22 Φεβρουαρίου 2023

Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΝ ΕΞΑΙΡΕΙ ΚΑΝΕΝΑΝ!

«Και μέσα στον κόσμο, όταν ο χριστιανός αναλάβει προαιρετικό αγώνα, η Χάρη του Θεού δεν εξαιρεί κανέναν. Αλλά «προφάσεις προφασιζόμενοι», λέμε ότι είμεθα στον κόσμο και δεν μπορούμε. Μας νικάει η επιθυμία. Τι χρειαζόμεθα; Τον αγώνα αυτόν όχι μόνο τον σωματικό, αλλά και τον ψυχικό. Δηλαδή τις σκέψεις να κυβερνήσουμε. Έρχονται οι σκέψεις, οι φαντασίες της αμαρτίες, οι εικόνες, τα πρόσωπα, τα είδωλα και οι σκηνές. Να τα καταδιώκουμε αμέσως με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν προσέχει ο νους να μη τα δέχεται όλα αυτά και έχει το θείο όπλο, το Όνομα του Χριστού, τότε σκοτώνεται κάθε ενάντιος εχθρός της ψυχής μας, που λέγεται διάβολος, που λέγεται αισχρή φαντασία, που λέγεται αισχρός λογισμός. Τότε, όταν έτσι φυλάγουμε την ψυχή μας, τον νου και την καρδιά μας, το εσωτερικό μας θα διατηρηθεί καθαρό κι αγνό» (Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης, από το βιβλίο «Η Τέχνη της Σωτηρίας, Ομιλίαι, τόμ. Β΄, σελ. 56).

Ο μακαριστός όσιος Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεϊτης (ο και Αριζονίτης ονομαζόμενος) τονίζει ό,τι εξαγγέλλει διαρκώς η Αγία Γραφή και κηρύσσει αδιάκοπα η Εκκλησία μας διά των αγίων Πατέρων της, ότι δηλαδή ο Θεός είναι Αγάπη που εκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους προσφέροντάς τους τη χάρη Του χωρίς να εξαιρεί κανέναν. Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος Γέρων δεν εννοεί τη χάρη εκείνη που διακρατεί και συντηρεί τα σύμπαντα – διότι ο Θεός ως η πηγή της Ζωής δίνει τη δυνατότητα στα πάντα να υφίστανται και να υπάρχουν: και οι άνθρωποι και τα ζώα και τα φυτά και κάθε τι που δημιούργησε εκ του μη όντος – αλλά τη θεοποιό χάρη, εκείνη που μόνο ο άνθρωπος που έχει πιστέψει και έχει αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του μπορεί να έχει και να αυξάνει. Κι αυτός ο άνθρωπος είναι ο χριστιανός, ο οποίος έχοντας γίνει μέλος Χριστού μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, ζει τη χάρη αυτή που δεν έχει τέλος και τον κάνει να πορεύεται αυξητικά μέχρι να φτάσει «εις μέτρον του πληρώματος του Χριστού». Οπότε, είτε μοναχός ο χριστιανός είτε στον κόσμο ευρισκόμενος έχει τις ίδιες δυνατότητες και την ίδια προοπτική. Αρκεί να υφίσταται η απαραίτητη προϋπόθεση που ζητεί πάντοτε ο Θεός μας: ο άνθρωπος να θέλει τον Θεό στη ζωή του. Κατά τη διατύπωση του Γέροντα Εφραίμ: «να αναλάβει προαιρετικό αγώνα».

Σε τι συνίσταται ο αγώνας αυτός, κατά τον μακαριστό Γέροντα; Σωματικά, προφανώς με τις νηστείες και τις λοιπές ασκητικές πράξεις που καθορίζει η Εκκλησία μας ανάλογα με το είδος της ζωής του χριστιανού˙ ψυχικά, με τη φύλαξη του νου και της καρδιάς, του εσωτερικού κόσμου δηλαδή του ανθρώπου, από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές τον βρωμίζει. Η καθαρότητα και η αγνότητα της ψυχής είναι κυρίως το ζητούμενο, κατά τον άγιο Γέροντα, και δικαίως: ο Κύριος τον καθαρό στην καρδιά άνθρωπο μακάρισε, γιατί αυτός είναι εκείνος που θα έχει εμπειρία του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κι αυτή η φύλαξη και η προσοχή που διατηρεί την αγνότητα, έγκειται κυρίως στον αγώνα ελέγχου των λογισμών και των σκέψεων και των αισχρών φαντασιών που προέρχονται είτε από τον ίδιο τον Πονηρό διάβολο είτε και από τα πάθη του ανθρώπου, τον εγωισμό του και τα παρακλάδια του. Ο αγώνας αυτός ελέγχου των λογισμών συνιστά μάλιστα κατά την παράδοση της Εκκλησίας και την επιστήμη της πνευματικής ζωής, χωρίς τη γνώση της οποίας ο άνθρωπος αδυνατεί να προκόψει και να αγιάσει.

Έχει ένα μεγάλο όπλο στον αγώνα του αυτόν ο χριστιανός, επισημαίνει ο άγιος Γέρων: «το θείο όπλο» του Ονόματος του Χριστού. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Στρέφεται προς τον Κύριο ο πιστός χριστιανός, όταν δέχεται επίθεση λογισμών, ορμά με αγάπη επικαλούμενος τον Πατέρα του, περιφρονώντας κάθε άλλο που πάει να εισέλθει στην καρδιά και τη σκέψη του. Προσοχή αυτό δεν σημαίνει; Προσήλωση αποκλειστική στον Κύριο, εφαρμογή της εντολής «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής και της καρδίας». Και ποιο το αποτέλεσμα; «Σκοτώνεται κάθε ενάντιος εχθρός της ψυχής μας που λέγεται διάβολος, αισχρή φαντασία, αισχρός λογισμός». Η ψυχή δημιουργεί το κλίμα και το πλαίσιο να κατοικήσει μέσα της ο ίδιος ο Δημιουργός.

Γιατί δεν ζούμε όμως τελικώς οι χριστιανοί τη μεγαλειώδη προοπτική που μας έχει καθορίσει ο Κύριος; Διότι, κατά τον άγιο Γέροντα Εφραίμ, μας νικάει η επιθυμία. Και προφασιζόμαστε την αδυναμία μας – η ευκολία μας να δικαιολογούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας. Στην πραγματικότητα, το καταλαβαίνουμε: πίσω από την κάθε άρνηση ακολουθίας του Κυρίου κρύβεται η έλλειψη αγάπης μας προς Αυτόν. Η προβολή της αδυναμίας μας σημαίνει μεγαλύτερη αγάπη - ή μήπως μόνο αποκλειστική; - του εαυτού μας και των παθών μας. Όπως έλεγε και ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης: «δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ».

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ

«Στα χρόνια του βασιλιά Αρκαδίου, όταν ο αγιότατος Θωμάς πατριάρχευε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκαν τα άγια λείψανα των μαρτύρων κάτω από τη γη, και αμέσως τα πήρε ο αρχιερέας με πολύ σεβασμό. Δόθηκε τότε και μεγάλη βοήθεια από τους αγίους, διότι θεραπεύτηκαν ακόμη και ανίατα νοσήματα. Μετά την  παρέλευση πολλών χρόνων, από θεία φανέρωση, αποκαλύφθηκε σε κάποιο καλλιγράφο κληρικό, που λεγόταν Νικόλαος, ότι μερικά από τα πολλά λείψανα είναι του Ανδρονίκου και της Ιουνίας, για τους οποίους κάνει λόγο ο θείος απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή».

Δεν παύει η Εκκλησία μας να κηρύσσει αδιάκοπα την πίστη της περί της δυνάμεως των λειψάνων των αγίων της, δεδομένου ότι αυτά φέρουν τη χάρη του Θεού που είχαν ο άγιοι ενόσω ζούσαν. Διότι ο άνθρωπος στέκεται ενιαία, ως ψυχοσωματική οντότητα, απέναντι στον Θεό, που σημαίνει ότι η δόξα του Θεού ζώντας στην αγιασμένη ψυχή του αγίου μεταγγίζεται και στο άγιο σώμα του. Γι’ αυτό και οι πιστοί θεωρούμε ότι τα άγια λείψανα αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της πίστεώς μας, που μας καθιστούν ζωντανό και παρόντα ανάμεσά μας τον άγιο, έστω κι αν έχει φύγει από τη ζωή αυτή. Την αλήθεια αυτή τονίζει και σήμερα η υμνολογία της Εκκλησίας μας, με την εύρεση των τιμίων λειψάνων των σήμερα εορταζομένων μαρτύρων. Σ’ ένα από τα στιχηρά για παράδειγμα του εσπερινού διαβάζουμε: «Οι για πολλούς χρόνους κρυμμένοι καλλίνικοι μάρτυρες τώρα φανερώθηκαν, σαν πολύτιμος θησαυρός, καταπλουτίζοντας τη βασιλίδα όλων των πόλεων». Στην τρίτη ωδή μάλιστα του κανόνα βλέπουμε όλο το σκεπτικό της Εκκλησίας μας για τα λείψανα: Οι άγιοι με πόθο για τον Χριστό ακολούθησαν το εκούσιο πάθος Του, ζώντας συσταυρωμένοι με Αυτόν. Έτσι άντλησαν τη χάρη από την πηγή Εκείνου, οπότε η χάρη αυτή ευρισκομένη και στα λείψανά τους απαστράπτει και προσφέρει το φως των ιαμάτων σε καθέναν που τα προσεγγίζει με πίστη. Τα θαύματα δηλαδή που επιτελούνται μέσω των αγίων λειψάνων αποτελούν την επιβεβαίωση περί της ενεργείας του Θεού σ’ αυτά. Ακόμη και το άγγιγμά τους ή λίγη από τη σκόνη τους εκλύει πηγές θαυμάτων για τους πιστούς. «Και λίγη σκόνη από το σώμα των αθλοφόρων αναβρύει με τη χάρη του Θεού πηγές θαυμάτων» (στιχηρό εσπερινού).

Στον οίκο του κοντακίου ο άγιος υμνογράφος προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας προσφέρει μία εικόνα για τα τίμια λείψανα των αγίων, που παραπέμπει στη μεγαλοφυή εικόνα που συνέλαβε για την ελευθερία ο εθνικός ποιητής μας Διονύσιος Σολωμός και κατέγραψε στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τμήμα του οποίου αποτέλεσε και τον εθνικό ύμνο της πατρίδας μας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη (η ελευθερία) των Ελλήνων τα ιερά».  Ο Διονύσιος Σολωμός μπορεί να επηρεάστηκε για να συλλάβει την πολύ όμορφη αυτή εικόνα και από τη γνωστή προφητεία περί της ζωογονήσεως των οστών του προφήτη Ιεζεκιήλ (κεφ. 37) – που τη διαβάζουμε στην Εκκλησία μας το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μετά την επιστροφή του επιταφίου, ως προαναγγελία της πίστεως στην ανάσταση εκ νεκρών του Χριστού και των σωμάτων των ανθρώπων – όμως και ο υμνογράφος σήμερα κινείται στο ίδιο μήκος κύματος: βλέπει ότι η ορθοδοξία αναδύεται ως ρόδινη οσμή μέσα από τα λείψανα αυτά των αγίων. Με άλλα λόγια, όπως η ελευθερία για τον εθνικό μας ποιητή είναι καρπός θυσίας των Ελλήνων – έπεσαν στις μάχες οι Έλληνες και έμειναν μόνον τα κόκκαλά τους – κατά τον ίδιο τρόπο και η ορθόδοξη πίστη δεν είναι θέμα λόγων και μελετών, νοησιαρχιακών θεωριών, αλλά καρπός ολοκαυτωμάτων, εκεί δηλαδή που οι άγιοι δίνουν τη ζωή τους χάριν της πίστεως στον Χριστό. «Σαν ρόδα που ανθοφορούν ανάμεσα στ’ αγκάθια τα λείψανά σας, πηγάζετε στον κόσμο, ένδοξοι σεπτοί μάρτυρες, την οσμή της ορθοδοξίας».

Σπάνια μία εικόνα έχει τόση δύναμη, που να φανερώνει διά μιας το τι είναι η ορθοδοξία. Σαν να μας λέει και πάλι ο υμνογράφος: η Ορθοδοξία, ως Ορθόδοξη Εκκλησία εννοείται, είναι ποτισμένη από το αίμα πρώτα του αρχηγού της Κυρίου Ιησού, έπειτα κι από το αίμα των ακολούθων Του αγίων μαρτύρων, είτε του φυσικού αίματός τους είτε του αίματος της συνειδήσεως. «Με τη λάμψη και την καθαρότητα των καλλονών των αρετών σας, στολίσατε το ένδυμά σας, που κοκκίνισε από τα μαρτυρικά αίματά σας» (ωδή δ΄). Γι’ αυτό και πάντοτε παραμένει αήττητη, κατά τον αψευδή λόγο άλλωστε του Κυρίου μας, ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Τη δύναμη της Εκκλησίας διά των αγίων μαρτύρων επισημαίνει μεταξύ πολλών άλλων ύμνων η ακολουθία και με τον εξής ύμνο: «Οι αθλητές της δόξας του Χριστού με τους οχετούς των αιμάτων τους αποξήραναν τους ποταμούς της ειδωλομανίας και αποτέφρωσαν τη φωτιά του αθέου προστάγματος. Από την άλλη, πότισαν πλούσια κάθε καρδιά που αναβοά με πίστη: Ιερείς ευλογείτε, λαός υπερυψούτε, εις  τους αιώνας» (ωδή η΄).

21 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ο ΕΝ ΣΥΜΒΟΛΟΙΣ

«Αυτός ο μακάριος ακολούθησε τον μοναχικό βίο από νεαρή ηλικία και εξαφάνισε τα σκιρτήματα των παθών με την πολλή εγκράτεια και τη δυνατή προσευχή. Έφτασε σε επίπεδα απαθείας και φάνηκε δοχείο του Αγίου Πνεύματος, μένοντας παρθένος μέχρι το τέλος της ζωής του και στην ψυχή και στο σώμα. Ουδέποτε θέλησε να δει γυναίκα. Ζώντας στα όρη και τριγυρίζοντας στις ερήμους, άρδευε την ψυχή του με τη δροσιά των δακρύων. Γι’ αυτό και έλαβε χαρίσματα ιαμάτων. Έδιωχνε δηλαδή τους δαίμονες από τους ανθρώπους και θεράπευε κάθε άλλη νόσο. Αφού έζησε με τέτοιο τρόπο, έφτασε σε βαθιά γεράματα και εκδήμησε προς τον Κύριο».

Εντελώς παράδοξη η ζωή του αγίου Τιμοθέου με την ανθρώπινη λογική: ζούσε στα όρη, τριγύριζε στις ερήμους, δεν ήθελε να δει πρόσωπο γυναίκας, και όμως αναδείχτηκε, όπως σημειώνει ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης, «πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών, αμφίεση των γυμνών, τροφή των πεινασμένων». Να κυνηγάς διά παντός τον Θεό με απομάκρυνση από τους ανθρώπους και να γίνεσαι ο μεγαλύτερος κοινωνικός εργάτης, είναι πράγματι, το λιγότερο, παράδοξη κατάσταση. Αλλά ο άγιος Τιμόθεος βίωσε αυτό που έζησαν και οι περισσότεροι ασκητές άγιοι: όσο στρέφεσαι προς τον Θεό, τόσο ο Θεός σε στρέφει προς τους ανθρώπους. Γιατί; Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Και Τον βρίσκουμε εκεί που κατεξοχήν φανερώνεται: στα πρόσωπα των κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημάτων Του. Όπως το είπε στην παραβολή της κρίσεως ο ίδιος ο Κύριος: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Γι’ αυτό και ο βαθμός αγάπης μας προς τον Θεό φανερώνεται από τον βαθμό αγάπης μας προς τον συνάνθρωπό μας. Και με τον άγιο Αντώνιο το ίδιο δεν έγινε; Απομακρυνόταν για χάρη του Θεού από τον κόσμο, κι ο Θεός τελικώς τον οδηγούσε στον κόσμο. Κι ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: την απομόνωση και τον εγκλεισμό του ζητούσε. Κι η Παναγία του παρουσιάστηκε για να του πει να βγει να βοηθήσει τον κόσμο. Ήταν και το παράπονο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου: ήλθα στο Όρος να βρω ησυχία, και μπήκα στο πρόγραμμα των ανθρώπων. Αλλά είπαμε: κριτήριο της πίστεώς μας και των αγίων είναι η αγάπη. Όπου αγάπη εκεί και ο Θεός. Φεύγει κανείς από την αγάπη, έστω και για λόγους «πίστεως»; Χάνει τον Θεό. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Ο όσιος Τιμόθεος λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει από τον κανόνα αυτό. «Γνώρισες, όσιε πατέρα, σημειώνει ο Θεοφάνης, ότι η αγάπη νικάει την κρίση, γι’ αυτό και δεν περιφρόνησες κανένα ξένο, αλλά διάνοιξες τα σπλάχνα της καρδιάς σου σε όλους με αγαθοσύνη, κι έγινες πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών, αμφίεση των γυμνών και τροφή των πεινασμένων» (ωδή θ΄). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που επανειλημμένως ο άγιος Θεοφάνης συγκρίνει τον όσιο με τον πατριάρχη Αβραάμ, κύριο γνώρισμα του οποίου, πέραν από την πίστη του, ήταν η αγάπη του προς τους ανθρώπους και μάλιστα η φιλοξενία του. «Με την αγάπη και τη συμπάθειά σου προς όλους έγινες άλλος Αβραάμ, ω Τιμόθεε, υποδεχόμενος όσους προσέρχονταν σε εσένα από όλα τα μέρη, και μέσω αυτών λατρεύοντας τον Θεό όλων» (ωδή γ΄).

Η δίψα του και η αγάπη του προς τον Θεό, που έπαιρνε τη μορφή της έμπρακτης αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ήταν αποτέλεσμα, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, της αδιάκοπης άσκησής του να ξεπεράσει την όποια αμέλεια δημιουργούν τα πάθη του ανθρώπου και να αποκτήσει την ευλογημένη ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Το άνθος της αγάπης δεν φύεται, ως γνωστόν, στους κοινούς δρόμους και στα απλά μονοπάτια. Αποτελεί βλάστημα των ψηλών κορυφών, δηλαδή απαιτεί αιματηρή κατάθεση της βούλησης του ανθρώπου στο άγιο θέλημα του Θεού. Διότι πώς θα ενεργήσει η χάρη της αγάπης του Θεού σε καρδιά γεμάτη από τα αγκάθια του εγωισμού; «Δος αίμα και λάβε πνεύμα» έλεγαν πάντοτε οι άγιοί μας, κάτι που το βλέπουμε βεβαίως και στη ζωή του οσίου Τιμοθέου. «Έχοντας εκτενώς στραμμένο το βλέμμα της διάνοιάς σου προς τον Θεό, απετίναξες, Πάτερ Τιμόθεε, τον ύπνο της αμέλειας από την ψυχή σου και έγινες ναός του θείου Πνεύματος και τόπος αγιάσματος» (ωδή α΄). «Θωρακισμένος με την ταπείνωση, Πάτερ, πέρασες χωρίς να βλαφτείς τις παγίδες του Πονηρού, και υψώθηκες προς τον Θεό και εντρυφάς στη δόξα Του για πάντα, μακάριε Τιμόθεε (ωδή α΄). Είναι αλήθεια. Κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τις παγίδες του διαβόλου, τις απλωμένες παντού στη γη, χωρίς να βρει το μονοπάτι που λέγεται ταπείνωση. Πρόκειται για ό,τι ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει και η εμπειρία των αγίων βεβαιώνει: «Είδα τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες στη γη και τρόμαξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις περάσει αβλαβώς; Κι άκουσα φωνή που έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων» (όσιος Αντώνιος).

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Φαιδρά προεόρτια τῆς ἐγκρατείας, λαμπρά τά προοίμια τῆς νηστείας σήμερον∙ διό συνδράμωμεν ἐν πεποιθήσει, ἀδελφοί, καί προθυμίᾳ πολλῇ» (ὠδή α΄ τριωδίου).

(Καλοδεχούμενα τα προεόρτια της εγκράτειας, λαμπρά τα προοίμια της νηστείας σήμερα. Γι’ αυτό ας τρέξουμε από κοινού, αδέλφια, με πίστη και μεγάλη προθυμία).

Απαρχή των ύμνων των Τριωδίων ο παραπάνω ύμνος, από τον πολυγραφότερο όλων των υμνογράφων άγιο Ιωσήφ. Τρία σημεία θίγει με πολύ συνοπτικό τρόπο:

Πρώτον, ότι πρώτη ημέρα της εβδομάδας της Τυρινής σήμερα, ξεκίνησε η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας. Διότι μπορεί να μην εισήλθαμε στην καθαυτό Σαρακοστή – αυτό θα γίνει με την Καθαρά Δευτέρα – όμως είμαστε στην τελευταία εβδομάδα της εισαγωγής της, όπου αφήνουμε κατά μέρος τα κρεατικά: η πρώτη νηστεία, μένοντας μόνο στα γαλακτομικά και στα ψάρια. Και δεν είναι τυχαία η διπλή επισήμανση: εγκράτεια, νηστεία. Για να δηλωθεί ότι μιλώντας για τη νηστεία στην Εκκλησία δεν εννοούμε ένα απλό διαιτολόγιο, αλλά έναν περιορισμό φαγητών που έχει όμως πνευματικό χαρακτήρα. Διότι η εγκράτεια αυτό δηλώνει: την πράξη της θέλησης του ανθρώπου που κινείται από τον ηγεμόνα νου του, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από τη γοητεία των υλικών αγαθών, ώστε πιο ελεύθερα να στραφεί προς Κύριο και Θεό του. Μη ξεχνάμε: η απόλυτη εν αγάπη αναφορά του ανθρώπου είναι ο Χριστός κι αυτή η αναφορά μονίμως παρεμποδίζεται από την εμπαθή προσκόλληση στην ύλη και τα πάθη του – «ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Οπότε, η νηστεία ως εγκράτεια παθών λειτουργεί απελευθερωτικά για τον πιστό άνθρωπο. Γι’ αυτό και σε άλλο σημείο ο άγιος Ιωσήφ θα επισημάνει ότι τέτοιον εγκρατή άνθρωπο που φανερώνει ότι η στροφή της θέλησής του είναι ο Χριστός δεν τολμούν να τον πλησιάσουν οι δαίμονες, ενώ βρίσκονται πάντοτε ως βοηθοί του οι άγγελοι («οὔτε ἐπήρεια δαιμόνων κατατολμᾶ τοῦ νηστεύοντος, ἀλλά καί οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διά νηστείας ἡμῖν κεκαθαρμένοις»: απόστιχα αίνων).

Δεύτερον, ότι ακριβώς για τον παραπάνω λόγο η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας είναι περίοδος για τον πιστό όχι κατήφειας και θλίψης, όχι οργής και καταπιεσμένης επιθετικότητας, αλλά περίοδος που με χαρά την προσμένει ο χριστιανός προσβλέποντας στη λαμπρότητα που εκπέμπει. Αν η θλίψη και η στενοχώρια είναι το κυρίαρχο στοιχείο που τον διακατέχει, τούτο οφείλεται ακριβώς σε ό,τι είπαμε προηγουμένως: η θέληση προσκλίνει κατά προτεραιότητα στα πράγματα του κόσμου και όχι στον Θεό – «Θεός» είναι ο κόσμος και όχι ο αληθινός Θεός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο χριστιανός, μολονότι βιώνει την ένταση στην ύπαρξή του της αμαρτίας που τον κινεί σε αντίθετη κατεύθυνση προς ό,τι καλεί ο Θεός, συνεχίζει «κόντρα στο ρεύμα» του κόσμου να τρέχει προς τον Χριστό και τις άγιες εντολές Του. Και σ’ αυτήν τη διαδικασία ευρισκόμενος βλέπει το φως του Χριστού να ανατέλλει στην καρδιά του. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς» μάς λέει συνεχώς η Εκκλησία, με το φως του Χριστού λοιπόν βλέπει τη χαρά και τη λαμπρότητα της νηστείας και της εγκρατείας ο αγωνιστής χριστιανός. «Δεν στοχεύουμε στα ορατά αλλά στα αόρατα» λέει ο απόστολος Παύλος, κι αυτό συμβαίνει και με την περίοδο της Σαρακοστής.

Και τρίτον, επομένως: με πίστη και μεγάλη προθυμία κινείται προς την περίοδο της Σαρακοστής ο χριστιανός. Αν ενώπιόν μας έχουμε το όραμα του Χριστού που προβάλλει μέσα από το σταύρωμα των εμπαθών επιθυμιών μας, αν το όραμά μας, όραμα της Εκκλησίας, είναι ο αναστημένος Χριστός που περνάει μέσα από τη Σταυρική Του θυσία, τότε πράγματι η περίοδος των Νηστειών έχει ένα νόημα που για να το γνωρίσει κανείς πρέπει να το ενσωματώσει στον εαυτό του. Ζώντας την περίοδο αυτή ζει ο πιστός τα υπέρ φύσιν γεγονότα της ζωής του Χριστού ή με άλλα λόγια μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργοποιεί στο έπακρον την ήδη σ’ αυτόν δοσμένη χάρη του Βαπτίσματος να είναι μέλος Χριστού. Οπότε: η μεγάλη προθυμία προς συμμετοχή στον αγώνα του σταδίου αυτού ισοδυναμεί με τον αγώνα να καθαρίσει ο πιστός όλα τα εμπόδια της καρδιάς του για να φανερωθεί μέσω αυτού ο ίδιος ο Χριστός!

 Κι αξίζει να ακούσουμε τον άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ στο τι έλεγε για το θέμα αυτό.

 «Πῶς πρέπει νά περάσουμε τήν περίοδο τῶν Νηστειῶν; Σᾶς μίλησα ἤδη γιά τή μέθοδό μου, τήν ὁποία σᾶς συνιστῶ νά ἀφομοιώσετε. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἡ ἀκόλουθη: νά δοῦμε τόν τελικό μας σκοπό καί νά βαδίσουμε πρός αὐτόν ἀρχίζοντας ἀπό τό ἀλφάβητο. Ὅσον ἀφορᾶ τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πρέπει νά θέσουμε στόν ἑαυτό μας τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀρχή, ἀλλά σέ μικρότερες διαστάσεις. Πρέπει νά ἐννοήσουμε ὅτι μᾶς προτείνονται πενήντα ἡμέρες νηστείας ὡς προετοιμασία γιά τήν ὑποδοχή τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως. Καί ἐμεῖς θά οἰκοδομήσουμε ἔτσι τή θεωρία μας: Τώρα ἀρχίζει ὁ πνευματικός μας ἀγώνας. Ἡ ἔμπνευσή μας πολλαπλασιάζεται μέ τή σκέψη ὅτι ἑκατομμύρια χριστιανοί θά τηρήσουν τή Νηστεία αὐτή. Ἡ ὁδός πρός τήν ἀνάσταση, ἀκόμη καί γιά τόν Ἴδιο τόν σαρκωθέντα Θεό, πέρασε ἀπό παθήματα. Τό μυστήριο τῶν παθημάτων θά τό κατανοήσουμε μόνο ἀργότερα.... «Δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ἀπό ἕναν Ἄνθρωπο ἔρχεται ἡ σωτηρία. Ἄν μπροστά μας ὑψώνεται τέτοιος σκοπός, θά δεχθοῦμε τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ὡς ἁγία περίοδο στή ζωή ὅλου τοῦ χρόνου. Καί ὅταν μέ χαρά καταβάλλουμε σωματικό ἀγώνα ἐγκρατείας ἀπό τροφές, αὐτό δέν μᾶς φθείρει, ἀλλά μᾶς βοηθᾶ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί στό πνευματικό καί στό φυσικό... Ἐπιπλέον, παρατηρῶ μέ πόνο καρδιᾶς ἕνα πολύ τραγικό φαινόμενο: γιά λόγους ὑγείας οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἱκανοί νά ὑπομείνουν μακρά καί αὐστηρή δίαιτα, ἀλλά γιά τόν Θεό δέν εἶναι διατεθειμένοι νά τηρήσουν τήν καθιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία νηστεία, διότι ὑπάρχει κάποιο πνεῦμα πού παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό» («Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ..., τόμ. Β΄, σελ. 220-222»).

20 Φεβρουαρίου 2023

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)

 

Η συγκεκριμένη ημέρα, που καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2007, αποτελεί μία ευλογημένη πρόκληση για να υπάρξει παγκοσμίως ευαισθητοποίηση  σε θέματα αδικίας όπου κι αν παρουσιάζονται, όπως «η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός, μέσα σε μία ανοιχτή και παγκοσμιοποιημένη κοινωνία», που σημαίνει ότι ο ΟΗΕ ξεκινά με το δεδομένο ότι όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και στις ημέρες μας, και κοινωνική αρμονία δεν υφίσταται, αλλά και ισότητα μεταξύ των πολιτών ενός κράτους πολύ συχνά δεν υπάρχει.

Βεβαίως, το θετικό για τον Παγκόσμιο αυτόν Οργανισμό είναι ότι έχει κατανοήσει  πως τα θέματα της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν επιλύονται, αν επιλύονται, με ευχολόγια και φιλοσοφικές τοποθετήσεις, αλλά με «διεθνείς δράσεις», (όπως σημειώνεται στο επεξηγηματικό για την καθιέρωση της ημέρας σχόλιο), οι οποίες όμως καθίστανται συχνότατα αναποτελεσματικές λόγω της αντιδράσεως σ’ αυτές είτε αντιλαϊκών ηγεσιών είτε οργανωμένων συμφερόντων μίας χώρας.

Παρ’ όλα αυτά, η επιμονή στην προβολή του αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι χωρίς νόημα. Πάντοτε πρέπει να προσβλέπουμε στην καλή διάθεση του ανθρώπου, στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, στην πίστη τελικά στη δύναμη των λαών, που όταν «ξυπνούν» μπορούν να επιβάλουν αυτό που θεωρούν δίκαιο για τους πολλούς – οι διάφορες στην ιστορία «κοινωνικές κατακτήσεις» όντως επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή. Κι αυτό γιατί, όσο κι αν έχει η κακία διαστρεβλώσει τον άνθρωπο, δεν τον έχει κάνει να χάσει μέσα του την έστω ως νοσταλγία και πόθο έννοια της αξιοκρατίας και του ανθρωπισμού. Η αξιοκρατία και ο ανθρωπισμός δεν είναι τα βασικά στηρίγματα του αγαθού που ονομάζεται κοινωνική δικαιοσύνη; Κι αυτά τα νοσταλγεί ή τα ποθεί, όπως είπαμε, κάθε άνθρωπος και κάθε λαός όπου κι αν ζει.

Έτσι η κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να μην υφίσταται ή να υφίσταται λειψά και περιορισμένα σε έναν λαό και σ’ ένα κράτος, δεν παύει όμως πράγματι να υπάρχει και να λειτουργεί στις καρδιές των ανθρώπων, οι οποίες προσδοκούν πότε θα υπάρξουν οι συγκυρίες ώστε να πάρει σάρκα και οστά. Κι εκεί παίζεται το παιχνίδι των διαφόρων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων και των πολιτικών θεωριών: πόσο δηλαδή διαμορφώνουν τις συνθήκες για να λειτουργήσει η κοινωνική δικαιοσύνη, κάτι που σημαίνει ότι ο βαθμός λειτουργίας της δικαιοσύνης αυτής φανερώνει και την αξία ή όχι των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων και θεωριών.

Θα θέλαμε όμως να δούμε την κοινωνική δικαιοσύνη και από μία άλλη πλευρά, πιο βαθειά και αποτελεσματική πιστεύουμε, αυτήν της χριστιανικής πίστεως όταν είναι συνεπής. Διότι τι άλλο βλέπουμε στους  γνήσιους χριστιανούς, τους αγίους δηλαδή, παρά να ζουν τη δικαιοσύνη του Θεού, η οποία υπερβαίνει κάθε έννοια της ανθρώπινης διάστασής της; Ποιο το χαρακτηριστικό της θείας δικαιοσύνης; Η υπέρμετρη και χωρίς όρια αγάπη προς τον άνθρωπο, κατά το πρότυπο του Ιησού Χριστού, ο Οποίος επάνω στον Σταυρό «σηκώνει την αμαρτία όλου του κόσμου», αγκαλιάζει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, είτε πιστούς είτε απίστους, είτε της εποχής Του είτε και κάθε άλλης εποχής πριν ή και μετά από Αυτόν, προσφέροντάς τους τη δικαίωση ως δι’ Αυτού σχέση με τον ζωντανό Θεό. Και πώς εξέλαβαν ακριβώς οι πιστοί την υπερφυή αυτή αγάπη του Χριστού; Ως δεδομένο και της δικιάς τους ζωής, προκειμένου να παραμένουν ενωμένοι μαζί Του, συνεπώς να αγκαλιάζουν εν αγάπη κάθε άνθρωπο, να βλέπουν την ατίμητη αξία του ως εικόνας Θεού, να τον συγχωρούν ό,τι κι αν έχει κάνει, να του προσφέρουν οτιδήποτε χρειάζεται ώστε αυτός να ζει, έστω και με δική τους θυσία.

 Ποια έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης μπορεί να παραβληθεί μ’ αυτήν; Και να, το άμεσο χειροπιαστό αποτέλεσμα:  η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, όπου τα πάντα στους πιστούς ήταν κοινά. Δεν υπήρχε δικό μου και δικό σου – ο καθένας έδινε ανάλογα με τις δυνατότητές του και έπαιρνε ανάλογα με τις ανάγκες του. Κι επίσης το παρόμοιο αποτέλεσμα που βλέπουμε στη ζωή όλων των αγίων: και των απλών, οι οποίοι αναλαμβάνουν τον αγώνα της κοινωνικής δικαιοσύνης με τρόπο εσωτερικό – μέσω της προσευχής τους για τους άλλους και της αναλήψεως της ευθύνης τους ενώπιον του Θεού -  και των εχόντων τη δύναμη για μεγαλύτερη προσφορά. Σαν τον άγιο Βασίλειο για παράδειγμα: οργανώνει πράγματα για όλους τους ανθρώπους προκειμένου να ξεπεραστεί η όποια αδικία και ανισότητα ζούσαν, που θα απαιτούσε έναν ολόκληρο μηχανισμό ενός κοινωνικού κράτους! Κι ακόμη σαν την αγία Φιλοθέη: μία καλόγρια που στην πιο δύσκολη εποχή, την εποχή της Τουρκοκρατίας που το κεφάλι του καθενός χανόταν ανά πάσα στιγμή, είχε τέτοια κοινωνική προσφορά, ώστε το όνομά της ταυτίστηκε με την έννοια του θείου ελέους!

Κοινωνική δικαιοσύνη: το αδιάκοπα ζητούμενο ανθρωπίνως, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, για κάθε λαό. Χριστιανικά: το διαρκώς πραγματοποιούμενο, όπου όμως υπάρχουν άγιοι.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΕΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΤΑΝΗΣ

 

«Ο άγιος Λέων καταγόταν από τη Ραβέννα και ήταν υιός ευγενών γονέων. Λόγω της καθαρότητας του βίου του και της επιμέλειας των λογισμών του πέρασε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης, κατά τους νόμους της Εκκλησίας, και με θεία ψήφο αναδείχτηκε Πρόεδρος της Μητροπόλεως της Κατάνης, η οποία βρίσκεται στην περιώνυμη Σικελία, όπου ακόμη και τώρα βγαίνει φωτιά και ρέει λάβα από το βουνό της Αίτνας. Αυτός λοιπόν, όπως λέει και το όνομά του, σαν λιοντάρι στην πίστη και σαν ήλιος στη λάμψη, καταφώτισε όλους, επιμελούμενος των ψυχών, γινόμενος προστάτης των χηρών και φροντίζοντας τους πτωχούς. Γι’ αυτόν τον λόγο με μόνη την προσευχή του έριξε κάτω στη γη αγαλματένιο είδωλο και φρόντισε να κτιστεί μεγάλος και ωραίος ναός στην καλλίνικο μάρτυρα Λουκία, ενώ αποτέφρωσε τον μάγο Ηλιόδωρο με τις μαγγανείες του. Διότι όταν αυτός φάνηκε σε όλους ανάμεσα στον όχλο, κάνοντας μαγείες και δημιουργώντας εντυπώσεις, ο μακάριος Λέων αφού τον έπιασε γρήγορα με τα χέρια του και τον έδεσε με το ιερό πετραχήλι του, έδωσε εντολή να ανάψουν μεγάλη φωτιά στο μέσο της πόλης. Κι αφού δημοσίευσε όλες τις μαγγανείες του, έχοντάς τον δεμένο από τον τράχηλο, μπήκε μαζί του στο μέσο της καμίνου, και δεν βγήκε από εκεί, μέχρις ότου αποτεφρώθηκε εντελώς ο δειλός. Αυτό κατέπληξε τους πάντες. Διότι όχι μόνον ο μέγας Λέων έμεινε άφλεκτος, αλλά η φλόγα δεν άγγιξε καθόλου ούτε κι ένα από τα ιερά ενδύματά του. Όταν το θαύμα αυτό έγινε γνωστό παντού και το άκουσαν με τα αυτιά τους και  οι αυτοκράτορες Λέων και Κωνσταντίνος, κάλεσαν τον άγιο να έλθει κοντά τους, και άγγιζαν τα πόδια του και τον παρακαλούσαν να προσεύχεται υπέρ αυτών. Αυτός όχι μόνον εν ζωή υπήρξε μέγας θαυματουργός, αλλά και μετά την ταφή του συνέχισε να επιτελεί θαύματα».  

Ο Ιωσήφ, ο υμνογράφος του αγίου Λέοντα, επιμένει ιδιαιτέρως στο θαυματουργικό χάρισμα του αγίου. Θαυματουργός άλλωστε επονομάζεται. Και πέραν των επεμβάσεών του σε όλα τα νοσήματα, και μάλιστα τα ανίατα, τονίζει το χάρισμά του για την εκδίωξη των πονηρών δαιμόνων. «Υπήρξες, ιεράρχα, αυτός που καθαρίζει τα νοσήματα, που φυγαδεύει τα πονηρά πνεύματα και αποτελεί το καταφύγιο των πιστών ανθρώπων» (ωδή δ΄). Ο άγιος Λέων θεωρείται «ειδικός» στην εκδίωξη των ακαθάρτων πνευμάτων, διότι ακριβώς έγινε το όργανο του Θεού για την αποκάλυψη και την εξαφάνιση του πονηρού μάγου Ηλιοδώρου. Η προσευχή του γι’ αυτό συνιστά μάστιγα που τα απομακρύνει από τους ανθρώπους. «Έτυχες των θείων χαρισμάτων, ώστε να θεραπεύεις πάθη ανίατα και να εκδιώκεις ακάθαρτα πνεύματα με τη μάστιγα των προσευχών σου» (στιχηρό εσπερινού). Από την άποψη αυτή, ιδιαιτέρως στην εποχή μας που μαστίζεται από ανίατα πολλές φορές νοσήματα: καρκίνους, άγνωστες ιώσεις κλπ., αλλά και από πολλούς δαιμονισμούς και επιρροές ακαθάρτων πνευμάτων, ο άγιος Λέων θα έπρεπε να είναι άγιος της «πρώτης γραμμής». Κι όταν μάλιστα υπάρχει η διαχρονική βεβαίωση ότι θαυματουργούσε όχι μόνο εν ζωή, αλλά και μετά θάνατον, σαν, κατά κάποιο τρόπο, πέλαγος απείρων θαυμάτων («των απείρων θαυμάτων το πέλαγος», όπως λέει ο οίκος του κοντακίου του). Διότι «οι άγιοι εις τον αιώνα ζώσι».

Ο άγιος υμνογράφος πολλές φορές βεβαίως προβαίνει και στην ερμηνεία της λήψεως από τον Θεό του θαυματουργικού του χαρίσματος. Όλη του τη ζωή την διάβηκε στη γη, σημειώνει, με φλογερή αγάπη προς τον Θεό, γι’ αυτό και πήρε τη χάρη αυτή της θαυματουργίας (οίκος κοντακίου). Και την αγάπη αυτή την απέκτησε όχι άκοπα, αλλά με έντονη ασκητική προσπάθεια, καθώς αγωνιζόταν να έχει προσηλωμένο πάντοτε τον νου του στον πρώτο Νου, τον ίδιο τον Θεό. «Καθρεπτίζοντας τον αίτιο όλων Νου, τον Θεό, στον δικό σου καθαρότατο νου, δέχτηκες από Αυτόν την αίγλη των χαρισμάτων, θεόπνευστε» (ωδή ε΄). Εκεί που δίνει μία εξαιρετική όμως χριστοκεντρική  εξήγηση, με πολλή ποιητικότητα, του θαυματουργικού του χαρίσματος είναι στην ωδή θ΄: Βλάστησε ο άγιος τα σταφύλια των αρετών σαν κλήμα στο αμπέλι του Χριστού, κι αυτά έσταξαν το γλεύκος των θαυμάτων. Από αυτό το γλεύκος  πίνουν οι πιστοί και λαμβάνουν  και υγεία και ευχαρίστηση.

Αξίζει όμως να δούμε και την ερμηνεία του αγίου υμνογράφου στο παράδοξο θαύμα της αποτέφρωσης του μάγου Ηλιοδώρου. Παραξενεύει η ενέργειά του: αποτέφρωσε έναν άνθρωπο! Αλλά ο άγιος δεν προέβη στη βίαιη αυτή κίνηση από μίσος και φανατισμό. Το μίσος και ο φανατισμός στοχοποιούν συνήθως κάποιον και παλεύουν να τον εξοντώσουν, ερήμην πολλές φορές και του ίδιου - ο «αντίπαλος» στέκει ακριβώς απέναντι και πετροβολείται. Εδώ έχουμε τη συγκλονιστική συμπαράταξη του αγίου στην ίδια τιμωρία: εισέρχεται κι αυτός στη φωτιά, συμπαρασύροντας το όργανο του διαβόλου. Η κίνησή του βρίσκεται μέσα στην ενέργεια της χάρης του Θεού -  το αποτέλεσμα το αποδεικνύει.  Διότι λειτουργεί ως ποιμένας που πρέπει να σώσει τις ψυχές των πιστών του. Ο Ηλιόδωρος παρέσυρε πολλούς. Μπροστά στο φαινόμενο αυτό ο άγιος πρέπει να αντιδράσει. Προς χάρη ακριβώς του ποιμνίου του. «Αυτόν που μώραινε με τις απάτες των δαιμόνων όλους τους πιστούς στον Χριστό, τον παρέδωσες με δίκαιη ψήφο στη φωτιά, μακάριε, και έσωσες τις ψυχές από την ολέθρια αυτή βλάβη, σαν Ποιμένας αληθινός και σωτήριος» (ωδή ε΄). Ο άγιος Λέων εν προκειμένω αποτελεί παράδειγμα και πρότυπο για όλους τους χριστιανούς, και μάλιστα τους κληρικούς, στο πώς αντιμετωπίζονται οι εχθροί της Εκκλησίας: μόνον όταν έχει κανείς τη διάθεση να θυσιαστεί και ο ίδιος. Όταν κίνητρό μας είναι η αγάπη μας στον λαό του Θεού, με απόφαση να πεθάνουμε κι εμείς γι’ αυτήν την αγάπη, τότε η με φωτισμένη διάκριση στροφή μας κατά της πλάνης αποκτά αποτελεσματικότητα και γίνεται σωτήρια.

18 Φεβρουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)


«῾Αμαρτάνοντες εἰς τούς ἀδελφούς...εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε»

(Α´ Κορ. 8, 12)

 Ἡ Κυριακή τῶν Ἀπόκρεω ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ζωή αὐτή ὄχι μόνο θά τελειώσει, ἀλλά καί θά ἐλεγχθεῖ. Θά᾽ρθει ὁ Χριστός στήν Δευτέρα Του Παρουσία, ὁπότε καί θά κρίνει τόν κάθε ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τή στάση του ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του. Ὁ συνάνθρωπος, ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο, δέν εἶναι αὐτό πού φαίνεται∙ ἀποτελεῖ μία δική Του κρυμμένη παρουσία, ὁπότε κάθε τι πού σχετίζεται μέ τόν συνάνθρωπο ἀντανακλᾶ εὐθέως στόν Ἴδιο. Τήν ἴδια ἀλήθεια ὅμως θίγει καί ὁ Ἀπόστολος τῆς ἡμέρας. Τό πρόβλημα πού εἶχε προκύψει στήν Κόρινθο ἀπό τά «εἰδωλόθυτα», ἄν πρέπει δηλαδή οἱ χριστιανοί νά καταναλώνουν κρέατα ἀπό εἰδωλολατρικές θυσίες, γίνεται γιά τόν ἅγιο Παῦλο ἡ ἀφορμή νά ὑπενθυμίσει: «῾Αμαρτάνοντες εἰς τούς ἀδελφούς καί τύπτοντες τήν συνείδησιν αὐτῶν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε». ῾Αμαρτάνοντας ἀπέναντι στούς ἀδελφούς καί πληγώνοντας τή συνείδησή τους πού εἶναι ἀδύνατη, ἁμαρτάνετε ἀπέναντι στόν ἴδιο τόν Χριστό.

 1. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος καταρχάς μᾶς δίνει τά πραγματικά ὅρια τῆς ἁμαρτίας. Ἁμαρτία, λέει, δέν εἶναι μόνον οἱ βαριές θεωρούμενες: φόνος, ὕβρεις, μοιχεῖες, πορνεῖες κλπ., ἀλλά ὅ,τι καί ἐλάχιστα προκαλεῖ τή συνείδηση τοῦ συνανθρώπου. Κι ἀκόμη: ἁμαρτία εἶναι καί ὅ,τι τόν προκαλεῖ καί σέ ἐπίπεδο λογισμῶν - ἡ ἁμαρτία ξεκινᾶ ὡς λογισμός στή διάνοια κι ἔπειτα προχωρεῖ στήν πράξη - ὁπότε βλάπτει κανείς τόν συνάνθρωπό του εὐθύς ὡς τόν ὑποψιαστεῖ ἤ πονηρευτεῖ ἀπέναντί του. Οἱ ἅγιοί μας κάθε ἐποχῆς ἐπανειλημμένως τονίζουν τή σημασία τῶν λογισμῶν στήν πνευματική ζωή: ὁ καλός λογισμός ἁγιάζει, ὁ κακός καταστρέφει. Ἁμαρτάνουμε λόγῳ, ἔργῳ, διανοίᾳ.

2. Τά πράγματα «σκληραίνουν» μέ τήν ἀναγωγή τοῦ ἀποστόλου: ἡ  ἁμαρτία δέν ἔχει τελικό ἀποδέκτη τόν ἄνθρωπο, ἀλλά Χριστό τόν Θεό. «Εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε». «Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα». ῞Οταν ἁμαρτάνουμε λοιπόν δέν καταστρατηγοῦμε ἕναν τυπικό κανόνα, ἀλλά ἀλλοιώνουμε τά «μέσα μας» χαλώντας τή σχέση μας μέ τόν Θεό μας. Καί βεβαίως ἐμεῖς καταστρεφόμαστε καί ὄχι Ἐκεῖνος! ῾Η παραβολή τοῦ ἀσώτου περιγράφει συγκλονιστικά τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας: χάνεται ὁ ἑαυτός καί πεθαίνουμε. «῾Ο υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν...καί ἀπολωλώς».

3. ῾Η ἀναγωγή αὐτή δέν ἀποτελεῖ αὐθαίρετη ὑπόθεση τοῦ ἀποστόλου. Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου καί παραπέμπει στό ἅγιο βάπτισμά Του, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἐνδύεται τόν Χριστό, γινόμενος μέλος Του. «῞Οσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» – κατανοοῦμε καλύτερα ἔτσι τό περιεχόμενο τῆς παραβολῆς τῆς κρίσεως: «ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε». ῾Ο Χριστός ταυτίζει τόν ἑαυτό Του μέ τούς ἀνθρώπους, φανερώνοντας «πόσο θέλει νά εἶναι μαζί μας» (όσιος Σωφρόνιος Έσσεξ).

4. Μέ τί συγκεκριμένα ἁμαρτάνουμε σέ Θεό καί συνάνθρωπο; Μέ τήν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης μας καί συνεπῶς καί τῆς πίστεώς μας. Διότι αὐτό εἶναι ἁμαρτία: νά μήν ἔχει κανείς πίστη καί ἀγάπη στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο. Καί μάλιστα ἀγάπη ὡς συγκεκριμένη πράξη πρός τόν συνάνθρωπο: μοίρασμα καί θυσία τοῦ ἑαυτοῦ γιά χάρη του. «Ἐπείνασα καί οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί οὐκ ἐποτίσατέ μοι...».  Ἁμαρτάνουμε λοιπόν στόν συνάνθρωπο, διότι ἀκριβῶς δέν τόν ἀγαποῦμε. Καί δέν τόν ἀγαποῦμε γιατί δέν ἔχουμε Θεό μέσα μας πού μᾶς δίνει τά μάτια νά βλέπουμε τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους ὡς συνέχεια ᾽Εκείνου: ἡ ἁμαρτία ὡς ἄρνηση τῆς ἀγάπης ἀποτελεῖ πνευματική τύφλωση. Ὁπότε, στόν βαθμό πού ἀγαπᾶμε σταματᾶμε καί νά ἁμαρτάνουμε. ῞Ο,τι  κάνουμε ἐν ἀγάπῃ ἔστω κι ἄν φαίνεται ἀρνητικό, τελικῶς λειτουργεῖ ὑπέρ τοῦ ἄλλου καί ὑπέρ ἡμῶν.

Κριτήριο λοιπόν τῆς στάσης τοῦ χριστιανοῦ ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του εἶναι ἀποκλειστικά ἡ ἀγάπη. Μπορεῖ ὁ χριστιανός νά ζεῖ ἐλεύθερα, διότι «ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθη», ἡ ἐλευθερία του ὅμως περιορίζεται ἀπό τήν ἀγάπη του. Μία ἐλευθερία χωρίς ἀγάπη ἀποτελεῖ ἐπικάλυμμα κακίας, τήν ὁποία καταδικάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α´ Πέτρ. 2, 16). ᾽Ελευθερία καί ἀγάπη λοιπόν συνυπάρχουν καί καμμία δέν ὑφίσταται χωρίς τήν ἄλλη. Κατανοοῦμε ἔτσι αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος στούς Κορινθίους: πῶς μπορεῖ ἡ ἐλευθερία σας νά μή λαμβάνει ὑπόψη τή συνείδηση τῶν ἀσθενῶν ἀδελφῶν σας; Εἶναι σά νά μή λειτουργεῖτε μέ ἀγάπη. «Βλέπετε μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν». Προσέξτε μήπως τό ἐλεύθερο δικαίωμά σας γίνει αἰτία νά σκοντάψουν καί νά πέσουν ἐκεῖνοι πού ἡ πίστη τους εἶναι ἀδύνατη.

 Δέν μποροῦμε νά ἁμαρτάνουμε μέ ἐλαφριά τή συνείδηση – διακυβεύεται τό αἰώνιο μέλλον μας. Δυστυχῶς ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἐλαφρότητα αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὑπάρχουν τόσες ἀνισορροπίες, τόσες μελαγχολίες, τόσες φοβίες, τόσες διαμάχες. ῾Η μόνη λύση εἶναι νά ἐνεργοποιοῦμε ὡς χριστιανοί καθημερινῶς τήν αὐτοσυνειδησίας μας, νά νιώθουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, νά βλέπουμε τόν Χριστό στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Ἀλλά αὐτό σημαίνει διαρκή ἀγώνα μετανοίας, πού ἀναδεικνύει τό σαρακοστιανό πνεῦμα.