«Ο Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην κωμόπολη Κομά της Αιγύπτου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί, πλούσιοι και αριστοκράτες που του μετάγγισαν την πίστη τους στον Χριστό. Σε νεαρή ηλικία τους έχασε κι έμεινε μόνος με τη μικρή αδελφή του. Είκοσι ετών περίπου νιώθει την κλήση του Θεού να αποσυρθεί από τα κοσμικά και να αφιερωθεί πλήρως στον Θεό. Εμπιστεύεται την αδελφή του σε παρθενώνα (ένα είδος γυναικείου μοναστηριού) της περιοχής του, μοιράζει στους φτωχούς όλη την περιουσία που είχε από τους γονείς του και αποσύρεται πρώτα κοντά στο χωριό του κι ύστερα σε πιο απομακρυσμένες κι ερημικές περιοχές. Η δίψα του κι ο πόθος του για τον Θεό και την αρετή ήταν πολύ μεγάλοι. Όπου άκουγε ότι υπάρχει κάποιος ενάρετος ασκητής πήγαινε και τον επισκεπτόταν για να τον μιμηθεί στον καλό τρόπο της ζωής του. Σιγά σιγά έτσι απέκτησε σχεδόν όλες τις αρετές, χαρακτηριζόμενος από όλους θεοφιλής. Ο Θεός επέτρεψε, για να του αυξήσει τις δωρεές και τα χαρίσματα, να μπει και στη σκληρή δοκιμασία των δαιμονικών πειρασμών. Μέσα από το καμίνι αυτό, με τη βοήθεια του Θεού, αναδείχτηκε ως «χρυσός εν χωνευτηρίω». Προχώρησε πολύ στην αγιότητα, απέκτησε τα μεγάλα χαρίσματα της διόρασης και της προόρασης, καθώς και της διάκρισης των πνευμάτων. Η φήμη του από τα θαύματα και τα χαρίσματά του άρχισε να απλώνεται παντού. Έγινε πρότυπο στους πάντες, κοσμικούς και μοναχούς. Η ταπείνωσή του όμως τον κρατούσε προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Αποσύρθηκε σε ακόμη ερημικότερες περιοχές, μα ο πιστός λαός τον αναζητούσε οπουδήποτε. Τέλος σε βαθύτατο γήρας, το 356, σε ηλικία 105 ετών, αφού έδωσε τις τελευταίες συμβουλές στους συνασκητές του και με την εντολή να τον θάψουν σε μέρος που δεν θα το γνωρίζει κανείς, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, μέσα σε άφατη χαρά και ιλαρότητα».
Ο Μέγας Αθανάσιος, ο οικουμενικός αυτός Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο οποίος και συνέγραψε τον βίο του αγίου Αντωνίου – στην πραγματικότητα μία εκτεταμένη επιστολή – λέει ότι είναι «μεγάλο κέρδος γι’ αυτόν και να θυμάται μόνον τον Αντώνιο». Ο ιερός Αυγουστίνος, ο μεγάλος κι αυτός άγιος της Εκκλησίας, πήρε την οριστική απόφαση να μεταστραφεί στη χριστιανική πίστη και να βαπτιστεί, με την καθοδήγηση βεβαίως του επισκόπου Μεδιολάνων αγίου Αμβροσίου, όταν μελέτησε τον βίο του αγίου Αντωνίου. Ο σπουδαίος ασκητής του Γεροντικού, ο οποίος ζήτησε από τον Θεό να του φανερώσει όλους τους μεγάλους αγίους της εποχής του, είδε να εκπληρώνεται το αίτημά του, πλην του Αντωνίου. Και στο ερώτημά του στον Κύριο γιατί συνέβη αυτό, έλαβε την πληροφορία ότι «ο Αντώνιος είναι πολύ κοντά μου και δεν μπορείς να τον δεις». Όταν μιλάμε για τον άγιο Αντώνιο λοιπόν δεν μιλάμε για απλό άγιο της Εκκλησίας. Το πνευματικό ύψος του είναι τρισμέγιστο, φθάνει μέχρι και σ’ αυτά τα «κράσπεδα» της Τριαδικής Θεότητος.
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ηλία και τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ό,τι ο ίδιος ο άγιος Αντώνιος είδε σαν τρόπο ζωής στον προηγηθέντα από αυτόν όσιο Παύλο τον Θηβαίο («του Παύλου συμμέτοχος του Θηβαίου»), το ίδιο αγωνίστηκε και αυτός να πράξει. Νέος προφήτης Ηλίας και νέος Ιωάννης Πρόδρομος ο όσιος Παύλος, παρομοίως και ο άγιος Αντώνιος. Κατά πώς το λέει και το απολυτίκιό του: «Μιμήθηκες στον τρόπο της ζωής τον ζηλωτή Ηλία κι ακολούθησες τους ίσιους δρόμους του Βαπτιστή, πάτερ Αντώνιε». Κι ακόμη: τον παραλληλίζει και με τον Μωυσή, ονομάζοντάς τον «νέον Μωυσή», διότι «στην έρημο έστησε το τρόπαιο κατά των εχθρών και των αντιπάλων ως αρχηγός του λαού». Δεν παραξενεύουν λοιπόν οι χαρακτηρισμοί που του αποδίδει η Εκκλησία μας διά των ύμνων της: «Πατήρ Πατέρων», «φωστήρ φωστήρων», «οικουμένης το κλέος», «ο επί γης άγγελος και εν ουρανοίς άνθρωπος Θεού».
Ο άγιος υμνογράφος κάνοντας, με τα δεδομένα της ζωής του οσίου και με φωτισμό Θεού, μία πνευματική «ακτινογραφία» του Αντωνίου, επικεντρώνει στην καρδιά του: ήταν ένα πυρακτωμένο καμίνι αγάπης και έρωτα που η φλόγα του ανέβαινε διαρκώς στο ακρότατο των επιθυμητών, στην πιο υψηλή κορυφή της αγάπης, τον ίδιο τον Θεό. «Ο θείος έρωτας σού έβαλε φωτιά και έδωσε φτερά στην ψυχή σου να ποθήσεις το πράγματι ακρότατο όριο της αγάπης, τον Θεό δηλαδή». Αυτός ο έρωτάς του ήταν η κινητήρια δύναμη για να απαγκιστρωθεί από όλες τις γοητείες του παρόντος κόσμου του απατεώνος, και στη συνέχεια με την πολλή άσκησή του και την ησυχία να αυξηθεί σ’ αυτήν την αγάπη του Θεού, να ενωθεί πλήρως με Αυτόν και να γεμίσει από όλα τα καλά που ο Θεός ξέρει να δίνει: όχι κάτι από Αυτόν, αλλά ολόκληρο τον Εαυτό Του. «Τότε λοιπόν, με τον θείο έρωτά σου, έκανες πέρα οποιαδήποτε σχέση με άνθρωπο και ήλθες στην έρημο, αγωνιζόμενος να ενωθείς με Αυτόν με την πολλή άσκηση και την ησυχία. Γι’ αυτό και γέμισες, όπως ζήτησες, από τα καλά του Θεού και έλαμψες σαν ήλιος, φωτίζοντας τις ψυχές μας, Αντώνιε».
Ο άγιος υμνογράφος με τα παραπάνω λεγόμενά του δίνει απάντηση και σε ένα ερώτημα που μπορεί να δημιουργηθεί και σε εμάς σήμερα: τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να δώσει τόση χάρη στον Αντώνιο; Κάνει διακρίσεις ο Θεός; Αγάπησε περισσότερο εκείνον από ό,τι εμάς ή άλλους άλλων εποχών; Η απάντηση είναι αρνητική. Ο Θεός αγαπά τους πάντες εξίσου. «Ουκ έστιν προσωπολήπτης ο Θεός». Ό,τι αγάπη είχε στον Αντώνιο έχει και σε εμάς και σε όλους τους ανθρώπους. Ποιο λοιπόν το «μυστικό» του Αντωνίου; «Ως εζήτησας» σημειώνει ο υμνογράφος. Η απάντηση βρίσκεται στη μικρή αυτή φράση. Ο άγιος Αντώνιος πυρακτώθηκε από την χάρη του Θεού, έγινε όλος φωτιά, διότι και ο ίδιος αναζητούσε τον Θεό. Κι εκεί υπάρχει το έλλειμμα το δικό μας. Ε μ ε ί ς δεν αναζητούμε τον Θεό ή αν Τον αναζητούμε, Τον αναζητούμε με πολύ αναιμικό τρόπο. Ο Θεός προσφέρεται στον άνθρωπο κατά την αναλογία και της δικής του επιθυμίας. Μεγάλη αναζήτηση; Μεγάλη και η προσφορά. Μικρή αναζήτηση; Μικρή και η προσφορά. Με άλλα λόγια και εμείς θα μπορούσαμε να αναδειχτούμε άγιοι της περιωπής του αγίου Αντωνίου. Καταθέτουμε όμως την καρδιά και τη διάθεσή μας στον Θεό με απόλυτο τρόπο, χωρίς προαπαιτούμενα, σαν τον άγιο Αντώνιο; Την ευθύνη της μικρής ή και της μηδαμινής χάρης του Θεού μέσα μας πρέπει να την αναζητήσουμε στον ίδιο μας τον εαυτό.