιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ) ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία τού είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: «Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ». Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο όσιος Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;

5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές.

13 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (10)

«Κακώσεως ἐν τόπῳ τῶ τῆς ἀσθενείας  ταπεινωθέντα, Παρθένε, θεράπευσον, ἐξ ἀρρωστίας εἰς ῥῶσιν μετασκευάζουσα» (ὠδή θ΄ Μικροῦ Παρακλ. Κανόνος).

(Θεράπευσέ με, Παρθένε, πού ταπεινώθηκα στόν τόπο τῆς κάκωσης, δηλαδή τῆς ἀσθένειας, μεταβάλλοντας τήν ἀρρώστια μου σέ δύναμη).

Τή θεραπεία του, σωματική καί ψυχική, ζητάει γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ πιστός μέσω τοῦ ἐκπροσώπου του ἐκκλησιαστικοῦ ποιητῆ, ἀπό Ἐκείνη πού ἔχει τήν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της νά μεσιτεύει καί νά εἰσακούεται «ταχέως», πού σημαίνει ὅτι ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων Ἰησοῦς Χριστός παραχωρεῖ στήν Παναγία Μητέρα Του τήν ἰαματική Του δύναμη, καθιστώντας κι Αὐτήν δεύτερο Ἰατρό τῆς ψυχοσωματικῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Κι εἶναι καλό νά τονίσουμε καί πάλι ὅτι αὐτή ἡ δοσμένη στή Θεοτόκο παντοδυναμία δέν πρέπει νά μᾶς παραξενεύει, ὅπως παραξενεύονται διάφοροι ἑτερόδοξοι πού ἀμφισβητοῦν τήν ὑψηλή θέση Της στήν Ἐκκλησία - ὁρισμένοι μάλιστα σπεύδουν καί νά τήν εἰρωνευτοῦν(!) - γιατί τήν ἴδια παντοδυναμία ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος νά δώσει σέ κάθε πιστό μαθητή Του, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ μέ τή χάρη Ἐκείνου τά χνάρια τῆς δικῆς Του πορείας.

«Τηρῆστε τίς ἐντολές Μου κι ἐγώ μαζί μέ τόν Πατέρα μου θά σᾶς ἀγαπήσω καί θά σᾶς φανερωθῶ», εἶπε∙ κι ἀλλοῦ: «Ἐάν μείνετε ἑνωμένοι μαζί Μου καί τηρεῖτε τίς ἐντολές μου, ὅ,τι θελήσετε ζητῆστε το καί θά σᾶς γίνει»∙ σέ ἄλλο σημεῖο βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, μένει μέσα στόν Θεό καί ὁ Θεός μένει μέσα σ’ αὐτόν». Κι ἀκόμη: «Μάνα μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν ἐφαρμόζουν». Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ κι αὐτός ὡς δεδομένη τήν παντοδυναμία πού τοῦ δίνει ὁ Κύριος, γιατί νιώθει πώς εἶναι ἑνωμένος βεβαίως μαζί Του: «Εἶμαι πανίσχυρος μέ τόν Χριστό πού μέ δυναμώνει». Λοιπόν, ἄν ὁ κάθε πιστός ἔχει μία τέτοια δυνατότητα, τήν ὁποία ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος, πόσο περισσότερο τήν ἔχει Αὐτή πού ὑπῆρξε ἡ Μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας, γιά τόν ἰδιαίτερο λόγο μάλιστα πού Ἐκείνη ὡς κύριο γνώρισμά Της εἶχε τήν ἀπόλυτη ὑπακοή Της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου».

Γιατί τότε ὁ ὑμνογράφος, γνώστης τῆς πραγματικότητας αὐτῆς, στρέφεται πρός τήν Παναγία καί ζητᾶ αὐτό πού θά μποροῦσε κι ὁ ἴδιος νά κάνει; Γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι διαπιστώνει τήν ἁμαρτωλότητά του: ὁ Κύριος μᾶς τά ἔδωσε ὅλα, ἐμεῖς ὅμως λόγω τῆς διαρκοῦς ἀδυναμίας μας καί τῆς εὔκολης πρόσκλισής μας πρός τά πάθη μας δέν ἐνεργοποιοῦμε τίς δοσμένες ἀπό τόν Θεό σέ μᾶς δυνάμεις μας. Ζητᾶ λοιπόν ὁ ὑμνογράφος ἀπό Ἐκείνην πού πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι εἶναι ἕνα μέ τόν Υἱό καί Θεό Της νά μᾶς προσφέρει τήν ἴαση – οἱ ἁμαρτίες του λόγω τῆς ὀλιγοπιστίας του τόν καθηλώνουν καί τόν ταλαιπωροῦν∙ καί στρέφεται σ’ Ἐκείνην πού εἶναι ἡ Μάνα μας, γιατί δέν τολμᾶ νά ὑψώσει τό βλέμμα του στόν ἴδιο τόν Θεό του – θυμίζει τόν ὅσιο Παῒσιο πού στό ἴδιο μῆκος κύματος κινούμενος, ἔλεγε μέ τόν δικό του ἁπλό τρόπο ἀκριβῶς τοῦτο: «ντρέπομαι νά ζητήσω τό ὁτιδήποτε ἀπό τόν Κύριο καί γι’ αὐτό κρατάω διαρκῶς ἀπό τό φουστάνι της τήν Παναγία».

Ἡ ταπείνωση αὐτή τοῦ ὑμνογράφου – τύπου τοῦ κάθε πιστοῦ χριστιανοῦ - ἐνισχύεται ἀκόμη περισσότερο καί ἀπό τήν ταπείνωση πού δημιουργεῖ ἡ σωματική ἀσθένεια. Στίς ἀσθένειες τοῦ σώματος κάμπτεται τό ὑπερήφανο φρόνημά μας, συνεπῶς δημιουργεῖται «χῶρος» γιά νά ἐνεργήσει πιό ἄμεσα καί εὔκολα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ («ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν»)∙ ὅ,τι σημείωνε μεταξύ ἄλλων καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἐδόθη μοι ἄγγελος σατάν, ἵνα μέ κολαφίζῃ, ἵνα μή ὑπεραίρωμαι». Κι εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι τό αἴτημα γιά θεραπεία: τή μεταβολή τῆς ἀρρώστιας σέ δύναμη, τήν κατανοεῖ ὁ ὑμνογράφος ὄχι ὡς ἀφορμή γιά ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του, ἀλλά ὡς εὐκαιρία γιά νά δοξολογεῖ πληρέστερα τόν Κύριο καί τούς ἁγίους Του καί ὡς διακονία τῶν συνανθρώπων του. Ἄν ἡ ὑγεία μας δέν βρίσκεται μέσα σ’ αὐτήν τήν προοπτική, τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, δέν ξέρουμε, ὅσο δύσκολο καί ὀδυνηρό εἶναι αὐτό πρός ἀποδοχή, ἄν μποροῦμε νά τή χαρακτηρίζουμε τελικῶς ὡς ἀξία καί δῶρο γιά τόν ἄνθρωπο.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ή ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ;

Στις περισσότερες συζητήσεις που κάνουμε οι άνθρωποι σπάνια το ζητούμενο είναι η ίδια η αλήθεια. Εκείνο που διαπιστώνει κανείς στους διαλεγόμενους είναι η διάθεσή τους να επιβεβαιώσουν ή και να επιβάλουν την άποψή τους, με ταυτόχρονη υποβάθμιση κάθε άλλης από τη δική τους άποψης και θεώρησης. Τι κρύβει αυτό; Ασφαλώς μία απύθμενη αλαζονεία και υπερηφάνεια, η οποία ντύνει μ’ ένα υποτιθέμενο καλό ένδυμα τον μοναδικό κυρίαρχο της «συζήτησης», το εγώ του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε συζήτηση, αλλά, όπως πολλάκις έχει τονισθεί, παράλληλους μονολόγους. Το βλέπουμε καθημερινά, ιδίως στα τηλεοπτικά πάνελ, όπου οι εκπρόσωποι κομμάτων «διαλέγονται», με μοναδική απόβλεψη να προβάλουν τις δικές τους – των κομμάτων τους – θέσεις, και ει δυνατόν να καταβαραθρώσουν τους αντιπάλους τους. Αλλά συζήτηση μεταξύ αντιπάλων και ορκισμένων εχθρών δεν υπάρχει. Οπότε η παρακολούθηση τέτοιων «συζητήσεων» είναι χαμένος χρόνος, ενώ το μόνο κέρδος του ακροατή και θεατή είναι να βλέπει πώς λειτουργεί ο εγωισμός του ανθρώπου, προκειμένου να αποφεύγει ο ίδιος έναν τέτοιον δαιμονισμό.

12 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (9)

«...και πλατυσμόν εν ταις θλίψεσιν, Κόρη»

Ας φανταστούμε τη θλίψη κάποιου που κλείνεται στη φυλακή: βρίσκεται υπό περιορισμό, οι κινήσεις του είναι ελεγχόμενες, έχει χάσει το μεγαλύτερο δώρο που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, την ελευθερία. Κι ας φανταστούμε ακόμη περισσότερο τη στενοχώρια του εγκλεισμού του στην απομόνωση. Πρόκειται για ένα είδος σύνθλιψης της ανθρώπινης ύπαρξης, ένα είδος κόλασης. Κάτι παρόμοιο βεβαίως συμβαίνει και με τις θλίψεις που περνά ο άνθρωπος στη ζωή αυτή: τον περιορίζουν ψυχικά, τον κάνουν να μην μπορεί με άνεση να αναπνεύσει τον αέρα της ελευθερίας. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν θλιβόμαστε, λέμε ότι βρισκόμαστε σε στενοχώρια. Σαν να είμαστε ακριβώς σ’  ένα στενό χώρο.

Κι ας φανταστούμε τώρα ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος μας παίρνει από τον περιορισμό και τον εγκλεισμό του στενού χώρου, είτε τον φυσικό είτε τον ψυχικό, και μας οδηγεί σε ένα άπλωμα, σε μία πλατεία, όπου εκεί έχουμε τη δυνατότητα να κινηθούμε ελεύθερα, με άνεση, να νιώσουμε ότι είμαστε πράγματι ελεύθεροι.

Κάπως έτσι είναι το σκεπτικό του υμνογράφου, όταν υμνεί μεταξύ των άλλων την Παναγία ως εκείνην που αποτελεί τον πλατυσμό του αθρώπου στίς θλίψεις του: η Παναγία από τη στενοχωρία της καρδιάς, μας μεταφέρει στην πλατεία της άνεσης. Για τον υμνογράφο βεβαίως και για όλη τη χριστιανική πίστη, η θλίψη και η στενοχωρία προκαλούνται ναι μεν από τις δύσκολες συνθήκες της ζωής αυτής, κυρίως όμως από τις αμαρτίες μας. Η αμαρτία είναι εκείνη που πάντοτε φέρνει τον άνθρωπο σε μία τέτοια δύσκολη ψυχική κατάσταση. «Θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Είναι πάντοτε το τίμημα που εισπάττει ο άνθρωπος, όταν χαλαρώνει πνευματικά και δεν θέτει ως κέντρο και άξονα της ζωής του το θέλημα του Θεού. Η Παναγία μας λοιπόν, ως Μητέρα του ενανθρωπήσαντος Θεού μας και Μεγάλη Μάνα δική μας, έχει τη δυνατότητα μεταβολής της θλίψεώς μας και απαλλαγής μας από αυτήν, διότι ακριβώς με τη μεσιτεία της στον Κύριο μάς παρέχει τη χάρη Του και τις ευεργεσίες Του, συνεπώς η χάρη Εκείνου λειτουργεί ως θεραπεία της στενότητάς μας αυτής.  

Μη ξεχνάμε όμως ότι συνήθως ο πλατυσμός αυτός και η μεταβολή των θλίψεων  δεν σημαίνει πάντοτε και απαλλαγή μας από τις θλίψεις. Οι θλίψεις θα παραμένουν πάντοτε το βασικό γνώρισμα του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου, που σημαίνει ότι όσο υπάρχει κόσμος η θλίψις  θα υφίσταται και αυτή. Η πλήρης απαλλαγή θα έρθει με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, όπου τα πάντα θα υποταχτούν σε Εκείνον και η χαρά Του θα γίνει χαρά και όλων των μετανοημένων ανθρώπων. Όμως με τον Κύριο και με την Παναγία Μητέρα Του, οι θλίψεις στον κόσμο τούτο μεταβάλλονται, ο άνθρωπος δηλαδή απαλλάσσεται από αυτές, με την έννοια ότι τις βλέπει και τις βιώνει με διαφορετικό βλέμμα από ό,τι πριν. Χωρίς Χριστό και χωρίς πίστη η θλίψη είναι πάντοτε θλίψη και στενοχώρια. Με τον Χριστό, με την Παναγία, η θλίψη αντιμετωπίζεται ως μέσον προαγωγής του ανθρώπου, ως παιδαγωγία που του δίνει ώθηση για πνευματική άνοδο. «Δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών».

Και το πιό σημαντικό είναι ότι κάτω από την οπτική αυτή, η θλίψη χάνει την «έκτασή» της: μικραίνει στις διαστάσεις της, τίθεται  κάτω από τον έλεγχο του ανθρώπου, τη βλέπει ο άνθρωπος κυριολεκτικά «στα μέτρα του». Ας θυμηθούμε μεταξύ πολλών άλλων το περιστατικό με την αγία Μαρίνα: στη φυλακή ευρισκομένη αντιμετωπίζει έναν τρομακτικό δράκοντα, ένα τεράστιο φίδι, που το παρουσίαζε ο διάβολος. Στον τρόμο της η αγία ρίχνεται στην προσευχή και βλέπει το φίδι με τη δύναμη πια του Χριστού. Και πώς το βλέπει; Ως ένα μικρό μαύρο σκυλί, που το έπιασε από τις τρίχες του και το εξολόθρευσε αμέσως. Να βλέπουμε τις στενοχώριες και τα «βουνά» των θλίψεών μας εν Χριστώ: ο όγκος τους από τον παραμορφωτικό φακό των παθών μας θα μειωθεί στο ελάχιστο. Γιατί θα έχουμε «φορέσει» τα γυαλιά της πίστεως, που μας δίνουν την αληθινή όραση του κόσμου.