06 Νοεμβρίου 2022

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΝ… ΒΑΤΡΑΧΟ!

«Μερικές φορές καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές, αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και έναν βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπεπλεγμένες μαζί τους» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄ 37).

Ο άγιος Ιωάννης μάς προσγειώνει στην πραγματικότητα: Την ώρα  που ασκούμε μία αρετή, ή που πιστεύουμε ότι την έχουμε κατακτήσει, την ίδια ώρα έχουμε εισπράξει και τον αρνητικό συνοδό της! Κι ας δούμε  την πονηριά του συνοδού! Ενώ είναι «κολλημένος» με την αγαθή κυρία της, ο ίδιος είναι αφανής. Ο άγιος γίνεται σαφής: «με την αρετή της φιλοξενίας συμπλέκεται και η γαστριμαργία∙ με την αγάπη η πορνική διάθεση∙ με την πραότητα  η υπουλότητα και η οκνηρία∙ με τη σιωπή η διδασκαλική υπεροψία∙… με την ταπεινοφροσύνη η παρρησία. Και σ’ όλα αυτά μέσα, το δηλητήριο της κενοδοξίας»!

Δεν φταίει ασφαλώς η ίδια η αρετή! Η αρετή από τη φύση της είναι αγαθή και καλή. Χριστιανικά μάλιστα θεωρούμενη αποτελεί καρπό του Αγίου Πνεύματος. Το πρόβλημα βρίσκεται μέσα μας: στη χαλασμένη φύση μας∙ στις επιρροές της αμαρτίας, η οποία αν και καταργημένη λόγω της σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας και του αγίου βαπτίσματός μας, εξακολουθεί να μας ταλανίζει, γιατί πολύ συχνά είμαστε αμελείς και ξεχνάμε τη χάρη που μας δόθηκε. Οπότε, μια και δεν βρισκόμαστε στο ύψος του χαρίσματος να λειτουργούμε απολύτως ως μέλη Χριστού, η στρεβλή διάθεσή μας χαλάει και την… αρετή. Καλύτερα, αφήνει χώρο στην κακία να αμαυρώνει την έκπαγλη ομορφιά της!

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επισημάνει την πραγματικότητα αυτή, χωρίς όμως να υποψιαστούν αυτό που θα επακολουθούσε: τη δυνατότητα υπέρβασης της τραγικότητας του ανθρώπου λόγω του ερχομού του ενανθρωπήσαντος Θεού μας! Και τι έλεγαν; «Ουδέν καλόν αμιγές κακού». Όπως και το αντίστροφο. Δηλαδή τίποτε δεν υπάρχει απολύτως καλό, όπως η αρετή για παράδειγμα, χωρίς τη μίξη του με το κακό. Το καλό συνοδεύεται πάντοτε και με το κακό!

Αλλά είμαστε μετά Χριστόν! Που σημαίνει ότι με τη χάρη Του μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, μπορεί κανείς να κάνει την υπέρβαση: να καλλιεργεί δηλαδή τις αρετές, χωρίς όμως να υπηρετεί και την «παρέα» τους, τις κακίες. Πώς; Ζώντας διαρκώς με νήψη και επαγρύπνηση: ο νους ως άγρυπνος φρουρός να ελέγχει τους όποιους λογισμούς και τις όποιες διαθέσεις της ψυχής. Και κυρίως με ταπείνωση. Γιατί τότε αναλαμβάνει δράση η χάρη του Θεού, η οποία ενεργεί ως προστατευτικό δίχτυ και συλλαμβάνει κάθε… βατράχι. Γιατί λένε οι άγιοί μας ότι στην περίπτωση αυτή ο χριστιανός έχει γίνει «όλος μάτια».

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«῾Ο Παῦλος ὁ μέγας ὁμολογητής καταγόταν ἀπό τή Θεσσαλονίκη κι ἔγινε νοτάριος καί γραμματέας τοῦ ᾽Αλεξάνδρου, τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, καί διάκονος τῆς ῾Αγίας αὐτῆς ᾽Εκκλησίας. Αὐτόν λοιπόν οἱ ὀρθόδοξοι, μετά τήν τελευτή τοῦ ᾽Αλεξάνδρου, τόν προχείρισαν σέ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. ῾Ο Κωνστάντιος ὅμως ὁ βασιλιάς, ἐπειδή ἦταν ὀπαδός τῆς αἵρεσης τοῦ ᾽Αρείου, ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν ᾽Αντιόχεια, τόν ἔβγαλε ἀπό τόν θρόνο καί στή θέση του ἔβαλε τόν Εὐσέβιο, ἐπίσκοπο τῆς Νικομηδείας. ῾Ο Παῦλος τότε πῆγε στή Ρώμη, ὅπου βρῆκε τόν μέγα ᾽Αθανάσιο καταβιβασμένο καί αὐτόν ἀπό τόν θρόνο του ἀπό τόν Κωνστάντιο. Μέ γράμματα λοιπόν τοῦ βασιλιά Κώνσταντος ἐπανέρχονται καί οἱ δύο στούς θρόνους τους, ἀλλά καί πάλι ἐκβάλλονται ἀπό τόν Κωνστάντιο μέ τή συμβουλή τῶν ᾽Αρειανῶν. Τότε ὁ Κώνστας γράφει πρός τόν ἀδελφό του Κωνστάντιο ὅτι ῾ἄν τυχόν δέν ξαναπάρουν τούς θρόνους τους, θά ἔλθω μέ στρατιωτική δύναμη ἐναντίον σου᾽. Πῆρε λοιπόν τόν θρόνο ὁ θεϊκός Παῦλος γιά λίγο, ἀλλά μετά τόν θάνατο τοῦ Κώνσταντος ἐξορίζεται στήν Κουκουσό τῆς ᾽Αρμενίας κι ἐκεῖ ἀφοῦ κλείστηκε σέ ἕνα μικρό οἴκημα ὅπου καί λειτουργοῦσε, ἀποπνίγηκε ἀπό τούς ᾽Αρειανούς μαζί μέ τό ὠμοφόρι του, κι ἔτσι παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο”.

Μπορεῖ νά μήν εἶναι πολύ γνωστός σήμερα στό πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ὁ ἅγιος Παῦλος ὁ ὁμολογητής, ὅμως ἡ ἁγιότητά του καί οἱ ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως προβάλλονται ἀρκούντως ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας, δεδομένου ὅτι στήν ἐποχή που ἔζησε (4ος μ.Χ. αἰ.) ἦταν ἀπό ἐκείνους πού στήριξαν τήν ὀρθοδοξία ἀπέναντι στή λαίλαπα τῶν αἱρέσεων τοῦ ἀρειανισμοῦ πού ὑποβίβαζε σέ κτίσμα τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τῶν ὀπαδῶν τοῦ αἱρεσιάρχου Μακεδονίου πού ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος Θεοφάνης ἐπανειλημμένως τονίζει τούς ἀντιαιρετικούς τους ἀγῶνες, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων μάλιστα ἔχασε καί τόν ἀρχιερατικό του θρόνο, σύρθηκε στήν ἐξορία, ἔχασε τέλος καί τήν ἴδια τή ζωή του. «Τόν ἄθεο ῎Αρειο καί τόν δυσεβή Μακεδόνιο τούς ἔπνιξες μέ τά στέρεα νεῦρα τῶν δογμάτων σου» (στιχηρό εσπερινοῦ). ῾Η δύναμη τῶν λόγων του  γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἦταν τέτοια, ὥστε ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής τόν παραλληλίζει μέ τόν Δαυΐδ πού μέ τή σφενδόνα του νίκησε κι αὐτόν τόν γίγαντα Γολιάθ. «Την ἀθεΐα τοῦ ᾽Αρείου καί τή βλασφημία τοῦ Μακεδονίου ἀφοῦ τά ἐκσφενδόνισες μακριά μέ τήν ἔκθεση τῶν θεοπνεύστων σου δογμάτων καί διδαγμάτων, ὅπως ὁ Δαυΐδ παλαιά τόν ἀλλόφυλο Γολιάθ, αὐτούς τούς αἱρετικούς τούς ἀπαγχόνισες καί τούς κατεδίκασες μέ δύναμη» (ωδή ε´).

Πῶς δικαιολογεῖται ὁ μεγάλος ἀγώνας του κατά τῶν αἱρετικῶν καί ὑπέρ τῆς πίστεως; ῎Οχι μία φορά ὁ ὑμνογράφος μας, ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω, σημειώνει: ῾Η αἵρεση ἀποτελεῖ ἀθεΐα καί βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ, ἄνοια καί ἀφροσύνη, κι ἀκόμη: σαπίλα πού μπορεῖ νά μολύνει τόν κόσμο ὅλο. Συνεπῶς ὁ ἀγώνας του εἶναι ὑπέρ τῆς ἀληθείας τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, σάν τόν ἀγώνα νά μή χάσουμε τό φάρμακο, προκειμένου νά διακρατηθεῖ ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου (ωδές ε΄ και ς΄). ῎Ετσι ἡ αἵρεση δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἄλλη γνώμη πού μποροῦμε ἀπροβλημάτιστα νά τήν ἐντάξουμε στήν ᾽Εκκλησία, ἀλλά συνιστᾶ τήν πλήρη ἀλλοίωση τῆς ᾽Εκκλησίας, τή διαστροφή τῆς πίστεως στόν Χριστό, συνεπῶς τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

῎Εχει πολύ μεγάλη σημασία ὅμως αὐτό πού σημειώνει ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης: ὁ ἅγιος Παῦλος – καί μαζί μέ αὐτόν βεβαίως ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες - πολέμησε τήν αἵρεση ὄχι μέ τρόπο ἀρνητικό, ἀλλά μέ τρόπο θετικό. Πῶς; ᾽Εκθέτοντας τά ὀρθά δόγματα καί φανερώνοντας ἔτσι τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν. Μέ ἄλλα λόγια μπροστά στό φῶς τῆς ἀλήθειας  ἀποκαλύπτεται καί ἐξαφανίζεται τό σκοτάδι τῆς πλάνης. Κι αὐτή ἡ φανέρωση τῆς ἀλήθειας βλέπουμε ὅτι δέν γίνεται μόνον μέ τό στόμα καί τά χείλη, ἀλλά πρῶτα καί κύρια μέ τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ και τόν ἔνθεο ζῆλο. «Μέ τό στόμα καί μέ τή γλώσσα καί μέ τήν καρδιά κήρυξες τόν Χριστόν, Παῦλε» (ωδή γ´). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως μέ τό στόμα προϋποθέτει τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, ὥστε αὐτό πού ὁμολογεῖται νά ἀποτελεῖ τελικῶς καρπό τοῦ φωτός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (ωδή ε´).  

Εἶναι εὐνόητο βεβαίως ὅτι ἕνας μεγαλοφυής ποιητής τῆς ἐμβέλειας τοῦ ἁγίου Θεοφάνη δέν θά ἄφηνε ἀσχολίαστο τό γεγονός τῆς ὁμωνυμίας τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ ὁμολογητοῦ μέ τόν μέγιστο ἀπόστολο Παῦλο. ᾽Ακριβῶς γιά νά τονίσει τό μέγεθος καί τήν πνευματική ἀξία τοῦ σήμερα ἑορταζομένου ἁγίου. ῾Η παράθεση τοῦ τροπαρίου εἶναι ἐντελῶς ἐνδεικτική: «Ὁ θεσπέσιος ἀπόστολος Παῦλος ἐσένα πού ἔχεις τό ἴδιο ὄνομα μέ αὐτόν καί κοσμεῖσαι, παμμάκαρ, μέ τούς ἴδιους τρόπους ζωῆς καί ὡς πρός τή θεοσέβεια καί τήν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καί ὡς πρός τήν καρτερία τῶν περιστάσεων, καί φλέγεσαι ἀπό τόν ζῆλο τῆς ὀρθοδοξίας, ὑπέρμαχε, ἐσένα λοιπόν σέ ὁρίζει μιμητή του. Μαζί του τώρα εἶσαι δοξασμένος στά οὐράνια σκηνώματα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι ἐκεῖνο πού κατεξοχήν δείχνει τήν παραλληλία ζωῆς τῶν δύο Παύλων γιά τόν ὑμνογράφο εἶναι τό γεγονός ὅτι ῾ἔμαθαν᾽ τόν Θεό, Τόν γνώρισαν ὄχι ἀπό βιβλία ἤ ἁπλά ἀκούσματα, ἀλλά γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὑπῆρξε ἡ πηγή τῆς γνώσης τους. «῎Εσκυψες στά βάθη τοῦ Πνεύματος, γιατί ἔζησες στή γῆ σάν νά μήν εἶχες σάρκα. Κι ἀπό κεῖ ἄντλησες τόν πλοῦτο τῆς θείας γνώσης καί πρόσφερες σάν πηγή στούς ἀνθρώπους τήν ὀρθοδοξία μέ τίς διδασκαλίες σου, ὅσιε Πατέρα» (Δοξαστικό ἀποστίχων τοῦ ὄρθρου).

05 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«῞Ο δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2, 20)

 ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος συχνά στίς ἐπιστολές του προβάλλει τά προσωπικά του βιώματα ἀπό τή σχέση του μέ τόν Χριστό - ἀφότου ᾽Εκεῖνος τόν ἐλέησε καί τόν κάλεσε ὡς ἀπόστολό Του - προκειμένου νά διδάξει καί νά καθοδηγήσει τούς πιστούς καί τούς μαθητές του στούς ὁποίους ἀπευθύνεται. ῾Ο λόγος του δέν εἶναι ἕνας ξερός δασκαλίστικος λόγος, γιατί θά σημειώσει ἀλλοῦ ὅτι δέν εἶναι ὁ ἴδιος ἕνας ἁπλός παιδαγωγός, ἀλλά ὁ πατέρας πού πονάει μέχρις ὅτου δεῖ νά γεννιέται στίς καρδιές τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν ὁ Σωτήρας Χριστός. Στόν Χριστό πάντοτε παραπέμπει, ᾽Εκεῖνον προβάλλει ὡς τόν μοναδικό Σωτήρα τῶν ἀνθρώπων, κι ἐπιβεβαιώνει τή σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Χριστού ἀπό τό τί Αὐτός ἔφερε στή δική του ζωή: νά φύγει ἀπό τή δουλεία τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος βεβαίως λειτουργοῦσε παιδαγωγικά μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Χριστός, καί νά ζεῖ μέσα στήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν τήν ἀλήθεια πού συνιστᾶ προσωπικό του βίωμα προβάλλει καί στήν ἐπιστολή του πρός Γαλάτας. Συνεχόμενος ἀπό τήν ἀγωνία γιά τή σωτηρία τους, μπροστά στόν κίνδυνο ἀλλοιώσεως τοῦ εὐαγγελίου πού τούς κήρυξε ἀπό τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς, μαρτυρεῖ: «Ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου».

1. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: «τά ἀρχαῖα παρῆλθε. ᾽Ιδού γέγονε καινά τά πάντα».  Ἡ ζωή πού ζεῖ τώρα, ἀφότου γνώρισε τόν Χριστό, εἶναι μία ζωή διαγραφῆς καί ὑπέρβασης τοῦ παρελθόντος. ῞Ο,τι συνιστοῦσε ζωή του στό παρελθόν, ὅ,τι εἶχε θεωρήσει ὡς κάτι σημαντικό, ἀκόμη κι ὁ ἴδιος ὁ Μωσαϊκός Νόμος, ὁ δοσμένος στούς ᾽Ιουδαίους ἀπό τόν Θεό, αὐτό ἔχει πιά νεκρωθεῖ. Μπροστά στόν Χριστό καί τή ζωή μέ ᾽Εκεῖνον, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ σκοπός ὅλων, τά πάντα θεωροῦνται ἕνα τίποτε. Θά τό πεῖ μέ ἔνταση σέ ἄλλο σημεῖο: ῞Ολα τά θεωρῶ σκουπίδια, προκειμένου νά κερδίσω τόν Χριστό. «῾Ηγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω». ῾Η ζωή του πιά βασίζεται στήν πίστη του στόν Χριστό. ῾Ο Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού τόν ἀγάπησε, πρόσφερε τή ζωή Του γιά τόν ἴδιο, ὁ ἴδιος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς συσταύρωση μέ Αὐτόν, συνεπῶς ἔχοντας σχέση ταυτίσεως μέ ᾽Εκεῖνον. «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».

2. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἀτομικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου. Κάτι τέτοιο πιθανόν νά μή μᾶς ἐνδιέφερε. Αὐτό πού μαρτυρεῖ ἐκφράζει τό βίωμα κάθε πιστοῦ τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται ἐν Χριστῷ καί γίνεται μέλος ᾽Εκείνου. ῾Ο κάθε πιστός δηλαδή εἶναι ὀργανικά δεμένος μέ τόν Κύριο, ὡς τό μέλος ἔναντι τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς. Τό βάπτισμα συνιστᾶ τή χαρισματική στιγμή τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν Χριστό, διά τοῦ βαπτίσματος  πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί γεννιέται ὁ νέος ὁ ἐν Χριστῷ, ὁπότε κάθε πιστός πιά ἀποτελεῖ καί μία προέκταση τοῦ Χριστοῦ, κλαδί στό δένδρο ᾽Εκείνου, κατά τήν εἰκόνα πού ὁ ῎Ιδιος μᾶς ἀπεκάλυψε. «᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα». Αὐτό πού λέει λοιπόν ὁ ἀπόστολος ἐκφράζει τό ἐκκλησιαστικό του βίωμα: ὅ,τι ζεῖ μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νιώθει ταυτισμένος μέ τόν Κύριο, ἕνα μέ Αὐτόν, γιατί αὐτήν τή χάρη ἔδωσε καί δίνει ὁ Κύριος καί  γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στόν κόσμο: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν», μέ ᾽Εκεῖνον καί μεταξύ τους. «᾽Εγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί».

Κι ἴσως πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ τή ῾βλασφημία᾽ κάποιων ψυχολόγων, οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας προφανῶς συνείδηση τοῦ τί λένε, θεωροῦν τήν ταύτιση αὐτή τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό ὡς ψυχολογικό ἐνδιάμεσο, προκειμένου νά προχωρήσουν στήν ἀπόκτηση τῆς δικῆς τους ταυτότητας. Πρόκειται γιά τό λεγόμενο φαινόμενο τοῦ ψυχολογισμοῦ, κατά τό ὁποῖο τά πάντα κρίνονται μέ κριτήρια ψυχολογικῶν ἀρχῶν, συνεπῶς μέ κριτήρια ἀνθρώπινα. ᾽Αλλά τοῦτο δέν συνιστᾶ ἀκριβῶς βλασφημία; ᾽Ακόμη δηλαδή καί τά πνευματικά γεγονότα νά προσεγγίζονται κάτω ἀπό τόν ὁλοκληρωτισμό ἀνθρωπίνων ἀρχῶν; «Ὁ πνευματικός πάντα ἀνακρίνει», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «αὐτός δέ ὑπ᾽ οὐδενός ἀνακρίνεται». Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά βάλει στό ῾μικροσκόπιο᾽ τοῦ περιορισμένου ἀνθρωπίνου νοῦ ὅ,τι ἀποτελεῖ ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ; «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» Συνεπῶς ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό ἔχει χαρακτήρα μυστηριακό, προσφέρεται ὡς χάρη Θεοῦ στόν  ἄνθρωπο πού βαπτίζεται καί χρίεται, κι ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή διακρατήσεως καί αὐξήσεως τῆς χάρης αὐτῆς.

3. Κι ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος ἔρχεται νά μᾶς διευκρινίσει τά στοιχεῖα τοῦ μυστηριακοῦ καί πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματός του: (1) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό προϋποθέτει τόν θάνατο τοῦ ῾ἐγώ᾽, κάτι πού ἐξηγεῖ τό τί σημαίνει συσταύρωση μέ τόν Χριστό.  «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ», λέει, «ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός». Δέν μπορεῖ δηλαδή κανείς, ἔστω κι ἄν εἶναι βαπτισμένος, νά παραμένει ἐν Χριστῷ, ἐφόσον τό ῾ἐγώ᾽ του εἶναι ζωντανό καί ἐνεργό. Καί τί σημαίνει ῾ἐγώ᾽; ῎Οχι βεβαίως τή συναίσθηση τῆς ἀτομικότητάς μας, ἀλλά αὐτό πού ἐξηγεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: τή φιλαυτία καί τόν ἐγωϊσμό, συνεπῶς τήν ἴδια τήν ἁμαρτία. Τό ῾ἐγώ᾽ ἐν προκειμένω ταυτίζεται μέ τό ἁμαρτωλό φρόνημα καί ὅ,τι ἔχει ὡς παρακλάδια: τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία. ῎Ετσι δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει ὁ Χριστός μέ τήν ἁμαρτία. Πρέπει νά πεθάνει τό ἁμαρτωλό φρόνημα, ὁ παλαιός, ὅπως εἴπαμε, ἄνθρωπος, γιά νά φανερωθεῖ ὁ νέος ἐν Χριστῷ, πού κύρια γνωρίσματα ἔχει τήν ἐγκράτεια, τήν προσφορά ἐν ἀγάπῃ στόν  συνάνθρωπο, τήν ταπείνωση.

(2) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό βιώνεται πάντοτε «νῦν», τώρα. Αὐτό πού ζῶ τώρα, λέει ὁ ἀπόστολος. ῞Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης καί τῆς διαγραφῆς τοῦ παρελθόντος - τό ἐξηγήσαμε παραπάνω - ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης τοῦ πειρασμοῦ τοῦ μέλλοντος. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός τή χριστιανικότητά του τήν ζεῖ στό ἐδῶ καί στό τώρα. Τό τώρα τοῦ δίνει ὡς εὐλογία ὁ Θεός γιά νά ἐργάζεται τή μετάνοιά του – «ἔδωκα χρόνον ἵνα μετανοήσῃ» λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη - κι ὄχι τό χθές ἤ τό αὔριο. ῎Αλλωστε τό χθές παρῆλθε, ἐνῶ τό αὔριο εἶναι ἄδηλο ἄν θά ἔλθει. «Μή μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον», λέγει ὁ Κύριος. «᾽Αρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς». Τό τώρα λοιπόν εἶναι τό πεδίο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, αὐτό πού ὁ Κύριος προσφέρει γιά νά φανερώσει κανείς τούς καρπούς τῆς ὀργανικῆς σχέσεώς του μέ ᾽Εκεῖνον.

Καί (3) ἡ ἑνότητα μέ τόν Κύριο βιώνεται «ἐν σαρκί». Κανείς δέν μπορεῖ δηλαδή νά εἶναι χριστιανός ἔξω ἀπό τό σῶμα του ἤ παραθεωρώντας τό σῶμα του. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη κατανοεῖται μέ τρόπο ψυχοσωματικό, συνεπῶς μία χριστιανική ζωή ἐκτός σώματος δέν συνιστᾶ χριστιανική ζωή. ῞Οταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας σῶμα καί ψυχή, αὐτό σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τή βάση αὐτή. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ σωματικότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ γιά τήν ᾽Εκκλησία μας τό καίριο κριτήριο ὀρθῆς πίστεως. «Πᾶς μή ὁμολογῶν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν», βροντοφωνάζει ὁ ἀπόστολος ᾽Ιωάννης. ῎Ετσι ἀφενός κατανοεῖ κανείς τήν ἐπιμονή τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τή συμμετοχή τοῦ σώματος στήν πνευματική ζωή, μέ τίς διάφορες νηστεῖες, τίς γονυκλισίες, τήν ἐν γένει ἐγκράτεια, προκειμένου νά καταπολεμηθεῖ τό ἁμαρτωλό φρόνημά της ὡς στροφή πρός τά πάθη, ἀφετέρου δέν γίνεται ἀποδεκτή μία πνευματικότητα ῾ἐξωσωματικῶν᾽  ἐμπειριῶν. Οἱ διάφορες ῾ἐξωσωματικές᾽  ἐμπειρίες, ἐκεῖνες πού ὅπως εἴπαμε παραθεωροῦν τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά νά παραπέμψουν σέ κάποια εἴδη ῾πνευματικῆς᾽ ζωῆς, δέν ἐντάσσονται μέσα στήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἐκκλησιαστική παράδοση, γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ μεγάλη ἐπιφύλαξη καί προσοχή.

῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γιά μία ἀκόμη φορά καταθέτει τόν ἑαυτό του καί μᾶς καλεῖ νά τόν μιμηθοῦμε. Νά τόν μιμηθοῦμε ὄχι μέ τήν ἔννοια νά ἀναζητήσουμε κάτι ἔξω ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά νά ζήσουμε αὐτό πού ἤδη μᾶς ἔχει δοθεῖ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Κάποτε πρέπει νά πιστέψουμε στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς καί στήν ἤδη ἐγγύτητά Του πρός τόν καθένα μας. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ζωή πού μᾶς ἀνήκει, ἀρκεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι τό ἐγώ μας, μέ τόν τρόπο πού ἐξηγήσαμε,  εἶναι καί τό κεντρικό πρόβλημα πού δέν μᾶς ἀφήνει νά ζήσουμε αὐτό πού εἴμαστε: μέλη Χριστοῦ.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 41-56)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός  τις  προσῆλθε  τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς  πόδας  τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει  αὐτὸν  εἰσελθεῖν  εἰς  τὸν  οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν  ρύσει  αἵματος ἀπὸ ἐτῶν  δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον  τὸν  βίον  οὐκ ἴσχυσεν ὑπ ̓ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,  προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο  τοῦ κρασπέδου  τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος  καὶ οἱ σὺν  αὐτῷ· ἐπιστάτα,  οἱ ὄχλοι  συνέχουσί σε  καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ ̓ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι ̓ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰμὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει.  Καὶ κατεγέλων  αὐτοῦ,  εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, ἦρθε κάποιος πού τόν ἔλεγαν Ἰάειρο καί ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Αὐτός ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν παρακαλοῦσε  νά  πάει  στό  σπίτι  του,  γιατί  εἶχε  μιά  μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, πού ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Τήν ὥρα  πού ὁ Ἰησοῦς  βάδιζε  πρός  τό  σπίτι, τά  πλήθη  τόν περιέβαλλαν ἀσφυκτικά.  Κάποια  γυναίκα,  πού ὑπέφερε ἀπό αἱμορραγία δώδεκα χρόνια καί εἶχε ξοδέψει ὅλη της τήν περιουσία στούς γιατρούς, χωρίς κανένας νά μπορέσει νά τήν κάνει καλά, πῆγε πίσω ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ρούχου του, κι ἀμέσως ἡ αἱμορραγία της σταμάτησε. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Ποιός μέ ἄγγιξε;» Ἐνῶ ὅλοι ἀρνιοῦνταν, ὁ Πέτρος  καί ὅσοι ἦταν  μαζί  του ἔλεγαν: «Διδάσκαλε, οἱ ὄχλοι ἔχουν στριμωχτεῖ κοντά σου καί σέ πιέζουν κι ἐσύ λές ποιός μέ ἄγγιξε;» Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε: «Κάποιος μέ ἄγγιξε, γιατί ἐγώ ἔνιωσα νά βγαίνει ἀπό μένα δύναμη». Μόλις ἡγυναίκα εἶδε ὅτι δέν ξέφυγε τήν προσοχή του, ἦρθε τρέμοντας κι ἔπεσε στά πόδια του καί μπροστά σ’ ὅλο τόν κόσμο τοῦ εἶπε γιά ποιά αἰτία τόν ἄγγιξε κι ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ ἀμέσως. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε· πήγαινε στό καλό». Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἀκόμα  μιλοῦσε, ἦρθε  κάποιος ἀπό  τό  σπίτι  τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς καί τοῦ λέει: «Ἡκόρη σου πέθανε· μήν ἐνοχλεῖς πιά τόν δάσκαλο». Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ μή φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καί θά σωθεῖ». Φτάνοντας στό σπίτι, δέν ἄφησε κανέναν νά μπεῖ μέσα μαζί του, ἐκτός ἀπό τόν Πέτρο, τόν Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο, καθώς καί τόν πατέρα καί τή μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ὅλοι ἔκλαιγαν καί τή θρηνολογοῦσαν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τούς εἶπε: «Μήν κλαῖτε· δέν πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται». Ἐκεῖνοι τόν περιγελοῦσαν,  βέβαιοι  πώς  εἶχε  πεθάνει. Ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τό κορίτσι ἀπό τό χέρι καί τοῦ εἶπε δυνατά: «Κορίτσι,  σήκω!»  Τό  πνεῦμα  της ἐπέστρεψε  κι  αὐτή ἀμέσως σηκώθηκε. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέταξε νά τῆς δώσουν νά φάει. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν κατάπληκτοι. Ἐκεῖνος ὅμως τούς εἶπε νά μήν ποῦν σέ κανέναν τί εἶχε γίνει.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. 2, 16-20)

Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ,  καὶ ἡμεῖς  εἰς  Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί,  ξέρουμε  πώς ὁ ἄνθρωπος  δέν  μπορεῖ νά  σωθεῖ μέ  τήν τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτό κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά δικαιωθοῦμε μέ τήν πίστη στόν Χριστό κι ὄχι μέ τήν τήρηση τοῦ νόμου· γιατί μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέ θά σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. Ἄν ὅμως,  ζητώντας  νά  σωθοῦμε ἀπό  τόν  Χριστό,  βρεθήκαμε  νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοί ὅπως οἱ ἐθνικοί, σημαίνει τάχα πῶς ὁ Χριστός ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία; Ὄχι βέβαια! Γιατί, ἄν ὅ,τι γκρέμισα τό ξαναχτίζω,  εἶναι  σάν  νά ὁμολογῶ πώς ἔκανα  λάθος ὅταν  τό γκρέμιζα.  Κι ἀληθινά,  μέ  κριτήριο  τόν  νόμο, ἔχω  πεθάνει  γιά  τή θρησκεία τοῦ νόμου, γιά νά βρῶ τή ζωή κοντά στόν Θεό. Ἔχω πεθάνει στόν σταυρό μαζί μέ τόν Χριστό. Τώρα πιά δέ ζῶ ἐγώ, ἀλλά ζεῖ στό πρόσωπό μου ὁ Χριστός. Κι ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΓΑΛΑΚΤΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

«Ο Γαλακτίων και η Επιστήμη έζησαν επί της βασιλείας του Δεκίου και της ηγεμονίας του Σεκούνδου. Και ο μεν Γαλακτίων ήταν υιός του Κλειτοφώντος και της Λευκίππης, Ελλήνων (δηλαδή ειδωλολατρών)  και των δύο, οι οποίοι  κατηχήθηκαν στη χριστιανική πίστη από κάποιο μοναχό ονόματι Ονούφριο και δέχτηκαν το άγιο βάπτισμα. Η δε Επιστήμη και αυτή είχε γονείς Έλληνες, κι όταν παντρεύτηκε τον Γαλακτίωνα, βαπτίστηκε κι η ίδια χριστιανή. Αποφάσισαν από κοινού να διατηρήσουν την παρθενία τους και να ζήσουν με πλήρη αφιέρωση στον Θεό. Πράγματι, ακολούθησαν κάθε σκληραγωγία και ασκητική κακοπάθεια, ενώ έπειτα συνελήφθησαν από τον άρχοντα Ούρσο. Κι αφού ρωτήθηκαν για την πίστη τους και ομολόγησαν τον Χριστό, τους κτύπησαν με σφοδρότητα και τρύπησαν τα νύχια τους με μυτερά καλάμια. Στη συνέχεια ακρωτηρίασαν με μαχαίρι τα χέρια και τα πόδια τους και τέλος τους έκοψαν τα κεφάλια. Κι ο μεν άγιος Γαλακτίων ήταν τότε τριάντα ετών, η δε αγία Επιστήμη δέκα έξι».

Σύζυγοι και μοναχοί ταυτόχρονα οι άγιοι σήμερα, οι οποίοι ανήκουν σ’  εκείνην την  ομάδα των χριστιανών που ακολούθησαν τον λεγόμενο λευκό γάμο: ενώ είναι σύζυγοι δεν έχουν σαρκικές σχέσεις. Ο υμνογράφος μάλιστα με μία πολύ όμορφη φράση – κι όχι μόνο με αυτήν -  εκφράζει τη διπλή αυτή παράδοξη σχέση τους: Οι άγιοι αποτελούν «κλέος συζυγίας, αζύγων μέγα θαύμα». Οι άγιοι είναι η δόξα της συζυγίας, αλλά και το μέγα θαύμα των μοναχών. Δεν προβάλλει η Εκκλησία μας τον λευκό γάμο  ως παράδειγμα προς μίμηση. Ο λευκός γάμος αποτελεί επιλογή ορισμένων συζύγων, οι οποίοι εκτιμώντας τις δυνάμεις τους και την όλη σκοποθεσία της ζωής τους αποφασίζουν ότι η διατήρηση της παρθενίας τους, έστω και μέσα στον γάμο, συνιστά επιλογή που διευκολύνει το συμφέρον της ψυχής τους. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «Άμφω τα συμφέροντα συμφρονήσαντες».  Συμβαίνει κάτι παρόμοιο ίσως με το χάρισμα της σαλότητας. Ενώ είναι χάρισμα εκ Θεού, δεν προτείνεται ως δρόμος ζωής από την Εκκλησία μας. Κι αυτό είναι κάτι που δείχνει πόσο η Εκκλησία πορεύεται προσγειωμένα και με συμπάθεια προς τους πιστούς: κάθε φορά τονίζει τον μέσο δρόμο, χωρίς όμως να αποκλείει για όσους το επιθυμούν, κάτι διαφορετικό ως υπέρβαση. Διότι το ζητούμενο από εκείνην είναι όχι ο δρόμος, ο όποιος δρόμος, αλλά η σχέση με τον Χριστό. Αυτό συνιστά τον σκοπό και δεν πολυεπεμβαίνει στα μέσα προς κατάκτηση του σκοπού.

Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε ότι ο λευκός γάμος κάποιων εγγάμων αγίων της Εκκλησίας δεν αποτελεί κριτική κατά του ευλογημένου γάμου των υπολοίπων πιστών. Τούτο θα συνιστούσε βλασφημία, που θα αναιρούσε το ίδιο το μυστήριο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο η ψυχοσωματική σχέση των συζύγων λειτουργεί ως εικόνα της σχέσης του Χριστού με την Εκκλησία. «Το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν».  Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε ήταν Εκείνος που με την παρουσία Του στον γάμο της Κανά  ευλόγησε την κανονικότητα του γάμου και μίλησε για το είδος αυτής της σχέσεως, συμπεραίνοντας ότι «ουκέτι εισί δύο, αλλά μία σαρξ». Με τη χάρη του Θεού δηλαδή ο άνδρας και η γυναίκα συζεύγνυνται, ενώνονται έτσι που αποτελούν τον ένα άνθρωπο, με προσανατολισμό προς τον Χριστό, κάτι που σημαίνει ότι οι σχέσεις πια του ζευγαριού, ψυχικές και σωματικές,  ανάγονται πέρα από το απλό οριζόντιο επίπεδο σε επίπεδο πνευματικό.

Παρ’  όλα αυτά! Η συζυγία του αγίου ζεύγους Γαλακτίωνος και Επιστήμης λειτουργεί παραδειγματικά και για εγγάμους και για μοναχούς. Πώς; Με το να βλέπει κανείς τον μεγάλο πόθο που είχαν για τον Χριστό, τέτοιον που τους έκανε να αρνούνται τα θέλγητρα του αμαρτωλού κόσμου και να ενώνονται με τον σύνδεσμο του αγίου Πνεύματος. «Τω θείω πόθω του Χριστού αρνησάμενοι κόσμον, συνεδέθητε μάλλον τω Πνεύματι, Αθληταί». Η πνευματική σύνδεσή τους ήταν εκείνη που συνιστούσε το όραμά τους και τους έδινε τη δύναμη να προχωρήσουν και μέσα στα μαρτύρια. Οι στίχοι του συναξαριού τους είναι αποκαλυπτικοί: «ασυνδυάστους συζύγους κτείνει ξίφος, την ψυχικήν σύζευξιν ηγαπηκότας». Το ξίφος σκότωσε τους παρθένους συζύγους, διότι αγάπησαν την ψυχική σύζευξή τους. Κι αλλού: «Επιθυμήσατε την αποχή από τις σαρκικές σχέσεις λόγω του πόθου της αγνότητας και της ασκήσεως. Ενωμένοι όμως με στέρεη πίστη και μονοιασμένοι στην ψυχή ενωθήκατε πάλι για τους αθλητικούς αγώνες, οσιομάρτυρες». Αυτό είναι το όραμα όλων των πιστών: να είμαστε μονοιασμένοι μεταξύ μας, κάτι που είναι κυρίως θέμα της ψυχής και λιγότερο του σώματος. Αυτό συνιστά την προϋπόθεση για να έχουμε ομόνοια και με τον Κύριο. Και στους εγγάμους: η ομόνοια των σωμάτων, οι σαρκικές σχέσεις, πρέπει να οδηγούν στην ομόνοια των ψυχών. Το ξαναλέμε. Όλα λειτουργούν αναγωγικά: με την ενότητά μας να ενωνόμαστε με τον Θεό μας.

04 Νοεμβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ

«Ὁ Γεώργιος, ὁ γεωργός τῆς ἀρετῆς καί σύνοικος τῆς σοφίας, τό εὔχρηστο σκεῦος τοῦ παντοδύναμου Παρακλήτου Πνεύματος καί ἡ ἀκένωτη βρύση  τῶν ἰαμάτων, ἀφοῦ ἀκολούθησε κατά τά νεώτερα χρόνια τά βήματα τῶν παλαιῶν λαμπρῶν ὁσίων πατέρων, ἔγινε στύλος καί εἰκόνα γι’ αὐτούς πού θέλουν νά ζοῦν μέ εὐσέβεια».

Ὁ καλός καί γνωστός ὑμνογράφος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, καί κατά ἀκρίβεια τυπική «Μέγας ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας», δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, ὁ ὁποῖος συνέγραψε καί τήν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Γεωργίου Καρσλίδου τοῦ ὁμολογητοῦ, μέ τά παραπάνω σύντομα λόγια στό συναξάρι τῆς ἀκολουθίας του συνοψίζει τά κύρια στοιχεῖα τῆς κατά Χριστόν πολιτείας τοῦ ὁσίου: ὁ ὅσιος ὑπῆρξε ἄνθρωπος τῆς ἀρετῆς καί τῆς σοφίας, ὑπῆρξε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνει ὁ ἴδιος ὅπως ἀσφαλῶς καί τά χαριτόβρυτα λείψανά του βρύση τῶν ἰαμάτων γιά κάθε ἀσθένεια τῶν πιστῶν ἀνθρώπων πού πρόστρεχαν καί προστρέχουν σ’ αὐτόν. Αἰτία τῶν ὑπερφυῶν αὐτῶν καταστάσεων ἦταν τό γεγονός ὅτι προσπάθησε στή ζωή του νά ἀκολουθήσει τά χνάρια τῶν παλαιῶν μεγάλων ὁσίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό κι ἐκεῖνος μαζί μέ τούς μεγάλους ὁσίους ἔγινε στήριγμα καί πρότυπο γιά ὅλους τούς πιστούς χριστιανούς.

Μέ ἔμπνευση, γνώση κι ἐπιστήμη ὁ ὑμνογράφος μας ἀναπτύσσει μέ τή δοσμένη ἀπό τόν Θεό χάρη πού ἔχει ὅλες τίς διαστάσεις αὐτές τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Γεωργίου. Ἐπανειλημμένως ἐπισημαίνει καταρχάς ὅτι ὁ ὅσιος ὑπῆρξε ἄνθρωπος στόν ὁποῖο εἶχαν κατοικήσει ὅλες οἱ ἀρετές τοῦ Θεοῦ: ἤδη γιά παράδειγμα στό ἀπολυτίκιό του μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἦταν «τοῦ χαροποιοῦ πένθους μύστης καί καθρέπτης τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς ταπείνωσης καί τῆς πνευματικῆς ἐγρήγορσης»· ἦταν «αὐτός πού ἀναλώθηκε μέ τήν ἀγάπη καί τή συμπάθειά του πρός κάθε συνάνθρωπο, καθοδηγώντας ἀπλανῶς τόν λαό τοῦ Θεοῦ» (ἰδιόμελο τοῦ ὄρθρου)· ἦταν ὁ ἐγκρατέστατος ἄνθρωπος πού «ζοῦσε μέ σκληραγωγία τῆς σάρκας του καί μέ ἀσιτία» (ὠδή γ΄)· αὐτός πού «ἔτρεχε πρῶτος στήν ἐλεημοσύνη, δείχνοντας ὅτι εἶναι τό φῶς τῆς ἀγάπης» (ὠδή δ΄)· αὐτός πού ὑπῆρξε «ἡ βάση τῆς σωφροσύνης καί ἡ λάμψη τῆς ἀγαθωσύνης» (οἶκος κοντακίου). Μ’ ἕνα λόγο ὑπῆρξε ἄνθρωπος πού «στό πρόσωπό του οἱ χριστιανοί τῶν νεώτερων χρόνων ἔβλεπαν τά κατορθώματα τῶν ὁσιώτατων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Αἰγύπτου» (στιχηρό προσόμοιο ἑσπερινοῦ), έβλεπαν δηλαδή ἕναν  ἄλλον Ἀντώνιο, ἄλλον Εὐθύμιο, ἄλλον Μακάριο, καί πού τελικῶς «μέ τήν ἄσκησή του ἔφθασε ὡς ἄσαρκος μέχρι τούς ἀγγέλους καθώς ἀνέβηκε τήν κλίμακα ὅλων τῶν ἀρετῶν» (ὠδή ε΄).

Κι ἐπισημαίνει βεβαίως ὁ καλός καί πιστός ὑμνογράφος ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἀρετές δέν ὑπῆρξαν ἕνα κατόρθωμα τοῦ ἁγίου, βασισμένου στίς δικές του δυνάμεις, ὥστε ἡ καύχηση νά εἶναι γι’ αὐτόν.  Ἦταν ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν ὕπαρξή του, πού ἔκανε τόν ἅγιο, «καθώς ἀγάπησε ἀπό μικρό παιδί τόν Χριστό καί κατηύθυνε πρός Αὐτόν ὅλη τήν ἔφεση τῆς ψυχῆς του» (αἶνοι),  νά φανερώνεται ἀπό ὅπου πέρασε – εἴτε τήν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου εἴτε τή χώρα τῆς Γεωργίας εἴτε τήν πόλη τῆς Δράμας καί τό ἱδρυθέν ἀπό αὐτόν μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως - μέ τόσο θεοχαρίτωτο τρόπο. Γι’ αὐτό καί ἡ ὅποια ἀρετή του ἦταν στερεωμένη στό θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ταπείνωση, γιατί εἶναι ἡ μόνη πού ἑλκύει ὡς μαγνήτης κυριολεκτικά τή χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Καί παίρνει ἀφορμή ὁ ἐνημερωμένος ὑμνογράφος μας ἀπό «τόν ταπεινόν ἀσκητήν» (στιχηρό ἑσπερινοῦ), γιά νά διεισδύσει λίγο στήν ψυχή του πάνω στήν ὑψοποιό αὐτήν ἀρετή. Καί μᾶς καθοδηγεῖ καί μᾶς συγκινεῖ, λέγοντάς μας ὅτι ἡ ταπείνωσή του αὐτή ἦταν ὁ καρπός μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τῆς ἀσκητικῆς του προσπάθειας «νά κρατάει τόν νοῦ του στόν Ἅδη, χωρίς ὅμως νά ὁδηγεῖται σέ ἀπόγνωση, γι’ αὐτό καί νά ἀξιώνεται τῆς ἀπόλαυσης τοῦ Θαβωρίου φωτός» (λιτή). Τί κάνει ὁ ὑμνογράφος; Μέ φωτισμό προφανῶς Θεοῦ, «δανείζεται» τήν ἐκφρασμένη διά γραφίδος ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἄθω καί ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ ἐμπειρία τοῦ ἰδίου ἁγίου Σιλουανοῦ, γιά νά πεῖ ὅ,τι ἐκεῖνος εἶχε δεῖ ὡς ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στόν ἑαυτό του. Αὐτό δηλαδή πού ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο στόν ἅγιο Σιλουανό, σύγχρονο σχεδόν τοῦ τιμωμένου ἁγίου μας,  προκειμένου νά μένει στήν ταπείνωση, συνεπῶς καί στή χάρη τοῦ Θεοῦ, «κράτει τόν νοῦν σου εἰς τόν ἅδη καί μή ἀπελπίζου», τό ἴδιο ἀποδίδει ὁ ὑμνογράφος καί στόν ἅγιο Γεώργιο Καρσλίδη. Κι ἔχει δίκιο: γιατί ὁ πνευματικός ἀγώνας, παρ’ ὅλες ἴσως τίς διακλαδώσεις του, εἶναι κοινός σέ ὅλους τούς ἁγίους.

Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὑψώνεται λοιπόν κι αὐτός σέ οἰκουμενικό πρότυπο γιά ὅλους τούς πιστούς, προσφέροντας σ’ αὐτούς τή χάρη τῶν ἰάσεων καί τή λύση τῶν ποικίλων προβλημάτων τοῦ βίου τους. Γιατί ἀκριβῶς ἔγινε κι αὐτός «σκεῦος ἐκλογῆς», σάν ὅλους τούς Πατέρες καί ὁσίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί μέσα ἀπό αὐτόν διακρίνουμε καθαρά τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τήν παρουσία τῆς χάρης Του. Κι ἕνα στοιχεῖο πού ἐπιβεβαιώνει μέ περίτρανο τρόπο τήν ἀλήθεια αὐτή εἶναι καί τό ὅτι ὁ ἅγιος Γεώργιος πέρασε ἀπό πολύ μικρός πάρα πολλούς κόπους, κινδύνους, φυλακίσεις, μέ ἀποτέλεσμα τήν σχεδόν ὁλοκληρωτική του ἐξάντληση. Μέχρι θανάτου κινδύνεψε ὁ ὅσιος, χωρίς ὅμως οὐδ’ ἐπί στιγμήν νά καμφθεῖ τό ἀνδρειότατο φρόνημά του. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, οἱ πόνοι τοῦ σώματός του καί τό εὔθραστο τῆς ὑγείας του συνοδεύονταν ἀπό μία καρδιά γεμάτη ἀπό χάρη Θεοῦ, συνεπῶς ἀπό πνευματική ὑγεία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἦταν αὐτός πού ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριο νά ἄρει ἀπό αὐτόν τόν «σκόλοπα τῆ σαρκί», Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε ὅτι «σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη Μου», ὁπότε κατάλαβε ὁ ἀπόστολος ὅτι «ὅταν ἀσθενῇ τότε δυνατός ἐστι»; Τό ἴδιο συμβαίνει, κατά τόν ὑμνογράφο, καί μέ τόν ἅγιο Γεώργιο. «Τό ἀσθενικό του σῶμα ἔκρυβε μία ὑγιέστατη καρδιά… κι ἦταν στήν πραγματικότητα ἡ ἀγόγγυστη ἀπό αὐτόν ἀνάληψη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου πάνω του» (δοξαστικό τῶν ἀποστίχων).

Γι’ αὐτό καί ἄφοβος καί ἀνδρεῖος ὁ ὅσιος μετάγγιζε καί συνεχίζει νά μεταγγίζει ἀφοβία καί ἀνδρειότητα σέ κάθε πιστό πού ἀναφέρεται σέ αὐτόν, ὅπως πολύ ὡραῖα ἐπίσης τό ἐπισημαίνει ὁ σεμνός ὑμνογράφος. «Θάρρος καί ἰσχύ καί δύναμη δίνεις ὡς βραβεῖο, ὅσιε Γεώργιε, σέ ὅλους τούς πιστούς πού σέ μακαρίζουν μέ ἄξιο τρόπο» (ὠδή θ΄). Ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει ἀντιμετωπίσει τόν θάνατο μέ πίστη Χριστοῦ, ἕνας κυριολεκτικά ὁμολογητής τῆς πίστεως, αὐτός νιώθει τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ μέσα του καί μπορεῖ ὡς ὑγιές μέλος Ἐκείνου νά τήν προσφέρει καί στά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος.  Κι ἄς ἐπιτραπεῖ νά τονίσουμε ἐδῶ μία λεπτή  ἐπισήμανση τοῦ ὑμνογράφου ὡς πρός τήν ὁμολογιακή διάσταση τῆς πίστεως τοῦ ὁσίου. Πολλοί στήν ἐποχή μας καυχῶνται γιά τό γεγονός ὅτι εἶναι ὁμολογητές τῆς πίστεως. Διατείνονται ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι καί πρέπει νά εἶναι ἐποχή ὁμολογίας. Καί κανείς δέν ἀντιλέγει ὡς πρός αὐτό. Εἶναι κάτι ἄλλωστε πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό ἐζήτησε. Μέ μία προϋπόθεση: ἡ ὁμολογία συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τά παθήματα, τήν ἄσκηση, τό μαρτυρικό φρόνημα. Γιατί μία ὁμολογία πού μένει μόνο σέ φωνασκίες καί σέ συνθήματα δέν ξέρουμε κατά πόσον συνάδει μέ τό φρόνημα τοῦ Κυρίου, τῆς Ἐκκλησίας Του, τῶν ἁγίων Του. Ποιά ἐπισήμανση κάνει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος; Προσπαθώντας νά κατανοήσει τόν χαρακτηρισμό τοῦ ἁγίου Γεωργίου ὡς ὁμολογητοῦ, γράφει μεταξύ ἄλλων: «Φυλακήν καθυπέμεινας καί διεσώθης ἐκ θανάτου, πανόλβιε, ἵνα στέφανον λάβῃς ὁμολογίας σου». Ὑπέμεινες δηλαδή τή φυλάκιση καί διασώθηκες ἀπό τόν θάνατο, παμμακάριστε, προκειμένου νά λάβεις τό στεφάνι τῆς ὁμολογίας σου (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Ὁμολογητής δηλαδή εἶναι καί χαρακτηρίζεται ἐκεῖνος πού ἔχει πάθει γιά τόν Κύριο καί τήν πίστη Του, πού σημαίνει ὅπως εἴπαμε ὅτι δέν ἐξαντλεῖται τό ὁμολογιακό στοιχεῖο μόνο σέ λόγια καί φωνές. Γι’ αὐτό καί μακαριστός ἁγιορείτης ασκητής, ὁ Γερο-Δαμασκηνός ἀπό τον ἅγιο Βασίλειο στα Κατουνάκια, πού ἔζησε ὅλη τή ζωή του στην ἐρημική αὐτή περιοχή, σημείωνε ὅτι ναί μέν στήν ἐποχή μας κάποιοι χωρίζουν τούς συγχρόνους χριστιανούς σέ ὁμολογητές καί μή, ἀλλά ἡ πραγματικότητα αὐτή θά φανεῖ τότε πού θά προκύψουν τά ἀληθινά προβλήματα καί θά χρειαστεῖ έμπρακτα νά φανερώσει ὁ πιστός ἄν πράγματι εἶναι πιστός ἤ ὄχι.  Καί μέ τά ἴδια τά λόγια του πού εἶπε σέ κάποιον θεωρούμενο ὁμολογητή και ζηλωτή: "Πάτερ Ἰ..., στά τελευταῖα χρόνια θά ἄρει ὁ Θεός τήν εὐλογία τῆς ὁμολογίας ἀπό πολλούς ὑποκριτάς ζηλωτάς καί θά τή δώσει σέ ανθρώπους μέ ἀγαθή προαίρεση καί καλή διάθεση" (Ἱερομ. Φιλίππου, Ἡ σοφία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. Φερενίκη, σελ. 34).  

Ἡ ἐπισήμανση τῶν χαρίτων τοῦ ἁγίου, ἡ μεγάλη παρρησία του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὥστε νά διενεργοῦνται καθημερινῶς καί ὅσο ζοῦσε ἀλλά καί μετέπειτα πάμπολλα θαύματα, ἡ βεβαιωμένη ἐπίκλησή του πού ὁδηγεῖ σέ μετάνοια τούς ἀνθρώπους, δέν θά εἶχε τέλος. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργον νά ἀναζητήσουμε καί νά πάρουμε στά χέρια μας τό βιβλίο πού ἔγραψε γι’ αὐτόν, (κατόπιν παρακλήσεως τό 1979 τῆς ὁσιώτατης μακαριστῆς ἡγουμένης στό μοναστήρι τοῦ ὁσίου Ἀκυλίνας μοναχῆς), ὁ μακαριστός κι αὐτός πιά Γέροντας Μωϋσής μοναχός. Κι ἐκεῖ θά δοῦμε καί θά θαυμάσουμε τήν ἐπακριβή πορεία, ἐπίγεια καί πνευματική, τοῦ ὁσίου Γεωργίου. Καί μακάρι νά κατανυχθοῦμε, ὥστε μέσα στά πλαίσια καί τῆς δικῆς μας ζωῆς νά μεταφέρουμε κάτι ἀπό τήν ἁγιασμένη ζωή του. Καί νομίζουμε ὅτι ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἀρκετά μετά ἀπό τή βιογράφησή του ἀπό τόν μακαριστό Μωϋσή, τότε πού βρισκόταν ὁ λόγιος αὐτός Γέροντας στά τέλη τῆς ζωῆς του μέσα ἀπό πολλούς κόπους καί ἀσθένειες καί πειρασμούς, τοῦ φανερώθηκε, μαζί μέ τόν ἅγιο Ἱερώνυμο τόν Σιμωνοπετρίτη καί τήν ὁσία Σοφία τῆς Κλεισούρας, γιά νά τοῦ δώσει δύναμη καί κουράγιο στή δυσκολεμένη του κατάσταση καί νά ἐκφράσει τήν εὐαρέσκειά του γιά τήν ἐνασχόλησή του μέ αὐτόν.

Ταῖς πρεσβείας τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Γεωργίου Καρσλίδη, ὁ Κύριος νά σώσει καί νά ἁγιάσει ὅλους μας.

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο μακάριος Ιωαννίκιος γεννήθηκε κατά το εικοστό τέταρτο έτος της τυραννίας του θηριωνύμου Λέοντος, στη χώρα των Βιθυνών. Ο πατέρας του λεγόταν Μυριτρικής και η μητέρα του Αναστασού. Σε ηλικία σαράντα ετών εξεστράτευσε μαζί με τον βασιλιά κατά των Βουλγάρων και έδειξε τέτοια ανδρειοσύνη, ώστε μπροστά στα μάτια του βασιλιά κατέκοψε πολλούς Βουλγάρους, σώζοντας τους ομοφύλους του. Θέλοντας να αποφύγει τη μελετώμενη από τον βασιλιά απέναντί του τιμή και δόξα, έρχεται στο όρος  του Ολύμπου, όπου άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά  θεϊκή φωνή να του λέει να ανέβει υψηλότερα. Εκεί συνάντησε δύο μοναχούς, που  δεν τους είχε δει ποτέ κανένας, οι οποίοι φορούσαν τρίχινα ρούχα και τρέφονταν με άγρια βότανα. Αυτοί του μίλησαν για όσα είχε ως σκοπό να κάνει, ενώ έλαβε από αυτούς ως περιβολή τη χάρη της προσευχής. Αφού έφυγε από εκεί, πήγε πρώτα στο όρος του Τριχάλικος, έπειτα στη Μονή των Αυγάρων και τέλος στα όρη της Κοντουρίας. Έμαθε τριάντα ψαλμούς, τους οποίους έψαλλε μαζί με κάποιο τροπάριο που ο ίδιος σύνθεσε: Η ελπίς μου ο Θεός, καταφυγή μου ο Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον. Αυτός ο μακάριος αφού πέρασε από πολλά μέρη και έκανε μεγάλα θαύματα και προφήτευσε  για τα μέλλοντα, ήλθε και προς τη Μονή του Αντιδίου, οπότε πλήρης ημερών αναπαύτηκε εν Κυρίω, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών».

  Ο όσιος Ιωαννίκιος είναι γνωστός καταρχάς σε όλο το πιστό πλήρωμα της Εκκλησίας από το συντεθειμένο από αυτόν τροπάριο που καθημερινώς λέγεται κατά την ακολουθία του Αποδείπνου (μικρού και μεγάλου): «η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς αγία, δόξα Σοι». Η έξοδός του από τον κόσμο, όπως είδαμε στο συναξάρι του, ήταν αποτέλεσμα  της αποφυγής της ανθρώπινης δόξας, δείγμα της ταπείνωσης που τον διακατείχε, συνεπώς της παρουσίας της δόξας του Θεού μέσα στην καρδιά του, η οποία έγινε και ο καθοδηγητής του για τον πνευματικό δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.  Κατά τον υμνογράφο «υψούσαν ταπείνωσιν έσχηκας», και γι’  αυτό «περπάτησες την οδό που εισάγει, χωρίς επιστροφή, στην ουράνια πόλη. Διότι το άγιον Πνεύμα, που είχε αναπαυτεί στην καρδιά σου, ήταν ο οδηγός σου».  Κι αυτό συνιστά μία παραδοξότητα: πώς ένας στρατιώτης, που πολεμούσε με τόση γενναιότητα και σκότωσε στον πόλεμο τόσους εχθρούς,  μπορούσε να έχει στην καρδιά του τέτοια χάρη Θεού;

Πέρα από το γεγονός βεβαίως ότι το παράδειγμα του οσίου Ιωαννικίου μας υπενθυνμίζει πως δεν πρέπει να σπεύδουμε να κρίνουμε επιφανειακά τους συνανθρώπους μας – «μη κρίνετε κατ’  όψιν» είπε ο ίδιος ο Κύριος -   η εξήγηση ίσως να βρίσκεται σε μια επισήμανση του υμνογράφου που λέει: «ρεόντων τα μένοντα ηλλάξω, εμφρόνως τον σον αναλαβών σταυρόν Ιωαννίκιε, και έν αβάτοις όρεσιν, ως ο Ηλιού ο μέγιστος, υποχωρών διετέλεσας». Δηλαδή: Με φρόνηση, Ιωαννίκιε, αντάλλαξες τα ρέοντα της ζωής αυτής με τα μένοντα και αιώνια της βασιλείας του Θεού, αναλαμβάνοντας τον σταυρό της ακολουθίας του Κυρίου, και σε απάτητα όρη, σαν τον μέγιστο Ηλία, υποχωρούσες διαρκώς. Έχουμε την εντύπωση ότι η μελετώμενη από τον βασιλιά τιμή και δόξα του οσίου ως στρατιώτη τότε, λειτούργησε ως απλή αφορμή, προκειμένου  αυτός να οδηγηθεί σε οριστική απόφαση απομάκρυνσής του  από τη γοητεία και τις παγίδες του κόσμου τούτου. Ήδη πρέπει να βρισκόταν σε προβληματισμό  και αναταραχή περί του πρακτέου της ζωής του, γι’  αυτό και όταν βρέθηκε στο οριακό σημείο αποδοχής ή όχι της ανθρώπινης δόξας, η θέλησή του έκλινε εκεί που κτυπούσε  η καρδιά του: να ακολουθήσει με ολοκληρωτικό δόσιμο του εαυτού του τον Χριστό∙ να ανταλλάξει τα ρέοντα με τα μένοντα.  Ίσως μας παραπέμπει τούτο στον απόστολο Παύλο, ο οποίος ναι μεν προ της μεταστροφής του στη χριστιανική πίστη δίωκε τους χριστιανούς, όμως δεν πρέπει να αισθανόταν καλά με αυτό που έκανε. Και προφανώς γι’ αυτό ο Κύριος, βλέποντας το βάθος της καρδιάς Του, τον κάλεσε με έναν εξαιρετικό τρόπο να γίνει απόστολός Του.

Ο υμνογράφος από εκεί και πέρα αναφέρεται στον πνευματικό αγώνα καθάρσεως της καρδιάς του οσίου, η οποία τον οδήγησε σε τέτοια πλάτυνση του εσωτερικού του κόσμου, ώστε εκτός από θαυματουργός να είναι και προορατικός: «Ιωαννίκιε, με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, αφού καθάρισες το όμμα της διάνοιάς σου, σου δόθηκε η χάρη της προφητείας, ώστε να μιλάς για τα μέλλοντα ως παρόντα, και να βλέπεις τα μακρινά ως κοντινά». Εκεί όμως που πρέπει, νομίζουμε,  ιδιαιτέρως να σταθούμε είναι σ’  έναν ύμνο από την ογδόη ωδή. Ο υμνογράφος βλέπει τον όσιο να στέκεται πάνω σε ψηλό όρος, όπως ένα λυχνάρι πάνω στη λυχνία – κατά τον λόγο του Κυρίου βεβαίως «ουδείς λύχνον άψας τίθησιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’  επί την λυχνίαν» - και από εκεί να  καταφωτίζει με την πίστη τα νοήματα των ανθρώπων, διότι τους υποδεικνύει με άριστο τρόπο τον αληθινό δρόμο της ζωής και τους ανεβάζει έτσι με τον θείο λόγο του στο ύψος της εν Χριστώ απάθειας. «Ιστάμενος άνω προς το όρος, ως επί λυχνίας, όσιε, πάντων τα νοήματα πίστει κατεφώτιζες, υποδεικνύων άριστα Ιωαννίκιε, την τρίβον της ζωής και ανάγων τούτους θείω λόγω, προς ύψος απαθείας».

Γιατί  ο τονισμός του συγκεκριμένου ύμνου; Διότι σε ημέρες κρίσιμες σαν αυτές που διερχόμαστε, ο όσιος, όπως λέει ο ύμνος, που λειτουργούσε θεραπευτικά για τους ανθρώπους, με την έννοια ότι διόρθωνε λογισμούς, μπορεί να μας βοηθήσει κατά αντίστοιχο τρόπο. Δηλαδή, να μάθουμε κι εμείς ακούγοντάς τον να μη μείνουμε δεμένοι σε ό,τι προκαλεί ταραχή και φόβο – τα ρέοντα της ζωής αυτής – αλλά με φωτισμένο νου να επιμένουμε στην αληθινή οδό, που δεν είναι άλλη από τη ζωή του Χριστού, και να προσβλέπουμε στο ύψος της υπέρβασης των ανθρωπίνων παθών και καταστάσεων. Κι είναι εύλογο: η ζωή αυτή μονίμως έχει το χαρακτηριστικό της ταραχής, διότι δεν είναι μόνιμη κατάσταση. «Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Μη κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτά που διερχόμαστε ως κοινωνία και έθνος και παγκόσμια είναι αιώνια. Αυτά έρχονται και παρέρχονται. Τα αιώνια όμως που είναι ο Χριστός και ο άγιος λόγος Του δεν παρέρχονται ποτέ: «οι λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν».