05 Μαρτίου 2022

ΘΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΣ

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀδελφοί, ἀπό παντός μολυσμοῦ, σαρκός καί πνεύματος· τάς λαμπάδας τῶν ψυχῶν ἡμῶν φαιδρύνωμεν, διά φιλοπτωχείας, μή κατεσθίοντες ἀλλήλους τῇ συκοφαντίᾳ· ἔφθασε γάρ ὁ καιρός, ὅταν ὁ Νυμφίος ἐλεύσεται, πᾶσιν ἀποδοῦναι κατά τά ἔργα αὐτῶν. Συνεισέλθωμεν Χριστῷ μετά τῶν φρονίμων Παρθένων, τήν φωνήν ἐκείνην τοῦ Λῃστοῦ, πρός αὐτόν ἀνακράζοντες· Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου» (Ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ Σαββάτου Τυρινῆς, ἦχος β΄).

(Ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπό κάθε μολυσμό τῆς σάρκας καί τοῦ πνεύματός μας. Ἄς κάνουμε λαμπρές καί φωτεινές τίς λαμπάδες τῶν ψυχῶν μας, μέ τήν ἀγάπη πρός τή φτώχεια καί τούς φτωχούς ἀδελφούς, χωρίς νά κατατρώγουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ τή συκοφαντία. Κι αὐτό γιατί ἔφτασε ὁ καιρός, πού ὁ Νυμφίος θά ἔλθει, προκειμένου νά ἀποδώσει σέ ὅλους σύμφωνα μέ τά ἔργα τους. Μαζί μέ τίς φρόνιμες Παρθένες ἄς εἰσέλθουμε κι ἐμεῖς μέ τόν Χριστό στή Βασιλεία Του, φωνάζοντας δυνατά πρός Αὐτόν ἐκείνη τή φωνή τοῦ Ληστῆ πάνω στόν σταυρό: Θυμήσου μας, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία Σου).

ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρυόμενος ἀπό τά λόγια τῶν Εὐαγγελίων ἀλλά καί τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μᾶς καλεῖ σέ μετάνοια ἀληθινή, ἐνόψει τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἐνεστώσα κατάσταση μέ τήν ἔναρξη τῆς Σαρακοστῆς. Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι πράγματι τό κλίμα τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς - ἀλλά καί ὅλης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τελικά - εἶναι αὐτό πού διαμορφώνεται ἐνόψει τῆς ἐπικείμενης ἔλευσης τοῦ Κυρίου, δηλαδή ἕνα κλίμα πνευματικῆς ἐγρήγορσης καί νήψης, πού ὁδηγεῖ τόν πιστό νά θέτει τόν ἑαυτό του χωρίς τερτίπια καί τεχνάσματα ὑπό τήν ἄμεση κρίση τοῦ Χριστοῦ - ἄς δοῦμε ἤδη αὐτό πού κυριαρχεῖ ἰδίως τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, τήν ὁποία ἀδιάκοπα ἔχει πρό ὀφθαλμῶν Ἐκκλησία μας: «ἰδού Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Λοιπόν, σέ τί μᾶς καλεῖ Ἐκκλησία; Νά φτάσουμε στό σημεῖο, ξύπνιοι πνευματικά, πού θά πεῖ μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες τῆς ψυχῆς ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά κραυγάζουμε ἐν μετανοίᾳ τό «μνήσθητι ἡμῶν Κύριε» τοῦ ληστοῦ, συνεπῶς νά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν ληστή καί μαζί μέ τίς φρόνιμες Παρθένες τῆς γνωστῆς παραβολῆς στήν οὐράνια παστάδα τοῦ Κυρίου, τήν ἴδια τή Βασιλεία Του.  

Ποιό εἶναι τό μοναδικό ἐμπόδιο πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό αὐτήν τή Βασιλεία καί τήν ἀληθινή μετάνοια; Ἡ βρώμικη ψυχή, ὁ μολυσμός αὐτῆς ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία μολύνει καί τό σῶμα, κάνοντάς το νά πορεύεται ἀνεξέλεγκτα ἀπό τίς ἄτακτες καί φιλήδονες ὀρέξεις του. Λοιπόν, κατά τόν ἅγιο ὑμνογράφο, ἐκεῖνο πού καθαρίζει καί τήν ψυχή καί τό σῶμα - ἐνόψει τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία δυνητικά εἶναι ἡ κάθε στιγμή - εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τή φιλοπτωχεία, δηλαδή ἡ ἀγάπη γιά τήν ἐγκράτεια πού θέτει περιορισμούς σέ κάθε πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ἡ ὁποία ἀπομακρύνει ἀπό τή δαιμονική κατάκριση καί τή συκοφαντία.  Ὁπότε, καθαρός ὁ πιστός ἀπό τήν ἁμαρτία, λόγω τῆς ἐγκράτειας καί τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο πού τόν κάνει νά κρατάει τό φῶς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του, ζεῖ ἐν μετανοίᾳ προσβλέποντας πάντοτε στόν «καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς» Κύριο, πού σημαίνει τήν ἀνοικτή διέλευσή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ἡ λιτή καί συμπυκνωμένη νοηματικά πορεία αὐτή τοῦ χριστιανοῦ πού γέμει κατανύξεως καί εὐλαβείας προσφέρεται ἀπό τόν ὑμνογράφο ὄχι τυχαῖα σέ ἦχο δεύτερο, πού θά πεῖ σέ ἦχο μέ ἰδιαίτερη γλυκύτητα, ἡ ὁποία κάμπτει τίς ὅποιες ἁμαρτωλές καί σκληρές ἀντιστάσεις τῆς φιλήδονης ψυχῆς.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο όσιος Μάρκος υπήρξε φιλόπονος σε όλα: και στη μελέτη των θείων Γραφών αφιέρωσε τον εαυτό του και έφτασε στο άκρο της άσκησης και της αρετής. Απόδειξη και των δύο είναι αφενός οι λόγοι που συνέγραψε, οι οποίοι είναι γεμάτοι από κάθε διδαχή και ωφέλεια, αφετέρου η ενέργεια των θαυμάτων που του δόθηκε από τον Σωτήρα Χριστό. Από αυτά ένα είναι αναγκαίο εξάπαντος να πούμε: Όταν ο όσιος βρισκόταν στην αυλή του ασκηταριού του και εν προσευχή πρόσεχε τον εαυτό του, ήλθε κοντά του μία ύαινα, φέρνοντας και το τυφλό παιδάκι της. Με ταπεινό σχήμα λοιπόν παρακαλούσε τον άγιο να την λυπηθεί και να γιατρέψει την τύφλωση του παιδιού της. Κι αυτός, αφού έφτυσε στους πληγωμένους οφθαλμούς και προσευχήθηκε, τους έκανε υγιείς.

Μετά από κάποιες ημέρες, η ύαινα του έφερε την προβιά ενός μεγάλου κριαριού σαν δώρο για τη θεραπεία, αλλά ο όσιος δεν θέλησε  να το πάρει πριν το θηρίο του υποσχεθεί ότι δεν πρόκειται ποτέ από εδώ και στο εξής να επιτεθεί  σε πρόβατα φτωχών ανθρώπων. Αν όμως ήταν τόσο συμπαθής στην άλογη φύση, πολλαπλασίως είχε αγάπη προς τους ανθρώπους, λόγω της κοινής φύσης μας, η οποία απαιτεί να δείχνουμε πολύ μεγάλη ευσπλαχνία ο ένας προς τον άλλον.

Ήταν τόσο μεγάλη η ψυχική καθαρότητα του άνδρα, ώστε ο πρεσβύτερος της Μονής βεβαίωνε με όρκους ότι ουδέποτε ο ίδιος έδωσε κοινωνία των αχράντων μυστηρίων στον μοναχό Μάρκο, διότι όταν προσερχόταν αυτός να κοινωνήσει, άγγελος Κυρίου του την μετέδιδε, ενώ εκείνος έβλεπε μόνο το χέρι του αγγέλου από τον αγκώνα να κρατάει την αγία λαβίδα, με την οποία ο όσιος μετείχε των αγιασμάτων. Απομακρύνθηκε ο όσιος από τις κοσμικές φροντίδες και από όλους τους θορύβους, όταν ήταν στην ηλικία των σαράντα χρόνων. Κι αφού πέρασε στην άσκηση εξήντα έτη, εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν κοντός σωματικά, με λεπτό γένι και έχοντας το κεφάλι να λάμπει εσωτερικά από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος».

Ο μακαριστός και επιφανής λόγιος μοναχός Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης σε εισαγωγικό του σχόλιο για κείμενα του οσίου Μάρκου του ασκητή στη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών  λέγει μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής είναι ένας από τους πλέον επιφανείς ασκητικούς συγγραφείς των μέσων βυζαντινών χρόνων και ο δημοφιλέστερος δάσκαλος του ασκητικού βίου, ώστε οι βυζαντινοί ασκητικοί χριστιανοί να λένε∙ «πώλησον πάντα και αγόρασον Μάρκον». Γεννήθηκε τον 5ο αιώνα, υπήρξε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και σε μεγάλη ηλικία κατέφυγε σε μια έρημο, όπου και κοιμήθηκε εν Κυρίω σε βαθύτατο γήρας. Τα έργα του όμως επέζησαν ανά τους αιώνες και επηρέασαν αποφασιστικά τη μοναχική σκέψη και εμπειρία… Ο όσιος Μάρκος και οι άλλοι όσιοι Πατέρες, δεν μιλούσαν, ούτε έδιναν μονιμότητα στις σκέψεις τους με την εγγραφή τους, αν δεν ζούσαν τις αλήθειες της πνευματικής ζωής και αν δεν είχαν την καθολική μαρτυρία της πνευματικής παραδόσεως. Έτσι, ο άγιος αυτός ερημίτης έγραψε τις εμπειρίες του στηριζόμενος στις άγιες Γραφές και μέσα στα πλαίσια της πνευματικής παραδόσεως, αλλά με την προσωπική του ιδιοτυπία, που συνίσταται στον τονισμό της λειτουργίας του πνευματικού νόμου».

Δεν επηρέασε μόνο τους μοναχούς όμως ο όσιος Μάρκος. Κάθε χριστιανική ψυχή που ενέκυψε, εγκύπτει ή θα εγκύψει με προσοχή και με ταπείνωση στα κείμενά του, θα διαπιστώσει τη χάρη που τα διέπουν και οπωσδήποτε θα προβληματιστεί και θα παρακινηθεί, όχι ασφαλώς στο να γίνει μοναχός – αυτό είναι ξεχωριστή κλήση του Κυρίου σε όσους δύνανται να χωρέσουν τον λόγο τούτο – αλλά στο να εμβαθύνει στην πνευματική ζωή και στο να ακολουθήσει πιο ενσυνείδητα τον δρόμο του Κυρίου. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο: δεν πρόκειται να κρίνει ο Κύριος το είδος της ζωής που επιλέγουμε, τον έγγαμο ή τον μοναχικό βίο, αλλά αν αυτό που επιλέγουμε, το ακολουθούμε με βάση το άγιο θέλημά Του. Κι εδώ έγκειται η συνεισφορά η μεγάλη του οσίου Μάρκου. Με τις γραφές του, στη μορφή των μικρών κεφαλαίων, κατά το πρότυπο των βυζαντινών συγγραφέων της εποχής του, ώστε να είναι ευκολομνημόνευτα, δίνει ισχυρότατη ώθηση σε όλους τους χριστιανούς, μοναχούς ή κοσμικούς, στο να δουν σωστά την πνευματική ζωή και κατά τη δύναμη του καθενός να την ακολουθήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ο ένας εκ των τριών που έχει τιμηθεί από την Εκκλησία μας με τον τίτλο του θεολόγου, προχώρησε από τη νεότητά του στα ύψη της αγιότητας, διότι κράτησε ως κανόνα και αρχή στη ζωή του, κυρίως ένα κεφάλαιο από τα διακόσια του «Πνευματικού Νόμου» του οσίου Μάρκου: «Αν ζητάς να θεραπευτείς, φρόντισε τη συνείδησή σου και κάνε ό,τι σου λέει, και πολύ θα ωφεληθείς».

Μία πολύ μικρή γεύση από τα κεφάλαια αυτά του οσίου στη Φιλοκαλία (μετάφραση Αντωνίου Γαλίτη) παραθέτουμε στη συνέχεια:

- Πρώτα-πρώτα γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αρχή κάθε καλού και μεσότητα και τέλος. Το καλό δεν είναι δυνατό να πράττεται ή να πιστεύεται, παρά μόνο με την ένωση με τον Ιησού Χριστό και με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος.

- Μην προσπαθείς να λύσεις κάποιο δύσκολο πρόβλημα με φιλονικία, αλλά με τα μέσα που επιβάλλει ο πνευματικός νόμος, δηλαδή με την υπομονή, την προσευχή και την απλότητα της ελπίδας.

- Μην πεις ότι απόκτησες αρετή χωρίς θλίψη∙  γιατί είναι αδοκίμαστη η αρετή που απόκτησες με άνεση.

- Να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα κάθε αθέλητης θλίψεως, και θα βρεις σ’ αυτό το σβήσιμο κάποιας αμαρτίας.

- Πολλές συμβουλές των άλλων μας προσφέρονται για το συμφέρον μας. Για τον καθένα όμως τίποτε δεν είναι καταλληλότερο από τη δική του γνώμη.

- Μελέτα τα λόγια της θείας Γραφής με την πράξη και μην επεκτείνεσαι σε πολυλογία, υπερηφανευόμενος για σκέψεις θεωρητικές.

- Τα μικρά αμαρτήματα ο διάβολος τα δείχνει μηδαμινά, επειδή διαφορετικά δεν μπορεί να φέρει τον άνθρωπο στα μεγαλύτερα κακά.

- Εκείνος που ζητεί άφεση, αγαπά την ταπεινοφροσύνη. Εκείνος που κατακρίνει τον άλλον, επισφραγίζει τις αμαρτίες του.

04 Μαρτίου 2022

ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Πρό τοῦ σωτηρίου Σταυροῦ, τῆς ἁμαρτίας βασιλευούσης, τῆς ἀσεβείας ἐπικρατούσης, τῶν ἀνθρώπων ἐμακαρίζετο τρυφή σωματική, καί σαρκικῶν ὀρέξεων ὀλίγοι κατεφρόνουν· ἀφ’ οὗ δέ, τό τοῦ Σταυροῦ μυστήριον πέπρακται, καί δαιμόνων ἐσβέσθη τυραννίς τῇ θεογνωσίᾳ, ἡ τῶν οὐρανῶν ἐπί γῆς ἀρετή πολιτεύεται· διό νηστεία τιμᾶται, ἐγκράτεια λάμπει, προσευχή κατορθοῦται, καί μάρτυς καιρός, ὁ παρών δεδομένος ἡμῖν, ὑπό τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος πλ. β΄).

(Πρίν ἀπό τή σωτηρία πού ἔφερε σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή βασίλευε ἁμαρτία καί ἐπικρατοῦσε ἀσέβεια, μακαριζόταν σωματική τρυφή τῶν ἀνθρώπων καί γιαὐτό λίγοι καταφρονοῦσαν τίς σαρκικές ὀρέξεις. Ἀφότου ὅμως πραγματοποιήθηκε τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί σβήστηκε τυραννία τῶν δαιμόνων μέ τή γνώση τοῦ Θεοῦ πού ἔφερε Κύριος, γίνεται τρόπος ζωῆς στή γῆ ἀγγελική ἀρετή. Γιαὐτό πιά νηστεία τιμᾶται, ἐγκράτεια λάμπει, προσευχή γίνεται κατορθωτή, καί παρών καιρός πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν σταυρωθέντα Χριστό τόν Θεό μας γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μας εἶναι μάρτυρας κι ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας αὐτῆς).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας τονίζει μέ ἔμφαση τήν ὀξεῖα διάκριση μεταξύ τῆς πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν ἐποχῆς. Ἀπόλυτο κομβικό σημεῖο πού ἔφερε τήν ἀνατροπή τῶν πάντων ἦταν ἡ Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λόγω βεβαίως τοῦ ὅτι ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ κατήργησε «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον», καί μᾶς ἕνωσε «αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» μέ τόν Τριαδικό Θεό. Πάνω στόν Σταυρό βλέπουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, μετρᾶμε τό μέγεθος τῆς ἁμαρτίας μας, χαιρόμαστε τή σωτηρία μας. Γνώρισμα τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς, κατά τόν ὑμνογράφο μας, ἦταν ἡ κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ὁδηγοῦσε στήν ἀσέβεια ὡς τρόπο ζωῆς, κύριο στοιχεῖο τῆς ὁποίας ἦταν (καί εἶναι ἀσφαλῶς ὅπου ἐπικρατεῖ) ἡ ἔκδοση στίς σαρκικές ὀρέξεις καί τή σωματική τρυφή. Τό μυστήριο ὅμως τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἔφερε τά πάνω κάτω: ἐξαφανίστηκε ἡ τυραννία τῶν δαιμόνων – οἱ δαίμονες βρίσκουν δίοδο ἐπέμβασής τους μόνον ἐκεῖ πού ὑπάρχει συνέχεια τῆς ἀσέβειας λόγω ἀπιστίας στόν Κύριο – καί οἱ ἄνθρωποι μποροῦν πιά νά ζοῦν ὡς ἄγγελοι ἐπί τῆς γῆς, ἐφόσον ἀποδέχονται τήν πίστη καί τή γνώση τοῦ Θεοῦ πού ἔφερε ὁ Κύριος. Ὁπότε ἡ ἀξιολογία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἄλλαξε: ὅ,τι πρίν ἦταν ἀποκρουστικό: ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχή, ἔγινε καίρια καί κύρια ἀρετή, χαρακτηριστικό τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Καί νά ἡ ἀπόδειξη: ὁ καιρός τῆς νηστείας, ἡ Σαρακοστή – συνεπῶς κατ’ ἐπέκταση καί ὅλη ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ· ἄς θυμηθοῦμε τόν λόγο τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου «ὅλη ἡ ζωή μου εἶναι μία Σαρακοστή» - ἐπιβεβαιώνει τή θελτική δύναμη τῶν ἀρετῶν αὐτῶν. Εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς πού ἀποτελεῖ τή δωρεά τοῦ Χριστοῦ σέ καθένα πού Τόν ἀκολουθεῖ συσταυρωμένος μαζί Του.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ

«Ο όσιος Γεράσιμος μεγάλωσε από παιδί με τον φόβο του Κυρίου και αφού περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, προχώρησε στην εσώτερη έρημο της Θηβαΐδος, όταν βασιλιάς ήταν ο Κωνσταντίνος ο λεγόμενος Πωγωνάτος, εγγονός του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Έκανε τόσους μεγάλους ασκητικούς αγώνες και ήταν τόσο κοντά στον Θεό, ώστε να εξουσιάζει και τα άγρια θηρία. Διότι ένα λιοντάρι τον διακονούσε, επιτελώντας διάφορα διακονήματα, και μάλιστα να βγάζει για βοσκή και να επιστρέφει έναν όνο που έφερνε νερό. Όταν κάποτε κάποιοι έμποροι του δρόμου έκλεψαν τον όνο, τον οποίο έδεσαν στις καμήλες τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το λιοντάρι κοιμόταν, ο μοναχός που υπηρετούσε τον όσιο, βλέποντας το βράδυ το λιοντάρι να βρίσκεται μόνο του στο κελί, αγανάκτησε. Κι επειδή νόμισε ότι φαγώθηκε από αυτό, ανέφερε τούτο στον Γέροντα. Αυτός τότε έδωσε εντολή να αναλάβει το λιοντάρι την υπηρεσία του όνου. Πράγματι το λιοντάρι την δέχτηκε και για όσο χρόνο ο όνος βρισκόταν στα χέρια των εμπόρων, αυτό έφερνε τα δοχεία νερού στους ώμους του, και τρέχοντας, σαν να έκανε αγώνα δρόμου, αναγκαζόταν να φέρνει το νερό.

Αλλά οι έμποροι επέστρεφαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, όταν το λιοντάρι ήταν στο ποτάμι για να πάρει νερό. Το λιοντάρι είδε και αναγνώρισε τον όνο που ακολουθούσε τις καμήλες, όρμησε ξαφνικά προκαλώντας την κατάπληξη των εμπόρων, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Άδραξε τότε το χαλινάρι και τράβηξε τον όνο, ο δε όνος τις καμήλες που ακολουθούσαν, καθώς ήταν δεμένες η μία με την άλλη, όπως τις συνήθιζαν, έως ότου οδήγησε τον όνο και τις καμήλες στο κελί. Και κτυπώντας τη θύρα με την ουρά του, τα έφερε στον Γέροντα σαν κυνήγι. Αυτός τότε μειδίασε και λέει προς τον μοναχό που τον υπηρετούσε: Χωρίς λόγο λοιπόν βάλαμε επιτίμιο στο λιοντάρι. Γι’ αυτό, ας απαλλαγεί από τις συνηθισμένες αγγαρείες και ας πάει να βόσκει και να ζει όπως θέλει. Τότε  το λιοντάρι έκλινε το κεφάλι του και σαν να συμφώνησε με τον Γέροντα άφησε το όρος και παρουσιαζόταν μία φορά την εβδομάδα, κατά την οποία προσερχόταν σ’ αυτόν και έσκυβε το κεφάλι, σαν να προσκυνάει.

Όταν πέθανε δε ο Γέροντας, ήλθε για να αποδώσει τη συνηθισμένη ευχή. Επειδή όμως δεν βρήκε τον όσιο κι έμαθε από τον διακονητή του μοναχό ότι πέθανε και μπήκε σε τάφο, πρώτα μεν θρήνησε πολύ με μικρά βρυχήματα, κι ύστερα με μεγάλο βρυχηθμό άφησε κι αυτό την πνοή του. Έτσι δοξάζει ο Θεός αυτούς που Τον δοξάζουν και κάνει και τα θηρία να τους υπακούνε, αυτούς που διατηρούν το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν άσπιλο και καθαρό».

Ο όσιος Γεράσιμος είναι μία από τις πιο ωραίες παρουσίες στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας. Όχι μόνο για την ασκητική του διαγωγή, αλλά και για την ιδιαίτερη σχέση του με τον ιδιότυπο «υποτακτικό» του, τον ανθρωπόμορφο λέοντα. Το λιοντάρι του αγίου Γερασίμου έχει ταυτιστεί μαζί του τόσο, ώστε οι περισσότερες εικόνες του να απεικονίζουν  και αυτό μαζί με εκείνον. Ασφαλώς δεν είναι η μοναδική περίπτωση,  που θηρία είναι υποταγμένα σε αγίους. Αρκετά συχνά σε συναξάρια βρίσκουμε παρόμοια φαινόμενα, όπως για παράδειγμα στις 11 Φεβρουαρίου μνημονεύεται ο άγιος αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Βλάσιος, ο οποίος σε όρος ζώντας, με την ευλογία του ξημέρωνε όλα τα άγρια θηρία. Ακόμη και στη νεώτερη εποχή είναι γνωστή η περίπτωση της αρκούδας του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, για να μην αναφερθούμε και στον όσιο Παΐσιο, που και αυτού η πολύ φιλική σχέση με τα ζώα είναι γνωστή. Κατά την πίστη μας, η εξήγηση είναι απλή: ο Δημιουργός Θεός έθεσε τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπο να άρχει επί όλων των ζώων της γης. Τα ζώα σε αυτόν προσέβλεπαν και αυτόν υπάκουαν, επειδή αυτός προσέβλεπε και υπάκουε  στον Δημιουργό Του. Η αμαρτία όμως που εισήλθε στον άνθρωπο, έφερε μεταξύ των άλλων και την ανατροπή αυτή: τα ζώα έγιναν εχθρικά απέναντί του, κάτι που αποκαταστάθηκε μετά τον ερχομό στον κόσμο του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Από τη στιγμή που ο Χριστός εξάλειψε την αμαρτία και καθάρισε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, δόθηκε στον άνθρωπο και πάλι η χάρη της βασιλείας του επί της κτιστής φύσεως, στον βαθμό που επιτρέπει τούτο βεβαίως ο ίδιος ο Χριστός, στο μεταξύ διάστημα που βρισκόμαστε μέχρι τη Δευτέρα Του παρουσία.

Έτσι, για να επανέλθουμε στον όσιο Γεράσιμο, η υπακοή του λέοντα ήταν η υπακοή στον χαρισματούχο άνθρωπο, τον αποκαταστημένο ενώπιον του Θεού, με την καθαρότητα της εικόνας του Θεού στην καρδιά του. Η υπακοή του δηλαδή ήταν η συνέχεια της υπακοής των θηρίων στον πρώτο Αδάμ, προ της πτώσεώς του στην αμαρτία, εκεί που η εξουσία του επ’ αυτών φανερωνόταν και με το όνομα που αυτός έδινε στα θηρία. Κι αυτό ακριβώς τονίζει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του. «Δόθηκε σαν βραβείο στον Γεράσιμο ένας υπηρέτης θηρίο, επειδή πριν φύγει από τη ζωή φόνευσε τα θηρία των παθών του» (στίχοι συναξαρίου). Κι αλλού: «Επειδή φύλαγες την αξία του κατ’ εικόνα, θεοφόρε, φάνηκες φοβερός στα ανήμερα θηρία» (ωδή ζ΄). Με άλλα λόγια, βασίλεψε πρώτα πάνω στα πάθη του ο άγιος, κι έπειτα του δόθηκε η χάρη να βασιλέψει και πάνω στο λιοντάρι. Τα θηρία αναγνωρίζουν προφανώς τον άνθρωπο του Θεού, τον άνθρωπο δηλαδή που τα αγαπά γνήσια. Το γεγονός ότι έχουμε φαινόμενα που άγιοι κατασπαράσσονται από θηρία, δεν ακυρώνει την αλήθεια αυτή. Τούτο γίνεται, διότι ο Θεός κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό οι άγιοι θα κέρδιζαν πιο εύκολα τον Παράδεισο. Το μαρτύριο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου είναι μία πολύ καλή απάντηση επ’ αυτού.

Ο υμνογράφος Γεώργιος δεν επεκτείνεται άλλο σ’ αυτό το θέμα. Θα μπορούσε να μνημονεύσει και την υπακοή των λιονταριών στον προφήτη Δανιήλ, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, όταν τον είχαν ρίξει σ’ αυτά μέσα σ’ έναν λάκκο. Δεν το κάνει όμως. Και μάλλον διότι περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει την πνευματική προσωπικότητα του οσίου Γερασίμου. Κι είναι αλήθεια: τα περισσότερα τροπάρια της ακολουθίας του έχουν ως περιεχόμενο την αναζήτηση του Θεού εκ μέρους του, όταν περιπλανιόταν στις ερημιές, στις σπηλιές και στα όρη, και την αδιάκοπη ενατένισή του προς τον πόθο του Κυρίου του, με αποτέλεσμα να καταυγαστεί από το φως του Πνεύματος του Θεού. «Όσιε Πάτερ Γεράσιμε, ζώντας με πίστη πάντοτε στις ερημιές και στα σπήλαια και στα όρη, τον Θεό εκζήτησες και Αυτόν βρήκες, όπως ακριβώς ήταν η βαθιά σου επιθυμία» (στιχηρό εσπερινού). «Ήσουν προσηλωμένος πάντοτε προς τον άυλο πόθο του Κυρίου, Πάτερ όσιε». «Καταφωτίστηκαν τα νοητά μάτια της ψυχής σου από την έλλαμψη του Πνεύματος του Θεού, θεοφόρε, και τα προσήλωσες στο αιώνιο φως με την αρετή σου» (ωδή α΄). Η κρίση του υμνογράφου Γεωργίου είναι ορθή: δεν θέλει να μας αποπροσανατολίσει με ένα σπουδαίο ασφαλώς γεγονός: το «ανθρώπινο» λιοντάρι, γιατί το ουσιώδες γι’ αυτόν είναι η πνευματική διαγωγή του οσίου, η οποία και μόνη, αν ακολουθηθεί, εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού. Με έναν λόγο, τον υμνογράφο τον ενδιαφέρει η αιτία της αγιότητάς του και όχι ένα από τα αποτελέσματα αυτής.