«Ο όσιος Μάξιμος έζησε κατά τους χρόνους του δυσσεβή
Κώνστα, απόγονου του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Δέχτηκε τις μέγιστες τιμές από τους
πρώην βασιλείς, και επειδή ήταν ικανός, με τους λόγους, τους τρόπους του και τη
σύνεση λόγω της μακροχρόνιας θητείας του, να προτείνει τι πρέπει να πράττουν
αυτοί στα πολιτικά διοικητικά θέματα, προβιβάστηκε στο αξίωμα του
πρωτοασηκρήτη και έγινε κοινωνός της σκέψης των βασιλέων. Όταν όμως η
πονηρή και έκφυλη γνώμη των μονοθελητών ως προς τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας, δηλαδή
ότι ο Χριστός έχει μία μόνο θεϊκή θέληση, άρχισε να επικρατεί κατά
ανόητο και δυσσεβή τρόπο, και οι μονοθελητές, όσον εξηρτάτο από αυτούς,
διέγραφαν τη μία από τις δύο φύσεις του Χριστού, και μάλιστα όταν άρχισαν να
γίνονται γνωστά στον κόσμο διατάγματα, που ενίσχυαν την κακοδοξία
και προβάλλονταν στη Μεγάλη Εκκλησία, δεν άντεξε ο όσιος να ασεβεί κι αυτός με
τους ασεβείς έχοντας κοινωνία μαζί τους, γι’ αυτό και άφησε τις κοσμικές
εξουσίες και προτίμησε να βρίσκεται μάλλον στον οίκο του Θεού παρά να κατοικεί
στα σκηνώματα των αμαρτωλών. Πήγε λοιπόν και έμεινε στο Μοναστήρι της
Χρυσούπολης και έγινε μοναχός, οπότε εκεί έγινε ύστερα και καθηγητής. Αργότερα,
σαν να άναψε από θείο ζήλο, πήγε στην πρεσβυτέρα Ρώμη και έπεισε τον
μακαριότατο πάπα Μαρτίνο να συγκαλέσει τοπική Σύνοδο και να αναθεματίσει τους
αρχηγούς του δυσσεβούς δόγματος αυτών που είχαν παραφρονήσει πάνω στη μία
θέληση του Χριστού. Έγραψε όμως και λόγους και συνέθεσε επιστολές που βεβαίωναν
την ακρίβεια της ορθόδοξης πίστης με λογικές και από την αγία Γραφή αποδείξεις,
προς έλεγχο αυτών που φρονούσαν αιρετικά, οπότε και τις απέστειλε παντού σε όλη
την οικουμένη.
Όταν γύρισε από τη Ρώμη με τους δύο Αναστασίους τους
μαθητές του, η Σύγκλητος που ομοδοξούσε με την αίρεση του βασιλιά, του ανέθεσε
ευθύνες. Κι ενώ όλοι υπάκουαν στον βασιλιά, αυτός μόνος αντιστέκεται και κινεί
σε αποστασία και τους άλλους, πείθοντάς τους με τις επιστολές του να φρονούν
αντίθετα προς την αίρεση. Γι’ αυτόν τον λόγο στέλνεται με φρουρά κατά τη Θράκη.
Και επειδή επέμενε στην ορθόδοξη πίστη, του έκοψαν το χέρι και τη γλώσσα. Και
από εκεί στέλνεται σε εξορία κατά τη Λαζική. Εκεί έζησε επί τρία χρόνια,
φροντίζοντας ο ίδιος τα αναγκαία για τη ζωή του, οπότε πλήρης ημερών κι αφού
ασθένησε λίγο, αναπαύτηκε εν Κυρίω. Το σώμα του κατατέθηκε στη Μονή του αγίου
Αρσενίου, στη χώρα εκείνη των Λαζών, επιτελώντας καθημερινά πολλά θαύματα.
Λέγεται μάλιστα ότι μετά την εκτομή της γλώσσας του αποκαταστάθηκε αυτή κατά
παράδοξο τρόπο από τον Θεό και ότι διακήρυσσε πάλι την πίστη του, όσο βρισκόταν
εν ζωή. Από τους δύο μαθητές του, ο μεν πρεσβύτερος Αναστάσιος, αφού του έκοψαν
το χέρι ίδια με τον δάσκαλό του, τον εξόρισαν μακριά, ενώ ο νεώτερος
Αναστάσιος, αφού στάλθηκε σε κάποιο από τα φρούρια της Θράκης, πέθανε εκεί».
Η μνήμη του οσίου Μαξίμου του ομολογητού, του «παμμάκαρος
και παμμεγίστου», αποτελεί για την Εκκλησία μας το αιώνιο
κήρυγμα και του αίματός του που χύθηκε για χάρη της
πίστεως και των θεοπνεύστων διδασκαλιών του. Η Εκκλησία μας
δηλαδή έχει τον εορταζόμενο όσιο όχι ως ένα παρελθόν, έστω και δοξασμένο, αλλά
ως ένα διαρκές παρόν της, αφού και το αίμα του (όπως και των άλλων μαρτύρων
βεβαίως και διδασκάλων της Εκκλησίας) έθρεψε την Εκκλησία και οι διδασκαλίες
του κράτησαν ανόθευτα την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των αγίων
Αποστόλων και των μετέπειτα Πατέρων. Και μάλιστα τα δύο αυτά: το αίμα του και
οι διδασκαλίες του ήταν άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, δηλαδή το αίμα του ήταν η
επιβεβαίωση των ορθών διδαγμάτων του. Δεν είναι μία δική μας απλώς γνώμη για
τον όσιο Μάξιμο. Είναι η κοινή πίστη της Εκκλησίας μας, εκφρασμένη διά στόματος
του επίσης μεγάλου, όπως έχουμε ξανατονίσει, Πατέρα και ποιητή αγίου Ιωάννου
του Δαμασκηνού. Στον κανόνα του για τον όσιο, για παράδειγμα, ο άγιος
υμνογράφος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Μέχρι σήμερα και σε όλες τους αιώνες,
παμμακάριστε και παμμέγιστε Μάξιμε, το σαν του Άβελ χυμένο αίμα σου κηρύσσει
στην Εκκλησία του Χριστού, με κραυγαλέα φωνή, τις θεόπνευστες διδασκαλίες σου».
Δεν έχει σημασία που ο άγιος Μάξιμος δεν έφυγε από τη ζωή
αυτή μέσα από το μαρτύριο του αίματος. Έπαθε, βασανίστηκε, πληγώθηκε για την
πίστη του, εξ ου και ομολογητής χαρακτηρίζεται, αλλά για την Εκκλησία μας δεν
παύει να είναι και μάρτυρας όχι μόνο της συνειδήσεως αλλά και του αίματος. Όχι
μόνον ο προαναφερθείς ύμνος, αλλά πολύ πιο καθαρά άλλοι ύμνοι τονίζουν τη
διάσταση αυτή: «Ο μέγιστος Μάξιμος αναδείχθηκε εντελώς αληθινά και κήρυκας και
μάρτυρας δι’ αίματος της ευσεβούς πίστεως του Χριστού». Και δεν πρέπει να μας
παραξενεύει η παραπάνω θέση, ότι δηλαδή και το δικό του αίμα έθρεψε την Εκκλησία,
διότι είναι γνωστό ότι η Εκκλησία μας, ιδρυμένη από τον Χριστό, τον πρώτο
μάρτυρα, τράφηκε και τρέφεται από το αίμα πρωτίστως Εκείνου, αλλά και από τα
αίματα των αγίων και εξαιρέτων μελών Του, των αγίων μαρτύρων Του. Ας δούμε πόσο
ωραία, με τη λιτή και θεόπνευστη γραφίδα του, μας το τονίζει το άγιος
Δαμασκηνός στον κανόνα του: «Με τη ροή του αίματός σου ποτίστηκε η Εκκλησία του
Χριστού». Για να συνεχίσει: «Γι’ αυτό και άνθισε το παραδεδομένο από τους
Πατέρες δόγμα του θείου σπόρου σου, όσιε». Αν η γη που ποτίστηκε από τα αίματα
ηρώων, προκειμένου να διαφυλάξουν την πατρίδα τους, απαιτεί την ελευθερία της
και δεν ησυχάζει μέχρι να εκπληρωθεί τούτο – που σημαίνει ότι είναι θέμα χρόνου
τέτοια ματωμένα χώματα να βρουν τη λευτεριά τους («την οργή των νεκρών να
φοβάστε» λέει ο ποιητής) – πόσο περισσότερο τούτο ισχύει για την ίδια την
Εκκλησία μας, το ζωντανό σώμα του Χριστού, που κυριολεκτικά ζει και τρέφεται
από το αίμα του αρχηγού της, όπως είπαμε, και των πιστών της; «Πύλαι
γαρ Άδου ου κατισχύσουσιν Αυτής»!
Εκείνο όμως που συντριπτικά προβάλλει η υμνολογία του οσίου
σήμερα είναι όντως οι θεόπνευστες διδασκαλίες του οσίου. Αντιμετώπισε την
αίρεση των μονοθελητών, των αρνουμένων δηλαδή τη διπλή θέληση του Κυρίου, ως
Θεού και ανθρώπου, άρα των προεκτεινόντων τη χριστολογική αίρεση των
μονοφυσιτών. Στην πραγματικότητα ο αρνούμενος ότι ο Κύριος έχει θεία και
ανθρώπινη θέληση, όπως θεία και ανθρώπινη ενέργεια, αρνείται την πραγματικότητα
της ενανθρώπησής Του. Και ποιος είναι ο αρνούμενος την εν σαρκί φανέρωση του Θεού,
ει μη «ο μη έχων τον Πατέρα ουδέ τον Υιόν;» Γι’ αυτό και ο άγιος
Δαμασκηνός επανειλημμένως και με πλήρη γνώση αναφέρεται σ’ αυτήν τη διδασκαλία
του: «Είπες ότι είναι μία η φύση της αγίας Τριάδος, μία η θέλησή Της, μία η
ενέργειά Της. Αλλά κήρυξες τις δύο φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη δηλαδή,
του σαρκωθέντος Θεού, του Χριστού, τις δύο θελήσεις και ενέργειές Του».
«Κατέχοντας, Πάτερ, τους θεϊκούς λόγους σου σαν στήλη ορθοδοξίας, σεβόμαστε τον
Έναν της Τριάδος, τον Χριστό, με δύο τις ουσίες και τις θελήσεις».
Και γιατί τόσο αγώνας, αιματηρός μάλιστα, για κάποιους
φθόγγους; Γιατί το δύο αντί το μία; Διότι, όπως είπαμε, και μία λέξη ή ένας
φθόγγος μπορεί να σημάνει πλήρη αλλοίωση της αλήθειας περί Θεού και Χριστού. Ο
αγώνας της Εκκλησίας δεν έγκειται στις λέξεις αλλά στα πράγματα, στην αλήθεια.
Και η αλήθεια δηλώνεται με λέξεις. Δεν είμαστε οπαδοί λέξεων οι χριστιανοί
επομένως, αλλά «ερασταί της αληθείας», δηλαδή «ερασταί του
Χριστού». Αυτόν θέλουμε, Αυτόν επιζητούμε, συνεπώς μία αλλοιωμένη διά
λέξεων εικόνα Του, μας κάνει να χάνουμε την κοινωνία μαζί Του, που είναι και το
διαρκώς ζητούμενο. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε με αλλοιωμένη πίστη να δοξάζουμε
ορθά τον Χριστό και Θεό μας. Αυτό έχει υπόψη του και ο άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός. Μας καλεί στο κοντάκιό του ιδιαιτέρως «να εγκωμιάσουμε
- φωνάζοντας: χαίρε κήρυκα της πίστεως - τον εραστή της αγίας
Τριάδος και Μέγα Μάξιμο, γιατί αυτός μας δίδαξε με τρανό τρόπο την
ένθεη πίστη, προκειμένου να δοξάζουμε τον Χριστό με δύο φύσεις και δύο
ενέργειες και θελήσεις», δηλαδή δεν θα είχαμε ορθή δοξολογία του Χριστού, αν
δεν είχαμε αυτήν τη συγκεκριμένη πίστη. Θα επρόκειτο για κάποιο είδωλο του νου
μας, με το όνομα απλώς του Χριστού – ό,τι προσφέρουν τελικώς οι αιρετικοί. «Τον
της Τριάδος εραστήν και Μέγαν Μάξιμον, τον εκδιδάξαντα τρανώς πίστιν την
ένθεον, του δοξάζειν τον Χριστόν, φύσεσιν εν δύω, ενεργείαις τε διτταίς ως και
θελήσεσιν, επαξίως οι πιστοί ανευφημήσωμεν, ανακράζοντες: Χαίρε κήρυξ της
πίστεως».
Και ως εκ περισσού ας σημειώσουμε και το αυτονόητο, που επισημαίνει όμως και πάλι ο άγιος υμνογράφος: ο όσιος Μάξιμος δεν δίδαξε «το πατροπαράδοτον θείον δόγμα» στηριγμένος στις νοητικές του δυνάμεις ή σε περισπούδαστες ίσως μελέτες του. Χωρίς να αποκλείονται και αυτές, εκείνο που αποτέλεσε πρωτίστως στήριγμα και δύναμή του ήταν η καθαρή από τα πάθη καρδιά του. Πάλεψε να κρατήσει μακριά από την ψυχή του ό,τι εμπαθές την βρώμιζε, οπότε σαν καθαρό κάτοπτρο η ψυχή του αντιφέγγισε τις ακτίνες της Θεότητας, τις οποίες και εξέφρασε ως φως, όταν δημιουργήθηκε η κρίση στην Εκκλησία από τους δαιμονοκίνητους αιρετικούς. Μόνον όποιος έχει καθαρή την καρδιά, μπορεί και να δει τον Θεό σωστά, κατά τον λόγο του Κυρίου («μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»), αυτό συνέβη και με τον όσιο Μάξιμο. «Αποξενώθηκες από κάθε θανατηφόρα ηδονή, μακάριε, και έκανες ολόκληρο τον εαυτό σου καθαρό θεϊκό καθρέπτη».