02 Απριλίου 2022

ΕΓΙΝΑ ΣΑΝ ΤΑ ΚΤΗΝΗ

ΣΑΒΒΑΤΟ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τοῖς πάθεσι δουλώσας τῆς ψυχῆς μου τό ἀξίωμα, κτηνώδης ἐγενόμην, καί οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρός σέ Ὕψιστε∙ ἀλλά κάτω νενευκώς Χριστέ ὡς ὁ Τελώνης δέομαι κραυγάζων σοι∙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι καί σῶσόν με» (Στιχ. εσπ. Παρασκευής Δ΄ Νηστειών).

(Αφού υποδούλωσα το αξίωμα της ψυχής μου στα πάθη, έγινα σαν τα κτήνη και δεν έχω τη δύναμη να ατενίσω προς Εσένα, Ύψιστε. Γι’ αυτό και κάτω στη γη κλίνοντας το κεφάλι, Χριστέ, όπως ο Τελώνης προσεύχομαι με δυνατή φωνή: Θεέ μου, συγχώρεσέ με και σώσε με).

Το ήθος του Τελώνη ως πρότυπο για τον κάθε πιστό, με πρώτον τον εαυτό του, προβάλλει και πάλι ο άγιος υμνογράφος: το ήθος τελικώς της αγιότητας, αφού αυτό  δικαιώθηκε από τον Θεό κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Ποια τα χαρακτηριστικά του ήθους αυτού που επισημαίνει ο ποιητής; Η προσέλευση στον Κύριο τον Θεό με συναίσθηση της αμαρτωλότητας και με πίστη για τη σώζουσα αγάπη και το έλεός Του. Πρόκειται για το ισχυρό φως που ρίχνει ο ευαγγελικός και στη συνέχεια ο πατερικός και υμνολογικός λόγος που φωτίζει τη διπλή πραγματικότητα: ο Θεός είναι πλήρης αγάπης και ελέους∙ ο άνθρωπος λόγω της πτώσεως στην αμαρτία είναι πλήρης αδυναμιών και πονηριών. Η σύζευξη των δύο αυτών ενεργειών: της κίνησης προς τον άνθρωπο του ελέους του Θεού και της ανταπόκρισης του αμαρτωλού ανθρώπου ως αποδοχής αυτού του ελέους συνιστά το γεγονός της σωτηρίας και της δικαίωσης του ανθρώπου – ο άνθρωπος επανέρχεται στο πρώτο αξίωμα, να είναι παιδί του Πατέρα Θεού, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (άγ. Ιωάννης Ευαγγελιστής).

Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας προσδιορίζεται από τον άγιο υμνογράφο κατά την εικόνα και πάλι της Γραφής: ο απομακρυσμένος από τον Θεό άνθρωπος χάνει την ανθρωπινότητά του και αυτό που συνιστά τη θεοειδή ταυτότητά του. Γίνεται κτηνώδης, με την έννοια ότι καθορίζεται στη ζωή του από τα ένστικτά του και όχι από τον ηγεμονικό νου του. Κι είναι ευνόητο: ο νους χάνοντας τον φωτισμό του Θεού λόγω του εγκλωβισμού στην αμαρτία σκοτεινιάζει και αλλοιώνεται, οπότε ο άνθρωπος άγεται και φέρεται πια από τις εμπάθειες του εγωισμού του – ο άνθρωπος είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον συνάνθρωπό του όταν νιώθει ότι δεν ικανοποιείται το συμφέρον του. «Homo homini lupus», ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του, κατά το λατινικό λόγιο.

Η εν μετανοία αίσθηση της αμαρτωλότητας, συμπληρώνει ο ποιητής, εκφράζεται και με τη στάση του σώματος. Ο μετανοών έχει σκυμμένο λόγω ντροπής το κεφάλι – δεν τολμά να κοιτάξει προς τα άνω, προς τον Ουρανό: το βλέπουμε στη στάση του μετανοημένου Τελώνη.  Είναι το βίωμα που το έχει βιώσει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, όταν κατανοεί ένα σφάλμα του και ζητάει να το διορθώσει. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση του υμνογράφου: η μετάνοια έχει ψυχοσωματικό χαρακτήρα, γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Ολόκληρος αμαρτάνει και ολόκληρος μετανοεί. Συνεπώς και το σώμα μετέχει στο γεγονός της μετανοίας, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας με σοφό τρόπο έχει καθορίσει σειρά σωματικών ενεργειών αποδεικτικών της διάθεσης του ανθρώπου για σχέση με τον Θεό: μετάνοιες μικρές και μεγάλες, χαμαικοιτίες, ορθοστασίες, αγρυπνίες, νηστείες. Έτσι το «Κύριε ἐλέησόν με», «Κύριε σῶσόν με», το φωνάζει και η ψυχή και το σώμα μας – ο άνθρωπος που μετανοεί βρίσκεται σε μία μεγάλη ένταση που ενεργοποιεί και την κάθε ίνα του σώματός του.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΙΤΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Αυτός ο μακάριος και άγιος Πατέρας μας Τίτος από νεαρή ηλικία αγάπησε τον Χριστό, πήγε σε Κοινόβιο και απομακρύνθηκε από τον κόσμο και τους συγγενείς του. Εκεί τόσο πολύ επιδόθηκε στην ταπείνωση και την υπακοή, ώστε να ξεπεράσει όχι μόνο την αδελφότητα, αλλά και κάθε άνθρωπο. Έγινε δε και ποιμένας των λογικών προβάτων του Χριστού κι είχε τόση πραότητα και αγάπη και συμπάθεια, όσο κανείς άλλος μεταξύ των ανθρώπων. Διαφυλάχτηκε καθαρός στην ψυχή και στο σώμα από νεαρή ηλικία σαν άγγελος Θεού. Γι᾽ αυτό και ο Κύριος τον χαρίτωσε με εξαιρετική χάρη θαυματουργιών, οπότε και εκδήμησε προς Αυτόν, αφήνοντας στους μαθητές και τους συνασκητές του τους ασκητικούς του αγώνες σαν στήλη έμψυχη και εικόνα απαράγραπτη».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου Τίτου του θαυματουργού, θέλοντας να χαρακτηρίσει τη μεγάλη αγιότητα του οσίου, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα αυτό που συμβαίνει με το άγιο μύρο: συντίθεται από δεκάδες αρωματικές ύλες και ουσίες, προκειμένου να φτάσει στο ύψος του εξαισίου αρώματός του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο όσιος Τίτος: «υπήρξε μύρο αγιάσματος, που συντέθηκε εντελώς από τα αρώματα της ασκητικής του διαγωγής, για να είναι οσμή του Θεού μας» (ωδή γ´). Ευωδία Χριστού με άλλα λόγια ο όσιος Τίτος, ο οποίος θεωρείται από τον άγιο Θεοφάνη ως μαθητής κι αυτός του αποστόλου Παύλου από πλευράς πνευματικής, σαν τον παλαιό εκείνο μαθητή και συνεργάτη του Παύλου, τον απόστολο Τίτο. «Νέον ως του Παύλου σε φοιτητήν Τίτον ευφημούμεν᾽» (ωδή α´). Κι ο υμνογράφος γίνεται πιο συγκεκριμένος. Έγινε ευωδία Χριστού ο όσιος, διότι «συνέλεξε στην ψυχή του τον θείο πλούτο της χάρης, δηλαδή την καθαρή προσευχή, την αγνότητα, τη σεμνότητα, την προσεκτική αγρυπνία, με τα οποία γνωρίστηκε σαν πραγματικός οίκος του Θεού ημών» (ωδή ς´).

Από όλα τα αρώματα της ασκητικής  ζωής του οσίου ο Θεοφάνης επικεντρώνει κατεξοχήν στην εγκράτειά του. «Ποταμός εγκρατείας, πάτερ, δείχτηκες σε εμάς» (ωδή ζ´). Τα πλείστα των ύμνων που αφιερώνει σ᾽ αυτόν είναι ακριβώς για την αρετή του αυτή, την οποία μάλιστα παρουσιάζει ως το ομορφότερο άνθος του ευωδέστατου κήπου του, με την οποία τρέφει και εμάς που τον τιμούμε. «Σαν ευωδέστατος κήπος και ζωντανός παράδεισος των αρετών άνθισες την εγκράτεια, με την οποία τρέφεις όλους αυτούς που σε τιμούν» (ωδή δ´). Η εγκράτεια μόνη όμως δεν κάνει και πολλά πράγματα, λέει ο άγιος Θεοφάνης, αν δεν είναι συνδεδεμένη με την προσευχή. Υπάρχουν άνθρωποι εγκρατείς, και σε άλλες θρησκείες μάλιστα, χωρίς να σημαίνει τούτο και την παρουσία της χάρης του Θεού. Η εγκράτεια γίνεται όπλο ακαταγώνιστο, που θραύει όλα τα οχυρώματα του εχθρού διαβόλου, όταν ενισχύει το ξίφος της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή πράγματι καταισχύνουν όλη τη σκοτεινιά του διαβόλου (ωδή γ´). Κι όταν μιλά για την προσευχή του οσίου Τίτου ο υμνογράφος εννοεί εκείνη που απευθύνεται στον Ιησού Χριστό, ως ολοκληρωτική στροφή της διάνοιας προς Εκείνον. «Όλη την επιθυμία και τη διάνοια, όσιε, τη στερέωσες στον πόθο του Χριστού και έτσι καταφρόνησες τα γήινα» (ωδή γ´).

Η ολοκληρωτική στροφή του οσίου προς την αγάπη του Χριστού τον κάνει να γίνεται και τύπος της αληθινής πίστης. Στο πρόσωπό του ο άγιος υμνογράφος βλέπει πράγματι το όριο της ορθόδοξης πίστης και το παράδειγμα της εγκρατείας (ωδή θ´). Και μάλιστα της ορθόδοξης πίστης που σχετίζεται με την αίρεση την εποχή εκείνη της εικονομαχίας. Ο όσιος, παρ᾽ όλον τον πόλεμο κατά των εικόνων, έμενε προσηλωμένος στην ομολογία της ορθόδοξης πίστης. Και συνέχιζε, έστω και με κίνδυνο της ζωής του, να εικονίζει τον Χριστό ως άνθρωπο και να τον περιγράφει. «Εν τη ομολογία τη της πίστεως, Πάτερ, έμεινας άτρεπτος· Χριστόν γαρ εικονίζων σαρκί και περιγράφων, προσεκύνεις» (ωδή ζ´).  Η αλήθεια της ορθόδοξης πίστης του, την οποία απέκτησε ήδη από τα μητρικά  σπάργανα, φανερωνόταν και από εκείνο που αποτελεί το σημαντικότερο κριτήριό της: τη στάση έναντι της Παναγίας. Διότι η στάση μας έναντι αυτής κρίνει και την ποιότητα της πίστης μας έναντι και του ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει: «Καθώς σε διάλεξε το άγιο Πνεύμα, οδηγήθηκες στον Θεό από τα μητρικά σου σπάργανα, κι έγινες μύστης και λάτρης της απείρανδρης Θεοτόκου» (ωδή α´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο άγιος Θεοφάνης θεωρεί ότι η μνήμη του οσίου Τίτου είναι ημέρα εόρτια για την Εκκλησία. Γιατί ο ίδιος ως εστιάτορας στρώνει κοινό τραπέζι για τους πιστούς και μάλιστα τους μοναχούς, προκειμένου να μετάσχουν στη βρώση της αιώνιας ζωής (ωδή θ´).

01 Απριλίου 2022

Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας»

Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ ἀποτελεῖ τήν πηγή τοῦ συγκεκριμένου χαιρετισμοῦ. Ἐκεῖνος, μέσα ἀπό ἕνα ὅραμά του, χαρακτηρίζει τήν Παναγία, καί μάλιστα τό ἀειπάρθενο αὐτῆς, ὡς τήν κλεισμένη πύλη, ἀπό τήν ὁποία θά περάσει μόνο ὁ Μεσσίας προκειμένου νά ἔλθει στόν κόσμο, καί θά παραμείνει ἔπειτα γιά πάντα κλειστή. Κατά τά ἴδια τά λόγια τοῦ προφήτη (πρβλ. 44, 1-3): «Κατόπιν μέ ἔστρεψε πάλι πρός τόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε στήν ἐξωτερική πύλη τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀνατολικά, καί αὐτή ἦταν κλειστή. Καί ὁ Κύριος μοῦ εἶπε· Αὐτή ἡ πύλη θά παραμείνει κλειστή, καί δέν θά ἀνοιχτεῖ, καί κανείς δέν θά περάσει ἀπό αὐτήν, διότι ὁ Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ θά εἰσέλθει δι’ αὐτῆς, καί θά παραμείνει καί πάλι κλεισμένη». Χαιρετίζουμε λοιπόν τήν Παναγία ἡ ὁποία εἶναι ἡ πύλη τῆς σωτηρίας.

1. Κι ὑπενθυμίζουμε βέβαια ὅτι ὅταν μιλᾶμε γιά σωτηρία μιλᾶμε γιά τή ζωντανή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, σχέση πού προϋποθέτει ἀκριβῶς τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο καί τήν πρόσληψη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό Αὐτόν, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά θεραπευθεῖ ἀπό τά τραύματα τῆς ἁμαρτίας καί νά καταστεῖ καί πάλι σῶος καί ὁλόκληρος ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα – χωρίς Χριστό ὁ ἄνθρωπος δέν θεωρεῖται ἄνθρωπος μέ τήν ἀληθινή ἔννοια τοῦ ὅρου, ὡς ἐκεῖνος δηλαδή πού εἰκονίζει τόν Χριστό καί κατατείνει στήν ὁμοίωσή του μέ Ἐκεῖνον. Γιά νά θυμίσουμε τό ἁγιογραφικό: ὁ ἄνθρωπος λόγω τῆς ἁμαρτίας του «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς».

2. Λοιπόν, ἡ Παναγία μας θεωρεῖται καί εἶναι ἡ πύλη τήν ὁποία διῆλθε ὁ Δημιουργός καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἡ διέλευσή Του ὅμως ἀπό τήν πάναγνη κόρη δέν ἔχει χαρακτήρα ἐξωτερικό καί ἐπιφανειακό, σάν νά ἔφερνε Αὐτός ἕνα δικό Του οὐράνιο σῶμα· ὁ Χριστός ἐρχόμενος γίνεται πραγματικός καθ’ ὅλα ἄνθρωπος μέσω τῆς Παναγίας,  πού σημαίνει ὅτι τό ἀνθρώπινό Του ἔχει τά στοιχεῖα τῆς Μητέρας Του, τή σάρκα Της καί τό αἷμα Της. Γι’ αὐτό καί ὁ χαρακτηρισμός τῆς Παναγίας ὡς πύλης ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία διακήρυξη περί τοῦ ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ναί, εἶναι μία ὁμολογία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος – τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό καί ποτέ ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Παναγία Μητέρα Του· Ἐκείνη εἶναι ἡ Θεοτόκος, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ἡ Παναγία ὄντως εἶναι «ἡ κλῖμαξ δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός», ὅπως εἶναι καί «ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».

3. Δέν ἐξαγγέλλεται ὅμως μόνο τό χριστολογικό δόγμα μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ὡς πύλης· ἐξαγγέλλεται καί τό δόγμα περί Ἐκκλησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τόν ὅρο, βεβαίως γιά νά γνωρίσουμε τόν Χριστό, ἀλλά πάντοτε μαζί μέ Αυτήν πού εἶναι τό «ἐξαίρετον» μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι δι’ Αὐτῆς ὁ Χριστός προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί συνιστᾶ μ' ἕναν μοναδικό τρόπο τό ἄκτιστο σῶμα Του, μέλη τοῦ Ὁποίου εἶναι καί ἡ Παναγία - ἄρα ὡς Αὐτή πού δέχεται πρώτη τίς συνέπειες τῆς σωτηρίας πού ἔφερε ὁ Υἱός καί Θεός Της - ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς πού Τόν ἔχουμε πιστέψει καί Τόν ἔχουμε ἀποδεχτεῖ ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς μας. Ἡ Παναγία εἶναι ὅ,τι πιό ἰσχυρό ὑπάρχει γιά τήν πίστη μας ὅτι σωζόμαστε «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». «Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς». Σωτηρία ἀπό τόν Κύριο χωρίς Ἐκείνην καί χωρίς τούς ἁγίους μας, δηλαδή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑφίσταται.  Γι’ αὐτό καί ἡ δική μας ἡ ἀνταπόκριση, ὁ ἀγώνας γιά νά στεκόμαστε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καί «κομμάτι» τῆς Παναγίας: «πονᾶμε» ὄχι μόνον τόν Κύριο μέ τήν ἀπιστία μας καί τήν ἁμαρτία μας, ἀλλά καί τήν Παναγία μας, ὅπως καί ὅλους τούς ἁγίους.

4. Ἀλλά ἡ Θεοτόκος, πέραν τῶν παραπάνω, εἶναι καί ἡ πύλη τῆς σωτηρίας, γιατί μᾶς ὑποδεικνύει τόν μόνο τρόπο πού πρέπει νά στεκόμαστε ἔναντι τοῦ Θεοῦ μας, γιά νά καθίσταται ἐνεργής ἡ παρουσία Του στή ζωή μας. Καί ὁ τρόπος αὐτός εἶναι ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημά Του. Ὅπως Ἐκείνη μέ τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» σάρκωσε τόν Θεό στήν πανάγια μήτρα Της, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὑποδεικνύει καί σέ μᾶς ὅτι ἔξω ἀπό τήν ὑπακοή καί συνεπῶς τήν ταπείνωση, ὁ Χριστός παραμένει ξένος πρός τή ζωή μας. Ἡ Παναγία εἶναι τό καθοδηγητικό πρότυπό μας: στά χνάρια Ἐκείνης βαδίζοντας, ἀφήνοντας δηλαδή τό δικό μας θέλημα καί τό «ἔτσι μ’ ἀρέσει» πού σάν χάλκινο τεῖχος μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, πατᾶμε στά χνάρια Ἐκείνου, μέ ἀποτέλεσμα νά σαρκώνεται Αὐτός, κατά τήν ἀψευδή ὑπόσχεσή Του, καί στή δική μας ὕπαρξη. Ὁπότε, ὄχι μόνο βιώνουμε κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί ἀπό τόν κόσμο τοῦτο τή σωτηρία μας, ἀλλά φτάνουμε στό σημεῖο νά γινόμαστε χάριτι Θεοῦ «πύλη» σωτηρίας καί γιά ἄλλους συνανθρώπους μας.

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

«Η Μαρία καταγόταν από την Αίγυπτο κι έζησε πριν από τη μεταστροφή της στην πίστη του Χριστού μέσα στην ακολασία – πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν σε όλεθρο μέσω αυτής. Αφού λοιπόν παρέμεινε δεκαεπτά έτη ζώντας με ασέλγεια, (επειδή από μικρή είχε εξολισθήσει στην πονηρία), ύστερα αποδύθηκε στους αγώνες της εγκράτειας και της αρετής. Και τόσο πολύ υψώθηκε πνευματικά υπερβαίνοντας τα πάθη της ώστε να μπορεί να περπατάει σαν σε ξηρά πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού και να σηκώνεται στον αέρα ενόσω προσευχόταν κατά γης.

Πώς άλλαξε τρόπο ζωής; Κατά τον καιρό της προσκυνήσεως του τιμίου Σταυρού, τότε που πολλοί από όλα τα μέρη της γης συνέρρεαν στα Ιεροσόλυμα, πήγε και αυτή μαζί με κάποιους ακόλαστους νέους. Όταν έφτασε στους Αγίους Τόπους και πήγε στον Ναό να προσκυνήσει, διαπίστωσε ότι μία αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να διέλθει από την είσοδο. Συγκλονίστηκε και παρεκάλεσε τη Θεομήτορα αγνή Παρθένο να μπει εγγυήτρια γι’ αυτήν στον Θεό ότι αν μπορέσει να εισέλθει στον Ναό θα σταματήσει τον πονηρό βίο, θα ακολουθήσει την οδό της σωφροσύνης και δεν θα συνεχίσει να είναι δούλη των σαρκικών ηδονών και επιθυμιών. Πράγματι, η προσευχή της εισακούστηκε, οπότε αφού προσκύνησε τον τίμιο Σταυρό, έφυγε και περνώντας τον Ιορδάνη ποταμό έφτασε στην έρημο, αγωνιζόμενη εκεί επί σαρανταεπτά χρόνια. Στα χρόνια αυτά κανέναν άνθρωπο δεν είδε κι ο μόνος που την έβλεπε ήταν ο Θεός. Με την άσκησή της ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης φύσεως κι έγινε ένας επίγειος άγγελος». 

Η υμνογραφία της Εκκλησίας διά γραφίδος αγίου Θεοφάνους του υμνογράφου αναλίσκεται επί τη μνήμη της οσίας Μαρίας στην περιγραφή της συγκλονιστικής αλλαγής της: από την ασωτία στα ύψη της πνευματικής ζωής, αλλά και στην καταγραφή των βιωμάτων της από τις αντίστοιχες περιόδους της «προ Χριστού και μετά Χριστόν» ζωής της. Ένας ύμνος μάλιστα από την ωδή γ΄ παρουσιάζει την οσία στην πρότερη αμαρτωλή ζωή της ως την Εύα που παρήκουσε το θέλημα του Θεού και αμάρτησε, αλλά και στην ύστερη αγιασμένη ζωή της ως το διψασμένο ελάφι που τρέχει επί τας πηγάς των υδάτων. Και ποιο το σημείο που πρόκειται κοινό και στις δύο εποχές; Το ξύλο. Το πρώτο ξύλο, το δέντρο, που λόγω της αμαρτίας οδήγησε στη μύηση του θανάτου: ό,τι συνέβη με τους πρωτοπλάστους, το δεύτερο, το ξύλο του Σταυρού του Κυρίου, που οδήγησε στη βαθειά πίστη του Χριστού και την εύρεση της αληθινής ζωής. «Αφού προσήλθες στο ξύλο της αμαρτίας – λέει συγκεκριμένα ο άγιος υμνογράφος – και μυήθηκες στη θανατηφόρα γνώση, έτρεξες στο ξύλο που δίνει τη ζωή, στον Σταυρό του Κυρίου, κραυγάζοντας προς Αυτόν: Εσύ είσαι ο Θεός μας και δεν υπάρχει δίκαιος εκτός από Σένα, Κύριε».

Πού έγκειτο το πρόβλημα κατά την πρώτη εποχή της Μαρίας; Στη στροφή του νου της μόνο στα πονηρά, που σημαίνει την καλλιέργεια εκείνων των άτοπων εμπαθών λογισμών που ως αποτέλεσμα φέρνουν πάντοτε την ακαθαρσία της ψυχής και την υποδούλωσή της στα πάθη και τον διάβολο (ωδή α΄). Η Μαρία επηρεαζόμενη από τον αρχαίο όφι είχε πάρει κυριολεκτικά την κατηφόρα και την κατολίσθησή της στο βάραθρο της απώλειας (ωδή α΄). Δεν λάμβανε υπ’ όψιν της καθόλου τον Δημιουργό της, γι’ αυτό και γινόταν δυστυχώς μέσον απωλείας και πολλών άλλων, ιδίως νέων ανθρώπων (ωδή α΄). Η κατάστασή της ήταν τέτοια που την εκφράζει ο Κύριος με τον πιο δραματικό και απόλυτο τρόπο: «Ουαί, δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται», αλλοίμονο σ’ εκείνον που γίνεται μέσο που σκοντάφτει πνευματικά ο άλλος, και: «Συμφέρει σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο να πάει να δέσει μία μυλόπετρα στον λαιμό του και να φύγει από τη ζωή αυτή!»

Κι όμως σε έναν τέτοιο άνθρωπο, χαμένο και νεκρό, προφανώς υπήρχε στο βάθος της ψυχής μία καλή διάθεση. Και πώς έρχεται σε φως το καλό αυτό; Μ’ έναν τρόπο απρόσμενο και εντελώς διακριτικό από τον Ουράνιο Πατέρα: χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτε, η ενέργειά Του κλείνει τη δίοδο για τη Μαρία στον Ναό Του! Ένας πειρασμός δηλαδή, μία «άρνηση» και «τιμωρία» του Θεού γίνεται στην άσωτη κοπέλα η αφορμή της πλήρους αλλοιώσεως της ψυχής της, της μεγάλης μετανοίας της – πόσες φορές μία θεωρούμενη δυσκολία συνιστά την πιο μεγάλη ευεργεσία του Θεού για εμάς! Οπότε «η γεμάτη από κάθε είδους πορνείας γυναίκα φάνηκε με τη μετάνοιά της νύμφη Χριστού, ποθώντας την πολιτεία των αγγέλων» (κοντάκιο). Κι ήταν καθοριστική η επέμβαση της Θεοτόκου! Όπως συνεχώς μας καλεί η Εκκλησία με τους ύμνους και τις προσευχές της να απευθυνόμαστε στη Μεγάλη Μάνα προκειμένου να μεσιτεύει για να μας παρέχει ο Υιός και Θεός της μετάνοια – «και τον σον υιόν και ημών δεσπότην και Κύριον τη μητρική σου παρρησία χρωμένη δυσώπησον, ίνα… επιστρέψη με προς μετάνοιαν…» (ευχή Αποδείπνου) – έτσι και για τη Μαρία: και μόνο το ικετευτικό βλέμμα της συντριμμένης καρδιάς της προς την Ουράνια Μάνα γίνεται η αφορμή για να εκφραστεί όλη η αγάπη Εκείνης προς το παραστρατημένο παιδί Της. Μπορούμε να το φανταστούμε: με δάκρυα στα μάτια, με επαινετή αναίδεια, ατένιζε επίμονα την Πανάχραντο, επικαλούμενη τις πρεσβείες της (ωδή δ΄ και ς΄). Και το θαύμα γίνεται: «Παίρνοντας δύναμη από τη σωτήρια χάρη και ανοίγοντας τα μάτια και την καρδιά στη θεϊκή και φωτοφόρα λάμψη μπόρεσε να πλησιάσει τον πάνσεπτο Σταυρό και να σωθεί» (ωδή δ΄).

Έκτοτε στην έρημο που βρέθηκε ο αγώνας της ήταν πώς να απαλείψει τις εικόνες των παθών από την ψυχή της και να βάλει στις θέσεις τους τις ιδέες των αρετών (στιχ. εσπ.), κάτι που σημαίνει ότι «με όλες τις δυνάμεις της θέλχτηκε από τον έρωτα της παρουσίας του Χριστού και γι’ αυτό μπόρεσε να ξεπεράσει τις εφόδους των παθών» (ωδής΄). Αποτέλεσμα; Να υπερκεράσει πάμπολλους άλλους στην αγιότητα, τόσο που να τη θαυμάσει και ο σπουδαίος και μεγάλος Ζωσιμάς. Ο θεόφρων Ζωσιμάς που αξιώθηκε εν πνεύματι να δει την ψυχική ομορφιά της, να της φέρει τα άχραντα μυστήρια προς θεία κοινωνία και να γεμίσει ο ίδιος από ανεκλάλητη χαρά που υπάρχουν τέτοια πλάσματα του Θεού! (ωδή η΄ και θ΄). Μαζί τώρα με τον μεγάλο αυτόν όσιο εποπτεύει τον θρόνο του παντοκράτορος Κυρίου, ικετεύοντας και για εμάς ο Κύριος να εξιλεώσει τις δικές μας αμαρτίες (ωδή θ΄).

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΖΗΛΩΤΕΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ τῆς ἀληθείας ἐξεταστής καί τῶν κρυπτῶν γνώστης Κύριος, τόν Φαρισαῖον τῇ κενοδοξίᾳ νικώμενον καί ταῖς ἐξ ἔργων ἀρεταῖς δικαιούμενον κατέκρινας˙ τόν δέ Τελώνην κατανύξει προσευχόμενον καί ὑπ’ ἐκείνου κατακριθέντα ἐδικαίωσας˙ οὗ καί ἡμᾶς τῆς μετανοίας ζηλωτάς ὁ σταυρωθείς ἀνάδειξον, καί τῆς ἀφέσεως ἀξίωσον ὡς φιλάνθρωπος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος δ΄).

(Κύριε, Συ που ερευνάς και εξετάζεις την αλήθεια  και γνωρίζεις τα κρυμμένα, κατέκρινες τον Φαρισαίο, γιατί η κενοδοξία του τον νικούσε και ο ίδιος δικαίωνε τον εαυτό του από τις αρετές των έργων του. Από την άλλη δικαίωσες τον Τελώνη, γιατί προσευχόταν με κατάνυξη και κατέκρινε ο ίδιος τον εαυτό του (ενώ κατακρίθηκε και από τον Φαρισαίο). Συ λοιπόν Εσταυρωμένε Κύριε, ανάδειξε και εμάς ζηλωτές της μετανοίας του Τελώνη και αξίωσέ μας της συγχώρησης των αμαρτιών μας ως φιλάνθρωπος).

Τον Φαρισαίο και τον Τελώνη από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου προβάλλει για μία ακόμη φορά ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Με σκοπό να αποφύγουμε το αρνητικό παράδειγμα του Φαρισαίου και να ακολουθήσουμε το θετικό παράδειγμα του Τελώνη. Γιατί; Διότι ο Φαρισαίος είχε ως στοιχεία ζωής ό,τι ο Κύριος απεχθάνεται: την κενοδοξία, η οποία οδηγεί στη δαιμονική υπερηφάνεια, και την αυτοδικαίωση ως καύχηση για τα ενάρετα έργα μας. Το αλαζονικό αυτό ήθος του Φαρισαίου ήταν και είναι όπου απαντάται το ήθος του Εωσφόρου, ο οποίος πρώτος αρχάγγελος ξέπεσε λόγω ακριβώς της ελλείψεως αυτογνωσίας του, αφού το εκ Θεού φως του το προσέγραψε στον εαυτό του: πίστεψε ότι αυτό που ήταν δωρεά του Θεού ήταν κάτι δικό του, πήγαζε από τον ίδιο! Κενοδόξησε λοιπόν και υπερηφανεύτηκε, αυτοδικαιώθηκε, ξέπεσε και έγινε σατανάς, αντικείμενος δηλαδή στον Θεό, «απολαμβάνοντας» τα επίχειρα της απόνοιάς του: τη δυστυχία του και την κόλασή του, αφού δεν έδειξε και κανένα ίχνος μετανοίας του.  «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», κατά τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου.

Ο Τελώνης από την άλλη είχε τα στοιχεία στα οποία αρέσκεται ο Κύριος. Όχι βεβαίως την αμαρτωλή πρότερη ζωή του, αλλά τη μετάνοια που επέδειξε, φανέρωση της ταπείνωσής του, γεγονός που τον έκανε να ελκύσει τον ταπεινό Θεό μας – ο Κύριος βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καρδιά του για να λειτουργήσει η χάρη Του. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Κι αυτό σημαίνει διαχρονικά ότι όπου υπάρχει άνθρωπος ο οποίος μετανοεί για τις αμαρτίες του, δηλαδή με ταπείνωση αναγνωρίζει ότι ξέφυγε από τον δρόμο του Θεού Πατέρα του και στρέφεται με ελπίδα στη φιλανθρωπία Του, αυτός και σώζεται και δικαιώνεται: ο Πατέρας τον συγχωρεί και τον αποκαθιστά στη θέση που του πρέπει˙ τη θέση του αγαπημένου παιδιού!

Τι συγκεκριμένα, κατά τον άγιο ποιητή, εκφράζει το ήθος της μετάνοιας και της ταπείνωσης, το ήθος δηλαδή της αγιότητας; Η εν κατανύξει προσευχή και η αυτομεμψία. Η προσευχή δηλαδή με δάκρυα και πένθος, όπως και η ανάληψη της ευθύνης για όσα άσχημα και αμαρτωλά κάναμε και κάνουμε στη ζωή μας, λόγω, έργω ή διανοία. Ιδίως το τελευταίο θεωρείται το κατεξοχήν αποδεικτικό της αληθινής μετάνοιας, όπως το είδαμε και στον Τελώνη που ο ίδιος κατέκρινε τον εαυτό του. Γιατί υπάρχει πάντοτε η τάση της δικαιολόγησης του εαυτού μας και της επιρρίψεως της ευθύνης στους άλλους, ακόμη και για τα εξώφθαλμα δικά μας σφάλματα. Το πρώτο που έρχεται δυστυχώς σε κάθε αστοχία και παραβατικότητά μας είναι το «δεν φταίω εγώ, αλλά ο άλλος» - ό,τι δυστυχώς έπραξαν και οι πρωτόπλαστοι που ενώ αμάρτησαν έσπευσαν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους ο ένας στον άλλον ή και στον διάβολο, όχι όμως στον εαυτό τους! Γι’ αυτό και έχασαν και τον Παράδεισο.

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος μάς βοηθάει δραστικά την περίοδο αυτή της μετανοίας: το ήθος του Τελώνη είναι αυτό που πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών, η κατανυκτική προσευχή του και το «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και το συντριπτικό επιχείρημα του αγίου Ιωσήφ: ο Κύριος είναι «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», τίποτε δεν είναι κρυφό ενώπιον των οφθαλμών Του, ούτε και η παραμικρή σκέψη μας και η παραμικρή κλίση της καρδιάς μας. Το να αρνηθούμε την ευθύνη μας για τη ζωή μας συνεπώς συνιστά τον ορισμό του «στρουθοκαμηλισμού» μας!  

31 Μαρτίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΥΠΑΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΓΓΡΩΝ

«Ο άγιος Υπάτιος που καταγόταν από την Κιλικία, υπήρξε αρχιερέας στις Γάγγρες και έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) των τριακοσίων δεκαοκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Ήταν άνθρωπος γεμάτος από Πνεύμα άγιον και αφού υπέμεινε στη ζωή του πολλούς πειρασμούς και επιτέλεσε διάφορα θαύματα έγινε ξακουστός. Ένα τέτοιο θαύμα μεγάλο είναι και το παρακάτω: Όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο γιος του μεγάλου Κωνσταντίνου, ένα τεράστιο φίδι, κυριολεκτικά ένας δράκος, κατόρθωσε να εισέλθει στα βασιλικά ταμεία, όπου φυλασσόταν όλο το χρυσάφι της χώρας, κι έκανε φωλιά δίπλα στην είσοδο. Το γεγονός προξένησε μεγάλη θλίψη στον βασιλιά, γιατί κανείς δεν μπορούσε έστω και να πλησιάσει. Στην αμηχανία του ο βασιλιάς προσκαλεί τον μακάριο Υπάτιο, τον οποίο όταν ήλθε τον υποδέχτηκε με μεγάλο σεβασμό, και του είπε για το θηρίο που παρείσφρυσε. Ο άγιος είπε: - όσο μου είναι δυνατόν, βασιλιά μου, και με τη συνέργεια του Θεού, θα κάνω αυτό που μου ζητάς. Και μη στενοχωριέσαι, διότι τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό.

Όταν είπε αυτά ο άγιος και φάνηκε από μακριά ο δράκος, ο βασιλιάς πρόσθεσε: - Πατέρα μου, μη πλησιάσεις το θηρίο χωρίς προφυλάξεις και πάθεις ό,τι έπαθαν και πολλοί άλλοι, λόγω των δικών μου αμαρτιών. - Η δική μου  προσευχή, βασιλιά, είπε ο μακάριος, δεν έχει καμία δύναμη από μόνη της. Έχε πίστη στον Θεό και Εκείνος θα δώσει τη μεγάλη και αήττητη δύναμή Του. Έπεσε τότε στη γη γονατιστός ο άγιος και προσευχήθηκε για πολλή ώρα. Όταν σηκώθηκε είπε στον βασιλιά: Διάταξε να αναφτεί μεγάλη φωτιά στο μέσον της πλατείας, στον τόπο που είναι ιδρυμένη η στήλη του Πατέρα σου, κι αυτοί που πρόκειται να την ανάψουν να παραμείνουν εκεί προσμένοντας την άφιξή μου. Το πρόσταξε ο βασιλιάς, κι ο άγιος εισήλθε κι άνοιξε τις θύρες των βασιλικών ταμείων, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έφυγαν τρομοκρατημένοι, παρακολουθώντας τα γενόμενα από μακριά. Ο άγιος πλησίασε και κτύπησε το θηρίο με μία ράβδο που κρατούσε αλλά δεν κατάφερε στην αρχή τίποτε. Οι ώρες περνούσαν και η ημέρα κόντευε να κλείσει, οπότε όλοι θεωρούσαν ότι είχε θανατωθεί από το θηρίο ο άγιος. Εκείνος όμως υψώνοντας το βλέμμα του στους ουρανούς και επικαλούμενος τον Κύριο, έβαλε στο στόμα του θηρίου τη ράβδο και είπε: Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ακολούθησέ με. Και ο δράκος, αφού δάγκωσε τη ράβδο, ακολούθησε τον άγιο, σαν να καταδιωκόταν από κάποιον.

Ο μακάριος Υπάτιος λοιπόν, αφού βγήκε από τον βασιλικό τόπο και περπάτησε όλη τη λεωφόρο μέχρι την πλατεία, σέρνοντας τη ράβδο στη γη και δι’ αυτής και τον δράκο που την είχε δαγκώσει, προκάλεσε κατάπληξη σε όλους. Διότι ήταν φοβερός ο δράκος στη θέα του, έχοντας έξι πήχεις μάκρος, κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων. Πλησίασε ο άγιος την αναμμένη μεγάλη φωτιά και λέει στο θηρίο: Στο όνομα του Ιησού Χριστού που εγώ ο ελάχιστος κηρύττω, μπες μέσα στην πυρκαγιά. Ο φοβερός δράκος τότε, υπακούοντας στη διαταγή του αγίου, σχημάτισε ένα είδος καμάρας τον εαυτό του, τον κύρτωσε προς τα κάτω κι αφού τον άπλωσε μετά πολύ ρίχτηκε στο μέσο της φωτιάς κι έγινε παρανάλωμά της. Όλοι τότε με τεράστια έκπληξη άρχισαν να δοξάζουν και να ευλογούν τον Θεό, διότι στις ημέρες τους ανέδειξε τέτοιο μεγάλο άγιο και θαυματουργό. Ο βασιλιάς τίμησε εξαιρετικά τον άγιο και τον ευχαρίστησε, και διέταξε να εξεικονιστεί η μορφή του σε σανίδα. Κι όταν ετοιμάστηκε η εικόνα του την έβαλε στο Βασιλικό ταμείο για να αποτρέπει έκτοτε κάθε τι κακό. Τον άγιο λοιπόν αφού τον κατασπάστηκε τον έστειλε και πάλι στον τόπο του.

Όταν επέστρεψε ο άγιος στην επισκοπική θέση του στις Γάγγρες, οι αιρετικοί Ναβατιανοί κινούμενοι από μεγάλο φθόνο εναντίον του, του έστησαν καρτέρι στους τόπους που συνήθιζε να διέρχεται – κι ήταν οι περιοχές αυτές λόγω της φύσεως της περιοχής που ποίμαινε στενοί και κρημνώδεις. Τον περίμεναν λοιπόν κάποια φορά, κρυμμένοι με ρόπαλα και ξίφη, οπότε διερχόμενος εκείνος δέχτηκε ξαφνικά την επίθεσή τους, όπως επιπίπτουν τα άγρια θηρία στο θήραμά τους, κι άλλος με ξύλο, άλλος με πέτρα κι άλλος με ξίφος τον έριξαν κάτω σ’ έναν γκρεμό. Κι αφού τον έριξαν από μεγάλο ύψος, ήρθαν κοντά του έπειτα και συνέχισαν να του καταφέρουν πολλά κτυπήματα, όπως παλιότερα οι Ιουδαίοι κτυπούσαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Ο άγιος τότε, αφού τον πέταξαν στο παρακείμενο ποτάμι, ημιθανής, άπλωσε λίγο όσο μπορούσε τα χέρια του και ύψωσε τους οφθαλμούς του στους ουρανούς λέγοντας: Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή. Και την ώρα που προσευχόταν έτσι, μία γυναίκα αμαρτωλή και βρομερή στην ψυχή, σήκωσε μία μεγάλη πέτρα και τον κτύπησε στον κρόταφο, οπότε άφησε ο άγιος την τελευταία του πνοή. Και η μεν εκείνου αγία ψυχή ήταν ήδη στα χέρια του Θεού, η δε αμαρτωλή αυτή γυναίκα καταλήφθηκε από πονηρό πνεύμα, που την έκανε την ίδια πέτρα που κρατούσε να τη στρέψει πάνω της και να κτυπά το δικό της στήθος. Το ίδιο συνέβη όμως και με όλους τους φονιάδες του αγίου: άρχισαν να βασανίζονται από ακάθαρτα πνεύματα. Σηκώθηκαν και έφυγαν γρήγορα, αφού το λείψανο του αγίου το έκρυψαν σ’ έναν αχυρώνα. Κι όταν ήλθε ο γεωργός που είχε τον αχυρώνα και εισήλθε για να πάρει τροφή για τα ζώα του, άκουσε δοξολογία ουρανίων ασμάτων και καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, έτρεξε να φανερώσει και στους άλλους τα σχετικά με τον άγιο πατέρα.

Οι κάτοικοι της πόλεως Γαγγρών μαζεύτηκαν μόλις το έμαθαν και από κοινού θρήνησαν τον επίσκοπό τους. Πήραν το άγιο λείψανό του και το μετέφεραν στην πόλη τους, καταθέτοντάς το σε ξεχωριστό τόπο. Η δε γυναίκα που τον αποτελείωσε ήλθε στον τάφο του συνεχίζοντας να κτυπά τον εαυτό της με τον λίθο που τον είχε κτυπήσει, και μόλις έφτασε αμέσως θεραπεύτηκε. Παρομοίως και οι υπόλοιποι φονιάδες του αγίου που μετάνιωσαν θεραπεύτηκαν. Στον τάφο του άρχισαν να επιτελούνται έκτοτε πολλά θαυμαστά σημεία».

Μέγας θαυματουργός ο άγιος Υπάτιος, ένας από τους θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, μαζί με τον άγιο Αθανάσιο, τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Αλέξανδρο. Που σημαίνει ότι ο άγιος είχε ξεχωριστό φωτισμό στην καρδιά του, ώστε και την αλήθεια να εξαγγέλλει κατά του αιρετικού Αρείου και όλων των παραφυάδων της δαιμονικής αιρέσεώς του: την αλήθεια περί του Ιησού Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, και να γίνεται καθαρή δίοδος του Θεού προς επιτέλεση θαυμαστών σημείων για χάρη των αναγκεμένων συνανθρώπων του. Κι αυτό γιατί βεβαίως κανείς δεν μπορεί να δει την αλήθεια περί του Χριστού χωρίς φωτισμό του Θεού – «κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει τον Ιησού ως Θεό χωρίς το φως του αγίου Πνεύματος» θα πει ο απόστολος Παύλος – και κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει θαυματουργικό χάρισμα, χωρίς να έχει καθαρή καρδιά μέσω της οποίας ενεργεί στον ίδιο και στον κόσμο ο παντοδύναμος Θεός.

Ο άγιος Υπάτιος λοιπόν ήταν άνθρωπος που η πίστη γι’ αυτόν ήταν το πιο κύριο στοιχείο της ζωής του, ήταν το πρώτο ζητούμενο στην όλη πορεία του, και μάλιστα «εκ βρέφους». Από μικρός φωτίστηκε, μας λέει ο άγιος υμνογράφος του, από το φως της αγίας Τριάδος και ανατράφηκε με το γάλα της πίστεως που δίνει στον άνθρωπο τη ζωή. Κατά φυσικό τρόπο λοιπόν ήταν μία ενάρετη παρουσία μέσα στον κόσμο που έλαμψε στην Εκκλησία σαν τον ήλιο με τα θαύματά του (ωδή α΄). Ο υμνογράφος του μάλιστα επιμένει να μας παρουσιάζει τη θεόμορφη ψυχή του, αναφέροντας ότι ο άγιος με τους πνευματικούς αγώνες του κατέστη «οίκος θείου πνεύματος και εικόνα προσευχής» (ωδή γ΄). Η εγκράτεια και η νηστεία του μάλιστα ήταν εκείνη που τον έκανε να χαλιναγωγήσει τα πάθη του (ωδή α΄) σε συνδυασμό με την αγάπη του προς τη μελέτη των Γραφών. Η μελέτη αυτή μάλιστα ήταν τέτοια που τον έκανε να μοιάζει με το δέντρο που αρδεύεται από την ίδια την πηγή και γι’  αυτό παραμένει πάντοτε αειθαλές (ωδή γ΄).

Τι υποκινεί μία τόσο μεγάλη πίστη που σφραγίζει όλες τις διαστάσεις της ζωής ενός ανθρώπου και τον αναδεικνύει πράγματι φωτεινό σαν τον ήλιο; Τίποτε άλλο από αυτό που βλέπουμε σε όλους τους αγίους: η αγάπη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έγινε κατάσκοπος του Θεού ο Υπάτιος, σημειώνει ευφυώς ο άγιος ποιητής, με την έννοια ότι όλη την έφεση της ψυχής του την είχε στραμμένη προς την απόκτηση της γνώσεως Εκείνου. «Φάνηκες καθαρό έσοπτρο της αγίας Τριάδος, Πατέρα Υπάτιε. Γιατί αγάπησες να κατοπτεύεις με καθαρό τρόπο, δηλαδή μακριά από την αμαρτία και με την τήρηση των εντολών του Θεού, τη γνώση του Θεού μας» (ωδή δ΄). «Η έφεσή σου, Πατέρα, ήταν προς το νερό της θείας αναβάσεως και ορεγόσουν το άυλο κάλλος του Παραδείσου» (ωδή ε΄).

Κι είναι τούτο μία αλήθεια που συχνά την ξεχνάμε: πηγή της χριστιανικής αληθινής πίστεως είναι η αγάπη. Όσο κανείς θερμαίνει την αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τόσο βλέπει αισθητά μέσα στην καρδιά του να φουντώνει και η πίστη του στον Χριστό. Πίστη και αγάπη αποτελούν ιερό ζεύγος και δεν υφίσταται ποτέ η μία χωρίς την άλλη. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος με σοφία διαπιστώνει εν προκειμένω την τραγικότητα του αιρετικού Ναβάτου, που «κήρυσσε τα αντίθεα δόγματα» (ωδή θ΄) με τη σκληρότητά του να αρνείται τη μετάνοια στους αδύναμους ανθρώπους. «Καθώς πνιγόταν ο Ναβάτος στον βυθό της απιστίας και πρόσθετε τη θηλειά της απόγνωσης σ’ αυτούς που είχαν πέσει στα ατιμωτικά πάθη, έσβησε τη μετάνοια. Αυτήν τη μετάνοια άστραψε για τους πιστούς ο άγιος Υπάτιος και κατέφλεξε τον Ναβάτο» (ωδή ζ΄).  

ΚΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΩΧΝΕΙ ΚΑΘΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ

«Ἡ χάρις σου, καί τῷ τύπῳ σου φοιτᾷ ἐλαύνουσα τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν, Σταυρέ Χριστοῦ, ὅπλον ἀπροσμάχητον» (ωδή δ΄ Τριωδίου).

(Η χάρη σου, Σταυρέ του Χριστού, που είσαι ανίκητο και ακαταμάχητο όπλο, επέρχεται και μόνο με τον τύπο και το σχήμα σου, αποδιώκοντας τη σκοτεινιά και την ταραχή των δαιμόνων).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, κινούμενος μέσα στην ατμόσφαιρα της προβολής του Σταυρού του Κυρίου και λόγω εν γένει της Σαρακοστής, αλλά κυρίως λόγω της εορτής της Σταυροπροσκυνήσεως, στο σύντομο τροπάριο τονίζει τη δύναμη που έχει ο Σταυρός. Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι η δύναμή Του οφείλεται στον επ’ αυτού αναρτηθέντα Κύριο και όχι στο ίδιο το ξύλο, όπως η Εκκλησία μας το ψάλλει διαρκώς: «Σταυρός ἐπάγη ἐπὶ γῆς, καὶ ἥψατο τῶν οὐρανῶν, οὐχ ὡς τοῦ ξύλου φθάσαντος τὸ ὕψος, ἀλλὰ σοῦ τοῦ ἐν αὐτῷ πληροῦντος τὰ σύμπαντα, Κύριε δόξα σοι» (Ο Σταυρός μπήχθηκε στη γη κι ακούμπησε τους ουρανούς, όχι επειδή το ξύλο καθεαυτό έφθασε το ουράνιο ύψος, αλλά επειδή Συ Κύριε, σταυρωμένος πάνω σ’ αυτό, γεμίζεις τα σύμπαντα. Δόξα Σοι).

Ο Σταυρός λοιπόν του Κυρίου, που μετά τη θυσία Του πάνω στο ξύλο του σταυρού καταστάθηκε το κατεξοχήν σύμβολο του χριστιανισμού και συνυπάρχει πάντοτε με Εκείνον, έχει τεράστια δύναμη. Είναι για τον χριστιανό το όπλο με το οποίο πορεύεται στον κόσμο τούτο, όπλο μάλιστα ακαταμάχητο απέναντι στον Πονηρό διάβολο και την ταραχή που θέλει πάντοτε να δημιουργεί στον άνθρωπο, απέναντι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, απέναντι στα ίδια τα πάθη του. «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης, Σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, Σταυρός βασιλέων τό κραταίωμα, Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα, Σταυρός Ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα», μάς καθοδηγεί μέσα στην «απειρία» των ύμνων της η Εκκλησία. Όχι μόνο στα συναξάρια των αγίων μας, αλλά και στου κάθε χριστιανού την καθημερινότητα μπορεί  να δει κανείς την επέμβαση του Σταυρού, δηλαδή της θυσιαστικής αγάπης του Δημιουργού μας απέναντί μας. Ποιος χριστιανός σε δυσκολία ευρισκόμενος και επικαλούμενος τον Κύριο, προσβλέποντας μάλιστα στον Σταυρό Του, δεν πήρε δύναμη και κουράγιο; Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σταυρός θεωρείται το όπλο με το οποίο κατεξοχήν κατακαίεται ο διάβολος και κάθε πονηρή του ενέργεια.

Και ο υμνογράφος μας βεβαίως σημειώνει αυτό που κάνουμε όλοι οι χριστιανοί: όχι μόνο να βλέπουμε το βάθος του Σταυρού του Κυρίου, δηλαδή την άρση της αμαρτίας μας και τη διάνοιξη του Παραδείσου, αλλά και τον ίδιο τον τύπο και το σχήμα του. Και μόνο δηλαδή σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού πάνω στο σώμα μας (πόση προσοχή χρειάζεται εδώ για να κάνουμε σωστά το σημείο του Σταυρού και όχι μία «παράδοξη» και ακατανόητη κίνηση!), και μόνο κρατώντας έναν Σταυρό στο χέρι μας, και μόνον στήνοντας έναν Σταυρό σε οποιοδήποτε σημείο είτε στο σπίτι μας είτε στην εργασία μας είτε οπουδήποτε αλλού, επέρχεται αμέσως η χάρη του Εσταυρωμένου Κυρίου. Κι όπου υπάρχει η χάρη του Κυρίου, εκεί βεβαίως δεν έχει χώρο ύπαρξης ο Πονηρός και κάθε ενέργειά του. Αρκεί βεβαίως ο τύπος και ο σχηματισμός Του να γίνεται με πίστη, δηλαδή με έμπρακτη προσπάθεια να ζούμε σταυρικά: ταπεινά και με αγάπη. Διαφορετικά, η χρήση του Σταυρού λειτουργώντας ως ένα «μαγικό» δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Μη ξεχνάμε ότι η πίστη μας είναι λογική λατρεία, της λογικής νοουμένης ως επίκλησης και ενέργειας του Λόγου του Θεού, του Χριστού.