«Οι
άγιοι Λαυρέντιος αρχιδιάκονος, Ξύστος πάπας Ρώμης και Ιππόλυτος, έζησαν
τον καιρό του αυτοκράτορα Δεκίου. Και ο μεν άγιος Ξύστος καταγόταν από την
Αθήνα, στην οποία εξάσκησε και τον φιλοσοφικό λόγο. Στη Ρώμη που πήγε,
χειροτονείται επίσκοπος, μετά το μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Επειδή ήταν πολλά
τα βάσανα των χριστιανών από το διωγμό εναντίον τους, δίνει εντολή ο άγιος
Ξύστος στον Λαυρέντιο τον αρχιδιάκονό του, να διαχειριστεί αυτός τα σκεύη της
Εκκλησίας. Κι αυτός τα πούλησε και τα μοίρασε στους πτωχούς. Όταν επέστρεψε ο
Δέκιος από την Περσία, οδηγήθηκε ενώπιόν του ο άγιος Ξύστος ο επίσκοπος, κι
αφού δεν πείστηκε να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντίθετα με παρρησία τον
ομολογούσε Θεό και Δημιουργό του παντός, κόπηκε η κεφαλή του με ξίφος.
Οδηγήθηκε δε και ο Λαυρέντιος ο αρχιδιάκονος ενώπιον του βασιλιά, ο οποίος και
του ζήτησε τα χρήματα της Εκκλησίας. Κι αυτός, αφού ζήτησε άμαξες και έβαλε
μέσα όλους τους χωλούς και τους ανάπηρους, στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα,
τις έφερε στον βασιλιά. Μόλις είδε το θέαμα ο βασιλιάς, οργίστηκε κι έδωσε
εντολή να κτυπηθεί πολύ σκληρά ο άγιος Λαυρέντιος κι έπειτα να ριχτεί στη
φυλακή. Εκεί, θεράπευε όλους που είχαν ανάγκη, από οποιοδήποτε νόσημά τους. Ο
αξιωματούχος Καλλίνικος, που επιστατούσε τη φυλακή, βλέποντας τα θαυμαστά που
γίνονταν, πίστευσε στον Χριστό και βαπτίστηκε. Μετά από αυτό οδηγείται ο άγιος
Λαυρέντιος και πάλι στον βασιλιά, κι αφού δεν πείστηκε να θυσιάσει στα είδωλα,
απλώνεται πάνω σε σχάρα, που κάτω έκαιγε φωτιά. Κι εκεί, αφού ευχαρίστησε τον
Θεό, άφησε την τελευταία του πνοή, ενώ ο επίσκοπος Ιππόλυτος του έκανε την
οφειλόμενη κηδεία. Όταν το έμαθε ο βασιλιάς, ζήτησε και του έφεραν τον
Ιππόλυτο, και διέταξε να μαστιγωθεί με σιδερένιες αλυσίδες, που κατέληγαν σε
μυτερά δόντια, κι έπειτα να δεθεί σε άγρια άλογα. Σύρθηκε επί πολύ από αυτά κι
έτσι παρέδωσε το πνεύμα του. Λέγεται δε, ότι την έβδομη ημέρα, μετά το μαρτύριο
του αγίου Ιππολύτου, ο Δέκιος και ο Ουαλλεριανός, ενώ έφταναν στο θέατρο
καθισμένοι πάνω στα άλογά τους, άφησαν ξαφνικά την τελευταία τους πνοή. Κι ο
μεν Δέκιος έκραξε την ώρα του θανάτου του: ῾Ω, Ιππόλυτε, σαν αιχμάλωτο, έτσι
δεμένο, με οδηγείς;᾽, ο δε Ουαλλεριανός έκραξε κι αυτός: ῾Με πύρινες αλυσίδες,
έτσι με σέρνεις;᾽ Αυτό έγινε γνωστό σε όλη την οικουμένη, κι όλοι στερεώθηκαν
στην πίστη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους
αιώνες. Αμήν».
Στα πρώτα ηρωϊκά χρόνια
του χριστιανισμού, μας μεταφέρει το συναξάρι των σήμερα εορταζομένων αγίων, και
ιδιαιτέρως του αγίου Λαυρεντίου. Κι εκείνο στο οποίο κοντοστέκεται κανείς,
είναι η ετοιμότητα του αγίου Λαυρεντίου, με τη σύμφωνη βεβαίως γνώμη και
του αγίου Ξύστου του επισκόπου, να μοιραστεί η όποια τότε περιουσία της
Εκκλησίας στους ταλαιπωρημένους από τους διωγμούς χριστιανούς. Η κίνηση μάλιστα
του αγίου Λαυρεντίου να φέρει τους χωλούς και αναπήρους, στους οποίους είχαν
πάει τα χρήματα, ενώπιον του βασιλιά, είναι μία ισχυρότατη ένδειξη στο τι η
Εκκλησία θεωρεί τελικώς ως πραγματική περιουσία της. Περιουσία δηλαδή της
Εκκλησίας είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, και μάλιστα οι πιο άσημοι και φτωχοί,
διότι εννοείται ότι στο πρόσωπο αυτών εικονίζεται ο ίδιος ο Χριστός, σύμφωνα με
του Ίδιου τη διαβεβαίωση: «εφ᾽όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των
ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και βεβαίως με τον τρόπο αυτό δίνει η Εκκλησία
μας και την απάντηση στο νόημα που έχει η όποια περιουσία της: να
χρησιμοποιείται προς χάρη των φτωχών και αναγκεμένων.
Δεν είναι η πρώτη φορά
που η Εκκλησία προέβη στην κίνηση αυτή. Πολλές φορές στην ιστορία της, και
παλαιότερα και στα νεώτερα χρόνια, όταν είδε ότι ο λαός της, οι άνθρωποι
γενικά, πάσχουν και υποφέρουν, έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε, προς κάλυψη των
αναγκών τους. Και το είδαμε τούτο και στα χρόνια της κατοχής, αλλά και αργότερα
ακόμη. Πάνω από όλα όμως, μη ξεχνάμε αυτό που έγινε μετά την απελευθέρωση του
έθνους μας από την τουρκική τυραννία: σχεδόν ολόκληρη η περιουσία της Εκκλησίας
δημεύτηκε από το τότε κράτος, κάτι στο οποίο βεβαίως συμφώνησε η Εκκλησία,
εφόσον το θεώρησε ότι ήταν πράγματι προς χάρη των αναγκεμένων Ελλήνων.
Και σήμερα είναι αρκετοί εκείνοι, οι οποίοι φωνάζουν ότι πρέπει η Εκκλησία να δώσει την περιουσία της για κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων. Αλλά οι φωνές αυτές δεν πηγάζουν πάντοτε από καθαρή καρδιά. Η στάση πολλών μοιάζει με του αυτοκράτορα Δέκιου, που απαίτησε κι αυτός τα «ιερά χρήματα». Στις φωνές αυτές επισημαίνει κανείς τό «παραμύθι» με το οποίο έχουν πολλοί διαποτιστεί: ότι η Εκκλησία έχει αμύθητη περιουσία. Αλλά σ᾽ αυτό έχει δοθεί επανειλημμένως η απάντηση: η Εκκλησία έχει ελάχιστη περιουσία, από αυτή που της άφησαν οι Βαυαροί μετά την απελευθέρωση, όπως είπαμε. Κι αυτή η όποια περιουσία, αν δεν είναι δεσμευμένη, που σημαίνει μη αξιοποιήσιμη, είναι προς κάλυψη του φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας.