19 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΙΚΡΑΣΙΑ – Χώρα αγαπημένη κι αλησμόνητη

Εκατό χρόνια μνήμης (1922-2022)

(της πρεσβυτέρας Σοφίας Δορμπαράκη, φιλολόγου εκπαιδευτικού).  

 

«Κάθε Σεπτέμβρη νιώθω μια βαθιά θλίψη, ένα πόνο στην καρδιά μου∙ είναι ο καϋμός για τη χαμένη μου πατρίδα, ο πόνος της Μικρασίας», ακούγαμε τέτοιες μέρες τη γιαγιά Σοφία να μονολογεί, τη Μικρασιάτισσα γιαγιά μας από το Κορδελιό της Σμύρνης, που έζησε την καταστροφή του 1922 μικρό παιδί 11 χρονών και ήρθε πρόσφυγας με την οικογένειά της στην Ελλάδα μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες της Ιωνίας.

Κι εμείς τα εγγόνια της ακούγαμε από το στόμα της όχι παραμύθια με δράκους και νεράιδες, αλλά για τα σκληρά γεγονότα της κατάρρευσης του μετώπου, όταν στις 27 Αυγούστου του 1922 μπήκε ο τουρκικός στρατός του Νουρεντίν πασά στη Σμύρνη κι έσφαξε αδιάκριτα τους Έλληνες, πυρπόλησε την ελληνική κι αρμένικη συνοικία και άρπαξε τις περιουσίες των Ρωμιών. Και οι Ρωμιοί για να σωθούν έπεφταν στη θάλασσα και πνιγόντουσαν κάτω από τα βλέμματα των πληρωμάτων των πλοίων των συμμάχων, που κοιτούσαν αμέτοχοι το μακελειό, ενώ μπορούσαν να συγκρατήσουν τη θηριωδία των Τούρκων.

Μας μιλούσε για το μαρτύριο του Δεσπότη, του Χρυσοστόμου, κι ο λόγος της αποκτούσε μια σοβαρότητα κι ένα μεγαλείο, γιατί ο Δεσπότης αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, παρόλες τις προτάσεις που του έκαναν οι ξένοι για να σωθεί και μαρτύρησε φρικτά στα χέρια του άτακτου τουρκικού όχλου. 

 

Πόσο τα τραγικά γεγονότα εκείνου του Σεπτέμβρη μπλέκονταν με τις όμορφες αναμνήσεις της από την ξακουσμένη πατρίδα της! Γιατί είχε όμορφη πατρίδα η γιαγιά. Με μεγάλη ιστορία, περίλαμπρο πολιτισμό, ένδοξο παρελθόν. Καμάρωνε για τη γενέτειρά της, το όμορφο προάστιο της Σμύρνης, το Κορδελιό, με τις επαύλεις και την όμορφη προκυμαία, αλλά τη γοήτευε η πρωτεύουσα, η κοσμοπολίτικη Σμύρνη της, το κόσμημα της Ανατολής, με τα θέατρα, τα πολλά μαγαζιά, τις τράπεζες, την προκυμαία, το Και, τις όμορφες συνοικίες, την Ευαγγελική Σχολή, τον ναό της Αγίας Φωτεινής με το ψηλό καμπαναριό, τα γραφικά προάστια, Καρατάσι, Καραντίνα, Γκιοζ-Τεπέ, Κοκάρ-Γυαλί, Κορδελιό.

Το πρόσωπό της φωτιζόταν, όταν μας περιέγραφε την υποδοχή του ελληνικού στρατούς στις 2 Μαΐου 1919 και την απελευθέρωση της πατρίδας της. Ζούσε σαν σε όνειρο, γιατί όνειρο αιώνων ήταν για τους Μικρασιάτες η επανάκτηση της Μικρασίας, αλλά το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Έγινε φρικτός εφιάλτης όταν η Γκιαούρ-Ισμίρ, η «άπιστη Σμύρνη» τυλίχτηκε στις φλόγες και μαζί μ’ αυτήν χάθηκαν όλες οι Ιωνικές πόλεις. Αλάτσατα, Βουρλά, Αϊδίνι, Τεσμές, Αϊβαλί, πόλεις μαρτυρικές που έγιναν τόποι αφάνταστων ωμοτήτων.

Οι διηγήσεις της γιαγιάς ήταν η πρώτη μας επαφή με τον κόσμο της Ιωνικής γης, ζύμωσαν τα παιδικά μας χρόνια με την ιστορία αυτής της μακρινής χαμένης πατρίδας και, όταν μεγαλώσαμε, μελετήσαμε και μάθαμε περισσότερα για τα γεγονότα και τα πρόσωπα αυτής της τραγωδίας.

«Κάθε Σεπτέμβρη νιώθω ένα πόνο στην καρδιά μου…». Ο πόνος της γιαγιάς έγινε και δικός μας πόνος, όταν διαπιστώσαμε ότι η τραγωδία αυτή παρασκευάστηκε από εμάς τους ίδιους τους Έλληνες και οργανώθηκε χωρίς ντροπή, δίχως ίχνος ανθρωπιάς από τους λεγόμενους τότε συμμάχους μας. 

 

Η  δ ι χ ό ν ο ι α  στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία έφερε τον εθνικό διχασμό, χώρισε τους Έλληνες σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς και οδήγησε σε λανθασμένες επιλογές, σ’ εποχή που έπρεπε όλοι οι Έλληνες να είναι ενωμένοι σαν μια γροθιά, για να πετύχουν τους δύσκολους στόχους της Μεγάλης Ιδέας.

Από την άλλη, οι τότε σύμμαχοί μας, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί, μετά την εκλογική ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920, γύρισαν την πλάτη στους πρώην συμμάχους Έλληνες, υποστήριξαν ένθερμα τον Κεμάλ και τον ενίσχυσαν στρατιωτικά, υπηρετώντας κυνικά τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή εις βάρος των Ελλήνων.

Όλα αυτά και άλλα πολλά οδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή και στην πλήρη αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας με 700.000 νεκρούς στρατιώτες και αμάχους, χιλιάδες ομήρους, χιλιάδες αιχμαλώτους χωρίς γυρισμό, σφαγές, πυρπολήσεις και ξερίζωμα ενάμιση εκατομμυρίου Ελλήνων από τις προαιώνιες ρίζες τους στη Μικρά Ασία, Καππαδοκία, Πόντο, Ανατολική Θράκη.

Στα μέρη που τραγουδήθηκαν για πρώτη φορά τα ομηρικά έπη, εκεί που οι πρώτοι φιλόσοφοι προσπάθησαν να βρουν την αρχή των όντων, εκεί που πρωτογράφτηκε το Ευαγγέλιο στην ελληνική γλώσσα, εκεί που οι πατέρες της Εκκλησίας διατύπωσαν τα δόγματα της Ορθοδοξίας, εκεί που ξετυλίχτηκε το μεσαιωνικό έπος του Διγενή Ακρίτα, εκεί έπαψε να κτυπάει η ελληνική ψυχή. Η Ιωνία χάθηκε κάτω από τις φλόγες της Σμύρνης. 

 

Ο δρόμος της προσφυγιάς πικρός, με πολλές περιπέτειες, πολλές ταλαιπωρίες στην καινούργια πατρίδα μέχρι να βρουν οι πρόσφυγες μια μόνιμη στέγη. Οι πρόσφυγες που κατά χιλιάδες έφτασαν στην Ελλάδα, στεγάστηκαν στην αρχή κοπαδιαστά σε τσαντίρια, στους δρόμους, σε πλατείες, σε αποθήκες, σε σχολεία, σε εκκλησίες, ακόμα και μέσα στο κτίριο της Βουλής. Η Παλιά Ελλάδα των 5 εκατομμυρίων κατοίκων αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο δύσκολο έργο της υποδοχής 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων. Κι όμως το θαύμα έγινε, πράγμα που θεωρείται το μεγαλύτερο επίτευγμα του νεώτερου ελληνισμού. Με τη βοήθεια της Πολιτείας, του Ερυθρού Σταυρού, των φιλανθρωπικών οργανώσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αφομοιώθηκαν και αποκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες στις καινούργιες τους πόλεις: Ν. Ιωνία, Ν. Σμύρνη, Ν. Ερυθραία, Ν. Αρτάκη, Ν. Φιλαδέλεια, Ν. Παλάτια… είναι οι γειτονιές-αγκαλιές που δέχτηκαν τα πληγωμένα παιδιά της Ανατολής. 

 

«Τα πουλιά που το 800 π.Χ. είχαν πετάξει προς την Ανατολή και είχαν δημιουργήσει το θαύμα της Ιωνίας γύρισαν πληγωμένα πίσω στη φωλιά τους». 

 

Αυτά τα πληγωμένα παιδιά-πουλιά, οι πρόσφυγες, που μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης τον Ιανουάριο του 1923 κατακλύσανε την Ελλάδα, μπολιάσανε με το καινούργιο αίμα που φέρανε, με τον πολιτισμό, τις γνώσεις και τα ταλέντα τους, τον ελληνικό κορμό και είναι οι δημιουργοί της νέας Ελλάδας.

Έκαναν τον πόνο τους δημιουργία, τον καϋμό τους τραγούδι και αναδείχτηκαν το εκλεκτότερο κομμάτι του νέου Ελληνισμού.

Ενίσχυσαν πληθυσμιακά τη Μητροπολιτική Ελλάδα που έφθινε, κυρίως τη Μακεδονία και τη Θράκη, δημιούργησαν επιχειρήσεις και ανέπτυξαν το εμπόριο, τη ναυτιλία και τη βιομηχανία. Διακρίθηκαν στα Γράμματα, στις Τέχνες, στις Επιστήμες, στη Μουσική, στην Αγιότητα, συντελώντας αποτελεσματικά στην ανόρθωση αυτού του τόπου (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική). 

 

Και σήμερα, 100 χρόνια από τη μεγάλη αυτή απώλεια των αλησμόνητων πατρίδων, κάθε ανάμνηση, κάθε σκέψη, κάθε αναφορά σε αυτές, μοιάζει με ένα κερί άσβεστης μνήμης στον ματωμένο βωμό της θυσίας αυτών που έμειναν εκεί φρουροί των αγιασμένων μαρτυρικών χωμάτων, και συνάμα είναι μια υπόσχεση ότι πάντα θα ζει μέσα μας, ακριβό τζιβαϊρικό το πνεύμα και η ψυχή της Ιωνίας. 

 

(Σύντομη ομιλία σε εκδήλωση μνήμης των αναιρεθέντων υπό των Τούρκων πατέρων και αδελφών κατά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, στην Ενορία της Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως, την Κυριακή (18-9-2022) μετά την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΡΟΦΙΜΟΣ, ΣΑΒΒΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΔΟΡΥΜΕΔΩΝ

 

«Οι άγιοι τρεις αυτοί μάρτυρες έζησαν επί του Ρωμαίου αυτοκράτορος Πρόβου (278-282). Από αυτούς ο μεν Σαββάτιος βρέθηκε να παρίσταται κατηγορούμενος για τη χριστιανική του πίστη στην Αντιόχεια στον Βικάριο, οπότε αφού βασανίστηκε σκληρά και κλείστηκε στη φυλακή, μέσα στα βάσανα παρέδωσε το πνεύμα. Ο δε Τρόφιμος, αφού του έβαλαν σιδερένιες κρηπίδες σαν υποδήματα και τον εξόρισαν στην περιοχή των Συνάδων, βασανίστηκε εκεί σκληρά, μαζί με τον Δορυμέδοντα, ενώ στο τέλος τούς έκοψαν την κεφαλή».

 

Δεν είναι πολύ γνωστοί στο πλήρωμα της Εκκλησίας οι τρεις αυτοί άγιοι μάρτυρες, μολονότι με μεγάλη παρρησία και αυτοί ενώπιον του Κυρίου και Θεού μας. Κι αυτό γιατί εκείνο που καθόρισε τη ζωή τους, όπως συμβαίνει με όλους τους αγίους, μεγάλους θεωρουμένους ή μικρότερους, ήταν η θερμή σαν φωτιά αγάπη τους προς τον Θεό και η ολοκληρωτική στροφή τους  προς Εκείνον. «Φλέγονταν οι τρεις από αγάπη της σεβαστής Τριάδος», σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, όπως και ότι «καλλωπίζονταν με την ολοκληρωτική στροφή προς τον Θεό».  Γι’  αυτό και «μεγαλομάρτυρες» τελικώς χαρακτηρίζονται, ενώ τη ζωή και το μαρτύριό τους θαύμασαν ακόμη και οι άγιοι άγγελοι: «Των αγίων μαρτύρων τα έπαθλα, ουρανών αι Δυνάμεις εθαύμασαν». Στην πραγματικότητα, για μία ακόμη φορά οι μάρτυρες αυτοί γίνονται η αφορμή προκειμένου να δοξασθεί ο Κύριος, αφού το μαρτύριό τους υπήρξε συμμετοχή στο Πάθος του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Στα ίχνη Εκείνου βρέθηκαν οι άγιοι και με τη δύναμη Εκείνου άντεξαν όλα τα βάσανά τους. «Ιχνηλατούντες,  Μάρτυρες, του Χριστού τα παθήματα…πειρασμούς ηνέγκατε, γενναίω φρονήματι» και «σταυρού τη ισχύι κρατυνόμενοι». Από την άλλη, συγκινείται κανείς και από την ταπείνωση των αγίων αυτών, όχι μόνον με την έννοια ότι η αρετή αυτή χαρακτήριζε την πνευματική ζωή τους, αλλά και με την έννοια της «υποβάθμισής» τους ως αγνώστων στη συνείδηση των πιστών. Ποιος άγιος είπε ότι οι άγνωστοι  άγιοι είναι και οι μεγαλύτεροι ενώπιόν Του;

Ας αφήσουμε όμως τις εκτιμήσεις αυτές περί μεγάλου και μικρού αγίου  που ανάγονται στις βουλές του Θεού και ας φέρουμε στην επιφάνεια μία πολύ όμορφη εικόνα του εκκλησιαστικού ποιητή περί του αγίου Τροφίμου, κάτι που ισχύει βεβαίως και για όλους τους αγίους: «(Μάρτυς) Τρόφιμε,…τοις αίμασί σου, βηματίζων την γην καθηγίασας, εμπεριπατείς δε, χαρμονικώς τω Παραδείσω, σωτηρίαν ημίν εξαιτούμενος». Δηλαδή, περπατούσες, μάρτυς Τρόφιμε, και με το αίμα του μαρτυρίου σου αγίασες τη γη που πατούσες, ενώ τώρα στους χαρμονικούς περιπάτους σου στον Παράδεισο, ζητάς από τον Κύριο τη σωτηρία για εμάς. Ο υμνογράφος με τη στερεωμένη στην πίστη του Χριστού και της Εκκλησίας έμπνευσή του μάς ανοίγει τα μάτια και μας σεργιανίζει στο παρόν και στο παρελθόν του αγίου: ο άγιος χαίρει και αγάλλεται στο σεργιάνι του στον Παράδεισο, σεργιάνι μέσα στο φως και την αγάπη του Χριστού, που τον κάνει να μεσιτεύει διαρκώς για εμάς που ακόμη χειμαζόμαστε στον κόσμο τούτο. Αλλά για να φτάσει σ’  αυτήν τη μακαριότητα προηγήθηκε ο βηματισμός του στον κόσμο τούτο. Κι ο βηματισμός αυτός ήταν «μαρτύριον αίματος», και με τον πνευματικό αγώνα τηρήσεως των εντολών του Θεού και με τον αγώνα του σωματικού μαρτυρίου του. Ταυτοχρόνως όμως ο βηματισμός αυτός συνιστούσε και τον αγιασμό του κόσμου. Αυτή είναι η ευλογημένη παρουσία των αγίων: και όσο ζουν αγιάζουν τη γη που πατάνε, και μετά θάνατο μάς αγιάζουν με τις προσευχές τους.

18 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

«Ο άγιος Ευμένιος (που έζησε κατά τον 7ο αιώνα) από τη νεότητά του υπέβαλε τον εαυτό του  σε σκληρές πνευματικές ασκήσεις, τόσο που απέκτησε με τη χάρη του Θεού την άκρα ταπείνωση. Γι’  αυτό και η Εκκλησία του εμπιστεύτηκε την επισκοπή της κατά Γορτύνην εκκλησίας. Κάποτε, ο άγιος κατέφλεξε με λαμπάδες ένα φοβερότατο δράκοντα, που εφόρμησε εναντίον του. Από την Εκκλησία της Γορτύνης της Κρήτης πήγε στη Ρώμη, την οποία σαν πυρσός κατεφώτισε με τις θείες διδαχές του και κατέπληξε με το πλήθος των θαυμάτων του. Από εκεί κατέβηκε στη Θηβαϊδα της Αιγύπτου, την οποία, και χωρίς καν τη θέλησή του, την έσωσε από τη θλίψη της ξηρασίας. Εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο ειρηνικά, ενώ οι κάτοικοι της Θήβας έστειλαν στην πατρίδα του το άγιο σκήνωμά του. Ράξος μάλιστα είναι η ονομασία του τόπου που κατέχει το σεπτό σώμα του, όπως κατέχει ο ίδιος τόπος και το σεπτό σώμα του αγίου Κυρίλλου».

Ο όσιος Ευμένιος, το εκλεκτό αυτό τέκνο της Κρητικής γης, «ευτύχησε», μετά το οσιακό τέλος του, να βρει  τον αντάξιο υμνωδό του στο πρόσωπο του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου (9ος αι.). Κι εννοούμε βεβαίως ότι μάλλον εμείς οι πιστοί ευτυχήσαμε να έχουμε τη ζωή του «τραγουδισμένη» από τον μεγάλο αυτό εκκλησιαστικό ποιητή, ο οποίος μας άφησε πλήθος κανόνων και ακολουθιών, διότι ο όσιος Ευμένιος χαίρει και αγάλλεται εκεί που βρίσκεται, μέσα στη χάρη του Κυρίου, χωρίς να επηρεάζεται η χαρά του αυτή από το μεγαλύτερο ή μικρότερο ύψος των συντεθειμένων ακολουθιών γι’ αυτόν. Έτσι κι αλλιώς πάντως ο ποιητής απαρχής επικαλείται τον Κύριο να του δώσει τη χάρη Του, προκειμένου αυτά που θα πει για τον όσιο Ευμένιο να είναι αντάξια της αγιότητάς του: «Σπλαχνίσου, Κύριε, εμένα τον δούλο σου... ώστε με ύμνους να σε δοξάζω αδιάκοπα, όπως και να στέψω με ωδές τον πιστό σου δούλο σήμερα, τον πρόεδρο της Γορτύνης». Κι έχουμε την εντύπωση ότι αν ζούσε και σήμερα ο άγιος Ιωσήφ, θα προέκτεινε τον εγκωμιαστικό για τον όσιο Ευμένιο λόγο του και στα ομώνυμα με αυτόν «εκτυπώματά» του, τους αγίους Γέροντες, όσιο Ευμένιο του Νοσοκομείου των Λοιμωδών Νόσων Αττικής και Ευμένιο των Ρούστικων Ρεθύμνου Κρήτης. Η λυγερόκορμη και λεβεντογέννα και αγιοτόκος Κρήτη πρέπει σήμερα να ριγά από συγκίνηση για το σπουδαίο τέκνο της, τον όσιο Ευμένιο, αλλά και για τις αγιασμένες «προεκτάσεις» του, τους συγχρόνους αγίους Ευμενίους.

Δεν υπάρχει ο χώρος ούτε ο χρόνος προκειμένου να δούμε τις πολυποίκιλες διαστάσεις της χαρισματικής προσωπικότητας του οσίου Ευμενίου, όπως μας τις παρουσιάζει ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας. Δύο όμως σημεία αξίζουν ιδιαιτέρως της προσοχής μας.

Πρώτον: η εξήγηση που προβάλλει ο άγιος Ιωσήφ για να δείξει την αγιότητα του Ευμενίου. Είναι άγιος, διότι έγινε κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος. «Οίκος γέγονας Πνεύματος» τονίζει και όχι μόνον μία φορά. Διότι ο άγιος δεν είναι απλώς ο καλός άνθρωπος, όπως όλοι πια γνωρίζουμε, αλλά εκείνος που ενώθηκε με τον Θεό, που έγινε μέλος Χριστού και Εκείνος κατοικεί με τη χάρη Του στην ύπαρξη του ανθρώπου, και την ψυχή και το σώμα του. Είναι εκείνο που τονίζει ο απόστολος Παύλος, προκειμένου να κάνει τον χριστιανό να συνειδητοποιήσει το μεγαλείο που του χάρισε ο Χριστός: «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός εστι του εν υμίν αγίου Πνεύματος;» Και αλλού: «Ναός Θεού εστε ζώντος». Τέτοιος ναός άγιος υπήρξε και ο άγιος Ευμένιος. Ο υμνογράφος όμως αποκαλύπτει και τον τρόπο με τον οποίο ο όσιος έφτασε σ’  αυτό το σημείο: «θείοις ναοίς σχολάζων, Ιεράρχα, και σεπταίς μελέταις ωραϊζόμενος». Δηλαδή, έγινες ναός του αγίου Πνεύματος, Ιεράρχα, διότι ζούσες στους θείους ναούς και κοσμούσες τον εαυτό σου με τις μελέτες  του νόμου του Θεού. Κι είναι αλήθεια: κανείς δεν μπορεί να είναι σωστός χριστιανός, κατοικητήριο του Θεού, αν δεν αφιερώνει χρόνο στις συνάξεις της Εκκλησίας και στη μελέτη του λόγου του Θεού. Στην Εκκλησία ζει το μυστήριο της ένωσής του με τον Θεό, και ο λόγος του Θεού είναι εκείνος που φωτίζει τον νου του ανθρώπου. Ο υμνογράφος εξαγγέλλει εν προκειμένω ό,τι ετόνιζε και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δει σχολάσαι και γνώναι Θεόν». Θέλεις να γνωρίσεις τον Θεό, δηλαδή να είσαι ενωμένος μαζί Του; - αυτό σημαίνει γνώση Θεού στην Εκκλησία μας. Ένας είναι ο τρόπος: να αφιερώσεις χρόνο για Εκείνον. Το ίδιο λοιπόν με άλλα λόγια τονίζει και ο υμνογράφος.

Το δεύτερο σημείο στο οποίο επικεντρώνουμε την προσοχή μας από όσα ο ποιητής λέει, είναι η σύνεση του οσίου Ευμενίου. Κι είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα που αποκτά ο χριστιανός, όταν αρχίζει να βιώνει την ενοίκηση του Πνεύματος του Θεού μέσα στην ύπαρξή του. «Σύνεσιν έσχηκας, ως ειρηνεύσας εκ παθών όσιε, νουν και ψυχήν». Απέκτησες σύνεση, όσιε, επειδή ειρήνευσες από τα πάθη τον νου και την ψυχή σου. Με άλλα λόγια, η σύνεση στον άνθρωπο έρχεται, μόνον όταν αυτός με τη χάρη του Θεού υποτάξει τα πάθη του και συνεπώς αποκτήσει την ειρήνη του Χριστού. Καταλαβαίνουμε πόσο δυσεύρετη αρετή είναι η σύνεση, ιδίως στην εποχή μας, η οποία μαστίζεται από τις εντάσεις των παθών και την ταραχή που προκαλούν αυτά στην ψυχή και το σώμα του ανθρώπου. Δεν είναι εκτός πραγματικότητας η εκτίμηση ότι ζούμε σε μία εποχή πλήρους ανισορροπίας, κατά την οποία είναι δύσκολο, αν μη αδύνατο πολλές φορές, να βρεις έναν άνθρωπο συνετό, που θα μπορεί να βλέπει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις. Γι’ αυτό και η μόνη λύση είναι η προσφυγή μας στον Κύριο, τον χορηγό αυτής της χάρης, όταν βεβαίως και εμείς συνεργούμε προς αυτήν την κατεύθυνση με τον πνευματικό μας αγώνα. Ο άγιος Ευμένιος έρχεται σήμερα να μας υπενθυμίσει την πραγματικότητα αυτή και να μας σημάνει τη μετάνοιά μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

῾῞Ο δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ᾽ (Γαλ. 2, 20)

 ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος συχνά στίς ἐπιστολές του προβάλλει τά προσωπικά του βιώματα ἀπό τή σχέση του μέ τόν Χριστό προκειμένου νά διδάξει καί νά καθοδηγήσει τούς πιστούς στούς ὁποίους ἀπευθύνεται. Μία τέτοια  ἀλήθεια πού συνιστᾶ προσωπικό του βίωμα προβάλλει καί στήν ἐπιστολή του πρός Γαλάτας. Συνεχόμενος ἀπό τήν ἀγωνία γιά τή σωτηρία τους, μπροστά στόν κίνδυνο ἀλλοιώσεως τοῦ εὐαγγελίου ἀπό τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς, μαρτυρεῖ: ῾ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ᾽. Ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου.

 1. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής.  Ἡ ζωή πού ζεῖ τώρα, ἀφότου γνώρισε τόν Χριστό, εἶναι μία ζωή διαγραφῆς καί ὑπέρβασης τοῦ παρελθόντος. Μπροστά στή ζωή μέ τόν Χριστό πού εἶναι ὁ σκοπός ὅλων, τά πάντα, ἀκόμη καί τά πιο σημαντικά, θεωροῦνται ἕνα τίποτε. Θά τό πεῖ μέ ἔνταση σέ ἄλλο σημεῖο: ῞Ολα τά θεωρῶ σκουπίδια, προκειμένου νά κερδίσω τόν Χριστό. ῾῾Ηγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω᾽. ῾Ο Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού τόν ἀγάπησε, πρόσφερε τή ζωή Του γιά τόν ἴδιο, ὁ ἴδιος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς συσταύρωση μέ Αὐτόν, συνεπῶς ἔχοντας σχέση ταυτίσεως μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽.

2. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἀτομικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου. ῾Ο κάθε πιστός ἀπό τήν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του εἶναι ὀργανικά δεμένος μέ τόν Κύριο, ὡς τό μέλος ἔναντι τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς, λοιπόν ἀποτελεῖ  πιά καί μία προέκταση τοῦ Χριστοῦ, κλαδί στό δένδρο ᾽Εκείνου, κατά τήν εἰκόνα πού ὁ ῎Ιδιος μᾶς ἀπεκάλυψε. ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽. Αὐτό πού λέει λοιπόν ὁ ἀπόστολος ἐκφράζει τό ἐκκλησιαστικό του βίωμα: ὅ,τι ζεῖ μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νιώθει ταυτισμένος μέ τόν Κύριο, ἕνα μέ Αὐτόν, γιατί αὐτήν τή χάρη ἔδωσε ὁ Κύριος καί  γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στόν κόσμο: ῾ἵνα πάντες ἕν ὦσιν᾽, μέ ᾽Εκεῖνον καί μεταξύ τους. ῾᾽Εγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί᾽.

Κι ἴσως πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ τήν πλανεμένη ἀντίληψη κάποιων ψυχολόγων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τήν ταύτιση αὐτή τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό ὡς ψυχολογικό ἐνδιάμεσο, προκειμένου νά προχωρήσουν στήν ἀπόκτηση τῆς δικῆς τους ταυτότητας. ᾽Αλλά τοῦτο δέν συνιστᾶ ἕνα εἶδος βλασφημίας; ᾽Ακόμη δηλαδή καί τά πνευματικά γεγονότα νά προσεγγίζονται κάτω ἀπό τόν ὁλοκληρωτισμό ἀνθρωπίνων ἀρχῶν; (ψυχολογισμός). ῾Ὁ πνευματικός πάντα ἀνακρίνει᾽, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ῾αὐτός δέ ὑπ᾽ οὐδενός ἀνακρίνεται᾽. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά βάλει στό ῾μικροσκόπιο᾽ τοῦ περιορισμένου ἀνθρωπίνου νοῦ ὅ,τι ἀποτελεῖ ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ; ῾Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;᾽

3. Κι ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος ἔρχεται νά μᾶς διευκρινίσει τά στοιχεῖα τοῦ μυστηριακοῦ καί πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματός του:

(1) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό προϋποθέτει τόν θάνατο τοῦ ῾ἐγώ.  ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ᾽, λέει, ῾ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽. Δέν μπορεῖ δηλαδή κανείς, ἔστω κι ἄν εἶναι βαπτισμένος, νά παραμένει ἐν Χριστῷ, ἐφόσον τό ῾ἐγώ᾽ του εἶναι ζωντανό καί ἐνεργό. Καί τί σημαίνει ῾ἐγώ᾽; ῎Οχι βεβαίως τή συναίσθηση τῆς ἀτομικότητάς μας, ἀλλά αὐτό πού ἐξηγεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: τή φιλαυτία καί τόν ἐγωϊσμό, συνεπῶς τήν ἴδια τήν ἁμαρτία. Τό ῾ἐγώ᾽ ἐν προκειμένω ταυτίζεται μέ τό ἁμαρτωλό φρόνημα καί ὅ,τι ἔχει ὡς παρακλάδια: τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία.

(2) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό βιώνεται πάντοτε ῾νῦν᾽, τώρα. Αὐτό πού ζῶ τώρα, λέει ὁ ἀπόστολος. ῞Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης καί τῆς διαγραφῆς τοῦ παρελθόντος, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης τοῦ πειρασμοῦ τοῦ μέλλοντος. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός τή χριστιανικότητά του τήν ζεῖ στό ἐδῶ καί στό τώρα. Τό τώρα τοῦ δίνει ὡς εὐλογία ὁ Θεός γιά νά ἐργάζεται τή μετάνοιά του κι ὄχι τό χθές ἤ τό αὔριο.

Καί (3) ἡ ἑνότητα μέ τόν Κύριο βιώνεται ῾ἐν σαρκί᾽. Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι χριστιανός ἔξω ἀπό τό σῶμα του ἤ παραθεωρώντας τό σῶμα του. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη κατανοεῖται μέ τρόπο ψυχοσωματικό, συνεπῶς μία χριστιανική ζωή ἐκτός σώματος δέν συνιστᾶ χριστιανική ζωή. ῞Οταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας σῶμα καί ψυχή, αὐτό σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τή βάση αὐτή. ῎Ετσι ἀφενός κατανοεῖ κανείς τήν ἐπιμονή τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τή συμμετοχή τοῦ σώματος στήν πνευματική ζωή, μέ τίς διάφορες νηστεῖες, τίς γονυκλισίες, τήν ἐν γένει ἐγκράτεια, προκειμένου νά καταπολεμηθεῖ τό ἁμαρτωλό φρόνημα ὡς στροφή πρός τά πάθη, ἀφετέρου δέν γίνεται ἀποδεκτή μία πνευματικότητα ῾ἐξωσωματικῶν᾽  ἐμπειριῶν. Οἱ διάφορες ῾ἐξωσωματικές᾽  ἐμπειρίες, ἐκεῖνες πού ὅπως εἴπαμε παραθεωροῦν τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά νά παραπέμψουν σέ κάποια εἴδη ῾πνευματικῆς᾽ ζωῆς, δέν ἐντάσσονται μέσα στήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἐκκλησιαστική παράδοση, γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ μεγάλη ἐπιφύλαξη καί προσοχή.

17 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

«Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34).

 

Μέσα στο κλίμα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού η Εκκλησία μας επιμένει να μας υπενθυμίζει ότι άλλος τρόπος για να ζήσει κανείς την εν Χριστώ ζωή από τη συσταύρωση με τον Κύριο δεν υπάρχει. Η προτροπή μάλιστα του Κυρίου από το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Ύψωση  ακούγεται ως η πιο παρήγορη φωνή που έχει ακουστεί ποτέ για τον άνθρωπο, διότι ενώ του αποκαλύπτει την τραγικότητα της πορείας του, του δείχνει ταυτόχρονα τον δρόμο της υπέρβασης και της σωτηρίας του. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί».

1. Ο Κύριος μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του προς τον άνθρωπο, τέτοιας που Τον οδήγησε  πάνω στον Σταυρό, μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε, που σημαίνει αφενός ότι η πορεία μας μακριά από Εκείνον είναι λανθασμένη, αφετέρου ότι ο Ίδιος είναι η σωτηρία μας. Η ακολουθία του Κυρίου αποτελεί βεβαίως μία χαρισματική κατάσταση, με την έννοια ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δύναμη και τη χάρη του Ίδιου, όπως σε άλλο σημείο θα επισημάνει: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Αυτό συμβαίνει διότι πέραν του ότι ο άνθρωπος θολωμένος και τραυματισμένος από την αμαρτία και την υποδούλωσή του στον διάβολο αδυνατούσε να δει την αλήθεια της σωτηρίας του – ποιος ήταν ο Θεός του – αδυνατούσε πολύ περισσότερο και να πραγματοποιήσει το οποιοδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται και όχι μόνο του ανοίγει τα μάτια για να δει τον ορθό προσανατολισμό του, αλλά τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, ώστε με τη δική Του δύναμη να βρει τον βηματισμό του. Αν δεν γινόταν αυτό, αν ο Κύριος ερχόταν απλώς για να μας πει μόνοι μας να Τον ακολουθήσουμε, δεν θα διέφερε από άλλους τυράννους της ανθρωπότητας, και μάλιστα ακόμη περισσότερο: θα «έπαιζε» μαζί μας «διασκεδάζοντας» με τις αδυναμίες μας και την επίγνωση από εμάς αυτών των αδυναμιών.

2. Η ένταξή μας αυτή μέσα στον Κύριο, διά της οποίας και εισέρρευσαν σ’ εμάς οι δυνάμεις Του, ώστε κι εμείς να ζούμε σαν Εκείνον – το ακολουθείν τω Χριστώ –, πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπησή Του και με  όλη βεβαίως τη ζωή Του, κυρίως όμως με τη Σταυρική Του θυσία. Διότι στον Σταυρό καταργήθηκε το σώμα της αμαρτίας και έτσι εν Χριστώ εισήλθαμε στη Βασιλεία του Θεού. Και ό,τι πια ο Χριστός μάς πρόσφερε και μας προσφέρει, δηλαδή την ίδια τη ζωή Του, μπορεί κανείς να αποκτήσει  και να γευτεί με την είσοδό του στην Εκκλησία και ζώντας τη ζωή της Εκκλησίας. Το βάπτισμα επομένως, το άγιο χρίσμα, η Θεία Ευχαριστία, μέσα στην ατμόσφαιρα της μετανοίας, είναι η δυνατότητα παροχής της ζωής αυτής του Χριστού στον άνθρωπο.

3. Η κλήση λοιπόν του Χριστού να Τον ακολουθήσουμε γίνεται, αφού έχει δώσει όλες τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Κι είναι σημαντική η επισήμανση ότι η κλήση αυτή γίνεται σε χρόνο διαρκείας: «ακολουθείτω μοι». Να ακολουθούμε τον Χριστό, πάντοτε και χωρίς διακοπές. Όπως είναι αδιανόητο το χέρι ή το πόδι σ’ ένα σώμα να μην ακολουθούν την κίνηση του σώματος, κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδιανόητο για εκείνον που είναι μέλος πια Χριστού να μην ακολουθεί τον Χριστό. Μία διακεκομμένη ακολουθία του Χριστού – μία μαζί Του και μία όχι – συνιστά τη διψυχία που λέει ο άγιος Ιάκωβος, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η ακαταστασία. Ο ίδιος ο Κύριος μάλιστα σε άλλο σημείο απεκάλυψε ότι κάθε μη ακολουθία Του δεν είναι στάση, που μπορεί να φέρει την επανεκκίνηση από το ίδιο σημείο, αλλά οπισθοδρόμηση και εναντίωσή Του. «Ο μη ων μετ’  εμού κατ’  εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’  εμού σκορπίζει» - όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου και όποιος δεν μαζεύει μαζί μου σκορπίζει. Ας φανταστούμε και πάλι ένα χέρι ή ένα πόδι πότε να είναι στο ρυθμό του σώματος και πότε να κτυπούν το σώμα ως κάτι το ενάντιο.

4. Ακριβώς λοιπόν πάνω σ’  αυτήν την αδιάκοπη ακολουθία του Χριστού, για να μην υπάρχουν οι αποκλίσεις που ακυρώνουν τη σωτηρία του ανθρώπου, έρχονται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ίδιος. Η δωρεά είναι δωρεά, αλλά όχι κατά τρόπο μαγικό.  Απαιτείται και η ανταπόκριση του ανθρώπου.

(1) Και πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία του ανθρώπου. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν». Όσο κι αν είναι εντελώς απαραίτητη η ακολουθία του Κυρίου – πιο απαραίτητη κι από τον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε – όμως ο Θεός δεν μας εκβιάζει. Μας δίνει την ώθηση, παρακολουθεί την πορεία μας, αλλά δεν μας υποκαθιστά. Τον τελευταίο λόγο για τη σωτηρία του δηλαδή τον έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Γι’  αυτό και ο πιστός  δεν μπορεί ποτέ  να εφησυχάσει και να επαναπαυθεί. Κι ο λόγος είναι γνωστός: ο Θεός μάς δημιούργησε ελεύθερους. Ας θυμηθούμε τα λόγια του οσίου Πορφυρίου πάνω σ’  αυτό: «Ο Θεός δεν μας έδωσε απλώς ελευθερία. Χάραξε την ελευθερία μέσα μας». Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να είναι χριστιανός με τρόπο εκβιαστικό. Η χριστιανική πίστη αναπτύσσεται μέσα στον αέρα της ελευθερίας.

(2) Δεύτερη προϋπόθεση είναι η απάρνηση του εαυτού. «Απαρνησάσθω εαυτόν». Πρόκειται περί του εγωιστικού εαυτού, εκείνου που «τραβάει» τον άνθρωπο πάντοτε προς τα κάτω, στα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας. Και πρέπει να το εξηγήσουμε: ο Χριστός ναι μεν μας απάλλαξε διά της ενεργείας της χάρης Του από την αναγκαστική ροπή της αμαρτίας – κάτι που δίνεται στον άνθρωπο διά του αγίου βαπτίσματος – δεν μας κατήργησε όμως, όπως είπαμε, την ελευθερία. Το τρεπτό της θελήσεώς μας εξακολουθεί και υφίσταται, συνεπώς εναπόκειται σε εμάς αν θα επιβεβαιώνουμε τη ζωή μας ως ακόλουθοι του Χριστού ή ως ακόλουθοι των παθών μας. Το μεγαλύτερο εμπόδιο λοιπόν για να είμαστε χριστιανοί είναι αυτός ο «κακός» εαυτός μας, ο οποίος λειτουργεί ως πειρασμός διαρκώς στην πνευματική πορεία μας. Από την άποψη αυτή ο χριστιανός ασκεί ένα είδος βίας στον εαυτό του, τέτοιας που τον κάνει να μπορεί να βρίσκεται στα χνάρια του Κυρίου. Το βεβαίωσε άλλωστε ο Ίδιος: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Η ακολουθία λοιπόν του Χριστού προϋποθέτει μία συνεχή κίνηση του ανθρώπου, μία αδιάκοπη και στο έπακρο ενεργητικότητά του. Ποτέ με άλλα λόγια ο χριστιανός δεν μπορεί να είναι κοιμισμένος ή χαλαρός. Η νήψη ως εγρήγορση είναι το κύριο χαρακτηριστικό του. Ακόμη και στις όποιες πτώσεις του στην αμαρτία, ο χριστιανός δεν μπορεί να παραμείνει στάσιμος. Την ίδια στιγμή της πτώσης του, αν είναι χριστιανός, θα σηκωθεί και θα προχωρήσει. Διαρκής υπέρβαση του εαυτού λοιπόν η χριστιανική ζωή, γι’  αυτό και λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά στον πιστό. «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση» - όσες φορές κι αν πέσεις, σήκω και θα σωθείς.

(3) Και η τρίτη προϋπόθεση ακολουθίας του Κυρίου, κατά τον λόγο Του, είναι η άρση του σταυρού. «Και αράτω τον σταυρόν αυτού». Πρόκειται για τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, όπως το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να παρακάμψουμε τον σταυρό, ακολουθώντας τον Κύριο, αφού ο Σταυρός υπήρξε το κύριο γνώρισμα της ζωής Του, απαρχής μέχρι τέλους. Τι σημαίνει όμως άρση του σταυρού; Με το δεδομένο ότι ενούμενοι με Εκείνον διά των μυστηρίων ο Σταυρός γίνεται «δομικό» στοιχείο της ύπαρξής μας, απαιτείται στη συνέχεια η ενεργοποίηση αυτής της σταυρικής κατάστασης στην καθημερινότητά μας. Κι αυτό σημαίνει ζωή, κατά το πρότυπο του Κυρίου, απόλυτης υπακοής στον Θεό, θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο, ταπείνωσης ως προς τον εαυτό. Με άλλα λόγια, αίρω τον σταυρό μου, δηλαδή συσταυρώνομαι με τον Κύριο, θα πει: κάνω κέντρο της ζωής μου το θέλημα του Θεού, άρα αγαπώ Εκείνον και την εικόνα Του τον άνθρωπο, κι αυτό με τη βεβαιότητα ότι απλώς πορεύομαι στη φυσιολογία της ζωής μου: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν» - όταν πράξετε όλα όσα σας δόθηκαν ως εντολή, να λέτε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι, ότι αυτό που οφείλουμε να κάνουμε κάναμε.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος δίνοντας τον ορισμό του αληθινού μοναχού λέει ότι «μοναχός εστι βία φύσεως διηνεκής» - μοναχός είναι αυτός που αδιάκοπα ασκεί βία στη (πεσμένη στην αμαρτία) φύση του. Αλλά συνειδητοποιούμε ότι το ίδιο ισχύει και για κάθε χριστιανό. Η χριστιανική πίστη μάς καλεί σε μία συνεχή, όπως είπαμε, υπέρβαση του εαυτού μας, για να βρισκόμαστε μέσα στην ατμόσφαιρα της χαρισματικής παρουσίας του Κυρίου μας. Όποιος είπε ότι ο χριστιανισμός είναι εύκολη υπόθεση, μάλλον είναι άγευστος της χριστιανικής ζωής. Το παρήγορο όμως είναι ότι κι αν κάπου αποκλίνουμε, αν στην καθημερινή ζωή μας βλέπουμε το πόση αδυναμία παρουσιάζουμε στην πλήρη ακολουθία του Χριστού, όμως δεν απελπιζόμαστε. Η πτώση μας, αν μας οδηγεί σε ταπείνωση και επίγνωση των αδυναμιών μας, λειτουργεί ανυψωτικά, γιατί και εκεί έρχεται ο Κύριος, ο Οποίος μας προσφέρει πολλαπλασίως τη χάρη Του. Το θέμα είναι μήπως ακολουθούμε δαιμονική οδό: να αμαρτάνουμε και να καυχόμαστε γι’  αυτό.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 8,34 – 9,1)

Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καί ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἅς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἅς σηκώσει τό σταυρό του κι ἅς μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του θά τή χάσει· ὅποιος ὅμως χάσει τή ζωή του ἐξαιτίας μου καί ἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει. Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο ἀλλά χάσει τή ζωή του; Τί μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιά τή ζωή του; Ὅποιος, ζῶντας μέσα σ’ αὐτή τή γενιά τήν ἄπιστη κι ἁμαρτωλή, ντραπεῖ γιά μένα καί γιά τή διδασκαλία μου, θά ντραπεῖ γι’ αὐτόν καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὅταν ἔρθει μέ ὅλη τή λαμπρότητα τοῦ Πατέρα του, μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους». Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς: «Σᾶς βεβαιώνω πώς ὑπάρχουν μερικοί ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέ θά γευτοῦν τό θάνατο, πρίν δοῦν νά ἔρχεται δυναμικά ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. 2, 16-20)

Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ξέρουμε πώς ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά σωθεῖ μέ τήν τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά δικαιωθοῦμε μέ τήν πίστη στό Χριστό κι ὄχι μέ τήν τήρηση τοῦ νόμου· γιατί μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέ θά σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. Ἄν ὅμως, ζητώντας νά σωθοῦμε ἀπό τό Χριστό, βρεθήκαμε νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοί ὅπως οἱ ἐθνικοί, σημαίνει τάχα πῶς ὁ Χριστός ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία; Ὄχι βέβαια! Γιατί, ἄν ὅ,τι γκρέμισα τό ξαναχτίζω, εἶναι σάν νά ὁμολογῶ πώς ἔκανα λάθος ὅταν τό γκρέμιζα. Κι ἀληθινά, μέ κριτήριο τό νόμο, ἔχω πεθάνει γιά τή θρησκεία τοῦ νόμου, γιά νά βρῶ τή ζωή κοντά στό Θεό. Ἔχω πεθάνει στό σταυρό μαζί μέ τό Χριστό. Τώρα πιά δέ ζῶ ἐγώ, ἀλλά ζεῖ στό πρόσωπό μου ὁ Χριστός. Κι ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου.

ΑΙ ΑΓΙΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΟΦΙΑ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΘΥΓΑΤΕΡΩΝ ΑΥΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, ΕΛΠΙΔΟΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ

 

«Οι άγιες αυτές έζησαν επί Ανδριανού αυτοκράτορος. Η αγία Σοφία χήρεψε από νωρίς και αναγκάστηκε να μετοικήσει μαζί με τις τρεις κόρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη, στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις αυτές γυναίκες ήταν χριστιανές, γι’  αυτό και έστειλε να τις συλλάβουν. Πρώτη κάλεσε σε απολογία τη μεγαλύτερη αδελφή Πίστη, που ήταν δώδεκα ετών. Προσπάθησε στην αρχή με δελεαστικούς λόγους να τη μεταπείσει, ώστε να αρνηθεί τον Χριστό, πράγμα βεβαίως που δεν κατώρθωσε, οπότε οργισμένος διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Την ίδια τύχη είχε ο βασιλιάς και με τις δύο άλλες, τη δεκάχρονη Ελπίδα και την εννιάχρονη Αγάπη. Μπροστά στη σταθερότητα και αυτών, διέταξε και πάλι να τις αποκεφαλίσουν.  Η αγία Σοφία όχι μόνο δεν στενοχωρήθηκε γι’  αυτό που συνέβη, αλλά ένιωσε και ιδιαίτερη υπερηφάνεια για την πίστη των θυγατέρων της, γι’ αυτό και τις ενταφίασε με τιμές, ενώ παρέμεινε τρεις ημέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας θερμά τον Κύριο να παραλάβει και εκείνην στη Βασιλεία Του. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της και έτσι η αγία Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στα παιδιά της».

 

Η αγία Σοφία δεν ανήκει στους μάρτυρες της Εκκλησίας μας, με τον τρόπο που τους γνωρίζουμε, ως εκείνους δηλαδή που έδωσαν και το αίμα τους από πίστη και αγάπη προς τον Χριστό. Δεν σημαίνει όμως ότι το μαρτύριο που υπέστη ήταν μικρότερο από αυτό των άλλων μαρτύρων. Και τούτο διότι πέραν του γεγονότος ότι ζούσε ως «μάρτυς τη συνειδήσει», αγωνιζόταν δηλαδή να τηρεί τις εντολές του Χριστού και μάλιστα την αγάπη και προς τους εχθρούς, το μαρτύριο να μετέχει ως θεατής στα βάσανα των θυγατέρων της και μάλιστα στον αποκεφαλισμό τους, είναι από τα μεγαλύτερα μαρτύρια που μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος, και μάλιστα μία μάνα, στον κόσμο τούτο. Ποιος μπορεί  να αμφισβητήσει ότι και η ίδια η Παναγία μας δεν υπέστη μαρτύριο αίματος, μετέχοντας στο Πάθος του Υιού και Θεού της; Λίγο αν προσέξουμε τους σχετικούς ύμνους  της Εκκλησίας μας πάνω στο Πάθος του Κυρίου, θα διαπιστώσουμε ότι ένα μεγάλο τμήμα αυτών αναφέρεται και στο πάθος της Κυρίας Θεοτόκου. Το ίδιο μάλιστα το Ευαγγέλιο, όταν περιγράφει την Υπαπαντή του Κυρίου, τη συνάντησή Του δηλαδή σε ηλικία σαράντα ημερών με τον γέροντα Συμεών τον Θεοδόχο, στο Ναό των Ιεροσολύμων, σημειώνει την προφητεία του αγίου Συμεών ότι ρομφαία θα διαπεράσει την καρδιά της Παναγίας, ενόψει βεβαίως αυτών που θα υφίστατο ο Κύριος, και μάλιστα επί του Σταυρού.   Και πόσοι γονείς και σήμερα  δεν εύχονται οι ίδιοι να υποστούν τα βάσανα των παιδιών τους, όταν τα βλέπουν να υποφέρουν ποικιλοτρόπως, που σημαίνει ότι ο πόνος τους είναι πολλές φορές μεγαλύτερος και από αυτόν των παιδιών; Ώστε η αγία Σοφία ανήκει και αυτή στους μάρτυρες, με τον τρόπο που είπαμε,  γι’ αυτό και η Εκκλησία μας πολύ σοφά την έχει εντάξει  στην ίδια με αυτούς ομάδα.

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν παύει να επαινεί την πίστη και το θάρρος, εκτός της μητέρας, των τριών θυγατέρων της, που ήταν πολύ μικρές μάλιστα στην ηλικία, αλλά με πολιό φρόνημα. Αξιοποιεί στο έπακρο δε τον αριθμό τους και τα ονόματά τους. Εννοούμε ότι συχνότατα συνδέει την τριάδα τους με την αγία Τριάδα και τα ονόματά τους Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, με την τριάδα των αρετών που αναφέρει ο απόστολος Παύλος: «νυνί δε μένει τα τρία ταύτα∙ πίστις, ελπίς, αγάπη. Μείζων δε τούτων η αγάπη». Έτσι για παράδειγμα ακούμε στο εξαποστειλάριο της εορτής: «Τω της Τριάδος Κόραι, πυρούμεναι αι τρεις ζήλω, των αρετών τη τριάδι, Ελπίδι, Πίστει, Αγάπη, προσκείμεναι ομωνύμως, ηλόγησαν των βασάνων». Δηλαδή: Οι τρεις κόρες με θερμή αγάπη για την αγία Τριάδα και ζώντας την ομώνυμη με αυτές τριάδα των αρετών, την ελπίδα, την πίστη, την αγάπη, καταφρόνησαν τα βάσανα. Όπως και αλλού: «Πίστις η πανεύφημος, και η Αγάπη η ένδοξος, και Ελπίς η θεόσοφος, αρετών επώνυμοι, των φαεινοτάτων, αναδεδειγμέναι». Δηλαδή: Η Πίστη η πανεύφημη, και η Αγάπη η ένδοξη, και η Ελπίδα η θεόσοφη, που αναδείχθηκαν επώνυμες των πιο λαμπρών αρετών, (της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας).  

Πράγματι: τα τρία αυτά κορίτσια, που άλλα στην ηλικία τους παίζουν ακόμη με τις κούκλες, κατατρόπωσαν τον διάβολο και τα όργανά του και αναδείχθηκαν σε ηρωικά πρότυπα για όλες τις εποχές. Διότι η μητέρα τους Σοφία  είχε εμφυσήσει σ’ αυτές τη δική της πίστη και τη δική της αγάπη -  δείχνοντας επομένως το πόσο καίρια είναι η συμβολή της μάνας ιδίως, στην αγωγή των παιδιών – κάτι που σημαίνει ότι δεν έχει σημασία η ηλικία, αλλά το φρόνημα στον άνθρωπο για να είναι αξιοσέβαστος και τιμημένος από Θεό, από αγγέλους και ανθρώπους. «Παιδαριογερόντισσες» θα ονομάζαμε, με άλλα λόγια, τα τρία αυτά μικρά κορίτσια, τα οποία είχαν κατανοήσει ότι η σχέση με την αγία Τριάδα, τον αληθινό Θεό δηλαδή, ήταν ο βασικός σκοπός της ζωής, και ότι αυτή η σχέση για είναι ζωντανή «περνάει» μέσα από τις αρετές της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας.