21 Οκτωβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Ιλαρίων έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του μεγάλου. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην πόλη της Γάζας από γονείς ειδωλολάτρες. Από μεγάλη αγάπη προς τα γράμματα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου μορφώθηκε, αλλά και δέχθηκε την πίστη του Χριστού. Έγινε ζηλωτής του Μεγάλου Αντωνίου, τον οποίο ακολούθησε, και έζησε μαζί του επ’  αρκετόν. Επέστρεψε κάποια στιγμή πίσω στην πατρίδα του, και όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε όλη την περιουσία που του άφησαν στους φτωχούς. Έπειτα απεσύρθη στην έρημο και αποδύθηκε στους πιο μεγάλους ασκητικούς αγώνες, με αποτέλεσμα ο Κύριος να τον χαριτώσει με το χάρισμα της θαυματουργίας, με το οποίο θεράπευσε πολλούς πάσχοντες από σωματικά και ψυχικά νοσήματα. Αργότερα, ανοίχτηκε προς τον κόσμο και αφού πέρασε από πολλές πόλεις και τόπους και χώρες, σε ηλικία ογδόντα ετών ετελεύτησε τον βίο του».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής, μπροστά στο φαινόμενο «Ιλαρίων»  προσπαθεί να βρει λέξεις και εικόνες, προκειμένου να παραστήσει σωστά τη θέση του στην Εκκλησία, και όσο ζούσε στον κόσμο τούτο, αλλά και στη δόξα του ουρανού. Στον κόσμο τούτο τον βλέπει αφενός ως πρότυπο και στερέωμα των μοναστών, αφού υπήρξε εις άκρον ησυχαστής: «μοναζόντων εδραίωμα» τον χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων, αφετέρου ως «ποδηγέτην των σωζομένων Θείω εν Πνεύματι», δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού οδηγό και των εν κόσμω χριστιανών που επιθυμούν τη σωτηρία τους.  Από την άποψη αυτή ο όσιος Ιλαρίων υπήρξε για όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και κοσμικούς, «θησαυρός ιαμάτων» και «Προφήτης Θεού», «στύλος ακράδαντος ουρανομήκης» και «πύργος ασάλευτος», κυριολεκτικά «άρμα πύρινον, το όνομα βαστάζων το του Κυρίου», ένας κυριολεκτικά «ήλιος…διασπείρων πάσι τας ακτίνας των θαυμάτων».  Στη δόξα του Θεού από την άλλη, ο υμνογράφος τον «βλέπει» «ως κέδρον υψίκομον, δι’ αρετής υψούμενον εν αυλαίς Θεού πεφυτευμένον∙ και ως κεκλεισμένον κήπον, ως ευθαλή Παράδεισον, ως πηγήν ιαμάτων». Δηλαδή όχι μόνον αποτελεί «κόσμημα» του Παραδείσου, ένας υψηλόκορμος κέδρος, φυτευμένος στις αυλές του Θεού, αλλά και ο ίδιος συνιστά ένα παράδεισο μόνος του, ένα κλεισμένο κήπο.

Ποια η αιτία των «υπερβολικών» θα λέγαμε αυτών χαρακτηρισμών; Πρώτον, ότι ο όσιος Ιλαρίων «Πνεύματος αγίου πλήρης εγένετο», διότι «ο ένθεος έρως κατέτρωσε (πλήγωσε) αυτόν» με αποτέλεσμα  «να καθυποτάξει με την εγκράτεια τα πάθη του σώματος στο νοερό της ψυχής» και «με τις ιερές αναβάσεις να ξεφύγει από τους κοσμικούς θορύβους». Με άλλη όμορφη εικόνα του υμνογράφου: «απέξεσε τω ξίφει της εγκρατείας  τους δερματίνους χιτώνας της νεκρώσεως και ύφανε ιμάτιον σωτηρίου» (Με το ξίφος της εγκράτειας έβγαλε από πάνω του τα αποτελέσματα της θανατηφόρας αμαρτίας και ντύθηκε τον Χριστό), συνεπώς «ιδών ο Χριστός το πράον και ησύχιον, μονήν πεποίηται εν αυτώ, και γέγονε οικητήριον θείον» (Επειδή είδε ο Χριστός την πραότητα και το ήσυχο της ψυχής του, κατοίκησε σ’  αυτόν και έγινε έτσι θείο κατοικητήριο).  Δεύτερον, ότι ο όσιος υπήρξε μαθητής του μεγάλου οσίου Αντωνίου, ένα από τους μεγαλύτερους αγίους της Εκκλησίας μας, του οποίου την ένθεη ζωή μιμήθηκε στο έπακρο και αφομοίωσε τις αρετές του. «Τον βίον ζηλώσας του θείου Αντωνίου, τοις ίσοις μέτροις της αρετής αφομοιούμενος». «Αντωνίου του θείου εζηλωκώς τον ενάρετον βίον πνευματικώς».

Ο νοερός «φακός» του υμνογράφου επικεντρώνει ακόμη περισσότερο στο θέμα αυτό: Πλησίασες τον Θεό, θεοφόρε, γιατί σε έφεραν σ’  Αυτόν οι παλάμες του θεόφρονος Αντωνίου. «Θεώ προσαγόμενος, θεοφόρε, παλάμαις του θεόφρονος Αντωνίου». Με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσε ο ποιητής να δείξει τη στενότατη σχέση του Ιλαρίωνα με τον Γέροντά του Αντώνιο; Και επιμένουμε στη σχέση αυτή, διότι δεν είναι δυνατόν να θυμηθεί κάποιος τον άγιο Αντώνιο και να μη συγκινηθεί, να μη κατανυχθεί καλύτερα, αφού με τον τρισμέγιστο αυτόν άγιο βρίσκεται στα «άγια των αγίων» του Παραδείσου. Έτσι με τον όσιο Ιλαρίωνα, μαθητή του Αντωνίου, αναπνέουμε την ατμόσφαιρα του Διδασκάλου του, συναναστρεφόμαστε επίσης τον άλλο μεγάλο μαθητή του άγιο Αθανάσιο, μας αγγίζει πράγματι η ενέργεια του ίδιου του Θεού. Σε τι αγία ατμόσφαιρα πράγματι μάς μεταφέρουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας! Γίνονται κυριολεκτικά τα παράθυρα, για να «δούμε» λίγο το άγιο βάθος του ουρανού!

Παρ’  όλη τη στενή, στενότατη σχέση των οσίων Αντωνίου και Ιλαρίωνα, διαπιστώνει κανείς και τη διαφορά των χαρακτήρων τους. Ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι κινούνται ως χαρακτήρες στο ίδιο μήκος κύματος, όμως διαφέρουν.  Πώς φαίνεται αυτό; Ο όσιος Αντώνιος υπήρξε μέγας ησυχαστής: Αν και κατά καιρούς, όταν έκρινε ότι τον χρειάζεται το πλήρωμα της Εκκλησίας, άφηνε την ησυχία και κατέβαινε στον κόσμο, όμως η διαρκής επιλογή του ήταν η πλήρης αφιέρωση στον Θεό, «μόνος μόνω Θεώ»,  ζώντας στην έρημο και επιδιώκοντας πάντοτε την ησυχία της μονώσεως.  Ο όσιος Ιλαρίων, ο μαθητής και ακόλουθος, υπήρξε και αυτός ησυχαστής, αλλά και με ιεραποστολική φλόγα ταυτόχρονα. Και απομονώθηκε, αλλά και προσέγγισε αισθητά τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι άφησε κάποια στιγμή, όπως είπαμε, τον Αντώνιο και επέστρεψε στην πατρίδα του. Κι αργότερα: μετά την έξοδό του στην έρημο, γύρισε στον κόσμο, δρώντας σε διάφορες πόλεις και χώρες ιεραποστολικά και ιώμενος τους ανθρώπους. Το επισημαίνει έξοχα ο υμνογράφος: «Ρημάτων ο φθόγγος σου και των θαυμάτων η χάρις η ένθεος εις πάσαν εξελήλυθε την γην, πάτερ όσιε». (Ο λόγος σου και η ένθεη χάρη των θαυμάτων σου φάνηκαν σε όλη τη γη, πάτερ όσιε).

Η παραπάνω επισήμανση αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Διότι μας δείχνει ότι αφενός ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, αλλά η διαφορετικότητα δεν εμποδίζει, αλλά αντιθέτως πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα αγιασμού, αφετέρου ο Θεός ενισχύει και θέτει σε λειτουργία αυτό που βλέπει ως χάρισμα του κάθε ανθρώπου. Με άλλα λόγια η αγιότητα δεν «καλουπάρει», όπως λέμε, τον άνθρωπο, δεν τον θέτει σε ένα συγκεκριμένο εξωτερικό πλαίσιο, σε μία ομοιομορφία, αλλά αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα, θέτοντάς την απλώς στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Ο Θεός μ’  έναν λόγο δεν αλλοιώνει αυτό που είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Αλλοιώνει αυτό που αποτελεί διαστρέβλωση του χαρακτήρα, την αμαρτία, ώστε μέσα από τον καθένα να εκχύνεται η λαμπηδόνα της παρουσίας Του. Τι ελευθερία! Τι ομορφιά της πίστεώς μας! Τι αγάπη του ίδιου του Θεού μας!

20 Οκτωβρίου 2021

ΕΥΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ

«Όσο εύκολα αλλάζουν και ξεπέφτουν οι ευθείς, τόσο δύσκολα μπορούν να μεταβληθούν οι αντίθετοι, οι πονηροί» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κδ΄ 11).

Η τρεπτότητα είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Μόνον ο Θεός είναι άτρεπτος και απολύτως αναλλοίωτος – ο μόνος όντως πιστός. Δεν αναφερόμαστε στα κτιστά πνεύματα, αγγέλους και δαίμονες: και αυτοί μετά την πτώση του πρώτου αγγέλου, του εωσφόρου, καταστάθηκαν μερικώς άτρεπτοι: οι μεν άγγελοι παγιωμένοι στο αγαθό, οι δε δαίμονες παγιωμένοι στο πονηρό και κακό.

Τι τραγικότητα όμως για τον άνθρωπο! Η τροπή προς το πονηρό είναι απείρως ευκολότερη από την τροπή προς το αγαθό, προς τον Θεό. Να είσαι δημιούργημα του Θεού, να σε διακρατεί με τη γεμάτη αγάπη Πρόνοιά Του, να σου δίνει διαρκώς ώθηση προς τον αληθινό σκοπό σου: τη ζωντανή σχέση σου μαζί Του, κι εσύ να ρέπεις αδιάκοπα προς το αντίθετο! Τι μυστήριο περικλείει την ελευθερία του ανθρώπου! Ποιος μπορεί να εξηγήσει αυτό που λογικά δεν μπορεί να κατανοηθεί με τίποτε;

Το ’δειξε η δημιουργία του ανθρώπου: με μόνη την υποκίνηση του Πονηρού, ο άνθρωπος δείχνει ανυπακοή προς τον Πατέρα και Πλάστη του· το ’δειξε όλη η πορεία της πρώτης αποκάλυψης στην Παλαιά Διαθήκη: ο εκλεκτός Ισραήλ διαρκώς αμφισβητεί και αντιδρά στις επεμβάσεις του Θεού· το βεβαίωσε με τον πιο περίτρανο τρόπο ο ερχομός του Χριστού, του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου: οι άνθρωποι Τον περιφρόνησαν, Τον αμφισβήτησαν, Τον σταύρωσαν! Κι έκτοτε το ίδιο: «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον»! «Οι ίδιοι ουκ έλαβον Αυτόν»!

Το βλέπουμε κι εμείς στην καθημερινότητά μας: πιο εύκολα στρεφόμαστε προς το κακό. Το κακό, με ωραίο ασφαλώς περιτύλιγμα, μας ελκύει  περισσότερο. Αυτό που λέει ο στίχος του λαϊκού άσματος: «είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας», φαίνεται να ισχύει και για μας.

Τι γίνεται λοιπόν; Υπάρχουν ασφαλώς εξηγήσεις, αλλά δεν επαρκούν για μία πλήρη απάντηση. Για παράδειγμα: η ροπή προς το κακό λειτουργεί εγγενώς πια προς τη φύση μας, φτιάχνοντας μία δεύτερη φύση, τη συνήθεια. Πόσο εύκολα μπορούμε να αντισταθούμε σε ό,τι έχουμε κακώς συνηθίσει; Τα πάθη έπειτα: οι δυνάμεις δηλαδή της ψυχής μας που λόγω ακριβώς της κακής συνήθειας έχουν διαστρεβλωθεί, έχοντας σύμμαχο και το ίδιο το σώμα μας: νιώθουν την ηδονή που τους δημιουργεί η πονηρία και η αμαρτία. Πόσο εύκολα μπορούμε να αντιπαλέψουμε με αυτό που μας είναι τόσο ευχάριστο;

Κι όμως!  Είναι τόσο αναγκαία η στροφή τελικώς προς τον ανηφορικό δρόμο της αρετής, κατά τον Κύριο, διότι είναι η μόνη που οδηγεί στη ζωή. Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος του θανάτου. Κι έχουμε δύο ισχυρότατους συμμάχους για να πάρουμε τον δρόμο αυτό: Πρώτον, τη βοήθεια του ίδιου του Κυρίου – δεν παλεύουμε μόνοι! Και δεύτερον, όσο επιμένουμε και συνηθίζουμε στο αγαθό, τόσο πια αυτό γίνεται η τρυφή και η απόλαυσή μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ

«Αυτός ο μακάριος Αρτέμιος, αφού έγινε Δούκας και Αυγουστάλιος της Αλεξάνδρειας, τιμήθηκε και με το αξίωμα του Πατρικίου από τον μεγάλο Βασιλέα Κωνσταντίνο. Όταν ο αποστάτης Ιουλιανός άρπαξε την βασιλεία και άρχισε να τιμωρεί τους Χριστιανούς στην Αντιόχεια, ο μακάριος Αρτέμιος έρχεται από μόνος του εκεί στον αγώνα. Κι αφού έλεγξε την παρανομία του βασιλιά, άρχισαν τα μαρτύριά του: μαστιγώνεται, ξέονται τα νώτα του με αγκάθια και τρυπιούνται οι πλευρές του και τα βλέφαρά του με σιδερένιες ακίδες. Στη συνέχεια, αφού κόψανε στη μέση μία τεράστια πέτρα κάποιοι λιθοξόοι, τον βάλανε  ανάμεσά της. Κι αφού τον άφησαν εκεί, τυφλώθηκε και τα εντός του χύθηκαν στη γη. Στο τέλος, δέχεται τον θάνατο διά ξίφους. Τα θαύματα που έκτοτε γίνονται με την επίκληση του ονόματός του και μάλιστα σ’ εκείνους που προστρέχουν  στο άγιο λείψανό του είναι πάμπολλα και τεράστια».

Η Εκκλησία μας, κάθε φορά που εορτάζει ένας άγιος και μάλιστα μεγάλος, σαν τον σήμερα εορταζόμενο μεγαλομάρτυρα Αρτέμιο, είναι σαν να παραθέτει ενώπιόν μας ένα πλούσιο τραπέζι - με εστιάτορα τον ίδιο τον άγιο -   με κάθε είδους αγαθά, που σημαίνει ότι ζει ένα πανηγύρι, στο οποίο καλεί κάθε μέλος της Εκκλησίας να το απολαύσει πλουσιοπάροχα. Και τα αγαθά  βεβαίως αυτά, είναι ευνόητο, δεν είναι υλικά, αλλά πνευματικά, τέτοια που προκαλούν τον μετέχοντα σε δοξολογία του Θεού και του ίδιου του αγίου. «Η φαιδρά σου, μάρτυς, εορτή, πάντας συνεκάλεσε χαρμονικώς εις πανδαισίαν σήμερον, προθείσα τους άθλους σου, τα παλαίσματα, και την άνδρείαν ένστασιν∙ ων κατατρυφώντες, πίστει σε και πόθω μακαρίζομεν». Αυτό σημαίνει ότι ένας πιστός, που έχει ως προτεραιότητα της ζωής του την Βασιλεία του Θεού, κατά τον λόγο του Κυρίου, μπορεί και χαίρεται, έστω κι αν βρίσκεται μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες της παρούσης ζωής. Και δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον χριστιανό «αιθεροβάμονα», μη ρεαλιστή, «εκτός τόπου και χρόνου», διότι ο χριστιανός ξεκινά με την πιο αληθινή πραγματικότητα, με τον πιο βαθύ ρεαλισμό: ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου», ότι όλα είναι παρερχόμενα και φθαρτά, πλην βεβαίως του Θεού και των σχετιζομένων με Αυτόν.

Ένα από τα πιο ωραία αγαθά, από τις πιο ωραίες πνευματικές τροφές που μας προσφέρει η πανδαισία του αγίου σήμερα, είναι η ακλόνητη σαν στέρεος πύργος καρδιά του. Ο υμνογράφος θέλοντας να μας ζωγραφίσει ζωντανά τη σταθερή πίστη του μεγαλομάρτυρα, το ηρωικό φρόνημά του, τον σαφή προσανατολισμό του προς μόνη την  αγάπη του Θεού, τέτοια που κανένα βασανιστήριο δεν μπορούσε να αλλάξει, αυτήν την εικόνα παρουσιάζει: «Ουκ έσεισε τον πύργον σου της καρδίας, πάνσοφε, η σφοδροτάτη πρόσρηξις των βασάνων» (Η σφοδρότατη επίθεση των βασάνων πάνω σου, πάνσοφε, καθόλου δεν έσεισε τον πύργο της καρδιάς σου). Κι αυτό γιατί; Διότι ο άγιος είχε στεριώσει την καρδιά του αυτή πάνω στην απόλυτα στέρεα νοητή πέτρα, που είναι ο Χριστός. «Και γαρ εστήρικτο νοητήν επί πέτραν την ασάλευτον». Η αναφορά του υμνογράφου στο στέρεο σαν πέτρα φρόνημά του επηρεάζεται και από το είδος του μαρτυρίου του: την σύνθλιψή του μεταξύ δύο πετρών. Όπως έμεινε ακλόνητος δηλαδή, καθώς σφιγγόταν από τις τεράστιες πέτρες, έτσι στερέωσε τα βήματα της ψυχής του πάνω στην πέτρα της ζωής, τον Ιησού Χριστό. «Ο πέτρα ζωής της ψυχής τα βήματα πηξάμενος, ταις πέτραις σφιγγόμενος και τοις αλγεινοίς περικυκλούμενος, αληθής αθλοφόρος, ακλόνητος διέμεινας». Εκεί μας οδηγεί η στέρεα χωρίς ταλαντεύσεις πίστη και αγάπη προς τον Χριστό: να είμαστε «πέτρινοι» στο φρόνημα, σταθεροί στη ζωή αυτή, με βηματισμό ψυχής τέτοιο, που έστω κι αν όλα γύρω και δίπλα μας «πέφτουν», εμείς συνεχίζουμε με επίγνωση και συναίσθηση την πορεία μας. Σ’  έναν κόσμο μάλιστα «δίψυχο», άρα ακατάστατο σε όλα, καταλαβαίνουμε ότι ο λίγο συνεπής χριστιανός αποτελεί την πυξίδα και το φως του κόσμου. Όπως το λέει ο ίδιος ο Κύριος: «υμείς εστε το φως του κόσμου∙ ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη».

Αφήνοντας σοβαρές θεολογικές επισημάνσεις της ακολουθίας του αγίου -  όπως για παράδειγμα του ύμνου από τα στιχηρά του εσπερινού «επιπνοία του Πνεύματος μυηθείς γνώσιν ένθεον, των των όλων Κτίστην έγνως, Αρτέμιε», δηλαδή ότι ο άγιος γνώρισε τον Δημιουργό Κύριο των όλων, αφού οδηγήθηκε στην ένθεο αυτή γνώση από τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, κάτι που σημαίνει ότι κανείς δεν γνωρίζει τον Χριστό πραγματικά, παρά μόνον με τον φωτισμό του ίδιου του Θεού – δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε, έστω δι’  ολίγων, τα πάμπολλα θαύματα που τελούνται από την ώρα του μαρτυρίου του αγίου  και μετέπειτα. Είναι αληθές: ο άγιος Αρτέμιος είναι ένας από τους πιο θαυματουργούς αγίους (και μάλιστα για ανδρολογικές, θα λέγαμε, παθήσεις), συνεπώς όποιος με πίστη στον Θεό τον επικαλείται, βλέπει τη θαυμαστή ενέργειά του πάνω του, και στην ψυχή και στο σώμα του. Όπως το σημειώνει και ο υμνογράφος: «ιατρείον αναδέδεικται σώμα το πολύαθλον, πάσαν νόσον, πάσαν κάκωσιν, πάσαν δαιμόνων πάντοτε βλάβην αποδιώκον εκ των πιστώς προσφευγόντων σοι» (Το πολύαθλο σώμα σου αναδείχτηκε ιατρείο, που διώχνει από τους με πίστη προσερχομένους σε σένα, κάθε νόσο, κάθε τραύμα και πληγή, κάθε βλάβη των δαιμόνων). Υποψία θαυμαστών επεμβάσεών του καταγράφουμε στη συνέχεια: (1) Κάποιος άνδρας που είχε έντονο πρόβλημα στους διδύμους του, δηλαδή στους όρχεις του, ήλθε προς τον άγιο κλαίγοντας και ζητώντας την υγεία του. Έπεσε λοιπόν σε στρωμνή στο μέσον του ναού του, και μετά από λίγο που τον είχε πάρει ο ύπνος, του  λέγει ο άγιος: «υπόδειξέ μου το πάθος σου». Αυτός λοιπόν το υπέδειξε στον άγιο, οπότε εκείνος αφού άγγιξε το πονεμένο μέρος του ασθενούς και τον έσφιξε στο σημείο αυτό με δύναμη, τον έκανε να κραυγάσει από τον πόνο και να  ξυπνήσει. Καθώς λοιπόν ξύπνησε, βρήκε τον εαυτό του υγιή κι άρχισε να δοξολογεί και να ευλογεί τον Θεό. (2) Άλλος πάλι έχοντας υδροκήλη μεγάλη προσήλθε στον άγιο. Και  σ’ αυτόν ο άγιος «έσχισε» το σημείο πάθους του με ξίφος, την ώρα που κοιμόταν, με αποτέλεσμα να προέλθει μία τεράστια δυσωδία από το υγρό που βγήκε. Ξύπνησε αμέσως ο ασθενής και βρήκε κι αυτός τον μεν εαυτό του υγιή, τους δε χιτώνες του και το έδαφος γεμάτα από δυσωδία, σήψη και υγρότητα.

«Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».

19 Οκτωβρίου 2021

ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ… ΜΕΛΛΟΝ, ΤΗ ΖΩΗ ΚΛΠ.

«Πονηρός σημαίνει, άνθρωπος που κάνει ψευδείς προβλέψεις και που φαντάζεται ότι αντιλαμβάνεται τους λογισμούς των άλλων από τα λόγια τους, και τα μυστικά των καρδιών τους από τις εξωτερικές κινήσεις» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κδ΄ 9).

Δεν αναφέρεται προφανώς ο όσιος σ’ εκείνον που βλέποντας κάποια γεγονότα μπορεί να προβλέψει την επόμενη κίνηση: τον οδηγό για παράδειγμα που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και προβλέπει ότι με τον τρόπο αυτόν οδεύει με μαθηματικό τρόπο σε σύγκρουση. Ούτε σ’ αυτόν που καταλαβαίνει τι γίνεται γιατί τα λόγια ενός συνανθρώπου του φανερώνουν εξόφθαλμα τη σκέψη του, ή οι βίαιες ενέργειές του δείχνουν το εσωτερικό της καρδιάς του: τον έξω φρενών για παράδειγμα άνθρωπο που οι ύβρεις που εκτοξεύει ή οι σπασμωδικές κινήσεις του δείχνουν ανάγλυφα το μίσος και την έχθρα που κυριαρχούν στη σκέψη του και στην καρδιά του. Αυτό συμβαίνει κατά αυτόματο τρόπο σχεδόν σε όλους.

Αναφέρεται στον άνθρωπο που έχει κάνει στάση ζωής την τάχα πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων, διαρκώς η φαντασία του καλπάζει για να διεισδύει από τα λόγια του άλλου τα οποία «ψειρίζει»,  στους υποτιθέμενους λογισμούς του, όπως και συνεχώς παρατηρεί τις σωματικές κινήσεις των συνανθρώπων του για να υποθέτει το τι μυστικά καρδιάς κρύβουν αυτές. Μ’ ένα λόγο περιγράφει τον εκτός εαυτού, κι έτσι και εκτός Θεού, άνθρωπο, που κύριο γνώρισμά του έχει την πνευματική τύφλωση. Τύφλωση μάλιστα τέτοια που να πιστεύει ακράδαντα ότι είναι ο κατεξοχήν… ανοικτομάτης!

Είναι ο ορισμός του πονηρού ανθρώπου, αποφαίνεται αξιωματικά ο όσιος. Γιατί πονηρός; Διότι και ο Πονηρός, ο διάβολος, με τον ίδιο τρόπο κινείται και φανερώνεται. Κι αυτός - μολονότι ως πνεύμα με «πολυχρόνια» πείρα είναι πιο… μέσα στις διαπιστώσεις του - αναγγέλλει πολλές φορές στα δικά του ως επί το πλείστον όργανα τα μελλούμενα, υποθέτει τους λογισμούς των ανθρώπων από τα λόγια τους, φαντάζεται τα μυστικά της καρδιάς τους από τις εξωτερικές κινήσεις τους. Διότι μη ξεχνάμε: ο διάβολος δεν γνωρίζει το μέλλον ούτε και τον εσωτερικό μας κόσμο! Ο μόνος γνώστης ως παντογνώστης και καρδιογνώστης είναι ο Θεός, «ο Πατήρ του μέλλοντος αιώνος», στον Οποίο «τα πάντα είναι γυμνά και φανερά ενώπιόν Του»! Κάθε απόπειρα λοιπόν να μας πείσουν οι αστρολόγοι, οι χειρομάντεις, οι καφετζούδες και όλοι οι σχετικοί, ότι μπορούν να γνωρίσουν το μέλλον και να αποκαλύψουν τα κρυπτά των ανθρώπων, είναι εκ του Πονηρού και ψεύτικα.

Κι αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ των αγίων και των πονηρών: οι πρώτοι έχοντας το Πνεύμα του Θεού γνωρίζουν τα μυστικά και τα κρύφια και τα μελλοντικά, για να βοηθήσουν τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν σε μετάνοια και εύρεση του Θεού· οι δεύτεροι, καθοδηγούμενοι από τον πατέρα τους διάβολο δεν γνωρίζουν, αλλά υποθέτουν ψευδώς τα παραπάνω, κι αυτό για να πλανέψουν τον άνθρωπο και να τον κάνουν υποχείριο του δικού τους πατέρα – πάντοτε εννοείται με το… αζημίωτο!

Ας προσέξουμε μόνο μη πέσουμε κι εμείς στην παγίδα και γίνουμε πονηροί!

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ

 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ

«Το όνομα του προφήτου Ιωήλ ερμηνεύται αγάπη Κυρίου ή αρχή ή απαρχή Θεού. Ο προφήτης καταγόταν από τη γενιά του Ρουβίμ και προφήτευσε για πείνα που θα επισυμβεί και για έκλειψη θυσιών και για το πάθος του δικαίου Προφήτη (του Ιησού Χριστού). Μέσω του πάθους αυτού όλη η γη ανακαινίζεται και σώζεται. Ο προφήτης μετά την προφητική του δράση απέθανε και ετάφη στην πατρίδα του».

Ο προφήτης Ιωήλ είναι γνωστός για τις «οράσεις» του περί του Πνεύματος του Θεού που θα εκχυνόταν στους ανθρώπους, μετά τον ερχομό του Μεσσία. Είναι εκείνος που κατεξοχήν προφήτευσε την ημέρα της Πεντηκοστής, κάτι που το επισημαίνουν και οι ίδιοι οι απόστολοι του Κυρίου, κατεξοχήν δε ο απόστολος Πέτρος: «Αυτό που βλέπετε, άνδρες Ιουδαίοι, (η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος δηλαδή) είναι εκείνο που είπε ο Θεός μέσω του προφήτη Ιωήλ: Αυτό θα συμβεί στις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός: Θα χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο∙ έτσι, οι γιοι σας κι οι θυγατέρες σας θα κηρύξουν την αλήθεια∙ οι νέοι σας θα δουν οράματα κι οι γέροντές σας θα ονειρευτούν όνειρα θεϊκά» (Πρ. Αποστ. 2, 16-17). Την πραγματικότητα αυτή βεβαίως υμνολογεί και η ακολουθία του προφήτη, όπως για παράδειγμα στην δ΄ ωδή: «Ως προήγγειλας, ένδοξε, παρά Θεού εκκέχυται το Πνεύμα, επί πάσαν σάρκα ήδη πιστεύσασαν» (Όπως προανήγγειλες, ένδοξε, εκχύθηκε το Πνεύμα από τον Θεό, σε κάθε άνθρωπο που ήδη πίστεψε).

Ο υμνογράφος τονίζει επομένως το γεγονός ότι η Εκκλησία πια, δεδομένου ότι από την ημέρα της Πεντηκοστής ξεκινά η ενεργοποίησή της, ζει μέσα στο Πνεύμα του Θεού, το Οποίο εκχεόμενο επί πάντας τους πιστούς, ιδίως με το μυστήριο του χρίσματος, καθιστά αυτούς προφήτες. Είναι βασική πίστη της Εκκλησίας μας δηλαδή, ότι ο άνθρωπος που θα πιστέψει στον Χριστό, θα βαπτιστεί, ώστε να γίνει μέλος Εκείνου, και θα χριστεί, ώστε να λάβει τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, με τα οποία θα μπει σε λειτουργία το καινούργιο αυτό μέλος του Χριστού. Η χρίση αυτή ως λήψη του αγίου Πνεύματος κάνει τον κάθε πιστό και έναν προφήτη. «Το θείον Πνεύμα εκκέχυται, ως ο σεπτός Ιωήλ, προφητεύων εθέσπισε…και προφητεύουσιν οι την ενέργειαν την αυτού δεξάμενοι» (Το θείον Πνεύμα εκχύθηκε, όπως ο σεπτός Ιωήλ θέσπισε με τις προφητείες του…και προφητεύουν όσοι δέχτηκαν την ενέργειά Του).

Έτσι από την προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης, ως χάρισμα ελέγχου της αμαρτίας και προαναγγελίας του ερχόμενου Μεσσία, ερχόμαστε διά του αγίου Πνεύματος στην προφητεία της Εκκλησίας, ως χάρισμα που έχει ο κάθε βαπτισμένος και χρισμένος πιστός, ώστε να ακροάται τον λόγο του Θεού, να μπορεί να κηρύσσει αυτόν τον λόγο, όταν του αναθέτει κάτι τέτοιο  η Εκκλησία, να μετέχει στα μυστήρια, να μετέχει στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας. Θα πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσουμε οι πιστοί της Εκκλησίας το μεγαλείο και το ύψος που μας έδωσε η χάρη του Θεού: να είμαστε μέλη Χριστού και έμπλεοι του Πνεύματός Του. Αρκεί βεβαίως να αγωνιζόμαστε σαν τον προφήτη Ιωήλ στη βασική προϋπόθεση που έχει αυτή η δωρεά, για να μπορεί κανείς να τη διακρατεί: την κάθαρση της καρδίας από τους μολυσμούς της αμαρτίας. «Των μολυσμών προκαθαρθείς της καρδίας, δοχείον ώφθης καθαρόν θεορρήμον, του Παναγίου Πνεύματος».  Δηλαδή: Καθάρισες πρώτα τον εαυτό σου από τους μολυσμούς  της καρδιάς, κι έτσι φάνηκες, θεορρήμον προφήτη, καθαρό δοχείο του Παναγίου Πνεύματος. Κι είναι ευνόητο και γνωστό: ο απόλυτα καθαρός από κάθε αμαρτία Θεός αναπαύεται μόνον στην καρδιά που παλεύει για την αντίστοιχη καθαρότητά της. Γι’  αυτό και θα τονίσει ο υμνογράφος ότι όσοι ακολουθούν τις διδαχές του προφήτη Ιωήλ με όλη την καρδιά και τη διάνοιά τους, εκζητούν τον Θεό με δάκρυα και προσευχές, (με τα οποία καθαρίζεται βεβαίως η καρδιά). «Οι ταις σαις διδαχαίς ακολουθήσαντες, εξ όλης καρδίας και διανοίας, εν κλαυθμώ τε και δεήσεσι, τον Θεόν εκζητούμεν αξιάγαστε».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ

«Ο άγιος Ούαρος έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν στρατιωτικός στην Αίγυπτο. Καταγόταν δε από επίσημο και λαμπρό και ευσεβές γένος. Όταν φυλακίστηκαν κάποιοι άγιοι λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό για μεγάλο διάστημα, επτά τον αριθμό, τους φρόντιζε καθημερινά ο άγιος Ούαρος. Έτυχε λοιπόν ο ένας από τους επτά να αναπαυτεί εν Κυρίω, οπότε ο άγιος μπήκε στη θέση εκείνου, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση του ηγεμόνα. Τους οδήγησε όλους μαζί ενώπιόν του και έδωσε εντολή να κτυπηθεί πρώτος από όλους ο Ούαρος με ρόπαλα, να ξεστούν οι πλευρές του επί πολύ, και επειδή παρατάθηκαν τα βασανιστήρια επί πέντες ώρες, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο».

Ο άγιος Ούαρος θυμίζει άλλους μάρτυρες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο μαρτύριο κατ’ αντανάκλαση: ζήλεψαν δηλαδή την άθληση προηγηθέντων από αυτούς μαρτύρων, κι έτσι παρακινήθηκαν για να εισέλθουν στο μαρτύριο οικειοθελώς. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν βεβαίως να τονίζουν τη μεγάλη αγάπη, έως σημείου γλυκυτάτου έρωτα,  και αυτού του αγίου προς τον Θεό, τέτοια αγάπη, που τον έκανε να απαρνηθεί τον εαυτό του και να προσχωρήσει στα μαρτύρια με πολύ θάρρος και δύναμη: «Θείας αγάπης, παμμάκαρ, κατασχεθείς, τω γλυκίστω έρωτι, απηρνήσω σεαυτόν, και προς πάσαν βάσανον σαρκός, προσεχώρησας στερρώς αγωνισάμενος».  Πρέπει να σημειώσουμε την παρατήρηση του υμνογράφου: το άμεσο αποτέλεσμα της αγάπης προς τον Θεό είναι η υπέρβαση του φόβου και το μεγάλο θάρρος. Είναι αυτό που σημειώνει και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Όπου πέσει η αγάπη του Θεού, εκεί πράγματι ο οποιοσδήποτε φόβος εξαφανίζεται. Ο πραγματικός χριστιανός, όπως είναι ο άγιος, είναι και ο πιο θαρραλέος και γενναίος άνθρωπος. Ο ύμνος εν προκειμένω της Εκκλησίας μας, και όχι μόνο ένας, είναι αποκαλυπτικότατος: Ο άγιος Ούαρος έβλεπε κατά το μαρτύριό του να πέφτουν κάτω οι σάρκες του μαζί με τα αίματά του, και ήταν σαν να έπασχε, λέει, άλλος: «Σάρκας συν τοις αίμασι καταπιπτούσας εώρας, και ως άλλου πάσχοντος, Αθλητά, διέκεισο γενναιότατε».

Κι είναι νομίζουμε πολύ επίκαιρη αυτή η επισήμανση, σήμερα που λόγω της όλης ατμόσφαιρας που ζούμε: φόβου, ανασφάλειας, άγχους, οδηγούμαστε συχνά σε μελαγχολία και απελπισία και απόγνωση. Με τους αγίους  προσανατολιζόμαστε σε κάτι διαφορετικό: τη με γενναιότητα υπομονή των δεινών, γιατί υπάρχει το αντίδοτο: η θέαση του Χριστού και η αγάπη μας σ’  Εκείνον. Με άλλα λόγια, η περίπτωση του αγίου Ούαρου μας δίνει μία αισιόδοξη «νότα», μέσα στη «μαυρίλα» της εποχής: να αρχίσουμε να αγαπάμε περισσότερο τον Χριστό, ώστε με την αγάπη αυτή να θωρακίσουμε τους εαυτούς μας με τη γενναιότητα και το θάρρος. Εκεί ίσως υπάρχει και το έλλειμμα που έχουμε οι σημερινοί χριστιανοί, οι οποίοι απελπιζόμαστε εύκολα και τα «χάνουμε». Δεν έχουμε την αγάπη που πρέπει. Η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της το θέτει ευθέως ενώπιόν μας: θέλουμε να αποκτήσουμε τα «νεύρα», δηλαδή τη δύναμη και τη θέληση, για να αντέχουμε τα πάντα; Οι ελπίδες μας πρέπει να στραφούν πρωτίστως στον Θεό και στην υπέρβαση των δεινών που φέρνει πάντοτε η ελπίδα σ’  Αυτόν. Όπως συνέβη και στον άγιο Ούαρο: «Υπήλθες γνώμη σταθηρά τους ανδρείους αγώνας, νευρωθείς ταις ελπίσι των μελλόντων αγαθών». Μπήκες με γενναιότητα και σταθερή γνώμη στους αγώνες, γιατί «νευρώθηκες» με τις ελπίδες των μελλόντων αγαθών.

Με τον άγιο Ούαρο όμως είναι συνδεδεμένη και η συγκινητική ιστορία μίας γυναίκας, της Κλεοπάτρας,  με τον νεαρό υιό της, ιστορία που καταγράφεται και σε διάφορα Γεροντικά, και που μνημονεύεται αρκετές φορές και από τον υμνογράφο της ακολουθίας του αγίου. «Αλείφουσα μύροις σε, η θαυμαστή Κλεοπάτρα, υπό γην κατέθετο, και ναόν πανάγιον ανεδείματο, εορτήν άγουσα, θαυμαστήν Ούαρε, και πιστώς σε λιτανεύουσα∙ ης το παιδάριον, νοητή στρατεία κατέλεξας, και δόξη κατεκάλλυνας, και χοροίς Αγίων συνέταξας».  Αποδίδουμε με πιο ελεύθερο τρόπο τον ύμνο: η θαυμαστή Κλεοπάτρα,  μετά το μαρτύριό σου, Ούαρε, πήρε το άγιο λείψανό σου, το άλειψε με μύρα, το έθαψε κάτω από τη γη και σου έφτιαξε πανάγιο ναό. Όταν ήλθε η ημέρα της εορτής σου και σε λιτάνευσε με τρόπο πιστό, είδε ότι ο υιός της, από τον μεγάλο κάματο της ημέρας, πέθανε. Κι όταν εκείνη με δάκρυα μπροστά στον τάφο σου έκλαιγε γοερά, της παρουσιάστηκες με λαμπρό τρόπο, έχοντας μαζί σου και τον υιό της, ο οποίος απευθύνθηκε παρηγορητικά στη μητέρα του, λέγοντας πόσο καλά περνά εκεί που βρίσκεται, γεγονός που έκανε την Κλεοπάτρα να κατανοήσει ότι και ο υιός της συγκαταλέχτηκε στη νοητή στρατιά, είναι και αυτός δοξασμένος, μαζί με τους χορούς των αγίων. Η Κλεοπάτρα παρηγορήθηκε και παραμένοντας έκτοτε στον ναό, υπηρετώντας διαρκώς τον άγιο Ούαρο, παρέδωσε και αυτή εν ειρήνη την αγία ψυχή της.

18 Οκτωβρίου 2021

ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΣΥΓΚΡΙΘΕΙ… ΜΑΖΙ ΜΟΥ;

Πόσες φορές κάνουμε κάτι, θεωρούμενο πνευματικό:  προσευχή, εκκλησιασμό, νηστεία, κάποιες ελεημοσύνες, και νομίζουμε ότι γίναμε «άγιος Αντώνιος»! Γιατί συγκρίνουμε τον εαυτό μας με... εμάς τους ίδιους! Εμείς είμαστε το μέτρο! Σαν εκείνον που τρέχει και νομίζει πως τρέχει γρήγορα. Κι έρχεται ένας αθλητής δρομέας δίπλα του, οπότε καταλαβαίνει ότι το τρέξιμό του ισοδυναμεί με... στάση! Μας το λέει άμεσα και η Γραφή: «Ουαί ο ενώπιον αυτού επιστήμων» - αλλοίμονο σ’  αυτόν που θεωρεί μόνος του τον εαυτό του γνώστη και επιστήμονα. Λοιπόν, η πλάνη μας είναι προφανής. Ζούμε σε μία ψευδαίσθηση, την ψευδαίσθηση του «μεγαλείου» και της «αγιοσύνης» μας! Διότι εννοείται ότι μαζί με τους άλλους, σε σχέση με τους συνανθρώπους μας μπορούμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας και να συνειδητοποιήσουμε τα μέτρα μας - ο άλλος είναι ο καθρέπτης μας.

Και ο άλλος ασφαλώς δεν μπορεί να είναι για έναν χριστιανό ο εκτός της Εκκλησίας άνθρωπος, ο κοσμικός άνθρωπος χωρίς το φρόνημα του Χριστού. Γιατί αυτός έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του. Λοιπόν, ο άλλος που θα πρέπει να τον χρησιμοποιούμε ως μέτρο μας είναι ο άνθρωπος του Θεού, δηλαδή ο άγιος άνθρωπος, κι ακόμη περισσότερο, ο πρώτος μεταξύ όλων των αγίων, η ίδια η Παναγία μας. Σ’ Εκείνην, την Πρώτη, και στα αδέλφια μας τους αγίους πρέπει να στρέφουμε το βλέμμα μας και στη ζωή αυτών πρέπει να καθρεπτιζόμαστε -  εκείνοι αποτελούν τον χαρισματικό εαυτό μας, το όριό μας. Γιατί αυτοί ακολούθησαν με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα τα χνάρια του Χριστού. Γι’  αυτό και είναι τόσο απαραίτητη η μελέτη της ζωής τους, τα συναξάρια τους, οι ύμνοι της Εκκλησίας που τους τραγουδούν και τους δοξολογούν.  

Κάνοντας αυτό θα συνειδητοποιούμε δύο βασικά πράγματα: Πρώτον, ότι θα αρχίσουμε να κινούμαστε κι εμείς σ’  ένα χαρισματικό επίπεδο, γιατί θα διαπιστώνουμε και για εμάς αυτό που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους: τη συνεργασία τους με τον Χριστό – Τον θέλησαν στη ζωή τους, ανταποκρινόμενοι στην αγάπη Του, γιατί «Χωρίς Αυτόν δεν θα έκαναν τίποτε απολύτως».  Δεύτερον, και σημαντικότερο: ότι θα νιώθουμε αδιάκοπα πόσο μικροί και λίγοι είμαστε -  ότι «δεν έχουμε πατήσει καν το πόδι μας στον δρόμο της πραγματικής χριστιανικής ζωής»!  Μπροστά στην Παναγία, τους αγίους, το μόνο που θα μας έρχεται να κάνουμε είναι να κτυπάμε το στήθος μας, λέγοντας και επαναλαμβάνοντας: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Δεν οδηγούμαστε έτσι στη βάση όλων των αρετών, εκεί που δρα ο Θεός:  την αγία ταπείνωση; Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος το λέει «ωμά»:  

«Ας μη παύσουμε ποτέ να συζητούμε για τους προ ημών Πατέρες και φωστήρες, συγκρίνοντας τους εαυτούς μας μαζί τους. Τότε θα διαπιστώσουμε ότι δεν πατήσαμε καν το πόδι μας στον δρόμο της πραγματικής μοναχικής (γράφε: χριστιανικής) ζωής» (Κλίμαξ, λόγ. κβ΄ 21).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ

«Ο άγιος Λουκάς, ο μέγας Ευαγγελιστής, ήταν από τη Μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, ιατρός στο επάγγελμα και πολύ καλός γνώστης της ζωγραφικής επιστήμης. Ζούσε και εξασκούσε την ιατρική στις Θήβες της Βοιωτίας, επί της βασιλείας του Τίτου Κλαυδίου, οπότε  άκουσε τον απόστολο Παύλο να κηρύσσει και πίστεψε στον Ιησού Χριστό, φεύγοντας από την πλάνη των ειδώλων. Σταμάτησε τότε τη θεραπεία των σωμάτων, για να επιδοθεί στη θεραπεία των ψυχών. Συνέγραψε το Ευαγγέλιό του προς χάριν ενός Θεοφίλου ηγεμόνα, όπως το έμαθε από το δάσκαλό του απόστολο Παύλο. Έπειτα έγραψε και δεύτερο βιβλίο, τις Πράξεις των Αποστόλων, που το απηύθυνε και αυτό στον ίδιο Θεόφιλο. Όταν εγκατέλειψε τον Παύλο, γύρισε και δίδαξε σε όλη την Ελλάδα, οπότε, όπως λένε, σε ηλικία ογδόντα ετών, γύρισε στις Θήβες και αναπαύτηκε εν ειρήνη. Στον τόπο που αναπαύτηκε το σώμα του, ο Θεός θέλησε να δοξάσει τον δικό Του υπηρέτη και εργάτη, γι’ αυτό και «έβρεξε» πάνω στο μνήμα του, ιαματικά κολλύρια, σαν σύμβολο της επιστήμης του. Γι’  αυτόν τον λόγο ο τάφος του έγινε σε όλους ακόμη πιο γνωστός. Ο δε Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέσω του Αρτεμίου του μεγάλου δούκα της Αιγύπτου και μετέπειτα μάρτυρα, μετακομίζει από τις Θήβες το λείψανό του και το καταθέτει στον ναό των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την αγία Τράπεζα, μαζί με τα λείψανα των αγίων αποστόλων Ανδρέου και Τιμοθέου. Λένε ότι ο άγιος Λουκάς πρώτος ζωγράφισε με την τέχνη του κηρού την εικόνα της Αγίας Θεοτόκου, που έφερε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, όπως και δύο άλλες, κι ότι τις έφερε στη Μητέρα του Κυρίου, αν της αρέσουν. Και λένε ότι αυτή τις αποδέχτηκε και είπε το «Η χάρις του Υιού μου ας είναι μέσω εμού μαζί τους». Παρομοίως ζωγράφισε τις άγιες εικόνες και των αγίων αποστόλων και των κορυφαίων. Και από εκείνον λέγεται ότι ξεκίνησε σε όλη την οικουμένη αυτό το καλό και ευσεβές και τόσο τιμημένο έργο της εικονογραφίας».

(Σημείωση: υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ιστορικών αν ο άγιος Λουκάς γνώρισε τον Κύριο Ιησού Χριστό στην εν σαρκί επιδημία Του στον κόσμο ή όχι. ´Αλλοι υποστηρίζουν ότι ο Λουκάς Τον γνώρισε, Τον υπηρέτησε, Τον είδε αναστημένο στο χωριό Εμμαούς, Τον είδε στην Ανάληψή Του, μετέσχε στο ´Αγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, και άλλοι δέχονται ότι γνώρισε τον Κύριο αφότου πίστεψε στο κήρυγμα του αποστόλου Παύλου αργότερα. Η διαφωνία αυτή καταγράφεται και στο παρόν κείμενο: το μεν συναξάρι ακολουθεί τους δεύτερους ιστορικούς (γνώρισε τον Κύριο από τον απόστολο Παύλο), η δε υμνολογία τους πρώτους. Εμείς ακολουθούμε τα πράγματα ως έχουν στο Μηναίο της Εκκλησίας, δηλαδή με την υπάρχουσα διαφωνία μεταξύ συναξαρίου και ύμνων).

Είναι φυσικό και ευνόητο ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επικεντρώνουν την προσοχή μας σ’ εκείνο το έργο του αγίου αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά, που έμεινε και μένει στους αιώνες. Δηλαδή αφενός στο άγιο ευαγγέλιό του και αφετέρου στις Πράξεις των Αποστόλων. Και τούτο διότι διέσωσε και αυτός, μαζί με τους άλλους τρεις ευαγγελιστές,  τη ζωή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κατεξοχήν το Πάθος και την Ανάστασή Του, μετά μάλιστα από έρευνα και διασταύρωση στοιχείων, όπως και τις Πράξεις των Αποστόλων, κυρίως δε του πρώτου και μεγάλου Διδασκάλου του, αποστόλου Παύλου. Ήταν τέτοια η σύνδεσή του με τον απόστολο Παύλο – «οπαδός γενόμενος του σκεύους της εκλογής Παύλου, αλλά και μιμητής» και «συνέκδημος»  σημειώνει ο υμνογράφος - ώστε το ευαγγέλιό του θεωρείται η διδασκαλία του αποστόλου περί του Ιησού Χριστού, κάτι που θέλει να το τονίσει ο υμνογράφος, όπως και ο συναξαριστής, με την υπερβολή ότι «υπαγόρευσε σ’ αυτόν το ευαγγέλιο ο απόστολος Παύλος».

Η υπερβολή φαίνεται από το γεγονός ότι αδιάκοπα ο εκκλησιαστικός ποιητής διατρανώνει την πεποίθησή του ότι ο Κύριος και το Άγιο Πνεύμα καταύγασε τη διάνοιά του, για να γράψει τα θεόπνευστα κείμενά του, οπότε το στόμα του έγινε ένας κρατήρας της θεϊκής σοφίας: «Της ανωτάτω σοφίας το στόμα σου κρατήρα θείον σοφέ, πάντες επιστάμενοι».  «Μυσταγωγών σε Χριστός τα ουράνια και θεοπνεύστους γραφάς αμέσως διανοίγων σοι Απόστολε Λουκά». (Ο Χριστός σε μυούσε στα ουράνια μυστήρια και σου διάνοιγε τις θεόπνευστες γραφές, απόστολε Λουκά). «Η χάρις ευρούσα του Παρακλήτου σε σκήνωμα, εξεχύθη πλουσίως σοις χείλεσι» (Η χάρη του Παρακλήτου Πνεύματος αφού σε βρήκε σκήνωμά της, ξεχύθηκε πλούσια στα χείλη σου). Από την άποψη αυτή δεν διστάζει ο υμνογράφος να τον χαρακτηρίσει ως νέο Μωϋσή, που όπως εκείνος ανέβηκε στο όρος Χωρήβ για να πάρει τις θεόπνευστες πλάκες, έτσι κι αυτός «εις όρος των αρετών αναβάς τω ποθουμένω ωμίλει∙ και ως Μωυσής θεογράφους τας πλάκας εγγεγραμμένας δακτύλω του Πνεύματος εδέξω Μακάριε διττάς». Θεόπνευστα λοιπόν τα κείμενα του αγίου Λουκά, γραμμένα δηλαδή από τον δάκτυλο του ίδιου του Θεού.

Γι’  αυτόν τον λόγο βεβαίως οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν να τονίζουν την ανάγκη μελέτης των κειμένων αυτών,  προκειμένου ο άνθρωπος να φωτιστεί και να πάρει τη χάρη του Θεού. «Θεογράφους ως πλάκας δεδεγμένοι τας σας βίβλους, πιστώς κατατρυφώμεν του φωτισμού της χάριτος, πανόλβιε». Χρειάζεται να επιμείνουμε στον παραπάνω ύμνο: η μελέτη των βιβλίων του αγίου Λουκά, σαν να είναι θεόγραφες πλάκες, αποτελεί κατατρύφηση του ανθρώπου. Δηλαδή, αποτελεί απόλαυσή του και μάλιστα μεγάλη. Όπως συμβαίνει σ’ έναν γαστρίμαργο και λαίμαργο άνθρωπο, να απολαμβάνει ένα πλουσιότατο γεύμα, το ίδιο και περισσότερο σ’ εκείνον που θα εγκύψει στον άγιο Λουκά: απολαμβάνει τη μελέτη, γιατί ακριβώς έρχεται σε επαφή με το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, με τις θεόγραφες πλάκες. Σημειώνει και κάτι ακόμη ο υμνογράφος. Η μελέτη αυτή γίνεται «πιστώς». Δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει τον λόγο του Θεού χωρίς να έχει πίστη σ’  Εκείνον. Χωρίς πίστη η χάρη των λόγων του γίνεται φωτιά που τον κατακαίει, γιατί βρίσκεται στο σκοτάδι της απιστίας, και οσμή θανάτου, γιατί δεν αγάπησε τη ζωή του Θεού: «βολίς φλέγουσα τοις το σκότος ποθήσασι» και  «οσμή θανάτου τοις μη ζωήν αγαπήσασι». Ενώ από την άλλη, όταν η μελέτη γίνεται με πίστη, ο άνθρωπος φωτίζεται και οσμίζεται τη ζωή του Θεού: «γλώσσα πυρός εδείχθης λόγους εκπέμπων φωτός, τοις φωτός αξίοις τω κηρύγματι…και οσμή ζωής τοις ζωήν όντως θέλουσιν, ως Παύλος έφησεν».

Το συμπέρασμα είναι προφανές: για την Εκκλησία μας θεωρείται δεδομένη η μελέτη των θεοπνεύστων κειμένων του ευαγγελιστή Λουκά, για να είναι κάποιος Χριστιανός. Και μάλιστα κείμενα ενός ευαγγελιστή, που θεωρείται τελικώς ισοστάσιος των αποστόλων, αφού και εκείνος είδε τον Κύριο, στην πορεία προς Εμμαούς, παρακάθησε σε δείπνο μαζί Του και κοινώνησε από Εκείνον, πάλι στο χωριό Εμμαούς,  δέχτηκε τη φλόγα του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής. «Των αποστόλων και συ ίσος γέγονας, υπηρέτης τε της του Λόγου σαρκώσεως, ον μετά την Ανάστασιν, εις Εμμαούς έβλεψας, και καιομένη καρδία μετά Κλεόπα συνέφαγες». Είθε να γεμίσει και τις δικές μας ψυχές ο άγιος Λουκάς από τη δική του θέρμη της αγάπης προς τον Χριστό. «Αυτού θείας θέρμης και ημών των σε τιμώντων τας ψυχάς πλήρωσον».