«Μετά από πολλά χρόνια αφότου μαρτύρησε ο άγιος Στέφανος
και είχαν δώσει τη ζωή τους πολλοί για χάρη του Χριστού, την ταραχή διαδέχτηκε
γαλήνη κι έπνευσε άνεμος ελευθερίας, λόγω του πρώτου μεταξύ των βασιλέων και
χριστιανικότατου Κωνσταντίνου. Τότε λοιπόν και ο πολύτιμος θησαυρός, το λείψανο
δηλαδή του αγίου Στεφάνου, φανερώνεται: Κάποιος γέροντας ιερέας, σεβαστός πολύ
για την αγία του ζωή, Λουκιανός στο όνομα, κατοικούσε στην κώμη, στην οποία και
ο θησαυρός του λειψάνου του αγίου κρυβόταν κάτω από τη γη. Σ’ αυτόν όχι μία, αλλά και δύο και τρεις φορές φάνηκε ο
Πρώταθλος, φανερώνοντας τον εαυτό του. Ο πρεσβύτερος έσπευσε τότε να αναγγείλει
τις οπτασίες του αγίου στον επίσκοπο της περιοχής Ιωάννη. Αυτός δε με μεγάλη
χαρά κι αφού πήρε μαζί του τους κληρικούς της πόλεως πήγε στον τόπο που του
υπέδειξε ο πρεσβύτερος, έσκαψε και βρήκε τη σορό. Ξαφνικά τότε έγινε σεισμός
μεγάλος και μία ευωδία έντονη χύθηκε παντού γύρω, ενώ φωνές αγγέλων που
έρχονταν από ψηλά έψαλλαν το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις
ευδοκία». Πολλές θεραπείες αρρώστων πραγματοποιήθηκαν παράλληλα, που κήρυτταν
τη χάρη του Πρωτομάρτυρα. Αμέσως λοιπόν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, με δύο άλλους
επισκόπους κι όλο τον κλήρο και τον λαό, προσκύνησαν με ευφροσύνη και χαρά το
άγιο εκείνο σώμα, και με λαμπάδες και ύμνους και θυμιάματα και την αρμόζουσα
τιμή, το κατέθεσαν στην πόλη της Σιών. Μετά από αυτά, σεβάσμιος ναός για τον
άγιο, στην πόλη αυτή, οικοδομείται από κάποιο Αλέξανδρο συγκλητικό, ο οποίος,
αφού παρεκάλεσε πολύ τον Αρχιερέα, τοποθέτησε το τίμιο λείψανο σ’ αυτόν, με
κάθε σεβασμό. Δεν πέρασαν πέντε χρόνια και ο συγκλητικός εκοιμήθη, οπότε
κατατέθηκε δίπλα στον άγιο, σε ίδια με αυτόν λειψανοθήκη, όπως ο ίδιος την είχε
παραγγείλει. Επειδή όμως πολλοί πίεζαν τη γυναίκα του, που ήταν πλούσια και
όμορφη, να ξαναπαντρευτεί, εκείνη σκέφτηκε να πάρει τη λειψανοθήκη του άντρα
της και να πάει στον πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη. Από κάποιο σχέδιο όμως
της θείας πρόνοιας, έγινε λάθος στη λειψανοθήκη, πήρε δηλαδή του αγίου
Στεφάνου, η οποία φερόταν πάνω σε όνο και έτσι γινόταν η πορεία. Όλη τη νύκτα
όμως αγγελικός ύμνος και δοξολογίες ακούονταν, όπως και μεγάλη ευωδία, σαν να
έχει χυθεί μύρο πολύ, γέμιζε τα πάντα, ενώ τα πονηρά πνεύματα βογγούσαν,
κραυγάζοντας «αλλοίμονό μας, γιατί ο Στέφανος βρίσκεται ανάμεσά μας,
μαστιγώνοντάς μας». Καθώς έφτασαν στην Ασκάλωνα, παραλιακή πόλη, μίσθωσαν πλοίο
και ξεκίνησαν, ενώ κατά την οδοιπορία έγιναν πολλά θαύματα και σημεία, που δεν
μπορούμε να τα εξιστορήσουμε εδώ. Όταν έφτασαν στη Βασιλίδα των πόλεων και
άκουσε ο βασιλιάς αυτό που είχε συμβεί, κι ό,τι είχε πάθει η γυναίκα, αμέσως
την κάλεσε κι άκουσε από το στόμα της όλη την ιστορία. Γέμισε από μεγάλη χαρά
και αγαλλίαση λοιπόν ο καλλίνικος και φιλευσεβής βασιλιάς, κι έδωσε εντολή στον
αρχιερέα με όλο τον κλήρο και τον λαό να υποδεχτεί τον άγιο και να τον
οδηγήσουν με μεγάλη τιμή και ευλάβεια στα βασίλεια. Τότε λοιπόν έγιναν και άλλα
μεγάλα και τεράστια, από τα οποία μόνον ένα θα καταγράψουμε. Τραβούσαν οι
ημίονοι το άρμα, στο οποίο υπήρχε ο θησαυρός, μέχρις ότου έφτασαν σε τόπο που
ονομαζόταν Κωνσταντιανάς, κι εκεί οι ημίονοι σταμάτησαν. Την ώρα εκείνη ένας
ημίονος είπε με ανθρώπινη φωνή: Για ποιο λόγο μας χτυπάτε να προχωρήσουμε; Εδώ
πρέπει να κατατεθεί ο άγιος. Ο αρχιερέας και όλοι οι παριστάμενοι άκουσαν τις
φωνές και δοξολόγησαν τον Θεό με μεγάλη φωνή. Θαύμασε πολύ και ο βασιλιάς όταν
το άκουσε και αμέσως ανήγειρε σεβάσμιο ναό σ’ εκείνον τον τόπο προς τιμήν του Πρωτάθλου, εις δόξαν και
αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Αγίου αυτού».
Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει σήμερα: την ίδια την
αγιασμένη ζωή του αγίου Στεφάνου, το θαυμαστό μαρτύριό του ή τα θαυμάσια που
σχετίζονται με την ανακομιδή των λειψάνων του και τη συνεχιζόμενη παροχή της
χάρης που προχέει σε όλους τους αιώνες; Κεντρικός άξονας που εξηγεί βεβαίως
τα πάντα σ’ αυτόν, είναι η βαθειά αγάπη του προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, το κύριο στοιχείο της αγιότητας όλων των
αγίων. Η αγάπη αυτή, ως κινητήρια δύναμη, εξηγεί κ α ι το γεγονός ότι επιλέχτηκε ανάμεσα σε πολλούς να είναι ο
πρώτος των διακόνων της πρώτης Εκκλησίας, «πλήρης πνεύματος αγίου και σοφίας», ώστε να διακονεί στα τραπέζια, στην παράθεση δηλαδή του
φαγητού, λόγω κάποιων προβλημάτων που τότε είχαν αναφανεί, κ α ι το γεγονός ότι επίσης «πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ», κηρύσσοντας παράλληλα τον λόγο του Θεού και φέρνοντας
σε σύγχυση τους Ιουδαίους, γιατί δεν μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν αυτήν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον
φώτιζε στα λόγια του, αλλά κ α ι το γεγονός ότι καλούμενος σε απολογία για χάρη της
πίστεώς του, λαμβάνει τη χάρη της θεοπτίας, δηλαδή μέσα στον φωτισμό του αγίου
Πνεύματος να βλέπει τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του
Θεού.
Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η αγάπη του στον Χριστό και φανερώνεται
η πλούσια χάρη που τον διακατείχε, είναι η ώρα του μαρτυρίου του. Σ’ αυτές τις στιγμές, που ο χρόνος παύει να υφίσταται, γιατί
πλημμυρίζει από την αιωνιότητα του Θεού, την ίδια ώρα που οι πέτρες στον δια
λιθοβολισμού θάνατο που αποφασίστηκε γι’ αυτόν, έπεφταν βροχή, εκείνος γεμάτος αγάπη προς τους
μαινόμενους Ιουδαίους που τον σκότωναν, προσεύχεται για τη συγχώρησή τους: «Κύριε,
μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»! Κύριε, μη τους καταλογίσεις αυτήν
την αμαρτία. Ποια μεγαλύτερη αποκορύφωση αγάπης μπορεί να υπάρχει, όταν ζει ο
Στέφανος, με τη χάρη του Θεού, την ίδια αγάπη μ’ εκείνην του Δημιουργού του πάνω στον Σταυρό; Όπως ο
Κύριος συγχωρούσε τους σταυρωτές Του – «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι
ποιούσι» - έτσι
και ο άγιος Στέφανος: συγχωρεί τους λιθοβολιστές του, δείχνοντας ότι έχει
φτάσει στο ανώτερο για άνθρωπο δυνατό σημείο: να είναι γνήσιο μέλος του
Χριστού, προεκτείνοντας στον κόσμο την αγάπη Εκείνου.
Η ανεξικακία και η συγχωρητικότητα αυτή είναι το όριο στο οποίο προσβλέπει και κάθε Χριστιανός. Δεν μπορεί να λέγεται κανείς Χριστιανός, όταν σπεύδει να δικαιολογήσει την όποια κακία και πικρία του απέναντι σε οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, επειδή εκείνος κάτι του έκανε ή του είπε. Με τον άγιο Στέφανο, δηλαδή στην πραγματικότητα με τον Ιησού Χριστό και πάλι, καταλαβαίνουμε ότι η ενδεχομένως κακή συμπεριφορά του άλλου απέναντί μας, τα υβριστικά πιθανόν λόγια του, η αδικία που μας κάνει, δεν θεωρούνται «δικαιολογητικά» παρόμοιας και σε μας συμπεριφοράς. Αυτό το επιλέγουν και το κάνουν οι εκτός της πίστεως ευρισκόμενοι. Για τους χριστιανούς, η εχθρική στάση των άλλων (πρέπει να) θεωρείται ευεργεσία που μας ανάγει στον ουρανό, με την έννοια ότι μας δίνει την ευκαιρία να τους συγχωρήσουμε και να αγιάσουμε. Είναι έξοχη η εικόνα του «ζωγράφου» υμνογράφου, όταν μεταξύ των άλλων μας εξηγεί το τι ήταν οι πέτρες του λιθοβολισμού για τον Στέφανο: «ως βαθμίδες και κλίμακες, προς ουράνιον άνοδον, αι των λίθων νιφάδες σοι γεγόνασιν. Ων επιβαίνων τεθέασαι, εστώτα τον Κύριον, του Πατρός εκ δεξιών, σοι ομώνυμον στέφανον, προτεινόμενον, δεξιά ζωηφόρω». Σκαλοπάτια και σκάλες για την άνοδο στον ουρανό έγιναν για σένα οι νιφάδες των λίθων. Αυτές τις νιφάδες ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται εκ δεξιών του Πατέρα, και να σου προτείνει με το γεμάτο ζωή δεξί χέρι Του το ίδιο με το όνομά σου στεφάνι. «Ταις του αγίου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».