16 Μαρτίου 2022

ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ

«Πληγέντα τήν ψυχήν ἁμαρτίας ρομφαίᾳ, καί κατάστικτον πολλοῖς ὑπάρχοντα κακοῖς, Ἰατρέ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ἴασαι ὡς εὐεργέτης, ἐπιθείς μοι τά φάρμακα τῶν σοφῶν ἐντολῶν σου, φιλάνθρωπε» (Ύμνος  Τριωδίου Β΄ εβδ. Νηστειών).

 (Φιλάνθρωπε Κύριε, ιατρέ των ψυχών μας, γιάτρεψέ με ως ευεργέτης που είσαι με τα φάρμακα των σοφών εντολών σου. Κι αυτό γιατί πληγώθηκε η ψυχή μου από το ξίφος της αμαρτίας κι είμαι γεμάτος από τα τραύματα των πολλών μου κακών).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος παίρνοντας αφορμή από την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, βλέπει τον εαυτό του, και διά του εαυτού του κάθε πιστό, στη θέση του κτυπημένου από τους ληστές και κειμένου ημιθανούς ανθρώπου που κανείς άλλος πλην του Καλού Σαμαρείτου που είναι ο Χριστός, δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος στον κόσμο τούτο καθημερινώς αμαρτάνει, είτε με τα λόγια είτε με τη συμπεριφορά του είτε με τους λογισμούς του – αυτά είναι οι ληστές του -, οπότε και πληγώνεται και χάνει τη ζωή του και οδηγείται στον θάνατο, αφού η αμαρτία δεν αποτελεί μία απλή εκτροπή ή και ένα «παιχνίδι» όπως διατείνονται πολλοί, αλλά το ξίφος που πληγώνει την ψυχή του ανθρώπου και του προκαλεί διαφόρων ειδών τραύματα ώστε να χάνει το «αίμα» της ψυχής του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» βεβαιώνει ο λόγος του Θεού, κάτι που και εποπτικά το κατανοούμε στο πρόσωπο του ασώτου υιού της εξίσου γνωστής παραβολής: «ο υιός μου αυτός ήταν χαμένος και νεκρός»!

Η αυτογνωσία όμως αυτή του αγίου υμνογράφου δεν είναι χωρίς ελπίδα. Το βλέμμα του, έστω και πληγωμένο από την ενέργεια των παθών, είναι στραμμένο προς τον μόνο Σωτήρα και θεραπευτή των ανθρώπων, τον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός ως και Θεός είναι ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων. Και ταυτοχρόνως έχει την απόλυτη διάθεση ως φιλάνθρωπος και πλήρης αγάπης και ελέους να ευεργετήσει το πλάσμα Του, όπως έκανε και κάνει και θα κάνει πάντοτε. «Αυτός διήλθε ευεργετών και ιώμενος πάντας», ο Χριστός ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες, είναι η εμπειρία των μαθητών Του και η εμπειρία όλων των αγίων που στράφηκαν προς Εκείνον και Τον θέλησαν στη ζωή τους. Και ποια τα φάρμακα του μεγάλου και παντοδύναμου Ιατρού που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος, έχοντας ενώπιόν του την εικόνα του Σαμαρείτη Χριστού που είναι σκυμμένος με άπειρη στοργή και ενδιαφέρον πάνω στον πληγωμένο άνθρωπο; Οι σοφές εντολές Του, μας λέει. Που σημαίνει: κάθε αμαρτία που μας πληγώνει θεραπεύεται στον βαθμό που ο άνθρωπος «γαντζώνεται» πάνω στην αντίστοιχη εντολή που τη σβήνει και την εξαφανίζει.

 Βλασφημούμε τον Θεό και γι’ αυτό πληγώνουμε την ψυχή μας, για παράδειγμα; Το φάρμακο είναι η στροφή μας προς Εκείνον και η απαρχή της δοξολογίας του αγίου Ονόματός Του. Πώς ξεπέρασε εν προκειμένω ο μικρός Αρσένιος, ο μετέπειτα όσιος Παΐσιος, την κακίστη συνήθεια να βρίζει όταν εργαζόμενος σε ξυλουργείο του ξέφευγαν κάποια ξύλα και έπεφταν πάνω στα πόδια του; Με την ύψωση των νοερών οφθαλμών του στον Χριστό και τη διαρκή επανάληψη των λέξεων: «Δόξα Σοι ο Θεός, Δόξα Σοι ο Θεός! Μέγα το όνομα της αγίας Τριάδος!» Σε ελάχιστο διάστημα «θεραπεύτηκε», όπως ομολογούσε, από την κακή αυτή τάση. Κι ακόμη: Συνηθίζουμε να κατακρίνουμε τον συνάνθρωπό μας, συνεπώς μπήγοντας στον εαυτό μας «ξίφος θανάτου»; Η λύση και το φάρμακο είναι η ακολουθία της εντολής του Κυρίου: «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». Δηλαδή στην πραγματικότητα «αγαπάτε αλλήλους» και «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Η ίδια η εμπειρία κάθε πιστού που θέλησε να ακολουθήσει τη θεραπευτική αυτή οδό το βεβαιώνει: οι εντολές του Κυρίου είναι τα μόνα φάρμακα που γιατρεύουν τις ψυχές μας, γι’ αυτό και στο μεγαλύτερο ποσοστό και το ίδιο το σώμα μας – μία θεραπευμένη και ισορροπημένη ψυχή που δέχεται τη χάρη του Θεού «τραβάει» σε θεραπεία συχνά και ένα άρρωστο σώμα. Ο άγιος Πορφύριος δεν έλεγε ότι όταν βάζει κανείς τον εαυτό του στην εντολή της αγάπης του Χριστού μπορεί να ελέγξει ακόμη και τον καρκίνο;

Λοιπόν, σε ό,τι κακία και πάθος και αν βρισκόμαστε, η λύση υπάρχει: η ακολουθία των εντολών του Κυρίου. Κι αυτό βεβαίως δείχνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι ο άνθρωπος είναι μέλος της Εκκλησίας που τον ενισχύει η χάρη του Θεού˙ δεύτερον, ότι έρχεται ενώπιος ενωπίω τω Χριστώ με την προσπάθεια ακολουθίας των εντολών Του. Γιατί μέσα σ’ αυτές, κατά την υπόσχεσή Του, κρύβεται ο Ίδιος.

«ΚΑΙ ΜΗ ΚΑΤΑΚΡΙΝΕΙΝ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟΝ ΜΟΥ...»

Εἶναι ἡ διαρκής προτροπή τῆς Ἐκκλησίας μας ὅλον τον χρόνο, κατεξοχήν ὅμως τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Ἡ εὐχή μάλιστα τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔρχεται καί μέ καταιγιστικό τρόπο καθημερινά καί ἐπαναλαμβανόμενα μᾶς τό ὑπενθυμίζει: «Καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Καί πῶς νά μή γίνεται ἡ ὑπενθύμιση αὐτή ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεως Ἰησοῦς Χριστός μᾶς τό ἔδωσε ὡς κύρια ἐντολή πού ἐκφράζει τήν ὕπαρξη ἤ μή τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπό μας «Μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε», συνεπῶς ἐπιβεβαιώνει ἤ ὄχι τήν πίστη καί τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό; Ἀλλά χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις.

Καί κατά πρῶτον: ὁ Κύριος καταδικάζει τήν κατάκριση καί ὄχι τήν κρίση. Κι αὐτό γιατί ἡ κρίση ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ πού ὁ Κύριος δέν θέλει νά καταργήσει - ὁ Χριστός ἦλθε ὄχι νά καταστρέψει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά νά τόν σώσει. «Μή κρίνετε» (Ματθ. 7, 1) βεβαίως εἶπε, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς κατακρίσεως. Διότι σέ ἄλλο σημεῖο ἀνέφερε ὅτι μποροῦμε νά κρίνουμε τόν συνάνθρωπο, ἀλλά ὅταν ἡ κρίση μας εἶναι δικαία. «Μή κρίνετε κατ᾽ ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (᾽Ιωάν. 7, 24).

Ποιά εἶναι ἡ δικαία κρίση πού ἀποδέχεται ὁ Κύριος; Ὁ Ἴδιος μᾶς καθοδηγεῖ: «῾Η κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί – λέει - ὅτι οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός» (᾽Ιωάν. 5, 30). Δικαία κρίση εἶναι ἐκείνη πού πηγάζει ἀπό πρόσωπο πού ζεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς δικό του θέλημα. Κι ἐπειδή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, γι᾽ αὐτό καί τότε κρίνουμε κατά τρόπο δίκαιο, ὅταν ἡ κρίση μας εἶναι γεμάτη ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μας. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή βεβαίως ἡ μόνη δικαία κρίση εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ᾽Εκεῖνος «ἀγάπη ἐστί» (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 8), ὅπως καί τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀγωνίσθηκαν νά τό κάνουν δικό τους θέλημα.

Κατά συνέπεια, ὅσο βλέπουμε ὅτι ἐπικρατεῖ μέσα μας τό δικό μας θέλημα καί ὄχι τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει νά στηριζόμαστε στήν κρίση μας. Θά πρέπει νά τήν ἀμφισβητοῦμε, νά θέτουμε ἐρωτηματικό κατά πόσο κρίνει ὀρθά. Διότι σίγουρα ἡ κρίση μας στήν περίπτωση αὐτή δέν εἶναι δικαία καί εἶναι πλανεμένη. ῾Ο Κύριος ἐπεσήμανε τήν ἀλήθεια αὐτή καί μέ ἄλλες λέξεις. Στήν ἐπί τοῦ ῎Ορους ὁμιλία γιά παράδειγμα χαρακτηρίζει ὡς ὑποκριτική τήν κρίση πού προέρχεται ἀπό μία ὄχι καθαρή καρδιά. «῾Υποκριτά – φωνάζει - ἔκβαλε πρῶτον τήν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου καί τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τό κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ. 7, 5), βγάλε τό δοκάρι ἀπό τό μάτι σου καί τότε θά δεῖς καί τό καρφάκι στόν ὀφθαλμό τοῦ ἀδελφού σου. Δέν εἶναι δυνατόν, ὅσο κανείς βρίσκεται ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν παθῶν του – καί ποιός μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἔφτασε στήν ἀπάθεια; - νά προβῆ σέ ὀρθή κρίση τοῦ συνανθρώπου του. Μόνον ὁ καθαρός στήν καρδιά, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, μπορεῖ νά δεῖ τόν συνάνθρωπό του σωστά καί ἄρα νά τόν κρίνει χωρίς νά ἐπιφέρει βλάβη.

῎Ετσι ἐκεῖνο πού καταδικάζεται εἶναι ἡ κατάκριση, ἡ κρίση δηλαδή πού συνδυάζεται μέ πάθος, μέ ἐγωϊσμό, ἡ ἐμπαθής κρίση. Τά πράγματα ὅμως χειροτερεύουν: ἡ κρίση ἀποτελεῖ στό βάθος καί ὑφαρπαγή δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ὄτι φανερώνει μέ τόν πιό ἔντονο τρόπο τήν ἔλλειψη αὐτογνωσίας τοῦ (κατα)κρίνοντος – δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἅγιος Ἐφραίμ στήν κατανυκτική προσευχή του πρίν μιλήσει γιά τήν κατάκριση ζητάει ἀπό τόν Θεό τή χάρη νά βλέπει ὀρθά τόν ἑαυτό του: «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα»! Ὁ κατακρίνων δηλαδή καί εἶναι τυφλός πνευματικά καί τοποθετεῖ δαιμονικά τόν ἑαυτό του ὑπεράνω καί τοῦ ἴδιου τοῦ... Θεοῦ! Δέν βλέπουμε ἐδῶ τήν «ἐπανάληψη» τῆς στάσεως τοῦ Πονηροῦ διαβόλου; Τόλμησε νά κρίνει τόν ἴδιο τόν Δημιουργό του καί νά σκεφτεῖ καί παραπάνω ἀπό τήν ἰσοθεῒα! «Θά στήσω τόν θρόνο μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου»!

῾Οπότε ὁ μόνος πού ἔχει δικαίωμα τελικῶς νά κρίνει τόν ἄνθρωπο, γιά τίς σκέψεις του, τά λόγια του, τίς πράξεις του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιατί καί εἴμαστε δικοί Του καί Τοῦ ἀνήκουμε: «ὅτι ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται», ἀλλά καί γιατί εἶναι ὁ Μόνος πού μπορεῖ νά κάνει τίς σωστές ἐκτιμήσεις ὡς ἔχων ἐνώπιόν Του τά πάντα ὁλοφάνερα καί γυμνά. «Δέν ὑπάρχει κτίση ἀφανής ἐνώπιόν Του», μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἀλλά ὄλα ἀνεξαιρέτως εἶναι γυμνά καί φανερά κάτω ἀπό βλέμμα Του». Κι ἕνα στοιχεῖο ἐπίσης δέν λαμβάνουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅταν κατακρίνουμε πού εἶναι γιά ἐμᾶς φοβερό: ἡ κατάκριση λειτουργεῖ καί ὡς προφητεία γιά τίς μελλοντικές μας ἁμαρτίες! «Ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. 7, 1) βεβαίωσε ὁ Κύριος - σέ ὅ,τι κρίνουμε τόν ἄλλο, θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά πέσουμε στό ἴδιο. Πρόκειται γιά πνευματικό νόμο πού τόν ἀγνοοῦμε καί γι᾽ αὐτό πολύ συχνά καί ἀπερίσκεπτα κατακρίνουμε τούς συνανθρώπους μας.

Μόνο σέ μία περίπτωση ἐπιτρέπεται, ἤ μᾶλλον ἐπιβάλλεται, ὄχι μόνο νά κρίνουμε ἀλλά καί νά κατακρίνουμε καί νά καταδικάζουμε. ῞Οταν ἡ κατάκρισή μας ἀναφέρεται στόν διάβολο, τόν ὑποκινητή κάθε κακοῦ, κυρίως δέ στόν ἑαυτό μας. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ κρίση μας ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό μας, διότι γίνεται ἡ αἰτία νά καθαρίσει τό ἔδαφος τῆς ψυχῆς μας, νά ἀποκτήσουμε ἀληθινή μετάνοια καί νά φτάσουμε στήν πιό εὐλογημένη μά δυσκολοκατόρθωτη ἀρετή, τήν ταπείνωση. ῾Ο τελώνης τῆς παραβολῆς δικαιώθηκε ἀπό τόν Θεό, γιατί ἀκριβῶς κατέκρινε τόν ἑαυτό του, τό ἦθος του δέ, ἦθος ταπείνωσης, εἶναι ἐκεῖνο πού στήν ᾽Εκκλησία συνιστᾶ τό ἦθος τῆς ἁγιότητος. Μία τέτοια κατάκριση μπορεῖ καί πρέπει νά γίνεται: εἶναι ἐκ Θεοῦ. ῾Η ἄλλη, πρός τόν συνάνθρωπο, ἀπαγορεύεται: εἶναι δαιμονοκίνητη.

῾Η περίπτωση ἑνός μοναχοῦ πού μνημονεύει τό Γεροντικό τῆς ᾽Εκκλησίας μας φανερώνει ἄμεσα τήν ἀλήθεια ὅσων ἀναφέραμε.

῏Ηλθε ἡ ὥρα σ᾽ ἕνα μοναστήρι νά τελειώσει τήν ζωή του κάποιος μοναχός. Μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τό νεκροκρέββατό του οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μαζί μέ τόν ἡγούμενο. ῞Ολοι ἦσαν θλιμμένοι, γιατί ἤξεραν ὅτι ὁ μοναχός αὐτός μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη πού ἐξέπνεε ζοῦσε σέ κάποια ἀμέλεια. Δέν ἐπιτελοῦσε μέ πολύ ζῆλο τά καθήκοντά του. Παραξενεύτηκαν ὅμως, γιατί ἔβλεπαν ὅτι φεύγει ἀπό τήν ζωή αὐτή χαρούμενος, μέ πολύ μεγάλη εἰρήνη. Ρώτησε τότε ὁ ἡγούμενος τόν μοναχό. Πῶς, ἀδελφέ, ἐνῶ ἔζησες μέ ἀμέλεια, φεύγεις μέ χαρά καί ἥσυχος; Δέν φοβᾶσαι τήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ ἦλθε ἄμεση: Ναί, ἔζησα μέ κάποια ἀμέλεια, εἶναι ἀλήθεια. ῞Ομως ἕνα πράγμα στήν ζωή μου προσπάθησα νά ζήσω μέ συνέπεια: νά μήν κατακρίνω κανέναν συνάνθρωπό μου. ῞Οταν λοιπόν μετά ἀπό λίγο θά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριο, θά τοῦ πῶ μέ παρρησία: Κύριε, Σύ εἶπες, μή κρίνετε γιά νά μή κριθῆτε. ᾽Εγώ δέν ἔκρινα, Σύ λοιπόν κάνε αὐτό πού ὑποσχέθηκες. ῾Ο ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί συγκλονίσθηκαν. Δακρυσμένος ὁ ἡγούμενος καί σφαλίζοντας τά μάτια τοῦ ἀπερχόμενου ἀπό τόν κόσμο μοναχοῦ τοῦ εἶπε: Στό καλό, ἀδελφέ. Σύ μέ λίγο καί μικρό ἀγώνα κέρδισες τήν αἰωνιότητα. 

15 Μαρτίου 2022

ΚΑΝΕ ΤΡΟΦΗ ΣΟΥ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΤΡΙΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Κόρον ἁμαρτίας, ψυχή μου μίσησον τόν ὀλέθριον˙ τρύφησον τῷ κόρῳ τῆς νηστείας ἐμμελῶς˙ τάς σωτηριώδεις ἐντολάς βρῶμα ποίησον, ἀπόλαυσιν προξενούσας αἰωνίων ἀγαθῶν διά πίστεως» (Ωδή α΄ Τριωδίου).

 (Μίσησε, ψυχή μου, την πλησμονή της αμαρτίας που σε καταστρέφει. Απόλαυσε όσο μπορείς, με διαρκή φροντίδα, τη νηστεία. Κάνε τροφή σου τις εντολές του Σωτήρα Χριστού, γιατί αυτές προξενούν την απόλαυση των αιώνιων αγαθών μέσω της πίστεως).

Η πρώτη παρατήρηση του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου επιβεβαιώνεται από κάθε άνθρωπο όπου γης: ο άνθρωπος αμαρτάνει κι η αμαρτία πλημμυρίζει την ύπαρξή του χωρίς να αφήνει κανένα κενό. Κι αυτό γιατί αμαρτία σημαίνει τον εγωισμό του ανθρώπου, χαρακτηριστικό του οποίου (εγωισμού) είναι να μην αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο, πολύ περισσότερο για τη χάρη του Θεού – το ε γ ώ  πάντοτε είναι απολύτως κατακτητικό και κυριαρχικό: εγώ και άλλος, εγώ και Θεός ή συνάνθρωπος δεν μπορούν να συνυπάρξουν˙ ο άλλος, όποιος κι αν είναι αυτός, ή θα πρέπει να εξαφανιστεί ή θα πρέπει να υποταχτεί! Γι’  αυτό και ο αμετανόητα εγωιστής άνθρωπος ή διαγράφει τον Θεό από τη ζωή του, συνεπώς και τον συνάνθρωπό του, ή επιζητεί να Τον υποτάξει, με την έννοια να Τον έχει προς… χρήση του, να του κάνει τα θελήματά του – θεός κατ’ αυτόν είναι ο ίδιος! Κι ακόμη τραγικότερο: η αμαρτία ως εγωισμός δεν έχει όριο κορεσμού. Ενώ πλημμυρίζει μέχρι… ασφυξίας τον αμαρτάνοντα, διαρκώς και επιζητεί την περαιτέρω επέκτασή της. Θυμάται κανείς το περιστατικό με τον αββά του Γεροντικού, που βλέποντας έναν ξυλοκόπο να κάνει δεμάτι τα ξύλα που έκοβε και να μην μπορεί λόγω του όγκου του να το σηκώσει, εκείνος πρόσθετε και άλλα ξύλα! Και στην απορία του αββά τι σημαίνει αυτό, ο Κύριος του απεκάλυψε: έτσι είναι οι άνθρωποι. Ενώ αμαρτάνουν και βαραίνουν τη συνείδησή τους, αντί να μετανοήσουν για να αποβάλουν το φορτίο τους, εκείνοι συνεχίζουν την πράξη της αμαρτίας. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι προφανές: ο άνθρωπος αμαρτάνοντας καταστρέφεται, οδηγείται στον όλεθρο.

Αλλά και η δεύτερη παρατήρηση του υμνογράφου επιβεβαιώνεται, αλλά από τον πιστό άνθρωπο της Εκκλησίας, που έχει βρει τον δρόμο της μετανοίας ως επιστροφής προς τον Θεό. Πράγματι η μετάνοια ως πρό(σ)κληση της χάρης του Θεού στον καλοπροαίρετο άνθρωπο μπορεί να ανακόψει την αμαρτία. Η χάρη του Θεού που είναι πάντοτε χάρη Αγάπης προσδοκά να βρει έστω και μία μικρή ρωγμή στο εγώ του ανθρώπου, ώστε να εισέλθει το φως Της μέσα στην καρδιά του. Και τότε μπορεί να επέλθει η ανατροπή! Ενεργοποιείται το βάθος της ψυχής που νοσταλγεί τον Θεό, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού κι Εκείνον έστω και ανεπίγνωστα αναζητεί, οπότε αρχίζει να κραυγάζει προς Αυτόν και να Τον θέλει στη ζωή του. Η στροφή προς τον Θεό που είναι στην πραγματικότητα επιστροφή προς τον Δημιουργό σηματοδοτεί την οδό της μετανοίας, που ολοκληρώνεται μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Ποια σημάδια της επιστροφής αυτής υποδεικνύει ο άγιος υμνογράφος; Την επιμελή άσκηση της νηστείας, η οποία προσφέρεται στον πιστό ως η κατεξοχήν τρυφή του. «Απόλαυσε τη νηστεία, ψυχή μου», φωνάζει ο άγιος Ιωσήφ ως τύπος του πιστού, «εκεί μπορείς να επιδοθείς χωρίς όριο κορεσμού». Αλλά αμέσως συμπληρώνει: η νηστεία ως περιορισμός τροφών δεν έχει νόημα, αν δεν συνοδεύεται με την τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου. Νηστεία και τήρηση των λόγων Εκείνου οδηγούν στη σωτηρία, οδηγούν δηλαδή στη ζωντανή σχέση με τον Θεό και την από τον κόσμο τούτο απόλαυση των αιωνίων αγαθών. Για να τονίσει το θεωρούμενο παράδοξο της «μυστικής» χριστιανικής ζωής: η τήρηση των εντολών του Χριστού αποτελεί φαγητό για τον άνθρωπο! «Κάνε τροφή σου τις σωτήριες εντολές» λέει. Είναι η εμπειρία του αγίου Ιωσήφ, αλλά και η εμπειρία του κάθε χριστιανού: όταν ο πιστός θέτει σε εφαρμογή τον λόγο του Κυρίου νιώθει ότι τρέφεται, όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά! Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος για τον εαυτό Του: «εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός», τροφή μου είναι να πράττω το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε. Αλλά είπαμε ότι πρόκειται περί μυστικής πραγματικότητας, που προϋποθέτει την πίστη του ανθρώπου και την ανάληψη του αγώνα για πνευματική ζωή.   

ΠΡΟ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ Ο ΚΡΙΤΗΣ!

 

ΤΡΙΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Στέναξον, δάκρυσον, ψυχή μου, ἐπίστρεψον, μετανόησον˙ ἤγγικεν ἡ ἡμέρα˙ ἐπί θύραις ὁ Κριτής˙ πρός ἀπολογίαν ἑτοιμάζου, καί βόησον˙ Ἡμάρτηκά σοι, Οἰκτίρμον, ἐλεῆμον ἀγαθέ, σύ με οἴκτειρον».

(Ψυχή μου, στέναξε, δάκρυσε, γύρνα πίσω στον Θεό, μετάνιωσε. Έφτασε η ημέρα της παρουσίας Του. Ο Κριτής βρίσκεται μπροστά στις θύρες. Ετοίμαζε τον εαυτό σου να απολογηθείς και φώναξε δυνατά: Αμάρτησα ενώπιόν Σου, Οικτίρμων ελεήμων αγαθέ Κύριε, σπλαχνίσου με).

 Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας, προτρέπει τον εαυτό του και βεβαίως όλους μας, να πάρουμε τον δρόμο της  επιστροφής μας  προς τον Θεό, να μετανοήσουμε δηλαδή. Στην πραγματικότητα προβάλλει το παράδειγμα του ασώτου της γνωστής παραβολής, στο πρόσωπο του οποίου βεβαίως είναι ο καθένας μας. Κάθε άνθρωπος που αμαρτάνει, δηλαδή όλοι μας, είναι άσωτος. Και ποια τα στοιχεία που συνιστούν τη μετάνοια του ασώτου με την οποία δικαιώθηκε ευρισκόμενος στην αγκαλιά του Πατέρα του; Η αναγνώριση της αμαρτίας του και η με ζέουσα καρδιά απόφασή του να πάρει τον δρόμο της επιστροφής.  Όσο κανείς αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του τόσο και στενάζει και δακρύζει και πενθεί. Κι όσο κάνει κουράγιο και σέρνει τα βήματά του προς επιστροφή τόσο και νιώθει τους κτύπους της οικτίρμονος και φιλεύσπλαχνης καρδιάς του Ελεήμονος Πατέρα που είναι έτοιμος να μας συγχωρήσει και να μας αποκαταστήσει. Ο ποιητής μάς βοηθάει και με τη ρεαλιστική υπενθύμιση: η μετάνοιά μας αυτή ως πένθος και πορεία επιστροφής πρέπει να γίνει άμεσα. Στη μετάνοια δεν χωρούν αναβολές. Γιατί; Διότι η κάθε στιγμή μας μπορεί να είναι και η… τελευταία μας! Ο ερχομός του Κυρίου, είτε με τον θάνατό μας είτε με τη Δευτέρα Παρουσία Του, είναι ανοιχτός σαν χρόνος – η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η ημέρα ακριβώς αυτή! «Έφτασε η ημέρα. Στη θύρα ο Κριτής!»

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΑΠΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού. Και ο μεν Αγάπιος καταγόταν από την πόλη της Γάζας, ο δε Τιμόλαος από τον Πόντο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης, ο Ρωμύλος ήταν υποδιάκονος της Εκκλησίας στη Διόσπολη, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι ήταν από την Αίγυπτο. Όλοι αυτοί αφού πρώτα συνέδεσαν τις ψυχές τους με τον πόθο προς τον Χριστό, έπειτα έβαλαν τα χέρια τους σε δεσμά και προσήλθαν στον Ουρβανό τον ηγεμόνα της Καισάρειας, ομολογώντας ότι είναι Χριστιανοί. Αυτός τότε αφού δεν μπόρεσε να τους λυγίσει ούτε με τις απειλές ούτε με τις κολακείες κι ούτε βεβαίως να τους απομακρύνει από την πίστη του Χριστού, πρόσταξε να αποκοπούν τα κεφάλια τους με ξίφος».

     Είναι λογικό: ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος έχει ως βάση της θείας του έμπνευσης για τους επτά μάρτυρες - πρώτος των οποίων ο άγιος Αγάπιος - το όνομα ακριβώς του Αγαπίου. Σχεδόν σε κάθε τροπάριο της ακολουθίας που συνέθεσε γι’ αυτούς, τονίζει ότι κίνητρο του μαρτυρίου και της εν γένει αθλήσεώς τους ήταν η σφοδρή αγάπη τους προς τον Κύριο. Ενδεικτικά: «Πληγώθηκες από την αγάπη του Δεσπότη των όλων Χριστού, μάρτυς αξιοθαύμαστε Αγάπιε, και επιθύμησες σφοδρά να πεθάνεις γι’ Αυτόν» (ωδή α΄). «Πόθησες πάρα πολύ τον Χριστό, Αγάπιε, και μιμήθηκες τα πάθη Του με γενναιότητα" (ωδή δ΄). Η αγάπη του αγίου Αγαπίου και των συν αυτώ για τον Κύριο, που τους οδήγησε στη μίμηση και του μαρτυρίου Του, επιτείνεται ακόμη περισσότερο, όταν σκεφτεί κανείς ότι και αυτών το μαρτύριο ήταν εκούσιο, όπως του Χριστού. Κι αυτό το εκούσιο το παρουσιάζει με έντονο τρόπο και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυρες αξιοθαύμαστοι, προσφέρατε τους εαυτούς σας σε θεληματική σφαγή» (στιχηρό εσπερινού). «Μεγαλομάρτυς αξιοθαύμαστε, σφαγιάστηκες σαν αρνί με τη θέλησή σου»  (ωδή δ΄).

     Το εθελούσιο μαρτύριο των αγίων, καρπός της σφοδρής αγάπης τους προς τον Χριστό, που τους έκανε να μοιάσουν κατά πάντα προς Αυτόν, οδηγεί τη σκέψη του αγίου Ιωσήφ και σε μία άλλη επισήμανση: τέτοιοι άνθρωποι που φανερώνουν τον Χριστό στον κόσμο, δεν μπορεί παρά να αγιάζουν τη γη με το αίμα τους, αλλά και να φωτίζουν και τον αέρα ακόμη από εκεί που διαβαίνουν. «Και τη γη αγιάσατε με τα αίματά σας και τον αέρα καταφωτίσατε με το πέρασμά σας» (στιχηρό εσπερινού). Και είναι ευνόητο: οι άγιοι ζώντας πλούσια τη χάρη του Θεού στην ύπαρξή τους, αυτήν προσφέρουν και στον κόσμο που βρίσκονται. Όπου πατά ένας άγιος αγιάζει τον τόπο και εκδιώκει τα δαιμόνια. Κι όχι μόνον εν ζωή, αλλά και μετά θάνατο με τα αγιασμένα λείψανά του.Το ψέλνει αδιάκοπα η Εκκλησία μας με το γνωστό τροπάριο: "Μάρτυρες Κυρίου, πάντα τόπον αγιάζετε, και πάσαν νόσον θεαπεύετε".

Από την άποψη αυτή οι άγιοί μας συνιστούν τη μεγαλύτερη ευεργεσία για τον κόσμο. Σ' έναν κόσμο που κείται εν τω Πονηρώ και επηρεάζεται από τις ενέργειες εκείνου, συνεπώς διαστρέφεται και αλλοιώνεται, όσο βεβαίως επιτρέπει ο προνοών τα πάντα Κύριος, οι άγιοι λειτουργούν ως θεραπευτικά φάρμακα. Κι αν ο κόσμος μας εξακολουθεί και υφίσταται ακόμη, όπως έχουν επισημάνει πολλοί άγιοι, είναι γιατί ο Κύριος παρατείνει τη χρηστότητά του λόγω της παρουσίας αυτών των αγίων και των προσευχών τους. Συνεπώς αν υπήρχε στοιχειώδης εξυπνάδα και ένα ελάχιστο ποσοστό ανοικτών πνευματικών αισθήσεων, θα έπρεπε όλοι, ιδίως οι έχοντες την εξουσία, να στέκουν με προσοχή απέναντι στους αγίους κι ακόμη: απέναντι στη μήτρα που τους ανέδειξε, την αγία μας Εκκλησία. Αλλά η απιστία συνήθως συνυπάρχει με την ανοησία: ο πονηρός είναι πονηρός αλλά όχι έξυπνος, γι' αυτό και μόνος του συνήθως βγάζει τα μάτια του. Ο άγιος υμνογράφος την παραπάνω αλήθεια επιβεβαιώνει και με το εξής: «Φανήκατε σαν ξίφος, που κόψατε σε κομμάτια μυριάδες από τους δαίμονες, μακάριοι, με τη χάρη του Θεού» (ωδή γ΄).

14 Μαρτίου 2022

ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΖΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΟΥ…

 «Ὁ μόνος ἀγαθός, ἡ πηγή τοῦ ἐλέους, ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων ὡς Θεός τά τοῦ κόσμου ἐγκλήματα, σῶσόν με ἁμαρτημάτων τρικυμίᾳ ποντούμενον, μετανοίας πρός ὅρμον ἰθύνων με» (α΄ωδή Τριωδίου).

 (Μόνε αγαθέ Κύριε, που είσαι η πηγή του ελέους και ο Αμνός του Θεού, Συ που σηκώνεις ως Θεός τα εγκλήματα και τις αμαρτίες του κόσμου, σώσε με καθώς καταποντίζομαι από την τρικυμία των αμαρτημάτων μου, κατευθύνοντάς με προς το λιμάνι της μετάνοιας).

Με τη χάρη του Θεού αναγνωρίζει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος ότι βρίσκεται σ’ έναν κόσμο που κείται στην αμαρτία, συνεπώς ανά πάσα στιγμή υπάρχει ο κίνδυνος καταποντισμού του. Ποιος μπορεί να καυχηθεί ότι είναι αμέτοχος αμαρτιών; Μπορεί ο χριστιανός να έχει βαπτισθεί και να έχει γίνει μέλος Χριστού, όμως δεν παύει στον κόσμο αυτόν να δέχεται τις επιρροές του «παλαιού» ανθρώπου στην ύπαρξή του, καθώς και τις επιρροές του όλου (εξίσου αμαρτωλού) περίγυρού του, κυρίως δε τις επιθέσεις του Πονηρού, ο οποίος χαρά έχει, στον βαθμό που του επιτρέπει βεβαίως ο παντοδύναμος Κύριος, να ταλαιπωρεί τον άνθρωπο και να θέλει να τον σύρει στη δική του κόλαση και τη δική του δυστυχία. Μας μεταφέρει στο σημείο αυτό ο υμνογράφος στον καταποντισμό του αποστόλου Πέτρου στη θάλασσα της Γαλιλαίας, όταν θέλησε να περπατήσει σαν τον Κύριο πάνω στα κύματα. Τα κύματα «έκλεψαν» την προσοχή του και χάνοντας την προσήλωσή του στον Κύριο που τον καλούσε, άρχισε να βυθίζεται και να χάνεται! «Κύριε, σῶσόν με», άρχισε να κραυγάζει. Κι ο Κύριος βεβαίως τον έσωσε, ελέγχοντας όμως την ολιγοπιστία του. Στην ίδια θέση, λέει ο υμνογράφος ότι είναι και ο ίδιος, συνεπώς όλοι οι πιστοί. Τα κύματα της θάλασσας της ζωής, κύματα της αμαρτίας, πάνε να μας ρουφήξουν και να καταποντιστούμε. Όμως, όπως και ο Πέτρος, έτσι κι ο υμνογράφος: έχει μπροστά του τον Κύριο, τον γεμάτο αγάπη, Αυτόν που σήκωσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου πάνω Του για τη σωτηρία μας, οπότε σ’ Αυτόν κραυγάζει: σώσε με, Κύριε του ελέους. Για να προσθέσει όμως πού βρίσκεται η σωτηρία αυτή: μόνο στη μετάνοια. Η μετάνοια συνιστά το λιμάνι της ζωής, την ασφάλεια του ανθρώπου, γιατί είναι ο μονόδρομος που οδηγεί αμέσως στο σπίτι του Πατέρα.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ

«Ο όσιος Βενέδικτος στα ελληνικά λέγεται Ευλογημένος. Καταγόταν από τη γη των Ρωμαίων, από χώρα που λεγόταν Νουρσία, κι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και πλούσιοι. Άφησε την οικία του και τους γονείς του και την πατρική περιουσία από πολύ μικρή ηλικία και πήγε σε έναν ερημικό τόπο με την παραμάνα του. Εκεί κατέστησε τον εαυτό του κατοικητήριο του Θεού με την αρετή και την άσκησή του κι έλαβε από τον Θεό δύναμη και χάρη των ιάσεων. Και η μεν ιστορία του διηγείται αναλυτικότερα όλα τα παράδοξα που επιτέλεσε,  τα διάφορα θαύματα που έκανε και τις αναστάσεις των νεκρών και πώς μιλούσε για τους απόντες ως παρόντες. Εκείνο όμως πρέπει να πούμε επί πλέον ως αναγκαίο: ότι καθώς έμελλε αυτός να εκδημήσει προς τον Κύριο, εκ των προτέρων είπε στους μαθητές του που βρίσκονταν μαζί του, αλλά και σε εκείνους που ήταν μακριά, με μήνυμα που τους έστειλε, ότι θα υπάρξει κάποιο σημάδι, με το οποίο θα γνωρίσουν όλοι ότι αυτός χωρίζεται από το σώμα του.

Πριν από έξι λοιπόν ημέρες από την οσία του κοίμηση, έδωσε εντολή να ανοιχθεί το μνημείο του. Κι αμέσως τον έπιασε πολύ μεγάλος πυρετός, από τον οποίο επί έξι ημέρες το σώμα του κατακαιγόταν. Την έκτη ημέρα είπε στους μαθητές του να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στον ναό. Αφού τον οδήγησαν εκεί και μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, ευρισκόμενος εν μέσω των μαθητών του, βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό, και έτσι ατενίζοντας προς τα πάνω και προσευχόμενος άφησε την αγιασμένη του ψυχή. Την ίδια ώρα, σε δύο αδελφούς, στον ένα που ησύχαζε στο κελί του και στον άλλον που έμενε μακρύτερα, φάνηκε το ίδιο όραμα. Είδαν δηλαδή και οι δύο κάποια θαυμαστή οδό που υψωνόταν προς ανατολάς από το κελί του οσίου μέχρι τον ουρανό, στρωμένη όλη από λαμπρά ένδοξα μεταξένια ιμάτια. Σ’ αυτήν την οδό ανέρχονταν και κάποιοι άνδρες εξαίσιοι, που κρατούσαν λαμπάδες και πήγαιναν με τάξη. Κάποιος άλλος άνδρας δε, ασπρομάλλης και φωτεινός στην όψη του, που στεκόταν κοντά του, ρωτούσε αυτούς, αν γνωρίζουν τίνος είναι η οδός αυτή που βλέπουν με θαυμασμό. Όταν αυτοί είπαν ότι δεν το ξέρουν, είπε αυτός που τους φανερώθηκε: Αυτή είναι η οδός, διά της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος ανέρχεται στους ουρανούς. Χάθηκε τότε το όραμα που έβλεπαν και ήλθε ο καθένας στον εαυτό του, οπότε κατάλαβαν το τέλος του αγίου άνδρα, όπως ακριβώς ήταν και τον έβλεπαν να τελειώνεται».

Κέντρο της σκέψης του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, καθώς επιχειρεί να εγκωμιάσει και να προβάλει τον όσιο Βενέδικτο, είναι η απομάκρυνση του οσίου από τον κόσμο λόγω της εν αγάπη θερμή στροφής του προς τον Κύριο, αλλά και η επανάκαμψή του προς τον κόσμο με καθαρή αγάπη προς αυτόν, μέσω των προσευχών του και των ιαματικών θαυματουργιών του. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος τονίζει και την ασκητική από παιδός διαγωγή του οσίου Βενεδίκτου: τα ασκητικά του παλαίσματα, τα δάκρυά του, την εγκράτειά του, που ήταν καρπός του έρωτά του προς τον Κύριο, και τη θεραπευτική όμως παρουσία του στον κόσμο, είτε σε σχέση με τους ίδιους τους μοναχούς μαθητές του είτε σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που τον προσήγγιζαν. Ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού για παράδειγμα ακούμε: «Από πίστη και αγάπη αληθινή προς τον Θεό αρνήθηκες, όσιε πάτερ, από βρέφος τον κόσμο, και με χαρά ακολούθησες τον σταυρωθέντα Χριστό. Κι αφού νέκρωσες τη σάρκα σου με πολλά ασκητικά αγωνίσματα, έλαβες πλούσια τη χάρη των ιάσεων, ώστε να θεραπεύεις ποικίλες αρρώστιες και να εκδιώκεις τα πνεύματα της πονηρίας».

Κι είναι τούτο μία από τις βασικότερες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστεως: όσο στρέφεται κανείς προς τον Θεό και φανερώνει την βαθειά αγάπη του σ’ Εκείνον, τόσο η αγάπη αυτή του καθαρίζει την καρδιά, ώστε να αποκτήσει τη σωστή αγάπη και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη προς τον Θεό δηλαδή μετατρέπεται αμέσως σε αγάπη προς τον άλλον, για να επανακάμψει τελικώς και πάλι προς τον Θεό ως δοξολογία Εκείνου.  Με τον όσιο Βενέδικτο έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά αυτό που ο Κύριος λέει: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Συνεπώς, αν αγαπάμε τον Χριστό, αγαπάμε τους άλλους.  Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει να σημειώνει τις διάφορες προσφορές στον κόσμο του οσίου Βενεδίκτου: τη βροχή που προσευχήθηκε για να έρθει, όπως παλιά ο προφήτης Ηλίας, το άδειο δοχείο που έκανε να γεμίσει με λάδι, τον νεκρό που ανέστησε και μύρια ακόμη θαύματα (στιχηρό εσπερινού). Κι όλα αυτά όμως, όπως είπαμε, «εις δόξαν πάντως του Θεού και Σωτήρος» (στο ίδιο).

Ο άγιος υμνογράφος επεκτείνει την παραπάνω προβληματική. Ο όσιος Βενέδικτος έγινε όργανο του Θεού, προκειμένου να εκφραστεί μέσω αυτού η αγάπη Εκείνου στον κόσμο. Ο άγιος Ιωσήφ δηλαδή υπενθυμίζει ότι η αγάπη του Θεού που ψάχνει αδιάκοπα τρόπους για να φανερωθεί στους ανθρώπους, υποστέλλεται συχνά λόγω αδιαφορίας και απιστίας των ανθρώπων. Κι οι άγιοί Του Τού δίνουν την αφορμή: παρακαλούν εκείνοι τον Θεό να γίνει ίλεως στην ταραχή των ανθρώπων, οπότε χάριν των αγίων αυτών ενεργοποιεί ο Θεός την αγάπη Του. Μοιάζει μ’ αυτό που κάνει πάντοτε η Εκκλησία μας, όταν βάζει «μεσίτες» της σχέσεώς μας προς τον Θεό όλους τους αγίους, κατεξοχήν όμως την Παναγία. Παρακαλούμε Εκείνη και τους αγίους να δεηθούν αυτοί στον Θεό για εμάς, διότι έχουν παρρησία και δύναμη στις προσευχές τους. «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Σαν την περίπτωση της εικόνας της «Παναγίας της Παραμυθίας» στο Βατοπαίδι. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στον κίνδυνο των μοναχών, λόγω της αμέλειας και της ολιγοπιστίας τους. Κι έπρεπε να παρακαλέσει η ίδια η Παναγία μας για να «πειστεί» ο Κύριος. Να δούμε πώς το αναφέρει ο υμνογράφος για τον όσιο Βενέδικτο. «Δέχτηκε ο Θεός τις δικές σου άγιες προσευχές, Βενέδικτε τρισμακάριε, και χορηγούσε στους ενδεείς τις αφορμές να ζήσουν, δοξάζοντάς σε θαυμαστά στη γη με τις θαυματουργίες σου» (ωδή η΄).