06 Μαΐου 2022

Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΗΛΕΙΟΥ

Ὁ Γερο-Λάζαρος κάθιδρος καί κουρασμένος κάθισε σέ μιά γωνιά  τοῦ δρόμου, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα κάθισμα, ἐνῶ ἕνα δέντρο τοῦ πρόσφερε τήν παχιά σκιά του - ἰδανικό σημεῖο γιά κάθε περαστικό, ἰδίως τίς μέρες αὐτές τοῦ καλοκαιριοῦ μέ τόν σκληρό ἥλιο. Ἀκούμπησε κάτω τήν πραμάτεια του, τά καλάθια πού καιρό ἔπλεκε, ἔβγαλε ἕνα μικρό λαγήνι γιά νά βρέξει τά φρυγμένα χείλη του καί σκούπισε μέ τήν ἀνάστροφη τοῦ χεριοῦ του τό μέτωπό του.

«Δόξα Σοι, ὁ Θεός», βγῆκε ἀπό τήν καρδιά του ὁ στεναγμός, κι ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀνασήκωσε λίγο τόν καλογερικό του σκοῦφο καί... μία φωνή ἑνός μεσήλικα ἄνδρα πού διερχόταν ἀπό τό σημεῖο πού καθόταν τόν ἔκανε νά ἀνασηκώσει τά μάτια του κάπως  ξαφνιασμένος.

«Εὐλογεῖτε, Γέροντα. Ἀπό τή σκήτη μᾶς ἔρχεστε μᾶλλον, γιατί δέν σᾶς ἔχω ξαναδεῖ στά μέρη μας». 

«Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογεῖ, παιδί μου», εἶπε ὁ π. Λάζαρος, κι ἔκανε μιά προσπάθεια νά ἀνασηκωθεῖ γιά νά χαιρετήσει τόν ἄγνωστο ἄνδρα. 

«Ὄχι, μή σηκώνεστε, Γέροντα», ἀντέδρασε ὁ ἄνδρας θορυβημένος, καί προσπάθησε νά κρατήσει στή θέση του τόν ἀββᾶ. «Εἶστε κουρασμένος, δέν χρειάζεται νά σηκωθεῖτε. Μόνο τήν εὐλογία σας νά μοῦ δώσετε, γιατί στήν πολυάνθρωπη καί μεγάλη αὐτή πόλη πού ζοῦμε, ἐδῶ στήν Ἀλεξάνδρεια, χρειαζόμαστε αὐξημένες δυνάμεις γιά νά τά βγάζουμε πέρα. Πολύς ὁ κόσμος, ἀπό πολλά μέρη, δύσκολη ἡ ἐργασία, πολλή δυστυχῶς καί ἡ ἁμαρτία».

«Ἔχεις δίκιο, παιδί μου», εἶπε ὁ Λάζαρος. «Κι ἐγώ, κατ’ ἀνάγκην ἦλθα, γιατί πρέπει νά πουλήσω τό ἐργόχειρό μου, ὥστε νά ἔχω γιά ἀρκετό διάστημα τά ἀπαραίτητα γιά νά ζῶ. Ἔχεις δίκιο πού λές ὅτι ἔρχομαι ἀπό τά κάτω μέρη τῆς Αἰγύπτου, ἀπό τή σκήτη, τόν μοναχικό συνοικισμό, γιατί ἐκεῖ ζῶ ἐδῶ καί δεκαετίες, ὁπότε ἀρκετά σπάνια εἶναι ἀλήθεια, ἀνεβαίνω στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἀλλά μή ξεχνᾶς τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου ὅτι “ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις”. Πολλή ἡ ἁμαρτία στή μεγαλούπολη αὐτή, ἀλλά προφανῶς ὁ Θεός δίνει καί πολλές εὐκαιρίες μετανοίας καί σωτηρίας. Ἀρκεῖ βεβαίως…», κοντοστάθηκε λίγο ὁ ἀββᾶς κι ἕνα δάκρυ σάν νά ἔλαμψε στά μάτια του, «…νά θέλει κανείς τή σωτηρία του καί νά τήν ἐπιδιώκει», συμπλήρωσε τόν λόγο του. 

«Πῶς, Γέροντα;» ρώτησε ὁ καλόκαρδος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος βρῆκε τήν εὐκαιρία στή μέση τοῦ δρόμου νά ἐκμεταλλευτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγιασμένου, ἀπ’ ὅ,τι τοῦ φάνηκε, καλόγερου. «Πῶς νά τήν ἐπιδιώκει, ὅταν τόσες πολλές προκλήσεις καθημερινά τόν ἀποπροσανατολίζουν; Νά, γιά παράδειγμα, κοιτάξτε ἀπέναντι, λίγο παρακάτω ἀπό τό σημεῖο πού βρισκόμαστε. Βλέπετε αὐτούς πού κατεβαίνουν κάποια σκαλοπάτια; Σέ καπηλειό μπαίνουν, γιά νά φᾶνε, νά πιοῦνε, νά ἀκούσουν τραγούδια καί μουσικές πού δέν φαίνονται ὅ,τι καλύτερο… Καί ξέρετε, Γέροντα, συχνάζουν ἐκεῖ καί γυναῖκες ἀμφίβολης ἠθικῆς στάθμης καί ποιότητας. Καί δυστυχῶς, δέν εἶναι τό μόνο σημεῖο στήν πόλη. Μεγάλη, ὅπως σᾶς εἶπα, ἡ πόλη, πολλές καί οἱ ἀφορμές καί οἱ προκλήσεις γιά ἁμαρτία».

Δέν ἔσπευσε ὁ Γέροντας νά ἀπαντήσει αὐτήν τή φορά. Σάν νά προσευχόταν καί κάποια στιγμή εἶπε: «Ἄν θέλουμε τόν Κύριο, πού θά πεῖ ἄν λίγο Τόν ἀγαπᾶμε, μποροῦμε νά ζοῦμε τήν παρουσία Του, ἀποφεύγοντας ὅσο μποροῦμε τούς τόπους τῶν προκλήσεων καί τῶν ἀφορμῶν τῆς ἁμαρτίας. Γιατί πράγματι δέν εἶναι δυνατόν κανείς νά εἶναι καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν Πονηρό διάβολο. Ὅπως τό λέει ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: “οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν”. Γι’ αὐτό σοῦ εὔχομαι, παιδί μου, καί σ’ ἐσένα καί στήν οἰκογένειά σου, ἄν ἔχεις, νά ζεῖτε ὅσο μπορεῖτε μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί μέ τήν προσπάθεια νά βρίσκεστε πάνω στίς ἐντολές πού μᾶς ἔδωσε. Γιατί μέσα στίς ἅγιες ἐντολές Του κρύβεται ὁ Ἴδιος».

«Εὐλογεῖτε, Γέροντα. Νά εὔχεστε», εἶπε συγκινημένος ὁ ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ἔσκυψε μέ ταπείνωση καί φίλησε τό ροζιασμένο χέρι τοῦ ἁγίου καλόγερου, τοῦ ἀββᾶ πού ὁ Θεός τόν ἔφερε στόν δρόμο του.

«Στήν εὐχή τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας μας, παιδί μου. Στό καλό καί ὁ Χριστός νά εἶναι πάντοτε μαζί σου».

Κάθισε γιά λίγο ἀκόμη ὁ Γέροντας, προβληματισμένος ὅμως ἰδιαίτερα ἀπό τόν διάλογο μέ τόν σεμνό αὐτόν ἄνθρωπο. Τά λόγια πού μέ πόνο τοῦ εἶχε πεῖ, τόν ἔκαναν νά δακρύζει καί νά πονᾶνε τήν καρδιά του. «Πολλή ἡ ἁμαρτία, Γέροντα, πολλή!»

Ἔκανε νά σηκωθεῖ γιά νά μαζέψει τά καλάθια του καί νά προχωρήσει στόν τόπο πού συνήθιζε νά τά πηγαίνει. Μά μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του ξέκρινε μιά μαύρη φιγούρα, στόν ἀπέναντι δρόμο λίγο παρακάτω, ἐκεῖ πού ἦταν τό καπηλειό, πού τοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Κοίταξε κι ἔμεινε ἀποσβολωμένος. Οὔτε κεραυνός νά τόν εἶχε κτυπήσει. Ἔνας νεαρός καλόγερος, μέ ἄνεση καί σβελτάδα, κατέβαινε τά σκαλοπάτια τοῦ κακόφημου μαγαζιοῦ. 

«Δέν εἶναι δυνατόν!» σκέφτηκε. «Μά πῶς; Τί δουλειά ἔχει ἐκεῖ;» 

Ξανακάθισε γιά νά σκεφτεῖ. Δέν μποροῦσε νά παρέλθει τό γεγονός ἔτσι, σάν νά μήν εἶχε δεῖ τίποτα. Ἄρχισε νά προσεύχεται νά τόν φωτίσει ὁ Θεός· νά φωτίσει καί τόν νέο καλόγερο πού βρισκόταν ἤδη μέσα στό καπηλειό. Προσπάθησε νά κάνει καλό λογισμό. «Μήπως βρέθηκε ἐκεῖ γιατί ἦταν σταλμένος ἀπό τό μοναστήρι του γιά κάποια ἀποστολή; Μακάρι νά ἦταν ἔτσι. Μά, τέτοιες ἀποστολές, ἄν ὑπάρχουν, ἀναλαμβάνουν συνήθως οἱ μεγαλύτεροι σέ ἡλικία, καί ποτέ βεβαίως μόνοι τους. Πάντοτε συνοδεύονται καί ἀπό κάποιον ἄλλον. “Οὐαί τῷ ἑνί”, πού λέει ὁ ἁγιογραφικός λόγος. Λοιπόν, δέν πρόκειται μᾶλλον γιά ἀποστολή ἤ πολύ περισσότερο γιά ἱεραποστολή».

«Θά καθίσω νά μάθω», σιγοψιθύρισε στόν ἑαυτό του. «Πρέπει νά μάθω, γιατί εἶναι καλόγερος. Τί δουλειά ἔχει σέ τέτοιους τόπους;»

Δέν ἔφυγε. Ὁ κόσμος πού περνοῦσε καί τόν ἔβλεπε, παρατηροῦσε ἕναν καλόγερο προχωρημένης ἡλικίας, μέ μάτια χαμηλωμένα πού ἡ ἀναπνοή του διακοπτόταν κατά καιρούς ἀπό ἀναστεναγμούς, ἐνῶ μ’ ἕναν μαντήλι σκούπιζε διαρκῶς τά δακρυσμένα μάτια του. Κάποια στιγμή μόνο τά σήκωσε, γιατί ἀρώματα βαριά κέντρισαν τήν ὄσφρησή του. Μιά νέα σχετικά γυναίκα, βαμμένη καί ντυμένη προκλητικά, τόν εἶχε πλησιάσει καί τόν κοίταζε μέ τρόπο αὐθάδη κι ἄσεμνο. Τήν κοίταξε σάν νά ’βλεπε τόν διάβολο νά παίζει στό πρόσωπό της καί τά δάκρυά του πολλαπλασιάστηκαν. Ἡ γυναίκα ντράπηκε, ψιθύρισε ἕνα «συγγνώμη, πάτερ», καί γρήγορα προχώρησε γιά νά κατέβει κι αὐτή σέ λίγο στό καπηλειό. Ὁ συγκεκριμένος τόπος ἦταν ὁ τόπος της. Ἐκεῖ ἔβρισκε αὐτό πού ἤθελε καί ἀποτελοῦσε τή δουλειά της. Ἡ εἰκόνα τοῦ Γέροντα σάν ἕνα μικρό ἀγκάθι φευγαλέα τή συνόδεψε γιά λίγα λεπτά, γιά νά ἐξανεμιστεῖ ὅμως τάχιστα ἀπό τά τραγούδια τοῦ κέντρου, ἀπό τά πρῶτα ποτά, ἀπό τά πρῶτα πονηρά πειράγματα τῶν ἀνδρῶν. Ἐκεῖνο πού τήν παραξένεψε καί ἀποτέλεσε ἕνα δεύτερο μικρό κεντρί ἦταν ἡ εἰκόνα σ’ ἕνα τραπέζι ἑνός νέου καλόγερου, πού ἔδειχνε νά μετέχει στήν ὅλη κατάσταση καί νά τήν ἀπολαμβάνει. Γρήγορα ὅμως ξεπέρασε κι αὐτό τό κεντρί - ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τά ἔσβηνε καί τά σκέπαζε ὅλα.

Κάποια στιγμή ὁ Γερο-Λάζαρος εἶδε τόν καλόγερο τοῦ καπηλειοῦ νά ἐξέρχεται ἀναψοκοκκινισμένος καί μέ εὔθυμη διάθεση. Τόν πλησίασε γρήγορα τήν ὥρα πού ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά βάλει καί νά φτιάξει τόν καλογερικό σκοῦφο στό κεφάλι του.

 «Εὐλόγησον, ἀδελφέ», τοῦ εἶπε χαμηλόφωνα, καί τόν ἔπιασε ἀπό τό μπράτσο. «Μπορῶ νά σοῦ πῶ κάτι ἰδιαιτέρως;» Ὁ νεαρός καλόγερος σάν χαμένος τόν ἀκολούθησε. Ἡ εὔθυμη διάθεσή του φάνηκε νά τόν ἐγκαταλείπει. Πῆγαν σέ μία ἀπόμερη γωνιά πού δέν πολυπερνοῦσε κόσμος.

«Τί συμβαίνει, Γέροντα;» εἶπε στό τέλος, προσπαθώντας νά ἀνακτήσει τόν ἔλεγχο τῆς κατάστασης, πού προσωρινά φάνηκε ὅτι τήν εἶχε χάσει. «Γιατί μέ σέρνεις ἐδῶ; Γνωριζόμαστε;» Τό κρασί τοῦ προκαλοῦσε μία ἐλαφρά ζαλάδα, ἀλλά καί ἕνα εἶδος αὐθάδειας καί ἀλαζονείας. «Ἀπό ποῦ ξεφύτρωσε κι αὐτός;» σκέφτηκε.

«Ἄκου, παιδί μου», ἄρχισε νά λέει μέ μεγάλη σεμνότητα, ταπείνωση καί ἀγάπη ὁ Γερο-Λάζαρος. «Σέ βλέπω σάν τόν Κύριο, εἶσαι ἀδελφός μου, γι’ αὐτό καί δέν μπορῶ νά μήν ἐπέμβω σ’ αὐτά πού βλέπω».

«Καί σάν τί βλέπεις δηλαδή;» ἔκανε ὁ καλόγερος πού εἶδε τήν καρδιά του νά σκληραίνει, παίρνοντας ἀμέσως ἀμυντική στάση ἀπέναντι στον Γέροντα ἀσκητή.

«Ἀδελφέ μου», συνέχισε ὁ ἀσκητής παραβλέποντας τήν ἀντίδραση τοῦ νέου, «δέν ξέρεις ὄτι φορᾶς τό ἅγιο σχῆμα; Δέν ξέρεις ὅτι εἶσαι νέος; Δέν ξέρεις ὅτι πολλές εἶναι οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου; Δέν ξέρεις ὅτι κι ἀπό τά μάτια κι ἀπό τήν ἀκοή κι ἀπό τίς χειρονομίες βλάπτονται οἱ μοναχοί, ὅταν ζοῦν στίς πόλεις; Ἐσύ ὅμως, μπαίνοντας χωρίς φόβο στά καπηλειά, κι ἐκεῖνα πού δέν θέλεις ἀκοῦς κι ἐκεῖνα πού δέν θέλεις βλέπεις καί συναναστρέφεσαι κι ἄσεμνα μέ γυναῖκες. Μή, σέ παρακαλῶ, ἀλλά πήγαινε στήν ἔρημο, ὅπου μπορεῖς νά σωθεῖς, ὅπως τό θέλεις».

Ἔκανε νά ἀγκαλιάσει τόν καλόγερο ὁ Λάζαρος, μά ἐκεῖνος ἀποτραβήχτηκε ἐνστικτωδῶς. «Αὐτό μᾶς ἔλειπε δά», σκεφτόταν, «ἕνας γέρος νά θέλει νά μοῦ κάνει τόν δάσκαλο, λές καί δέν ξέρω τί κουμάσια εἶναι κι αὐτοί οἱ γέροι!» Σκλήρυνε τή φωνή του καί ἀπάντησε ἀπότομα: «Ἄντε τράβα ἀπό δῶ, καλόγερε, πού μοῦ κάνεις τόν ἅγιο καί τον πολύξερο. Τί μοῦ λές τά λόγια αὐτά, λές καί ἀγνοεῖς – μπορεῖ ὅμως καί νά τά ἀγνοεῖς, ἔστω κι ἄν εἶσαι γέρος - ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει τίποτε ἄλλο παρά «καρδίαν καθαράν»; Ἀκοῦς λοιπόν; «Καρδίαν καθαράν» ζητάει ἀπό μᾶς ὁ Θεός καί ὄχι τό ποῦ πηγαίνουμε καί ποῦ συχνάζουμε. Παντοῦ δέν εἶναι ὁ Θεός; Κι ἐδῶ καί στό μοναστήρι, ἀλλά καί στό καπηλειό. Λοιπόν, ἐγώ καί στό καπηλειό τόν Θεό Τόν βλέπω. Δέν εἶναι ὁ τόπος πού ἐμποδίζει. Ἡ βρόμικη καρδιά εἶναι τό ἐμπόδιο. Μάθε καί κάτι ἀπό μᾶς τούς νέους καί τούς πιό μορφωμένους».

Ὁ ἀββᾶς κατάλαβε. Ἡ καρδιά τοῦ νεαροῦ ἦταν σκληρυμένη καί ἀνεπίδεκτη ἀπό λόγο Θεοῦ. Τό πρόσωπό του ἄλλωστε τό ἔδειχνε καθαρά: ἦταν σάν μία μάσκα ἀνέκφραστη, ἐνῶ τά μάτια του, κυρίως αὐτά, φαίνονταν τόσο ταραγμένα, πού ἀσυναίσθητα ὁ ἀσκητής  ἔστρεψε ἀλλοῦ τά δικά του. Δέν θέλησε νά συνεχίσει - ἦταν ἐντελῶς μάταιο. «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», σκέφτηκε τόν λόγο τοῦ μεγάλου ἀποστόλου.

Τότε, ἀργά καί μέ τρόπο πού ἔδειχνε τή δραματικότητα τῆς στιγμῆς πού ζοῦσε, ὁ Λάζαρος ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν Οὐρανό καί εἶπε: «Δόξα Σοι, Θεέ μεγαλοδύναμε, ἐπειδή ἔχω στή Σκήτη πενήντα χρόνια κι ἀκόμα δέν ἀπόκτησα “καρδίαν καθαράν”. Κι ὁ ἀδελφός αὐτός, γυρίζοντας στά καπηλειά, ἀπόκτησε “καρδίαν καθαράν”».

Ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω ὁ Γερο-Λάζαρος, ὁ ἀσκητής, ὁ ὑποπιαστής τοῦ σώματος, ὁ ἀγαπημένος τοῦ Κυρίου, στράφηκε μέ μεγάλη ἀγάπη πρός τόν καλόγερο, ὁ ὁποῖος φαινόταν, παρόλη τή σκληρότητά του νά τά ἔχει πιά λίγο χαμένα, καί τόν ἀποχαιρέτισε μέ τήν εὐχή· «Ὁ Θεός κι ἐσένα νά σώσει κι ἐμένα νά μή μέ διαψεύσει ἀπό τήν ἐλπίδα μου».

Τά βήματά του ἀργά τόν ἔσυραν ἐκεῖ πού εἶχε ἀφήσει τό ἐργόχειρό του. Ἤξερε ὅμως ὅτι εἶχε νά κάνει διπλάσιο τώρα ἀσκητικό ἀγώνα: νά ἀναπληρώνει ὅσο μπορεῖ τό ἔλλειμμα καί τοῦ νεαροῦ ἄγνωστου καλόγερου.      

(Από το βιβλίο «Ως έλαφος διψώσα» των εκδ. ἀκολουθεῖν)

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ο ΕΝ ΤΩ ΟΡΕΙ ΔΟΜΒΟΥ ΑΣΚΗΣΑΣ

«Ὁ ἅγιος μεταξύ τῶν ἁγίων καί διαπρεπής ὡς πρός τά θαύματά του ὅσιος Σεραφείμ γεννήθηκε το 1527 ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους σέ κάποιο χωριό τῆς ἐπαρχίας Λοκρίδας, πού ὀνομάζεται Ζέλι, ὅπου καί διδάχτηκε τά ἱερά γράμματα. Ἐπειδή ἦταν καλῆς φύσεως ἄνθρωπος καί μελετοῦσε μέ ἐπιμέλεια τά ἱερά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τούς βίους τῶν ἁγίων, αἰσθανόταν μέσα στήν καρδιά του θεῖο ἔρωτα πρός τόν μοναχικό βίο καί, ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐγκατέλειψε τούς γονεῖς του καί τούς συγγενεῖς καί πορεύτηκε πρός εὕρεση τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας πού ποθοῦσε. Ἀφοῦ γύρισε πολλούς τόπους, καί ἐρημικούς καί κατοικημένους, καί ἀγωνίστηκε μέ πολλούς ἀσκητικούς ἀγῶνες, λόγω τῶν ὁποίων ἔγινε ἄξιος νά λάβει ἀπό τόν Θεό καί τή χάρη νά ἐπιτελεῖ θαύματα, κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 6η Μαϊου 1602, στή Μονή πού φέρει τό ὄνομά του· τή Μονή αὐτήν ἔκτισε ὁ ἴδιος στή δυτική πλαγιά τοῦ Ἐλικῶνα, πού ὀνομάζεται Ντομποῦ ἤ Δοντοῦ, ὅπως καί ἀνήγειρε σ’ αὐτήν καί περικαλή σταυροπηγιακό ναό ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέχτηκε ἐκεῖ καί πολλούς ἐνάρετους μοναχούς πού ποθοῦσαν τήν ἔρημο καί ζητοῦσαν τήν ψυχική τους σωτηρία. Στή Μονή αὐτή, (στήν ὁποία ζώντας ἀκόμη ὁ ἅγιος Σεραφείμ δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό μέ τή θαυματουργική χάρη Του κι ἐκεῖ ζοῦν ἀκόμη καί τώρα μοναχοί πού διαπρέπουν στήν ἀρετή καί στήν ὁσιότητα τοῦ βίου), φυλάσσονται σάν ἱερό κειμήλιο τά ἅγια λείψανά του - ἀποδεδειγμένα μέ πατριαρχικά σιγίλλια καί βεβαιωμένα μέ θαύματα -, τῶν ὁποίων τήν ἰαματική χάρη πολλοί ἀπό πολλά μέρη καθημερινά τήν  λαμβάνουν καθώς τήν ἐπικαλοῦνται πρός δόξα Θεοῦ πού δοξάζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ἁγίους Του».   

«Βλάστημα τῆς Ἑλλάδος» ὁ ὅσιος Σεραφείμ,  μᾶς συγκαλεῖ σήμερα στή μνήμη του καί μᾶς παραθέτει πνευματικό τραπέζι. Ποιά τά ἐδέσματα τοῦ τραπεζιοῦ αὐτοῦ; Οἱ ἀρετές του, ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁ Χριστός τόν Ὁποῖο προβάλλει μέ τόν πιό ξεκάθαρο καί διαφανή τρόπο. Πού σημαίνει: τόν πλησιάζουμε καί νιώθουμε τόν Χριστό νά μᾶς ἀγκαλιάζει, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς κατακλύζει, τό ἄρωμα τῶν ἀρετῶν του νά μᾶς «σπάει» τή μύτη! Ὁ ὅσιος ἦταν καί εἶναι ἕνας «γνήσιος φίλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ», ὅπως κατεξοχήν βεβαίως ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι καί ὅσιοι. Κι ὁ ὑμνογράφος του ἔρχεται, μεταξύ πολλῶν ἄλλων προβολέων πού ρίχνει προκειμένου νά ἀναδείξει τό σπουδαῖο μέγεθος τῆς ὁσιότητάς του, νά μᾶς πεῖ: «Πληγώθηκες στήν ψυχή ἀπό τόν θεϊκό πόθο καί φωτίστηκες στή διάνοια ἀπό τό φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Πατέρα μας ὅσιε, ὁπότε σάν ἐλάφι διψασμένο, περιπολοῦσες στίς ἐρήμους καί βρῆκες τήν ἀείζωη πηγή. Γι’ αὐτό κι ἀφοῦ γέμισες ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό νάμα τῆς ἐγκράτειας, ἀναβλύζεις χωρίς σταματημό ἀπό τή σορό τῶν λειψάνων σου πηγές θαυμάτων σ’ αὐτούς πού τά προσεγγίζουν μέ πίστη. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς μαζευόμαστε στήν ἁγία μνήμη σου πνευματικά καί λέμε·  μή σταματήσεις  νά προσεύχεσαι ὑπέρ ἡμῶν πρός τόν Κύριο γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας» (δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ).

Τί ἐξαίσια ἡ εἰκόνα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνογράφος γιά νά ἀποδώσει τό ποιόν τῆς ἁγιότητας τοῦ Σεραφείμ! Ὁ ἅγιος τρέχει σάν διψασμένο ἐλάφι – μία εἰκόνα πού παραπέμπει στά ἁγιογραφικά καί στά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ψάχνει καί κυνηγάει νά βρεῖ τό πνευματικό νερό, τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ, γιατί γνώρισε αὐτήν τή χάρη, πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ του καί δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μέχρις ὅτου εὕρει τήν ἴδια τήν πηγή. Εἶναι γνωστή ἡ ἀλήθεια πώς μόνον ἐκεῖνος πού ἔχει δεχθεῖ τό βέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καί νά Τόν ἀναζητεῖ «ἄχρι θανάτου». Καί δέν ἡσυχάζει μέχρις ὅτου πράγματι Τόν συναντήσει πληρέστερα, κάτι πού αὐξάνει ἔτι πλέον τήν ἀναζήτησή Του. Τό νά βρεῖ κανείς τόν Χριστό σημαίνει ὅτι Τόν ἀναζητεῖ διαρκῶς (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης) – τί τέλος μπορεῖ νά ὑπάρξει στήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ! Ὁπότε ὁ ὅσιος Σεραφείμ, ἀφοῦ πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή καί φωτίστηκε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἤξερε ποιός εἶναι ὁ ἀδιάκοπος προσανατολισμός του! Εὑρισκόμενος ἔτσι στήν πορεία «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων» γινόταν καί ὁ ἴδιος μία ἄλλη πηγή, πού προχεόταν ἐν ἀγάπῃ στόν κόσμο ὅλον, εἴτε στή ζωή αὐτή εἴτε καί μετά τήν ὁσία του κοίμηση. Γι’ αὐτό καί τόν παρακαλοῦμε κι ἐμεῖς νά μή μᾶς  ξεχνάει στίς δεήσεις του πρός τόν Κύριο, πού θά πεῖ βεβαίως νά μήν ξεχνᾶμε ἐμεῖς νά τόν ἐπικαλούμαστε, ἀφοῦ ἐκείνου ἡ ἀγάπη εἶναι δεδομένη γιά ἐμᾶς.

ΑΠΙΣΤΗΣΕ, ΨΗΛΑΦΗΣΕ, ΚΗΡΥΞΕ

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας ὁ Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» ( Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.

05 Μαΐου 2022

Η ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΗ ΓΡΑΦΗ!

«Νεαρός φοιτητής που συνομίλησε με τον όσιο μεγάλο Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη, του ανέφερε κάτι και προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

- Παιδί μου, του είπε ο Γέροντας, η δικαιολογία δεν είναι γραμμένη στη Γραφή. Είναι άγνωστη η δικαιολογία στους αγίους. Δεν φταίνε οι άλλοι ούτε ο διάβολος. Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο εαυτός του, δεν είναι ο διάβολος. Μας κυριεύει ο εγωισμός μας. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του, είναι ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας ενώπιον του Θεού» (Μητρ. Αργολίδος Νεκταρίου, Αγίων Όρος, εκδ. Επιστροφή).

Είναι κοινή και σαφής η τοποθέτηση όλων των αγίων της Εκκλησίας μας ότι η δικαιολογία ως προσπάθεια συγκάλυψης της όποιας αμαρτίας ή αδυναμίας μας αποτελεί έκφραση εγωισμού. Ο εγωισμός μας που συνιστά την ουσία της αμαρτίας είναι εκείνος που αντιδρά και προσπαθεί να δικαιολογήσει όποια παρέκκλισή μας από τον νόμο του Θεού ή όποιον έλεγχο και παρατήρηση μπορεί να υποστούμε λόγω κάποιας αβλεψίας και κακής ενέργειάς μας. Η αντίδραση μάλιστα του εγωισμού μας φτάνει στο απώγειό του όταν νιώθουμε ότι υφιστάμεθα παρατήρηση για κάτι που για εμάς είναι καλώς τελεσμένο. Τότε νιώθουμε ότι μας «πνίγει το δίκιο μας» κι ότι ο άλλος που μας αμφισβητεί είναι ο εχθρός μας. Λογισμοί ύβρεως και τάσεις εκδικητικότητας πάνε να καταλάβουν τον εσωτερικό μας κόσμο, ενώ η πρώτη αντίδρασή μας είναι η ταραγμένη δικαιολογία μας προκειμένου να κρατήσουμε «καθαρό» το είδωλο του εαυτού μας.

Δυστυχώς τον εγωισμό αυτό ως δικαιολόγηση του εαυτού μας τον επισημαίνουμε ακόμη και στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Εξομολογούμαστε πράγματι τις αμαρτίες μας, αλλά αμέσως σπεύδουμε να «αποκαταστήσουμε» την «κακή» εικόνα του εαυτού μας στα μάτια του πνευματικού, επιστρατεύοντας όλων των ειδών τις δικαιολογίες, για να φτάσουμε στο κρυφό ακόμη και για εμάς συνήθως ζητούμενο: αμαρτήσαμε, αλλά κατ’ ανάγκην! Δεν γινόταν αλλιώς! Το πέπλο που απλώνουμε για να σκεπάσουμε τη γύμνια και την αδυναμία μας είναι πράγματι «μεγαλειώδες». Πέπλο βέβαια που τελικώς καλύπτει τα μάτια μας για να μη βλέπουμε την πραγματικότητα του εαυτού μας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβεβαίωση του πόσο πονηρά κινείται ο εγωισμός μέσα μας, του πόσο η αμαρτία δηλαδή βρίσκει χίλιους τρόπους για να έχει το πάνω χέρι, έστω και εκεί που αντικειμενικά λειτουργεί η μετάνοια! Οπότε με πολύ ανάγλυφο τρόπο καταλαβαίνουμε γιατί η δικαιολογία εκφράζει και υπηρετεί τον εγωισμό μας. Διότι πίσω από αυτήν υποκρύπτεται η πίστη στο μεγαλείο(!) του εαυτού μας, ο εαυτός μας με όλα τα κρυμμένα ή φανερά πάθη του βρίσκεται στον θρόνο του είναι μας, η δικαιολογία λοιπόν συνιστά το λιβανωτό για τον πραγματικό θεό μας, το αυτο-είδωλό μας!

Δεν μας παραξενεύει έτσι το γεγονός ότι η δικαιολογία πια συνυπάρχει με την κατάκριση, το ρίξιμο της όποιας ευθύνης στους άλλους που μας «παρασύρουν», ακόμη και στον ίδιο τον διάβολο! «Αμάρτησα», λέει ο πιστός, «αλλά ο διάβολος με έσπρωξε»! Ό,τι συνέβη με άλλα λόγια και στους προπάτορές μας στη διαδικασία της πτώσης τους στην αμαρτία – η άρνηση να επωμιστούν την ευθύνη της πράξεώς τους και η μετάθεση της ευθύνης στους άλλους: ο Αδάμ στην Εύα, η Εύα στον όφι-διάβολο – το ίδιο κάνουμε δυστυχώς τις περισσότερες φορές και εμείς, αποκαλύπτοντας και τη νηπιακή συμπεριφορά μας. Στα νήπια και τα μικρά παιδιά δεν βλέπουμε συνήθως αυτήν την τρομοκρατημένη αντίδραση του εγωισμού, ότι «δεν φταίω εγώ» ή «δεν το έκανα εγώ»; Εγωισμός, δικαιολογία, ψέμα συνήθως βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Και στα μεν παιδιά, δικαίως: είναι υπό διαμόρφωση ο χαρακτήρας τους. Στους μεγάλους και ενήλικους όμως;

Ο άγιος Εφραίμ λοιπόν με ελάχιστα λόγια αποκαλύπτει το βάθος της πληγής του ανθρώπου, εν προκειμένω στον νεαρό φοιτητή: «ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο εαυτός του. Μας κυριεύει ο εγωισμός μας». Για να σημειώσει ότι στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει πουθενά η προτροπή για τη δικαιολογία του εαυτού μας, όπως και δεν τη βλέπουμε πουθενά σε κανέναν άγιό μας. Το μόνο που υπάρχει ως δρόμος αγιασμού είναι η ανάληψη των ευθυνών μας, η αναγνώριση των αμαρτιών μας, η πεποίθηση ότι εμείς αποκλειστικά είμαστε οι αίτιοι για ό,τι κακό κάνουμε. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη των αρετών, η ταπείνωση, έχει ως κύριο γνώρισμά της την αυτομεμψία, τον έλεγχο και την καταδίκη του εαυτού μας, γι’ αυτό και όπου υπάρχει η αρετή αυτή εκεί λειτουργεί και η σωτήρια μετάνοια, ενώ όπου υφίσταται η δικαιολογία εκεί δεν υπάρχει ούτε καν η οσμή της μετάνοιας και της ταπείνωσης. Μόνο σε μία περίπτωση όχι μόνο γίνεται αποδεκτή η δικαιολογία, αλλά και επιβάλλεται: όταν δικαιολογούμε τους άλλους, βρίσκοντας ελαφρυντικά για την όποια κακή και αμαρτωλή συμπεριφορά τους. Η στάση μας αυτή εκφράζει την αληθινή αγάπη μας και στοιχεί στη στάση του ίδιου του Δημιουργού μας, ο Οποίος ευρισκόμενος πάνω στον Σταυρό μάς δικαιολογούσε ενώπιον του Πατέρα Του: «Πατέρα, συγχώρησέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν»!

Εύκολα πράγματα; Τρομακτικά δύσκολα! Διότι ακριβώς προϋποθέτουν, όπως λέγει ο άγιος, την υπέρβαση του εαυτού μας, τη νίκη μας απέναντι στον μεγαλύτερο εχθρό μας. Κι η υπέρβαση αυτή γίνεται μόνον εν Χριστώ. Ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο βαπτισμένος και χρισμένος στο όνομά Του, ως μέλος Χριστού αγωνίζεται τη ζωή Εκείνου να φανερώνει, που σημαίνει να αίρει την αμαρτία και τη δική του και των άλλων και να αγκαλιάζει τους πάντες μέσα στο πλαίσιο της ανιδιοτελούς αγάπης του. Πρόκειται για τον όσιο Εφραίμ κυριολεκτικά για ένα μαρτύριο, κατά το «δος αίμα και λάβε Πνεύμα», το οποίο κάνει τον άνθρωπο να είναι «ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας ενώπιον του Θεού».

ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΦΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΑΛΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (απόστ. Αίνων).

(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).

Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.

Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός  την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).

Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή  λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΗ

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη άθλησε κατά τον 4ο αιώνα.  Ήταν θυγατέρα του Λικινίου, που ήταν βασιλιάς κάποιου μικρού βασιλείου, και της Λικινίας. Καταγόταν από την πόλη Μαγεδών και αρχικά ονομαζόταν Πηνελόπη. Όταν η Αγία έγινε έξι ετών, ο πατέρας της Λικίνιος την έκλεισε σε ένα πύργο και ανέθεσε την διαπαιδαγώγησή της σε κάποιον γέροντα, ονόματι Απελλιανό, ο οποίος και έγραψε τα υπομνήματα του μαρτυρίου αυτής.

Μια νύχτα η Ειρήνη είδε το εξής όραμα: μπήκε στον πύργο ένα περιστέρι κρατώντας με το ράμφος του κλαδί ελιάς, το οποίο και άφησε επάνω στο τραπέζι. Επίσης, μπήκε και ένας αετός μεταφέροντας στεφάνι από άνθη, το οποίο τοποθέτησε και αυτός επάνω στο τραπέζι. Έπειτα μπήκε από άλλο παράθυρο ένας κόρακας, ο οποίος έβαλε επάνω στο τραπέζι ένα φίδι. Το πρωί που ξύπνησε απορούσε και σκεπτόταν τι άραγε να σημαίνουν αυτά που είδε. Τα διηγήθηκε λοιπόν στον γέροντα Απελλιανό και εκείνος τα ερμήνευσε ως προάγγελμα των στεφάνων της δόξας και του μαρτυρικού τέλους αυτής μετά τη βάπτισή της.

Στο Χριστιανισμό ελκύσθηκε από κάποια κρυπτοχριστιανή νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και είχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαίνιδα της θυγατέρας τους. Ένας ιερεύς, ονόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφά τη νεαρή ηγεμονίδα και τη μετονόμασε Ειρήνη.

Το γεγονός δεν άργησε να πληροφορηθεί ο πατέρας της Λικίνιος, όταν μάλιστα η Αγία Ειρήνη συνέτριψε τα είδωλα της πατρικής της οικίας ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την πίστη της στον Χριστό. Για τον λόγο αυτό διέταξε να τη δέσουν στα πόδια ενός άγριου αλόγου, να τη σκοτώσει με κλοτσιές. Αλλά από θαύμα το άλογο στράφηκε εναντίον του και σκότωσε αυτόν. Τότε επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εκεί παρευρισκομένων ανθρώπων. Αλλά η Ειρήνη τους καθησύχασε με τα λόγια του Χριστού: «όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει» (Μαρκ. θ΄ 23). Και πράγματι, με θαυμαστή πίστη προσευχήθηκε και ο πατέρας της σηκώθηκε ζωντανός. Τότε, οικογενειακώς όλοι βαπτίστηκαν χριστιανοί. Στη συνέχεια έπαθε πολλά από τους Πέρσες και τους βασιλείς αυτών Σεδεκία και Σαπώριο Α'.

Έπειτα η Αγία Ειρήνη πήγε στην Καλλίπολη του Ελλησπόντου, όπου βασίλευε ο Νουμεριανός. Εκεί παρουσιάσθηκε σε αυτόν και ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Οι ειδωλολάτρες την έκλεισαν διαδοχικά σε τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Το τρίτο όμως βόδι, τη στιγμή που βρισκόταν εντός του η Μεγαλομάρτυς, όλως παραδόξως κινήθηκε, ενώ ήταν άψυχο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στη συνέχεια αυτό σχίσθηκε και βγήκε από μέσα του η Αγία εντελώς αβλαβής από την κόλαση της πυράς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην πίστη του Χριστού χιλιάδες ψυχές. Στην πόλη Μεσημβρία της Θράκης η Αγία Ειρήνη θανατώθηκε, αλλά με τη δύναμη του Θεού αναστήθηκε και είλκυσε στην πίστη τον διοικητή και ολόκληρο το λαό. Τέλος, η Αγία κατέφυγε μαζί με το δάσκαλό της Απελλιανό στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου διέμεινε επιτελώντας πολλά θαύματα και τιμώμενη ως αληθινή ισαπόστολος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλη δράση μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως αυτής, το 315.

Στο Συναξάρι της αναφέρεται ότι στην Έφεσο η Αγία βρήκε μία λάρνακα, στην οποία δεν είχε ως τότε ενταφιασθεί κανένας, μπήκε μέσα σε αυτήν και κοιμήθηκε με ειρήνη. Πριν δε από την κοίμησή της η Αγία Ειρήνη είχε δώσει εντολή να μην μετακινήσει κανένας την ταφόπετρα, με την οποία θα σκέπαζε τη λάρνακα ο δάσκαλός της Απελλιανός, προτού περάσουν τέσσερις ημέρες. Μετά όμως από δύο ημέρες επισκέφθηκαν τον τάφο ο Απελλιανός και οι άλλοι, οι οποίοι είδαν ότι η ταφόπετρα ήταν σηκωμένη και η λάρνακα κενή.

Κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά ενώ κατά το Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β', η Αγία Ειρήνη τελειώθηκε μαρτυρικά δι' αποκεφαλισμού” (Από το ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί προτεραιότητα στην ακολουθία της αγίας να εξηγήσει την αλλαγή του ονόματός της από Πηνελόπη σε Ειρήνη. «Ο ίδιος ο Χριστός σε ονόμασε Ειρήνη. Διότι πρώτον, έμοιασες σε Εκείνον που είναι η ίδια η ειρήνη και δεύτερον, δίνεις την ειρήνη της ψυχής σε όλους εκείνους που επιτελούν τη μνήμη  και προστρέχουν με ύμνους και ωδές πνευματικές στον θείο ναό σου, με το δεδομένο της μεγάλης παρρησίας που έχεις ενώπιον της Τρισηλίου Θεότητος, ώστε να πρεσβεύεις γι᾽ αυτούς» (απολ.). Το ίδιο βλέπουμε και στο κοντάκιο της εορτής: «Από τον Θεό έλαβε η νύμφη Χριστού την ονομασία που έχει ο Ίδιος. Διότι άγγελος Θεού ήλθε και την ονόμασε από Πηνελόπη σε Ειρήνη».

Είναι περιττό να τονίσουμε ότι ο άγιος υμνογράφος επιμένει ότι εκείνο που ερμηνεύει την κατά Χριστόν ζωή και πολιτεία της όπως και τα μαρτύριά της, είναι ο θερμός έρωτάς της προς τον Κύριο και η προσήλωσή της προς εκείνα που ο Ίδιος υποσχέθηκε για εκείνους που Τον αγαπούν. Το έχουμε επισημάνει και άλλοτε, και όχι μία μόνο φορά: στη χριστιανική πίστη αν βγάλει κανείς το στοιχείο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό, ως το βασικό κίνητρο κάθε αγίου - ό,τι με άλλα λόγια ζήτησε ο Ίδιος από τους πιστούς Του: «εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει» - σταματά η χριστιανική πίστη να είναι αυτή που ξέρουμε. Εκπίπτει σε κάτι άοσμο και άγευστο, σε κάτι από το οποίο ελλείπει η ίδια η ζωή. «Θέλχθηκες από τον έρωτα του Χριστού και μίσησες τους θεούς των ειδωλολατρών και τα άψυχα ξόανα, Ειρήνη ένδοξη, και παρουσιάστηκες πολύ φανερά σ᾽αυτούς που σε έβλεπαν ως στήλη θεογνωσίας». «Υπέμεινες, πανεύφημη, την ορμή της φωτιάς που κατέφλεγε τα πάντα και όλα τα ξεσχίσματα του σώματος, γιατί ήσουν προσηλωμένη σ᾽εκείνα που υποσχέθηκε και προετοίμασε ο Ιησούς γι᾽ αυτούς και μόνον που Τον αγάπησαν και Τον πόθησαν σαν τον ωραιότατο νυμφίο των ψυχών τους» (στιχηρά εσπερινού). «Πυρπολήθηκες, πανσέβαστη, βρέφος ακόμη από τον έρωτα του νυμφίου Χριστού και έτρεξες σαν ελαφίνα που διψάει, στις αιώνιες πηγές» (οίκος κοντακίου).

Ο υμνογράφος, βλέποντας το πλήθος των ανθρώπων που πίστευαν στον Χριστό λόγω της καρτερίας της αγίας στα βάσανα που περνούσε και λόγω των υπερλίαν θαυμαστών που γίνονταν στη ζωή της, δεν μπορεί παρά να επισημάνει έκθαμβος ότι τελικά η καρτερία της αυτή, αποτέλεσμα της χάρης του Θεού που ενίσχυε το ανδρειωμένο φρόνημά της (ωδή δ´),  ήταν εκείνη που κατεξευτέλισε όλους τους πιστούς της ματαιότητας και της αθεΐας. Με άλλα λόγια, όταν και ο μεγαλύτερος άθεος και υβριστής της πίστης προσκρούσει στον ογκόλιθο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό και της χάριν Αυτού θυσίας της ζωής, καταπίπτει και εξευτελίζεται ως προς την δική του μάταια πίστη. Ό,τι συνέβη δηλαδή με τους εχθρούς της πίστης μπροστά στην Εσταυρωμένη Αγάπη, τον Ίδιο τον Κύριο: κατέπεσαν και χάθηκαν,  το ίδιο συμβαίνει σε κάθε εποχή και μπροστά στους αγίους: χάνονται και καταπίπτουν, έστω κι αν προσωρινά φαίνονται να κυριαρχούν. Διότι ο λόγος της Γραφής είναι αψευδής και αιώνιος: «Αύτη η πίστις η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». «Η καρτερία σου στα βάσανα, Ειρήνη στεφανηφόρε, ξεφτέλισε αυτούς που πίστευαν στη ματαιότητα και την αθεΐα» (ωδή η´).

04 Μαΐου 2022

Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΘΑ ΣΕ ΓΙΑΤΡΕΨΕΙ!

Σε πνευματικό τέκνο του που του είπε ο όσιος Πορφύριος κάτι που αργότερα συμφώνησαν και οι γιατροί τόνισε: «Τώρα πρέπει να γεμίσεις την ψυχή σου με Χριστό, με θείο έρωτα, με χαρά. Η χαρά του Χριστού θα σε γιατρέψει. Όταν είσαι πολύ κουρασμένος, παίρνε για την αδυναμία σου και κανένα φάρμακο. Πρέπει να κάνουμε τη γενική εξομολόγηση, για να θεραπευτούν οι μυστικές πληγές της ψυχής σου. Αυτό θα δώσει πολλή χαρά και σε σένα και σε μένα». “Τα λόγια του μού έκαναν εντύπωση, ιδιαίτερα εκείνο το «η χαρά του Χριστού θα σε γιατρέψει». Πρώτη μου φορά άκουα για μία τόσο χαρμόσυνη προοπτική θεραπείας. Δεν επρόκειτο για μία θεραπεία από τις γνωστές, επρόκειτο για θεραπεία σώματος και ψυχής”» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Ι. Ησυχ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος).

Θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι ο άγιος Πορφύριος ήταν κατά των φαρμάκων. Πώς να είναι άλλωστε κατά της ιατρικής και των φαρμάκων εκείνος που διακονούσε δεκαετίες μέσα στην Πολυκλινική του αγίου Γερασίμου στο κέντρο της Αθήνας και σχετιζόταν με όλων των ειδικοτήτων τους ιατρούς; Είναι γνωστό δε ότι το ενδιαφέρον του για την Ιατρική ήταν πολύ μεγάλο, τόσο που αγόραζε βιβλία Ιατρικής προκειμένου να μαθαίνει τη συγκεκριμένη ορολογία για τις διάφορες παθήσεις και να μπορεί να διαλέγεται με τους ιατρούς και κάποιες φορές να τους βοηθάει με το διορατικό του χάρισμα. Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που πνευματικά του τέκνα ιατροί, ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου, σε δύσκολα προβλήματα που αντιμετώπιζαν για τη διάγνωση της πάθησης ενός ασθενούς, στον άγιο προσέφευγαν και ζητούσαν τη γνώμη του. Τα λόγια του μάλιστα στο συγκεκριμένο απόσπασμα το επιβεβαιώνουν: «όταν είσαι πολύ κουρασμένος, παίρνε για την αδυναμία σου και κανένα φάρμακο» - κάτι που έκανε βεβαίως και ο ίδιος, ο οποίος έπασχε από του κόσμου τις αρρώστιες!

Η στάση του όμως απέναντι στην ασθένεια ήταν αυτή που έχει καταλήξει βεβαίως και η ίδια η Ιατρική: την όποια ασθένεια πρέπει να τη βλέπουμε με καθολικό τρόπο, ως σύμπτωμα δηλαδή της ψυχοσωματικής υποστάσεως του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, κατά τη χριστιανική πίστη, δεν είναι ούτε μόνο σώμα ούτε μόνο ψυχή. Είναι σώμα και ψυχή μαζί, τα οποία είναι συνδεδεμένα με τέτοιο τρόπο που συνιστούν μία αδιαίρετη ενότητα. Γι’ αυτό και για την Εκκλησία ο θάνατος θεωρείται ένα μυστήριο – πώς χωρίζεται η ψυχή από το σώμα! Οπότε για τον άγιο Πορφύριο κάθε τι που συμβαίνει στο σώμα επηρεάζει την ψυχή, όπως και κάθε τι που συμβαίνει στην ψυχή επηρεάζει το σώμα. «Είναι μπλεγμένο το πράγμα» όπως συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας. Κι ασφαλώς ο άγιος πίστευε αυτό που η Εκκλησία μας πιστεύει, ότι δηλαδή η όποια ασθένεια αποτελεί καρπό της πεσμένης στην αμαρτία ανθρώπινης φύσεως. Ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο να πάσχει ούτε και να πεθαίνει – η αθανασία ήταν η προοπτική του ανθρώπου ως έκφραση της εν υπακοή και αγάπη σχέσεώς του με τον Δημιουργό του. Όμως η ανυπακοή του τελικώς στο θέλημα του Θεού έφερε στην τρεπτή και μεταβαλλόμενη φύση του ως αποτέλεσμα τη φθορά και τον θάνατο. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».

Ο Χριστός όμως που ήλθε, ως ο Θεός που σαρκώθηκε, αποκατέστησε τον άνθρωπο. Η πρόσληψη από Αυτόν της ανθρώπινης φύσεως υπήρξε η θεραπεία του ανθρώπου – με τον Χριστό καταργήθηκε το αίτιο των πληγών της ψυχής και του θανάτου, η αμαρτία, και ο άνθρωπος απέκτησε και πάλι τη δυνατότητα να βλέπει Θεού πρόσωπο. Ο πιστός στον Χριστό άνθρωπος, ενταγμένος διά του αγίου βαπτίσματος μέσα στο μυστικό σώμα του Χριστού την Εκκλησία ως μέλος Αυτού, μπορεί να κρατάει καθαρή την εικόνα του Θεού και να πορεύεται προς την ομοίωση Εκείνου. Θεραπεία του ανθρώπου σημαίνει έτσι αποκατάσταση της σχέσης του με τον Τριαδικό Θεό. Κάτω από την οπτική αυτή λοιπόν ο άγιος Πορφύριος θεωρούσε δεδομένη τη θεραπεία του ανθρώπου όσο αυτός εκτείνεται εν αγάπη προς τον Χριστό. Αγάπη προς τον Χριστό, δηλαδή τήρηση των αγίων εντολών Του, σημαίνει ενεργοποίηση της χάρης να είναι μέλος Εκείνου, γεγονός που αποκαθιστά όχι μόνο την ψυχή αλλά πολύ συχνά και το σώμα του ανθρώπου. Κι αν ο Κύριος κρατάει ασθενές το σώμα και δεν το θεραπεύει πάντοτε, τούτο γίνεται για το καλό του πιστού, γιατί του δίνει περισσότερες και μεγαλύτερες αφορμές πνευματικής προκοπής και αγιασμού του. «Σου αρκεί η χάρη Μου», απάντησε ο Κύριος στον απόστολο Παύλο, όταν εκείνος εξουθενωμένος από κάποια αρρώστια του Τον παρακάλεσε να τον θεραπεύσει. «Διότι η δύναμή Μου μέσα από την ασθένεια φτάνει στην τελείωσή της».

Και ναι μεν η αρρώστια έτσι γίνεται όχημα πνευματικής ανόδου και περιτύλιγμα της δυνάμεως του Θεού για τον άνθρωπο, όμως υπάρχουν φορές που και το σώμα το άρρωστο αποκτά με την αγάπη του Θεού την υγεία του, κάτι που και στο Ευαγγέλιο το βλέπουμε στα διάφορα θαύματα του Κυρίου αλλά και που το τόνιζε συχνά και ο μέγας Πορφύριος. Και στο τελευταίο αυτό επικεντρώνει στο παραπάνω απόσπασμα ο άγιος. «Αν γεμίζεις την ψυχή σου με Χριστό και θείο έρωτα και χαρά, τότε η χαρά του Χριστού θα σε γιατρέψει». Γιατί ακριβώς, όπως είπαμε, η δυναμική στροφή προς τον Χριστό οδηγεί σε εγκατοίκηση Αυτού μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, συνεπώς τον ομαλοποιεί ψυχικά και σωματικά φέρνοντάς τον στον δρόμο της απαρχής δημιουργίας του. Είναι αυτό που σημείωνε και σε άλλους αδελφούς: «Όταν ο άνθρωπος πορεύεται εν Χριστώ, τότε όλα τα συστήματά του βρίσκονται στην κανονική τροχιά τους και όλοι οι αδένες του εκκρίνουν αυτό που πρέπει» - ψυχή και σώμα λειτουργούν σωστά όταν ο άνθρωπος τα βρίσκει με τον Θεό εν Χριστώ. Έφτανε μάλιστα στο σημείο ο άγιος να αποκαλύπτει και το εξής καταπληκτικό: «Με την αγάπη προς τον Χριστό μπορεί κανείς να ελέγχει και τον ίδιο τον καρκίνο!» Και βεβαίως στοιχείο που ενισχύει καθοριστικά την ομαλοποίηση αυτή του ανθρώπου είναι η γενική εξομολόγηση που πρότεινε συχνά ο άγιος. Γιατί σ’ αυτήν συνειδητοποιεί ο πιστός κρυμμένες ή ξεχασμένες αμαρτίες του, οι οποίες τον ταλαιπωρούν συχνά εν αγνοία του. Πληγή λοιπόν η αμαρτία, Χριστός και αγιασμός η θεραπεία. Πράγματι, η πιο «χαρμόσυνη προοπτική θεραπείας».