Την είδε Το Φθινόπωρο νωχελικά να
γέρνει άγγελος στην αγκαλιά του.
Τα μάγουλά της χλωμιαστά
ροδίζανε κάποιες φορές μες
σε σκιές του κόκκινου και τ’ ομιχλώδους μωβ
σαν του ονείρου σύννεφα της Δύσης.
Και φάνηκε αρχόντισσα μικρή
που 'μασε δάκρυα αγνά από
τους θρήνους των φρυγμένων δέντρων
και των σκισμένων βράχων.
Κρεμάστηκε στο στήθος της που ’ψελνε
αίνους μυστικούς στη βουρκωμένη της καρδιά
κι ένιωσε να ποτίζονται ρίζες του οι κρυμμένες.