«Ο Χριστός, προτού
παραδώσει την τελευταία Του πνοή, συγχώρεσε όλους εκείνους που τον βασάνισαν,
τον μυκτήρισαν και τον θανάτωσαν. Προσευχήθηκε στον ουράνιο Πατέρα Του να τους
συγχωρέσει, αλλά προχώρησε ακόμα παραπέρα. Τους δικαιολόγησε, βρήκε
ελαφρυντικό γι’ αυτούς. Είπε, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.
Γιατί επανέλαβε
ιδιαίτερα o Κύριος τη διδαχή Του για τη συχώρεση, την ώρα που βρισκόταν πάνω
στο σταυρό; Από το τεράστιο πλήθος των διδαχών που έκανε ενόσω ζούσε, γιατί
διάλεξε αυτήν κι όχι κάποια άλλη να προφέρουν τα άγια χείλη Του, στο τέλος
ακριβώς της επίγειας ζωής Του; Αναμφίβολα επειδή ήθελε η διδασκαλία Του
αυτή να παραμείνει στη μνήμη όλων, να λειτουργήσει σαν παράδειγμα προς μίμηση.
Στο πάθος Του πάνω στό σταυρό, σ’ αυτό το μεγαλειώδες πάθος που ξεπερνά κάθε
μεγαλείο, που υψώνεται πάνω από τους βασιλιάδες και τους κριτές της γης, πάνω
από σοφούς και διδασκάλους, από πλούσιους και φτωχούς, από κοινωνικούς
αναμορφωτές κι επαναστάτες, ο Κύριος Ιησούς με το παράδειγμα της συχώρεσης
έβαλε τη σφραγίδα στο ευαγγέλιό Του. Έδειξε μ’ αυτόν τον τρόπο πως χωρίς
συχώρεση ούτε οι βασιλιάδες μπορούν να κυβερνούν, ούτε οι δικαστές να κρίνουν,
οι σοφοί δεν μπορούν να είναι σοφοί, ούτε οι διδάσκαλοι να διδάσκουν. Δεν
μπορούν οι πλούσιοι κι οι φτωχοί να ζουν ως άνθρωποι κι όχι σαν άλογα ζώα, δε
γίνεται ο πυρετός των επανασταστών κι αναμορφωτών να είναι χρήσιμος. Πάνω απ’
όλα ο Χριστός ήθελε με τη διδαχή Του αυτή να δείξει πως, χωρίς
συγχωρητικότητα, οι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να κατανοήσουν το ευαγγέλιό Του,
ούτε πολύ περισσότερο να το εφαρμόσουν.
Ο Κύριος ξεκίνησε τη διδασκαλία Του με λόγια για τη μετάνοια και την τέλειωσε με λόγια για τη συχώρεση. Η μετάνοια είναι ο σπόρος, η συχώρεση είναι ο καρπός. Ο σπόρος δεν έχει καμιά αξία αν δεν καρποφορήσει. Καμιά μετάνοια δεν έχει αξία χωρίς συχώρεση. Τι θα ήταν η κοινωνία των ανθρώπων χωρίς συχώρεση; Ένα θηριοτροφείο, τοποθετημένο στη μέση του θηριοτροφείου της φύσης. Τι άλλο θα ήταν όλοι οι νόμοι των ανθρώπων στη γη παρά αλυσίδες αφόρητες, αν δεν υπήρχε η συχώρεση να τις μαλακώσει;» (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)