18 Μαρτίου 2022

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

«῾Ο ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς πού πρέσβευαν τήν ὀρθή πίστη, μέ τήν ὁποία ἀνατράφηκε κι αὐτός ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου, (υἱοῦ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου). ῞Οταν ὁ ἐπίσκοπος ῾Ιεροσολύμων ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή, ὁ μακάριος αὐτός ἀξιώθηκε τήν ἐπισκοπική χάρη τῆς πόλεως, ὑπερμαχώντας προθύμως γιά τά ἀποστολικά δόγματα. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ᾽Ακάκιος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Καισάρειας τῆς Παλαιστίνης, ὁ ὁποῖος ἀποκηρύχθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς διότι δέν ἀνεχόταν νά ὁμολογεῖ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ὁμοούσιον μέ τόν Πατέρα, καί δέν εἶχε ἀποδεχθῆ τήν καθαίρεσή του ἀπό αὐτήν ἀλλά βρισκόταν ὡς τύραννος ἀκόμη στόν θρόνο του, κατεβίβασε τόν μακάριο Κύριλλο ἀπό τόν δικό του θρόνο τῶν ῾Ιεροσολύμων καί τόν ἐκδίωξε ἀπό αὐτά, ἐπειδή ἦταν γνωστός τοῦ ἀρειονόφρονος βασιλιᾶ Κωνσταντίου καί ἔπαιρνε ἀπό ἐκεῖ τήν ἐξουσία.

῾Ο Κύριλλος τότε πῆγε στήν Ταρσό καί βρέθηκε μαζί μέ τόν θαυμάσιο Σιλουανό. Κι ὅταν μάλιστα συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Σελεύκεια ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὁ ᾽Ακάκιος σηκώθηκε καί ἔφυγε καί ἔτρεξε πρός τήν Κωνταντινούπολη. Μέ ὅσα εἶπε στόν βασιλιά τόν ἐξόργισε κατά τοῦ Κυρίλλου, τόν ὁποῖο μάλιστα κατεδίκασε σέ ἐξορία. ῞Οταν λοιπόν ἀπέθανε ὁ Κωνστάντιος  καί τόν διαδέχθηκε στήν βασιλεία ὁ ᾽Ιουλιανός, αὐτός θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν εὔνοια ὅλων τῶν ἐπισκόπων πού εἶχαν ἐξορισθῆ ἀπό τόν Κωνστάντιο διέταξε νά ἐπανέλθουν αὐτοί στίς ᾽Εκκλησίες τους. Μαζί μέ ὅλους λοιπόν ἔλαβε καί πάλι τόν θρόνο του ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ διαποίμανε καλῶς καί θεοφιλῶς τό ποίμνιο πού τοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ ἡ ᾽Εκκλησία καί ἄφησε ὡς μνημόσυνό του σ᾽ αὐτήν τίς Κατηχήσεις πού φέρουν τό ὄνομά του, λίγο χρόνο μετά τήν ἐπάνοδό του ἀναπαύθηκε μακαρίως.

῏Ηταν δέ κατά τόν τύπο τοῦ σώματος μέτριος στό ἀνάστημα, ὠχρός, μέ πλούσια κόμη, μέ μικρή μύτη, μέ τετράγωνο τό πρόσωπο, μέ φρύδια εὐθέα καί ἴσια, μέ γένια λευκά, δασιά καί χωρισμένα στά δύο, μοιάζοντας μέ ὅλο τό ἦθος του μέ ἀγροῖκο καί χωρικό ἄνθρωπο».

Πολύφωτο ἀστέρι τῆς ᾽Εκκλησίας χαρακτηρίζει τόν ἅγιο Κύριλλο ὁ ὑμνογράφος του Θεοφάνης, κι ὄχι μία φορά. ᾽Αστέρι πού ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος, ὡς ῞Ηλιος, ἔβαλε στό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, προκειμένου νά φωτίζει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ τίς ἀκτίνες τῆς διδασκαλίας του (ὠδή θ´). Αὐτό σημαίνει ὅτι τό φῶς τοῦ ἁγίου δέν ἦταν φῶς πού προερχόταν ἀπό κάτι δικό του. ῏Ηταν φῶς πού ἀντανακλοῦσε τόν ῞Ηλιο Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο μέ τά λόγια του, ἀλλά κυρίως μέ τήν ζωή του συνιστοῦσε τό καθοδηγητικό στοιχεῖο γιά τούς πιστούς, ἀκόμη καί γιά τούς Πατέρες πού συγκροτοῦσαν Σύνοδο. Μέ ἄλλα λόγια στό πρόσωπό του καί στίς διδαχές του ἔβλεπαν ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, γεγονός πού ὁδηγοῦσε στήν κατά φυσικό τρόπο ἐξαφάνιση τῶν αἱρέσεων καί τοῦ σκοτασμοῦ πού πάντοτε προκαλοῦν αὐτές. «Μέ τή σοφία τῶν λόγων σου καί μέ τό φέγγος τοῦ βίου σου, ἔλαμψες, ἀξιοθαύμαστε, σάν ἀστέρας πολύφωτος ἀνάμεσα στή Σύνοδο τῶν Πατέρων» (στιχ. εσπ.). «᾽Ανέτειλες σάν ἀστέρι καί καταφώτισες τούς πιστούς μέ τίς ἱερές λαμπρότητες τῶν δογμάτων σου, καί ὁδήγησες στό σκοτάδι τίς αἱρέσεις καί τίς διέλυσες ἐντελῶς» (στιχ. εσπ.).

῾Ο διπλός αὐτός φωτισμός τοῦ ἁγίου, μέ τίς διδασκαλίες του καί μέ τή ζωή του, ἀπορροφᾶ πράγματι ὅλη τήν προσοχή τοῦ ὑμνογράφου στόν κανόνα του γι᾽ αὐτόν. Στά περισσότερο τροπάρια ἐπικεντρώνει στό διδασκαλικό χάρισμα τοῦ ἁγίου, γιά τό ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίσθηκε καί ὡς ὁ Κατηχητής. Οἱ Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἔχουν μείνει κλασικές στό εἶδος τους, ἔχοντας ὡς περιεχόμενο τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας καί τή σημασία καί τό τυπικό τῶν μυστηρίων της, ἰδίως τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τοῦ ἁγίου χρίσματος καί τῆς θείας εὐχαριστίας. Καί προσφέροντας τήν πίστη κατ᾽ ἀνάγκη στρέφεται καί κατά ἐκείνων πού τή διαστρέφουν, δηλαδή τῶν αἱρετικῶν. Γιά τόν ἱερό ποιητή ὁ ἅγιος Κύριλλος εἶναι ἡ λύρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναφώνησε τό μέλος τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, τῆς θείας δηλαδή ἐπιφανείας Του (ὠδή γ´). ῾Η καρδιά του δέχθηκε τό ποτάμι τῆς ὑπερκόσμιας σοφίας, γι᾽ αὐτό καί ἔβγαλε ἄβυσσο διδασκαλίας πού βύθισε τούς νόες τῶν ἀσεβῶν (ὠδή δ´).

᾽Αλλά ὁ ὑμνογράφος, εἴπαμε, ἐπικεντρώνει καί στό φῶς πού ἐκπέμπει καί ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ ἀγίου. Κι ἴσως γι᾽ αὐτό καί οἱ Κατηχήσεις του εἶχαν καί ἔχουν τόση μεγάλη σημασία καί δύναμη. Διότι προέρχονταν ἀπό ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος προσήγγιζε τήν πίστη ὄχι θεωρητικά καί νοησιαρχικά, ἀλλά ἐμπειρικά καί βιωματικά – ἡ διδασκαλία του ἦταν  ἔκφραση τῆς ζωῆς του. Αὐτό πού ἔλεγε ἦταν τό ἀπαύγασμα τῆς παρουσίας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μέσα στήν κεκαθαρμένη ἀπό τήν ἄσκηση καρδιά του. «Κόσμησες τήν ψυχή σου μέ τίς ἰδέες τῶν ἀρετῶν, Κύριλλε, γι᾽ αὐτό καί τήν κατέστησες δεκτή τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾽Αποτέλεσμα ἦταν νά βγεῖ ἀπό ἐσένα ἡ ἄβυσσος τῆς σοφίας πού ξεραίνει τά πελάγη τῶν αἱρέσεων» (ὠδή α΄). ῾Ο ἱερός Θεοφάνης διατυπώνει αὐτό πού ὁ Κύριος καί ἀδιάκοπα ἡ ᾽Εκκλησία μας κηρύσσει: ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἔχει δύναμη, δηλαδή νά τρέφει τίς καρδιές τῶν πιστῶν καί νά ἐξαφανίζει τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, ἀπαιτεῖ καθαρή καρδιά ἤ καρδιά πού ἀγωνίζεται νά ἐξαλείψει τά πάθη της. Τότε πράγματι ἀντιφεγγίζει τίς ἀκτίνες τοῦ Οὐρανοῦ καί δέν συνιστᾶ ἁπλῶς στοχαστικό λόγο ἤ ἀλλιῶς τεχνολογία, κατά τήν ἐκτίμηση τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. ῾Ο ποιητής γι᾽ αὐτό καί ἐπιμένει: «Εἶχες στήν διάνοιά σου, Πάτερ, τήν φωτιά τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἀποτέφρωσες τήν ὕλη τῶν ἡδονῶν» (ὠδή ζ΄). «῎Εσβησες, μακάριε, μέ τά δάκρυά σου τήν φλόγα τῶν παθῶν, γι᾽ αὐτό καί κράτησες ἄσβεστο τόν πυρσό τῆς ψυχῆς σου» (ὠδή ζ΄).

Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφος σημειώνει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀξιοποίησε στό ἔπακρο τό διδασκαλικό χάρισμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί τό αὔξησε σέ σημεῖο τέτοιο πού νά εἰσέλθει πανηγυρικά στόν Παράδεισο. «῾Ως δοῦλος αὔξησες  τό τάλαντο πού σοῦ δόθηκε, γι᾽ αὐτό καί εὐαρέστησες τόν Δεσπότη, θεόφρον, στά χέρια τοῦ ῾Οποίου ἐναπέθεσες τό ἱερότατο πνεῦμα σου, Κύριλλε» (στιχ. εσπ.). Λοιπόν «εἴσελθε μέ τήν προσφορά τῶν ταλάντων σου, Κύριλλε, στή χαρά τοῦ Κυρίου σου» (στίχοι συναξαρίου).