21 Ιανουαρίου 2023
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ, ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
«Ο άγιος Τιμόθεος ήταν από την πόλη Λύστρα, από πατέρα
ειδωλολάτρη και μητέρα Ιουδαία, που λεγόταν Ευνίκη. Μαθήτευσε στον
απόστολο Παύλο και έγινε συνεργός του και κήρυκας του θείου Ευαγγελίου, οπότε
πήγε με τον άγιο Ιωάννη τον ιδιαιτέρως αγαπημένο μαθητή του Κυρίου και κατέστη
από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο επίσκοπος Εφέσου. Όταν λοιπόν εκβράστηκε ο
άγιος Ιωάννης από τη θάλασσα (όπως ιστορεί και στα συγγράμματά του ο Ειρηναίος
ο επίσκοπος Λουγδούνων) και πήγε πίσω στην Έφεσο, κι ύστερα οδηγήθηκε στη νήσο
Πάτμο από τον βασιλιά Δομετιανό ως εξόριστος, αυτός ο μακάριος Τιμόθεος πήρε τη
θέση του στην επισκοπή των Εφεσίων. Κάποτε λοιπόν που οι ειδωλολάτρες, σε
κάποια πατροπαράδοτη εορτή τους που ονομαζόταν «Καταγώγιο», στην πόλη των
Εφεσίων, κρατούσαν είδωλα στα χέρια τους και έβαζαν κάποια από αυτά σαν
προσωπεία πάνω τους και τραγουδούσαν με αυτά και επετίθεντο σε άνδρες και
γυναίκες με ληστρικό τρόπο και έκαναν φονικά, ο μακάριος Τιμόθεος δεν άντεξε να
βλέπει το άτοπο των ενεργειών τους, αλλά αντιθέτως έλεγχε τη μάταια αυτή πλάνη
τους, προτρέποντάς τους να αφήσουν τις αισχρές πράξεις, οπότε φονεύτηκε από αυτούς, καθώς του επετέθησαν
με ρόπαλα. Ύστερα δε το άγιο λείψανό του μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη
και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων, όπου τελείται και η Σύναξή του».
Ο άγιος απόστολος Τιμόθεος θεωρείται ο αγαπημένος μαθητής
του αποστόλου Παύλου, τον οποίον ακολουθούσε συχνά στις ιεραποστολικές
περιοδείες του και από τον οποίο δέχτηκε και τις δύο γνωστές ομώνυμές του
επιστολές της Καινής Διαθήκης, την Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον. Και ως μαθητής του
Παύλου, η αναφορά του ήταν προς τον Χριστό - αυτό είναι το γνώρισμα της ορθής
μαθητείας στους αποστόλους: να ακολουθούν τα ίχνη του Κυρίου. Διότι οι
απόστολοι, ως γνωστόν, δεν είχαν γύρω τους μαθητές-οπαδούς, δεν δημιουργούσαν
ένα είδος πνευματικού «γκέτο», αλλά αυτούς που τους ακολουθούσαν τους
προσανατόλιζαν αμέσως στον μόνον Σωτήρα των ανθρώπων, τον Ιησού Χριστό. Εκείνον
φανέρωναν οι ίδιοι, Εκείνον λοιπόν και «έβλεπαν» οι μαθητές τους. Η υμνολογία
της εορτής του αγίου Τιμοθέου απαρχής, ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού, το
ξεκαθαρίζει: «Θεόφρον Τιμόθεε, ήπιες τον χείμαρρο της ομορφιάς του Θεού και
φρονώντας σαν Εκείνον πότισες αυτούς που ποθούν θερμά τη γνώση Του, μιμούμενος
τον Χριστό». Ενώ ήταν μαθητής του Παύλου, τον Θεό «έπινε», Εκείνον δίδασκε, τον
Χριστό εμιμείτο. Ο απόστολος Παύλος υπήρξε «καταπέλτης» σ’ εκείνους που θέλησαν
να αλλοιώσουν την αλήθεια αυτή στην Κόρινθο. Όταν κάποιοι αποπειράθηκαν να
ομαδοποιηθούν με κέντρο κάποιους αποστόλους και όχι τον Χριστό, εκείνος αμέσως
αντέδρασε με οξύτητα: «Τι είναι ο Πέτρος ή ο Παύλος ή ο Απολλώς; Μήπως αυτοί
σταυρώθηκαν για χάρη σας; Του Χριστού είμαστε όλοι και σε Εκείνον ανήκουμε».
Η κλήση του να γίνει χριστιανός και η συγκατάλεξή του
μάλιστα στη χορεία των αποστόλων δεν ήταν του Παύλου ή κάποιου άλλου αποστόλου.
Μπορεί ο απόστολος Παύλος να ήταν το μέσο της κλήσεώς του, όμως Εκείνος που
γοήτευσε την καρδιά του και την έλκυσε προς Αυτόν ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος
«βλέποντας ως προγνώστης και παντογνώστης την ομορφιά της διανοίας του τον αξίωσε να συλλειτουργεί
με τους θείους αποστόλους, Αυτός που με τη σοφή Του πρόνοια φροντίζει για
εμάς». Η θέση αυτή του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους για τον άγιο Τιμόθεο συνιστά αποκάλυψη στην ουσία του ίδιου του Χριστού για
όλους τους ανθρώπους. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με – είπε ο Κύριος – εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν», κανείς δεν έρχεται προς τον Χριστό, χωρίς να ελκυστεί
από τον Θεό Πατέρα. Κανείς με άλλα λόγια δεν γίνεται χριστιανός από μόνος του,
άρα κανείς άνθρωπος, όσο σπουδαίο ευαγγελικό έργο και αν επιτελεί, δεν μπορεί
να καυχηθεί γι’ αυτό: ούτε για τη δύναμη του κηρύγματός του ούτε για τη
μεθοδικότητα και την οργανωτικότητά του. Αυτά είναι απλά μέσα, συνιστούν ίσως
το πλαίσιο, δεν είναι όμως ο πυρήνας. Η χάρη του Θεού είναι η ουσία, γι’ αυτό
και ο απόστολος Παύλος σε άλλο σημείο των λόγων του φτάνει στο σημείο να λέει,
εξαφορμής κάποιων που κήρυσσαν το όνομα του Χριστού από αντιπαλότητα προς τον
ίδιο: είτε από καλή διάθεση το κάνουν είτε αντιδραστικά, αυτό που με ενδιαφέρει
είναι ότι «Χριστός καταγγέλλεται».
Η αλήθεια ότι ο Θεός κινεί τα νήματα της κλήσεως τελικώς
του ανθρώπου με τη συνέργεια απλώς των ανθρώπων, δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε
μία υποβάθμιση όμως του ανθρώπινου παράγοντα. Η ισορροπία είναι λεπτή. Αν ο
ίδιος ο Κύριος επανέλαβε τον Γραφικό λόγο ότι «δι’ υμάς βλασφημείται το
όνομά μου εν τοις έθνεσι», δηλαδή ότι το όνομα του Θεού βλασφημείται από
τους απίστους εξαιτίας των θεωρουμένων κακών εκπροσώπων Του, αυτό σημαίνει ότι
και ο ανθρώπινος παράγων δεν είναι αμελητέος ως προς το να κερδηθεί ή να χαθεί
ο συνάνθρωπος. Γι’ αυτό και έχει τεράστια σημασία να εκφράζεται η ορθή πίστη
στον άνθρωπο ως ορθή πράξη. Ο άγιος υμνογράφος στην τρίτη ωδή του κανόνα του για
τον άγιο Τιμόθεο επισημαίνει και τη διάσταση αυτή. «Με τη νέκρωση των μελών της
σαρκός σου, δηλαδή του αμαρτωλού σου φρονήματος, μακάριε Τιμόθεε, υπέταξες το χειρότερο στον φωτισμένο από τον Θεό λόγο,
δίνοντας την ηγεμονία στο ανώτερο. Και έτσι κυριάρχησες στα πάθη σου και έκανες
φαιδρά και λαμπρή την ψυχή σου, καθώς ρυθμιζόσουν από τα διδάγματα του
Παύλου».
Ο απόστολος Παύλος ήταν ο Γέροντας, για να
χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστερο εκκλησιαστικό όρο, του Τιμοθέου. Εκείνος τον
ρύθμιζε, τον καθοδηγούσε για να υπερβεί ο Τιμόθεος τα πάθη του, να καθαρίσει
την καρδιά του, να φωτιστεί από τον Θεό, να βρει τον Θεό. Κι αυτό το έκανε μ’
έναν διπλό τρόπο: πρώτα με την αγιασμένη του ζωή: «Ο σταθερός μαθητής του θείου
Παύλου, ακολουθεί τα ίχνη του διδασκάλου»∙ έπειτα με τη διδασκαλία του, είτε την προφορική είτε τη
γραπτή μέσω των επιστολών του. Οι επιστολές μάλιστα που του έστελνε δεν είχαν
χαρακτήρα τυπικό
ή απλώς συναισθηματικό, αλλά ήταν κατά κυριολεξία «ιερουργία του ευαγγελίου». Ο
απόστολος παντού και πάντοτε βρισκόταν «κατ’ ενώπιον του Θεού», «πάντα
ενεργών εις δόξαν Θεού». «Ιερουργούσε το ευαγγέλιο του Χριστού από το ύψος
των αρετών ο θειότατος Παύλος και με χαρά σού έστειλε ως μαθητή του, Τιμόθεε,
θεόγραφες επιστολές». Θα ήταν μεγάλη ευλογία να μελετούσαμε ή να
ξαναμελετούσαμε τις επιστολές αυτές του αποστόλου Παύλου. Θα
ήταν και πάλι ένας ευαγγελισμός των ψυχών μας.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ´ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)
«Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπή φανερά ᾖ ἐν πᾶσι» (Α´ Τιμ. 4, 15).
Στον αγαπημένο του μαθητή και γνήσιο κατά την πίστη τέκνο του Τιμόθεο, (τον οποίο εορτάζουμε σήμερα), γράφει ο απόστολος Παύλος, προκειμένου να τον ενισχύσει στο διακονικό του έργο της διαποίμανσης των πιστών και να τον κατευθύνει σε θέματα γύρω από τους αιρετικούς και τις λατρευτικές εκδηλώσεις. Και σαν πατέρας που θέλει το παιδί του να στέκεται σωστά στη θέση που βρίσκεται αλλά και να προκόβει όλο και περισσότερο, τον προτρέπει: «αυτά που σου λέω να τα έχεις στον νου σου, μ’ αυτά να ασχολείσαι, ώστε η πρόοδός σου να είναι φανερή σε όλα».
1. Μολονότι ο απόστολος Παύλος φαίνεται να
υποδεικνύει στον μαθητή του Τιμόθεο μία δραστηριότητα που στοχεύει στην
αναγνώρισή της αποκλειστικά από τους άλλους ανθρώπους και μάλιστα τους πιστούς,
όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι ακριβές. Κι αυτό γιατί μία τέτοια
κατανόηση της υπόδειξής του θα οδηγούσε στην αποδοχή ότι το έργο ενός πιστού και μάλιστα ιερωμένου –
επίσκοπος ήταν ο Τιμόθεος – αποσκοπεί στο να το δουν και να το «θαυμάσουν» οι
πιστοί, σαν να είναι η αναγνώρισή τους η τελική αναφορά. Αλλά αυτό
καταλαβαίνουμε ότι αποτελεί ένα είδος ειδωλολατρίας, γιατί το μόνο που
υπηρετείται έτσι είναι η ανθρώπινη δόξα. Για τον Κύριο, αλλά βεβαίως και για
τους αγίους Του αποστόλους, τούτο όχι μόνο δεν είναι σωστό, αλλά συνιστά και
μεγάλη διαστροφή, αφού διαγράφει τη δυνατότητα να μπορεί ο άνθρωπος να πιστέψει
στον αληθινό Θεό και στην αποκάλυψή Του. Ο λόγος Του είναι απόλυτος, καθώς
απευθυνόταν στους Ιουδαίους που είχαν πέσει στη συγκεκριμένη παγίδα: «Πώς
μπορείτε να έχετε πίστη στον Θεό, όταν αποδέχεστε την ανθρώπινη δόξα και δεν
ζητείτε τη δόξα του Θεού;» Η ανθρώπινη δόξα και η πίστη στον Θεό
αλληλοαποκλείονται.
Η αναφορά του ανθρώπου σε ό,τι κι αν κάνει, ακόμη και το
παραμικρό στη δραστηριότητά του, είναι ο Τριαδικός Θεός και όχι ο άνθρωπος ή
οτιδήποτε επίγειο. Αν ο απόστολος Παύλος μάς υπενθυμίζει ότι «είτε τρώμε είτε
πίνουμε είτε οτιδήποτε άλλο κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε προς δόξαν Θεού»,
πόσο περισσότερο τούτο ισχύει για το έργο διακονίας μέσα στην Εκκλησία, και
μάλιστα από πλευράς των λειτουργών αυτής; Το «δος δόξαν τω Θεώ» είναι η
προτροπή κάθε αγίου, το «δόξα τω Θεώ» είναι η επωδός αυτού και κάθε ασφαλώς πιστού.
Κι ο λόγος είναι γνωστός και σαφής: Δόξα στον Θεό σημαίνει αναγνώριση όχι μόνο
της ύπαρξής Του – αυτό το κάνει και ο διάβολος – αλλά κυρίως βιωματική αποδοχή
ότι Εκείνος είναι η πηγή της Ζωής, ότι τίποτε δεν υφίσταται χωρίς Εκείνον, ότι
Εκείνος είναι ό,τι ευεργετικό και αγαθό στη ζωή του ανθρώπου, συνεπώς ο δοξάζων
τον Θεό είναι ο άνθρωπος που και ορθά πιστεύει αλλά και που έχει πλήρη επίγνωση
της θέσης του και της μηδαμινότητας της κτιστότητάς του – είναι ο ταπεινός
άνθρωπος που αφήνει χώρο μέσα του για να υπάρχει η χάρη του Θεού. «Ταπεινοῖς ὁ
Θεός δίδωσι χάριν».
2. Με ποια έννοια λοιπόν προτρέπει ο απόστολος Παύλος τον
Τιμόθεο «να γίνεται φανερή η πρόοδός του σε όλα»; Μα να ζει με τέτοιο δοξολογικό
τρόπο ο Τιμόθεος, ασφαλώς και κάθε πιστός, ώστε να έχει αδιάκοπη τη ζωντανή
παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του∙ να φανερώνεται ο Θεός μέσα από αυτόν, ώστε
οι άλλοι άνθρωποι Εκείνον να βλέπουν στη ζωή του. Πρόκειται για την ίδια
αλήθεια που ο Κύριος απεκάλυψε στους μαθητές Του. «Εσείς είστε τό φως του
κόσμου», είπε, με την έννοια ότι ακολουθούν τον Ίδιο που κατ’ ουσίαν είναι το
φως του κόσμου ως ο Δημιουργός αυτού, συνεπώς οι μαθητές Του είναι κατ’
αντανάκλαση φώτα, δεύτερα φώτα λόγω Εκείνου. Και τι λέει στη συνέχεια; «Δεν
μπορεί μία πόλη να κρυφτεί, όταν βρίσκεται κτισμένη πάνω σ’ ένα βουνό... Έτσι
να λάμψει και το φως το δικό σας μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά
σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας». Η δόξα του Θεού λοιπόν
είναι το τελικώς ζητούμενο, αυτό περνάει μέσα από την καλή και άγια ζωή του
πιστού, αυτό λέει και ο απόστολος στον αγαπημένο του μαθητή.
Αλλά η λέξη «προκοπή» του αποστόλου μάς οδηγεί και σε μία
άλλη διάσταση: να φανερώνεται πράγματι ο Θεός μέσα από τον Τιμόθεο, αλλά αυτή η
φανέρωσή Του να βαίνει διαρκώς αυξανόμενη! Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό
της χριστιανικής ζωής: να μη μένεις ποτέ στάσιμος, αλλά αδιάκοπα να
επεκτείνεσαι προς τον Θεό, να προοδεύεις, να προκόβεις – πρόοδος και προκοπή
σημαίνει διαρκή ανάβαση προς Εκείνον, που θα πει από πλευράς πνευματικής διαρκή
κάθοδο μέσα στην καρδιά σου: εκεί που αναπαύεται ο Θεός, όταν υπάρχει διάθεση
μετανοίας και ορμή και φορά αγάπης προς Αυτόν. Και δεν γίνεται να μην
προοδεύεις και να μην προκόβεις, δηλαδή δεν γίνεται να παραμένεις στάσιμος,
γιατί στη ζωή που έφερε ο Χριστός ή προχωράς ή οπισθοχωρείς και πέφτεις! «Ὁ
μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Ο απόστολος
Παύλος και πάλι σε άλλο σημείο θα διευκρινίσει για να πει το φοβερό, ότι η
πρόοδος αυτή του χριστιανού κατανοείται ως τρέξιμο προς τα εμπρός και όχι ως
περπάτημα «χελώνας». «Δι’ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες
εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν». Και πώς εξηγεί το
τρέξιμο; Από τη μόνη κινητήρια δύναμη που σε σπρώχνει, την αγάπη προς τον
Χριστό – Αυτός είναι ο αρχηγός και ο τελειωτής. Που θα πει: Με τον Χριστό δεν
μπορείς να είσαι ψυχρός κι ούτε καν χλιαρός. Θερμαίνεσαι και γίνεσαι φωτιά σαν
την αγάπη Εκείνου. «Αυτό που ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου τώρα είναι να
πιστεύω στον Χριστό, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη
μου». Οπότε: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;»
3. Ο απόστολος Παύλος όμως θέτει και κάποιες προϋποθέσεις
στον Τιμόθεο, για να μπορεί αυτός να βρίσκεται σ’ αυτό το υψηλό σημείο σχέσεως
με τον Χριστό. Τον Χριστό και τη διδασκαλία Του, (αυτό είναι το «ταῦτα»
του αποστόλου - το επισημαίνει παραπάνω στην επιστολή (στ. 10), όταν λέει για
τη μόνη ελπίδα μας που είναι ο Χριστός και για τον Οποίο πάσχουμε), να τά έχει
αέναα στον νου του, ο Χριστός να είναι η διαρκής μελέτη του, με τον Χριστό και
τα λόγια Του να ασχολείται, να μένει δηλαδή προσκολημμένος σ’ Αυτόν, οπότε έτσι
πράγματι θα προκόβει εν Χριστώ, θα αυξάνει μέσα σ’ Εκείνον και με τη χάρη
Εκείνου.
Και πρέπει να
σημειώσουμε ότι οι προϋποθέσεις αυτές του αποστόλου είναι με άλλη διατύπωση τα
λόγια του ίδιου του Χριστού, όπως τα καταγράφει ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης.
Γιατί τι μας παρακαλεί ο Χριστός; «Μείνετε μέσα στην αγάπη μου. Αν τηρήσετε τις
εντολές μου, τότε θα μείνετε μέσα στην αγάπη μου». Η τήρηση των εντολών του
Χριστού σημαίνει προσκόλληση στον Χριστό, αδιάκοπη ενατένισή Του μέσα από τα
λόγια Του, παραμονή στην Οδό Του.
4. Κι αυτό τι φέρνει; Το ρεύμα της ζωής Εκείνου στην ύπαρξη του ανθρώπου: ο πιστός εκτείνεται στο «άπειρο» της ζωής του Δημιουργού του, γίνεται ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο, με μία τάση συνεχούς πλατύνσεώς του, που ξεπερνάει τα όρια και της πιο «ευφάνταστης φαντασίας»! Η ζωή των Αγίων μας, Αποστόλων, Μαρτύρων, αγίων Ιεραρχών, οσίων μεγάλων Γερόντων, ακόμη και της εποχής μας, τι άλλο δείχνουν παρά αυτήν τη μέχρι απειρίας διάταση του ανθρώπου, κατά τον βαθμό της ομοίωσής τους με τον Κύριο! Προκόβουν και προοδεύουν οι άγιοι, και στον κόσμο τούτο, πολύ περισσότερο αργότερα στην πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία τους με τον Τριαδικό Θεό. Κι αυτήν τη γεύση προκοπής, λέει ο άγιος Παύλος στον άγιο Τιμόθεο, θα την νιώσουν σίγουρα και οι πιστοί της Εκκλησίας που βρίσκεται ο Τιμόθεος, γιατί δεν γίνεται, αν έχουν κάποια αισθητήρια, να την παρίδουν.
Όταν ο Χριστός και οι άγιοι απόστολοι μάς ανοίγουν τα μάτια για τις προοπτικές ζωής που ανοίγονται στον πιστό, προοπτικές και προκοπές απειρίας, τότε η πιθανή ένσταση: μα διαρκώς με τον Χριστό και τα λόγια Του θα ασχολούμαστε; δεν έχει νόημα. Ανάλογα με το «όραμα» είναι και οι προϋποθέσεις. Κι ο Κύριος το έχει ξεκαθαρίσει: «ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι». Δηλαδή, λίγες οι απαιτήσεις για τόσο μεγάλες προσφορές. Όταν μάλιστα ξέρουμε ότι οι απαιτήσεις αυτές, η τήρηση των λόγων του Χριστού, «δουλεύουν» ακριβώς προς την κατεύθυνση της δικής μας εξυπηρέτησης: να αποκτήσουμε χώρο μέσα μας για να χωρέσουμε ολόκληρο τον Θεό και τα άπειρα αγαθά Του!
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΖΑΚΧΑΙΟΥ)
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 19, 1-10)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διήρχετο ὁ Ἰησοῦς τὴν Ἱεριχὼ· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ
ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν
ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ
ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. Καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ
συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. Καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν
τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι·
σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. Καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν
χαίρων. Καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε
καταλῦσαι. Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων
μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν.
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι
καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν. Ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Τόν καιρό ἐκεῖνο, ὁ Ἰησοῦς περνοῦσε μέσα ἀπό τήν Ἱεριχώ. Ἐκεῖ
ὑπῆρχε κάποιος, πού τό ὄνομά του ἦταν Ζακχαῖος. Ἦταν ἀρχιτελώνης καί πλούσιος.
Αὐτός προσπαθοῦσε νά δεῖ ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς· δέν μποροῦσε ὅμως ἐξαιτίας τοῦ
πλήθους καί γιατί ἦταν μικρόσωμος. Ἔτρεξε λοιπόν μπροστά πρίν ἀπό τό πλῆθος κι ἀνέβηκε
σέ μιά συκομουριά γιά νά τόν δεῖ, γιατί θά περνοῦσε ἀπό ’κεῖ. Ὅταν ἔφτασε ὁ Ἰησοῦς
στό σημεῖο ἐκεῖνο, κοίταξε πρός τά πάνω, τόν εἶδε καί τοῦ εἶπε: «Ζακχαῖε, κατέβα
γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει νά μείνω στό σπίτι σου». Ἐκεῖνος κατέβηκε γρήγορα καί
τόν ὑποδέχτηκε μέ χαρά. Ὅλοι ὅσοι τά εἶδαν αὐτά διαμαρτύρονταν κι ἔλεγαν ὅτι πῆγε
νά μείνει στό σπίτι ἑνός ἁμαρτωλοῦ. Τότε σηκώθηκε ὁ Ζακχαῖος καί εἶπε στόν Κύριο:
«Κύριε, ὑπόσχομαι νά δώσω τά μισά ἀπό τά ὑπάρχοντά μου στούς φτωχούς καί ν’ ἀνταποδώσω
στό τετραπλάσιο ὅσα ἔχω πάρει μέ ἀπάτη». Ὁ Ἰησοῦς, ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτόν, εἶπε:
«Σήμερα αὐτή ἡ οἰκογένεια σώθηκε· γιατί κι αὐτός ὁ τελώνης εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ.
Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου ἦρθε γιά ν’ ἀναζητήσει καί νά σώσει αὐτούς πού ἔχουν χάσει
τό δρόμο τους».
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Τιμ. 4, 9-15)
Τέκνον Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος· εἰς
τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ
πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν. Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε. Μηδείς σου τῆς
νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ,
ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν
ἁγνείᾳ. Ἔως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. Μὴ ἀμέλει
τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ
προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου. Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις
ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Παιδί μου Τιμόθεε, αὐτό πού λέω εἶναι ἀλήθεια κι ἀξίζει νά γίνει
πέρα γιά πέρα ἀποδεκτό. Κι ἐμεῖς γι’ αὐτό ὑπομένουμε κόπους καί ὀνειδισμούς, γιατί
στηρίξαμε τήν ἐλπίδα μας στόν ἀληθινό Θεό, πού εἶναι σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων
κι ἰδιαίτερα τῶν πιστῶν. Αὐτά νά παραγγέλλεις καί νά διδάσκεις. Κανείς νά μή σέ
καταφρονεῖ πού εἶσαι ἀκόμη νέος. Ἀντίθετα, νά γίνεις ὑπόδειγμα γιά τούς πιστούς
μέ τό λόγο, μέ τή συμπεριφορά σου, μέ τήν ἀγάπη, μέ τήν πνευματική ζωή, μέ τήν
πίστη, μέ τήν ἁγνότητα. Ὥσπου νά ἔρθω, συγκέντρωσε τήν προσοχή σου στήν ἀνάγνωση
τῶν Γραφῶν, στίς συμβουλές καί στή διδασκαλία. Μήν ἀφήνεις ἀχρησιμοποίητο τό χάρισμα
πού ἔχεις καί πού σοῦ δόθηκε ὅταν ὕστερα ἀπό ὑπόδειξη τῶν προφητῶν τῆς ἐκκλησίας
σέ χειροτόνησαν οἱ πρεσβύτεροι. Αὐτά νά ἔχεις στό νοῦ σου, μ’ αὐτά νά ἀσχολεῖσαι,
ὣστε ἡ πρόοδός σου νά εἶναι φανερή σ’ ὅλα.
20 Ιανουαρίου 2023
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
«Ο όσιος Μάξιμος έζησε κατά τους χρόνους του δυσσεβή
Κώνστα, απόγονου του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Δέχτηκε τις μέγιστες τιμές από τους
πρώην βασιλείς, και επειδή ήταν ικανός, με τους λόγους, τους τρόπους του και τη
σύνεση λόγω της μακροχρόνιας θητείας του, να προτείνει τι πρέπει να πράττουν
αυτοί στα πολιτικά διοικητικά θέματα, προβιβάστηκε στο αξίωμα του
πρωτοασηκρήτη και έγινε κοινωνός της σκέψης των βασιλέων. Όταν όμως η
πονηρή και έκφυλη γνώμη των μονοθελητών ως προς τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας, δηλαδή
ότι ο Χριστός έχει μία μόνο θεϊκή θέληση, άρχισε να επικρατεί κατά
ανόητο και δυσσεβή τρόπο, και οι μονοθελητές, όσον εξηρτάτο από αυτούς,
διέγραφαν τη μία από τις δύο φύσεις του Χριστού, και μάλιστα όταν άρχισαν να
γίνονται γνωστά στον κόσμο διατάγματα, που ενίσχυαν την κακοδοξία
και προβάλλονταν στη Μεγάλη Εκκλησία, δεν άντεξε ο όσιος να ασεβεί κι αυτός με
τους ασεβείς έχοντας κοινωνία μαζί τους, γι’ αυτό και άφησε τις κοσμικές
εξουσίες και προτίμησε να βρίσκεται μάλλον στον οίκο του Θεού παρά να κατοικεί
στα σκηνώματα των αμαρτωλών. Πήγε λοιπόν και έμεινε στο Μοναστήρι της
Χρυσούπολης και έγινε μοναχός, οπότε εκεί έγινε ύστερα και καθηγητής. Αργότερα,
σαν να άναψε από θείο ζήλο, πήγε στην πρεσβυτέρα Ρώμη και έπεισε τον
μακαριότατο πάπα Μαρτίνο να συγκαλέσει τοπική Σύνοδο και να αναθεματίσει τους
αρχηγούς του δυσσεβούς δόγματος αυτών που είχαν παραφρονήσει πάνω στη μία
θέληση του Χριστού. Έγραψε όμως και λόγους και συνέθεσε επιστολές που βεβαίωναν
την ακρίβεια της ορθόδοξης πίστης με λογικές και από την αγία Γραφή αποδείξεις,
προς έλεγχο αυτών που φρονούσαν αιρετικά, οπότε και τις απέστειλε παντού σε όλη
την οικουμένη.
Όταν γύρισε από τη Ρώμη με τους δύο Αναστασίους τους
μαθητές του, η Σύγκλητος που ομοδοξούσε με την αίρεση του βασιλιά, του ανέθεσε
ευθύνες. Κι ενώ όλοι υπάκουαν στον βασιλιά, αυτός μόνος αντιστέκεται και κινεί
σε αποστασία και τους άλλους, πείθοντάς τους με τις επιστολές του να φρονούν
αντίθετα προς την αίρεση. Γι’ αυτόν τον λόγο στέλνεται με φρουρά κατά τη Θράκη.
Και επειδή επέμενε στην ορθόδοξη πίστη, του έκοψαν το χέρι και τη γλώσσα. Και
από εκεί στέλνεται σε εξορία κατά τη Λαζική. Εκεί έζησε επί τρία χρόνια,
φροντίζοντας ο ίδιος τα αναγκαία για τη ζωή του, οπότε πλήρης ημερών κι αφού
ασθένησε λίγο, αναπαύτηκε εν Κυρίω. Το σώμα του κατατέθηκε στη Μονή του αγίου
Αρσενίου, στη χώρα εκείνη των Λαζών, επιτελώντας καθημερινά πολλά θαύματα.
Λέγεται μάλιστα ότι μετά την εκτομή της γλώσσας του αποκαταστάθηκε αυτή κατά
παράδοξο τρόπο από τον Θεό και ότι διακήρυσσε πάλι την πίστη του, όσο βρισκόταν
εν ζωή. Από τους δύο μαθητές του, ο μεν πρεσβύτερος Αναστάσιος, αφού του έκοψαν
το χέρι ίδια με τον δάσκαλό του, τον εξόρισαν μακριά, ενώ ο νεώτερος
Αναστάσιος, αφού στάλθηκε σε κάποιο από τα φρούρια της Θράκης, πέθανε εκεί».
Η μνήμη του οσίου Μαξίμου του ομολογητού, του «παμμάκαρος
και παμμεγίστου», αποτελεί για την Εκκλησία μας το αιώνιο
κήρυγμα και του αίματός του που χύθηκε για χάρη της
πίστεως και των θεοπνεύστων διδασκαλιών του. Η Εκκλησία μας
δηλαδή έχει τον εορταζόμενο όσιο όχι ως ένα παρελθόν, έστω και δοξασμένο, αλλά
ως ένα διαρκές παρόν της, αφού και το αίμα του (όπως και των άλλων μαρτύρων
βεβαίως και διδασκάλων της Εκκλησίας) έθρεψε την Εκκλησία και οι διδασκαλίες
του κράτησαν ανόθευτα την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των αγίων
Αποστόλων και των μετέπειτα Πατέρων. Και μάλιστα τα δύο αυτά: το αίμα του και
οι διδασκαλίες του ήταν άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, δηλαδή το αίμα του ήταν η
επιβεβαίωση των ορθών διδαγμάτων του. Δεν είναι μία δική μας απλώς γνώμη για
τον όσιο Μάξιμο. Είναι η κοινή πίστη της Εκκλησίας μας, εκφρασμένη διά στόματος
του επίσης μεγάλου, όπως έχουμε ξανατονίσει, Πατέρα και ποιητή αγίου Ιωάννου
του Δαμασκηνού. Στον κανόνα του για τον όσιο, για παράδειγμα, ο άγιος
υμνογράφος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Μέχρι σήμερα και σε όλες τους αιώνες,
παμμακάριστε και παμμέγιστε Μάξιμε, το σαν του Άβελ χυμένο αίμα σου κηρύσσει
στην Εκκλησία του Χριστού, με κραυγαλέα φωνή, τις θεόπνευστες διδασκαλίες σου».
Δεν έχει σημασία που ο άγιος Μάξιμος δεν έφυγε από τη ζωή
αυτή μέσα από το μαρτύριο του αίματος. Έπαθε, βασανίστηκε, πληγώθηκε για την
πίστη του, εξ ου και ομολογητής χαρακτηρίζεται, αλλά για την Εκκλησία μας δεν
παύει να είναι και μάρτυρας όχι μόνο της συνειδήσεως αλλά και του αίματος. Όχι
μόνον ο προαναφερθείς ύμνος, αλλά πολύ πιο καθαρά άλλοι ύμνοι τονίζουν τη
διάσταση αυτή: «Ο μέγιστος Μάξιμος αναδείχθηκε εντελώς αληθινά και κήρυκας και
μάρτυρας δι’ αίματος της ευσεβούς πίστεως του Χριστού». Και δεν πρέπει να μας
παραξενεύει η παραπάνω θέση, ότι δηλαδή και το δικό του αίμα έθρεψε την Εκκλησία,
διότι είναι γνωστό ότι η Εκκλησία μας, ιδρυμένη από τον Χριστό, τον πρώτο
μάρτυρα, τράφηκε και τρέφεται από το αίμα πρωτίστως Εκείνου, αλλά και από τα
αίματα των αγίων και εξαιρέτων μελών Του, των αγίων μαρτύρων Του. Ας δούμε πόσο
ωραία, με τη λιτή και θεόπνευστη γραφίδα του, μας το τονίζει το άγιος
Δαμασκηνός στον κανόνα του: «Με τη ροή του αίματός σου ποτίστηκε η Εκκλησία του
Χριστού». Για να συνεχίσει: «Γι’ αυτό και άνθισε το παραδεδομένο από τους
Πατέρες δόγμα του θείου σπόρου σου, όσιε». Αν η γη που ποτίστηκε από τα αίματα
ηρώων, προκειμένου να διαφυλάξουν την πατρίδα τους, απαιτεί την ελευθερία της
και δεν ησυχάζει μέχρι να εκπληρωθεί τούτο – που σημαίνει ότι είναι θέμα χρόνου
τέτοια ματωμένα χώματα να βρουν τη λευτεριά τους («την οργή των νεκρών να
φοβάστε» λέει ο ποιητής) – πόσο περισσότερο τούτο ισχύει για την ίδια την
Εκκλησία μας, το ζωντανό σώμα του Χριστού, που κυριολεκτικά ζει και τρέφεται
από το αίμα του αρχηγού της, όπως είπαμε, και των πιστών της; «Πύλαι
γαρ Άδου ου κατισχύσουσιν Αυτής»!
Εκείνο όμως που συντριπτικά προβάλλει η υμνολογία του οσίου
σήμερα είναι όντως οι θεόπνευστες διδασκαλίες του οσίου. Αντιμετώπισε την
αίρεση των μονοθελητών, των αρνουμένων δηλαδή τη διπλή θέληση του Κυρίου, ως
Θεού και ανθρώπου, άρα των προεκτεινόντων τη χριστολογική αίρεση των
μονοφυσιτών. Στην πραγματικότητα ο αρνούμενος ότι ο Κύριος έχει θεία και
ανθρώπινη θέληση, όπως θεία και ανθρώπινη ενέργεια, αρνείται την πραγματικότητα
της ενανθρώπησής Του. Και ποιος είναι ο αρνούμενος την εν σαρκί φανέρωση του Θεού,
ει μη «ο μη έχων τον Πατέρα ουδέ τον Υιόν;» Γι’ αυτό και ο άγιος
Δαμασκηνός επανειλημμένως και με πλήρη γνώση αναφέρεται σ’ αυτήν τη διδασκαλία
του: «Είπες ότι είναι μία η φύση της αγίας Τριάδος, μία η θέλησή Της, μία η
ενέργειά Της. Αλλά κήρυξες τις δύο φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη δηλαδή,
του σαρκωθέντος Θεού, του Χριστού, τις δύο θελήσεις και ενέργειές Του».
«Κατέχοντας, Πάτερ, τους θεϊκούς λόγους σου σαν στήλη ορθοδοξίας, σεβόμαστε τον
Έναν της Τριάδος, τον Χριστό, με δύο τις ουσίες και τις θελήσεις».
Και γιατί τόσο αγώνας, αιματηρός μάλιστα, για κάποιους
φθόγγους; Γιατί το δύο αντί το μία; Διότι, όπως είπαμε, και μία λέξη ή ένας
φθόγγος μπορεί να σημάνει πλήρη αλλοίωση της αλήθειας περί Θεού και Χριστού. Ο
αγώνας της Εκκλησίας δεν έγκειται στις λέξεις αλλά στα πράγματα, στην αλήθεια.
Και η αλήθεια δηλώνεται με λέξεις. Δεν είμαστε οπαδοί λέξεων οι χριστιανοί
επομένως, αλλά «ερασταί της αληθείας», δηλαδή «ερασταί του
Χριστού». Αυτόν θέλουμε, Αυτόν επιζητούμε, συνεπώς μία αλλοιωμένη διά
λέξεων εικόνα Του, μας κάνει να χάνουμε την κοινωνία μαζί Του, που είναι και το
διαρκώς ζητούμενο. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε με αλλοιωμένη πίστη να δοξάζουμε
ορθά τον Χριστό και Θεό μας. Αυτό έχει υπόψη του και ο άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός. Μας καλεί στο κοντάκιό του ιδιαιτέρως «να εγκωμιάσουμε
- φωνάζοντας: χαίρε κήρυκα της πίστεως - τον εραστή της αγίας
Τριάδος και Μέγα Μάξιμο, γιατί αυτός μας δίδαξε με τρανό τρόπο την
ένθεη πίστη, προκειμένου να δοξάζουμε τον Χριστό με δύο φύσεις και δύο
ενέργειες και θελήσεις», δηλαδή δεν θα είχαμε ορθή δοξολογία του Χριστού, αν
δεν είχαμε αυτήν τη συγκεκριμένη πίστη. Θα επρόκειτο για κάποιο είδωλο του νου
μας, με το όνομα απλώς του Χριστού – ό,τι προσφέρουν τελικώς οι αιρετικοί. «Τον
της Τριάδος εραστήν και Μέγαν Μάξιμον, τον εκδιδάξαντα τρανώς πίστιν την
ένθεον, του δοξάζειν τον Χριστόν, φύσεσιν εν δύω, ενεργείαις τε διτταίς ως και
θελήσεσιν, επαξίως οι πιστοί ανευφημήσωμεν, ανακράζοντες: Χαίρε κήρυξ της
πίστεως».
Και ως εκ περισσού ας σημειώσουμε και το αυτονόητο, που επισημαίνει όμως και πάλι ο άγιος υμνογράφος: ο όσιος Μάξιμος δεν δίδαξε «το πατροπαράδοτον θείον δόγμα» στηριγμένος στις νοητικές του δυνάμεις ή σε περισπούδαστες ίσως μελέτες του. Χωρίς να αποκλείονται και αυτές, εκείνο που αποτέλεσε πρωτίστως στήριγμα και δύναμή του ήταν η καθαρή από τα πάθη καρδιά του. Πάλεψε να κρατήσει μακριά από την ψυχή του ό,τι εμπαθές την βρώμιζε, οπότε σαν καθαρό κάτοπτρο η ψυχή του αντιφέγγισε τις ακτίνες της Θεότητας, τις οποίες και εξέφρασε ως φως, όταν δημιουργήθηκε η κρίση στην Εκκλησία από τους δαιμονοκίνητους αιρετικούς. Μόνον όποιος έχει καθαρή την καρδιά, μπορεί και να δει τον Θεό σωστά, κατά τον λόγο του Κυρίου («μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»), αυτό συνέβη και με τον όσιο Μάξιμο. «Αποξενώθηκες από κάθε θανατηφόρα ηδονή, μακάριε, και έκανες ολόκληρο τον εαυτό σου καθαρό θεϊκό καθρέπτη».
-
« Πάλευε συνεχώς να συγκεντρώνεις τον νου σου που σκορπίζεται σε ρεμβασμούς. Ο Θεός δεν ζητεί από τους υποτακτικούς του Κοινοβίου (όπως απ...
-
« Χρειάζεται η οικογένεια. Χωρίς αυτήν η ζωή είναι μαύρη, δεν μπορεί να προχωρήσει ευχάριστα και ανοδικά. Να γιατί και η Παγκόσμια Διακήρυ...
-
« Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός » (Γαλ. 2,20) Πρέπει να απεγκλωβιστούμε από την εικόνα που μας έχει δημιουργήσει και μας δημιο...