«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του
Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός,
(γεννήθηκε περί το 329/30), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς
και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην
ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την
επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και
επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε
μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην
Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια
της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί
αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον
αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό
και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις
αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε
να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται
κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού
ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο
πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την
αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την
επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της
Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381).
Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος
στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο
οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένια του
δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα
της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη
Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και
στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς
μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη
Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».
Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο
άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων
και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον
άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική
θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν
Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας
στη θεολογική συμβολή του, τον ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας
ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι
γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του
Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου), «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή
γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε
από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου. Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο
Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό καθηγητή της
Πατρολογίας Στυλιανό (μοναχό Γεράσιμο) Παπαδόπουλο, «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο
Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον
Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο
του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την
Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την
ίδια: «Ο
άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα,
αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία».
Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους
κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για
παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο: σε άλλη
περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η
μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη
θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από
τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και
της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι
τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής
Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η
μεγαλωσύνη του. «Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό
και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία
πρόσωπα».
Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος,
ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό
θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον
28ο ιδιαιτέρως
λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που
έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω
τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε
κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του
ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Ανέβηκες στο όρος της
θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες
μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία,
γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα».
Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται
σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού,
τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι,
γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την
αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει.
Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Κατά
τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και
αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά
Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι
στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο». Ο
άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί
εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά,
ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου
Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τον Λόγο
και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική
εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων
προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική».
Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού
και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄
Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από
την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν
βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο
τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία
Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει
ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος
Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με
την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το
γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν
εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι
τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος
είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της
Οικουμενικής Συνόδου.
Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις
προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν
είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν»,
να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή
κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται
στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το
χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις
κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των
προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα
Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία».
Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους
για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ
άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι
μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς».
Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε».