«Αυτός ο μακάριος ήταν κατά το γένος Αιθίοπας, ως προς το
χρώμα κατάμαυρος, κι ήταν δούλος ενός άρχοντα. Ο ίδιος ο κύριός του, μην
αντέχοντας τον δύστροπο χαρακτήρα του και τη ληστρική διαγωγή του, τον έδιωξε
από κοντά του. Ο Μωυσής κάποτε κράτησε κακία σε κάποιο βοσκό, γιατί τον
παρεμπόδισε από το να κλέψει, γι᾽ αυτό και σκέφτηκε να τον σκοτώσει. Έμαθε ότι
ο βοσκός βρισκόταν πέραν του Νείλου ποταμού και παρόλη την πλημμύρα του
ποταμού, αφού έβαλε στα δόντια το μαχαίρι του και τα ρούχα του στο κεφάλι του,
κολύμβησε και πέρασε απέναντι. Προαισθάνθηκε όμως ο βοσκός τον ερχομό του και
γι᾽ αυτό έφυγε γρήγορα. Από την οργή του ο Μωυσής έσφαξε τέσσερα διαλεκτά
κριάρια από το εγκαταλειμμένο κοπάδι, τα έδεσε σε σειρά, και τα πέρασε
κολυμπώντας στην αντίπερη και πάλι όχθη του Νείλου. Τα κρέατα τα έφαγε μόνος
του, ενώ τα δέρματα τα πούλησε, κι έπειτα επέστρεψε προς τους φίλους του. Αυτά
τα διηγήθηκα, για να δείξω ότι είναι δυνατόν, γι᾽ αυτούς που θέλουν, να σωθούν
διά της μετανοίας. Ο Μωυσής κάποτε ένιωσε τη νύξη της θείας χάρης, από κάποιο
γεγονός, και θέλησε να πάει σε μοναστήρι να γίνει καλόγερος. Τόσο
βαθιά μετανόησε, ώστε και τους συντρόφους του ληστές να οδηγήσει στον Χριστό. Καθώς
κάποια φορά καθόταν στο κελί του, ήλθαν ληστές , χωρίς να ξέρουν ότι αυτός
είναι ο Μωυσής. Αυτός ο μακάριος λοιπόν, με την τεράστια δύναμή του, τους
ακινητοποίησε αμέσως και τους έδεσε με σχοινί, όπως δένει κανείς ένα σακί από
άχυρο, τους έβαλε στους ώμους, πήγε στην Εκκλησία και λέει προς τους αδελφούς:
Επειδή δεν μου επιτρέπεται πια να αδικώ, κι αυτούς τους βρήκα να έχουν έλθει
εναντίον μου, τι με διατάσσετε να τους κάνω; Οι ληστές τότε αναγνώρισαν ότι ο
καλόγερος που τους έπιασε, ήταν ο Μωυσής, ο διάσημος και ακαταγώνιστος
λήσταρχος, κι αφού εξομολογήθηκαν στον Θεό, άφησαν την προηγούμενη ζωή τους και
έγιναν και αυτοί μοναχοί δοκιμότατοι. Αφού έζησε λοιπόν ο άγιος γέρων με
θεάρεστο τρόπο και καταπολέμησε τον δαίμονα της ακολασίας, έφτασε στο τέλος
του, σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, αφού είχε γίνει και πρεσβύτερος, αφήνοντας
μάλιστα και εβδομήντα μαθητές».
Ο όσιος Μωυσής ο αιθίοψ αποτελεί τον πιο γνωστό έγχρωμο
άγιο της Εκκλησίας, έναν από τους πιο αγαπημένους αββάδες του Γεροντικού και
βεβαίως την πιο περίτρανη απόδειξη ότι για τη χριστιανική πίστη δεν έχει καμμία
σημασία το χρώμα του ανθρώπου, αλλά η εσωτερική, της ψυχής, κατάσταση, στην
οποία και μόνον επιβλέπει ο Θεός. ῾Άνθρωπος γαρ εις πρόσωπον, Θεός εις καρδίαν βλέπει᾽. Ο λόγος του αποστόλου Παύλου ῾ουκ ένι Έλλην ή
βάρβαρος, δούλος ή ελεύθερος, άρσεν και θήλυ᾽ θα μπορούσε κάλλιστα να συμπληρωθεί και με τη φράση, την
οποία οπωσδήποτε θα προσυπέγραφε ο απόστολος, γιατί αυτό ήταν και το νόημά της,
῾ουκ έστιν και έγχρωμος ή λευκός᾽, διότι ῾εν Χριστώ Ιησού πάντες εις
εστέ᾽. Το γεγονός ότι σημασία έχει η κατάσταση της καρδιάς του ανθρώπου,
δηλαδή η αμαύρωσή της λόγω της αμαρτίας ή η λευκότητά της λόγω της χάρης του
Θεού από τη βίωση της μετανοίας, είναι κάτι που το επισημαίνει ιδιαιτέρως και η
ακολουθία του οσίου, όπως για παράδειγμα στο πρώτο ήδη τροπάριο της α´ ωδής του
κανόνα του όρθρου: ῾Δήγματι αμαρτίας, μεμελανωμένην την καρδίαν μου,
καταλεύκανον Πάτερ, μετανοίας τοις όμβροις, πρεσβείαις σου᾽. Πάτερ (Μωυσή),
διά των πρεσβειών σου, κάνε κατάλευκη, με τα δάκρυα της μετανοίας μου, την
καρδιά μου, που είναι κατάμαυρη από το δάγκωμα της αμαρτίας.
Ο όσιος αποτελεί επίσης και σπουδαιότατο δείγμα της
δύναμης της μετανοίας: από ληστής και άσωτος φθάνει στα ύψη της αγιότητας. Δεν
είναι μόνον η οσία Μαρία η Αιγυπτία, την οποία προβάλλει η Εκκλησία μας στο
θέμα αυτό, αλλά και ο όσιος Μωυσής. Και η δική του η μεταστροφή οφείλεται κατά
πρώτο λόγο βεβαίως στη χάρη του Θεού, αλλά και στη συνεργαζόμενη με αυτή θέληση
του αγίου. Κι αυτό σημαίνει ότι ο όσιος Μωυσής, παρόλη τη φοβερότητά του,
διατηρούσε μέσα στην καρδιά του αγαθά σπέρματα, που ενεργοποιήθηκαν, όταν ήρθε
η ώρα της κλήσεώς του από τον Θεό. Από την άποψη αυτή, καταλαβαίνουμε ότι κανείς δεν μπορεί να καταδικάσει κανέναν άνθρωπο,
έστω κι αν τον βλέπει στην έσχατη κατάντια. Όσο είναι ζωντανός ο άνθρωπος, έχει
περιθώρια μετανοίας, άρα εξύψωσής του στο επίπεδο της αγιότητας. Με ωραιότατη
ποιητική εικόνα, ο υμνογράφος επισημαίνει ότι ο Μωυσής ανήκε τελικώς, πέραν από τις
επιφανειακές κρίσεις, στο καλό έδαφος, για το οποίο μιλά ο Κύριος στην παραβολή
του καλού σπορέως: ῾Αύλαξι διανοίας, κρύψας τα του λόγου, Πάτερ, σπέρματα,
εγεώργησας σίτον᾽. Έκρυψες, Πάτερ, τους σπόρους του λόγου του Θεού στα
αυλάκια της διανοίας σου και καρποφόρησες το σιτάρι (των αρετών).
Η ιδιαιτερότητα της θαυμαστής, μετά τη μεταστροφή του, ζωής του οσίου έγκειται στη γρήγορη πνευματική του ανέλιξη. Ο Μωυσής σε πολύ σύντομο χρόνο γέμισε από τις αρετές του αγίου Πνεύματος και απετέλεσε καθοδηγητικό φάρο και για τους απλούς πιστούς, αλλά και για τους ίδιους του μοναχούς. ῾Τας των πιστών καταλαμπρύνει καρδίας᾽, ψάλλει ο υμνωδός, και ῾αλείπτης γέγονας, Πάτερ, των μοναστών προς πάλην εχθρών, έργοις τε και λόγοις᾽. Έγινες δηλαδή πνευματικός γυμναστής, Πάτερ, των μοναχών, με τα έργα και με τα λόγια σου, για να ξέρουν να πολεμούν τους εχθρούς. Τι εξήγηση μπορεί να δοθεί; Σε παρόμοιες περιπτώσεις, λένε οι άγιοι Πατέρες, όταν δηλαδή βλέπουμε πνευματικούς καρπούς σε μικρό χρονικό διάστημα, μία είναι η εξήγηση: ο άνθρωπος αυτός βρήκε την πιο σύντομη οδό που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού, την αγία ταπείνωση. Ο όσιος πράγματι, όπως σημειώνει αλλού η ακολουθία του, περιέφραξε τον εαυτό του από παντού με την ταπείνωση και έτσι μπόρεσε να διαφύγει τις επιθέσεις του Πονηρού: ῾Τη ταπεινώσει πάντοθεν πεφραγμένος, διέφυγες, Πάτερ, Αιθιόπων νοητών τα τοξεύματα᾽. Την ίδια εκτίμηση – και αυτό είναι το πιο σημαντικό – έκαναν και οι σύγχρονοί του καλόγεροι: ῾ο Μωυσής, έλεγαν, μας έχει κρεμάσει όλους στο μικρό του δαχτυλάκι᾽, εννοώντας τη μεγάλη του ταπείνωση. Και δικαιολογημένα: όσο πιο ταπεινός είναι κάποιος, τόσο και πιο μεγάλος και σπουδαίος γίνεται, λόγω της παρουσίας στην καρδιά του του αγίου Πνεύματος. ῾Επί τινα επιβλέψω – λέγει το Πνεύμα του Θεού - αλλ᾽ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και ακούοντά μου τους λόγους και τρέμοντα αυτούς;᾽