29 Μαρτίου 2022

Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΤΡΙΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τίς μή θρηνήσει σε; τίς μή πενθήσει σε, ψυχή, ποθοῦσαν τά πονηρά, οὐκ ἐζητοῦσαν πόθῳ τά ἀγαθά, δικαίου Κριτοῦ δέ καταφρονοῦσαν ἀεί, μακροθυμοῦντος ἐπί σοί;» (ωδή β΄ Τριωδίου).

(Ποιος δεν θα σε θρηνήσει; Ποιος δεν θα σε πενθήσει, ψυχή μου, που ποθείς τα πονηρά, δεν εκζητείς με πόθο τα αγαθά, κι από την άλλη καταφρονείς πάντοτε τον δίκαιο Κριτή που μακροθυμεί για σένα;)

Πλήρης κατανύξεως ο ύμνος του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου, ο οποίος διεκτραγωδεί την κατάσταση όχι κάποιου άλλου αμαρτωλού, αλλά του ίδιου του εαυτού του! Γιατί το σημείο του ορθοφρονούντος πιστού αυτό είναι: να κατακρίνει πρωτίστως τον εαυτό του και μόνον αυτόν, καθώς ο Θεός τού ανοίγει τα μάτια για να βλέπει την έσχατη κατάπτωσή του. Είναι καίρια αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι όσο κανείς προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και διανοίγονται οι πνευματικοί οφθαλμοί του για να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του. Διαρκώς η Εκκλησία μας, ιδίως την περίοδο της Σαρακοστής, μάς το υπενθυμίζει: «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και πώς να είναι αλλιώς τα πράγματα, όταν ο ίδιος ο Κύριος, μέσα στο πλαίσιο της άπειρης φιλανθρωπίας Του, μάς έχει πει ποιοι τελικώς είμαστε, μετά την πτώση μας στην αμαρτία; Τι είμαστε οι άνθρωποι; Επιλέγουμε τα λόγια του Κυρίου: «ἄπιστοι», «ὀλιγόπιστοι», «το τίποτε», «πονηροί», «διεστραμμένοι», «σατανάδες», «ἀχρεῖοι»! Κι όμως εμάς μάς κατέστησε η αγάπη Του ίδιους με Εκείνον! Μας ενσωμάτωσε στον Εαυτό Του και μας έδωσε και μας δίνει τις δυνάμεις Του και τα χαρίσματά Του! Και μας υποσχέθηκε την Ουράνια Βασιλεία Του και τα αγαθά Της, γιατί Εκείνος έγινε «ὁ πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»! Όπως το σημειώνει μεταξύ άλλων και ο απόστολος Παύλος: «Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν οὐκ ἀνέβη, ἅ ὁ Θεός ἡτοίμασε τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν

Κι όμως! Παρ’ όλες τις δωρεές και τα χαρίσματα, παρ’ όλη την απειρία της προσφοράς του Θεού μας, εξακολουθούμε συχνά να διαγράφουμε τον Θεό μας, έστω και κατά διάνοια, και να επιλέγουμε ό,τι συνιστά καταστροφή μας – η έσχατη αφροσύνη και παράνοια! Όπως το σημειώνει το Γεροντικό της Εκκλησίας μας μέσα από τον προβληματισμό ενός παιδιού: Υπάρχει κάποιος πλούσιος που με αγαπά, αλλά εγώ δεν τον θέλω και αγαπώ έναν φτωχό που με μισεί. Αυτό δεν κάνουμε οι θεωρούμενοι πιστοί του Χριστού; Δεν επιλέγουμε όχι μία ή δύο, αλλά πολλές φορές στη ζωή μας αυτό που αποτελεί δόλωμα του Πονηρού, κάνοντας πέρα τα πλούσια αγαθά του Κυρίου μας;

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος, διαπιστώνοντας την τραγωδία της ύπαρξής του: να συνεχίζει να ποθεί τα πονηρά και όχι τα αγαθά, να καταφρονεί και να περιφρονεί τον Κύριο που τον αγαπά σε απόλυτο βαθμό, πιάνει το πένθος και τους θρήνους. Σε έναν τέτοιον άνθρωπο, με τέτοια παραφροσύνη, μόνον αυτό ταιριάζει. Κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον άγιο Ανδρέα Κρήτης, ο οποίος και αυτός, έχοντας την ίδια χάρη αυτογνωσίας, στον Μεγάλο Κανόνα του έτσι ξεκινάει: «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις; Ποίαν ἀπαρχήν ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνωδίᾳ;» Η παράνοια και η ανοησία φτάνει στο απώγειο, όταν επισημαίνει ο υμνογράφος: ο Κύριος που με αγαπά υπέρμετρα, είναι και ο Κριτής μου. Και η κρίση Του, επειδή είναι Δίκαιος, θα είναι δίκαια και απέναντί μου. «Ἕκαστος περί ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Κυρίῳ». Ο καθένας ανάλογα με τις πράξεις, τις διαθέσεις του, τους λόγους του, τις σκέψεις και τους λογισμούς του, θα κριθεί. Τα δάκρυα έτσι πολλαπλασιάζονται!

28 Μαρτίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ

«Δούς Ἱλαρίων γῇ τό γῆθεν σαρκίον, γῆν μακάρων ᾢκησε τήν μακαρίαν» (στίχος συναξαρίου) (Έδωσε ο Ιλαρίων στη γη τη γήινη σάρκα του και κατοίκησε τη μακάρια γη των μακαρίων αγίων).

«Ο Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι’ αυτό ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754».

Δεν έχουμε πολλά στοιχεία από τον βίο του οσίου Ιλαρίωνος του νέου, πέραν του γεγονότος ότι υπήρξε ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, Μονής που η ίδρυσή της ανάγεται στον όγδοο αιώνα και η ονομασία της σχετίζεται με την τοποθεσία της πάνω σ’ έναν απότομο βράχο. Το πραγματικό όνομα της Μονής είναι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη σημερινή Τρίγλια, τη μεσαιωνική Βιθυνία. Η Μονή που και σήμερα διατηρούνται τα ερείπιά της από τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε, κατά τους ιστορικούς, κέντρο των ορθοδόξων που μάχονταν κατά της αίρεσης των εικονομάχων, γι’ αυτό και οι μοναχοί υπέστησαν πολλά βασανιστήρια από τους διώκτες τους εικονομάχους, σε σημείο που πολλοί από αυτούς να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος λοιπόν κατά φυσικό τρόπο τονίζει και τις διώξεις που υπέστη ο όσιος μάρτυς ηγούμενος Ιλαρίων από τους συγκεκριμένους αιρετικούς. «Τίμιος ο θάνατός σου φάνηκε μπροστά στον Θεό, ιερότατε Πατέρα» σημειώνει, «γιατί τίμησες την Εικόνα Του και υπέφερες θλιβόμενος τους διωγμούς των τυράννων, οπότε έτσι αναδείχτηκες μάρτυς» (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιλαρίων όμως υπερασπίστηκε σθεναρά την πίστη της Εκκλησίας περί των εικόνων, πίστη που φανέρωνε την αλήθεια περί του Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, διότι ο ίδιος «μάτωνε» εσωτερικά για να διακρατεί αλώβητη την εικόνα του Θεού στην ύπαρξή του – οι αγώνες του για την πίστη ήταν η συνέχεια των αγώνων του για την ακεραιότητα του φρονήματός του. Και σ’ αυτούς τους εσωτερικούς πνευματικούς αγώνες του αναλώνεται κυριολεκτικά ο άγιος υμνογράφος. Με κάθε τρόπο προβάλλει την ένταση του οσίου ηγουμένου, προκειμένου ο νους του να θεάται μόνο το κάλλος του Ουράνιου Πατέρα. Τα μάτια του οσίου ήταν διαρκώς στραμμένα προς τον Κύριο, κατά το ψαλμικό «οι οφθαλμοί μου διά παντός πρός τον Κύριον» και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός», γεγονός που απεκάλυπτε ότι κυριολεκτικά φλεγόταν από την αγάπη προς Εκείνον που ήταν η πηγή της ζωής του. «Έδωσες φτερά στον νου σου – θα πει – αφού λάμπρυνες την καρδιά σου με ιερές αναβάσεις, προκειμένου να βλέπεις μόνο το κάλλος του Θεού και να καταυγάζεσαι με τις ακτίνες του φωτός Του» (ωδή δ΄).

Κι είναι γνωστό στην πίστη μας ότι η «κόλλησις» αυτή προς τον Θεό προϋποθέτει την οδύνη της απεμπλοκής από το εγωιστικό κοσμικό φρόνημα, που λειτουργεί σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. Ο όσιος από μικρός, «εκ παιδός» (ωδή α΄), στράφηκε προς τον Κύριο και γι’ αυτό με δύναμη και χάρη Θεού σήκωσε τον σταυρό της εγκρατείας και των δεητικών προσευχών ώστε να υπερνικήσει τα όποια πάθη του. «Από παιδί βρέθηκες στον δρόμο της οσιότητας, Πάτερ, και ανέλαβες τον σταυρό της ακολουθίας του Χριστού. Γι’ αυτό και με την εγκράτεια και τις συνεχείς προσευχές σου μάρανες τα πάθη του σώματος» (ωδή α΄). Το αποτέλεσμα έτσι είναι γνωστό: τα δάκρυα της κατανύξεως που τον συνείχαν τον αξίωσαν και της μεγάλης παρηγοριάς που δίνει στους πιστούς Του ο Κύριος, κατά τον γνωστό μακαρισμό: «μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (ωδή η΄), σε σημείο τέτοιο που να γίνει πνευματικά κατά κυριολεξία «αυτοκράτορας» - «έκανες τον νου σου αυτοκράτορα στα πάθη και βασίλεψες σαν άριστος στρατηλάτης» (ωδή ζ΄).

Γι’ αυτό και ο Κύριος τον κατέστησε γλυκύ δάσκαλο των ανθρώπων, γιατί ακολούθησε το ορθό σχήμα της διδασκαλίας που προϋποθέτει πρώτα την πράξη και έπειτα τον λόγο, πρώτα δηλαδή τον φωτισμό από Εκείνον που δίνει τη γνώση την αληθή (ωδή δ΄) και έπειτα τη μετάδοση της γνώσης αυτής και σε άλλους. «Η γλυκύτητα των λόγων σου προκαλούσε ιλαρότητα στις καρδιές αυτών που προσέρχονταν σε σένα. Διότι πράττοντας όσα δίδασκες έκανες τον λόγο σου να γίνεται ευαπόδεκτος με συμπαθή διάθεση από τους άλλους» (ωδή δ΄) – μέγα μάθημα για τους κληρικούς,  τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και καθένα που ασχολείται με τη νεότητα και με τη διδασκαλία των ανθρώπων!

Ένας τέτοιος άνθρωπος ασφαλώς, με τόσα χαρίσματα εκ Θεού λόγω των προσωπικών του αγώνων, «τη συμπάθεια, την αγάπη και την ταπείνωση, την ελεημοσύνη και την απλότητα, την αληθινή πίστη και την ελπίδα, τον σεμνό βίο και την ευθύτητα της απονήρευτης γνώμης» (ωδή θ΄), χαριτώθηκε και με το θαυματουργικό χάρισμα. Οι ακτίνες των θαυμάτων του (ωδή θ΄) και στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές θεράπευσαν πλήθος ανθρώπων, ημέρεψαν ταραγμένες καρδιές, έφεραν το άρωμα του αγίου Πνεύματος στις ζωές των πιστών (ωδή θ΄), σαν την περίπτωση που καταγράφει ο άγιος υμνογράφος: «Έλυσες, Πατέρα όσιε, με τις προσευχές σου την αγανάκτηση των ψαράδων που κοπίαζαν χωρίς αποτέλεσμα, και τους γέμισες από ψάρια εκεί που προηγουμένως αποτύγχαναν» (ωδή η΄) – ένα γεγονός που παραπέμπει στη Γαλιλαία με τον αναστημένο Κύριο και τους αλιείς μαθητές Του!  

ΖΥΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 «Εν μέσω δύο ληστών, ζυγός δικαιοσύνης ευρέθη ο Σταυρός σου˙ του μεν καταγομένου εις Άδην τω βάρει της βλασφημίας, του δε κουφιζομένου πταισμάτων προς γνώσιν θεολογίας. Χριστέ ο Θεός, δόξα Σοι» (Ύμνος Θ΄ ώρας Σαρακοστής).

 (Ανάμεσα σε δυο ληστές, βρέθηκε σαν ζυγαριά δικαιοσύνης ο Σταυρός σου. Γιατί ο ένας οδηγήθηκε στον Άδη από το βάρος της βλασφησμίας, ενώ ο άλλος ελευθερώθηκε από τις αμαρτίες του και γνώρισε τον Θεό. Χριστέ Θεέ μας, δόξα Σοι).

1. Η εικόνα που παρουσιάζει ο ύμνος έχει βάση ιστορική: ο Χριστός σταυρώθηκε στον Γολγοθά, όταν ηγεμόνας στην Ιουδαία ήταν ο Ρωμαίος Πόντιος Πιλάτος, εν μέσω δύο κακούργων. Σαν κακούργος και ο Χριστός δέχεται τον πιο ατιμωτικό θάνατο της εποχής, τον θάνατο διά Σταυρού. Και τι μας λένε τα Ευαγγέλια για το γεγονός; Ο ένας ληστής βλασφημούσε τον Χριστό: Τον ειρωνευόταν, Τον πρόσβαλλε, Τον αμφισβητούσε, μη μπορώντας να δείξει ίχνος συμπάθειας για έναν άνθρωπο που περνούσε το ίδιο με εκείνον πάθος, και μάλιστα λίγο πριν από τον κοινό θάνατό τους. «Αν είσαι αυτός που λες, ο Υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και σώσε τον εαυτό σου και εμάς».

Ο άλλος, αυτός που έχει μείνει στην ιστορία ως ο ευγνώμων ληστής και που η Εκκλησία μας τον έχει εντάξει μέσα στους αγίους της, λειτούργησε απρόσμενα: σαν να ανοίχτηκαν τα μάτια του, της καρδιάς του τα μάτια, και είδε χαρισματικά ότι ο συσταυρωμένος με αυτόν δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος, ο Σωτήρας του κόσμου. Κι είναι πράγματι χάρη Θεού να μπορείς να δεις πέρα από τα φαινόμενα, το βάθος της ζωής, το αιώνιο στοιχείο. Η «ανάγνωση» που κάνει στα γεγονότα, είναι διαμετρικά αντίθετη του άλλου «συναδέλφου» του: ο ένας βλασφημεί, ο άλλος θεολογεί. «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου». Κι η απάντηση του Κυρίου άμεση: «Αμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ’  εμού έση εν τω παραδείσω».

2. Η ιστορία λοιπόν είναι γνωστή. Αλλά τα ίδια τα ιστορικά στοιχεία μάς οδηγούν και στη θεολογία του Σταυρού, κάτι που αποτυπώνει και επεκτείνει ο άγιος υμνογράφος. Πώς; Χαρακτηρίζοντας τον Σταυρό ως ζυγό δικαιοσύνης, χαρακτηρίζοντας τον αμφισβητία ληστή ως βλάσφημο, χαρακτηρίζοντας τον πιστεύσαντα ληστή ως θεολόγο. Οι εκφράσεις: ζυγός δικαιοσύνης, βλάσφημος ληστής, θεολόγος ληστής, αποτελούν αξιολογικές θεολογικές εκτιμήσεις που χρήζουν βεβαίως επεξηγήσεως.

(α) Βλάσφημος λοιπόν ο ένας ληστής, γιατί αδυνατεί να κατανοήσει ποιον έχει δίπλα του στον Σταυρό, που σημαίνει ότι ενώ συναντά τον Χριστό παραμένει τυφλός απέναντί Του, μέσα κυριολεκτικά στο πνευματικό σκοτάδι. Αιτία της τύφλωσης, κατά τον λόγο του Θεού, είναι η επιμονή στην πονηρία της ζωής: ο άνθρωπος που επιμένει στο αμαρτωλό εγωιστικό του φρόνημα δεν αφήνει καμία εσωτερική ρωγμή στην ψυχή του για να περάσει έστω και μία ακτίνα του φωτός του Θεού, ώστε να δει πού βρίσκεται το κέντρο και η πηγή της ζωής του. Αυτό δεν λέει και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ήδη από την αρχή του ευαγγελίου Του; Γιατί δεν αποδέχτηκαν τον Κύριο οι πολλοί της εποχής Του; «Ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα». Αρνητής της πίστεως γίνεται με άλλα λόγια όχι αυτός που δεν μπορεί να πειστεί νοητικά και με τη λογική του, για λόγους θεωρητικούς δηλαδή, -αυτός κάποια στιγμή αν είναι γνήσια η αναζήτησή του θα βρει τον δρόμο της πίστεως-  αλλά αυτός που δεν θέλει να απεμπλακεί από τα πάθη και τις αμαρτίες του. Οπότε ο άνθρωπος αυτός αρνούμενος τον Θεό οδηγείται στη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, κι αυτό διαπιστώνουμε στον αρνητή ληστή. Κι είναι πολύ σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου της Εκκλησίας: η βλασφημία αυτή δημιουργεί βάρος στην ψυχή του ανθρώπου. «Από το βάρος της βλασφημίας έφτασε στα άδυτα του Άδη ο ένας ληστής». Αυτή είναι η τραγικότητα του ανθρώπου, και του συγκεκριμένου ταλαίπωρου ληστή αλλά και κάθε άλλου που θέλει να διαγράφει τον Χριστό από τη ζωή του: να νομίζει ότι μένει ελεύθερος για να κάνει ό,τι θέλει, και την ίδια στιγμή να κατρακυλά με τον μεγαλύτερο πάταγο σε ό,τι χειρότερο μπορεί να του συμβεί: την ίδια την κόλαση. Γιατί Άδης και κόλαση ταυτίζονται στον λόγο της Γραφής. Και ποια τα χαρακτηριστικά της κόλασης αυτής; Η αδυναμία σχέσεως με τον όποιον συνάνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του εαυτού! Ο κολασμένος βλάσφημος άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να ησυχάσει και να τα βρει, όπως λέμε, ούτε με τους άλλους ούτε με τον εαυτό του. Γιατί δεν μπόρεσε να τα βρει με τον Θεό. Ο Θεός είναι ο βασικός παράγων από τον Οποίο εξαρτάται η κάθε άλλη σχέση του ανθρώπου. Το σχήμα λοιπόν που λειτουργεί ως μοτίβο διαχρονικά και παγκόσμια είναι: απιστία στον Χριστό, βλασφημία, βάρος ασήκωτο στην ψυχή, Άδης και κόλαση, η τέλεια απόγνωση! 

(β) Ο ευγνώμων από την άλλη ληστής γίνεται θεολόγος, γιατί φωτίζεται και πιστεύει στον Χριστό – αποκαλύπτεται στην καρδιά του η αλήθεια και έτσι γνωρίζει τον Θεό. Η γνώση του Θεού για την πίστη μας δεν έχει χαρακτήρα νοησιαρχικό όπως λέμε. Δεν έρχεται ως καρπός μιας πληροφορίας από ένα άκουσμα, από μία μελέτη, από μία έρευνα επιστημονική. Ο Θεός αποκαλύπτεται στην καρδιά του ανθρώπου, στο βάθος του είναι του δηλαδή, γι’ αυτό και η σχέση μας μαζί Του είναι καρδιακή. «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» ακούει κανείς ήδη από την Παλαιά Διαθήκη να καλεί τον άνθρωπο ο Θεός. Προφανώς, ο συγκεκριμένος ληστής, μολονότι βουτηγμένος στις αμαρτίες και τις ανομίες δεν είχε αλλοιωθεί εντελώς στο βάθος της ψυχής του – κάτι καλό παρέμενε εκεί αγνό και καθαρό. Κι όταν ο Χριστός του έδωσε την ευκαιρία να Τον συναντήσει, άδραξε θα λέγαμε την ευκαιρία. Η ζωντανή παρουσία του Χριστού άγγιξε την καρδιά του, κατανύχθηκε, πληγώθηκε από την αγάπη Εκείνου, γι’ αυτό και ξεσπά σε δάκρυα μετανοίας που έγιναν το κλειδί για να ανοίξει την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου. «Με το μνήσθητί μου σαν κλειδί άνοιξε ο ευγνώμων ληστής την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου» ακούμε αίφνης στον στίχο του συναξαρίου της Μεγάλης Παρασκευής. «Μικρή φωνή έβγαλε» θα πει αλλού η Εκκλησία μας «και κέρδισε μεγάλη θέση στον Παράδεισο». Και η μετάνοια, έχει πει ο ίδιος ο Κύριος, είναι ο χώρος της αγιότητας, η κατάσταση που προκαλεί κύματα χαράς σε όλον τον ουρανό. «Χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί». Αυτό είναι το παράδοξο στον Γολγοθά: ο Κύριος από τη μία να οδυνάται «αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» και από την άλλη να χαίρει γιατί βλέπει τον πρώτο κάτοικο του Παραδείσου που βρήκε τον δρόμο του πάνω σ’ έναν σταυρό.

Οπότε, κατά τον άγιο υμνογράφο μας, το χαρακτηριστικό της θεολόγου γλώσσας του ευγνώμονος ληστή είναι η βίωση της αφέσεως των αμαρτιών του. Ο άγιος ληστής νιώθει ότι απαλλάσσεται από το βάρος της βλάσφημης μέχρι την ώρα εκείνη ζωής του, γιατί στράφηκε προς τον Ήλιο της δόξης που στεκόταν στο πλάι του. Κι αυτή η αίσθηση της συγχώρησης ως εμπειρία της χάρης του Εσταυρωμένου Κυρίου συνιστά τη βάση για να θεολογήσει κανείς. Θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ο σωσμένος ληστής «είδε» εν Πνεύματι τον Χριστό να σηκώνει τις αμαρτίες τις δικές του και όλου του κόσμου, έζησε δηλαδή μία θεοπτία, που επιτρέπει ο Χριστός σ’ εκείνες τις ψυχές που «συγγενεύουν» μαζί Του. Και συγγενεύουν, όπως είπαμε, όχι γιατί είναι αναμάρτητοι, αλλά γιατί φτάνουν στο σημείο να μετανοήσουν αληθινά, οι καρδιές τους δηλαδή να αφουγκραστούν τον κτύπο της δικής Του καρδιάς, που θα πει να αισθανθούν λίγη από την αγάπη Του!

3. Μπρος λοιπόν στον Σταυρό του Χριστού έχουμε δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις: του βλασφήμου ανθρώπου και του θεόπτη θεολόγου. Ο Εσταυρωμένος Κύριος λειτουργεί ως ζυγός δικαιοσύνης, ως μέτρο που ενώπιόν Του αναγκάζονται οι άνθρωποι να αποκαλύψουν την εσωτερική τους κατάσταση, τα μύχια της ψυχής τους. Μπρος δηλαδή στον Σταυρό οι άνθρωποι ξεγυμνωνόμαστε  ψυχικά, χωρίς να μπορούμε να κρυφτούμε – πώς άλλωστε να κρυφτεί κανείς από Εκείνον στον Οποίον «δεν υπάρχει κτίση αφανής και τα πάντα είναι γυμνά και φανερά στα μάτια Του;» Όπως κι επίσης δεν μπορούμε να σταθούμε αδιάφοροι. Αδιάφορη στάση απέναντι στον Χριστό δεν υπάρχει. Μας το βεβαίωσε ο Ίδιος: «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι», όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου. Κι ήταν αυτό που από την αρχή της ζωής Του είχε πει προφητικά ο γέρων Συμεών ο θεοδόχος: «Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον»! Μπροστά στον Χριστό ή πέφτεις ή ανασταίνεσαι. Και Αυτός είναι το σημείο που οι άνθρωποι του κόσμου τούτου δεν θα μπορούν να ομονοήσουν. Να λοιπόν, πώς ειδικά με τους συσταυρωμένους με τον Χριστό ληστές επιβεβαιώνεται ο συγκεκριμένος προφητικός λόγος.

4. «Ζυγός δικαιοσύνης» λοιπόν ο Σταυρός του Κυρίου, ένας χαρακτηρισμός που αποκαλύπτει πολλά περισσότερα από ό,τι μπορεί κανείς απλά να υπονοήσει. Τι εννοούμε; Δύο καίριες παρατηρήσεις είναι απαραίτητες.

Πρώτη. Αποκαλύπτεται με τον Σταυρό του Κυρίου η δικαιοσύνη του Θεού, η οποία κατανοείται με τρόπο που υπερβαίνει απείρως την ανθρώπινη μόνο διάστασή της. Ποια η δικαιοσύνη των ανθρώπων; Είναι η «δικαιοσύνη» του ισχυρού, που τα θέλει όλα δικά του. Μία «δικαιοσύνη» δηλαδή που εκφράζει με τον πιο τρανταχτό τρόπο την ουσία της αμαρτίας, τον εγωισμό, τη νοσηρή κατάσταση που ταυτίζεται με τον ίδιο τον δαιμονισμό. Είναι επίσης η δικαιοσύνη που απαιτεί την ισομέρεια: όλοι το ίδιο – μία δικαιοσύνη που ύπουλα προβάλλει την αδικία, γιατί δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ανάγκες: πώς να έχει ίδιες ανάγκες για παράδειγμα ένας πολύτεκνος οικογενειάρχης με ένα μοναχικό άτομο; Είναι η δικαιοσύνη ακόμη που όντως επιβάλλει το ίσο κατά τις ανάγκες του καθενός - η καλύτερη εκδοχή της ανθρώπινης πράγματι δικαιοσύνης. Αλλά το πρόβλημα κι εδώ είναι η λέξη «επιβάλλει». Γιατί χριστιανικά ό,τι δεν γίνεται ελεύθερα κι από αγάπη δεν έχει ηθική βαρύτητα και αξία.

Κι υπάρχει η αληθινή χαρισματική δικαιοσύνη που τη βλέπουμε στον Σταυρό του Κυρίου και στη συνέχεια στη ζωή των αγίων μας: δίνω τα πάντα στον άλλον, με παραθεώρηση του όποιου δικού μου συμφέροντος, γιατί τον αγαπώ. Τι φανέρωσε ο Σταυρός του Κυρίου και γι’ αυτό λέμε ότι εκεί λειτούργησε η δικαιοσύνη του Θεού; Ο κατεξοχήν αθώος, ο ενανθρωπήσας Θεός, στον Οποίο αμαρτία δεν υπήρχε ούτε βρέθηκε δόλος ποτέ στο στόμα Του, πλήρωσε και τιμωρήθηκε για τις αμαρτίες και τις ευθύνες των ενόχων ανθρώπων. Ο Χριστός επί του Σταυρού «αίρει τας αμαρτίας ημών», όλων των ανθρώπων όλων των εποχών, και γίνεται Αυτός κατάρα για χάρη μας. Η θεία δικαιοσύνη δηλαδή δεν λειτουργεί κατά το αρχαιοελληνικό σχήμα: έφταιξες, θα πληρώσεις!, αλλά έφταιξες και θα δικαιωθείς! Αρκεί να αποδεχτείς την αγάπη του Δημιουργού σου. Γιατί είναι Εκείνος που αναλαμβάνει όπως είπαμε την ευθύνη μας. Δικαιοσύνη χριστιανικά σημαίνει έτσι αγάπη και ταπείνωση, γι’ αυτό και όπου η δικαιοσύνη δεν έχει ως περιεχόμενο τα στοιχεία αυτά δεν είναι χριστιανική.

Ας δούμε τι λένε επ’ αυτού οι άγιοί μας, όπως ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος για παράδειγμα, από τους μεγαλύτερους νηπτικούς πατέρες της Εκκλησίας μας. Σε προβληματισμό του για το θέμα ακριβώς της δικαιοσύνης λέει τα εξής θεωρούμενα παράδοξα: «Μην ονομάζεις τον Θεό δίκαιο, διότι η δικαιοσύνη του Θεού δεν γνωρίζεται στα έργα σου… Πώς θα ονομάσεις τον Θεό δίκαιο, όταν διαβάζεις στο Ευαγγέλιο για τον μισθό των εργατών;  Φίλε, λέγει, δεν σε αδικώ, θέλω να δώσω και σ’ αυτόν τον τελευταίο, όσα έδωσα και σε σένα. Εάν ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, όμως εγώ είμαι αγαθός. Πώς θα ονομάσει κανείς δίκαιο τον Θεό, όταν διαβάζει στο Ευαγγέλιο τα περί του ασώτου υιού, που σκόρπισε τον πατρικό πλούτο σε ασωτίες, και όταν έδειξε μόνο κατάνυξη, πώς έτρεξε ο πατέρας και έπεσε στον τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία πάνω σ’ όλον τον πλούτο… Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Διότι ήμασταν αμαρτωλοί, και ο Χριστός απέθανε για χάρη μας

Κι η δεύτερη παρατήρηση. Ο Σταυρός που αποκαλύπτει την αγάπη και την ταπείνωση του Θεού μας και που χαρακτηρίζεται ως «δόξα» Αυτού, είναι ο ζυγός, το μέτρο και ο καθρέπτης που μετριόμαστε αν είμαστε χριστιανοί. Κι εδώ αρχίζουν όπως λέμε τα… δύσκολα. Γιατί μέτρο δεν είναι μία πρόταση έστω πολύ αληθινή, μία φιλοσοφική αρχή ίσως, ένα ηθικό σύστημα, ακόμη και η φωνή της συνειδήσεώς μας όταν λειτουργεί. Είναι ο Σταυρός που καλούμαστε οι χριστιανοί να ζήσουμε ως προσωπικό γεγονός. Κι όχι μία φορά στη ζωή μας, αλλά καθημερινώς και αδιαλείπτως, την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή. Δεν είναι λόγια δικά μας. Είναι του ίδιου του Θεού μας. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Ακολουθία του Χριστού με άλλα λόγια σημαίνει σταυρική πορεία. Και σταυρική πορεία σημαίνει θάνατο: του εγωιστικού αμαρτωλού φρονήματός μας, για να περπατάμε επί τα ίχνη του Χριστού. Όσο οδυνηρό και αν ακούγεται τούτο, είναι η κεντρικότερη αλήθεια: για να ’σαι χριστιανός, όχι ασφαλώς της ταυτότητας, πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Αμεσότατα το λέει το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη: «Γίνου πιστός άχρι θανάτου»!

Γι’ αυτό και ακούμε τον απόστολο Παύλο να ομολογεί: «Χριστώ συνεσταύρωμαι˙ ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός», έχω σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω πια εγώ αλλά μέσα μου ζει ο Χριστός. Κι αν τόσα προβλήματα υπάρχουν στη ζωή μας, κι αν παρουσιαζόμαστε οι χριστιανοί τόσο λειψοί, είναι ακριβώς γι’ αυτό: αλλοιθωρίζουμε πνευματικά, προσπαθώντας να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα: και τη ζωή με τον Θεό και τη ζωή με τον αμαρτωλό κόσμο. Αλλ’  «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» λέει ο Κύριος. Και «ος αν θέλη φίλος είναι του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται» (απόστολος Παύλος). Έρχεται στο μυαλό μας ο άγιος Παῒσιος, που νεαρός ακόμη ως Αρσένιος, δέχεται πειρασμό απιστίας από έναν άθεο συγχωριανό του φοιτητή. Πώς ξεπερνά τους λογισμούς άρνησης που του ενέσπειρε ο αθεόφοβος στην αγνή καρδιά του; Με την απόφαση που παίρνει: Εγώ θα πιστεύω στον Χριστό κι ας πεθάνω! Και μόλις παίρνει την απόφαση αυτή του φανερώνεται ο Χριστός!

5. Οπότε, για να επανέλθουμε, ο Σταυρός του Χριστού, το κατεξοχήν σύμβολο της πίστεώς μας, δεν υφίσταται για να διακρίνει μόνο τους πιστούς από τους απίστους -  οι άπιστοι μη χριστιανοί πράγματι δαιμονίζονται σαν τον διάβολο από τον Σταυρό - αλλά να διακρίνει και τη χριστιανικότητα της κάθε στιγμής ημών των θεωρουμένων δικών Του πιστών. Θέλουμε να πούμε ότι κρινόμαστε διαρκώς αν είμαστε χριστιανοί ή όχι, έστω κι αν είμαστε κληρικοί ή αριθμούμε δεκαετίες χριστιανικής ζωής και προσφοράς. Και θα το πούμε και με τον πιο άμεσο τρόπο τούτο, μνημονεύοντας την πιο γνωστή εντολή του Χριστού. «Αγαπάτε αλλήλους». Αγαπάμε πράγματι τους άλλους; Ή τουλάχιστον προσπαθούμε να αγαπάμε τους άλλους; Μη σπεύσουμε να δώσουμε θετική απάντηση, γιατί ο Κύριος παραπέμπει προς απάντηση στον Σταυρό Του, τον ζυγό της δικαιοσύνης Του! «Αγαπάτε αλλήλους», λέει, «καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Αγαπάς τον άλλον σημαίνει ότι είσαι σταυρωμένος, δηλαδή έτοιμος προς θυσία, υπέρ αυτού, για χάρη του. Οπότε, πράγματι, ο Σταυρός είναι ζυγός που μας κρίνει: όχι μόνον προς τους εκτός της πίστεως, αλλά και προς εμάς τους ίδιους.

Γι’ αυτό και οι άγιοι μαρτυρούν ότι η χριστιανική ζωή δεν είναι ένας διαλογισμός – κατά τον τύπο των Ινδουϊστών ή των Βουδιστών – αλλά μία κινητοποίηση του ανθρώπου στο ανώτερο δυνατό των δυνάμεών του. Είναι πορεία πάντοτε προς τον Θεό και την εικόνα Του τον άνθρωπο, με ετοιμότητα όπως είπαμε θυσίας προς χάριν τους. Ακόμη και την ώρα, μας λένε, που ο χριστιανός φαίνεται ήρεμος και ήσυχος, μέσα του τον διαπερνούν ρεύματα της θείας ζωής. Ας ακούσουμε επί του προκειμένου τον άγιο Σωφρόνιο, τον μεγάλο αυτόν σύγχρονο όσιο Γέροντα, που σφραγίζει με την εμπειρία και τη θεολογία του την εποχή μας: «ο χριστιανός μοιάζει με τα ηλεκτροφόρο σύρματα: το ρεύμα τους μπορεί να κινητοποιήσει και εργοστάσια, όμως πάνω τους στέκονται ακίνδυνα πουλάκια και σπουργίτια»!

6. Αφήσαμε στο τέλος εκείνο που είναι γνωστό σε όλους μας αλλά συχνά και πάλι το ξεχνάμε: ο Σταυρός του Κυρίου πάντοτε συνυπάρχει με την Ανάστασή Του. Σταυρός και Ανάσταση είναι οι δύο όψεις του ιδίου «νομίσματος»! Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τον σταυρό του κάθε χριστιανού. Αν η απόρριψή του οδηγεί στην κόλαση ως έλλειψη αγάπης από αυτήν ήδη τη ζωή, η αποδοχή και η ανάληψη της ευθύνης του οδηγεί και στην ανάσταση ως βίωση του παραδείσου. Ο Κύριος το υπόσχεται επανειλημμένως: όποιος σηκώνει τον σταυρό του, όποιος αγωνίζεται δηλαδή να αγαπά και να ταπεινώνεται πνευματικά, αυτός και θα κοινωνεί με τον Θεό. «Τηρήστε τις εντολές μου και θα σας φανερωθώ» είπε. Η ανάσταση δηλαδή του ανθρώπου όχι μόνο ως μελλοντικό γεγονός, μετά τον θάνατο και τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά και ως γεγονός του εκάστοτε παρόντος συνιστά βίωμα για τον συνεπή πιστό, τον άγιο. Και γι’ αυτό το παρόν παλεύουμε κι εμείς οι μικροί και αδύναμοι, γιατί τελικώς σ’ αυτό «εξαντλείται» η πνευματική μας ζωή. Τη σχέση μας δηλαδή με τον ζωντανό Θεό μας που έχει χαρακτήρα σταυροαναστάσιμο την κερδίζουμε όχι στο παρελθόν με τις αναμνήσεις μας, όχι στο μέλλον που δεν ξέρουμε αν θα μας δωρηθεί, αλλά σε ό,τι ζούμε στο εδώ και στο τώρα. «Σήμερα αν ακούσετε τη φωνή μου, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας». Ο Σταυρός του Χριστού από την άποψη αυτή για τον έστω και επ’ ελάχιστον πιστό  τού δίνει το κλειδί της μετάνοιας – ό,τι έλαβε και ο ευγνώμων ληστής και άνοιξε τον Παράδεισο.

Η ΑΡΙΣΤΗ ΟΔΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΥΨΩΣΕΩΣ

ΔΕΥΤΕΡΑ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἀρίστην ὁδόν ὑψώσεως, Χριστέ, τήν ταπείνωσιν ἔδειξας, σεαυτόν κενώσας καί μορφήν δούλου λαβών, τοῦ Φαρισαίου τήν μεγάλαυχον εὐχήν μή προσιέμενος˙ τοῦ δέ Τελώνου τόν συντετριμμένον στεναγμόν, ὡς ἱερεῖον ἄμωμον, ἐν τοῖς ὑψίστοις προσδεχόμενος˙ διό κἀγώ βοῶ σοι˙ Ἱλάσθητι ὁ Θεός, ἱλάσθητι Σωτήρ μου καί σῶσόν με» (απόστιχα Αίνων, πλ. β΄).

(Έδειξες την ταπείνωση, Χριστέ, ως την άριστη οδό που ανυψώνει τον άνθρωπο στον Ουρανό, αφού άδειασες τον εαυτό σου και έλαβες μορφή δούλου, με το να μην επιδοκιμάσεις την όλο καύχηση προσευχή του Φαρισαίου, κι από την άλλη με το να αποδεχθείς ως Θεός στον Ουρανό ως καθαρά θυσία τον γεμάτο συντριβή  στεναγμό προσευχής του Τελώνη. Γι’ αυτό κι εγώ σου φωνάζω: Ελέησέ με, Θεέ μου, ελέησέ με, Σωτήρα μου, και σώσε με).

Με απόλυτη καθαρότητα ο άγιος υμνογράφος προβάλλει ενώπιόν μας τον μόνο δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Κι ο δρόμος αυτός βεβαίως είναι ο δρόμος της μετάνοιας, όπως ο Κύριος εξαρχής κήρυξε, με το κύριο χαρακτηριστικό της την αγία ταπείνωση. Και πρέπει να προσδιορίζουμε την ταπείνωση με το επίθετο αγία, διότι ως λέξη κατανοείται με πολλές κοσμικές παραλλαγές, με πιο κύρια αυτήν της αναξιότητας και της μίζερης κατάστασης. Λοιπόν, μιλάμε για την αγία ταπείνωση, όπως συνήθιζε να τονίζει και ο μεγάλος όσιος της εποχής μας  Γέροντας Πορφύριος, η οποία αποτελεί όχι απλώς μία αρετή, αλλά ό,τι εκφράζει τη μεγαλωσύνη και την παντοδυναμία του Θεού μας, κι ακόμη την απειρία της αγάπης Του. Πρόκειται λοιπόν για ένα μυστήριο που λειτουργεί στον άνθρωπο μόνον κάτω από την προϋπόθεση της μεγάλης χάρης που έχει λάβει από τον Θεό μας. Κι απόδειξη το γεγονός, κατά τον άγιο υμνογράφο, ότι συνιστά την οδό που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού – ο άνθρωπος ταπεινούμενος, δηλαδή αναγνωρίζοντας την εσωτερική του πτώχεια και αδυναμία, υψώνεται: κατεβαίνοντας ανεβαίνει!

Ο Ιωσήφ ο υμνογράφος κινείται εντελώς αγιογραφικά σε αυτό που λέει: στηρίζεται στον λόγο του ίδιου του Κυρίου, που κάθε λόγος Του συνιστά αποκάλυψη, δηλαδή μνημονεύει την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, σύμφωνα με την οποία η υπερηφάνεια του «αγίου» θεωρουμένου Φαρισαίου, έστω και «προσευχομένου», καταδικάζεται, ενώ η ταπείνωση του αμαρτωλού Τελώνου δικαιώνεται – «ἐξῆλθεν δεδικαιωμένος οὗτος (ο Τελώνης) ἤ ἐκεῖνος (ο Φαρισαίος)». Ποια άλλη απόδειξη απαιτείται, όταν έχουμε τον λόγο του ίδιου του ενανθρωπήσαντος Θεού μας να το λέει; Και την οδό αυτή έπειτα προβάλλει διαρκώς και στους μαθητές Του μέχρι την τελευταία στιγμή. Ιδίως στον Μυστικό Δείπνο, λίγο πριν οδηγηθεί στο Πάθος Του, τους δείχνει έμπρακτα αλλά και με τον λόγο Του στη συνέχεια ότι εφεξής στη ζωή τους, αν επιθυμούν να λέγονται μαθητές Του, αυτήν την οδό θα πρέπει να ακολουθούν: πλένει τα πόδια τους και τους λέει ότι και αυτοί αντιστοίχως θα πρέπει να είναι έτοιμοι να πλένουν και τα πόδια των συνανθρώπων τους, δηλαδή με ταπείνωση και αγάπη να προσεγγίζουν τους πάντες. «Εἰ ἐγώ ὁ Διδάσκαλος ὑμῶν ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας». Όχι απλώς αν έχετε διάθεση, αλλά οφείλετε.

Και βεβαίως, ο Κύριος όχι μόνον τότε, αλλά σε ολόκληρη την επί γης ζωή Του όπως είπαμε, με αποκορύφωση τη Σταυρική θυσία Του, την ταπείνωση αυτή απεκάλυπτε, (σε σημείο να προκαλούνται διαρκώς οι μαθητές Του μέχρις ότου  λάβουν το  Πνεύμα Του και Τον κατανοήσουν), ταπείνωση όμως που παρέπεμπε και στην ίδια τη Θεότητά Του! Κι ο άγιος Ιωσήφ αυτό σημειώνει με έμφαση στον ύμνο: ο Κύριος στη ζωή Του στη γη φανέρωνε και ό,τι έκανε ως Θεός.  Ήταν ο Θεός, ο Οποίος όμως δεν θεώρησε ως κάτι υποτιμητικό γι’ Αυτόν να προσλάβει τη φύση του δημιουργήματός Του, του ανθρώπου, να γίνει κι Αυτός άνθρωπος και να φτάσει στο έσχατο σημείο ταπείνωσης, να σταυρωθεί με τον πιο ατιμωτικό τρόπο –η ταπείνωσή Του «έσβηνε» την υπερηφάνεια της ανυπακοής του ανθρώπου. Είναι αυτό που σημειώνει έκθαμβος και με φόβο πολύ ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή του, προβάλλοντας το φρόνημα του Χριστού μας, φρόνημα έκτοτε της Παναγίας και όλων των αγίων – δεν μπορεί κανείς να «ξεφύγει» από αυτό αν θέλει να είναι με τον Χριστό! «Να έχετε το φρόνημα που είχε και ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, παρ’ όλο ότι είχε τον θείο τρόπο υπάρξεως, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό προϊόν αρπαγής, αλλ’ ο ίδιος με τη θέλησή του απέβαλε τον θείο τρόπο υπάρξεως και προσέλαβε τη μορφή κτίσματος, γενόμενος όμοιος με ανθρώπους, και αφού πήρε το σχήμα του ανθρώπου (εξωτερικά), ταπεινώθηκε με τη θέλησή του σε σημείο να υποβληθεί ακόμα και στον θάνατο, και μάλιστα θάνατο επί του σταυρού».

Το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «Κύριε, σῶσόν με» αποτελεί πια για τον χριστιανό, όπως το λέει ο υμνογράφος, τη μόνιμη κραυγή του.

27 Μαρτίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «῾Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο»  (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας»  (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´ ). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως; 

26 Μαρτίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)

«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34)

Ο Σταυρός του Κυρίου προβάλλεται από την Εκκλησία μας στο μέσον της Σαρακοστής ως όραμα και τελική αναφορά, αλλά και ως αναψυχή και ανάπαυλα, προκειμένου ο χριστιανός να μπορέσει να ακολουθήσει τον Κύριο. Ακολουθώ τον Χριστό δηλαδή σημαίνει σταυρώνομαι μαζί Του, που θα πει  αποκτώ τις προϋποθέσεις ανάστασης με την Ανάστασή Του.  Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας στοιχεί ακριβώς πάνω στο σκεπτικό αυτό, καθώς ακούμε τα λόγια του ίδιου του Κυρίου:  «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».

1. Ο Κύριος μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του προς τον άνθρωπο, αγάπης που Τον οδήγησε  πάνω στον Σταυρό, μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε, γιατί Αυτός είναι ο Σωτήρας μας. Προς τούτο  έρχεται και όχι μόνο μας ανοίγει τα μάτια για να δούμε τον ορθό προσανατολισμό μας, αλλά μας εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, ώστε με τη δική Του δύναμη να βρούμε τον βηματισμό μας. Αν δεν συνέβαινε αυτό, αν ο Κύριος ερχόταν απλώς για να μας πει μόνοι μας να Τον ακολουθήσουμε, δεν θα διέφερε από τους άλλους τυράννους της ανθρωπότητας, και μάλιστα ακόμη περισσότερο: όντως θα «έπαιζε» μαζί μας, «διασκεδάζοντας» με τις αδυναμίες μας και την επίγνωση από εμάς αυτών των αδυναμιών.

2. Η κλήση λοιπόν του Χριστού να Τον ακολουθήσουμε γίνεται, αφού έχει δώσει όλες τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Κι είναι σημαντική η επισήμανση ότι η κλήση αυτή γίνεται σε χρόνο διαρκείας: «ακολουθείτω μοι». Να ακολουθούμε τον Χριστό, πάντοτε και χωρίς διακοπές. Μία διακεκομμένη ακολουθία του Χριστού – μία μαζί Του και μία όχι – συνιστά τη διψυχία που λέει ο άγιος Ιάκωβος, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η ακαταστασία. Ο ίδιος ο Κύριος μάλιστα σε άλλο σημείο απεκάλυψε ότι κάθε μη ακολουθία Του δεν είναι στάση, που μπορεί να φέρει την επανεκκίνηση από το ίδιο σημείο, αλλά οπισθοδρόμηση και εναντίωσή Του. «Ο μη ων μετ’  εμού κατ’  εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’  εμού σκορπίζει».

3. Ακριβώς λοιπόν πάνω σ’  αυτήν την αδιάκοπη ακολουθία του Χριστού, για να μην υπάρχουν οι αποκλίσεις που ακυρώνουν τη σωτηρία του ανθρώπου, έρχονται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ίδιος.

(1) Και πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία του ανθρώπου. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Όσο κι αν είναι εντελώς απαραίτητη η ακολουθία του Κυρίου – πιο απαραίτητη κι από τον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε – όμως ο Θεός δεν μας εκβιάζει. Μας δίνει την ώθηση, παρακολουθεί την πορεία μας, αλλά δεν μας υποκαθιστά. Τον τελευταίο λόγο για τη σωτηρία του δηλαδή τον έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Κι ο λόγος είναι γνωστός: ο Θεός μάς δημιούργησε ελεύθερους. Η χριστιανική πίστη αναπτύσσεται μέσα στον αέρα της ελευθερίας.

(2) Δεύτερη προϋπόθεση είναι η απάρνηση του εαυτού. «Απαρνησάσθω εαυτόν». Πρόκειται περί του εγωιστικού εαυτού, εκείνου που «τραβάει» τον άνθρωπο πάντοτε προς τα κάτω, στα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας. Διότι ναι μεν μας δόθηκε η ελευθερία από τον Κύριο, αφότου μάλιστα ενωθήκαμε με Αυτόν διά του αγίου βαπτίσματος, αλλά το τρεπτό της θελήσεώς μας εξακολουθεί και υφίσταται, συνεπώς εναπόκειται σε εμάς αν θα επιβεβαιώνουμε τη ζωή μας ως ακόλουθοι του Χριστού ή ως ακόλουθοι των παθών μας. Εδώ κατανοούμε την άσκηση βίας στον εαυτό μας, που λέει ο Κύριος: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Οπότε η  ακολουθία του Χριστού απαιτεί  συνεχή κίνηση: μία αδιάκοπη και στο έπακρο ενεργητικότητά του. Η νήψη, ως εγρήγορση, λοιπόν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του πιστού.

(3) Και η τρίτη προϋπόθεση: «Και αράτω τον σταυρόν αυτού». Πρόκειται για τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, όπως το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να παρακάμψουμε τον σταυρό, ακολουθώντας τον Κύριο, αφού ο Σταυρός υπήρξε το κύριο γνώρισμα της ζωής Του, απαρχής μέχρι τέλους. Τι σημαίνει όμως άρση του σταυρού; Σημαίνει ζωή κατά το πρότυπο του Κυρίου: απόλυτης υπακοής στον Θεό, θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο, ταπείνωσης ως προς τον εαυτό. Με άλλα λόγια, κάνω κέντρο της ζωής μου το θέλημα του Θεού, άρα αγαπώ Εκείνον και την εικόνα Του τον άνθρωπο, κι αυτό με τη βεβαιότητα ότι απλώς πορεύομαι στη φυσιολογία της ζωής μου: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».

Η χριστιανική πίστη μάς καλεί σε μία συνεχή υπέρβαση του εαυτού μας. Όποιος είπε ότι ο χριστιανισμός είναι εύκολη υπόθεση, μάλλον είναι άγευστος της ζωής του. Το παρήγορο όμως είναι ότι κι αν κάπου αποκλίνουμε, αν στην καθημερινή ζωή μας βλέπουμε την αδυναμία μας, όμως δεν απελπιζόμαστε. Η κάθε πτώση μας, αν μας οδηγεί σε ταπείνωση, λειτουργεί ανυψωτικά, γιατί και εκεί έρχεται ο Κύριος, ο Οποίος μας προσφέρει πολλαπλασίως τη χάρη Του. Το θέμα είναι μήπως ακολουθούμε δαιμονική οδό: να αμαρτάνουμε και να καυχόμαστε γι’  αυτό.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 8,34 - 9,1).

 Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἅς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἅς σηκώσει τό σταυρό του κι ἅς μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του θά τή χάσει· ὅποιος ὅμως χάσει τή ζωή του ἐξαιτίας μου καί ἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει. Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο ἀλλά χάσει τή ζωή του; Τί μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιά τή ζωή του; Ὅποιος, ζώντας μέσα σ’ αὐτή τή γενιά τήν ἄπιστη κι ἁμαρτωλή, ντραπεῖ γιά μένα καί γιά τή διδασκαλία μου, θά ντραπεῖ γι’ αὐτόν καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὅταν ἔρθει μέ ὅλη τή λαμπρότητα τοῦ Πατέρα του, μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους». Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς· «Σᾶς βεβαιώνω πώς ὑπάρχουν μερικοί ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέ θά γευτοῦν τό θάνατο, πρίν δοῦν νά ἔρχεται δυναμικά ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 4,14 – 5,6)

Ἀδελφοί, ἔχοντες Ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειρασμένον δὲ κατὰ πάντα καθ” ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. Καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἅς κρατήσουμε σταθερά τήν πίστη πού ὁμολογοῦμε. Γιατί ἔχουμε μέγαν ἀρχιερέα –τόν Ἰησοῦ, τόν Υἱό τοῦ Θεού– πού ἔφτασε ὡς τό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουμε ἀρχιερέα πού νά μήν μπορεῖ νά συμμεριστεῖ τίς ἀδυναμίες μας. Ἀντίθετα, ἔχει δοκιμαστεῖ σέ ὅλα, ἐπειδή ἔγινε ἄνθρωπος σάν κι ἐμᾶς, χωρίς ὅμως νά ἁμαρτήσει. Ἅς πλησιάσουμε, λοιπόν, μέ θάρρος τό θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς σπλαχνιστεῖ καί νά μᾶς δωρίσει τή χάρη του, τήν ὥρα πού τή χρειαζόμαστε. Κάθε ἀρχιερέας πού προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους, ἐγκαθίσταται γιά νά ὑπηρετεῖ τό Θεό γιά χάρη τους καί γιά νά προσφέρει δῶρα καί θυσίες γιά τίς ἁμαρτίες τους. Εἶναι σέ θέση νά δείχνει ἀνοχή σ’ ὅσους ζοῦν στήν ἄγνοια καί στήν πλάνη, ἀφοῦ κι ὁ ἴδιος ἔχει ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ἐξαιτίας τους εἶναι ὑποχρεωμένος νά προσφέρει, ὅπως γιά τό λαό, ἔτσι καί γιά τόν ἑαυτό του, θυσίες γιά τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης, κανένας δέν παίρνει μόνος του αὐτή τήν τιμή, ἀλλά ὅταν τόν καλέσει ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς κάλεσε τόν Ἀαρῶν. Ἔτσι κι ὁ Χριστός, δέν τίμησε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του μέ τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέα, ἀλλά τοῦ τό ἔδωσε ἐκεῖνος πού τοῦ εἶπε: Ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός μου, ἐγώ σήμερα σέ γέννησα. Σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἡ Γραφή λέει: Ἐσύ εἶσαι ἱερέας γιά πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.