08 Απριλίου 2022

ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

«Ο όσιος Πορφύριος τόνιζε ότι εκείνο που τον είχε βοηθήσει πάρα πολύ, ήταν η μελέτη και η ενασχόληση, η σχολή – κατά το «σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός» - στα υμνογραφικά, κυρίως, κείμενα της Εκκλησίας μας. Πολύ αγαπούσε τους ύμνους της Εκκλησίας μας και του άρεσε να τους διαβάζει,  να τους απαγγέλλει και να τους ψάλλει. Οι ύμνοι, αυτοί οι πνευματικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας μας, υπομνηματίζουν κατά τον καλύτερο τρόπο την Αγία Γραφή, την Ορθόδοξη παράδοσή μας, τα πατερικά κείμενα, τη δογματική της Εκκλησίας και όλη τη θεολογία» (Από το Ανθολόγιο Συμβουλών οσίου Πορφυρίου ιερομονάχου, έκδ. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, Μήλεσι Αττικής).

Αν ένας τόσο μεγάλος όσιος της Εκκλησίας, σαν τον όσιο Πορφύριο, ομολογούσε ότι η μελέτη των υμνογραφικών κειμένων της Εκκλησίας τον έχει βοηθήσει πάρα πολύ για την πνευματική του προκοπή, τι θα έπρεπε να πούμε οι περισσότεροι χριστιανοί που βρισκόμαστε ακόμη στα πρώτα σκαλοπάτια, αν βρισκόμαστε κι εκεί, της πνευματικής ζωής! Και η εξήγηση που δίνει είναι πράγματι αυτό που μπορεί να επιβεβαιώσει και ο ελάχιστος πιστός, αν έχει κάποια σχέση με την Εκκλησία και την Αγία Γραφή: ότι στην εκκλησιαστική υμνολογία αποτυπώνεται όλη η θεολογία της Εκκλησίας, αγιογραφική και πατερική. Οι ύμνοι της Εκκλησίας τι άλλο είναι παρά τραγουδισμένη η Αγία Γραφή και η Πατερική παράδοση; Όπως το ίδιο συμβαίνει και με τις ακολουθίες των αγίων μας. Οι ύμνοι γι’ αυτούς δεν αποτελούν την εμμελή απόδοση του βίου τους, ενός βίου που είναι το ενσαρκωμένο ευαγγέλιο; Γι’ αυτό και έλεγε ο ίδιος όσιος ότι ο πιστός που μελετά τους ύμνους και τα λειτουργικά κείμενα, ιδίως μάλιστα το βιβλίο της Παρακλητικής, σε λίγο χρόνο εμβαθύνει στα της πίστεως σαν εκείνον που παίρνει πτυχίο μίας θεολογικής Σχολής!

Χρειάζεται όμως να προσέξουμε λίγο τα λόγια του μεγάλου οσίου. Διότι χρησιμοποιεί λέξεις που αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη μελέτη των ύμνων – αποκαλύπτουν τη δική του θερμουργό εσωτερική στάση απέναντι στην εκκλησιαστική ποίηση. Και πρώτον, για τον άγιο οι ύμνοι συνιστούν «τους πνευματικούς θησαυρούς της Ορθοδοξίας». Περιέχουν δηλαδή υπό την εικόνα των γραμμάτων το κάλλος και την ομορφιά της αποκάλυψης εν Χριστώ του Θεού, ό,τι χαρακτήριζε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ως «απόθετον κάλλος», κρυμμένη ομορφιά, τα λόγια της Γραφής. Οπότε κάτω και πίσω από τις λέξεις, τις δοσμένες μάλιστα μ’ έναν μοναδικό τρόπο: το βυζαντινό εκκλησιαστικό μέλος που γλυκαίνει τις καρδιές, φέρεται το Πνεύμα του Θεού, η χάρη του Θεού, όπως το δηλώνει και ο απόστολος Πέτρος για τους λόγους των προφητών: «υπό πνεύματος αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι του Θεού άνθρωποι», οι άγιοι του Θεού προφήτες εμπνεόμενοι από το Πνεύμα του Θεού μίλησαν. Θα έλεγε κανείς ότι στα λόγια της Γραφής, αλλά και στα υμνολογικά κείμενα της Εκκλησίας, έχουμε μία εικόνα του ανθρώπου με την ψυχή και το σώμα του. Ψυχή και πνεύμα στα κείμενα είναι η πνοή του Παρακλήτου Πνεύματος, σώμα οι λέξεις που ενδύουν την πνοή αυτή. Γι’ αυτό και ο πιστός της Εκκλησίας αισθάνεται τη δύναμη των λόγων αυτών, που καθαρίζουν την ψυχή του, θερμαίνουν τη διάθεσή του, κατανύσσουν την καρδιά του, δημιουργούν το κλίμα της μετανοίας στο οποίο μπορεί και επαναπαύεται ο Θεός. «Τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν» λέει ο απόστολος Παύλος ότι είναι ο λόγος του Θεού, που μπορεί και φτάνει μέχρι τα τρίσβαθα του είναι του και του αλλοιώνει επί τα βελτίω την ύπαρξή του.

Αλλά για τον όσιο Πορφύριο η προσέγγιση των πνευματικών αυτών θησαυρών, η προσέγγιση στην πραγματικότητα της χάρης και της ενέργειας του Θεού που περικλείουν οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, απαιτεί δεύτερον «σχολή» και «πολλή αγάπη». «Σχολή», αφιέρωση χρόνου δηλαδή, όπως αφιερώνει κανείς χρόνο σε κάτι που θεωρεί πολύ σημαντικό και το αγαπά, γιατί «αλλοίμονο στον άνθρωπο που προσεγγίζει τα του Θεού με αμελή τρόπο!» Όπως το πώς στεκόμαστε στην προσευχή και στις εικόνες του Χριστού και των αγίων μας  φανερώνει το ποσόν και το ποιόν της αγάπης μας προς τον Θεό, κατά τον ίδιο τρόπο και η στάση μας έναντι των λόγων του Θεού, έναντι αυτών που ο Ίδιος έχει εμπνεύσει, αποκαλύπτει την εσωτερική κατάστασή μας, τα πνευματικά μέτρα μας. Άλλωστε με τους εκκλησιαστικούς ύμνους προσευχόμαστε κι αυτοί είπαμε ανοίγουν και διευρύνουν τον νου μας και ζωογονούν την καρδιά μας. Συνεπώς απαιτείται κανείς να «σχολάσει» στα λόγια αυτά, προσεγγίζοντάς τα με μεγάλη αγάπη σαν τον άγιο Πορφύριο. Κι είναι μάλιστα τούτο μία άσκηση του χριστιανού για την καλλιέργεια της κεντρικής εντολής του Κυρίου, της εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας και της δύναμης αγάπης προς Αυτόν – ο χριστιανός προστρέχει προς τους ύμνους σαν να κυνηγάει Εκείνον, σαν να τρέχει προς την οσμή του μύρου Του! Και δείγμα της αγάπης αυτής είναι η εκμάθησή τους, η αποστήθιση ορισμένων από αυτούς, το ψάλσιμό τους νοερώς και όπου μπορεί και με τα χείλη, σαν τον άγιο «που του άρεσε να τους διαβάζει, να τους απαγγέλλει, να τους ψάλλει». Μετράμε λοιπόν την προκοπή μας στα πνευματικά με το μέτρο της αγάπης μας προς τον λόγο της Γραφής αλλά και προς την εκκλησιαστική μας ποίηση. Εκεί φανερώνουμε αν όντως και σε μας η Ορθόδοξη πίστη μας λειτουργεί ως αληθινός θησαυρός.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ

«Χαῖρε ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος, ὅν Γεδεών Παρθένε, προεθεάσατο»

(Χαῖρε, Παναγία, πού εἶσαι τό δροσερό ποκάρι (μαλλί), πού προεῖδε ὁ Γεδεών).

1. Μία ἁπλή ἀνάγνωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου (κανόνα καί οἴκων) ὁδηγεῖ ἀμέσως στή διαπίστωση ὅτι βρίθει ἀπό εἰκόνες παρμένες ἀπό σύνολη τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Ὁ ποιητής εἶναι ἐγκρατής θεολόγος: κινεῖται μέ ἄμεση σέ ὅλον τόν βιβλικό λειμώνα, ὅπως καί σέ ὅλη τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί τί κάνει; Στοιχώντας στήν ἀποστολική παράδοση, μᾶς ὑπενθυμίζει ἀδιάκοπα ὅτι κάθε τι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἔχει ἀντίκτυπο στήν Καινή, ἤ μέ ἄλλα λόγια, ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀποτελεῖ μία προφητεία τῶν γεγονότων ἀλλά καί πολλῶν προσώπων τῆς Καινῆς, ὥστε νά διακηρύσσουμε ὅτι χωρίς τήν Καινή εἶναι ἀκατανόητη ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως καί ἡ Καινή χωρίς τήν Παλαιά χωλαίνει ἐπικίνδυνα ὡς πρός τήν κατανόησή της. Θυμόμαστε τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τόνιζε τήν πραγματικότητα αὐτή λέγοντας ὅτι πρόκειται γιά δύο ἀδελφές πού ἔχουν κοινό Δεσπότη, ὁπότε τά καινά δέν εἶναι καινά, γιατί εἶχαν προαναγγελθεῖ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τά δέ παλαιά δέν εἶναι παλαιά, γιατί ἐκπληρώθηκαν καί ἐπιβεβαιώθηκαν ἀπό τήν Καινή. Γι’ αὐτό καί γιά μία ἀκόμη φορά φαίνεται πόσο ἀνενημέρωτοι, γιά νά μήν ποῦμε κινούμενοι ἐκ τοῦ πονηροῦ, εἶναι ὅσοι προτείνουν τή διαγραφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς τάχα βιβλίου τῶν Ἑβραίων. Χωρίς ἐπίγνωση προτείνουν τή διαγραφή καί τῆς Καινῆς. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ἕνας μᾶλλον μόνον ἀπό τούς πολλούς πού ἀπεκάλυψε πάνω στό θέμα, εἶναι καταπέλτης γιά τέτοιους ἰσχυρισμούς: «ὅ,τι ἔγραψαν ὁ Μωυσῆς καί οἱ προφῆτες γιά μένα τό ἔγραψαν».

2. Στό τμῆμα τοῦ προκείμενου ὕμνου ἀπό τήν ἕκτη ὠδή τοῦ κανόνα τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου ἡ παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν ἀναφορά στόν κριτή Γεδεών. Ὁ Γεδεών, γιά νά θυμίσουμε λίγο τήν ἱστορία ἀπό τό βιβλίο τῶν Κριτῶν, (τό βιβλίο πού ἀναφέρεται σέ μία περίοδο περίπου 150 ἐτῶν, κατά τήν ὁποία οἱ ἡγέτες τῶν Ἑβραίων ἦταν διαλεγμένοι ἀπό τόν Θεό ἄνθρωποι, ἄνδρες ἀλλά καί γυναῖκες ἀκόμη, μέχρι τήν πρώτη ἐκλογή βασιλιᾶ, τοῦ Σαούλ), ἦταν ἕνα νεαρό παλληκάρι, ἀπό φτωχή καί ἁπλή οἰκογένεια, πού κλήθηκε ἀπό ἄγγελο Κυρίου προκειμένου νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τοῦ λαοῦ του ἀπέναντι στίς καταστροφικές ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν τῶν Ἐβραίων Μαδιανιτῶν. Ὁ Γεδεών ἀρνεῖται νά παραδεχτεῖ ὅτι αὐτός, ὁ πιό μικρός ἀπό τήν οἰκογένειά του καί ἐντελῶς ἄσημος, εἶναι ὁ διαλεγμένος ἀπό τον Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ. Καί ζητάει ἀπό τόν ἄγγελο «σημεῖα» τῆς ἀλήθειας του. Ἕνα τέτοιο σημεῖο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού σχετίζεται μέ τόν ὕμνο: ἀπαιτεῖ γιά νά πειστεῖ, σ’ ἐποχή ξηρασίας νά βάλει σέ χωράφι ἕνα ποκάρι, μαλλί δηλαδή ἀπό πρόβατο, κι αὐτό νά μουσκέψει, νά γεμίσει ἀπό δροσιά, ἐνῶ ὅλα γύρω νά εἶναι ξερά. Καί γίνεται - ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τοῦ κάνει τή χάρη. Ἀπαιτεῖ ὅμως καί τό ἀντίστροφο: σέ ἐποχή ὑγρασίας τό ποκάρι καί μόνο αὐτό νά παραμείνει ξερό. Κι αὐτό πραγματοποιεῖται. Ἀλλά στή συνέχεια δέν μένει μόνο σ’ αὐτά. Ζητάει καί ἄλλες «ἀποδείξεις», πού ὅλες τελικῶς πραγματοποιοῦνται, ὁπότε καί πείθεται, ἀναλαμβάνει τήν ἡγεσία, νικᾶνε οἱ Ἑβραῖοι, ἀπαλλάσσονται ἀπό τή συμφορά τῶν Μαδιανιτῶν.

3. Ποῦ ἔγκειται μέ τόν Γεδεών ἡ προεικόνιση τῆς Παλαιᾶς ἐν σχέσει μέ τήν Καινή; Γιατί λέμε ὅτι ἐδῶ ὑφίσταται μία προφητεία δηλαδή χωρίς λόγια; Διότι κατά τόν ὑμνογράφο καί κατά τήν Ἐκκλησία μας τό ποκάρι αὐτό συνιστᾶ προεικόνιση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Παναγίας μας. Ὅπως ἐκεῖνο σέ ξηρασία γέμισε ἀπό δροσιά, μούσκεψε, ἔτσι καί ἡ Παναγία μας: χωρίς ἄνδρα καί φυσικές σχέσεις μέ ἄνδρα («πῶς ἔσται μοι τοῦτο ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;») συλλαμβάνει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στή μήτρα της ὡς ἄνθρωπο. Ἡ ἐνέργεια δηλαδή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ λειτούργησε ὡς δροσιά γιά τή μικρή καί πάναγνη Μαριάμ, ὅπως τῆς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί τό ὁμολογοῦμε ἔπειτα διαρκῶς στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». Καί στό γεγονός αὐτό ἔχουμε τήν ἀπαρχή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κάτι πού παραπέμπει ἀφενός στό λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο: τήν πρώτη ὑπόσχεση γιά σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία, ἀφετέρου στή Γέννηση τοῦ Κυρίου καί κατ’ ἐπέκταση βεβαίως στά συνδεδεμένα μέ αὐτήν φρικτά καί ὑπερφυῆ γεγονότα, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση Ἐκείνου.

4. Ἡ παραπάνω προεικόνιση ὅμως τοῦ περιστατικοῦ τοῦ πόκου μέ τόν Γεδεών ἔχει ἀντίκτυπο καί σέ κάθε πιστό. Γιατί μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Παναγία μας συνιστᾶ τύπο καί γιά κάθε χριστιανό, πού σημαίνει ὅτι αὐτό πού τῆς συνέβη μπορεῖ νά συμβεῖ καί στόν κάθε ἄνθρωπο, ἀρκεῖ βεβαίως νά λειτουργεῖ αὐτός μέ πίστη· πίστη γνήσια μέ τό βασικό γνώρισμά της, τήν ἐν ἀγάπῃ ὑπακοή πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μέ ἄλλα λόγια ἡ Παναγία μας δέχτηκε τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί σάρκωσε μέσα της τόν ἴδιο τόν Θεό τήν ὥρα πού ἔκλινε τήν κεφαλή καί ὑπήκουσε στό κέλευσμα τοῦ Θεοῦ («ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου»), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ χριστιανός: ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινότητά του δέχεται τή δρόσο τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί γίνεται καί αὐτός «Παναγία»: σαρκώνει μέσα του τόν Χριστό. Εἶναι τό μυστήριο πού διενεργεῖται στήν Ἐκκλησία, ὅπου ὁ χριστιανός εἶναι ἕνα μέ τόν Κύριο, γιατί εἶναι μέλος Του καί τρέφεται ἀπό Ἐκεῖνον: καί μυστηριακά μέ τή Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί πνευματικά μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του.

Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μέ πρώτη τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, δέν «μυρίζουν πτωμαΐνη». Δέν εἶναι οἱ ἀποχυμωμένοι πνευματικά πού τούς βλέπει ὁ κόσμος καί τούς φοβᾶται. Εἶναι τό φῶς καί ἡ δροσιά τοῦ κόσμου, εἶναι τό ἁλάτι τῆς γῆς, ὁ λόγος τους ρέει «ἐν χάριτι», γιατί ἀκριβῶς ἔχουν τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κι αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἔχουμε ἤδη λάβει διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά ἐνεργοποιεῖται στήν ὕπαρξή μας μόνο στόν βαθμό πού ἐσαεί βρισκόμαστε σέ πορεία ἐξόδου ἀπό τόν ἐγωισμό μας, πάνω δηλαδή στόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς καί τῆς τηρήσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.   

ΜΕ ΦΡΟΝΤΙΣΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΟΥ!

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Αὐτεξουσίως ἐξεδύθην, τῇ πρώτῃ μου παραβάσει, τῶν ἀρετῶν τήν εὐπρέπειαν· ἠμφιασάμην δέ ταύτην αὖθις, τῇ πρός με συγκαταβάσει, Λόγε Θεοῦ· οὐ παρεῖδες γάρ με τόν ἐν δεινοῖς παθήμασι καταστιχθέντα, καί λῃστρικῶς ὁδοπατηθέντα, ἀλλά τῇ παναλκεῖ σου δυναστείᾳ περιποιησάμενός με, ἀντιλήψεως ἠξίωσας, Πολυέλεε» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπ., ἦχος πλ. δ΄).

(Μέ τή θέλησή μου ξεντύθηκα τήν ὀμορφιά τῶν ἀρετῶν, λόγω τῆς πρώτης  μου παράβασης, ἐνῶ τή φόρεσα καί πάλι, λόγω τῆς συγκατάβασης πρός ἐμένα, Λόγε Θεοῦ. Γιατί δέν μέ περιφρόνησες, ἐμένα πού γέμισα ἀπό τά στίγματα τῶν φοβερῶν παθῶν μου καί ρίχτηκα κάτω ἀπό τούς ληστές· ἀντίθετα μέ τήν παντοδύναμη ἐξουσία σου μέ φρόντισες καί μέ κατέστησες ἄξιο τῆς βοήθειάς Σου, Πολυέλεε».

Τό στιχηρό ἰδιόμελο, ἐπαναλαμβανόμενο δύο φορές λόγω τῆς σπουδαιότητάς του, συνιστᾶ μία σύντομη σύνοψη ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία πού τούς ἐμπιστεύτηκε ὁ Δημιουργός («αὐτεξουσίως»), ἔδειξαν ἀνυπακοή πρός τόν λόγο Του, εἰσάγοντας ἑπομένως στή ζωή τους τήν ἁμαρτία (καί δι’ αὐτῆς τόν θάνατο, πνευματικό καί σωματικό). Ἀποτέλεσμα; Ἀπέβαλαν τό χαρισματικό ἔνδυμά τους, τή χάρη τῶν ἀρετῶν, καί ντύθηκαν τόν γεμάτο στίγματα χιτώνα τῶν παθῶν τους – σάν νά βρέθηκαν ποδοπατημένοι καί ριγμένοι στό χῶμα ἀπό ληστρική ἐναντίον τους ἐπιδρομή. Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν τούς ἄφησε στήν κατάντια αὐτή· ἔστειλε τόν Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος γενόμενος ἄνθρωπος προσέλαβε μέ τήν παντοδυναμία Του τόν τραυματισμένο καί ἡμιθανή ἄνθρωπο μέσα στόν ἑαυτό Του, τόν ἔκανε δικό Του κομμάτι - ἔγινε ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου Αὐτός ὁ Ἴδιος: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» - τόν περιποιήθηκε καί τόν φρόντισε ὡς ἰατρός, τόν ἔσωσε. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἐμφαίνεται μέσα ἀπό τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.  Ὁ περιπεσών εἰς τούς ληστάς, ὁ ὁποῖος τραυματίστηκε θανάσιμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἁμάρτησε καί ἁμαρτάνει, ἐνῶ Καλός Σαμαρείτης πού τόν σώζει εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

07 Απριλίου 2022

ΟΥΤΕ ΔΑΚΡΥΑ ΟΥΤΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΧΩ!

«Οὐ δάκρυα, οὐδὲ μετάνοιαν ἔχω, οὐδὲ κατάνυξιν∙ αὐτὸς μοι ταῦτα Σωτήρ, ὡς Θεὸς δώρησαι» (ωδή β΄ Μεγάλου Κανόνος).

(Ούτε δάκρυα ούτε μετάνοια έχω, ούτε κατάνυξη. Ο Ίδιος, Σωτήρα Χριστέ ως Θεός δώρισέ μου τα).

Πιο δραματική διαπίστωση για τον άνθρωπο δεν υπάρχει: να βλέπει ότι είναι γεμάτος από αμαρτίες, γεμάτος δηλαδή από τις πληγές που προκαλούν οι αμαρτίες του – η κάθε αμαρτία αποτελεί τραύμα για την ψυχοσωματική ύπαρξη του ανθρώπου – κι αυτός να μην μπορεί να αντιδράσει και να κάνει κάτι για την ίασή του. Σαν τον μισοπεθαμένο άνθρωπο που έχει κάποια αίσθηση της τραγικότητάς του, αλλά αδυνατεί να κουνηθεί – περιμένει μόνο τον θάνατό του! Αυτή είναι η θλιβερή εικόνα που περιγράφει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, έχοντας υπ’ όψιν του όχι κάποιον γνωστό του ή κάποιους συνανθρώπους του, αλλά τον ίδιο τον εαυτό του, την ίδια την ψυχή του. Περιγράφοντας όμως τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται, έχει την απόλυτη επίγνωση ότι την ίδια στιγμή περιγράφει και την κατάσταση κάθε άλλου ανθρώπου διαχρονικά και όπου γης. Διότι ο άνθρωπος δυστυχώς είναι ίδιος σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο: να σέρνεται στον βόρβορο των παθών του, αγόμενος και συρόμενος από την πολυποίκιλη αμαρτία του, υπόδουλος κυριολεκτικά στην κακία και τον όφι τον παμπόνηρο που κρύβεται πίσω από αυτήν και την υποδαυλίζει αδιάκοπα – ο προ και εκτός Χριστού άνθρωπος κατά τρόπο αναγκαστικό, ο μετά Χριστόν βαπτισμένος άνθρωπος από την αμέλειά του.

Η τραγικότητα όμως της καταστάσεως αυτής αυξάνει και αποκτά υπέρμετρες διαστάσεις, όταν κανείς λάβει υπ’ όψιν ότι ο άνθρωπος που κείται ημιθανής από τα θανατηφόρα τραύματα της αμαρτίας είναι το ον που ο Θεός δημιούργησε ως σύνοψη όλης της δημιουργίας, της πνευματικής και της υλικής. «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού» πλασμένος, μία μοναδική «επανάληψη» του παντοδύναμου Δημιουργού, δυστυχώς δεν στάθηκε στο ύψος του. Ξέπεσε, επαναστατώντας κατά του θελήματος του Πατέρα του, και ομοιώθηκε με τα κτήνη και έγινε ίδιος με αυτά στον τρόπο της ζωής του. Και τα μεν κτήνη δεν έχουν ευθύνη ως μη έχοντα νου και συνείδηση – θεωρούνται αδικημένα μάλιστα, γιατί η αγριάδα τους οφείλεται στον άνθρωπο – ο άνθρωπος όμως είναι απολύτως υπεύθυνος, γιατί ενώ μπορούσε, δεν έπραξε το σωστό. Και το «μπορούσε» δεν αναφέρεται μόνο στην αρχέγονη κατάσταση όπου πράγματι ο άνθρωπος ήταν άπειρος αμαρτίας – λογικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η πτώση στην αμαρτία –, αλλά και στη μετά Χριστόν πια εποχή, όπου ο ενσαρκωθείς Θεός μας ανέλαβε τον άνθρωπο και τον αποκατέστησε, ώστε ο πιστός σ’ Εκείνον να λειτουργεί ως συνέχεια του Χριστού, ως ένας άλλος Χριστός. 

Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος Ανδρέας, διεκτραγωδώντας την κατάσταση τη δική του και των λοιπών συνανθρώπων του: να μην αντιδρά για την κατάντια του, μετά Χριστόν!, αποδίδει με άλλον τρόπο την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Στο πρόσωπο του ανθρώπου που δέχτηκε την επίθεση των ληστών και βρέθηκε ημιθανής, είναι ο ίδιος, είναι ο κάθε άνθρωπος. Και οι ληστές δεν είναι κάποιοι ξένοι, αλλ’ οι δικοί του λογισμοί, ο επαναστατημένος εαυτός του, τα πάθη του που θέριεψαν από την επιμονή στην αμαρτία και τον κατέστησαν «πτώμα εξαίσιον!» «Εγώ είμαι αυτός που περιέπεσε στους ληστές» θα σημειώσει αλλού (ωδή α΄), «και οι ληστές είναι οι λογισμοί μου. Τραυματίστηκα ολοκληρωτικά από αυτούς κι είμαι γεμάτος τώρα από μώλωπες».

Λοιπόν, ομολογεί ο άγιος Ανδρέας εξ ονόματος όλων μας: ενώ χειρότερα δεν μπορώ να πάω, όμως δεν μετανοώ, δεν χύνω δάκρυα, δεν κατανύσσομαι! Η μετάνοια θα ήταν η μόνη ενδεδειγμένη στάση για την κατάντια μου - τα δάκρυα θα έπρεπε να πηγάζουν από την καρδιά σαν από ποτάμι, το πλήγωμα της καρδιάς μου θα έδειχνε ότι έχω συναίσθηση της πτώσεώς μου. Αλλά δεν τα έχω! Τι με σώζει, τι μας σώζει, στη χαρισματική εποχή τη μετά Χριστόν; Η πίστη ότι ο Θεός μας είναι φιλάνθρωπος, γεμάτος στοργή και αγάπη προς τα πλάσματά Του, κι ιδίως τον πρώτο από αυτά, τον άνθρωπο. Η αγάπη Του που κάνει τον Θεό μας να μας προσφέρει την ίαση και τη θεραπεία χωρίς να τα αξίζουμε – ως καρπό του ελέους Του, ως δωρεά της μεγαλωσύνης Του που ξεχύθηκε ιδίως πάνω στον Σταυρό! Για τον Θεό μας, θα πει και πάλι αλλού θρηνητικά ο άγιος, αρκεί έστω και ένας στεναγμός της ψυχής, ένα δάκρυ που βγαίνει ως μικρή σταλαματιά. «Άκουσε τους στεναγμούς της ψυχής μου και δέξου τους σταλαγμούς των οφθαλμών μου, Σωτήρα, και σώσε με». Η μετάνοια τελικώς, τα δάκρυα που ξεπλένουν την ψυχή, αποτελούν δωρεά του Θεού. «Η μετάνοια δώρο είναι ουράνιο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί μόνο να στρέψουμε, μέσα στην αδυναμία μας, το βλέμμα μας προς Εκείνον, τον Οποίο ντυθήκαμε, και να δείξουμε ότι Τον θέλουμε στη ζωή μας. Από κει και πέρα αναλαμβάνει Αυτός! Γιατί είναι ο Καλός Σαμαρείτης. Χαρά Του είναι η περιποίησή μας και η αποκατάστασή μας. Και πανηγύρι Του να μας βάλει μαζί Του στον θρόνο Του! Οπότε, η μετάνοια που ανοίγει τον Ουρανό είναι ένα μυστήριο που δίνεται ως δωρεά σε όποιον βρει τον «κωδικό» της. Την «ΕΛΠΙΔΑ» στον Θεό!

06 Απριλίου 2022

Ο Μ Ε ΓΑ Σ ΚΑΝΩΝ

«Αυτόν τον πράγματι μέγιστο από όλους τους κανόνες, τον δημιούργησε και τον συνέγραψε άριστα και με τεχνητό τρόπο ο εν αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ο ονομαζόμενος και Ιεροσολυμίτης. Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και  εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται  με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες.

Τάχθηκαν δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο: επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής, αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα. Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας, ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη,  έφτασε κάπου κοντά προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο».

Δεν υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι «πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον»: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.

Από την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό μας.  Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού, διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;

Δεν τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα». Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.

ΤΟ ΑΚΟΙΜΗΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ!

ΤΕΤΑΡΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τῷ ἀκοιμήτῳ ὄμματι ἐπιβλέψας με οἴκτειρον, τῷ τῆς ραθυμίας νυσταγμῷ κρατούμενον καί ὕπνῳ δουλεύοντα τῶν ἡδονῶν ἐν κλίνῃ παθῶν, ὁ ἐπί Σταυροῦ τήν κεφαλήν σου προσκλίνας, καί θέλων ἀφυπνώσας καί τήν νύκτα μειώσας, Χριστέ τῆς ἁμαρτίας, φῶς ὤν δικαιοσύνης» (ωδή η΄ κανόνος Τριωδίου).

(Αφού με κοιτάξεις προσεκτικά με το ακοίμητο βλέμμα Σου, εμένα που είμαι  παραδομένος στον νυσταγμό της ραθυμίας και σαν δούλος κοιμάμαι πάνω στην κλίνη των παθών των ηδονών, σπλαχνίσου με, Χριστέ, Συ που είσαι το φως της δικαιοσύνης και πάνω στον Σταυρό έγειρες την κεφαλή Σου και θέλοντας με ξύπνησες και εξαφάνισες τη νύκτα της αμαρτίας).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επιμένει να μας προσφέρει το γεγονός της σωτηρίας με τον δικό του παρακλητικό και κατανυκτικό τρόπο. Διότι όχι μόνο παραθέτει το δογματικό στοιχείο: ο Εσταυρωμένος Κύριος δεν είναι κάποιος ιδεολόγος ήρωας που βασανίστηκε και πέθανε για τις ιδέες του, αλλά ο Ίδιος ο εν σαρκί Θεός, το φως της δικαιοσύνης, που ήλθε να καταργήσει το σώμα της αμαρτίας του ανθρωπίνου γένους «αἴρων τήν ἁμαρτίαν» αυτού, και μάλιστα όχι πιεζόμενος από κάποιον ή κάτι παρά μόνον από την άπειρη ελεύθερη («θέλων»)  αγάπη Του˙ λοιπόν όχι μόνο παραθέτει το δόγμα του μυστηρίου του Σταυρού, αλλά με διακριτικές «πινελιές» εκφράζει την προσωπική για τον καθένα αγάπη του Δημιουργού Χριστού, ο Οποίος επιβλέπει και παρακολουθεί τον κάθε άνθρωπο γεμάτος στοργή σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Και προκαλεί πράγματι κατάνυξη η εικόνα του Χριστού που συνεχίζει να μας αγαπά και να μας προσέχει ακόμη και την ώρα της πτώσεως στην αμαρτία, την ώρα που η ακηδία και η ραθυμία μάς έχουν εκτρέψει από τη θέα του προσώπου Του, την ώρα που έχουμε ενεργοποιήσει την αμαρτία, δουλεύοντας πάνω στα πάθη μας, συνεπώς έχοντας γίνει έρμαια του Πονηρού. Η ώρα της αμαρτίας βεβαίως για τον υμνογράφο και όλη την Παράδοση της Εκκλησίας είναι ώρα νύχτας και νυσταγμού – την ώρα που αμαρτάνουμε μπορεί να βρισκόμαστε σε κατάσταση εγρήγορσης, μα εγρήγορσης για τα πονηρά˙ από πλευράς πνευματικής κοιμόμαστε, δεν κινούμαστε με επίγνωση και συνείδηση, είμαστε σαν χαμένοι και νεκροί. Δεν είναι τυχαίο ότι ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης όταν θέλει να χαρακτηρίσει την ώρα της αμαρτίας τη χαρακτηρίζει με τη λέξη «νύξ». «Ἦν δέ νύξ» λέει για παράδειγμα τη στιγμή που ο προδότης μαθητής Ιούδας έχει αποφασίσει την προδοσία του Χριστού και φεύγει από τον Μυστικό Δείπνο. Και το πιο συγκλονιστικό: Την ώρα αυτή ο διάβολος, λέει, μπήκε μέσα στην καρδιά του Ιούδα.

Όμως, ενώ η κατάσταση αυτή που ο άνθρωπος υπνώττει και κείται σαν νεκρός είναι τραγική για τον ίδιο, την ίδια ώρα άλλος γρηγορεί για χάρη Του. Και δεν εννοούμε βεβαίως τον κατεξοχήν υπνώττοντα και νεκρό Πονηρό, αλλά τον ίδιο τον Δημιουργό Κύριο: μας κοιτάει γεμάτος αγάπη ευρισκόμενους στην πτώση μας και την εναντίωσή μας απέναντί Του! Περισσότερο και από τη μάνα που βλέπει το βλαστάρι της να ταλαιπωρείται και να καταστρέφεται, Εκείνος ψάχνει τρόπους νύξεως της καρδιάς μας. Ήδη μας έχει συγχωρήσει για τις όποιες αμαρτίες μας – εκεί έγκειται το μυστήριο του Σταυρού: να έχει σηκώσει πάνω Του ο Κύριος τις αμαρτίες όλου του κόσμου, συνεπώς και τις δικές μας – και η «αγωνία» Του είναι η αγάπη Του να γίνει αποδεκτή από το αγαπημένο πλάσμα Του, ώστε να μπορέσει αυτό λίγο να χαρεί ξυπνητό και να ηρεμήσει. Και το γεγονός αυτό συνιστά την όλη πάλη του Θεού με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με τον Θεό: να ξυπνήσει ο άνθρωπος, να «παλέψει» με τον Θεό Πατέρα και να αφήσει ο Πατέρας να «ηττηθεί» από το παιδί Του.

Η χαρά της Εσταυρωμένης αγάπης: ο τραυματισμένος άνθρωπος να θεραπευθεί. Δεν πρέπει εδώ να μας διαφεύγει ούτε στιγμή το παράδειγμα ιδίως της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μία στιγμή χρειάστηκε να ξυπνήσει και να νιώσει την αγάπη του Εσταυρωμένου Κυρίου, για να «λιώσει» και να μετανοήσει, για να φτάσει σε υπέρμετρα ύψη ουράνια!

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Ο Άγιος Ευτύχιος γεννήθηκε περίπου το 512 στο χωριό Θεία Κώμη της Φρυγίας. Ο πατέρας του ήταν στρατηγός στο στρατό του Βελισάριου. Ο άγιος έγινε μοναχός σε ηλικία 30 ετών από τον Μητροπολίτη Αμασείας και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ως αποκρισάριος του Μητροπολίτη Αμασείας και έφτασε ως τον Ιερατικό βαθμό του Αρχιμανδρίτη. Τον Άγιο Ευτύχιο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Πατριάρχης Μηνάς, μετά το θάνατο του οποίου ο Άγιος εξελέγη Πατριάρχης, με υπόδειξη του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Επί των ημερών της πρώτης Πατριαρχίας του, και συγκεκριμένα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553, έγινε και η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος. Το 564  ήρθε σε σύγκρουση - διαφωνία με τον Αυτοκράτορα, σχετικά με την αίρεση των αφθαρτοδοκητών. Ο Άγιος Ευτύχιος καταδίκαζε την αίρεση αυτή, παρά τις πιέσεις του αυτοκράτορα. Στις 22 Ιανουαρίου του 565 και ενώ τελούσε τη Λειτουργία για την εορτή του Αγίου Τιμοθέου, στρατιώτες τον συνέλαβαν. Ύστερα από αυτό, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, αρχικά στην Πρίγκηπο και αργότερα στην Αμάσεια του Πόντου. Μετά τον θάνατο του διαδόχου του, Πατριάρχη Ιωάννη του Σχολαστικού, ο νέος αυτοκράτορας Ιουστίνος Β' κάλεσε ξανά στο θρόνο τον Άγιο Ευτύχιο, ο οποίος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 577. Ο Άγιος παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο στις 6 Απριλίου το 582.

Ετάφη κάτω από τη βάση της Αγίας Τράπεζας του Ναού των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στα Ιερά Λείψανα του Αποστόλου Ανδρέα, του Ευαγγελιστή Λουκά και του Αγίου Τιμοθέου. Η Αγία Κάρα του βρίσκεται σήμερα στη Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιον Όρος».

      Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος είναι από εκείνους τους υμνογράφους της Εκκλησίας μας, που αρέσκεται να χρησιμοποιεί το όνομα ενός αγίου προκειμένου να το αξιοποιεί για την προβολή της αγιότητάς του. Αυτό ακριβώς κάνει και με τον άγιο Ευτύχιο. Αφενός στους στίχους του συναξαρίου κρίνει ότι ο ίδιος είναι ευτυχέστατος, διότι αξιώθηκε να τιμήσει με τους λόγους του τον Ευτύχιο που μετέστη από τη ζωή αυτή, που σημαίνει ότι η ενασχόληση με έναν άγιο αποτελεί ώθηση για πνευματική πρόοδο και προκοπή, αφετέρου, προβαίνει σε εκτίμηση πνευματική, καθώς συγκρίνει την κατάσταση των αρετών με την κατάσταση των παθών. Τι λέει; «Επειδή απέκτησες την ευτυχία, σοφέ Ευτύχιε, λόγω των αρετών σου, και φωτίστηκες από τις λαμπρές λάμψεις των χαρισμάτων του Θεού, σώσε με από τις δυστυχίες των παθών με τις πρεσβείες σου» (ωδή α΄). Η στροφή δηλαδή προς τα ανθρώπινα ψεκτά πάθη, τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, ό,τι αποτελεί καρπό της φιλαυτίας, έχει ως τίμημα τη δυστυχία. Διότι «τα οψώνια της αμαρτίας, θάνατος» - κανείς δεν αμαρτάνει ανέξοδα. Κι από την άλλη: όσο κανείς στρέφεται προς τον Θεό και καθαρίζει την καρδιά του ώστε να λάμπει το φως του Θεού, τόσο και αποκτά την ευτυχία. Η ευτυχία έτσι υπάρχει εκεί που υπάρχει ο Θεός και η παρουσία Του, η δυστυχία υπάρχει εκεί που ο άνθρωπος διαγράφει τον Θεό και σύρεται από τα πάθη του και τον διάβολο που δουλεύει πάνω σ' αυτά.

      Ο υμνογράφος βεβαίως εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο ο άγιος Ευτύχιος μπόρεσε να στραφεί προς τον Θεό κατανικώντας τα πάθη του. Και η εξήγηση που δίνει είναι αυτή που προβάλλει πάντοτε η διαχρονική πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας: ο άγιος καθαρίστηκε από τη λάσπη των παθών, γιατί έδειξε μεγάλη επιμέλεια στον νόμο του Θεού (ωδή γ΄), «θηλάζοντας από παιδί την εγκράτεια και την προσευχή (ωδή γ΄), συνεπώς κάνοντας τον νου του ηγεμόνα του εαυτού του (ωδή α΄).

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μη μνημονεύσει, πέραν της ασκητικής και αγίας διαγωγής του Ευτυχίου, και τον αγώνα του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως. Ο άγιος Ευτύχιος υπήρξε κληρικός και μάλιστα έγινε και Πατριάρχης. Επ' αυτού, όπως είδαμε και στο συναξάρι του, έγινε και η πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος. Συνεπώς εκ της θέσεώς του και της ποιμαντικής του συνειδήσεως ο αγώνας του για την πίστη ήταν δεδομένος. Ο άγιος Θεοφάνης λοιπόν αναφέρεται αρκετά επ' αυτού, τόσο που σημειώνει ότι «η δύναμη των λόγων του αγίου κατέστησε ανίσχυρο το δόγμα και τη δύναμη των αντιθέτων. Κι έγινε τείχος και στήριγμα του ορθοδόξου λαού» (ωδή δ΄). Τονίζει μάλιστα ότι ο άγιος Ευτύχιος «έχοντας ως σκέπη του την ασπίδα της ευσέβειας και παίρνοντας ως κοφτερό ξίφος το ιερό δόγμα της πίστεως, κατέκοψε πράγματι όλες τις φάλαγγες των αιρετικών» (ωδή η΄). Κι είναι εξόχως σημαντική η επισήμανση του αγίου Θεοφάνη ότι στον αγώνα του αγίου κατά της αιρέσεως είχε ως σύμμαχό του τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήταν και ο βλασφημούμενος από τους αιρετικούς. Ο βλασφημούμενος δηλαδή ενώ θεωρείτο ότι έμπαινε στο περιθώριο, διότι αλλοιωνόταν από τους φιλοσοφούντες αιρετικούς, Εκείνος ως ο παντοδύναμος Θεός βρισκόταν και βρίσκεται βεβαίως πάντοτε στην πρώτη γραμμή. «Δεν φοβήθηκες και δεν λύγισες, καθώς υπέμεινες διωγμούς υπέρ της πίστεως. Διότι είχες ως σύμμαχό σου τον ίδιο τον βλασφημούμενο Χριστό» (ωδή δ΄).

      Αξίζει, νομίζουμε, να σταθούμε ιδιαιτέρως στην παραπάνω φράση του ύμνου του αγίου Θεοφάνη από την η΄ ωδή του: «έχοντας ως σκέπη την ασπίδα της ευσέβειας και παίρνοντας ως κοφτερό ξίφος το ιερό δόγμα". Ο άγιος Ευτύχιος δηλαδή πήρε ως ξίφος το δόγμα, επειδή ακριβώς βρισκόταν μέσα στην ευσέβεια, τον ορθό τρόπο ζωής. Κι αυτό σημαίνει ότι τότε μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει σωστά το δόγμα της πίστεως, όταν ζει σωστά την αγάπη - η αγάπη είναι ο ορθός τρόπος ζωής, η ίδια η ευσέβεια. Διαφορετικά, το δόγμα μόνο χωρίς αγάπη γίνεται ξίφος που καταστρέφει και κατασπαράσσει τους ανθρώπους, ό,τι έλεγε ο όσιος Παῒσιος ο αγιορείτης: «υπάρχουν μερικοί που έχουν πιάσει το δόγμα με τα δόντια και προκαλούν έτσι μεγαλύτερη βλάβη στην Εκκλησία από ό,τι οι εχθροί της!»