11 Απριλίου 2023

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ

«Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου, πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα, ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων. Καθάρισον Κύριε, τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου, καὶ σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος».

(Μέσα στό φῶς τῆς λάμψης τῶν ἁγίων σου, πῶς θά εἰσέλθω ὁ ἀνάξιος; Γιατί ἄν τολμήσω νά μπῶ μαζί μ’ αὐτούς στόν νυμφώνα σου, Κύριε, τό ἔνδυμά μου μοῦ δημιουργεῖ ἔλεγχο, γιατί δέν εἶναι ἔνδυμα γάμου, ὁπότε σάν δέσμιος θά πεταχτῶ ἔξω ἀπό τούς ἀγγέλους. Καθάρισε, Κύριε, τόν ρύπο τῆς ψυχῆς μου καί σῶσε με σάν φιλάνθρωπος πού εἶσαι).

Ἀπό τούς αἴνους τοῦ ὄρθρου τῆς Μ. Τρίτης σέ ἦχο α΄ τό γνωστό τροπάριο, τό ὁποῖο ἔχει τή βάση καί τήν πηγή του σέ παραβολή τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος μίλησε γιά τή βασιλεία πού φέρνει, ἡ ὁποία ἐνῶ ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη δωρεά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο: νά μπορεῖ αὐτός νά παρακάθεται μαζί μέ τόν Δημιουργό του καί τούς ἁγίους ἀγγέλους στό τραπέζι τοῦ γάμου, γιατί εἶναι ἐκλεκτός προσκεκλημένος – γι’ αὐτόν στήθηκε τό γαμήλιο τραπέζι - ταυτοχρόνως ἀπαιτεῖ καί τή δική του προετοιμασία· τήν καθαρότητα τοῦ ἐνδύματός του, τήν καθαρότητα δηλαδή ὅσον εἶναι δυνατόν ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί τοῦτο γιατί δέν μπορεῖ νά συνυπάρξει σχέση τοῦ ἀπολύτως καθαροῦ καί ἁγίου Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο πού ἐνσυνείδητα καί ἀμετανόητα ἁμαρτάνει. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, (τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου ἐννοεῖται), ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Ὁ Θεός μας θέλει τόν ἄνθρωπο συνεργό τῆς σωτηρίας του. Τόν καθάρισε ἀπό τήν ἁμαρτία του μέ τή σταυρική Του θυσία, ντύθηκε ὁ ἄνθρωπος τόν καθαρό χιτώνα μέ τό ἅγιο βάπτισμα, τόν ἴδιο δηλαδή τόν Χριστό, ἀλλά ἀπό κεῖ καί πέρα χρειάζεται καί ἡ δική του συμμετοχή. Καί τελικῶς τί ζητάει ὁ πανάγαθος Θεός μας, ξέροντας τήν ἀδυναμία καί τήν ἀσθένειά μας; Ἕνα «ἥμαρτον», βγαλμένο ὅμως ἀπό τήν καρδιά μας. Ἡ μετάνοιά μας ἔχει τή δύναμη νά ξεπλύνει μέ τά δάκρυά της τόν ὅποιο ρύπο στόν χιτώνα τῆς ψυχῆς μας, καί σ’ αὐτό μᾶς καλεῖ καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος.

 «Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος, παρὰ πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς, πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν τοῦ νυμφῶνός σου, τὴν δυσείμονά μου μορφήν, τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου, καὶ στολὴν δόξης κοσμήσας, τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρὸν ἀνάδειξον, τῆς Βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος».

(Νυμφίε Χριστέ, πού εἶσαι ὁ ὡραιότερος ὡς πρός τό πνευματικό κάλλος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους καί πού μᾶς μάζεψες γιά πνευματική ἑστίαση τοῦ νυμφῶνος Σου, βγάλε ἀπό πάνω μου τήν τερατώδη ἀπό τίς ἁμαρτίες μου μορφή, κάνοντάς με μέτοχο τῶν παθῶν Σου. Κι ἀφοῦ μέ στολίσεις μέ τή στολή τῆς δόξας τῆς ὡραιότητάς Σου, ἀνάδειξέ με χαρούμενο συνδαιτημόνα τῆς βασιλείας Σου, σάν εὔσπλαγχνος πού εἶσαι).

Στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ τό προηγούμενο κινεῖται καί τό ὑπέροχο τροπάριο τῶν ἀποστίχων τῶν αἴνων ἀπό τόν ὄρθρο τῆς Μ. Τρίτης, « νυμφίος κάλλει ὡραῖος». πιστός, τόν ὁποῖο ἐκπροσωπεῖ ὑμνογράφος ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας, βλέπει νά πρόκειται ἐνώπιόν του ἴδιος ΧριστόςΑὐτός εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τόν Χριστό καλεῖται νά πλησιάσει, ὄχι μέ μία ἔννοια ἐξωτερική – τί νά κάναμε ἕναν τέτοιον ἀπόμακρο Θεό; - ἀλλά βαθιά ἐσωτερική καί ὁλοκάρδια. Γιατί ὁ Χριστός προσέλαβε τόν ἄνθρωπο καί τόν κατέστησε μέλος Του, δικό Του κομμάτι ὀργανικό καί ἀναντικατάστατο. Λοιπόν, ὁ Χριστός εἶναι γιά τόν πιστό ὅ,τι πιό κοντινό, ὁ ἴδιος του κυριολεκτικά ὁ ἑαυτός, χωρίς τόν Ὁποῖον δέν μπορεῖ πιά νά ζήσει. Ἡ ἐντολή Του μάλιστα «νά Τόν τρῶμε καί νά Τόν πίνουμε» μέσα στό πλαίσιο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, «γιατί διαφορετικά ζωή μέσα μας δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει» ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή. Τί γίνεται ὅμως; Ἡ καθημερινότητά μας φανερώνει τό πόσο ἀδύναμοι καί ὀλιγόπιστοι εἴμαστε, γιατί ξεχνᾶμε αὐτό πού εἶναι ἡ… ζωή μας! Καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Χριστό καί ἁμαρτάνουμε καί χάνουμε ἔτσι τήν ὀμορφιά τῆς παρουσίας Του στήν ὕπαρξή μας, γινόμενοι κυριολεκτικά τέρατα! Εὐτυχῶς ὅμως ὑπάρχει ἡ μετάνοια! Μέ τή μετάνοια στρεφόμαστε πρός τήν πηγή τῆς ὀμορφιᾶς καί τῆς ὡραιότητας, τόν Κύριο, καί τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς καθαρίσει καί πάλι. Κι ἕνας τρόπος καθαρίζει τόν ἄνθρωπο στήν ψυχή: ἡ μετοχή στά πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μετοχή δηλαδή στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Σάν τόν ἄσωτο τότε πού ἐπιστρέφει στό σπίτι τοῦ Πατέρα, μπαίνουμε καί πάλι στήν πατρική ἀγκαλιά, μᾶς ντύνει Ἐκεῖνος μέ τήν πρώτη στολή, μᾶς κάνει ἄξιους συνδαιτημόνες τῆς βασιλείας Του.

ΜΗ ΜΕΙΝΩΜΕΝ ΕΞΩ ΤΟΥ ΝΥΜΦΩΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ!

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ

 «Τήν ὥραν, ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα, τό δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως ἔργασαι, ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καί κράζουσα. Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ» (κοντάκιο).

(Ταλαίπωρη ψυχή μου, κατάλαβε καλά την ώρα του τέλους σου και δείλιασε από το κόψιμο που προτείνει ο Κύριος για την ξεραμένη συκιά. Οπότε το τάλαντο που σου ‘δωσε ο Θεός εργάσου το με φιλοπονία, φωνάζοντας δυνατά και με εγρήγορση: Μη μείνουμε έξω από τον νυμφώνα του Χριστού). 

Πρέπει να μπούμε στην αγωνία του αγίου υμνογράφου. Έχει την επίγνωση ότι δεν βρίσκεται στην κανονική θέση που θα έπρεπε: του παιδιού που ό,τι κάνει το κάνει από αγάπη προς τον Θεό Πατέρα του. Αλλ’ ούτε πάλι κινητοποιείται στο άγιο θέλημα Αυτού προσδοκώντας ίσως τις δωρεές της Βασιλείας Του. Νιώθει πολύ μικρός και πολύ κάτω: η αίσθηση του φόβου μπορεί να τον κρατήσει σε ό,τι ο Κύριος έφερε με τη Βασιλεία Του. Αισθάνεται δηλαδή σαν τον δούλο που λόγω του φόβου μίας τιμωρίας κρατάει τις εντολές του κυρίου του.

Ποιος είναι ο φόβος του πιστού υμνογράφου; Μπροστά στο επερχόμενο γεγονός του τέλους, του θανάτου, και μπροστά σ’ αυτό που είπε ο Κύριος, ότι δηλαδή «κάθε δένδρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται και πετιέται στη φωτιά», μη τυχόν και μείνει αμετανόητος, σαν το άκαρπο δένδρο της συκιάς. Καλεί λοιπόν την ψυχή του, τον εαυτό του, όσο καιρό έχει, δηλαδή το σήμερα, να εργαστεί πάνω στην ψυχή του και  να καλλιεργήσει ό,τι δώρο του έδωσε ο Θεός, είτε φυσικό είτε πνευματικό. Και κυρίως το πνευματικό: τη χάρη του αγίου βαπτίσματος. Πώς; Προσπαθώντας με τη δύναμη Εκείνου να τηρεί τις άγιες εντολές Του.  Έτσι θα βρίσκεται ενωμένος με τον Χριστό ως άγιο μέλος Του. Έτσι θα βρίσκεται μέσα στον νυμφώνα Αυτού! Αυτός δεν είναι και όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής;

Ο φόβος του αγίου ποιητή πρέπει να γίνει και φόβος δικός μας. Διότι κι εμείς γνωρίζουμε ότι θα φύγουμε από τη ζωή αυτή, και μάλιστα σε ώρα που δεν προσδοκούμε. Η κάθε ώρα δυνητικά μπορεί να είναι και το  τέλος μας! Συνεπώς, δεν μπορούμε να παίζουμε με την πίστη μας. Κι ακόμη· ο λόγος του Κυρίου είναι αψευδής: ό,τι έχει πει είναι στην πραγματικότητα ήδη γεγονός. Είναι λοιπόν πνευματικός νόμος: δεν παρουσιάζουμε στη ζωή μας καλούς καρπούς; Δηλαδή επιλέγουμε τη διαγραφή του Θεού από τη ζωή μας; Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε τις συνέπειες της ελεύθερης επιλογής μας: την αποκοπή μας από Εκείνον!

Μα εμείς θέλουμε τον Κύριο. Ζητάμε να Τον αγαπάμε. Εκείνος είναι ο νυμφίος και ο Ίδιος είναι και ο νυμφώνας. «Μη μείνωμεν λοιπόν έξω του νυμφώνος Αυτού»! Οπότε ο  φόβος μας αλλάζει: δεν είναι φόβος ενόψει μίας τιμωρίας. Είναι φόβος ενόψει της απώλειας του Ίδιου από τη ζωή μας! Με φιλοπονία λοιπόν ας εργαζόμαστε τις εντολές του αγαπημένου μας!

 

10 Απριλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΪΩΝ ΕΣΠΕΡΑΣ (ΟΡΘΡΟΣ Μ. ΔΕΥΤΕΡΑΣ)

 

«Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διά τήν ἀκαρπίαν τό ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».

(Αφού φοβηθούμε, αδελφοί, το επιτίμιο της συκιάς που ξεράθηκε λόγω της ακαρπίας της, ας προσφέρουμε στον Χριστό που μας παρέχει το μέγα έλεος καρπούς άξιους της μετανοίας).

Ο παραπάνω ύμνος των αποστίχων του όρθρου της Μ. Δευτέρας που ακούγεται το εσπέρας της Κυριακής των Βαῒων σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, αφορμάται από το γεγονός της υπό του Κυρίου ξηρανθείσης συκής – το ένα από τα δύο γεγονότα που εορτάζουμε τη Μεγάλη Δευτέρα (το άλλο είναι η προβολή του πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης παγκάλου Ιωσήφ ως τύπου και προεικόνισης του ίδιου του Κυρίου). Κατά την ευαγγελική διήγηση, ο Κύριος πλησιάζοντας μία συκιά και βλέποντας ότι έχει μόνο φύλλα και καθόλου καρπούς της μιλάει επιτιμητικά σαν να την «καταριέται»: «να μη βγάλεις ποτέ καρπούς», κάτι το οποίο όντως με θαυμαστό τρόπο συμβαίνει∙ η συκιά ξεραίνεται! (Και βεβαίως, ας σημειώσουμε παρενθετικά, ο Κύριος προέβη στην ενέργεια αυτή όχι γιατί είχε «κάτι» με το συγκεκριμένο δένδρο, το οποίο αποτελούσε έτσι κι αλλιώς δική Του δημιουργία – «πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, όπως και το ότι ακόμη και το παραμικρότερο χορταράκι είναι αντικείμενο της παντοδύναμης και γεμάτης αγάπη Πρόνοιάς Του – αλλά γιατί ήθελε να διδάξει τους μαθητές Του να μην ακολουθούν τον τρόπο ζωής των Φαρισαίων της εποχής τους, οι οποίοι παρουσιάζονταν στον κόσμο πράγματι σαν δένδρο μόνο με φύλλωμα χωρίς καρπούς, διότι τους ενδιέφερε μόνο το φαίνεσθαι και η γνώμη των ανθρώπων αδιαφορώντας για την ποιότητα του εσωτερικού τους κόσμου. Και το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο και γι’ αυτούς, όπως και της συκιάς: αποξηραμένοι θα πεταχτούν στη φωτιά!)

Τι λέει λοιπόν ο υμνογράφος; Βλέποντας το τι συνέβη με τη συκιά, να μη βρεθούμε κι εμείς στη θέση της. Πώς; Ζώντας ζωή μετάνοιας, με επίγνωση των αμαρτιών μας και εν ελπίδι ταπεινή επιστροφή μας προς τον Θεό – ό,τι μας δίδαξε ο Κύριος με τη συγκλονιστική παραβολή του ασώτου. Και τι είναι εκείνο που καθιστά φανερή τη γνησιότητα της μετανοίας αυτής; Οι καρποί που παρουσιάζουμε στη ζωή μας: η αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, η χαρά που αναβλύζει από την ύπαρξή μας, η ειρήνη που διακατέχει τον εσωτερικό μας κόσμο, η μακροθυμία και η υπομονή μας στις διάφορες δυσκολίες της ζωής, η αγαθή διάθεσή μας προς όλους και όλα, η προσπάθεια να γινόμαστε ωφέλιμοι στο περιβάλλον μας, η εμπιστοσύνη μας πάντοτε στον Θεό αλλά και στον άνθρωπο, η πραότητα του εσωτερικού μας κόσμου, η εγκράτειά μας ως περιορισμός των άτακτων ορμών και ορέξεών μας – αυτό που με καταιγιστικό τρόπο σημειώνει ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή ως «καρπόν του Πνεύματος» (5, 22-23).  Κι αυτό συμβαίνει, διότι ασφαλώς η μετάνοια, όπως και κάθε τι στη χριστιανική πίστη, δεν είναι λόγια ή κάποια ιδέα, αλλά βίωμα, κίνηση και πορεία να είναι κανείς εκεί που βρίσκεται πάντοτε ο Ίδιος ο Χριστός, με αποτέλεσμα την αλλοίωση επί τα βελτίω της ζωής του ανθρώπου.

Με τον φόβο όμως θα κινηθούμε προς τον Θεό; Το «ἐπιτίμιον» της καταστροφής θα είναι αυτό που θα μας οδηγήσει στη σωστική μετάνοια; Δεν είναι το ακριβώς ζητούμενο: η Εκκλησία μας βασισμένη στον Κύριο και τους Αποστόλους μάς υποδεικνύει την αγάπη ως το ιδανικό ποιητικό αίτιο κάθε αγαθής ενέργειας και κίνησής μας που οδηγεί στον Θεό. Μα η αγάπη είναι ακριβώς το «ιδανικό» και μακάρι αυτό να ήταν εκείνο που θα κινούσε όλους μας. Με ρεαλισμό η Εκκλησία διά των Πατέρων της αποδέχεται και κατώτερα σκαλοπάτια: τον φόβο κι ακόμη την αμοιβή. Πρόκειται για τη γνωστή από τα πρώτα χρόνια ήδη του χριστιανισμού διαβάθμιση των πιστών σε τρείς «κατηγορίες»: την κατηγορία των δούλων (την κατώτερη όλων που κίνητρο ενεργείας είναι ο φόβος)∙ την κατηγορία των μισθωτών (τη μεσαία που κίνητρο είναι η προσδοκία αμοιβής)∙ την κατηγορία των υιών (την ανώτερη που κίνητρο είναι η αγάπη).

Λοιπόν, η Εκκλησία μας έρχεται σήμερα με τον συγκεκριμένο ύμνο και μας υπενθυμίζει τις μεγάλες αυτές αλήθειες: ο Θεός πράγματι είναι γεμάτος έλεος για τους ανθρώπους, περιμένοντας και τη δική μας ανταπόκριση αγάπης στη δική Του αγάπη∙ οι άνθρωποι «ξεκουνιόμαστε» από την προσκόλληση στα πάθη μας συνήθως με τον φόβο. Τουλάχιστον λοιπόν φοβούμενοι το «ἐπιτίμιον» της συκιάς ας ξυπνήσουμε για να βρεθούμε μέσα στη λιακάδα της αγάπης του Θεού μας. (Και: μήπως το «ἐπιτίμιον» και της παγκόσμιας κυριαρχίας του φονικού ιού των ημερών μας πρέπει να το δούμε κάτω από αυτήν την προοπτική; Να ξυπνήσουμε διά της μετανοίας μας για να νιώσουμε την αγκαλιά του Πατέρα μας που έρχεται «δρομαίος» προς συνάντησή μας;)

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΪΩΝ ΕΣΠΕΡΑΣ (ΟΡΘΡΟΣ Μ. ΔΕΥΤΕΡΑΣ)

Από σήμερα το βράδυ, εισερχόμαστε στο αποκορύφωμα της περιόδου του Τριωδίου. Μία περίοδος σαράντα ημερών πέρασε, ακριβώς για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Εβδομάδα που ακολουθεί -  Μεγάλη ως γνωστόν λόγω της πνευματικής  σπουδαιότητας  των ημερών  της. Όπως εισέρχεται κανείς σ’ έναν ιερό ναό και προχωρεί από τον πρόναο στον κυρίως ναό, κι έπειτα φθάνει στο ιερό, το ίδιο και τώρα: από τα εισαγωγικά του Τριωδίου, περάσαμε στη Σαρακοστή, για να φθάσουμε ακριβώς  στο άγιο βήμα, τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν την ιερότητα των στιγμών που ζούμε, την πρόκληση που μας δίνει η Εκκλησία μας για να μετάσχουμε στο κατεξοχήν μυστήριο: το μυστήριο του Πάθους του Κυρίου και της με Αυτό συνδεδεμένης Ανάστασής Του. Με λιτό τρόπο μάλιστα ο εκκλησιαστικός ποιητής μάς καθοδηγεί, μ’ ένα τροπάριο των αίνων, να κατανοήσουμε την ουσία των γεγονότων αυτών: «Καθώς φτάσαμε, πιστοί, το σωτήριο Πάθος Χριστού του Θεού, ας δοξάσουμε την άφατη μακροθυμία Του. Ώστε, με την ευσπλαχνία Του, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος που είναι, να ξυπνήσει και να αναστήσει κι εμάς, που νεκρωθήκαμε από την αμαρτία».

Τι μας λέει ο υμνογράφος; Το Πάθος του Κυρίου μας αποτελεί τη σωτηρία μας. Γιατί με αυτό που συνέβη στον Σταυρό Του καταργήθηκε η αμαρτία, και συνεπώς και ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου θάνατος, και φάνηκε η δικαιοσύνη κι η αγάπη Του, τα οποία μας έφεραν στην αγκαλιά και πάλι του Θεού. Ό,τι ο άνθρωπος έχασε λόγω της πτώσης του στην αμαρτία, το βρήκε και πάλι, απείρως πολλαπλασιασμένο όμως, με την ενανθρώπηση του Θεού μας και τη Σταυρική θυσία που Αυτός υπέστη. Κι ακόμη: το Πάθος Του αυτό ήταν καρπός όχι μίας πίεσης που ενδεχομένως ασκήθηκε στον Θεό μας – αυτό θα ήταν βλασφημία! – αλλά καρπός της ελεύθερης αγάπης Του. Πίσω από τον Σταυρό και μέσα σ’ Αυτόν κρύβεται πάντοτε «η άφατος μακροθυμία» του Θεού μας. Κι είναι τούτο η κατεξοχήν παρηγοριά μας:  πιστεύουμε σε Θεό, ο Οποίος δεν είναι δυνάστης των ανθρώπων ή ένα απρόσωπο ον, μπροστά στο οποίο το μόνο που δημιουργείται είναι ο φόβος. Στον Σταυρό και το Πάθος Του αναγνωρίζουμε την πατρική καρδιά Του και την τεράστια γεμάτη στοργή αγκάλη Του!

Οπότε, τι μας προτρέπει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Μπροστά στην άπειρη αγάπη του δι’ ημάς παθόντος Δημιουργού μας, δύο πράγματα πρέπει να κάνουμε: Πρώτον, να Τον δοξολογήσουμε. Και δεύτερον, η δοξολογία μας να πάρει τη μορφή της μετανοίας μας: να Τον παρακαλέσουμε να μας ξυπνήσει και να μας σηκώσει από τη θανατερή αμαρτία μας. Κι αυτό θα πει: μετέχουμε στα γεγονότα του Πάθους κι ασφαλώς και της Ανάστασης, στον βαθμό που γονατιστοί στην καρδιά κραυγάζουμε εν μετανοία: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΤΙΠΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ

 

«῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Δομετιανοῦ κι ἦταν σύγχρονος τῶν ἁγίων  ᾽Αποστόλων. ᾽Από αὐτούς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς κατά Πέργαμον ᾽Εκκλησίας, τόν καιρό πού ὁ θεολόγος καί εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης βρισκόταν ἐξόριστος στήν Πάτμο, καθώς ὁ ἴδιος γράφει στήν ᾽Αποκάλυψή του, ἀποκαλώντας τόν ᾽Αντίπα ἱερέα πιστό καί Μάρτυρα.

Εὑρισκόμενος στήν Πέργαμο ὡς ἀρχιερέας ὁ ἅγιος ᾽Αντίπας, σέ πολύ προχωρημένη ἡλικία, ποίμαινε τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ μέ κάθε εὐσεβή τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἐπειδή καί οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες πού λατρεύονταν ἀπό αὐτούς φανέρωσαν ὅτι δέν μποροῦν νά κατοικοῦν στόν συγκεκριμένο τόπο οὔτε καί νά δέχονται τίς προσαγόμενες ἀπό αὐτούς θυσίες, ἀλλά ὅτι ἐκδιώκονταν ἀπό τόν ᾽Αντίπα.

῞Οταν λοιπόν ὁδηγήθηκε ὁ ἅγιος πρός τόν ἡγεμόνα, ὁ ἡγεμόνας προσπαθοῦσε νά τόν πείσει ὅτι τά παλαιότερα ἦταν τιμιώτερα, ἐνῶ τά καινούργια καί νεώτερα ἦταν ἀτιμότερα, θέλοντας νά πεῖ ὅτι ἡ θρησκεία τῶν ῾Ελλήνων ἦταν παλαιά καί συναυξήθηκε σέ πολλά χρόνια, ἐνῶ ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν ἄρχισε πολύ ἀργά καί ἔγινε παραδεκτή ἀπό λίγους. Σ᾽ αὐτά ὁ ἅγιος ἀντέταξε τήν ἱστορία τοῦ Κάιν (πού σκότωσε τόν ἀδελφό του ῎Αβελ) καί τήν ἀσέβεια ἔτσι πού φάνηκε ἀπό τήν ἀρχή -  ἀσέβεια πού ἦταν ἀπαράδεκτη γιά τούς εὐσεβεῖς, μολονότι προηγεῖτο χρονικά ὅλων τῶν ἄλλων.

῾Ο ἡγεμόνας ὀργίστηκε πολύ ἀπό τά λόγια τοῦ ἁγίου, γι᾽ αὐτό καί διέταξε νά τόν βάλουν σέ ἕνα κατασκεύασμα χάλκινο πού εἶχε φτιαχθῆ σέ σχῆμα βοδιοῦ. ῾Ο ἅγιος ἱκέτευσε πολύ τόν Θεό μέσα σ᾽ αὐτό κι ἀφοῦ ἐξύμνησε τήν μεγάλη Του δύναμη καί Τόν εὐχαρίστησε γιά ὅσα ἀξιώθηκε νά πάθει γιά τό ὄνομά Του, κι ἀφοῦ Τοῦ ζήτησε νά διαφυλάσσονται ὅσοι τόν θυμοῦνται ἀπαθεῖς καί ἀπό ἄλλα νοσήματα, κυρίως ὅμως ἀπό τήν ἀφόρητη ὀδύνη τῶν ὀδόντων, κι ἀφοῦ τέλος προσευχήθηκε ἀκόμη γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους καί νά βροῦν ἔλεος κατά τήν μέλλουσα κρίση, ἀφοῦ λοιπόν προσευχήθηκε, ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο καί τοποθετήθηκε στήν ᾽Εκκλησία τῆς Περγάμου, πηγάζοντας ἀέναα μύρα καί ἰάσεις.

Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στό πάνσεπτο ᾽Αποστολεῖο τοῦ ἁγίου καί πανευφήμου ᾽Αποστόλου ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου, πλησίον τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ᾽Εκκλησίας». 

῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας ἀνήκει στούς σπουδαίους ἀποστολικούς Πατέρες, σ᾽ ἐκείνους δηλαδή πού σχετίστηκαν ἄμεσα μέ τούς ἁγίους ᾽Αποστόλους τοῦ Κυρίου καί συνέχισαν ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ τό θεάρεστο ἔργο τους. ᾽Ιδιαιτέρως σχετίστηκε μέ τόν ἀγαπημένο μαθητή τοῦ Κυρίου ᾽Ιωάννη τόν εὐαγγελιστή, (ὁ ὁποῖος τόν μνημονεύει καί στήν ᾽Αποκάλυψή του),  ἀπό τόν ὁποῖο μάλιστα, κατά τόν ἅγιο ὑμνογράφο του ᾽Ιωσήφ, ἔλαβε καί τήν χάρη τῆς γνώσεως τοῦ Κυρίου, ὁπότε μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κατ᾽ ἐπέκταση καί αὐτός ἀγαπημένος ᾽Εκείνου. ῾Η διδασκαλία τοῦ ἁγίου ᾽Αντίπα ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἔχει τήν σφραγίδα τῆς καρδιακῆς καί βαθειᾶς θεολογίας τοῦ Εὐαγγελιστῆ ἀποστόλου, πηγάζει δηλαδή ἀπό τό ἴδιο τό στῆθος τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τό ὁποῖο ἔλαβε τήν γνώση ᾽Εκείνου ὁ ἀγαπημένος Του μαθητής. «᾽Αφοῦ ἄντλησες πλούσια τή χάρη τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἱεράρχα, ἀπό ἀκένωτη πηγή, τοῦ ἐπιστήθιου δηλαδή καί θείου κήρυκά της ᾽Ιωάννη, τήν μετέδωσες σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἄφθονα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί ἡ διδασκαλία του ἔχει τό ἄρωμα τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅ,τι ἔλεγε δηλαδή ἦταν θεῖα λόγια. «Γέμισες ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, ἀπό τό θεολόγο στόμα τοῦ ἐπιστηθίου μαθητῆ. Γι᾽ αὐτό καί ἀνέβλυσες τά θεῖα διδάγματα σέ ὅλους τούς πιστούς, πάτερ ὅσιε» (ὠδή δ´).

Τί δίδασκε συγκεκριμένα ὁ ἅγιος; Μά ἀσφαλῶς ὅ,τι καί οἱ ἀπόστολοι, ἰδίως ὅπως εἴπαμε ὁ ἀγαπημένος του δάσκαλος Εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης: τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τή σάρκωση Αὐτοῦ καί τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάστασή Του. Τά δύο τελευταῖα μάλιστα δέν συνιστοῦν τόν ἄξονα ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καί σέ αὐτά δέν ἐπικέντρωναν πρωτίστως οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ; «Μέ νόμιμο τρόπο, δηλαδή ὀρθά ἐκκλησιαστικό, ποίμανες πράγματι τό ἱερό σου ποίμνιο, πάτερ, καί τό ἐξέθρεψες μέ τήν χλόη τῶν διδαγμάτων τοῦ Χριστοῦ»  (ὠδή α´). «Κηρύττεις τό μέγα μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἱερομάρτυς»  (ὠδή ε´). «Στεκόσουν ἐνώπιον δικαστικῶν βημάτων, ἀθλοφόρε, κηρύττοντας τήν σάρκωση ᾽Εκείνου πού κένωσε τόν ῾Εαυτό Του γιά σένα καί παραστάθηκε στό βῆμα τοῦ Πιλάτου καί θανάτωσε τόν ἐχθρό μέ τόν Σταυρό Του» (ὠδή ς´).

᾽Αξίζει νά σταθεῖ κανείς ἰδιαιτέρως σέ κάτι πού ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος στήν πρώτη ἤδη ὠδή τοῦ κανόνα του: «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σου, ὁ Χριστός, πάνσοφε, σέ ἀνέδειξε ὁ ῎Ιδιος γνήσιο μάρτυρα τῶν δικῶν Του Παθῶν». ῎Οχι ἄλλος, ὄχι κάποιος δάσκαλος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός σέ ἀνέδειξε μάρτυρα τοῦ Πάθους Του. Δέν εἶναι ἀντίθετο αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ μέ τά προηγούμενα λεχθέντα του, ὅτι δάσκαλος κυρίως τοῦ ἁγίου ᾽Αντίπα ἦταν ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης. ᾽Επισημαίνει μέ ἄλλον τρόπο τήν ἔστω καί μέσω τῶν ἀποστόλων εὐθεῖα κλήση τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές Του κάθε ἐποχῆς. Μπορεῖ δηλαδή οἱ ἀπόστολοι νά κηρύσσουν καί νά διδάσκουν, ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ὅμως τελικῶς εἶναι Αὐτός πού καλεῖ τούς ἀνθρώπους, πολύ περισσότερο Αὐτός πού καλεῖ τούς κήρυκες τῆς παρουσίας Του στόν κόσμο. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ὑπενθυμίζει τήν προσωπική παρουσία τοῦ Κυρίου σέ κάθε ἐποχή μέσα ἀπό τούς πιστούς κήρυκές Του, ὅταν ὅμως αὐτοί βρίσκονται στήν ἴδια γραμμή μέ τούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ ῎Ιδιου, κρατοῦν δηλαδή τήν ἀποστολική παράδοση.

Μία τέτοια ζωντανή μαρτυρία τοῦ Κυρίου στόν κόσμο, μία τέτοια θεολογία συνιστᾶ πράγματι τήν ἀναμμένη φλόγα τῆς πίστεως, γιά τήν ὁποία μίλησε καί Κύριοςπῦρ ἦλθον βαλεῖν»), ὁποία μπορεῖ νά ξυπνήσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν βαθύ ὕπνο τῆς ἀθεΐας πού βρίσκονται καί νά τούς ὁδηγήσει συνεπῶς στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. «᾽Αγρυπνώντας ἐσύ, πανεύφημε, ξύπνησες μέ τίς διδασκαλίες τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος αὐτούς πού κυριαρχοῦνταν ἀπό τήν νύστα τῆς ἀθεΐας, γιά νά γνωρίσουν τήν ἀληθινή  ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ» (ὠδή δ´). Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπου ὑπάρχουν ἀληθινοί ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ νήψη πνευματική, ἐκεῖ ὑπάρχει δυνατότητα νά κινητοποιηθοῦν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Αὐτό δέν εἶναι τό ἔργο μας στήν ᾽Εκκλησία; Νά εἴμαστε οἱ ἄγρυπνοι φρουροί. ᾽Αρκεῖ βεβαίως ἡ φλόγα τῆς πίστεως νά ἔχει πυρακτώσει καί τή δική μας καρδιά. Διότι «οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή ἔχοντος» κατά τή γνωστή φράση. ῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας μποροῦσε νά εἶναι φύλακας τῆς πίστεως, γιατί τό πῦρ τῆς θείας ἀγάπης ἦταν ἀναμμένο μέσα του. «Καθώς ἤσουν ἀναμμένος ἀπό τούς θείους ἄνθρακες τῆς θείας ἀγάπης, μάρτυς ᾽Αντίπα, κατέσβεσες τήν φλόγα τῆς ἀθεΐας» (κάθισμα γ´ ὠδῆς).

Μακρηγοροῦμε, ἀλλά δέν θέλουμε νά παραλείψουμε τούς ὡραιότατους συσχετισμούς πού κάνει ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ γιά τόν ἑορταζόμενο ἅγιό μας: τόν συσχετίζει μέ τόν Πατριάρχη ᾽Αβραάμ, μέ τόν πατριάρχη Μωϋσῆ, μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο. Γιατί; Διότι πέρασε μία ζωή ἔνδοξη γεμάτη ἀπό ἀρετές. Καί πλήρης ἀπό ἀγαθά σάν τόν ᾽Αβραάμ ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο (στιχηρό ἑσπερινοῦ)· διότι ἀνέβηκε στό ὄρος τῶν ἀρετῶν καί εἰσῆλθε μέσα στό ἀπόλυτο φωτεινό σκοτάδι τῆς γνώσεως καί μίλησε μέ τόν Θεό, σάν τόν Μωϋσῆ στό ὄρος Σινᾶ (ὠδή ε´)· διότι σάν τούς τρεῖς παῖδες στό καμίνι ἔτσι καί αὐτός ρίχτηκε σέ καμίνι χάλκινου βοδιοῦ, δοξολογώντας παρομοίως μέ τά παιδιά τόν Κύριο (ὠδή ζ´).

῾Ο ὑμνογράφος μας στέκεται προφανῶς ῾ἐνεός᾽ μπροστά στήν τεράστια καί ἅγια προσωπικότητα τοῦ «ἰσαποστόλου» (στιχ. ἑσπερινοῦ) ᾽Αντίπα. Εἴπαμε, τόν θεωρεῖ συνέχεια τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ θεολόγου, προβάλλοντας μάλιστα καί τό ἰαματικό του χάρισμα, ἰδίως ὡς πρός τά δόντια. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Αντίπας εἶναι ὁ προστάτης ἅγιος τῶν ὀδοντιάτρων κι εἶναι πράγματι ἐξόχως συγκινητικό τό γεγονός ὅτι οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν τόν εὐλαβοῦνται, ἔχουν ἀναρτημένη στά ἰατρεῖα τους τήν εἰκόνα του, διενεργοῦν συνέδρια πρός τιμή του. «Ἄς δοξολογήσουμε ὅπως ἔχουμε χρέος τόν Ἀντίπα, διότι θεραπεύει τά δόντια πού πάσχουν» (κοντάκιο).

08 Απριλίου 2023

ΠΡΟΓΕΥΣΕΙΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ελισσαίου Κυνούση

Περατώνοντας την «ψυχωφελή της Τεσσαρακοστής  περίοδον» και ευρισκόμενοι στις παρυφές  του Αγίου Λαζάρου και της Βαϊοφόρου που αποτελούν το  μεταίχμιο μεταξύ Σαρακοστής και Μεγάλης Εβδομάδος, οι εναλλαγές χαράς και λύπης, φωτός και σκότους, λαμπρών και πένθιμων αμφίων, μας εισάγουν στην χαρμολύπη των σπουδαίων γεγονότων της Αγίας και Μεγάλης εβδομάδος προσδίδοντας στην ατμόσφαιρα μια πρόγευση Αναστάσεως.

Με το Μικρό Απόδειπνο και τον κανόνα του Αγίου Λαζάρου την Παρασκευή της Βουβής, άρχονται οι Αναστάσιμες ακολουθίες του Σαββατοκύριακου. Ο ποιητής του κανόνος, Άγιος Ανδρέας Κρήτης, σε θριαμβευτικό Α΄ ήχο, προβάλλει το γεγονός της εγέρσεως του Λαζάρου, παραθέτοντας κάθε στοιχείο που αντλεί από τους Ιερούς Ευαγγελιστές και κυρίως από τον Ιωάννη, δοξολογώντας τον Θεάνθρωπο Κύριο για την ευσπλαχνία Του προς το πεπτωκός πλάσμα Του, τον άνθρωπο μέσω του λόγου της Θείας Οικονομίας, του απολυτρωτικού δηλαδή έργου του Χριστού προκειμένου να σώσει σύμπαντα τον άνθρωπο.

         Ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί στον πιστό η παραβολή περιστατικών Αναστάσεως ανθρώπων πριν από εκείνην του Λαζάρου, που καταγράφονται είτε στην Παλαιά είτε στην Καινή Διαθήκη και η εμφανώς ευθεία σύγκρισή τους με την Ανάσταση του τετραημέρου φίλου του Χριστού. Ειδικότερα,  σε ένα από τα τροπάρια της Δ΄ ωδής του εν λόγω κανόνος, η γραφίδα του Αγίου Ανδρέα αποτυπώνει τα εξής: «Τίς οἶδε, τίς ἤκουσεν, ὅτι ἀνέστη, ἄνθρωπος νεκρὸς ὀδωδώς; Ἠλίας μὲν ἤγειρε, καὶ Ἐλισσαῖος, ἀλλ’ οὐκ ἐκ μνήματος, ἀλλ’ οὐδὲ τεταρταῖον», που σημαίνει: «Ποιος ποτέ πληροφορήθηκε ή ποιος άκουσε ότι αναστήθηκε άνθρωπος νεκρός σε προχωρημένη σήψη; Ο προφήτης Ηλίας βέβαια ανέστησε κάποτε έναν νεκρό άνθρωπο όπως και ο Ελισαίος, όχι όμως ενώ βρισκόταν στο μνήμα και μάλιστα τέσσερις ημέρες». Η αναφορά της Καινής Διαθήκης στον θάνατο του ανθρώπου ως ύπνο δε σημαίνει ότι πρόκειται για έναν υποθετικό θάνατο. Στην περίπτωση του Λαζάρου, ο Ιερός συγγραφέας ομιλεί με πολύ ρεαλισμό και τονίζει  ότι ο νεκρός είναι ήδη «τεταρταίος» εντός του τάφου  κι ότι «όζει» καθώς η αποσύνθεση έχει ήδη προχωρήσει.

Ο άγιος ποιητής αναφέρεται σε τρία γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία περιγράφονται στο Γ΄ και Δ΄ βιβλίο των Βασιλειών και ήδη έχουν εμπνεύσει τον μέγα Άγιο κοντακογράφο, Ρωμανό τον Μελωδό να συνθέσει δύο θαυμάσιους οίκους στο Κοντάκιό του «Στον δίκαιο και τετραήμερο Λάζαρο, ιε΄, ιστ΄»

α) Την Ανάσταση του γιού της χήρας από τα Σαρεπτά της Σιδώνας, τον οποίο ο προφήτης Ηλίας ανέστησε κατόπιν προσευχής στο Θεό. (Γ’ Βασ. 17, 20-24)   « Ο Ηλίας έκραξε προς τον Θεό και είπε· “αλίμονο, Κύριε! Εγώ είμαι αυτόπτης μάρτυς στη δυστυχία της χήρας αυτής, με την οποία εγώ διαμένω. Εσύ έστειλες την βαρεία αυτή θλίψη, ώστε να πεθάνει το παιδί της”. Φύσηξε ο προφήτης Ηλίας τρεις φορές στο πρόσωπον του παιδιού και παρακάλεσε τον Κύριο και είπε· “Κύριε ο Θεός μου, δώσε, ώστε να επιστρέψει η ψυχή του παιδιού τούτου σε αυτό”. Έτσι και έγινε. Το παιδί ξανάζησε και μίλησε δυνατά. Ο Ηλίας κατέβασε το παιδί από το υπερώο στο σπίτι, το παρέδωσε στη μητέρα του και είπε· “βλέπεις ότι το παιδί σου ζει”».

β) Την Ανάσταση του γιου μιας Σουναμίτιδος γυναίκας, τον οποίο  με προσευχή ανέστησε ο προφήτης Ελισαίος (Δ’ Βασ. 4, 32) «Ο Ελισαίος εισήλθε στο σπίτι και βλέπει το παιδί νεκρό ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι του. Εισήλθε στο δωμάτιο του υπερώου, έκλεισε την θύρα του δωματίου, έμεινε αυτός με το νεκρό παιδί και προσευχήθηκε προς τον Κύριο. Ανέβηκε κατόπιν στην κλίνη, ξάπλωσε πάνω στο παιδί, έθεσε το στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του στα μάτια εκείνου και τα χέρια του στα χέρια εκείνου, ξάπλωσε πάνω σε αυτό και έτσι το σώμα του παιδιού θερμάνθηκε. Ο Ελισαίος απεσύρθη, πήγε από εδώ και από εκεί μέσα στο σπίτι, ανέβηκε πάλι στην κλίνη και ξάπλωσε πάνω στο παιδί, όπως και προηγουμένως. Αυτό επανελήφθη επτά φορές. Το δε παιδί άνοιξε τότε τα μάτια του».

Και γ) Την Ανάσταση ενός νεκρού άνδρα τον οποίο τοποθέτησαν στον τάφο του προφήτη Ελισαίου κι ευθύς εκείνος αναστήθηκε. (Δ’ Βασ. 13, 20-21). «Ο Ελισαίος πέθανε και τον έθαψαν. Κατά το επόμενο έτος εισέβαλαν στην χώρα των Ισραηλιτών επιδρομείς Μωαβίτες. Ενώ, λοιπόν οι Ισραηλίτες έθαπταν ένα νεκρό, φάνηκαν από μακριά ερχόμενοι οι επιδρομείς Μωαβίτες. Κατελήφθησαν από τρόμο οι Ισραηλίτες και έριξαν τον νεκρό άνδρα στον ανοικτό τάφο του Ελισαίου και τράπηκαν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις άγγιξε τα οστά του Ελισαίου, ανέζησε και ανορθώθηκε στα πόδια του».

Ο υμνογράφος παρατάσσει τα αναστάσιμα γεγονότα προβάλλοντας έτσι τη δύναμη της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό ως ανταπόκριση στην άνευ όρων Αγάπης του Κυρίου προς εκείνον που ελεύθερα Τον υπακούει και ταυτίζει το θέλημά του με το δικό Του. Η θαυματουργία των δύο προφητών νοηματοδοτείται ακριβώς  από την προσευχή τους προς τον Θεό˙ από την εξάρτησή τους από Εκείνον. Γνωρίζουν ότι χωρίς τη δύναμη του Θεού δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα και συγχρόνως κάνουν στάση της ζωής τους τον διαρκή αγώνα για ένωση με τον Θεό, όπως ακριβώς η σταγόνα μετατρέπεται σε ωκεανό μόλις ενωθεί μαζί του. Οι δύο προφήτες και κατ’ επέκταση όλοι οι Άγιοι καθίστανται πρότυπο για κάθε χριστιανό που αναζητεί την ένωση με την Αλήθεια, την όντως Αλήθεια, τον Χριστό. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν.

Μέχρι τώρα βλέπουμε την θαυματουργική ενέργεια του Θεού διαμέσου των αγίων Του. Στην έγερση του Λαζάρου φανερώνεται αυτή η παντοδυναμία του Θεού από τον ίδιο τον Υιό του Θεού. Πρόκειται για μια βαθμιαία φανέρωση της πρόνοιας του Θεού στο δημιούργημά του που σε λίγο θα μετατραπεί σε μια κατά κράτος κατάργηση του μέχρι τώρα αδυσώπητου θανάτου.

Βρισκόμαστε, λοιπόν ενώπιον του θανάτου του Αγίου Λαζάρου. Οι αδελφές του έστειλαν μήνυμα στον Ιησού και Του έλεγαν: «Κύριε, ο αγαπημένος φίλος είναι άρρωστος» (Ιωάν. 11, 3). Αναρωτιέται όμως κανείς, γιατί δεν πηγαίνουν οι ίδιες να μεταφέρουν μόνες τους την είδηση; Είχαν μεγάλο θάρρος και οικειότητα προς τον Χριστό. Αυτό, βέβαια το έδειξαν και με τη φράση τους: «Κύριε, ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος». Με τα λόγια τους δείχνουν ότι σχεδόν αγανακτούν και εκπλήσσονται που ο φίλος του Δεσπότη αρρώστησε. Έβλεπαν δε τον αδελφό τους να πλησιάζει προς τον θάνατο. Δεν πήγαν οι ίδιες προς τον Χριστό, ίσως γιατί φοβούνταν μήπως χάσουν τις τελευταίες στιγμές του Λαζάρου, ή ίσως, διότι ο Χριστός  έμενε στην έρημο, σε περιοχή πέρα από τον Ιορδάνη. Ωστόσο, φαίνεται να ελέγχονται πολύ που δεν το έπραξαν αυτό.  Μία αναφορά του  Αγίου Θεοφάνους του Κεραμέως, που παραπέμπει και πάλι στο περιστατικό της ανάστασης του  γιου της Σουναμίτιδις γυναίκας, τον οποίο ανέστησε ο προφήτης Ελισαίος, επεξηγεί τη θέση αυτή. «Διότι έπρεπε να ζηλέψουν τη Σουναμίτιδα, γράφει ο Άγιος Θεοφάνης, η οποία παρόλο που είχε πεθάνει το παιδί της δεν απελπίστηκε ούτε βαρέθηκε να τρέξει προς το Κάρμηλο για να βρει τον Ελισαίο (Δ΄ Βασ. 4,5).

Ο Κύριος ανέστησε τον Λάζαρο, επισημαίνει ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, όχι τόσο για να δείξει την δύναμη της θεοπρεπούς Του μεγαλοσύνης, άλλωστε το είχε κάνει και νωρίτερα αυτό όταν  ανέστησε τον γιο της χήρας της Ναΐν (Λουκ. 7, 11-17) και την κόρη του Ιαείρου (Λουκ. 10, 40-56, Ματθ. 9, 18-26 και Μαρκ. 5, 22-43), αλλά για να δείξει ότι πλησιάζει το προοίμιο της συντριβής του θανάτου και της γενικής αναστάσεως της ανθρωπινής φύσεως και της αποκαταστάσεως ολόκληρης  της κτίσεως «της υποταγείσης εις την φθοράν» έξ αιτίας της πτώσεως του ανθρώπου.

Συνοψίζοντας, μέσα από μια σειρά αναστάσιμων γεγονότων τόσο στην Παλαιά, όπως αυτά χρωματίζονται στον Κανόνα του Αποδείπνου από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης, όσο και στην Καινή Διαθήκη, προμηνύεται η κατάργηση της ισχύος του διαβόλου και η κατά κράτος κατάργηση του θανάτου διά του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου. Μέσα από αυτά τα περιστατικά αχνοφαίνεται η παράλυση του κράτους του Άδου και προμηνύεται το Φως της Αναστάσεως.  Το Σάββατο του Λαζάρου αναγγέλλει το φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου. Η Ανάσταση των νεκρών, η έγερσή τους από τους τάφους, η συναρμολόγηση των σωμάτων από όπου κι αν αυτά βρίσκονται, κατά τον προφήτη Ιεζεκιήλ, είναι το προσδοκώμενο. Η ολοκληρωτική νίκη του Κυρίου έναντι του θανάτου και η Ανάσταση των νεκρών αποτελούν την ελπίδα, τη μόνη ελπίδα του σύγχρονου ανθρώπου, ιδίως στις μέρες μας κατά τις οποίες ο αιφνίδιος θάνατος έρχεται να κλονίσει την υποτιθέμενη ανθρώπινη «παντοδυναμία». Με την ανάσταση του ανθρώπινου σώματος διά του Ιησού Χριστού ο καθένας απεγκλωβίζεται από τη φθορά και γίνεται άφθαρτος, αθάνατος και αιώνιος φωνάζοντας μαζί με τον Ιερό Χρυσόστομο: «Ποῦ εἶναι λοιπόν ἅδη ἡ νίκη σου; Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί ἔχεις πιά ὁριστικά κατανικηθεῖ… Γιατί μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως ὅλων ὅσοι ἔχουν κοιμηθεῖ. Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία στούς ἀπέραντους αἰῶνες».

(Περιοδικό "Πειραϊκή Εκκλησία", Απρίλιος 2023)