Εκατό χρόνια μνήμης (1922-2022)
(της πρεσβυτέρας Σοφίας Δορμπαράκη, φιλολόγου εκπαιδευτικού).
«Κάθε Σεπτέμβρη νιώθω μια βαθιά θλίψη, ένα πόνο στην καρδιά μου∙ είναι ο καϋμός για τη χαμένη μου πατρίδα, ο πόνος της Μικρασίας», ακούγαμε τέτοιες μέρες τη γιαγιά Σοφία να μονολογεί, τη Μικρασιάτισσα γιαγιά μας από το Κορδελιό της Σμύρνης, που έζησε την καταστροφή του 1922 μικρό παιδί 11 χρονών και ήρθε πρόσφυγας με την οικογένειά της στην Ελλάδα μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες της Ιωνίας.
Κι εμείς τα εγγόνια της ακούγαμε από το στόμα της όχι παραμύθια με δράκους και νεράιδες, αλλά για τα σκληρά γεγονότα της κατάρρευσης του μετώπου, όταν στις 27 Αυγούστου του 1922 μπήκε ο τουρκικός στρατός του Νουρεντίν πασά στη Σμύρνη κι έσφαξε αδιάκριτα τους Έλληνες, πυρπόλησε την ελληνική κι αρμένικη συνοικία και άρπαξε τις περιουσίες των Ρωμιών. Και οι Ρωμιοί για να σωθούν έπεφταν στη θάλασσα και πνιγόντουσαν κάτω από τα βλέμματα των πληρωμάτων των πλοίων των συμμάχων, που κοιτούσαν αμέτοχοι το μακελειό, ενώ μπορούσαν να συγκρατήσουν τη θηριωδία των Τούρκων.
Μας μιλούσε για το μαρτύριο του Δεσπότη, του Χρυσοστόμου, κι ο λόγος της αποκτούσε μια σοβαρότητα κι ένα μεγαλείο, γιατί ο Δεσπότης αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, παρόλες τις προτάσεις που του έκαναν οι ξένοι για να σωθεί και μαρτύρησε φρικτά στα χέρια του άτακτου τουρκικού όχλου.
Πόσο τα τραγικά γεγονότα εκείνου του Σεπτέμβρη μπλέκονταν με τις όμορφες αναμνήσεις της από την ξακουσμένη πατρίδα της! Γιατί είχε όμορφη πατρίδα η γιαγιά. Με μεγάλη ιστορία, περίλαμπρο πολιτισμό, ένδοξο παρελθόν. Καμάρωνε για τη γενέτειρά της, το όμορφο προάστιο της Σμύρνης, το Κορδελιό, με τις επαύλεις και την όμορφη προκυμαία, αλλά τη γοήτευε η πρωτεύουσα, η κοσμοπολίτικη Σμύρνη της, το κόσμημα της Ανατολής, με τα θέατρα, τα πολλά μαγαζιά, τις τράπεζες, την προκυμαία, το Και, τις όμορφες συνοικίες, την Ευαγγελική Σχολή, τον ναό της Αγίας Φωτεινής με το ψηλό καμπαναριό, τα γραφικά προάστια, Καρατάσι, Καραντίνα, Γκιοζ-Τεπέ, Κοκάρ-Γυαλί, Κορδελιό.
Το πρόσωπό της φωτιζόταν, όταν μας περιέγραφε την υποδοχή του ελληνικού στρατούς στις 2 Μαΐου 1919 και την απελευθέρωση της πατρίδας της. Ζούσε σαν σε όνειρο, γιατί όνειρο αιώνων ήταν για τους Μικρασιάτες η επανάκτηση της Μικρασίας, αλλά το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Έγινε φρικτός εφιάλτης όταν η Γκιαούρ-Ισμίρ, η «άπιστη Σμύρνη» τυλίχτηκε στις φλόγες και μαζί μ’ αυτήν χάθηκαν όλες οι Ιωνικές πόλεις. Αλάτσατα, Βουρλά, Αϊδίνι, Τεσμές, Αϊβαλί, πόλεις μαρτυρικές που έγιναν τόποι αφάνταστων ωμοτήτων.
Οι διηγήσεις της γιαγιάς ήταν η πρώτη μας επαφή με τον κόσμο της Ιωνικής γης, ζύμωσαν τα παιδικά μας χρόνια με την ιστορία αυτής της μακρινής χαμένης πατρίδας και, όταν μεγαλώσαμε, μελετήσαμε και μάθαμε περισσότερα για τα γεγονότα και τα πρόσωπα αυτής της τραγωδίας.
«Κάθε Σεπτέμβρη νιώθω ένα πόνο στην καρδιά μου…». Ο πόνος της γιαγιάς έγινε και δικός μας πόνος, όταν διαπιστώσαμε ότι η τραγωδία αυτή παρασκευάστηκε από εμάς τους ίδιους τους Έλληνες και οργανώθηκε χωρίς ντροπή, δίχως ίχνος ανθρωπιάς από τους λεγόμενους τότε συμμάχους μας.
Η δ ι χ ό ν ο ι α στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία έφερε τον εθνικό διχασμό, χώρισε τους Έλληνες σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς και οδήγησε σε λανθασμένες επιλογές, σ’ εποχή που έπρεπε όλοι οι Έλληνες να είναι ενωμένοι σαν μια γροθιά, για να πετύχουν τους δύσκολους στόχους της Μεγάλης Ιδέας.
Από την άλλη, οι τότε σύμμαχοί μας, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί, μετά την εκλογική ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920, γύρισαν την πλάτη στους πρώην συμμάχους Έλληνες, υποστήριξαν ένθερμα τον Κεμάλ και τον ενίσχυσαν στρατιωτικά, υπηρετώντας κυνικά τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή εις βάρος των Ελλήνων.
Όλα αυτά και άλλα πολλά οδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή και στην πλήρη αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας με 700.000 νεκρούς στρατιώτες και αμάχους, χιλιάδες ομήρους, χιλιάδες αιχμαλώτους χωρίς γυρισμό, σφαγές, πυρπολήσεις και ξερίζωμα ενάμιση εκατομμυρίου Ελλήνων από τις προαιώνιες ρίζες τους στη Μικρά Ασία, Καππαδοκία, Πόντο, Ανατολική Θράκη.
Στα μέρη που τραγουδήθηκαν για πρώτη φορά τα ομηρικά έπη, εκεί που οι πρώτοι φιλόσοφοι προσπάθησαν να βρουν την αρχή των όντων, εκεί που πρωτογράφτηκε το Ευαγγέλιο στην ελληνική γλώσσα, εκεί που οι πατέρες της Εκκλησίας διατύπωσαν τα δόγματα της Ορθοδοξίας, εκεί που ξετυλίχτηκε το μεσαιωνικό έπος του Διγενή Ακρίτα, εκεί έπαψε να κτυπάει η ελληνική ψυχή. Η Ιωνία χάθηκε κάτω από τις φλόγες της Σμύρνης.
Ο δρόμος της προσφυγιάς πικρός, με πολλές περιπέτειες, πολλές ταλαιπωρίες στην καινούργια πατρίδα μέχρι να βρουν οι πρόσφυγες μια μόνιμη στέγη. Οι πρόσφυγες που κατά χιλιάδες έφτασαν στην Ελλάδα, στεγάστηκαν στην αρχή κοπαδιαστά σε τσαντίρια, στους δρόμους, σε πλατείες, σε αποθήκες, σε σχολεία, σε εκκλησίες, ακόμα και μέσα στο κτίριο της Βουλής. Η Παλιά Ελλάδα των 5 εκατομμυρίων κατοίκων αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο δύσκολο έργο της υποδοχής 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων. Κι όμως το θαύμα έγινε, πράγμα που θεωρείται το μεγαλύτερο επίτευγμα του νεώτερου ελληνισμού. Με τη βοήθεια της Πολιτείας, του Ερυθρού Σταυρού, των φιλανθρωπικών οργανώσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αφομοιώθηκαν και αποκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες στις καινούργιες τους πόλεις: Ν. Ιωνία, Ν. Σμύρνη, Ν. Ερυθραία, Ν. Αρτάκη, Ν. Φιλαδέλεια, Ν. Παλάτια… είναι οι γειτονιές-αγκαλιές που δέχτηκαν τα πληγωμένα παιδιά της Ανατολής.
«Τα πουλιά που το 800 π.Χ. είχαν πετάξει προς την Ανατολή και είχαν δημιουργήσει το θαύμα της Ιωνίας γύρισαν πληγωμένα πίσω στη φωλιά τους».
Αυτά τα πληγωμένα παιδιά-πουλιά, οι πρόσφυγες, που μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης τον Ιανουάριο του 1923 κατακλύσανε την Ελλάδα, μπολιάσανε με το καινούργιο αίμα που φέρανε, με τον πολιτισμό, τις γνώσεις και τα ταλέντα τους, τον ελληνικό κορμό και είναι οι δημιουργοί της νέας Ελλάδας.
Έκαναν τον πόνο τους δημιουργία, τον καϋμό τους τραγούδι και αναδείχτηκαν το εκλεκτότερο κομμάτι του νέου Ελληνισμού.
Ενίσχυσαν πληθυσμιακά τη Μητροπολιτική Ελλάδα που έφθινε, κυρίως τη Μακεδονία και τη Θράκη, δημιούργησαν επιχειρήσεις και ανέπτυξαν το εμπόριο, τη ναυτιλία και τη βιομηχανία. Διακρίθηκαν στα Γράμματα, στις Τέχνες, στις Επιστήμες, στη Μουσική, στην Αγιότητα, συντελώντας αποτελεσματικά στην ανόρθωση αυτού του τόπου (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική).
Και σήμερα, 100 χρόνια από τη μεγάλη αυτή απώλεια των αλησμόνητων πατρίδων, κάθε ανάμνηση, κάθε σκέψη, κάθε αναφορά σε αυτές, μοιάζει με ένα κερί άσβεστης μνήμης στον ματωμένο βωμό της θυσίας αυτών που έμειναν εκεί φρουροί των αγιασμένων μαρτυρικών χωμάτων, και συνάμα είναι μια υπόσχεση ότι πάντα θα ζει μέσα μας, ακριβό τζιβαϊρικό το πνεύμα και η ψυχή της Ιωνίας.
(Σύντομη ομιλία σε εκδήλωση μνήμης των αναιρεθέντων υπό των Τούρκων πατέρων και αδελφών κατά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, στην Ενορία της Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως, την Κυριακή (18-9-2022) μετά την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού).