Η μαρτυρία του γνωστού
ανά τον κόσμο καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Επισκόπου Διοκλείας
Καλλίστου Γουέαρ για το πώς από προτεστάντης έγινε ορθόδοξος χριστιανός είναι
συγκλονιστική και πολύ διδακτική. «Ήμουν
17 χρονών – είπε ο επίσκοπος καθηγητής - και ετοιμαζόμουν για το
Πανεπιστήμιο. Ήμουν σε ένα σχολείο στο Λονδίνο. Ένα Σάββατο βράδυ πήγα περίπατο
και είδα έναν ναό που δεν είχα ξαναδεί ως τότε. Από περιέργεια ή μάλλον από
Θεία Πρόνοια αποφάσισα να μπώ μέσα. Ήταν ο Ρώσικος Ορθόδοξος ναός του Λονδίνου.
Στην αρχή όταν μπήκα μέσα στο ναό, ήταν σκοτεινός. Δεν είδα εύκολα τι είχε
μέσα. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν μια απουσία. Είχα την εντύπωση ότι κανείς
και τίποτα δεν είναι εδώ, ότι ο ναός είναι κενός, δηλαδή δεν είχε στασίδια,
καρέκλες, μόνο το πάτωμα. Αργότερα κατάλαβα ότι υπάρχουν μέσα στο ναό
εικόνες, λαμπάδες αναμμένες, λίγος αριθμός ανθρώπων και κάπου, που δεν μπορούσα
να δω υπήρχε μια μικρή χορωδία που έψαλλε. Έτσι ήρθα στην ώρα κατά την οποία οι
Ρώσοι κάθε Σάββατο βράδυ έχουν μια μικρή αγρυπνία. Και η πρώτη μου εντύπωση
μιας απουσίας – ότι δεν είναι τίποτε εδώ – άλλαξε ολοκληρωτικά. Απέκτησα μια
άλλη εντύπωση, όχι απουσίας, αλλά παρουσίας. Κατάλαβα ότι εμείς οι ολίγοι
άνθρωποι, παρόντες σε αυτήν την ακολουθία, συμμετέχουμε σε μια πράξη πάρα πολύ
μεγαλύτερη από αυτήν την ακολουθία που γίνεται σε μια γωνιά του Λονδίνου.
Κατάλαβα ότι συμμετέχουμε σε μια λειτουργική σύναξη που έχει πολλούς
αοράτους προσκυνητάς. Πολλούς παρόντες που προσεύχονται μαζί μας, παρότι δεν
τους βλέπουμε. Είχα την αίσθηση ότι πραγματικά η Εκκλησία είναι
ουρανός επί γης».
Τα λόγια του επισκόπου
καθηγητή αποτελούν πρό(σ)κληση για σπουδή στην Ορθοδοξία – πολλά σημεία του
αποκαλύπτουν τις διαστάσεις της ορθόδοξης πίστης και του ορθόδοξου βιώματος.
Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο π. Κάλλιστος αποτελεί έναν από τους πιο
σπουδαίους και διαπρύσιους κήρυκες της ορθοδοξίας στον Δυτικό κόσμο, κάτι που
μπορεί και κάθε έλληνας να το επιβεβαιώσει μέσα από τα βιβλία του, τα
περισσότερα μεταφρασμένα και στην ελληνική. «Ορθόδοξος δρόμος», «Η εντός ημών
Βασιλεία», «Η δύναμη του ονόματος του Χριστού» κ.ά.π. είναι ενδεικτικά ορισμένα
μόνον από αυτά.
Από τα πολλά
σημεία-προκλήσεις της παραπάνω μαρτυρίας του μένουμε για λίγο στην αρχική του
αίσθηση: ωθούμενος από την Πρόνοια του Θεού, όπως μετέπειτα κατενόησε,
εισέρχεται σε ορθόδοξο (ρωσικό) ναό και νιώθει ότι βρίσκεται σε κάτι «άδειο».
Κενό και απουσία! Για να συνειδοποιήσει λίγο αργότερα ότι τα πράγματα
ανατρέπονται άρδην! Όλα είναι γεμάτα και πλημμυρισμένα από μία Παρουσία που δεν
λειτουργεί όμως κατά τον κοσμικό τρόπο: θορυβωδώς και προκλητικά. Η Παρουσία
αυτή, του Θεού παρουσία όπως ένιωσε η (διψασμένη για νόημα) καρδιά του,
λειτουργεί μυστικά και αθόρυβα, στον τόπο της «σιωπής» που συνηθίζει να ζει η
αλήθεια. Μας θυμίζει η μαρτυρία του π. Καλλίστου αυτό που κατενόησε ο προφήτης
Ηλίας, όταν ο Θεός τού μήνυσε ότι θα του αποκαλυφθεί. Κι η αποκάλυψή Του δεν
ήλθε με τον θορυβώδη τρόπο του ισχυρού ανέμου ή του μεγάλου σεισμού ή της καταστροφικής
φωτιάς, αλλά με τον ήπιο και απαλό τρόπο της δροσερής αύρας.
Κι είναι η αλήθεια που
επίσης φανέρωσε ο ίδιος ο Κύριος με όλη τη ζωή Του και με τη διδασκαλία Του.
Πώς εισέρχεται στον κόσμο ο Κύριος; Ως απλό βρέφος μέσα από μία απλή και
άγνωστη μικρή κοπέλα στον πιο άσημο τόπο του τότε κόσμου! Και μάλιστα μέσα
σ’ ένα σπήλαιο! Όπως και η διδασκαλία
Του τι λέει; «Η Βασιλεία του Θεού ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως. Ουκ έστιν ώδε
ή ώδε. Ιδού, η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν». Και μοιάζει η Βασιλεία του
Θεού με το σπαρμένο έδαφος στο οποίο η γη «αυτομάτη καρποφορεί» - εσωτερικά
γίνεται η διεργασία χωρίς να την κατανοεί κανείς εξωτερικά.
Λοιπόν, ο Θεός μάς
θέλγει και μας ελκύει εσωτερικά – στρέφεται η καρδιά μας εκεί που είναι ο
Ίδιος, χωρίς να υπάρχει λογικός έλεγχος επ’
αυτού – αρχίζουμε να νιώθουμε τη μυστική παρουσία Του κι όταν
επιμείνουμε σ’ αυτό που ο γλυκασμός της καρδιάς μας δείχνει, εκεί αρχίζουμε να
βλέπουμε, να ακούμε, να γευόμαστε, να οσφραινόμαστε, να ψηλαφάμε! «Κανείς δεν
μπορεί να έλθει κοντά Μου, αν μη ο Πατέρας μου που με έστειλε δεν τον ελκύσει».
Και το εξόχως
αξιοσημείωτο: η όλη αυτή μυστική διεργασία πραγματοποιείται στον Ναό του
Κυρίου, την ώρα της ακολουθίας, εκεί που η αγαπώσα καρδιά του πιστού ορμά με
έρωτα προς τον Κύριο – οι προσευχές της Εκκλησίας δεν είναι τα δώρα του Κυρίου
στον πιστό άνθρωπο; «Συ Κύριε είσαι Αυτός που μας χάρισες τις κοινές και
σύμφωνες προς τη φύση μας προσευχές...» ομολογούμε διαρκώς στη Θεία Λειτουργία.
Λοιπόν: όπου υπάρχει δίψα για τον Θεό, δηλαδή για την αλήθεια και για το νόημα της ζωής μας, εκεί και τίποτε να μη ξέρουμε θα δούμε την ενέργεια της Πρόνοιας του Θεού πάνω μας. Η απουσία Του θα γίνει μία Παρουσία, κάτι που θα λειτουργεί και ως «μοτίβο» πια στη ζωή του πιστού – μία πορεία «εκ πίστεως εις πίστιν». Κι αυτό γιατί ο Θεός μας είναι Θεός αγάπης που η χαρά Του είναι να είμαστε κοντά Του, στον βαθμό όμως που μπορούμε να αντέξουμε την παραμονή Του μέσα στην ύπαρξή μας!