«Ο θάνατός σου, Αγνή Παρθένε, έγινε διαβατήριο για την αιώνια και
καλύτερη ζωή, καθώς σε μεταθέτει, άχραντε, από την επίγεια εδώ ζωή προς τη θεία
πράγματι και μόνιμη, προκειμένου να βλέπεις με αγαλλίαση τον Υιό σου και Κύριο»
(ωδή δ΄ κανόνα Κοιμήσεως).
Ένα μικρό μαργαριτάρι
από τη μεγάλη Θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως ο ύμνος, ο οποίος με συνοπτικό
τρόπο τονίζει τα κύρια στοιχεία της. 1) Ήλθε η ώρα για τον θάνατο της Μητέρας
του Κυρίου. 2) Ο θάνατός της συνιστά το διαβατήριο για την αιώνια ζωή που είναι
καλύτερη από την επίγεια. 3) Πρόκειται για μετάσταση συνεπώς από την εδώ ζωή
προς τη θεία και μόνιμη πραγματικότητα. Και 4) Το χαρακτηριστικό της αιώνιας
ζωής στην οποία μετατίθεται η Παναγία είναι η αγαλλίαση από τη διαρκή όραση του
Υιού και Θεού της.
Πράγματι∙ 1) Μολονότι
οι υμνογράφοι της Εκκλησίας μας απορούν για το πώς η Μήτηρ της Ζωής έφτασε στην
ώρα του θανάτου της – πώς αυτή που γέννησε τη Ζωή, τον Θεό ως άνθρωπο, μπορεί
να υποστεί θάνατο; - όμως από την άλλη θεωρούν δεδομένο το πέρασμά της από αυτόν.
Γιατί; Διότι ο Ίδιος ο Υιός και Θεός της πέρασε το φυσικό αυτό όριο. Όπως το
εξηγούν: «Δεν είναι θαύμα να πεθάνει η Κόρη που δι’ αυτής σώθηκε ο κόσμος, όταν
ο Δημιουργός του κόσμου πέθανε κατά σάρκα ως άνθρωπος». Γι’ αυτό και ο
γνωστότερος ύμνος της εορτής μιλάει πρωτίστως για την κηδεία της Θεοτόκου, κι
έπειτα για την εν σώματι μετάστασή της. «Απόστολοι που συναθροισθήκατε εδώ στο
χωριό της Γεθσημανή από όλα τα πέρατα, κηδέψατε το σώμα μου».
2)
Όμως, μολονότι η Παναγία πέθανε, ζει αιώνια. Σπεύδει αμέσως ο
υμνογράφος να το δηλώσει: «Η Θεομήτωρ ζει πάντοτε, έστω κι αν πέθανε τη δεκάτη
πέμπτη του μηνός». Κι αυτό γιατί ο Κύριος και Υιός της ήλθε ακριβώς να
καταργήσει τον θάνατο και να φέρει τη ζωή. «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν
έχωσιν (οι άνθρωποι)». Οπότε, για τον πιστό άνθρωπο, κατεξοχήν δε την πρώτη εξ
όλων τη Μητέρα του Κυρίου, ο θάνατος δεν έχει το τρομακτικό προσωπείο του
αγνώστου «πράγματος», αλλά συνιστά τη θύρα που διέρχεται ο άνθρωπος για να
συναντήσει και πάλι τον Χριστό τον Οποίο ζούσε στον κόσμο. Κατά τον απόστολο
Παύλο «είτε ζούμε είτε πεθαίνουμε, ανήκουμε στον Κύριο». Για τον υμνογράφο, ο
θάνατος αποτελεί το διαβατήριο του πιστού, για να περάσει αυτός στην άλλη
λεγόμενη ζωή, που είναι αιώνια και αμετάβλητη, αλλά και πολύ καλύτερη από την
εδώ του κόσμου τούτου. Η ώρα του θανάτου μας, η ώρα λήψεως του διαβατηρίου μας!
Κι αυτό το διαβατήριο το έλαβε και η ίδια η Θεοτόκος, αλλά από τα χέρια του
αγαπημένου Υιού της, παρόντων όλων των Αποστόλων και των αγίων αγγέλων – μία
ώρα που προσιδίαζε όντως στη Βασίλισσα και Πλατυτέρα των Ουρανών.
3) Ο θάνατός της
συνιστά μετάσταση: όχι μόνο του πνεύματός της αλλά και του αγίου της φυσικού
σκηνώματος, την τρίτη ημέρα αφότου «εκοιμήθη», κάτι που δεν έχει στήριγμα
βεβαίως στην Αγία Γραφή αλλά στην ευρύτερη Παράδοση της Εκκλησίας. Κι η μετάσταση
αυτή σημαίνει ζωή πια στη Βασιλεία του Θεού, ζωή δηλαδή μέσα στην αγκαλιά του
Κυρίου ως «όραση» Εκείνου, κατά το «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστι».
4) Κι η όραση αυτή ως
μετοχή στις άκτιστες ενέργειές Του είναι αγαλλίαση και μακαριότητα για τον
άνθρωπο, με την έννοια της εν αγάπη στροφής προς τον κόσμο και
συμμετοχής στα πάθη και τα βάσανά του, κατά το πρότυπο του Κυρίου. «Με την
κοίμησή σου δεν εγκατέλειψες τον κόσμο, Θεοτόκε». Με άλλα λόγια, η Παναγία μας
ζει τη μακάρια ζωή της αδιάκοπης σχέσης με τον Χριστό, έχοντας ακριβώς για τον
λόγο αυτόν στραμμένη την προσοχή της και σε εμάς «τους περιλειπομένους», γιατί
η αγάπη του Χριστού δεν την αφήνει σε «ησυχία». Άλλωστε, «χωρίς ημών» δεν
μπορεί να τελειωθεί κανείς άγιος, αφού η τελείωση αφενός θα έλθει στη Δευτέρα
Παρουσία του Κυρίου, αφετέρου θα πρέπει να συμπεριλάβει ακριβώς και «εμάς» που
είμαστε μαζί με τους αγίους το μυστικό σώμα του Χριστού.
Κι η τελευταία αυτή αλήθεια αποτελεί και τη μεγαλύτερη παρηγοριά μας. Είμαστε «δεμένοι» με τον Χριστό και την Παναγία μας. Η «καρδιά» Τους βρίσκονται εσαεί μαζί μας, Εκείνη δε, ως Μητέρα μας, είναι «η εν πρεσβείαις ακοίμητος» φρουρός και προστασία μας – μεσιτεύει για εμάς, όπως το υποσχέθηκε και στους αγίους αποστόλους λίγο πριν εκπνεύσει, έστω κι αν εμείς συχνά πυκνά πορευόμαστε κατά το θέλημά μας και όχι κατά το θέλημα του Θεού μας. Κι η κραυγή της σ’ εμάς είναι πάντοτε η ίδια: «Ό,τι σας λέει ο Υιός μου, κάνετε».