Σε πολλές εποχές, πολύ
περισσότερο και στη δική μας, υπάρχει μία «μανιώδης» πολλές φορές αναζήτηση του
θαύματος, του εκτάκτου γεγονότος της επεμβάσεως του Θεού στη ζωή μας, σε βαθμό
τέτοιο μάλιστα που η αναζήτηση αυτή εκτρέπεται της όποιας λογικής της πίστεως –
αρχίζουν ορισμένοι χριστιανοί να βλέπουν «θαύματα» κι εκεί που τα πράγματα
φαίνονται εξώφθαλμα ότι κινούνται μέσα σε φυσικά πλαίσια και ερμηνεύονται με
τους φυσικούς νόμους. Γιατί αυτό; Γιατί τέτοια μανία, την οποία αν αμφισβητήσει
ένας διακριτικός χριστιανός θα χαρακτηριστεί εύκολα από κάποιους άλλους
ολιγόπιστος και άπιστος; Την εξήγηση μάς τη δίνει ο απόστολος Παύλος, και όχι
μόνον βέβαια, και μπορεί να ξαφνιάσει τους θεωρουμένους πιστούς, «κυνηγούς» των
θαυμάτων! «Μη γίνεσθε παιδιά στο μυαλό», σημειώνει στην Α΄ Κορ. 14, 20εξ. επιστολή
του, «αλλά να γίνεστε νήπιοι ως προς την κακία και τέλειοι ως προς το μυαλό».
Για να διευκρινίσει: «το θαυμαστό σημάδι της γλωσσολαλίας, (δηλαδή κάποιος εν
πνεύματι ευρισκόμενος λέει ακαταλαβίστικα πράγματα που πρέπει να εξηγηθούν από
τους προφήτες και δασκάλους της πίστεως), είναι σημάδι όχι για τους πιστούς,
αλλά για τους απίστους»! Με άλλα λόγια τα θαύματα τα επιτρέπει ο Θεός για χάρη
των απίστων ανθρώπων, προκειμένου προφανώς να ενισχυθούν στην ασθενή και
αδύναμη πίστη τους. Και τι συμπληρώνει ο άγιος απόστολος που επιβεβαιώνει το
έλλειμμα πολλών θεωρουμένων χριστιανών; «Εκείνο που ταιριάζει και αξίζει στους
πιστούς είναι η προφητεία ως διδασκαλία και εξήγηση της διδασκαλίας του Χριστού»
- «η δε προφητεία ου τοις απίστοις, αλλά τοις πιστεύουσιν».
Λοιπόν, τα πράγματα
είναι σαφή: όταν η προτεραιότητά μας στη ζωή μας είναι η αναζήτηση των θαυμάτων,
όταν προστρέχουμε εκεί που ακούγεται ότι έχει γίνει θαύμα – και τονίζουμε τη
λέξη προτεραιότητα, γιατί εννοείται ότι ο χριστιανός δεν αμφισβητεί το θαύμα ως
έκφραση της αγάπης του Θεού στην αδυναμία μας – τότε πρέπει να βάλουμε
ερωτηματικό στην όποια θεωρούμενη πίστη μας. Είμαστε ολιγόπιστοι ή και άπιστοι
ίσως, γι’ αυτό και ψάχνουμε στηρίγματα
εξωτερικά με τα θαυμαστά σημεία και όχι στηρίγματα της καρδιάς μας, που μας τα
δίνει ο Χριστός όταν μας βλέπει να έχουμε προτεραιότητα την τήρηση του αγίου
θελήματός Του. Οπότε, ο πιστός χριστιανός «ζητεί πρώτον την βασιλείαν του Θεού
και την δικαιοσύνην Αυτού» και νιώθει ενεργούσα στην ύπαρξή του τη χάρη του
Θεού. Και το θαύμα όπου το παραχωρεί ο Θεός το εκλαμβάνει απλώς ως ευκαιρία
δοξολογίας του ονόματός Του και όχι τη μοναδική «σανίδα» σωτηρίας του. Θυμίζει
το παραπάνω σκεπτικό το γεγονός που καταγράφει ο μακαριστός μεγάλος σύγχρονος
άγιος Γέροντας π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος για τον εξίσου μεγάλο μακαριστό σοφό
και άγιο π. Ιωήλ Γιαννακόπουλο. Σε λεωφορείο ευρισκόμενος ο π. Ιωήλ μαζί με
άλλους χριστιανούς, αρνήθηκε να κατέβει για να τρέξει μαζί τους σε ένα προσκύνημα
με μία προσφάτως δακρυρροούσα εικόνα. Κι όταν μετά από λίγο ο συνεπιβάτης του
οργισμένα τον παρετήρησε: «εσείς, πάτερ, δεν πιστεύετε και δεν ήρθατε στο
προσκύνημα;», εκείνος μειλίχια κουνώντας το κεφάλι του απήντησε: «εγώ, αδελφέ μου,
επειδή ακριβώς πιστεύω στον Θεό και στα θαύματά Του δεν έτρεξα. Εσύ όμως τώρα
που πήγες, πίστεψες;»
Θα αποτολμούσαμε και
κάτι ακόμη: η αναζήτηση και το κυνηγητό των θαυμάτων όχι μόνο φανερώνει το
έλλειμμα της πίστεώς μας – είπαμε ο χριστιανός είναι στραμμένος ολωσδιόλου στο
θέλημα του Θεού – αλλά και τη συνυπάρχουσα ραθυμία της ψυχής μας. Γιατί
αποκαλύπτει με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι δεν έχουμε διάθεση να ζούμε το
δύσκολο – βαριόμαστε την πνευματκή ζωή! Και το δύσκολο βεβαίως είναι να μένουμε,
μόλις παραπάνω και πάλι το τονίσαμε, στο θέλημα του Θεού, στις άγιες εντολές
Του!