10 Μαρτίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΚΟΔΡΑΤΟΣ Ο ΕΝ ΚΟΡΙΝΘΩ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οι άγιοι αυτοί ήταν από την Κόρινθο, κατά τους καιρούς των βασιλέων Δεκίου και  Ουαλεριανού, όταν ηγεμόνευε στην Ελλάδα ο Ιάσων. Ο άγιος Κοδράτος εγκαταλείφτηκε εντελώς νήπιο, όταν πέθανε η μητέρα του, και τρεφόταν κατά θαυμαστό τρόπο από νέφος που ερχόταν πάνω σ’ αυτόν και του χορηγούσε την τροφή. Όταν έφτασε σε νεανική ηλικία, συνδέθηκε με τους αγίους  Άνεκτο, Παύλο, Διονύσιο, Κυπριανό και Κρήσκη, οι οποίοι κατάγονταν από διαφορετικά μέρη ο καθένας, μαζί με τους οποίους συνελήφθη για την ομολογία τους στην πίστη του Χριστού, και αφού κτυπήθηκε πολύ σκληρά, έπειτα του έκοψαν το κεφάλι, όπως συνέβη και με τους άλλους».

Έξι καντήλια που τροφοδοτούνται από το μυστικό λάδι της χάρης του Θεού, είναι οι έξι αυτοί μάρτυρες που εορτάζουμε σήμερα, κατά τον άγιο Ιωσήφ τον υμνογράφο. Και με το φως τους μείωσαν τη νύκτα της ειδωλολατρίας κατά την εποχή τους, ενώ φώτισαν τους πιστούς της Εκκλησίας (ωδή δ΄). Η φωτιστική αυτή χάρη του Θεού που  έλαμψε στους αγίους, οφείλεται, κατά τον άγιο υμνογράφο, αφενός στις αρετές τους, αφετέρου στο μαρτύριό τους. Πρώτα ετοιμάστηκαν με τον πνευματικό τους αγώνα κι έπειτα λαμπρύνθηκαν από τους αθλητικούς αγώνες του μαρτυρίου. Διότι είναι γνωστό: μπορεί εκτάκτως να υπάρχει το μαρτύριο του αίματος για ορισμένους, ο κανόνας όμως είναι να έχει ετοιμαστεί ο πιστός γι’ αυτό, ώστε να μπορέσει με τη χάρη του Θεού να αντέξει μέχρι το τέλος. Εδώ βλέπουμε τη θέση των αλειπτών της Εκκλησίας μας, των πνευματικών προπονητών δηλαδή, που ετοίμαζαν τους υποψηφίους μάρτυρες για το μαρτύριο, ιδίως την εποχή της Τουρκοκρατίας. «Γεμάτος ομορφιά από το φως των αρετών σου, έφτασες στο τέλος και στη λαμπρότητα των μαρτύρων, πάνσοφε Κοδράτε» (ωδή η΄). Και: «Νίκησες τις επαναστάσεις των παθών πρώτα με την άσκησή σου, Κοδράτε μάρτυς, κι έπειτα υπέταξες τη δύναμη των ασεβών με τη στέρεα άθλησή σου» (ωδή ε΄).

Με τον άγιο Κοδράτο και τους άλλους πέντε που συνήθλησαν μαζί του, έχουμε το αξιοθαύμαστο γεγονός της πρωτοπορίας της νεότητας για στροφή προς τον Θεό και αγιασμό. Δεν είναι σύνηθες, ιδίως στην εποχή μας, οι νέοι να μας καθοδηγούν προς το αγαθό, δηλαδή προς το θέλημα του Θεού και τη Βασιλεία Του. Χωρίς να αρνείται κανείς ότι υπάρχει και τέτοιο τμήμα στη νεότητα, ένα μεγάλο μέρος της δυστυχώς είναι στραμμένο στις επίγειες ηδονές και τις απολαύσεις του βίου τούτου. Νιώθουν οι νέοι δυνατοί και υγιείς και θεωρούν ότι ο κόσμος είναι στα πόδια τους για να τον κατακτήσουν. Ακόμη και στην περίοδο τώρα της μεγάλης κρίσεως και της παντοειδούς δυσπραγίας, τα πράγματα δεν φαίνονται να κυλούν διαφορετικά. Από την άποψη αυτή «τα εξάριθμα αυτά αστέρια της Εκκλησίας» (βλ. ωδή ς΄) αποκτούν μεγάλη επικαιρότητα. Διότι ακριβώς συνέστησαν «νεανικό στρατό της παράταξης του Κυρίου». Έδειξαν λόγω και έργω ότι η προτεραιότητα στη ζωή, ακόμη και εκ νεότητος, είναι ο άγιος Θεός και η παραμονή μαζί Του, έστω και με θυσία της ζωής. Άλλωστε η χριστιανική πίστη είναι για τους νέους, για εκείνους δηλαδή που έχουν νεανικό φρόνημα και η καρδιά τους «το λέει».  Γίνονται λοιπόν πρότυπα για τους νέους κάθε εποχής. Ο άγιος Ιωσήφ το σημειώνει: «Καλλίνικε μάρτυς Κοδράτε, μαζεύοντας στρατό που όλοι στον αριθμό είναι νέοι, σαν παράταξη του Θεού, κυριάρχησες με άριστο τρόπο απέναντι στους αντίθεους, σαν άριστος στρατηγός των συμμαρτύρων σου» (στιχηρό εσπερινού).

Και βεβαίως ο άγιος Ιωσήφ δεν χάνει την ευκαιρία να σημειώσει ότι η πόλη της Κορίνθου, λόγω της καταγωγής από εκεί του αγίου Κοδράτου, αλλά και της κατοχής των τιμίων λειψάνων των αγίων, έχει αυτούς ως ασπίδα και τείχη να την προστατεύουν, ενώ ο ναός τους είναι ένα άμισθο ιατρείο, στο οποίο καθένας που προστρέχει με πίστη βρίσκει τη γιατρειά του. Πράγματι, ο υμνογράφος μας τονίζει αυτό που ισχύει από πλευράς πνευματικής: τα λείψανα των αγίων και οι ναοί σε μια περιοχή, συνιστούν την ασφάλεια των πιστών και το πνευματικό νοσοκομείο τους. Μπορεί οι ολιγόπιστοι ή οι άπιστοι να μην το καταλαβαίνουν, το καταλαβαίνουν όμως καλά οι ίδιοι οι πιστοί, κι ακόμη καλύτερα ο αρχέκακος διάβολος. «Έχει η Κόρινθος ως βασικά τείχη τα τίμια λείψανα των αγίων, και ως άμισθο ιατρείο τον ναό. Εκεί καθένας που προστρέχει με πίστη, απαλλάσσεται από τους πόνους και τα πάθη του» (ωδή η΄).

09 Μαρτίου 2022

Η ΕΛΞΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

ΚΑΘΑΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ

«Συνήθειαν λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία ἕλκει με, εἰς παντελῆ ἀπώλειαν˙ ἀλλά σύ με ἐκ ταύτης λύτρωσαι τῷ Σταυρῷ σου, Οἰκτίρμον πολυέλεε» (ωδή γ΄ Τριωδίου).

(Πήρε ως αφορμή τη συνήθειά μου να αμαρτάνω η αμαρτία και γι’ αυτό με τραβάει σε ολοκληρωτική απώλεια. Αλλά Εσύ, Πολυέλεε Οικτίρμονα Κύριε, λύτρωσέ με από αυτήν με τον Σταυρό σου).

Τη δύναμη του Σταυρού του Κυρίου επικαλείται ο άγιος υμνογράφος, προκειμένου να τον λυτρώσει από την αμαρτία που τον έχει καθηλώσει και αδυνατεί να την ξεπεράσει. Και η αδυναμία του δεν έγκειται στο γεγονός ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις του – ο υμνογράφος γνωρίζει καλά ότι ο Κύριος διά του αγίου βαπτίσματος μάς ενσωμάτωσε στον εαυτό Του και μας μετάγγισε την παντοδυναμία Του, συνεπώς ο πιστός «πάντα ισχύει εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ» – αλλά στο γεγονός ότι η θέλησή του προσκλίνει ενηδόνως περισσότερο στα πάθη του παρά στην αγάπη του Κυρίου του. «Την αμαρτία μου αγαπώ περισσότερο», είναι σαν να κραυγάζει με δραματικό τρόπο ο ποιητής, κι απόδειξη η αδιάκοπη επανάληψή της. Η επανάληψη αυτή ασφαλώς καθιστά την αμαρτία στη ζωή του ανθρώπου άτρωτη και ανίκητη, γιατί τον έλκει με το άρμα της συνήθειας. Ποιος είναι εκείνος που όταν συνηθίσει κάτι μπορεί εύκολα έπειτα να απαλλαγεί από αυτό; Όπως σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ίδια η ανθρώπινη σοφία επισημαίνει «η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο» ή για να το πούμε με τον τρόπο του αγίου της Σαρακοστής μεγάλου Εφραίμ του Σύρου: «μη συνηθίζεις να ηττάσαι στον πνευματικό πόλεμο, γιατί η συνήθεια είναι δεύτερη φύση».

Ο ποιητής λοιπόν με επίγνωση, με διάθεση μετανοίας εξομολογείται τη χαλαρότητα στην πνευματική του ζωή, η οποία όμως τον οδηγεί σε φόβο και τρόμο! Γιατί βλέπει μπροστά του το αποτέλεσμά της: την απώλειά του ως αιώνια αποκοπή του από τον Θεό! – ό,τι έχει αποκαλύψει ο Κύριος: «Πλατεία η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν και πολλοί εισιν οι ευρίσκοντες αυτήν». Και τι κάνει; Προβαίνει στη μόνη σωτήρια κίνηση: τη στροφή προς τον Εσταυρωμένο Κύριο και την κατάθεση σ’ Αυτόν της αδυναμίας του. «Λύτρωσέ με, Κύριε λόγω της αγάπης Σου!» Είναι η κίνηση που διαφοροποιεί τον πιστό από τον άπιστο άνθρωπο. Και οι δύο αμαρτάνουν. Και οι δύο έλκονται πράγματι από τη δύναμη της συνήθειας. Αλλά ο μεν άπιστος έχοντας διαγράψει τον Χριστό από τη ζωή του μένει μόνος με τον εαυτό του, δηλαδή μόνος με την αδυναμία του και τον Πονηρό που τον δουλεύει χωρίς ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται. Ο πιστός όμως, έστω και με λιγοστή πίστη, ξέρει τον δρόμο: κραυγάζει προς «τον μόνον δυνάμενον σώζειν», σαν τον απόστολο Πέτρο όταν βούλιαζε στα κύματα της θάλασσας: «Κύριε, σώσον με»! Και πράγματι. Το κοίταγμα προς τον Εσταυρωμένο Χριστό είναι όραση λυτρωτική. Γιατί πάνω στον Σταυρό ο Κύριος «ήρε την αμαρτίαν του κόσμου», συνεπώς και την όποια αδυναμία και πονηρία μας. Και η στάση Του έτσι προς το αδύναμο πλάσμα Του είναι απείρως θερμότερη και από τη στάση της καρδιάς της μάνας προς το πληγωμένο παιδάκι της: η με σφοδρό πόθο συγκίνησή Του και η στοργική αγκαλιά Του.

Η εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας μας συμπληρώνει: όσο κάνουμε κι εμείς την κίνηση αυτή, να στρεφόμαστε πάντοτε προς τον Κύριο, ιδίως τις ώρες της πλήρους αδυναμίας μας, τόσο θα επιβεβαιώνουμε τη σωτήρια αγάπη Του και σε μας, κι ακόμη: τόσο θα συνηθίζουμε την πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία μας μαζί Του, που σημαίνει ότι θα έχουμε βρει τη μοναδική οδό διαγραφής της καταστρεπτικής συνήθειας της αμαρτίας. Γιατί η έλξη προς τον Χριστό είναι η μεγαλύτερη που υπάρχει στον κόσμο.  

ΝΑ ΝΗΣΤΕΥΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ

ΚΑΘΑΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ

«Νηστείᾳ τῶν λογισμῶν τά πάθη δεῦτε δουλώσωμεν, πνευματικαῖς ἑαυτούς πτέρυξι περιστείλαντες· ἵνα τήν τοῦ ἐχθροῦ κινουμένην ζάλην, κοῦφοι περάσαντες, ἄξιοι γενώμεθα, τῆς τοῦ Σταυροῦ προσκυνήσεως, τοῦ ὑπέρ τοῦ κόσμου σφαγέντος ἑκουσίως, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καί πνευματικῶς ἑορτάσωμεν, τήν ἐκ νεκρῶν τοῦ Σωτῆρος Ἀνάστασιν· ἐπ’ ὄρους ἀρθέντες, Μαθηταῖς συνδοξάσωμεν, τόν ἐξουσίαν λαβόντα πᾶσαν, Υἱόν ἐκ Πατρός, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, τόν φιλάνθρωπον» (Ἀπόστιχα Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος πλ. δ΄).

(Νηστεύοντας ἀπό τούς λογισμούς, ἐμπρός ἄς ὑποδουλώσουμε τά πάθη, συγκρατώντας τούς ἑαυτούς μας μέ πνευματικά φτερά· μέ σκοπό, ἀφοῦ περάσουμε εὔκολα κι ἀνάλαφρα τή ζάλη πού προκαλεῖ ἐναντίον μας ὁ ἐχθρός διάβολος, νά γίνουμε ἄξιοι νά προσκυνήσουμε τόν Σταυρό τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος σφαγιάστηκε μέ τή θέλησή Του χάριν τοῦ κόσμου, κι ἔτσι νά ἑορτάσουμε πνευματικά τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. Ὁπότε, πάνω στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κι ἐμεῖς, (ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος), νά δοξάσουμε μαζί μέ τούς Μαθητές Τόν φιλάνθρωπο Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἔλαβε κάθε ἐξουσία ἀπό τόν Πατέρα μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος εἶναι σαφέστατος: ὁ σκοπός τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι νά φθάσουμε νά προσκυνήσουμε τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου πού ἀποκαλύπτει τήν ἄπειρη ἀγάπη Του γιά τόν κόσμο, συνεπῶς νά ἑορτάσουμε πνευματικά καί τήν Ἀνάστασή Του, ἀφοῦ Σταυρός καί Ἀνάσταση συνθεωροῦνται πάντοτε στήν πίστη μας. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, μᾶς λέει, ἀληθινοί προσκυνητές τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, θά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς νά Τόν δοξολογοῦμε μαζί μέ τούς ἀποστόλους καί κατά τήν ἀνάληψή Του, ἐννοώντας προφανῶς καί τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἐφεξῆς. Καί πάλι ὅμως, ὅπως συμβαίνει καί σέ ὅλους τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ὑμνογράφος ὅτι γιά τήν προοπτική αὐτή ὑπάρχουν προϋποθέσεις: ἡ καλλιέργεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία δίνει τά φτερά προκειμένου ὁ πιστός νά ἐλέγχει τόν ἑαυτό του καί νά ὑποτάσσει τά πάθη του, συνεπῶς καί νά ὑπερβαίνει κάθε ἐπιρροή τοῦ Πονηροῦ διαβόλου. Κύριο στοιχεῖο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ἴσως καί τό καθοριστικότερο, εἶναι ὁ ἔλεγχος τῶν λογισμῶν. Ἡ ποιότητα τῶν λογισμῶν μας φανερώνει τήν παρουσία ἤ ὄχι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή μας, γι’ αὐτό καί ὅλοι οἱ Πατέρες μας συμφωνοῦν πώς ἐκεῖ κατεξοχήν στοχεύει ἡ ὅποια νηστεία καί ἡ ὅποια ἄσκηση ἐπιτελοῦμε. Ἔλεγχος δέ τῶν λογισμῶν σημαίνει ὅτι ἀποκλείουμε κάθε πονηρή σκέψη ἤ εἰκόνα στόν νοῦ μας, διά τῆς ἀποφασιστικῆς καί ὁρμητικῆς ἐν ἀγάπῃ στροφῆς στούς καλούς καί ἀγαθούς λογισμούς, πού σημαίνει ἀγκίστρωμα σέ ὅ,τι ὁ Κύριος μᾶς ἄφησε ὡς ἐντολή.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ ΤΗ ΠΟΛΕΙ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

«Οι άγιοι αυτοί που προέρχονταν από διάφορες πατρίδες, ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα. Συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και οδηγήθηκαν σε εξέταση, κι επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, κτυπήθηκαν καταρχάς με πέτρες στα πρόσωπα και στο στόμα. Οι βολές όμως των πετρών αντί να πλήττουν αυτούς, αντιστρέφονταν και  έπλητταν μάλλον αυτούς που τις έριχναν. Έπειτα, σε καιρό χειμώνα, καταδικάστηκαν να διανυκτερεύσουν στο μέσο της λίμνης που βρισκόταν μπροστά από την πόλη. Εκεί δείλιασε ο ένας από αυτούς, ο οποίος έτρεξε στο κοντινό λουτρό κι ευθύς  με την επαφή της θερμότητας διαλύθηκε. Ο δήμιος τότε που τους παρατηρούσε και τους φύλασσε, έβαλε αμέσως τον εαυτό του στη θέση αυτού που έφυγε, καθώς είδε μέσα στη νύκτα φως γύρω από τους μάρτυρες και στεφάνια να κατεβαίνουν πάνω στον καθένα τους.

Όταν ξημέρωσε, επειδή οι άγιοι δεν είχαν ξεψυχήσει και ανέπνεαν ακόμη, τους έσπασαν τα σκέλη και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου. Αποδείχθηκε όμως ότι ο θάνατος  ήταν αποδεκτός και ευχάριστος από αυτούς και με το εξής: ο τύραννος άφησε ζωντανό κάποιον από τους μάρτυρες που ακόμη λόγω της ηλικίας του και της σωματικής του δύναμης ανέπνεε, γιατί νόμισε ότι ίσως αυτός αλλάξει γνώμη. Η μητέρα του όμως παρέμενε κοντά στους μάρτυρες, βλέποντας το παιδί της. Διότι ήταν ο νεώτερος από όλους στην ηλικία και φοβόταν μήπως η νεότητά του αυτή και η αγάπη του για τη ζωή τού φέρει δειλία και βρεθεί ανάξιος της τάξης και της τιμής των συστρατιωτών του. Στεκόταν λοιπόν βλέποντάς τον επίμονα και με το σχήμα  της και με το βλέμμα της, όπως φαινόταν, προσπαθώντας να του εμβάλει θάρρος, και με απλωμένα διαρκώς τα χέρια της σ’ αυτόν έλεγε: Γλυκύτατό μου τέκνο, τέκνο ήδη του ουράνιου Πατέρα, κάνε υπομονή λίγο ακόμη, για να γίνεις τέλειος. Μη φοβηθείς τα βάσανα. Γιατί, να, παρευρίσκεται βοηθός σου ο Χριστός ο Θεός. Λοιπόν, τίποτε άσχημο και καμιά ταλαιπωρία  δεν πρόκειται να συναντήσεις. Όλα εκείνα έφυγαν, όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Από δω και πέρα έρχεται η χαρά, η ηδονή, η άνεση, η ευφροσύνη, που θα τα έχεις συμβασιλεύοντας με τον Χριστό και γινόμενος πρεσβευτής προς Αυτόν και για εμένα που σε γέννησα.

Οι άγιοι λοιπόν με συντριμμένα τα σκέλη παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό. Οι δε στρατιώτες αφού έφεραν άμαξες και έβαλαν σ’ αυτές τα ιερά σώματα, τις οδήγησαν κοντά στο χείλος του γειτονικού ποταμού. Τον νέο όμως εκείνον, που το όνομά του ήταν Μελίτων, παρατηρώντας ότι είναι ακόμη ζωντανός, τον άφησαν για να ζήσει. Βλέποντάς τον η μητέρα του να έχει μείνει μόνος αυτός, θεωρώντας ότι τούτο είναι μάλλον θάνατος γι’ αυτήν και το παιδί της, άφησε κατά μέρος τη γυναικεία αδυναμία, ξέχασε τα σπλάγχνα αγάπης της μάνας, πήρε στους ώμους της τον γιο της κι ακολούθησε με μεγαλοψυχία τα αμάξια, πιστεύοντας ότι τότε θα ζήσει, όταν τον δει νεκρό μάλλον και να έχει φύγει από τη ζωή. Επειδή λοιπόν την ώρα που τον μετέφερε έτσι, άφησε το πνεύμα του, τότε η μάνα άφησε τις φροντίδες της, σκίρτησε πάρα πολύ από χαρά για το τέλος του γιου της, και πήγε το νεκρό σώμα του φίλτατου παιδιού της μέχρι τον τόπο που ήταν τα σώματα των αγίων. Τον έβαλε πάνω σ’ αυτά και τον συναρίθμησε μαζί με τους άλλους, ώστε ούτε και το σώμα να μείνει μακριά από τα σώματά τους, του γιου της που έσπευδε και η ψυχή του να συναριθμηθεί με τις ψυχές εκείνων. Αφού άναψαν δε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του διαβόλου, κατακαίνε τα σώματα των αγίων. Κι έπειτα, κινούμενοι από φθόνο προς τα λείψανα των χριστιανών, τα ρίχνουν στο ποτάμι. Αλλά εκεί, με θεϊκή οπωσδήποτε οικονομία, συγκρατήθηκαν από κάποιο βράχο όλα μαζί. Κάποια χέρια χριστιανών τότε τα σήκωσαν και μας δώρισαν πλούτο παντοτινό. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο Μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πλησίον του Χαλκού Τετραπύλου».

Σπάνια να βρεθεί χριστιανός, ο οποίος να μη γνωρίζει τη φράση «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος», έστω κι αν αγνοεί ότι σχετίζεται με τους αγίους σαράντα μάρτυρες. Πράγματι, η συγκεκριμένη γνωστή φράση αποτελεί σφραγίδα, θα λέγαμε, του μαρτυρίου των αγίων αυτών, δεδομένου ότι οι ίδιοι, λέγοντάς την, λειτουργούσουν ως αλείπτες του εαυτού τους, δηλαδή ως προπονητές, ως καθοδηγητές αυτών των ίδιων, που παρότρυναν και ενίσχυαν ο ένας τον άλλον, για να μείνουν σταθεροί στο μαρτύριο που περνούσαν. Κι είναι αυτό που έλεγαν ό,τι πιο επίκαιρο και καίριο μπορούσαν να σκεφτούν, δεδομένου ότι έδιναν ώθηση στον εαυτό τους να αντέξουν τη δεινότητά τους με μετάθεση του λογισμού τους στο πέρα από αυτό, στο ανώτερο και καλύτερο, στον ίδιο τον Παράδεισο. Αυτό σημαίνει ότι  οι άγιοι λειτουργούσαν ως αληθινοί και γνήσιοι θεραπευτές του εαυτού τους, αγωνιζόμενοι να κρατούν  τους λογισμούς εκείνους που κινούνταν στη χαρισματική διάσταση της αποκάλυψης του Χριστού. Ο Κύριος δεν αποκάλυψε ότι το μαρτύριο και οι θλίψεις αποτελούν την οδό που εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού  - «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» - και ότι αυτό που υφίσταται ο πιστός στον κόσμο ως διωγμό συνιστά συμμετοχή στο δικό Του πάθος; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν».   Το σημειώνει και ο απόστολος: «Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», όσοι θέλουν να ζήσουν με πίστη στον Ιησού Χριστό θα διωχθούν. Έτσι ο προσανατολισμός των αγίων και η στερέωση του λογισμού τους όχι στο φαινόμενο: το μαρτύριο και τα βάσανα, αλλά στο αποτέλεσμα ως βάθος και νόημα του μαρτυρίου: τη βασιλεία του Θεού, ήταν αφενός η επιβεβαίωση της γνησιότητας της πίστης τους˙ έβλεπαν τα πράγματα εν Χριστώ, αφετέρου και η λύτρωσή τους˙ ενεργοποιείτο έτσι η χάρη του Κυρίου στην ύπαρξή τους. Κι από την άποψη αυτή δείχνουν σε όλους τους χριστιανούς με ποιο τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία και θλίψη της ζωής, είτε λέγεται οικονομική και κάθε κρίση είτε «αναποδιά» είτε ανατροπή των «κεκτημένων»: να μη μένουμε δηλαδή στο πρόβλημα, αλλά στη λύση του προβλήματος, την υπέρβασή του. Με τον τρόπο αυτό κινητοποιείται ολόκληρη η ύπαρξή μας, αποκτώντας μία δυναμικότητα που εκβάλλει, με τη χάρη του Θεού, εκεί που λάμπει ο ήλιος της χαράς και της ευφροσύνης.

Ο υμνογράφος των αγίων, Ιωάννης ο μοναχός, επιμένει πολύ στην παραπάνω αλήθεια. Ήδη από τα στιχηρά του εσπερινού επισημαίνει: «Υποφέροντας τα παρόντα με γενναιότητα, με χαρά γι’ αυτά που έλπιζαν, έλεγαν ο ένας στον άλλον οι άγιοι μάρτυρες: Μήπως τάχα ξεντυνόμαστε κανένα ρούχο; Τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας βγάζουμε. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Προκαλεί πόνο η πήξη του νερού, αλλά είναι γλυκιά η απόλαυση. Μη λοιπόν χάσουμε τον δρόμο, συστρατιώτες. Ας υπομείνουμε για λίγο, ώστε να φορέσουμε τα στεφάνια της νίκης από τον Χριστό τον Θεό μας και Σωτήρα των ψυχών μας». Και παρακάτω: «Ρίχνοντας τα ρούχα τους όλα, μπαίνοντας ατρόμητα στη λίμνη, έλεγαν μεταξύ τους οι άγιοι μάρτυρες: Χάριν του Παραδείσου που χάσαμε, ας μην κρατήσουμε σήμερα φθαρτό ιμάτιο. Ντυθήκαμε κάποτε εξαιτίας του φθοροποιού φιδιού διαβόλου, ας ξεντυθούμε τώρα χάριν της ανάστασης όλων». Ώστε για τους αγίους μας τα βάσανά τους ισοδυναμούσαν με την οδυνηρή πράγματι απέκδυση του παλαιού αμαρτωλού φρονήματός τους και την ταυτόχρονη ευφρόσυνη ένδυσή τους από τη χάρη του Θεού που τους έκανε να κερδίζουν τον Παράδεισο. «Σεις που μισήσατε εν Χριστώ τη σάρκα και τον αμαρτωλό κόσμο, ξεντυθήκατε μαζί με τα πρόσκαιρα ρούχα και τον παλαιό άνθρωπο, ντυθήκατε δε τη στολή της αφθαρσίας» (ωδή α΄).

Ο παραπάνω τονισμός της μετάθεσης των λογισμών των αγίων από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, από τα βάσανα στην απόλαυση του Παραδείσου, παραπέμπει βεβαίως και σ’ αυτό που επισημαίνει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όπως και το: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Κίνδυνος ή μάχαιρα ή θλίψις ή στενοχωρία; Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού», με άλλα λόγια κινητήρια δύναμη των αγίων ήταν η αγάπη τους για τον Χριστό, η προσκόλλησή τους σ’ Εκείνον. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «προσκολληθήκατε στον ουράνιο Δεσπότη, αθλοφόροι σαράντα» (κοντάκιο)∙ «τον Χριστόν αντί πάντων εκληρώσαντο», τον Χριστό διάλεξαν αντί οποιουδήποτε άλλου (ωδή γ΄). Αλλά προχωρεί και πιο πολύ στη θεολογία του μαρτυρίου των αγίων. Ερμηνεύοντας το σπάσιμο των σκελών τους, διά του οποίου επέσπευσαν οι δήμιοι τον θάνατό τους, λέει ότι ανάγεται τούτο στο πάθος του ίδιου του Κυρίου: αναπλήρωναν έτσι το υστέρημα του πάθους Του, κάτι που τονίζει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος. «Τα παθήματα που περνάμε αναπληρώνουν τα υστερήματα του σώματος του Χριστού» (Πρβλ. Κολασ. 1, 24). «Αναπληρώνουμε οι σαράντα το υστέρημα του πάθους Σου, Σωτήρα Κύριε, καθώς μας συνέτριψαν τα σκέλη» (στίχοι συναξαρίου). Δεν παραξενεύει λοιπόν η θέση των αγίων, όπως το βάζει στο στόμα τους ο υμνογράφος, ο μοναχός Ιωάννης, ότι δηλαδή οι άθεοι με αυτά που έκαναν εναντίον τους αποδείκνυαν απλώς τη φρενοβλάβειά τους, διότι ενώ έκαναν κάτι που τους προξενούσε ζημιά, αυτοί τελικώς το επέλεγαν με τη θέλησή τους. «Φρενοβλαβείτε, έλεγον οι αθληταί, την πρόξενον ζημίας δωρεάν προτείνοντες, αθεώτατοι» (ωδή δ΄).

Ο υμνογράφος έχει πολλά να θίξει από τους αγίους σαράντα. Ο «φακός» του επικεντρώνει, εκτός του μεγαλείου των ίδιων των αγίων, και στη γενναία και θαυμαστή μητέρα του νεωτέρου μάρτυρα που άντεξε και δεν πέθανε αμέσως, στον φρουρό που πήρε τη θέση του λιπόψυχου στρατιώτη, αλλά και στον τραγικό και αξιοθρήνητο λιπόψυχο, που δείλιασε την τελευταία στιγμή.

 Και να ξεκινήσουμε αντίστροφα. Είναι μεγαλειώδεις ως προς τον πένθιμο χαρακτήρα τους οι στίχοι που αφιερώνει στην τραγική φιγούρα του έκπτωτου από τους σαράντα: τον θεωρεί ως λάφυρο του αρχέκακου διαβόλου, τον παραλληλίζει με τον προδότη Ιούδα, με τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, στον κήπο της Εδέμ. Κι η δραματικότητα των στίχων του φτάνει στο απώγειό της, όταν πικρόχολα θα πει: ο παρ’ ολίγον μάρτυς τελικά έχασε και τις δύο ζωές, και την αιώνια και την πρόσκαιρη. Η αγάπη του για τη ζωή, αποκομμένη από την πηγή της Ζωής, τον έκανε να χάσει κάθε ζωή. «Με μεγάλη χαρά ο αρχέκακος άρπαξε τον έκπτωτο από τη σαραντάδα, όπως από τη δωδεκάδα τον δειλό Ιούδα και τον άνθρωπο από την Εδέμ» (ωδή ς΄). «Είναι ματαιόφρονας και εντελώς άξιος για θρήνους όποιος αστόχησε και στις δύο ζωές: με τη θέρμη της φωτιάς διαλύθηκε και εκδήμησε προς την άσβεστη φωτιά» (ωδή ς΄). «Έτρεξε γρήγορα στο ψυχοφθόρο λουτρό αυτός που αγαπούσε αυτήν τη ζωή, και πέθανε» (ωδή η΄).

Ο Ιωάννης ο υμνογράφος επικεντρώνει όμως και στον φύλακα που η χάρη του Θεού τον κάλεσε την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί να μη συγκινηθεί από ό,τι συνέβη και να μη σκεφτεί αντίστοιχες στιγμές χάρης: τον ληστή πάνω στον σταυρό που πρώτος μπήκε στον Παράδεισο με το «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου», τον απόστολο Ματθία, που πήρε τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα. Όπως αυτοί, έτσι και ο φύλακας καλείται να αναπληρώσει τα ελλείποντα, με ταυτόχρονη οδύνη του τυράννου διαβόλου. «Επειδή είναι  αναιδής ο τύραννος διάβολος, δικαίως όπως παλιά φυσούσε και ξεφυσούσε από την οργή του για τον Ληστή και τον Ματθία, έτσι και τώρα σπαράσσεται από την κλήση του Θεού στον φρουρό» (ωδή ς΄). Για τον Ιωάννη ο μάρτυς φύλακας υπήρξε ένας φιλόχριστος άριστος άρπαγας, που η χάρη του Θεού τον έκανε με θεοσημία να ξεπεράσει και την ίδια τη φυσική αγάπη  για τη ζωή του. «Βρέθηκε σε έκσταση ο φρουρός των σαράντα, βλέποντας τα στεφάνια τους. Και κάνοντας πέρα την αγάπη για τη ζωή του, αναπτερώθηκε από τον έρωτα της φανερωθείσας δόξας Σου» (ωδή ζ΄). «Ο φιλόχριστος φρουρός έγινε άριστος άρπαγας των στεφανιών που είδε» (ωδή ζ΄).

Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η λυρική διάθεση του υμνογράφου μας είναι όταν εστιάζει την προσοχή του στην όντως επική, ηρωική  και γεμάτη τραγικό μεγαλείο προσωπικότητα της μάνας του νεαρού μάρτυρα. Ποιος άνθρωπος δεν θα κλάψει μαζί της και δεν θα παραδειγματιστεί από το ρωμαλέο κυριολεκτικά  αυτό φρόνημά της; Κι η εξήγηση του υμνογράφου είναι μία: η μάνα αυτή ήταν φιλόθεη. Αγαπούσε τον Θεό παραπάνω από όλα, γι’ αυτό και δεν δίστασε να «θυσιάσει» τον υιό της, γινόμενη ένας δεύτερος Αβραάμ. Δεν ξέρουμε τίνος το μαρτύριο ήταν μεγαλύτερο: των αγίων σαράντα ή τελικά της μάνας που υψώνεται σε αιώνιο πρότυπο γυναίκας και μάνας; «Η φιλόθεη μητέρα, με ρωμαλέο νου, παίρνοντας στους ώμους της αυτόν που γέννησε, τον φέρνει μάρτυρα μαζί με τους μάρτυρες, σαν καρπό της πίστης της, μιμούμενη την ιερουργία του Αβραάμ» (ωδή η΄). «Γιε μου, τράβα τον δρόμο σου ίσια προς την αιώνια ζωή, φώναζε η φιλόχριστη μητέρα στο φιλόχριστο παιδί της. Δεν το αντέχω να εμφανιστείς δεύτερος στον αγωνοθέτη Θεό» (ωδή η΄).  

Ο υμνογράφος τελειώνοντας τον θαυμαστό κανόνα του στους αγίους σαράντα, εν είδει επιλόγου, τους σχετίζει με την περίοδο που διανύουμε, τη Μεγάλη Σαρακοστή. Σαράντα εκείνοι, σαράντα οι ημέρες της νηστείας. Για να πει τι; Ότι η μνήμη τους καθιστά πιο λαμπρή και πιο χαρμόσυνη από πλευράς πνευματικής τη νηστεία. Διότι με το μαρτύριό τους προβάλλουν το σωτήριο πάθος του Κυρίου που μιμήθηκαν, συνεπώς επιτείνουν τον αγιασμό της περιόδου αυτής με την άθλησή τους. «Αθλοφόροι Χριστού, κάνατε την πάνσεπτη νηστεία πιο λαμπρή και χαρμόσυνη με τη μνήμη της ένδοξης άθλησής σας. Διότι σαράντα εσείς, αγιάζετε την σαρανταήμερη νηστεία, καθώς μιμηθήκατε με την άθλησή σας υπέρ του Χριστού το σωτήριο πάθος Του. Γι’ αυτό έχοντας παρρησία, πρεσβεύσατε να φτάσουμε κι εμείς με ειρήνη στην τριήμερη Ανάσταση του Θεού και Σωτήρα των ψυχών μας» (δοξαστικό αίνων όρθρου).

08 Μαρτίου 2022

ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ (Η μικρή πεταλούδα)

Την είδε Το Φθινόπωρο νωχελικά να

γέρνει άγγελος στην αγκαλιά του.

Τα μάγουλά της χλωμιαστά

ροδίζανε κάποιες φορές μες

σε σκιές του κόκκινου και τ’ ομιχλώδους μωβ

σαν του ονείρου σύννεφα της Δύσης. 

Και φάνηκε αρχόντισσα μικρή

που 'μασε δάκρυα αγνά από

τους θρήνους των φρυγμένων δέντρων

και των σκισμένων βράχων.

Κρεμάστηκε στο στήθος της που ’ψελνε

αίνους μυστικούς στη βουρκωμένη της καρδιά

κι ένιωσε να ποτίζονται ρίζες του οι κρυμμένες.

8 ΜΑΡΤΙΟΥ: Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Όταν και μέχρι τα νεώτερα χρόνια υπήρχε προβληματισμός σε κάποιες κοινωνίες αν η γυναίκα εντάσσεται στο ανθρώπινο είδος∙ όταν και μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα να ψηφίζει, γιατί ο «χώρος»  της ήταν μόνο το σπιτικό και η οικογένειά της∙ όταν ακόμη και σήμερα η επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση της γυναίκας για ορισμένους θεωρείται «σκάνδαλο»∙ όταν μ’ ένα λόγο η σύγκριση της γυναίκας προς τον άνδρα σε οικουμενική σχεδόν κλίμακα και διαχρονικά, από πλευράς κοινωνιολογικής, πολιτικής, οικονομικής, αποβαίνει μονίμως εις βάρος της γυναίκας, τότε, ναι! Μιλάμε για μία προβληματική κοινωνία, της οποίας το διαστροφικό στοιχείο την έχει διαποτίσει τόσο, ώστε να μην μπορούμε να βρούμε κανένα ελαφρυντικό και δικαιολογητικό στοιχείο υπέρ αυτής[1].

Και γιατί έπειτα να παραξενευόμαστε που μόλις τα τελευταία χρόνια διεθνώς, ελάχιστο καιρό στα καθ’ ημάς, ήρθαν και έρχονται στο φως περιπτώσεις που δείχνουν αυτήν τη μειονεκτική θέση της γυναίκας, η οποία δέχεται προσβολές όλων των ειδών με αδυναμία αντίδρασής της και ευρέσεως του δίκιου της; Πρέπει να επιστρατεύσει όντως όλα τα αποθέματα της ψυχικής της δύναμης, να βρει στηρίγματα που ενώ υπάρχουν δύσκολα επισημαίνονται, προκειμένου να βγάλει την καταπιεσμένη φωνή της κι απελπισμένα να κραυγάσει: «Φτάνει! Μέχρις εδώ και μη παρέκει!»

Το πρόβλημα βεβαίως είχε επισημανθεί ήδη απαρχής του χριστιανισμού – ο ίδιος ο Χριστός υπήρξε καταπέλτης στην υποβάθμιση της γυναίκας, τονίζοντας ότι ο Θεός δεν δημιούργησε έτσι τα πράγματα[2]! Αλλά και μετέπειτα, παρόλη την επίδραση του χριστιανισμού, δεν υπήρξε μία γενικευμένη και νομοθετημένη λύση του – οι  εξαιρέσεις πάντοτε υπάρχουν. Ο μέγας Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για παράδειγμα, και όχι μόνον  αυτός, διαπιστώνοντας στην εποχή του (4ος αι.) την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας που και νομικά εθεωρείτο κατώτερη από τον άνδρα, αυτήν την απάντηση έδινε στο γιατί συμβαίνει η συγκεκριμένη αμαρτία. «Άνδρες οι νομοθετούντες» έλεγε, δηλαδή αφού εκείνοι που νομοθετούν είναι άνδρες, προς το συμφέρον τους όλα τα ρυθμίζουν[3]. 

Και βεβαίως ο άγιοι Πατέρες μας, κινούμενοι ευαγγελικά και αποστολικά, προχωρούν βαθύτερα, εκεί που λειτουργεί η ανθρώπινη φύση με όλη τη σκοτεινιά της. Η υποβάθμιση της γυναίκας υπάρχει, σημειώνουν, γιατί η αμαρτία έχει διαβρώσει τον άνθρωπο και έχει αλλοιώσει όλες τις σχέσεις του, (και ως προς τον ίδιο του τον εαυτό), αλλά και τις σχέσεις του προς την υπόλοιπη δημιουργία. Για να προχωρήσουν στην ψαύση της κεντρικής αιτίας: όλες οι σχέσεις χάλασαν, τα δύο φύλα εναντιώθηκαν μεταξύ τους, γιατί χάλασε η πιο κεντρική και θεμελιακή σχέση, από την οποία πηγάζει η ίδια η ύπαρξη: η σχέση με τον Θεό.

Όλα τα παραπάνω, όλες οι ασχήμιες για τις οποίες κανείς εχέφρων  άνθρωπος δεν μπορεί όχι να καυχηθεί αλλά ούτε και κατά διάνοια να αποδεχτεί, οφείλονται στην επανάσταση του ανθρώπου κατά του Δημιουργού και Πατέρα του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος»[4] σημειώνει η Γραφή, θεωρώντας ότι θάνατος δεν είναι μόνο η βιολογική φθορά του ανθρώπου, αλλά πρωτίστως η απώλεια της σχέσης με τον Θεό Ζωή, που φέρνει την απώλεια της ορθής σχέσης και με τον συνάνθρωπο, και μάλιστα τον πρώτο συνάνθρωπο: τη γυναίκα για τον άνδρα και τον άνδρα για τη γυναίκα. Ο ένας άνθρωπος («εποίησεν άνθρωπον ο Θεός, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς»[5]) που κομματιάστηκε.

Κι ακριβώς. «Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ άνδρα και γυναίκας», εξαγγέλλει με κάθε τρόπο η Γραφή, αφότου ήρθε στον κόσμο ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Ιησούς Χριστός. Γιατί; Διότι «όλοι είστε ένα μπροστά στον Χριστό ενωμένοι μαζί Του»[6]. Ο Χριστός ήλθε και στην σε δύο φύσεις μία θεϊκή Του υπόσταση[7] αποκατέστησε τον άνθρωπο στην ενότητά του: άνδρες και γυναίκες και κάθε θεωρούμενη διαφορά δεν κατανοούνται πια κατά ατομικό τρόπο. Οπότε το μεγαλείο του ανθρώπου δεν έγκειται  στην ανδρική ή τη γυναικεία φύση του, αλλά στο κατά πόσον η θέλησή του λειτουργεί για την ενότητα, κλίνει δηλαδή εν αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Η αγάπη κι η ενότητα είναι το προέχον[8], αυτή συνιστά την αγιότητα εν Χριστώ, γι’ αυτό και στη χριστιανική πίστη ο σπουδαιότερος άνθρωπος, ο μεγαλειωδέστερος και στο απώγειό του ευρισκόμενος είναι η Παναγία Θεοτόκος – η εικόνα της απόλυτης  αγάπης ως Μάνας αγκαλιάς[9].

 Μία γυναίκα δηλαδή είναι ό,τι σημαντικότερο και ανώτερο υπάρχει στο ανθρώπινο γένος, γι’ αυτό και στο πρόσωπο Εκείνης, της Μοναδικής, βλέπουμε την πληρέστερη καταξίωση και της συγκεκριμένης ημέρας. Όσο στην Εκκλησία μας ακούγεται ο παιάνας γι’ Αυτήν «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον...», τόσο θα ξέρουμε τι τελικά γιορτάζουμε και προς τα πού ως πολικό αστέρα πρέπει να προσβλέπουμε όλοι, κατεξοχήν δε η γυναίκα. Ένα τέτοιο όραμα είναι ευνόητο ότι πλαταίνει τον άνδρα, πλαταίνει ιδίως τη γυναίκα, οδηγώντας και τους δύο αφενός στην πραγματική έννοια της ισότητας ως εν Χριστώ ενότητάς  τους, αφετέρου στη φανέρωση στον κόσμο τούτο των ιδιαιτέρων χαρισμάτων τους που καθορίζει αλληλοσυμπληρωματικά το φύλο τους.



[1] «Παρ’ όλες τις ραγδαίες και πολλές φορές δραµατικές εξελίξεις σε όλους σχεδόν τους τοµείς της ιδιωτικής και δηµόσιας ζωής των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, µία τουλάχιστον κοινωνική σχέση παραµένει αναλλοίωτη στο κατώφλι του 21ου αιώνα: η σχέση ανισότητας ανάµεσα στα δύο φύλα... Ουσιαστικά, το γυναικείο κίνηµα οργανώθηκε µετά το 2ο παγκόσµιο πόλεµο και την Παγκόσµια ∆ιακήρυξη των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου, οπότε και µια σειρά από διεθνείς συµβάσεις και πολιτικές του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών ανάγκασαν µεγάλους οργανισµούς και κυβερνήσεις κρατών να προωθήσουν την ισότιµη συµµετοχή και αντιµετώπιση της γυναίκας στους περισσότερους τοµείς. Συγκεκριµένα, το 1952 ψηφίστηκε η διεθνής σύµβαση του Ο.Η.Ε. για τα ίσα πολιτικά δικαιώµατα των γυναικών και την ίση πρόσβαση σε όλα τα δηµόσια λειτουργήµατα, µε την οποία αναγκάστηκε να συµµορφωθεί και η χώρα µας (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 1998). Ωστόσο, οι νοµοθετικές µεταρρυθµίσεις προς όφελος των γυναικών δεν άλλαξαν σηµαντικά την κοινωνική θέση της γυναίκας» (Χριστίνα Αθανασιάδου, Νέες γυναίκες µε πανεπιστηµιακή µόρφωση και η συµφιλίωση της ιδιωτικής και της δηµόσιας σφαίρας στο σχεδιασµό της ενήλικης ζωής, Διδ. Διατρ., Τµήµα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 2002).

[2] Ματθ. 19, 8: «ἀπ’ ἀρχῆς δέ οὐ γέγονεν οὕτω».

[3] «Για ποιο λόγο δηλαδή τιμωρούν τη γυναίκα, ενώ συγχωρούν τον άντρα; Ενώ όταν η γυναίκα προσβάλλει το κρεβάτι του άντρα της διαπράττει μοιχεία και από το νόμο τιμωρείται γι’ αυτό βαριά, γιατί δεν τιμωρείται και ο άντρας όταν πηγαίνει με άλλες γυναίκες; Αυτήν την νομοθεσία δεν την αποδέχομαι και καταδικάζω αυτή την κατάσταση. “Άνδρες οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών η νομοθεσία”» (Λόγος λζ΄).

[4] Ρωμ. 5, 12.

[5] Γεν. 1, 27.

[6] Πρβλ. Γαλ. 3, 23: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

[7] «Εἷς ἐστιν Υἱός, διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν» (δογμ. Θεοτοκίο εσπ. Κυρ. πλ. δ΄).  

[8] Βλ. Α΄Κορ. 13.

[9] «Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τῶν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον» (Δ΄στάση Χαιρετισμών Θεοτόκου).

ΓΙΑΤΡΕΨΕ ΜΕ, ΟΙΚΤΙΡΜΟΝΑ ΚΥΡΙΕ!

ΚΑΘΑΡΑ ΤΡΙΤΗ

«Τραυματισθέντα δεινῶς ἡδονῶν τῇ ρομφαίᾳ, τῇ μοτώσει, Οἰκτίρμον, τῆς εὐσπλάγχνου σου ροπῆς, ἰάτρευσόν με, Λόγε, ὅπως σε εὐχαρίστως δοξάζω εἰς αἰῶνας» (ωδή η΄ τριωδίου).

(Γιάτρεψέ με, Οικτίρμονα Κύριε, Λόγε του Θεού, με το θεραπευτικό κάλυμμα της ευσπλαχνίας Σου, επειδή τραυματίστηκα σκληρά με το ξίφος των ηδονών, προκειμένου να Σε δοξάζω ευχαρίστως αιώνια).

Μέσα στα πολλά πνευματικά κατανυκτικά εδέσματα της ημέρας, ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει και τον παραπάνω ύμνο, ο οποίος εν συνόψει καθορίζει το όλο πλαίσιο της πορείας του χριστιανού. Η εν ευχαριστία δοξολογία του Θεού, τονίζει, είναι η διαρκής απόβλεψη του χριστιανού: από τον Χριστό δημιουργηθήκαμε, με Εκείνον κρατιόμαστε και προχωρούμε, σ’ Αυτόν κατατείνουμε. «Ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται» (απ. Παύλος). Δοξολογία του Θεού συνεπώς σημαίνει να προσβλέπω πάντοτε προς τον Κύριο (:«οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον») και σ’ Εκείνον να ρίχνω όλη τη δύναμη της ψυχής και της καρδιάς μου – μία αδιάκοπη κίνηση αγάπης, κατά την κεντρική εντολή Του «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ἐξ ὅλης τῆς διανοίας ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος». Έτσι δεν πραγματοποιείται και ο σκοπός για τον οποίο ο Κύριος μάς δημιούργησε; Από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν.

Είναι η πορεία της πνευματικής υγείας του ανθρώπου, σημειώνει όμως ο υμνογράφος. Μόνον όποιος έχει θεραπευτεί ψυχικά, έχει δηλαδή καθαρίσει τους πνευματικούς του οφθαλμούς, μπορεί να δει και τον Κύριο, να νιώσει την αγάπη Του, να Τον ευχαριστήσει και να Τον δοξολογήσει. Θυμόμαστε αίφνης τον ένα και μοναδικό από τους δέκα θεραπευθέντες λεπρούς από τον Κύριο, ο οποίος επέστρεψε για να Τον ευχαριστήσει για τη θεραπεία του. Επέστρεψε, λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς, με μεγάλη φωνή δοξολογώντας τον Θεό. Και τι έκανε; Πρόσπεσε στα πόδια του Χριστού ευχαριστώντας Τον. Τότε δοξολογούμε, θεραπευμένοι, σωστά τον Θεό, όταν στρεφόμαστε πάντα με ευχαριστία στον Κύριο Ιησού Χριστό. Κι αυτό υπενθυμίζει ο εκκλησιαστικός ποιητής: Γιάτρεψέ με, Κύριε, για να Σε δοξολογώ με ευχαριστία.

Καταφεύγει όμως ο πιστός στον Κύριο ως τον Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, γιατί βλέπει τα τραύματά του που τον καθιστούν δέσμιο του κόσμου τούτου και δεν τον αφήνουν να ανοιχτεί προς τον Κύριο. Και τα τραύματα αυτά είναι όσα του δημιουργεί το ξίφος των ηδονών. Το σαρκικό αμαρτωλό φρόνημα δηλαδή που επιδιώκει πάντοτε τις ηδονές του βίου τούτου είναι το μόνιμο πρόβλημα του ανθρώπου, και μάλιστα του χριστιανού που έχει επίγνωση της τραγικής αυτής πραγματικότητας. Όπως το σημειώνουν και όλοι οι άγιοι Πατέρες μας: «οι σαρκικές ηδονές και το υπερήφανο φρόνημα ταλαιπωρούν τον άνθρωπο». Κι έχει μεγάλη βαρύτητα η επισήμανση: η αμαρτία και το φρόνημά της μπορεί να φαίνονται ότι φέρνουν ευχαρίστηση, αλλά στο βάθος συνιστούν την πληγή και το τραύμα του ανθρώπου – η ηδονή που γίνεται οδύνη! Αυτό είναι και το δράμα των περισσοτέρων σήμερα ανθρώπων: να αμαρτάνουμε και να μη νιώθουμε ότι πρόκειται για την καταστροφή μας.

Έτσι το «σχήμα» της εν επιγνώσει πορείας του χριστιανού παρουσιάζεται ανάφλυφο ενώπιόν μας: νιώθουμε τις πληγές του αμαρτωλού φρονήματός μας, καταφεύγουμε στον Χριστό που είναι ο Ιατρός και ο θεραπευτής μας, ανοίγουν τα μάτια μας και με αίσθηση ψυχής δοξολογούμε και ευχαριστούμε τον Θεό. Είναι περιττό να πούμε ότι η πορεία αυτή διαγράφει και τα αληθινά σημάδια της μετανοίας: επίγνωση της αμαρτίας, στροφή προς τον Θεό για να βρω το σπίτι μου, δηλαδή τον εαυτό μου.