21 Μαΐου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

Ο άγιος Κωνσταντίνος αποτελεί για πολλούς σκάνδαλο ως προς την αγιότητά του. Πώς είναι δυνατόν, ισχυρίζονται, ένας βασιλιάς που κατ᾽ ανάγκην έκανε πολέμους, έδινε διαταγές για εξολοθρεύσεις αντιπάλων του, ακόμη και δικών του ανθρώπων όταν νόμιζε ότι του εναντιώνονται, να γίνει τελικώς άγιος και να τιμάται ως άγιος από το πλήρωμα της Εκκλησίας; Το ερώτημα όμως πρέπει να επεκταθεί: πώς είναι δυνατόν ο απόστολος Παύλος να είναι άγιος και να θεωρείται ο μέγιστος των αποστόλων, όταν στη ζωή του και αυτός προέβη σε πολλές πράξεις βίας, τόσο που και μόνο το όνομά του λειτουργούσε για τους πρώτους χριστιανούς ως συνώνυμο της απειλής και του φόνου; Κι όχι μόνο ο Παύλος, αλλά και πολλοί άλλοι από τους αγίους της πίστεώς μας. Τι αγνοούν ή δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους όσοι επιφυλάσσονται για την αγιότητα του μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και των υπολοίπων που χρησιμοποίησαν βία; Τη δύναμη της μετανοίας, πολύ περισσότερο όμως τη θέληση του ίδιου του Θεού. Διότι - για να επικεντρώσουμε στον ισαπόστολο άγιο -  ο Κωνσταντίνος ό,τι επιτέλεσε ως πράξη βίας το επιτέλεσε όσο δεν ήταν χριστιανός, ή, μετά τη μεταστροφή του και ασφαλώς πριν από την οριστική ένταξή του στην πίστη διά του αγίου βαπτίσματος, μέσα στην άγνοιά του, ενώ ο ίδιος ο Θεός έδωσε πλούσια σημάδια της θέλησής Του για να είναι ο Κωνσταντίνος κοντά Του.

Η Εκκλησία μας δεν προβληματίστηκε καθόλου: με τα πνευματικά της κριτήρια, με τη διάκρισή της να βλέπει τι είναι εκ Θεού και τι όχι, όχι μόνο δέχτηκε ως γνήσια τη μεταστροφή του πρώτου στην αυτοκρατορία, αλλά τον χαρακτήρισε άγιο και ισαπόστολο, και αυτόν και τη μητέρα του Ελένη. Η υμνολογία μάλιστα της εορτής του αδιάκοπα τονίζει τα θεϊκά σημάδια της ξεχωριστής από τον Θεό κλήσης του. Και εν πρώτοις: την ιδιαίτερη δωρεά να δει τον τίμιο Σταυρό με το «τούτω νίκα», πριν από την κρίσιμη μάχη με τον καίσαρα Μαξέντιο. «Τύπον Σταυρού εν ουρανώ κατοπτεύσας, ήκουσας εκείθεν: ῾Εν τούτω νίκα᾽ τους εχθρούς σου» (δοξαστικό εσπερινού). Το γεγονός αυτό ο υμνογράφος το θεωρεί ως κλήση από τον Θεό να γίνει χριστιανός ο Κωνσταντίνος και το παραλληλίζει με την κλήση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος κλήθηκε από τον ίδιο τον αναστημένο Κύριο, όταν πορευόταν στη Δαμασκό να συλλάβει χριστιανούς. «Είδε τον τύπο του Σταυρού σου στον ουρανό και, όπως ο Παύλος, δέχτηκε την κλήση όχι από ανθρώπους ο μεταξύ των βασιλέων απόστολός σου, Κύριε» (απολυτίκιο). «Έλαβες την κλήση όχι από ανθρώπους αλλά όπως ο θεσπέσιος Παύλος απέκτησες αυτήν, ένδοξε Κωνσταντίνε ισαπόστολε, από τον Ουρανό, από τον Χριστό τον Θεό» (λιτή). Επειδή όμως ο Παύλος δεν υπήρξε βασιλιάς, οι ύμνοι της Εκκλησίας κάνουν και άλλον παραλληλισμό: συγκρίνουν τον Κωνσταντίνο με τον βασιλιά Δαυίδ, με την έννοια ότι όπως εκείνος χρίστηκε με λάδι βασιλιάς ως εκλεκτός του Θεού από τον προφήτη Σαμουήλ, έτσι και ο Κωνσταντίνος: «Έγινες νέος Δαυίδ στην πράξη, καθώς δέχτηκες από τον Θεό το λάδι της χρίσης ως σύμβολο εξουσίας της βασιλείας στο κεφάλι σου. Διότι ο υπερούσιος Λόγος και Κύριος  σε έχρισε με το Πνεύμα Του» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος υμνογράφος προσπαθεί να ερμηνεύσει την κλήση αυτή, η οποία συνιστά παραδοξότητα, κυρίως από το γεγονός ότι για πρώτη φορά βασιλιάς με τέτοια εξουσία στρέφεται υπέρ του χριστιανισμού: «Κωνσταντίνε, έλαβες το σκήπτρο από τον Θεό πρώτος εσύ ως βασιλιάς των Χριστιανών» (απόστιχα εσπερινού). Τι εξήγηση λοιπόν προσάγει για τη μεταστροφή του έχοντος την κοσμική εξουσία; Πρώτον, το γεγονός ότι η μητέρα του υπήρξε μία αγία. Από μία αγία βγήκε ένας άγιος. «Πράγματι, μακάρια η γαστέρα και αγιασμένη η κοιλία που σε βάστασε» (απόστιχα εσπερινού). Δεύτερο και κύριο όμως, το γεγονός ότι ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός προείδε  την καλή προαίρεση της καρδιάς του, την υπακοή που θα έδειχνε στην κλήση Του. «Ο βασιλιάς της δημιουργίας, προβλέποντας την ευπείθεια της καρδιάς σου, πάνσοφε, σε κυνηγάει να σε πιάσει με λογικό τρόπο, εσένα που κυριαρχείσο από την αλογία» (αίνοι).

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας αναφέρονται βεβαίως και στο γεγονός ότι ο άγιος Κωνσταντίνος βοήθησε την Εκκλησία στη στερέωση της ορθόδοξης πίστης της, όταν παρουσιάστηκαν ο αιρετικός Άρειος με τους ομόφρονές του και δημιούργησαν τεράστιο πρόβλημα. Ο Κωνσταντίνος έδωσε τη δυνατότητα να συγκληθεί η Α´ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325), η οποία και απεφάνθη οριστικά και αμετάκλητα ως προς τη σχέση του Ιησού Χριστού με τον Θεό Πατέρα Του, δογματίζοντας το «ομοούσιον» Αυτού με Εκείνον. «Συνάθροισες, χωρίς να το περιμένει κανείς, τον μακάριο χορό των θεοφόρων Πατέρων, και μέσω αυτών, Κωνσταντίνε, στήριξες τις καρδιές όλων των πιστών που ταλαντεύονταν, ώστε να δοξολογούν τον Λόγο Χριστό ως ομότιμο και σύνθρονο με τον Πατέρα» (ωδή ς´).

Η υμνολογία της Εκκλησίας βεβαίως δεν προβάλλει μόνον τον άγιο Κωνσταντίνο. Εξίσου προβάλλει και την αγία μητέρα του Ελένη, σημειώνοντας γι᾽ αυτήν, εκτός από την αγιότητά της,  αφενός τη σχέση της με τον τίμιο Σταυρό, αφετέρου τη διάθεσή της να κτίζει άγιους ναούς, κατεξοχήν στους αγίους τόπους. «Και στους τρόπους φιλόθεη και στις θείες πράξεις αξιοθαύμαστη υπήρξες, μακάρια» (ωδή δ´). «Φόρεσες σαν πορφύρα την αγάπη και την τέλεια συμπάθεια, γι᾽ αυτό και τώρα κατοικείς στα άνω βασίλεια»  (ωδή ε´). Η αγάπη της για τον Χριστό την έκανε να συνδεθεί ιδιαιτέρως με τον Σταυρό Εκείνου. Η αγία Ελένη, ως γνωστόν, υπήρξε εκείνη η οποία αποδύθηκε στον αγώνα ευρέσεως του Σταυρού. Και όντως, με ανθρώπινες ενέργειες και θεία υπόδειξη Τον βρήκε. «Κατεπείγετο από πόθο και αγάπη του Χριστού η μητέρα του γλυκυτάτου βλαστού, του Κωνσταντίνου, και με σπουδή έφθασε στην αγία Σιών, στον τόπο τον άγιο, στον οποίο σταυρώθηκε με τη θέλησή Του ο Σωτήρας μας, για τη σωτηρία μας. Εκεί, σήκωσε τον Σταυρό και με χαρά κραύγαζε: Δόξα σ᾽Αυτόν που μου δώρισε Αυτόν που είχα ελπίδα» (απόστιχα εσπερινού).  Στην ιστορία βεβαίως έμεινε η αγία Ελένη και για την οικοδόμηση πολλών ναών, ιδίως όπως είπαμε στους αγίους Τόπους. Ο άγιος υμνογράφος όχι μόνον σημειώνει την ξεχωριστή αγάπη της για τους αγίους αυτούς Τόπους, αλλά δίνει και τη φωτισμένη ερμηνεία του για τη δραστηριότητά της στην οικοδόμηση των ναών: η αγία δεν μπορούσε να μην αγαπά τους τόπους που περπάτησε και έπαθε ο Χριστός, αφού όλη την αγάπη και την ελπίδα της την είχε σ᾽ Εκείνον, οικοδομούσε δε ναούς, διότι η ίδια είχε κάνει την καρδιά της ναό του Θεού. «Κόλλησες από αγάπη στον Χριστό κι έθεσες όλην την ελπίδα σου σ᾽ Εκείνον, πάνσεμνε, γι᾽ αυτό και πήγες στους ιερούς τόπους Του, στους οποίους αφού σαρκώθηκε υπέμεινε ο υπεράγαθος τα άχραντα Πάθη» (ωδή γ´). «Με θείες πράξεις οικοδόμησες την καρδιά σου σε ναό του Θεού, Ελένη. Και ανοικοδομούσες γι᾽ Αυτόν ιερούς ναούς, όπου ως άνθρωπος υπέστη για χάρη μας τα άχραντα Πάθη» (ωδή ζ´).

Αν οι αρνητές του αγίου Κωνσταντίνου δεν πείθονται από όλες τις παραπάνω θεοσημείες: την θεόθεν κλήση του, την αγία σαν τον Δαυίδ και τον Σολομώντα βιοτή του, την αγωνία του για την ορθόδοξη πίστη – έστω κι αν κατά καιρούς παρασυρόταν λόγω άγνοιας από ορισμένους επιτήδειους - τουλάχιστον ας πεισθούν από τις θεοσημείες μετά τον θάνατό του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επισημαίνουν και τη διάσταση αυτή: ο τάφος του Κωνσταντίνου, όπως και της αγίας μητέρας του  βεβαίως, αναβλύζει θείες ακτίνες ιαμάτων παντοειδών και ενισχύει την πίστη των ανθρώπων. Πολλά τα θαύματα με άλλα λόγια που έγιναν, γίνονται και θα γίνονται σε όλους εκείνους που με πίστη επικαλούνται τα άγια ονόματα των θεοστέπτων αυτών και ισαποστόλων βασιλέων. «Ο τάφος όπου κείται το ιερό και τίμιο σώμα σου, Κωνσταντίνε, αναβλύζει θείες λάμψεις και φωτολαμπείς ακτίνες διαφόρων ιαμάτων πάντοτε σ᾽ αυτούς που προσέρχονται σ᾽αυτό, διώχνοντας το σκοτάδι και φωταγωγώντας με ανέσπερο φως αυτούς που σε δοξολογούν» (ωδή θ´). «Πέρασες άγια τη ζωή σου και κατασκήνωσες τώρα μαζί με τους αγίους, γεμάτη από αγιασμό και φωτισμό. Γι᾽ αυτό πάντοτε αναβλύζεις τους ποταμούς των ιαμάτων και εξαφανίζεις τα πάθη, μακάρια Ελένη, και ποτίζεις τις ψυχές μας» (ωδή θ´).

20 Μαΐου 2022

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ

«Ένας άγιος έλεγε: “Κύριε, κάνε με να βοηθήσω κι όχι να με βοηθήσουν. Κάνε με να αγαπήσω κι όχι να με αγαπήσουν. Κάνε με να κατανοήσω κι όχι να με κατανοήσουν”» (Όσιος Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης ή της Αριζόνας).

Ο μεγάλος Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας αναφέροντας σε κάποια ομιλία του την παραπάνω σύντομη προσευχή ενός μη κατονομαζομένου αγίου δίνει το στίγμα του ήθους κάθε αγίου της Εκκλησίας: ο άγιος ζητά από τον Κύριο τη χάρη να ζει την αληθινή αγάπη, όπως την απεκάλυψε ο Ίδιος πάνω στον Σταυρό. «Εκείνος έπαθεν υπέρ ημών» και σ’ αυτή τη θυσιαστική αγάπη Του καλεί κάθε πιστό Του, αν θέλει να βρίσκεται στην ακολουθία Του και σε συντονισμό μαζί Του. Ποια είναι η βασική και καίρια εντολή του Ιησού Χριστού; «Αγαπάτε αλλήλους». Ο ένας να αγαπάει τον άλλον, αλλά με τον τρόπο τον δικό Του: «καθώς ηγάπησα υμάς». Κι αυτό το «καθώς» σημαίνει θυσία του εαυτού μας προς χάρη του άλλου. «Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν δεν υπάρχει, ώστε ο καθένας να θυσιάσει τον εαυτό του για χάρη των φίλων του». Κι αυτό το ήθος του Κυρίου ναι μεν αποκαλύφθηκε περίτρανα επί του Σταυρού, αλλά όλη η βιοτή Του καθ’ όλη τη διάρκεια της επί γης παρουσίας Του ήταν η ίδια: «Δεν ήλθα να υπηρετηθώ, είπε, αλλά να υπηρετήσω και να προσφέρω τον εαυτό Του για να λυτρωθεί ο κόσμος». Κι ακόμη: «εγώ είμαι ανάμεσά σας ως υπηρέτης».

Ο Θεός μας με άλλα λόγια βρίσκεται συνεχώς σε μία ενεργητική κατάσταση απέναντι στους ανθρώπους, τους κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημένους, ο πόθος Του και η χαρά Του είναι να «εξέρχεται» προκειμένου να κατασκηνώνει στη δική μας ύπαρξη, ώστε εμείς να γινόμαστε δικές Του προεκτάσεις και δικά Του κατοικητήρια, συνεπώς ζητά και από εμάς να ζούμε στο αντίστοιχο με Εκείνον μήκος κύματος.  Κι αυτό θα πει: τον αληθινό εαυτό μας όπως μας έπλασε ο Θεός, τον βρίσκουμε όχι όταν αγωνιζόμαστε να διακρατήσουμε τα συμφέροντά μας και κάθε τι δικό μας, αλλά όταν όταν αποφασίσουμε να τον «χάσουμε» προσφέροντάς τον ως δώρο στον κάθε αναγκεμένο συνάνθρωπό μας. Είναι τα λόγια Εκείνου που επιβεβαιώνονται από κάθε πραγματικό άγιο: «Όποιος θέλει να σώσει τον εαυτό του θα τον χάσει, κι όποιος θα χάσει τον εαυτό του για χάρη μου θα τον βρει». Το ίδιο δεν βλέπουμε και στη γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτη; Ποια είναι η τελική προτροπή του Κυρίου; «γεγονέναι πλησίον», να γινόμαστε εμείς πλησίον του άλλου και όχι ο άλλος σε εμάς – ό,τι αιτείται στην προσευχή του ο άγιος που μνημονεύει ο όσιος Γέρων Εφραίμ: εγώ να βοηθώ, εγώ να αγαπώ, εγώ να κατανοώ. Κι όπως σημειώσαμε, ευρισκόμενοι τότε σ’ αυτήν την κατεξοχήν ενεργητική κατάσταση βρίσκουμε τον εαυτό μας, γιατί βρίσκουμε και συναντάμε τον Θεό μας. «Ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Γιατί όμως ο άγιος ζητά το ενεργητικό αυτό ήθος αγάπης από τον Θεό; Διότι βεβαίως μόνος του δεν μπορεί να το αποκτήσει. Είναι η πτώση στην αμαρτία που διέστρεψε όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις και τις κατέστησε ανίκανες για αληθινή αγάπη. Η μετά την πτώση «αγάπη» λειτουργεί μόνο ως εγωισμός, ο άνθρωπος της αμαρτίας αγαπά μόνο τον εαυτό του και «χαίρεται» μόνο με ό,τι είναι δικό του. Αλλά αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη αρρώστια, είναι η πιο «παραφυσική» κατάσταση του ανθρώπου. Κι ο Κύριος που ήλθε στον κόσμο και μας «ντύθηκε», μάς έδωσε ακριβώς τη χαρισματική αυτή πραγματικότητα: να μπορούμε να αγαπάμε σαν Εκείνον, γινόμενοι κι εμείς σαν Εκείνον. Τελικώς, κανείς άνθρωπος δεν βρίσκεται σε μεγαλύτερη ένταση και σε μεγαλύτερη ενεργητική κατάσταση από τον χριστιανό, τον συνεπή πιστό. Και για να το πούμε αλλιώς: ο πιστός αυτός λειτουργεί στον κόσμο ως ένας άλλος Χριστός, ως «εν σαρκί περιπολών Θεός».

Ο… «ΠΟΛΥΣΕΛΙΔΟΣ!»

Με την άκρη του ματιού του, καθώς συνομιλούσε με μία κυρία που του διεκτραγωδούσε τον πόνο της για το άρρωστο εγγονάκι της, τον είδε να μπαίνει στον ναό κάνοντας τον σταυρό του.

«Θεέ μου, βόηθα με!», έστρεψε νοερά το βλέμμα του ο ιερέας στον Ουρανό.

Ο μεσήλικας κύριος που επισκεπτόταν τον πνευματικό κάθε φορά που έφθανε στην Αθήνα από τα βορεινά της Πατρίδας, του προκαλούσε πάντοτε διπλά συναισθήματα: μεγάλο σεβασμό, γιατί επρόκειτο για αγωνιστή άνθρωπο, που πάλευε με την πίστη και επιζητούσε να βρίσκεται, όσο μπορούσε, πάνω στο θέλημα του Κυρίου· βαθιά λύπη, γιατί ενώ είχε τέτοια καλή διάθεση, ήταν μπλεγμένος μ’ έναν «ψυχαναγκασμό» και μία αρρωστημένη, θα έλεγε κανείς, στάση στην πνευματική ζωή, ώστε είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτόν θα πρότεινε ως παράδειγμα «φοβισμένης συνείδησης», αν του ετίθετο υποθετικά ποτέ ένα τέτοιο ζήτημα.

Ο ιερέας χαιρέτισε την κυρία, που απόσωσε τον πόνο της,  την ευλόγησε και στράφηκε στον μεσήλικα.

«Καλώς τον κ. Κώστα», είπε εγκάρδια, και τον αγκάλιασε για να τον ασπαστεί. «Καλό το ταξίδι;»

«Καλό, πάτερ, ευχαριστώ. Βρέθηκα για δουλειές στη μεγαλούπολη και πάλι, και είπα να σας επισκεφτώ, αν έχετε χρόνο και δεν έχετε αντίρρηση».

«Ανάψτε το κεράκι σας, κ. Κώστα, προσκυνήστε τις εικόνες και περάστε στο εξομολογητάρι.  Έρχομαι αμέσως».

Την τελευταία φορά που είχε έλθει ο άνθρωπος αυτός του Θεού, ο πνευματικός αφιέρωσε αρκετή ώρα για να τον κάνει να καταλάβει ότι η εξομολόγηση, ως το μυστήριο της μετανοίας, προϋποθέτει ακριβώς τη μετάνοια ως συναίσθηση των αμαρτιών του ανθρώπου, και την με ανδρεία και αγάπη στροφή προς τον Χριστό, ο Οποίος ακριβώς ήρθε για να «άρει την αμαρτία» του κόσμου.

«Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, κ. Κώστα, στην εξομολόγηση», του ‘χε πει. «Αναγνωρίζουμε τα λάθη και τις αστοχίες μας σύντομα, διαπιστώνουμε την απόκλισή μας δηλαδή από την αγάπη του Θεού, και Τον παρακαλούμε να μας δώσει τη δύναμη να είμαστε πάνω στις άγιες εντολές Του. Τα πολλά λόγια περικλείουν έναν καλυμμένο εγωϊσμό, γιατί κρύβουν από πίσω μία διάθεση δικαιολόγησης των πονηριών μας και των παθών που μας ταλαιπωρούν. Δεν το θέλει αυτό ο Θεός, αδελφέ μου. Όπως έχει πει κάποιος σπουδαίος και άγιος πνευματικός της εποχής μας, σε τρία λεπτά μπορεί να πει κανείς τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Θέλει προσοχή, λοιπόν. Και μάλιστα, θέλει προσοχή στις σαρκικές λεγόμενες αμαρτίες. Εκεί δεν χρειάζεται πολλή πολλή ανάλυση, γιατί είναι σαν να μας παγιδεύει ο Πονηρός για να ασχολούμαστε και πάλι με αυτές».

Του είχε κάνει τις επισημάνσεις αυτές, γιατί κάθε φορά ο μεσήλικας άνθρωπος ερχόταν αγχωμένος και θλιμμένος, κρατώντας ένα «πακέτο» από γραμμένα φύλλα - με έκθεση κάθε λεπτομέρειας από τη ζωή του - που κάποια φορά επειδή τις έδωσε στον ιερέα και για το σπίτι του, τις βρήκες εξήντα σελίδες τον αριθμό.

Έδειξε ότι κατάλαβε ο κ. Κώστας. Υποσχέθηκε ότι θα είναι πιο σύντομος από την επόμενη φορά.

«Κι όχι μόνο ότι δεν είναι σωστό για τους λόγους που σας είπα, κ. Κώστα, αλλά και για το ότι ταλαιπωρούνται και οι άλλοι χριστιανοί, που ιδιαιτέρως τις μεγάλες εορτές περιμένουν πολλές ώρες για να έρθει η σειρά τους. Τους προκαλούμε, κι εσείς κι εγώ, να αμαρτάνουν περισσότερο λόγω της αγανάκτησής τους».

Ο πνευματικός έβαλε το πετραχήλι του, είπε μερικές προσευχές επικαλούμενος τη χάρη του Θεού επί τον εξομολογούμενο, και περίμενε  την εξομολόγηση.

«Πάτερ, θα μου επιτρέψετε, για να μην καθυστερήσω, να… σας διαβάσω αυτά που έχω να πω. Αν δεν τα πω έτσι, δεν θα νιώθω ότι εξομολογήθηκα. Θα νιώθω ότι κάτι παρέλειψα».

«Τι είπαμε, κ. Κώστα; Πάλι τα ίδια; Θυμηθείτε όμως, σας παρακαλώ,  ότι δεν λέμε ό,τι ζήσαμε από την καθημερινότητά μας, αλλά αυτά που αποτελούν τις αμαρτίες μας. Αυτά που σχετίζονται δηλαδή με τον εγωϊσμό μας, τη φιληδονία μας, τη φιλαργυρία μας, την υπερηφάνεια μας, ό,τι είναι έλλειμμα της αγάπης μας.  Λοιπόν, κ. Κώστα;»

Ο μεσήλικας κοντοστάθηκε. Με άγχος τράβηξε με προσοχή ένα διπλωμένο πακέτο από την τσέπη του και το άνοιξε.

Ο παπάς είδε και «τρόμαξε»!  Ήταν ένα παρόμοιο πακέτο, ίδιο μ’ εκείνο που του είχε δώσει τις προάλλες για το σπίτι!  Περίπου και πάλι εξήντα σελίδες…

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν": Δι' ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ

«῾Ο ἅγιος Θαλλέλαιος ἔζησε ἐπί βασιλείας τοῦ Νουμεριανοῦ (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.), καταγόταν ἀπό τόν Λίβανο, ὁ πατέρας του λεγόταν Βερούκιος καί ἡ μητέρα του Ρωμυλία, ἐνῶ σπούδασε τήν ἰατρική τέχνη. Συνελήφθη γιά τήν εἰς Χριστόν πίστη του στήν ῎Αζαρβο τή δεύτερη ἐπαρχία τῆς Κιλικίας, ἐνῶ ἦταν κρυμμένος σ᾽ ἕναν ἐλαιῶνα. ῾Οδηγεῖται τότε στόν ἄρχοντα Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καθώς δέν μπόρεσε νά τόν πείσει νά θυσιάσει στά εἴδωλα, διέταξε νά τρυπηθοῦν οἱ ἀστράγαλοί του καί νά κρεμαστεῖ μέ σχοινιά μέ κάτω τό κεφάλι. ᾽Ενῶ λοιπόν φάνηκαν οἱ ὑπηρέτες ὅτι ἐκτελοῦν τή διαταγή, ἀπό κάποια θεία δύναμη ἔχασαν τά μυαλά τους καί ἀντί τοῦ ἁγίου τρύπησαν ἕνα ξύλο καί τό κρέμασαν. Κτυπῶνται λοιπόν αὐτοί, διότι θεωρήθηκαν ὅτι ἐνέπαιξαν τόν ἄρχοντα. ῎Επειτα ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ριχτεῖ ὁ ἅγιος στή θάλασσα, ἀπό τήν ὁποία ὅμως βγῆκε ἀβλαβής, φορώντας ἔνδυμα λευκό. Μετά ἀπό αὐτά ρίχνεται στό στάδιο νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά θηρία, ἀλλά καί πάλι διέμεινε ἀλώβητος, ὁπότε τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι μέ ξίφος στήν ῎Εδεσσα τήν πόλη τῶν Αἰγαίων».

Νέο παλληκάρι ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔδειξε, ὅπως καί ἄλλοι βεβαίως μάρτυρες πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ πίστη στόν Χριστό ὑπερβαίνονται οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου τούτου καί ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ  ἰδίως στούς νέους ὁ κόσμος τῶν αἰσθήσεων. Κι αὐτό γιατί ἡ πίστη στόν Κύριο φωτίζει τόν νοῦ καί τίς φρένες τοῦ ἀνθρώπου, καθιστώντας τα τέλεια, ὥστε τό σῶμα νά ὑπακούει στόν φωτισμένο σάν ἥλιο νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ἰσορροπεῖ πορευόμενος πάνω στό θέλημα τελικῶς τοῦ Κυρίου. Κι ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος, τότε γίνεται πνευματικά ὑγιής καί ἰσορροπημένος, ἀλλά καθίσταται καί ὄργανο τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά καθοδηγεῖ καί τούς ἄλλους συνανθρώπους του, ἕνα εἶδος φωτός πού λύνει τά σκοτάδια πού δημιουργοῦν σέ κάθε ἐποχή τά διάφορα εἴδωλα. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἐπανειλημμένως  τονίζει τήν πραγματικότητα αὐτή. «῎Ησουν νέος στό σῶμα, ἀλλά τέλειος στίς φρένες, μάρτυς Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί ἔλαμψες σάν ἥλιος τίς ἀκτίνες τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά κάνεις πέρα σαφῶς τή ζόφωση τῆς ματαιότητας τῶν εἰδώλων» (ὠδή α´).

῾Η πνευματική αὐτή ὑγεία καί ἰσορροπία τοῦ ἁγίου Θαλλελαίου πού τόν καθιστοῦσε καί σωστό ἱεραπόστολο τοῦ Κυρίου ἦταν κατά τόν ὑμνογράφο μας ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού βρῆκε ὅμως συνεργό καί τή δική του θέληση. Εἶναι ἡ πιό γνωστή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά σχετιστεῖ καί νά συντονιστεῖ μέ τόν Θεό ἀπαιτεῖται βεβαίως πρωτίστως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καί δέν μᾶς ἀφήνει ποτέ σέ ῾ἡσυχία᾽- ἡ ὁποία ὅμως χάρη ἀπαιτεῖ καί τήν καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τό ῾ναί᾽ τό δικό του γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή μέσα στήν ὕπαρξή του. ῎Ετσι ὁ ἅγιος ὑποκινημένος ἀπό τόν Κύριο προσέβλεπε μόνο πρός Αὐτόν, σέ βαθμό τέτοιο πού δέν παρεξέκλινε καθόλου, ἔστω κι ἄν ὑφίστατο πάμπολλα μαρτύρια. «᾽Οχυρώθηκες ἀπό τήν εὐσέβειά σου καί δυναμώθηκες ἀπό τή χάρη τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ, Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί προχώρησες μέ γενναιότητα πρός τούς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου καί ἔλυσες τά ὀχυρά τοῦ ἐχθροῦ, παίρνοντας τή νίκη» (ὠδή α´). «᾽Αποσκοπώντας μόνο πρός τόν Κύριο πού σοῦ παρεῖχε τή νίκη, δέν παρεκτράπηκες ἀπό τήν ἀληθινή ὁμολογία, ἀθλητά, ἀλλά διέμεινες σταθερός, προκαλώντας ἔκπληξη καί στούς ἄφρονες» (ὠδή γ´).

Ἡ βοήθεια τοῦ ἀγίου ἀπό τή χάρη τοῦ Κυρίου, ἰδίως κατά τήν ὥρα τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων του, πραγματοποιεῖτο, κατά τόν ἅγιο ᾽Ιωσήφ, καί μέσω τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἀσκητική ἰδίως παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας ὅτι τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, κατά παραχώρηση ἀσφαλῶς ᾽Εκείνου, πολεμοῦν πλήθη δαιμόνων. Οἱ δαίμονες κυριολεκτικά ῾δαιμονίζονται᾽ ὅταν βλέπουν ἄνθρωπο νά ἐπιτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό καί προσπαθοῦν μέ πολλούς τρόπους, κυρίως μέ ὑποκίνηση τῶν δικῶν τους ῾ἀνθρώπων᾽, νά ὁδηγήσουν τόν ἅγιο σέ φόβο καί σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος ὅμως πάντοτε εἶναι μαζί μας. Οὐδέποτε μᾶς ἀφήνει ἀνυπεράσπιστους καί πλήν τῆς ἴδιας τῆς δικῆς Του παρουσίας στέλνει καί τούς ἀγίους ἀγγέλους Του πρός βοήθεια - ὅ,τι συνέβη μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μας πού τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ Του λίγο πρό τοῦ Πάθους ἄγγελος Τόν ἐνίσχυε. Θυμᾶται κανείς τόν νεαρό καλόγερο τοῦ Γεροντικοῦ πού φοβισμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν κατέφυγε σέ μεγάλο Γέροντα. Κι ἐκεῖνος τόν καθησύχασε, δείχνοντάς του ὅτι ναί μέν εἶναι ἀρκετοί οἱ δαίμονες, ἀλλά εἶναι πολύ λίγοι μπροστά στό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων πού τόν βοηθοῦν. «Κατατρόπωσες τίς φάλαγγες τῶν δαιμόνων, σοφέ, ἔχοντας ὡς συνεργούς τούς ἁγίους ἀγγέλους κατά τόν καιρό τῶν ἀγώνων σου» (ὠδή ς´).

Κι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει: μέσα στούς πειρασμούς ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔμοιαζε μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ἡ ὁποία ὅμως δροσιζόταν ἀπό τήν θεϊκή δρόσο, ἤ καί μέ τόν ἅγιο προφήτη Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κι ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τόν πειρασμό τῶν λιονταριῶν καί βγῆκε ἀλώβητος σάν κι αὐτόν. «Στεκόσουν στό μέσο τῆς φλόγας τῶν πειρασμῶν, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, ἔνδοξε, δεχόμενος ἀκριβῶς τή θεία δρόσο ἀπό τόν Θεό καί δοξολογώντας τόν ἐπί πάντων Θεό» (ὠδή ζ´). «Σάν ἄλλος νέος Δανιήλ ρίχτηκες ἀνάμεσα στά λιοντάρια, χωρίς νά βλαφτεῖς καθόλους ἀπό αὐτά, ἀθλοφόρε μάρτυς Θαλλέλαιε, λόγω τῆς θείας χάριτος»  (ὠδή ζ´). Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπισημαίνει μέ φωτισμό Θεοῦ ὅτι «συγχορεύουν μαζί μέ τούς πιστούς κατά τή μνήμη τοῦ ἁγίου ὅσιοι ἀθλητές, δῆμοι ἀγγέλων καί ἀποστόλων καί προφητῶν», ἐνῶ παρακαλεῖ τόν ἅγιο «νά μή παύσει νά πρεσβεύει γιά ὅλους μας» (ὠδή η´). 

19 Μαΐου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΡΟΥΣΗΣ, ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΑΚΑΚΙΟΣ, ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΑΙΝΟΣ

«Ο μέγας Πατρίκιος κατηγορήθηκε για την πίστη του στον Χριστό και οδηγήθηκε ενώπιον του επάρχου Ιουλίου. Αυτός προσπάθησε να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει με πολλούς τρόπους, προβάλλοντάς του ως επιχείρημα τα θερμά ύδατα που έβγαιναν από μία πηγή. Του είπε δηλαδή ότι αυτά θερμαίνονται από την πρόνοια των θεών και εκχέονται προς ευεργεσία των ανθρώπων. Ο άγιος μάρτυς απάντησε ότι πράγματι βγαίνουν τα θερμά ύδατα προς ευεργεσία, αλλά από τη δύναμη του Κυρίου Ιησού, ο Οποίος έταξε να υπάρχουν δύο τόποι: ο ένας γεμάτος από αγαθά όπου αναπαύονται οι Δίκαιοι, κι ο άλλος γεμάτος από σκοτάδι και φωτιά, όπου θα κατακριθούν οι αμαρτωλοί μετά την εκ νεκρών ανάστασή τους. Κι ακόμη, συνέχισε ο άγιος, ο Θεός έβαλε τη φωτιά σε όλη την κτίση και την ανέμιξε και στα άλλα στοιχεία αυτής. Και υπάρχει πάνω από το ουράνιο στερέωμα φωτιά και νερό, ενώ το ίδιο υπάρχει και κάτω από τη γη, απ’ όπου και αναδίδονται οι πηγές. Κι εκείνες οι πηγές που πλησιάζουν τη φωτιά εκχέουν θερμό νερό, ενώ οι άλλες που απέχουν από τη φωτιά εκχέουν ψυχρό. Τόνισε δε ο άγιος ότι η φωτιά κάτω από τη γη είναι το κολαστήριο των ασεβών ψυχών, το πιο κάτω δε από όλα νερό πήζει και γίνεται κρύσταλλο, που ονομάζεται Τάρταρος, όπου εκεί έλαχε να κατοικούν οι θεοί των ειδωλολατρών. Κι αφού του είπε πολλά και παρόμοια, πρόσταξε ο άρχοντας να ριχτεί μέσα στα θερμά νερά που ανέβλυζαν. Κι αντί να πάθει κάποια βλάβη ο άγιος, βλάφτηκαν περισσότερο αυτοί που τον έριξαν, ενώ ο ίδιος εξήλθε αβλαβής. Τότε ο άρχοντας διέταξε να θανατωθεί με ξίφος, οπότε μαζί με τον Ακάκιο, τον Μένανδρο και τον Πολύαινο αποτμήθηκαν οι κεφαλές τους. Τελείται δε η σύναξή τους στον Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου».  

Μπορεί να μην αντιστοιχούν επακριβώς οι αντιλήψεις του αγίου ιερομάρτυρος Πατρικίου με ό,τι η Εκκλησία μας διδάσκει περί κολάσεως και παραδείσου, όμως τονίζει την κεντρική αλήθεια ότι υφίσταται η κόλαση και ο παράδεισος και ότι το κριτήριο που διαφοροποιεί τους ανθρώπους για τη μία ή την άλλη κατάσταση είναι η πίστη τους στον Χριστό και ο σύμφωνος με τις άγιες εντολές Εκείνου τρόπος της ζωής τους. Πιστεύεις δηλαδή στον Χριστό και αγωνίζεσαι να προσαρμόζεις τη ζωή σου με ό,τι Εκείνος είπε; Τότε η σχέση σου με τον Θεό θα είναι θετική, γευόμενος την αγαθή παρουσία Του ως Παράδεισο. Διαγράφεις τον Χριστό και ζεις σύμφωνα με τα πάθη σου και τις δαιμονικές επιρροές; Τότε δυστυχώς η σχέση σου με τον Θεό θα είναι αρνητική, όχι γιατί Εκείνος δεν σε θέλει, αλλά γιατί εσύ ο ίδιος διαμόρφωσες την ύπαρξή σου έτσι ώστε να μην Τον… αντέχεις! Ποια τραγωδία και κόλαση μεγαλύτερη πράγματι υπάρχει από το να υφίστασαι την απειρία αγάπης Εκείνου, τον Οποίο εσύ φρόντισες στη ζωή αυτή να μισήσεις στο έπακρο με την εμπαθή ζωή σου;

Ο άγιος Πατρίκιος και οι συν αυτώ άγιοι, Ακάκιος, Μένανδρος, Πολύαινος, τιμώνται από την Εκκλησία μας και ευφραίνονται στην αγκαλιά του Κυρίου τους, διότι κόσμησαν τη στολή της ιερωσύνης τους με όλες τις χάρες του Θεού αγωνιζόμενοι στην πράξη των εντολών Του, ενώ όταν ήλθε η στιγμή της ομολογίας τους κατέστησαν ολόλαμπρη τη στολή αυτή με το αίμα του μαρτυρίου τους, γινόμενοι προπύργια αληθινά της χριστιανικής πίστεως (ωδή α΄) – βάθρα και στερεώματα της πίστεως γίνονται εκείνοι που δίνουν και το αίμα τους για χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού, ακολουθώντας επακριβώς Εκείνου τα ίχνη (ωδή δ΄).

Κι είναι περιττό να σημειώσουμε αυτό που ισχύει για όλους τους μάρτυρες και τους αγίους της Εκκλησίας μας: ποιητικό αίτιο της όλης αγίας διαγωγής του Πατρικίου και των συν αυτώ, και όσο ζούσαν και κατά τον χρόνο του μαρτυρικού τέλους τους, ήταν ο διάπυρος ζήλος τους υπέρ της πίστεως και της ευσεβείας. Κανείς ποτέ δεν αγιάζει, κανείς ποτέ δεν προκόπτει κατά Χριστόν, αν δεν νιώθει μέσα στην καρδιά του πόθο μεγάλο μέχρι θανάτου για Εκείνον και τα Εκείνου. Πρόκειται για το πιο καίριο στοιχείο που μας αποκάλυψε ο Ίδιος ο Κύριος: «εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου». Κίνητρο αδιάκοπο και παντοτινό για τον χριστιανό για να είναι και να παραμένει χριστιανός είναι η αγάπη. Αγάπη που φλογίζει όλη την ύπαρξη του ανθρώπου, σώμα και ψυχή, χωρίς να αφήνει περιθώρια χλιαρότητας ή πολύ περισσότερο ψύχους. Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης καταγράφει: «Ο θεηγόρος Πατρίκιος αφού πυρώθηκε από τον ζήλο της πίστεως, κατεμάρανε τη φλόγα της πλάνης» (ωδή γ΄).  

ΣΥΝΤΟΜΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

«Αλλά και τούτο φαίνεται ότι κάνει πολλές φορές ο Θεός. Βλέποντας ανδρείες ψυχές, επιτρέπει τους πολέμους ευθύς εξ αρχής, με την επιθυμία να τις στεφανώσει σύντομα» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. α΄, 41).

Είναι φορές που παραπονιέσαι ότι αντιμετωπίζεις στη ζωή σου δυσκολίες, δοκιμασίες, πειρασμούς, παραπάνω από τις δυνάμεις σου. Και μάλιστα εκ νεότητός σου. Μία δύσκολη αρρώστια προσωπική ή οικογενειακή, ένα ατύχημα, μία αποτυχία ενώ κάτι το ήθελες πάρα πολύ. Κι είναι οι στιγμές που νιώθεις ότι δεν αντέχεις, που πάει να κλονισθεί η πίστη σου γιατί ο Θεός σε εγκατέλειψε, όταν μάλιστα βλέπεις ότι η δοκιμασία διαρκεί.

Μην πιστέψεις τον λογισμό αυτό. Είναι ψεύτικος. Είναι του εχθρού που θέλει ακριβώς να σε καταβάλει για να σε φέρει στα δικά του δίχτυα και να σε κάνει υποχείριό του.

Στρέψου με ορμή στον Κύριο. Ζήτα του ενίσχυση και υπομονή. Έχοντας υπόψη σου ότι ποτέ ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει, γιατί η αγάπη Του είναι άπειρη και η Πρόνοιά Του για όλον τον κόσμο, κυρίως δε για τον άνθρωπο και μάλιστα τον πιστό, δεδομένη. Ο Κύριος δεν μας βεβαίωσε ότι «και αι τρίχες της κεφαλής υμών πάσαι ηριθμημέναι εισί»; Ο απόστολός Του θεόπνευστα δεν διεκήρυξε ότι «δεν πρόκειται να μας αφήσει να δοκιμασθούμε παραπάνω από όσο μπορούμε, και μάλιστα μαζί με τη δοκιμασία θα φέρει και τη διέξοδο»; Άρα ό,τι μας συμβαίνει είναι μέσα στα πλαίσια του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τον καθένα από εμάς: Εκείνος το επιτρέπει για το καλό μας.

Και πέραν αυτού: αν πράγματι πολλές και μαζεμένες δοκιμασίες σού έρχονται, γνώριζέ το χωρίς αμφιβολία: πρώτον, ο Κύριος σού ετοιμάζει σύντομα στεφάνια, και δεύτερον, σου δίνει ευκαιρία αυτογνωσίας:  να κατανοήσεις ότι έχεις ανδρεία ψυχή. Η γενναιότητα συνοδεύεται πάντοτε από τις προκλήσεις και τους πειρασμούς.

«Για τον λόγο που ο Θεός γνωρίζει, σε δοκιμάζει. Μπορείς να κρατήσεις αυτή τη θλίψη; (λέγει ο Κύριος). Μπορώ! Θα σου δώσω Χάρη. Δεν μπορείς; Κι αυτό που σου έδωσα, θα το αφαιρέσω. Εγώ δεν θέλω δειλούς ανθρώπους» (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης).

ΝΑ ΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΓΝΗΣΙΑ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Δοξαστικό αίνων Μεσοπεντηκοστής).

 (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η πίστη ως γνωστόν στον χριστιανισμό δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμαστε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών!