«Ο άγιος Αλέξιος
καταγόταν από τη Ρώμη κι οι γονείς του, ο πατέρας του πατρίκιος
Ευφημιανός και η μητέρα του Αγλαΐδα, ήταν πλούσιοι και πολύ ευγενείς, έχοντας
τον Αλέξιο το μοναδικό τους παιδί. Ο πατέρας του όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία
ετοίμασε τα του γάμου του υιού του, οπότε τότε που έπρεπε να αποσυρθεί με τη
νύφη στη νυφική παστάδα, εκείνος αφού έδωσε σ᾽ αυτήν το δαχτυλίδι του γάμου και
προσευχήθηκε, έφυγε κρυφά από τον οίκο του κι ἔφτασε στην ´Εδεσσα. ´Εμεινε στην
πόλη αυτή και στην εκεί Εκκλησία δεκαοκτώ έτη, φορώντας πάμπτωχα ρούχα σαν ράκη
και τρεφόμενος από τις προσφορές ελέους και φιλανθρωπίας των αθρώπων.
´Εφυγε
όμως κι από κει (διότι δεν ήταν δυνατόν να διαφεύγει την προσοχή των ανθρώπων
και να κρύβεται η αρετή του πάντοτε, καθώς ήδη τον προσήγγιζαν και τον
ενοχλούσαν πολλοί), και καθώς έμελλε να μεταβεί στην Ταρσό της Κιλικίας, στον
ναό του αγίου αποστόλου Παύλου, δέν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία
του, διότι το πλοίο από τους ενάντιους ανέμους οδηγήθηκε αλλού. Έφτασε και πάλι
στη Ρώμη, οπότε πήγε στον οίκο του πατέρα του. Κι αφού δεν τον αναγνώρισε κανείς,
πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στους πυλώνες της εισόδου του οίκου του,
υφιστάμενος τις κοροϊδίες και τους εμπαιγμούς από τους υπηρέτες του πατέρα του
και πάσχοντας πολλά δεινά, όσα συνήθως πάσχει από τους ανθρώπους της τρυφής και
της αταξίας άνθρωπος ξένος που δεν μπορεί καθόλου να σηκώσει το κεφάλι.
´Οταν
πλησίασε το μακάριο τέλος του, ζήτησε χαρτί, κι αφού έγραψε το ποιός ήταν και
ποιοι ήταν οι γονείς του, το κράτησε πάνω του, μέχρις ότου ο βασιλιάς Ονώριος
μετά από τη θεϊκή αποκάλυψη έφτασε εκεί. Ο βασιλιάς τον παρακάλεσε, ενώ ήδη
είχε πεθάνει, και πήρε το χαρτί. Κι όταν το διάβασε εις επήκοον όλων τότε
μαθεύτηκαν τα σχετικά μ᾽ αυτόν. Καθώς η έκπληξη όλων ήταν τεράστια, πήραν το
άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν με τιμή και μεγαλοπρέπεια στον ναό του αγίου
αποστόλου Πέτρου. Έκτοτε το λείψανό του προχέει αδιάκοπα μύρα ευώδη και ιάματα
σ᾽ όλους τους πιστούς που προσέρχονται εκεί».
Δεν είναι τυχαίο ότι
ενώ όλοι οι άγιοι είναι άγιοι γιατί ακριβώς υπήρξαν άνθρωποι του Θεού, ο μόνος
που έμεινε στην ιστορία με τη συγκεκριμένη προσωνυμία είναι ο άγιος Αλέξιος, ο
άνθρωπος του Θεού. Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ είναι σαφής:
«Κλήθηκες συ μόνος πάνω στη γη άνθρωπος του Θεού» (στίχος
συναξαρίου). Η εξήγηση που φέρνει είναι πειστική: Πρώτον, γιατί «σε γνωρίσαμε
άνθρωπο του Θεού όχι μόνο από την κλήση σου αλλά και από τα πράγματα» (στιχηρό
εσπερινού). Η ζωή του αγίου Αλεξίου, κατά τον υμνογράφο, ήταν μία διαρκής
επιβεβαίωση της υπακοής του στο θέλημα του Θεού, μία εγκόλπωση τής χωρίς μέτρο
πτωχείας, της στενής και θλιμμένης οδού στην οποία ο Κύριος κάλεσε κάθε πιστό.
Γι᾽ αυτό και γέμισε από αρετές, ενώ του δόθηκε από τον Θεό το χάρισμα της
θαυματουργίας. «Διάβηκες οδό στενότατη, γιατί ακολούθησες από τη νεότητά σου
άμεμπτο και όσιο βίο» (ωδή α´).
Εκείνο στο οποίο
επιμένει ο υμνογράφος Ιωσήφ - γιατί πέραν της εξαιρετικής δυσκολίας του υπήρξε
και το κύριο στοιχείο που οδήγησε σε αγιότητα τον Αλέξιο - ήταν το γεγονός ότι
αρχοντόπουλο αυτός με όλη τη δόξα και τα πλούτη της οικογένειάς του όχι μόνο τα
καταφρόνησε, αλλά υπέμεινε καρτερικά και την ατίμωση της ξενιτείας μπροστά
στο ίδιο του το σπίτι. Γνωρίζουμε ότι η ξενιτεία ως αρετή που ασκείται από
πολλούς αγίους μας είναι πράγματι πολύ δύσκολη, αφού αναγκάζεται κανείς να
παλέψει με ό,τι πιο φυσικό αναβλύζει από την ύπαρξη του ανθρώπου: την ανάγκη
για αποδοχή και αναγνώριση, την ανάγκη της αγάπης από τους άλλους ή έστω της μη
καταφρόνιας του, στον άγιο όμως Αλέξιο (και σε ορισμένους άλλους
αγίους είναι αλήθεια) η αρετή αυτή ῾απογειώθηκε᾽ κατά το κοινώς λεγόμενο, αφού
την εξάσκησε στο ίδιο του το σπίτι. Να είσαι στο σπίτι σου, να ξέρεις ότι όλα
είναι δικά σου, να έχεις τη δύναμη επιβολής επί των άλλων, και να μένεις
κρυμμένος και άγνωστος, δεχόμενος τη διακωμώδηση και από τους υπηρέτες ακόμη,
τούτο υπέρκειται της φυσικής ζωής και κινείται στο χαρισματικό επίπεδο του υπέρ
φύσιν. Φανερώνει τον πλούτο της ταπείνωσης και τη βία πάνω στα ανθρώπινα πάθη,
για τα οποία μίλησε ο Κύριος, συνεπώς την από τη ζωή αυτή είσοδο στη βασιλεία
του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν».
«Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». «Απονέκρωσες το φρόνημα της σάρκας σου,
βλέποντας τους γονείς σου. Και καθώς δεν σε αναγνώριζαν, υπέμενες τη βία της
φύσεως και την καταφρόνια και εξουθένηση των άπειρων υπηρετών σου που σε
έθλιβαν» (ωδή ζ´). «Μεγάλο θαύμα! Πώς παρέμεινες πτωχός, Αλέξιε, μέσα
σε πλούτο άπειρης ταπείνωσης» (ωδή ζ´). Και δεν ήταν μόνο η βία που ασκούσε
στον εαυτό του από την άγνοια των γονέων του, αλλά και η βία και το ατσάλινο
φρόνημα που επιδείκνυε καθώς έβλεπε και άκουγε τους πικρούς θρήνους και αυτών
και της ίδιας της συζύγου του! «Πόσο μεγάλο θαύμα! Πώς σα διαμάντι κρατήθηκες
στους πυλώνες των γονιών σου όλα τα χρόνια, χωρίς να καμφθείς, ασκώντας βία στη
φύση σου, από τους πικρούς θρήνους των γονιών σου και της συζύγου σου, Αλέξιε» (εξαποστειλάριο
όρθρου).
Στην ουσία – και αυτό
είναι το δεύτερο σημείο της εξήγησης του υμνογράφου – ο άγιος Αλέξιος έζησε
ακριβώς τη ζωή του Χριστού. Η ταπείνωση του Χριστού, του Υιού του Θεού που «εκένωσεν
εαυτόν», άδειασε από τον πλούτο της θεότητός Του για να γίνει ένας απλός άνθρωπος,
υφιστάμενος τα πάνδεινα από τα δημιουργήματά Του, είναι εκείνο που διαβάζει ο
υμνογράφος καθώς βλέπει την υπερφυή ζωή και του Αλεξίου. «´Αφησες τους
κοσμικούς θορύβους και το βάρος του πλούτου κι έγινες μετανάστης από την
πατρίδα σου, πάτερ Αλέξιε, μιμούμενος την πτωχεία του Χριστού» (ωδή γ´).
Μίμημα Χριστού ο άγιος Αλέξιος, γι᾽ αυτό και ορισμός του γνησίου χριστιανού. «Χριστιανός
εστι μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγιος Ιωάννης της
Κλίμακος). Κι ακόμη περισσότερο: ο άγιος Ιωσήφ βλέποντας όλη την πορεία του
αγίου μαζί με το τέλος του νιώθει ότι ῾καθρεπτίζει᾽ και από την άποψη αυτή την
όλη πορεία του Χριστού. Εκείνος Θεός ων κατέρχεται, ζει, πάσχει, ανέρχεται εν
δόξη. Ο άγιος Αλέξιος πλούσιος ων τα εγκαταλείπει όλα, περνάει ζωή ταπείνωσης
και στένωσης, πάσχει, στο τέλος φανερώνεται εν δόξη από τον ίδιο τον Κύριο.
«Ήσουν κόσμημα με την ιερά πολιτεία σου, ένδοξε, γι᾽ αυτό πάλι ο Χριστός παρά
τη θέλησή σου σε δίνει την πατρίδα σου, ενώ απέφευγες την πρόσκαιρη δόξα» (ωδή
ς´). «Ο Κύριος με μεγάλη φωνή σε φανερώνει σ᾽ όλη τη Ρώμη, εσένα που ήσουν ο κρυμμένος
θησαυρός που βρισκόσουν σε σχήμα πτωχού» (ωδή η´).
Στην όλη αγισμένη
πορεία του Αλεξίου ο υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει το βασικό κίνητρό της. Τι
ήταν εκείνο που έκανε τον Αλέξιο να προβεί στις ῾παράδοξες᾽ αυτές θεωρούμενες
κινήσεις του, σαν τον απόστολο Παύλο που διεκήρυσσε «ηγούμαι πάντα σκύβαλα
είναι ίνα Χριστόν κερδήσω»; Δύο πράγματα κυρίως, λέει ο Ιωσήφ: πρώτον ο
θείος έρωτας που ερέθιζε διαρκώς την καρδιά του, κάνοντάς τον να ποθεί μόνο τον
ουράνιο πλούτο (ωδή δ´), δεύτερον η βαθειά αγάπη του προς την Μητέρα του
Κυρίου, την Υπεραγία Θεοτόκο. Η Παναγία ήταν το εντρύφημα του αγίου, καθώς στον
ναό της ήθελε πάντοτε να κάθεται, γεγονός που επέσυρε την αγάπη Εκείνης
απέναντί του με αποκορύφωμα τη φανέρωσή του από Αυτήν και τη δόξα του μέσα στην
κρύπτη του. «Ζητώντας να κάνεις την καρδιά σου ναό του Θεού, αγάπησες να
κάθεσαι, ένδοξε, πάντοτε στον οίκο της Θεομήτορος και να θεωρείς τα ουράνια
κάλλη» (ωδή δ´). «Εσένα που έγινες ζωντανός ναός του Θεού, σε φανερώνει
ενώ κρυβόσουν το σκήνωμα του Θεού η Απειρόγαμος Δέσποινα, και σε δοξάζει ενώ
προσπαθούσες να μένεις άγνωστος» (ωδή ς´).
Γι᾽ αυτό τελικώς ο άγιος υμνογράφος θεωρεί πέραν των όσων είπαμε ότι ο άγιος Αλέξιος ῾κατέκτησε᾽ τα ουράνια: διότι έζησε την άσαρκη ζωή των αγγέλων του Θεού και διότι με τα παθήματά του αποδείχθηκε δεύτερος Λάζαρος της γνωστής παραβολής του Κυρίου. «Φάνηκες να μιμείσαι στη γη την άσαρκη πολιτεία» (ωδή ε´). «Υπέμεινες την πτωχεία καθώς έγινες ζητιάνος, σαν τον πτωχό Λάζαρο» (ωδή δ´).