14 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΤ’ ΑΥΤΙΑ, Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ!

«Το παιδί θέλει κοντά του ανθρώπους θερμής προσευχής. Όχι ν’ αρκείται η μητέρα στο αισθητό χάδι για το παιδί της, αλλά να προσφέρει συγχρόνως και το χάδι της προσευχής. Το παιδί αισθάνεται στο βάθος της ψυχής του το πνευματικό χάδι, που μυστικά στέλνει η μητέρα του, και έλκεται προς αυτήν. Νιώθει ασφάλεια, σιγουριά, όταν η μητέρα με τη συνεχή, την επίμονη και θερμή προσευχή της αγκαλιάζει το παιδί της μυστικά και το ελευθερώνει απ’ ό,τι το σφίγγει. Οι μητέρες ξέρουν να αγχώνονται, να συμβουλεύουν, να λένε πολλά, αλλά δεν έμαθαν να προσεύχονται. Οι πολλές συμβουλές και υποδείξεις κάνουν πολύ κακό. Όχι πολλά λόγια στα παιδιά. Τα λόγια χτυπάνε στ’ αυτιά, ενώ η προσευχή πηγαίνει στην καρδιά. Προσευχή χρειάζεται, με πίστη δίχως άγχος, αλλά και καλό παράδειγμα» (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης).

Δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής ο μέγας όσιος της εποχής μας, Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης, στο θέμα της αγωγής των παιδιών από τους γονείς τους και μάλιστα από τη μητέρα τους. Χωρίς να αμφισβητεί την αγάπη κυρίως της μάνας προς το παιδί της, τις περισσότερες φορές επισημαίνει ότι η αγάπη της αυτή είναι αδιάκριτη που καταλήγει συχνά να γίνεται σχεδόν και καταστροφική για το παιδί! Ποια στοιχεία θεωρούνται αδιάκριτη αγάπη, κατά τον άγιο; Το αισθητό χάδι καθ’ υπερβολήν – πόσες μανάδες πράγματι δεν «παθιάζονται» με τα παιδιά τους και τα «λούζουν» κυριολεκτικά με τα φιλιά και τα χάδια τους; - και το άγχος τους για την υγεία και την πορεία των παιδιών τους  που εκφράζεται με την υπερβολή των συμβουλών και των συνεχών υποδείξεων προς αυτά! Και δεν καταλαβαίνουν δυστυχώς, λέει ο άγιος,  ότι αυτά τους κάνουν πολύ κακό. «Τα πολλά λόγια χτυπάνε στ’ αυτιά», αποκαλύπτει, που σημαίνει ότι προκαλούν μόνον έναν εξωτερικό θόρυβο που κάνει το παιδί να θέλει όσο πιο γρήγορα να απαλλαγεί από αυτόν – σαν τον άνθρωπο που τα υψηλά decibels του τρυπούν το μυαλό!

Τι προτείνει ο διορατικός και προορατικός αλλά και μέγας παιδαγωγός άγιος; Το παιδί να μεγαλώνει με τους γονείς του μέσα σε κλίμα ελευθερίας, την οποία ο Θεός «χάραξε μέσα στην ύπαρξή μας»! Ο άγιος Πορφύριος είναι εκείνος ο άνθρωπος του Θεού που εξαιρέτως τονίζει πόση ανάγκη έχει ο άνθρωπος την ελευθερία προκειμένου να αναπτυχθεί σωστά. Κι η ελευθερία προϋποθέτει την αληθινή αγάπη και τον σεβασμό προς την προσωπικότητα του άλλου και πρώτα του παιδιού. Να αγαπάμε τα παιδιά μας, συμβουλεύει ο όσιος, αλλά διακριτικά και με τον τρόπο του Θεού: κυρίως σκεπάζοντάς τα με τη θερμή προσευχή μας και προβάλλοντας ενώπιόν τους το γνήσιο παράδειγμα της χριστιανικής βιοτής μας. Η προσευχή αυτή μάλιστα, όπως λέει, λειτουργεί ως χάδι στην ψυχή του παιδιού και το οδηγεί σε απαλλαγή από τους φόβους και τις ανασφάλειές του. Κι όχι μόνον αυτό: δημιουργεί μία μυστική οδό που ελκύει το παιδί προς τη μάνα κι ασφαλώς και προς τον πατέρα του.

Όλοι οι γονείς θέλουν το καλό του παιδιού τους – οι περισσότεροι είναι έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτό! Με πόσο λάθος τρόπο όμως εκφράζουν, όπως είπαμε, την αγάπη τους προς το παιδί τους. Κι ίσως θα πρέπει να κάνουμε εδώ μία «σκληρή» παρατήρηση: ότι η αγάπη τους αυτή πολλές φορές, κυρίως κινούμενη σε συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο, αποτελεί έκφραση ενός αρρωστημένου δικού τους  εγωισμού – δικά του ψυχικά κενά καλύπτει συχνά ο γονιός με τη λάθος αγάπη του!  Όπως κι αν έχει όμως το πράγμα, ο άγιος Πορφύριος μάς βοηθάει με τον πιο δραστικό τρόπο: να αγαπάμε σωστά τα παιδιά μας. Και τα αγαπάμε και τα διαπαιδαγωγούμε σωστά, όταν αγωνιζόμαστε οι γονείς και ευρύτερα οι μεγάλοι, να ζούμε με αγιότητα βίου, κατά το θέλημα του Θεού. Τότε οι πρώτοι που θα απολαύσουμε τον καρπό μίας σωστής ανατροφής των παιδιών μας θα είμαστε εμείς οι ίδιοι!

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΑΒΒΑΔΕΣ ΟΙ ΕΝ ΣΙΝΑ ΟΡΕΙ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΕΣ

«Οι άγιοι αυτοί, ποθώντας τον ασκητικό βίο, εγκατέλειψαν όλα τα του κόσμου και κατοικούσαν στην έρημο. Μαζί τους ήταν και ο μακάριος Νείλος, που είχε υπάρξει έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός που συνέθεσε με δύναμη λόγου και με τη χάρη του αγίου Πνεύματος άριστα συγγράμματα που καθοδηγούν στην εν Χριστώ άσκηση και που περιέγραψε τον τρόπο ζωής, αλλά και την αιχμαλωσία και τον φόνο των οσίων πατέρων αυτών. Διότι αυτοί φονεύτηκαν από τους βαρβάρους, που λέγονταν «Βλέμμυες» και που εκτείνονταν από την Αραβία έως την Αίγυπτο και κατά την έρημο της ερυθράς θάλασσας.

Πριν από πολλά χρόνια, επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και του Πέτρου αρχιεπισκόπου Αλεξανδείας, φονεύτηκαν και άλλοι μοναχοί που ησύχαζαν και αυτοί στο όρος Σινά. Βγήκαν δηλαδή οι Σαρακηνοί που κατοικούσαν στο όρος Σινά, όταν πέθανε ο αρχηγός της φυλής τους, και σκότωσαν πολλούς από τους ασκητές. Οι υπόλοιποι ασκητές κατέφυγαν στο οχύρωμα. Τη νύκτα φάνηκε στους Σαρακηνούς φλόγα πυρός, που κατέκαιε όλο το Όρος, η δε φλόγα ανερχόταν μέχρι τον ουρανό. Το είδαν οι Σαρακηνοί και φοβήθηκαν, ρίξανε τα όπλα τους και έφυγαν.

Αυτοί που σφαγιάστηκαν πρώτα ήταν  τριάντα οκτώ, έχοντας διάφορες πληγές στα σώματά τους. Από αυτούς βρέθηκαν δύο ζωντανοί, ο Σάββας και ο Ησαΐας. Αυτοί που φονεύτηκαν, άλλοι μεν είχαν τελείως κομμένα τα κεφάλια τους, ενώ από άλλους το δέρμα κρατούσε από το ένα μέρος, κι άλλοι ήταν κομμένοι στα δύο. Αυτούς τους έθαψαν οι δύο μοναχοί, οι οποίοι και μας διηγήθηκαν τα σχετικά με αυτούς».

Οι άγιοι αββάδες που εορτάζουμε σήμερα, είναι διπλά στεφανωμένοι από τον Θεό: και για τους ασκητικούς ιδρώτες τους ως μοναχοί και για τους αθλητικούς αγώνες τους ως μάρτυρες. «Περάσατε στους αθλητικούς αγώνες από τους ασκητικούς ιδρώτες. Κι αφού κατακοσμηθήκατε  από διπλά στεφάνια, εκτενώς ικετεύσατε τον Σωτήρα να σωθούμε εμείς». Η υμνολογία μας βεβαίως πάντοτε τονίζει, όταν πρόκειται για ανάλογες περιπτώσεις οσιομαρτύρων, ότι η σχέση της ασκητικής διαγωγής και του μαρτυρίου είναι σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Το μαρτύριο δηλαδή του αίματος αποτελεί συχνά τη συνεπή κατάληξη του μαρτυρίου της συνειδήσεως, το οποίο βιώνει με την άσκησή του κατεξοχήν ένας μοναχός. Κι αυτό επισημαίνει και ο άγιος Ιωσήφ, ο υμνογράφος του κανόνα των αγίων αββάδων. «Όσιοι Πατέρες μελετήσατε μέρα και νύκτα τον νόμο του Κυρίου και γι’ αυτό αξιωθήκατε να γίνεται ένα με τον Κύριο, το ξύλο της ζωής. Και ο καρπός σας άνθησε τα στεφάνια της αθλήσεως».

Ο συσχετισμός που κάνει ο άγιος υμνογράφος μεταξύ των ασκητικών δακρύων των αγίων αββάδων και της ρύσεως των μαρτυρικών τους αιμάτων συνεχίζεται. Βλέπει τους αγίους ασκητές ως προέκταση των Ισραηλιτών, οι οποίοι μπόρεσαν με την καθοδήγηση του Μωυσή να ξεφύγουν από την τυραννία του Φαραώ στην Αίγυπτο και να καταποντίσουν τα στρατεύματά του στην ερυθρά θάλασσα. Η θάλασσα γι’ αυτούς εν προκειμένω ήταν τα δάκρυά τους, μέσα στα οποία έπνιξαν τον νοητό Φαραώ, τον διάβολο, οπότε έπειτα με τη ρύση των αιμάτων τους διά του μαρτυρίου οριστικά τον κατέστρεψαν και τον οδήγησαν στην αφάνεια. Κι είναι γεγονός ότι ο άγιος Ιωσήφ τονίζει μία πραγματικότητα ευρύτερου κύρους: δεν είναι δυνατόν ο διάβολος, ο εχθρός της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους να ηττηθεί από τον πιστό, αν αυτός δεν πορευτεί, είτε είναι μοναχός είτε είναι εν τω κόσμω, εν μετανοία, δηλαδή με συναίσθηση των αμαρτιών του και με δάκρυα που ξεπλένουν αυτές. Όταν ο ίδιος ο Κύριος μεταξύ των άλλων μακάρισε αυτούς που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για τις αμαρτίες του κόσμου, δεν υπάρχει περίπτωση κανείς να υποβαθμίσει την αλήθεια αυτή. «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» είπε στην επί του Όρους ομιλία Του.

Ο μακαρισμός αυτών που πενθούν, στην πραγματικότητα είναι μακαρισμός, κατά τον άγιο Ιωσήφ, εκείνων που με τη χάρη του Θεού είδαν το βάθος της πραγματικότητας: ότι την απόλυτη προτεραιότητα έχουν τα αιώνια και τα μένοντα και όχι τα ευτελή των γήινων, άστατων και ρευστών πραγμάτων του κόσμου τούτου. Μόνον εκείνος, με άλλα λόγια, που προσανατόλισε την ύπαρξή του προς τον αιώνιο Θεό μπορεί και να υπερβαίνει ό,τι συνιστά γοητεία του παρόντος κόσμου, του απατεώνος, και να κλαίει για τις αμαρτίες του. Ο απόστολος Παύλος το εξέφρασε με σαφήνεια: «Ο σκοπός μας δεν είναι αυτά που βλέπουμε στον παρόντα κόσμο, αλλά τα μη βλεπόμενα του ουρανού. Διότι τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, τα μη βλεπόμενα αιώνια». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο άγιος υμνογράφος, αναφερόμενος στους σημερινούς αγίους: «Αποσκοπώντας – γράφει – στην αιωνιότητα αυτών που παραμένουν, σοφοί, αποκρούσατε το ευτελές και χαμερπές των άστατων και ρευστών γήινων πραγμάτων. Γι’ αυτό μακαρίζεσθε, οσιομάρτυρες».

Το κατά Θεόν αυτό πένθος τους λόγω της μετάθεσης της ύπαρξής τους στα αιώνια έκανε τους οσιομάρτυρες αββάδες να ζουν ως μοναχοί με συντετριμμένη τη διάνοια. Κι η συντριβή τους αυτή ήταν εκείνη που φανέρωνε την ταπείνωσή τους και συνεπώς την αληθινή λατρεία τους προς τον Θεό: «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Και τη συντριβή αυτή αξιοποιεί ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, προκειμένου να περιγράψει διαμιάς την όλη ζωή των αγίων: «Αφού λατρέψατε τον Θεό με τη συντετριμμένη διάνοιά σας, συντρίψατε την υπερηφάνεια του εχθρού, μακάριοι, συντριβόμενοι στη συνέχεια ως προς τα σώματά σας και θανατούμενοι από το ξίφος του. Οι άγιοι αββάδες έτσι αναδείχτηκαν κυριολεκτικά Παράδεισος, δίνοντας έμπρακτη απάντηση σε όλους αυτούς που ψάχνουν παράλογα για τους επίγειους Παραδείσους. Και τι λένε; Παράδεισος είναι η σχέση με τον Χριστό. Αυτός είναι ο αληθινός Παράδεισος και γίνεται εξίσου Παράδεισος και όποιος σχετίζεται μαζί Του. «Φανήκατε Παράδεισος τρυφής, που έχει στο μέσον το ξύλο της ζωής, τον Κύριο, ο Οποίος δέχτηκε σαν θυσία το αίμα σας».

13 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗ... ΣΥΝΗΘΕΙΑ!

«Μη συνηθίζεις να ηττάσαι στον πνευματικό πόλεμο, γιατί η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο» (όσιος Εφραίμ ο Σύρος).

Μία βαθειά ψυχολογική αλλά και πνευματική παρατήρηση κάνει με τη φράση του ο μέγας όσιος Πατήρ Εφραίμ ο Σύρος. Μία παρατήρηση που την αλήθεια της τη διαπιστώνουμε όλοι στην καθημερινότητά μας: ποιος αμφιβάλλει για τη δύναμη της συνήθειας; Ό,τι κάναμε μία φορά και το επαναλάβαμε έπειτα, είναι δύσκολο να το σταματήσουμε. Τόσο που η επανάληψή του που μας έγινε συνήθεια καταστάθηκε τελικώς δεύτερη φύση μας – η προσπάθεια να σταματήσουμε μία συνήθειά μας βιώνεται συχνά ως... ξεριζωμός! Κι εδώ αναδεικνύεται η σημασία της συνήθειας στον πνευματικό πόλεμο, τον αγώνα δηλαδή του πιστού ανθρώπου να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού και όχι κατά το δικό του αμαρτωλό θέλημα: αν ο πιστός είναι χαλαρωμένος πνευματικά και ηττάται διαρκώς ή πολύ συχνά στη χριστιανική του πορεία – δεν μιλάμε για μία ήττα περιστασιακή που υφίσταται σε όλους και έχει γρήγορη μετάνοια -, τότε δυστυχώς η συνήθεια της ήττας του τον κάνει να βρίσκεται σχεδόν μόνιμα σε αντίθεση προς τον Θεό, που θα πει ότι τα πάθη και οι αδυναμίες του τον έχουν υποδουλώσει, όπως το δηλώνει και ο λόγος του αποστόλου: «σε ό,τι κανείς έχει ηττηθεί, σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί». Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με το ξερίζωμα ενός φυτού: όσο είναι μικρό εύκολα ξεριζώνεται, όσο βγάζει ρίζες βαθειές και μεγαλώνει, τα πράγματα δυσκολεύουν μέχρι πλήρους αδυναμίας. Οπότε καταλαβαίνει κανείς την αξία του λόγου του οσίου Εφραίμ: μη συνηθίζεις την πτώση στην αμαρτία σου, γιατί όταν θελήσεις να την ξεπεράσεις θα δυσκολευτείς απεριόριστα – είναι σαν να πολεμάς πια τον βαθύτερο εαυτό σου!

Από την άλλη όμως υπάρχει το θετικό στοιχείο: όταν κανείς επιμένει στο θέλημα του Θεού, έστω και διά της βίας, τότε η συνήθεια της επιμονής και της υπομονής του αυτής τον κάνει να νικά τον εαυτό του, οπότε η πνευματική του ζωή γίνεται διαρκώς και ευκολότερη. Μπορεί ο πονηρός διάβολος, κατά θεία παραχώρηση, να πολεμά περισσότερο έναν τέτοιο χριστιανό, όμως και η χάρη του Θεού τον ενισχύει αντιστοίχως, συνεπικουρούμενη από την αυτοκυριαρχία πια του χριστιανού – η συνήθεια της θετικής προς τον Θεό πορείας του καθιστά τη χριστιανοσύνη του πορεία από δόξης εις δόξαν, μία άνοδο δηλαδή χωρίς σταματημό.

Κι ένα στοιχείο που συντελεί στην αδιάκοπη καλή συνήθεια του «γενηθήτω το θέλημά Σου» και όχι στην επιπόλαιη χαλαρή αντιμετώπιση της πνευματικής ζωής είναι η υπενθύμιση ότι στην πνευματική αυτή ζωή διαλείμματα και στάσεις δεν υπάρχουν – ή προχωρεί κανείς μαζί με τον Χριστό ή Τον εγκαταλείπει και αρχινά την κατακρύλα ως δέσμιος του πονηρού. Ο λόγος του Ίδιου ακούγεται με τον πιο ηχηρό τρόπο και επιβεβαιώνεται καθημερινά από κάθε πιστό: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου και όποιος δεν μαζεύει μαζί Μου σκορπίζει».

 Και το παρήγορο βεβαίως στοιχείο: ακόμη και στη μεγαλύτερη κακή συνήθεια υπάρχει ελπίδα, όταν ο άνθρωπος μετανοήσει με την καρδιά του. Τότε αν ζητήσει τη βοήθεια του Θεού με πόνο και πόθο, τότε η δύναμη Εκείνου θα επιτελέσει το ακατόρθωτο: ο άνθρωπος θα απεμπλακεί από το κακό στρεφόμενος προς το Αγαθό. Διότι «τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΡΜΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι Έρμυλος και Στρατόνικος έζησαν επί Λικινίου του βασιλέως. Ήταν δε ο άγιος Έρμυλος κατά την Εκκλησιαστική τάξη Διάκονος. Όταν παραστάθηκε μπροστά στον βασιλιά και ομολόγησε το όνομα του Χριστού, πρώτον μεν κτυπήθηκε στους σιαγόνες με κάποια χάλκινα όργανα, έπειτα καταξύσθηκε από πλήθος πληγών, ενώ προσκαλούσε και τον Στρατόνικο, που ήταν φίλος του, να ομολογήσει την πίστη του. Αυτός όταν στράφηκε και είδε τον άγιο Έρμυλο να κτυπιέται στους σιαγόνες και με ράβδους από ξίφη να του ανοίγουν την κοιλιά και την καρδιά, δάκρυσε. Επειδή αμέσως έγινε φανερός ότι συνέπασχε με τον άγιο Έρμυλο με την προαίρεσή του, ομολόγησε ότι και ο ίδιος είναι Χριστιανός. Οπότε κτυπήθηκε κι αυτός και ρίχτηκε μαζί με τον άγιο Έρμυλο στον ποταμό Ίστρο, όπου δέχτηκαν και οι δύο το μακάριο τέλος. Τελείται δε η σύναξή τους στον ευκτήριο οίκο του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που βρίσκεται στην Οξεία».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος εμμένει στον τρόπο του μαρτυρικού τέλους των αγίων, τον πνιγμό τους στον ποταμό Ίστρο, τον Δούναβη. Θεωρεί ότι ο πνιγμός τους αυτός υπήρξε και το ισχυρότερο όπλο τους, προκειμένου να πνίξουν και οι ίδιοι με τη χάρη του Θεού τον διάβολο, εισερχόμενοι έτσι θριαμβευτικά στη Βασιλεία των Ουρανών. «Στα νερά και οι δύο μαζί δεχτήκατε, σοφοί, το μακάριο τέλος και βυθίσατε σ’ αυτά τον Βελίαρ, τον διάβολο, με τη χάρη του Θεού μας, μακάριοι. Γι’ αυτό και αφού λάβατε ως νικηφόροι το στεφάνι του μαρτυρίου, χαίρεστε μαζί με τις χορείες των αγγέλων». Η νίκη τους αυτή απέναντι στον διάβολο μέσω του βυθισμού τους στα νερά παραπέμπει, κατά τον υμνογράφο, στον ίδιο τον Κύριο: και Εκείνος στα ρείθρα του Ιορδάνη ποταμού βύθισε την αμαρτία και την ασέβεια ημών των ανθρώπων, οπότε κατά αντίστοιχο τρόπο και οι άγιοι με το μαρτύριό τους αποξήραναν τους ποταμούς της αθεΐας.

Ο βυθισμός τους στα νερά του ποταμού οδηγεί τον άγιο υμνογράφο να τους δει «αφαιρετικά» με τα μάτια της πίστεως: πριν να ριχτούν οι άγιοι στο ποτάμι, είχαν ήδη «βυθιστεί» οι ίδιοι, είχαν γεμίσει από τα ζωοποιά νάματα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος. Βυθισμένοι λοιπόν στα νερά της χάρης του Θεού, ρίχτηκαν στα ρείθρα του ποταμού. Με αποτέλεσμα: αφενός, όπως είπαμε, να πνίξουν τον διάβολο, τον προστάτη της κακίας, αφετέρου οι ίδιοι να γίνουν ένα νέο ποτάμι, που προσφέρει ως κρουνός τα ιάματα της χάρης του Θεού. «Ναμάτων ζωοποιών πληρωθέντες, ποταμίοις απερρίφητε ρείθροις∙ και εν αυτοίς δεδεγμένοι το τέλος, τον της κακίας προστάτην επνίξατε, πανεύφημοι∙ και νυν ημίν ιαμάτων κρουνούς αναβλύζετε». Θυμάται όμως ο άγιος Ιωσήφ και από την Παλαιά Διαθήκη τον προφήτη που ρίχτηκε στη θάλασσα και τον κατάπιε το θαλάσσιο κήτος, τον προφήτη Ιωνά. Στα νερά ο προφήτης, στα νερά και οι σημερινοί άγιοι. Και ποια η εν προκειμένω σχέση; Όπως, λέει, ο Θεός διά του κήτους έσωσε τον προφήτη, έτσι και τώρα έσωσε τους αγίους, ως προς τα αγιασμένα λείψανά τους. Θαυμάζει κανείς την άνεση με την οποία  κινείται ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στον ευρύτερο χώρο της αποκάλυψης του Θεού. Το Πνεύμα του Θεού τον εμπνέει να κάνει συσχετισμούς, που οι πολλοί αδυνατούμε να κάνουμε. «Αυτός που διέσωσε με παράδοξο τρόπο  από την κοιλιά του κήτους τον Προφήτη που κινδύνευε, ο Ίδιος διασώζει από τα ποτάμια ύδατα και τα δικά σας νικηφόρα λείψανα μετά το τέλος σας, αθλοφόροι». Κι είναι σαν να μας λέει ο άγιος υμνογράφος: όπως ο προφήτης – τύπος της Αναστάσεως του Κυρίου -  μετά τη διάσωσή του κήρυξε τη μετάνοια στους Νινευίτες, έτσι και οι άγιοι κηρύσσουν τη μετάνοια και σε εμάς, μέσα όμως από τα αγιασμένα λείψανά τους. Διότι τα λείψανα των αγίων, μεταφέροντας τη χάρη του Θεού που έχουν, τι άλλο συνιστούν,  παρά μία διαρκή υπόμνηση αφενός της υπέρβασης του θανάτου, αφετέρου της μετάνοιας προς σωτηρία των ανθρώπων;

Πέραν και άλλων εποικοδομητικών διαστάσεων που επισημαίνει από τη ζωή των αγίων ο άγιος υμνογράφος, μας θυμίζει και το εξής: οι άγιοι χριστομάρτυρες Έρμυλος και Στρατόνικος, με την όλη κατά Χριστό πορεία τους κατεδάφισαν τα ινδάλματα της πλάνης, την ειδωλολατρία. Η κατεδάφιση όμως αυτή έγινε με θετικό τρόπο, δηλαδή με τη φανέρωση μέσω της ίδιας τους της ύπαρξης της αλήθειας του Θεού, της γνώσης του αληθινού Θεού, συνεπώς γενόμενοι οι ίδιοι ναοί του ζωντανού Θεού. Κι είναι το σημαντικότερο τούτο  που μας φανερώνουν οι άγιοι: όταν ζούμε με τον τρόπο που θέλει ο Θεός, όταν γινόμαστε φανέρωση του αγίου θελήματός Του, τότε εξαφανίζεται το όποιο σκοτάδι της πλάνης και κτίζονται στον κόσμο οι αληθινοί ναοί, οι ίδιες οι υπάρξεις των χριστιανών. «Κατεδαφίσατε τα ινδάλματα της πλάνης, απλανείς χριστομάρτυρες. Κι αναστήσατε τους εαυτούς σας σαν σεπτούς ναούς και στήλες της θεογνωσίας».

12 Ιανουαρίου 2022

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ: «ΤΣΑΛΑΚΩΜΑ» ΕΑΥΤΟΥ!

 Εκείνος που σπουδάζει σε οποιαδήποτε σχολή Θεάτρου μαθαίνει από τα πρώτα μαθήματα ότι πρέπει να είναι σε ετοιμότητα να «τσαλακώσει», όπως λέγεται, την εικόνα του εαυτού του. Γιατί έτσι μπορεί να αποδώσει καλύτερα τον όποιο ρόλο τού ζητηθεί – να μπει στο «πετσί» του ρόλου. Το μάθημα αυτό του «τσαλακώματος» πρέπει να το μάθουμε κυρίως οι χριστιανοί: να «τσαλακώνουμε» την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, η οποία τις περισσότερες φορές, μάλλον πάντοτε, είναι μία ιδεατή εικόνα, πλάσμα της φαντασίας και του εγωισμού μας, ένα τελικώς είδωλο, που θα πει ο ωραιοποιημένος ψεύτικος εαυτός μας. Κι αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζει. Γιατί την ώρα που θα προβούμε στο «τσαλάκωμα» αυτό, εκείνη την ώρα σπάζουμε το κέλυφος του εγωισμού μας, γκρεμίζουμε το είδωλο, προκειμένου να αναδυθεί ο αληθινός εαυτός μας, η χαρισματική εικόνα του Θεού που λάβαμε με καθαρότητα κατά την ώρα του βαπτίσματός μας. Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο την ώρα για παράδειγμα που σπεύδουμε να ζητήσουμε συγγνώμη από κάποιον που πιθανόν αδικήσαμε, ή και την ώρα που εν ταπεινώσει εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον του πνευματικού μας. Τσαλακωνόμαστε, ναι!, αλλά τότε ξαναγεννιόμαστε· τότε βρίσκουμε τον γνήσιο και αληθινό εαυτό μας, βρίσκοντας ταυτόχρονα και τον Θεό μας!

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΤΑΤΙΑΝΗ

«Η αγία Τατιανή ήταν από την πρεσβυτέρα Ρώμη επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου (3ος αι.), από πατέρα που υπήρξε ύπατος Ρώμης τρεις φορές, ενώ κατά την τάξη της Εκκλησίας είχε το αξίωμα της Διακόνισσας. Επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά, κι όταν εισήλθε μαζί του στον ναό των ειδώλων, τράνταξε με την προσευχή της τα είδωλα που υπήρχαν εκεί και τα έριξε στη γη. Γι’  αυτό τον λόγο και την κτύπησαν στο πρόσωπο και ξύρισαν την κεφαλή της. Μετά δε την έριξαν στη φωτιά και στα θηρία, από τα οποία εξήλθε αβλαβής, οπότε τέλος δόθηκε η εντολή και της έκοψαν την κεφαλή».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου να τονίσουν την αγιότητα και το δοξασμένο εν μαρτυρίω τέλος της αγίας Τατιανής, μας προβάλλουν με εποπτικό τρόπο ό,τι συνέβη κατά την ώρα της αποτομής της τιμίας κεφαλής της: ήταν η ώρα του θριάμβου της και, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, άγγελοι όταν ανέβαινε στον ουρανό την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα, ενώ ο παντοκράτωρ Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του στεφάνωνε τη μάρτυρα, που άθλησε με τον νόμιμο τρόπο. «Μετά από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστης, σε υποβάλλει ο φοβερός δικαστής στην καταδίκη του διά ξίφους θανάτου. Την άνοδό σου στους ουρανούς τη χειροκρότησαν οι ουράνιες αγγελικές τάξεις, ενώ ο Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του σου φόρεσε στεφάνι, μάρτυς, γιατί αθλήθηκες νόμιμα». Έκτοτε η αγία, κατά τον άγιο υμνογράφο που την βλέπει με τα μάτια της πίστεως, «είναι μαζί με τους φωτεινούς μάρτυρες, πολύ πιο κοντά στον Θεό από ό,τι πριν, και βλέπει όσα βλέπουν και οι άγγελοι. Βρίσκεται ως παρθένος στον νυμφώνα του νυμφίου της Χριστού, παρακαλώντας και αυτή για εμάς που την εγκωμιάζουμε, να βρούμε τη σωτηρία μας».

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία να φθάσει σ’ αυτό το μεγάλο ύψος δόξας και τιμής; Μα τίποτε άλλο από εκείνο που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεως: ο σφοδρός έρωτάς της προς τον Κύριο, η πυρωμένη από αγάπη καρδιά της προς Αυτόν, που την έκανε να υπερβεί οποιοδήποτε φόβο των βασάνων και να θεωρήσει ως μηδέν όλα τα υπάρχοντα στη γη. «Ούτε το ξίφος ούτε η φωτιά ούτε τα κτυπήματα, ούτε οι θλίψεις, η πείνα, το κάθε είδος τιμωρίας, χαλάρωσαν τον έρωτά σου προς τον Κύριο. Με πυρωμένη μάλιστα καρδιά αναζητούσες Αυτόν, κάνοντας πέρα ως τίποτε όλα τα ορώμενα». Κι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία το μαρτύριό της και φανερώνεται ακόμη εντονότερα η αγάπη της προς τον Χριστό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η αγία ήταν μία πριγκιποπούλα, κόρη υπάτου της Ρώμης, δηλαδή ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μετά τον αυτοκράτορα εξουσία στην αυτοκρατορία, με πλούτη και τιμές και δόξες πολλές. Κι όμως, σαν τον απόστολο Παύλο, «ηγήσατο πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήση», όλα τα θεώρησε σαν σκουπίδια, για να έχει τον Χριστό. Κι είναι φυσικό ο άγιος υμνογράφος να επισημαίνει και τη διάσταση αυτή: «Δεν υπολόγισες καθόλου, μάρτυς, τον φθαρτό πλούτο, διότι αναζητούσες με προθυμία τον άφθαρτο και αιώνιο πλούτο στους ουρανούς».

Η υμνογραφία της αγίας δεν παύει βεβαίως να μας θυμίζει το αυτονόητο: ότι αν μπόρεσε η αγία να υπερβεί τη γοητεία του πλούτου, της δόξας, της σάρκας, και να φτάσει μάλιστα και στο μαρτύριο,  ήταν διότι πέραν της δικής της καλής προαίρεσης είχε συνεργούσα και την παντοδύναμη χάρη του Θεού. «Κατάσβεσες τη δυσωδία του σαρκικού φρονήματος και τη φλόγα της αμαρτίας, Αγνή, με τη δροσιά του Θείου Πνεύματος που συνεργούσε μαζί σου»∙ «Προς τις τιμωρίες, προς τα βάσανα και τις διάφορες μάστιγες, μάρτυς, προχώρησες απτόητη, γιατί είχες συνεργούσα τη χάρη του Σωτήρα Χριστού, που σε δυνάμωνε».

Η αγία λοιπόν και πριν φτάσει στο μαρτύριο, που ήταν η απογείωση της ψυχικής δύναμης και ομορφιάς της, ήταν ήδη καταστολισμένη με όλες τις αρετές («αφού καλλωπίστηκες με τις αρετές, έγινες ακόμη πιο ωραία με τις καλλονές του μαρτυρίου»), τόσο που «η ψυχή της έμοιαζε με ένα ωραίο κατάστημα, λόγω της ομορφιάς  της ευσέβειάς της». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας την είχε χαριτώσει με το αξίωμα της Διακόνισσας, του πρώτου βαθμού της ιερωσύνης δηλαδή που υπήρχε τότε στην Εκκλησία, με έργο τη βοήθεια του επισκόπου και των ιερέων στη φιλανθρωπία και τη διακονία των διαφόρων αναγκών των ανθρώπων, ακόμη δε και στο κήρυγμα. Ο ζήλος της μάλιστα για τη διακονία της και για το μαρτύριό της παρομοιάζεται με την πρώτη μάρτυρα γυναίκα και ισαπόστολο αγία Θέκλα. «Όπως πριν η Θέκλα, έτσι κι εσύ, αοίδιμε, απέκτησες τον ζήλο αυτής».

Η αγία Τατιανή μας παραδειγματίζει με την αγάπη της προς τον Χριστό και το μαρτυρικό της φρόνημα. Και μας δείχνει μεταξύ των άλλων και τον δρόμο της υπέρβασης της όποιας στον κόσμο ανομίας. Η ανομία και το πλήθος των κακών στον κόσμο υπερβαίνεται, όταν ο άνθρωπος μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, έχοντας ετοιμότητα να δώσει και τη ζωή του για την πίστη αυτού. «Τους χείμαρρους της ανομίας τους αποξήρανες, μακαρία, με τα ρείθρα των αιμάτων σου». Διότι «όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».

11 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ…

«Όποιος καθάρισε την καρδιά του από την κακότητα και τις κακές επιδράσεις όλης της υλικής κτίσεως, διακρίνει καθαρά μέσα στη δική του ψυχική ομορφιά την εικόνα της θείας φύσεως (του Θεού). Γιατί ο Θεός, όταν σε δημιουργούσε, χάραξε πάνω σου σαν σε αντίτυπο τα αγαθά της δικής Του φύσεως, σαν να αποτύπωσε πάνω στο κερί το σχήμα μιας γλυπτής παραστάσεως. Αλλά η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε για σένα άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα. Αν λοιπόν με την προσεκτική ζωή σου ξεπλύνεις πάλι την ακαθαρσία, η οποία τοποθετήθηκε σαν επίχρισμα πάνω στην καρδιά σου, θα λάμψει ξανά στη μορφή σου το θεόμορφο κάλλος» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης, λόγος στον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία…»).

Ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο πιο «εμφιλόσοφος νους» κατά τους Πατρολόγους της Εκκλησίας μας, στο απόσπασμα του λόγου του υπενθυμίζει το μεγαλείο του ανθρώπου λόγω της δημιουργίας του από τον Θεό. Μεγαλείο που δεν έγκειται μόνο στο ότι ο Θεός «χάραξε πάνω του τα αγαθά της δικής Του φύσεως» - ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία του – σαν μία επιθυμία Του δηλαδή να επαναλάβει, κατά όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, τον εαυτό Του στο δημιούργημά Του τον άνθρωπο, αλλά μεγαλείο που αποκαλύπτεται και στη δυνατότητα της μετανοίας του μετά βεβαίως τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι ο Κύριος ενσωματώνοντας τον άνθρωπο μέσα στη δική Του ανθρώπινη φύση, τον κατέστησε ικανό να υπερβεί την άλλως χαλασμένη λόγω της αμαρτίας θεοειδή ομορφιά του, που σημαίνει ότι καθάρισε τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο και του ξανάνοιξε την άπειρη προοπτική του της ομοιώσεώς του με τον Θεό.

Για τον μέγα Πατέρα και σύνολη ασφαλώς Εκκλησιαστική διδασκαλία, ο άνθρωπος λόγω της ακατανόητης και έχουσας χαρακτήρα μυστηρίου πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την ταυτότητά του, κείμενος ως «νεκρός και χαμένος» στον κόσμο τούτο – η αμαρτία υπήρξε μέγα τραύμα για την ύπαρξή του ή όπως το λέει ακριβώς ο άγιος «η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα». Ο Κύριος όμως ερχόμενος «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν» τον αποκαθιστά στην προτέρα του και όχι μόνο κατάστασή του, οπότε ο εν Χριστώ πια άνθρωπος, ο άγιος, μπορεί να ξαναλάμψει από το κάλλος του Θεού. Το παράδειγμα του αγίου Πατρός είναι μάλιστα εν προκειμένω πολύ χαρακτηριστικό: «όπως συμβαίνει να γίνεται κατά τρόπο φυσικό στο σίδερο, όταν δηλαδή με το ακόνι απαλλαγεί από τη σκουριά, αυτό που πριν από λίγο ήταν μαύρο, βγάζει τώρα μερικές ανταύγειες και λάμψεις, καθώς ακτινοβολεί απέναντι στον ήλιο, με τον ίδιο τρόπο και ο εσωτερικός άνθρωπος, που ο Κύριος ονομάζει καρδιά, όταν με ξύσιμο βγάλει τη σκουριά, που είναι σαν την ακαθαρσία και σχηματίστηκε με τη μούχλα πάνω στη μορφή, θα αποκτήσει πάλι την ομοιότητα με το πρωτότυπο και θα είναι αγαθός».

Η επιπλέον όμως επισήμανση του αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως καθοριστική: δεν αρκεί ότι ήλθε ο Κύριος και μας αποκατέστησε, αλλά απαιτείται, ως γνωστόν, και η ανταπόκριση του ανθρώπου. Και ανταπόκριση σημαίνει πίστη και αποδοχή της εν αγάπη ελεύσεώς Του, που φανερώνεται με την  ενσωμάτωση σ’ Αυτόν διά του βαπτίσματος: ο άνθρωπος γίνεται μέλος Χριστού εν Εκκλησία, αλλά κυρίως η ανταπόκριση αυτή εκφράζεται με τον καθημερινό αγώνα «προσεκτικής ζωής». Κι αυτό θα πει ότι για τον άγιο Νύσσης η μετάνοια δεν είναι μία κίνηση θεωρητική του ανθρώπου, ένα ίσως θέμα διαλογισμού, αλλά αλλαγή ολόκληρης της ζωής του: πορεία κατά Θεό σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, πορεία καθάρσεως της καρδιάς που κάνει τον άνθρωπο ικανό να δέχεται και πάλι τις ελλάμψεις του φωτός του Θεού. Οπότε, για μία ακόμη φορά καταλαβαίνουμε ότι η πίστη ή η απιστία στον Θεό δεν είναι θέμα νόησης του ανθρώπου, αλλά πρακτικής ζωής – μετανοείς κι επιστρέφεις στον Θεό; Βλέπεις τον Θεό! Αρνείσαι τη μετάνοια γιατί είσαι προσκολλημένος στα πάθη σου; Ο Θεός θα είναι για σένα διαπαντός ο κρυμμένος και άγνωστος και ο απών!