07 Ιουλίου 2023

ΓΙΑΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΥΓΑΔΕΣ;

«Ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης έλεγε παραστατικά για το άδικο: “Για τα ορφανά, για τους αρρώστους, για τους γέρους, για όλα υπάρχουν ιδρύματα. Για το καημένο το άδικο, δεν έγινε κανένα ίδρυμα. Καθένας το παίρνει και το πετά στην πλάτη του άλλου, γιατί το βλέπουν βαρύ και άσχημο. Και όμως είναι τόσο γλυκό το άδικο, όσο τίποτε άλλο! Οι ωραιότερες στιγμές που έζησα ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται το άδικο, δέχεται τον αδικημένο Χριστό στην καρδιά του. Οι καυγάδες γίνονται γιατί ο καθένας παίρνει περισσότερο δίκαιο απ’ όσο δικαιούται. Μόνο αν βρεθεί κανείς με πολλή αγάπη, μαζεύει το άδικο και αφήνει το δίκαιο στους άλλους. Μόνο ο Χριστός δέχθηκε όλο το άδικο σηκώνοντας τον Σταυρό για μας”» (όσιος Παΐσιος  αγιορείτης, από Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 468).

Ποιο το χαρακτηριστικό δυστυχώς τις περισσότερες φορές στις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη και τις οικογενειακές, ή μάλλον κυρίως σ’ αυτές; Οι καυγάδες, οι εχθρότητες, τα μίση, οι αντιπαλότητες, οι αλληλοσκοτωμοί. Λίγες φορές θα δει κανείς οικογένειες να διαπνέονται από αγάπη και από αλληλοϋποστήριξη. «Μισούνται σαν αδέλφια» λέει κάποια παροιμία, προκειμένου να αποδώσει την τραγική αυτήν πραγματικότητα στο ανώτερο δυνατό. Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι χειρότεροι πόλεμοι, οι πιο καταστροφικοί είναι οι εμφύλιοι, εκεί που τα αδέλφια πολεμούν τα ίδια τα… αδέλφια τους! Και βεβαίως δεν ξεχνάμε το πώς ξεκινά και η ανθρώπινη ιστορία κατά την Αγία Γραφή: με μία αδελφοκτονία! Ο Κάιν που σκοτώνει τον αδελφό του! Και βεβαίως δεν διαπιστώνεται η διαστροφή αυτή μόνο στις οικογένειες – εκεί υπάρχει όπως είπαμε η…απογείωση! Παντού υπάρχουν άνθρωποι που είναι σαν τα φυτίλια, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ανάψουν και να εκραγούν όταν νιώσουν ότι κάποιος ή κάποιοι πάνε να τους αδικήσουν, δικαίως ή αδίκως. Κι αν δεν υπήρχε ο φόβος για τα αντίποινα ή για την απώλεια του οικονομικού συνήθως συμφέροντός τους, τα πράγματα θα έφταναν εντελώς σε αδιέξοδο!

Ποια η αιτία, κατά τον μεγάλο όσιο Γέροντα, ο οποίος κινείτο πάντοτε με βάση τον λόγο του Θεού, αγιογραφικό και Πατερικό; Η ανθρώπινη αμαρτία, δηλαδή ο εγωισμός του ανθρώπου, ο οποίος κρίνει τους πάντες και τα πάντα με βάση τον εαυτό του, τα συμφέροντά του, το κέντρο της ύπαρξής του: το εγώ του. Και δεν αναφέρεται ο όσιος μόνο στους εκτός της χριστιανικής πίστεως – εκείνοι ίσα-ίσα έχουν λόγο να συμπεριφέρονται έτσι: «ένας κοσμικός, έλεγε, και άγνοια έχει και πολλά δικαιώματα» -, αλλά και στους θεωρούμενους εντός. «Μερικοί, ακόμα και πνευματικοί άνθρωποι» σημείωνε, «φτιάχνουν νέο Ευαγγέλιο, διαφορετικό, και θέλουν να μην είναι κορόϊδο ο Χριστιανός». Ποιος «χριστιανός» «φτιάχνει νέο Ευαγγέλιο, διαφορετικό», παρά μόνον εκείνος που στην ουσία δεν πιστεύει στον Χριστό και στη θεόθεν αποκάλυψή Του; Εκεί βρίσκεται λοιπόν η ρίζα του κακού: στην πρακτική αθεΐα του πιστού. Ομολογεί κανείς με τα λόγια ότι είναι χριστιανός, αλλά στην πράξη και με τις ενέργειές του το ακυρώνει. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν Οὐρανοῖς» -η ζωή μας αποδεικνύει την ένθεη ή άθεη κατάστασή μας. Πρόκειται για τη λεγόμενη «εκκοσμίκευση» του πιστού, την κατάσταση κατά την οποία αντί ο χριστιανός να επηρεάζει τον κόσμο και να τον αλλοιώνει επί τα βελτίω, εκείνος επηρεάζεται από αυτόν γενόμενος σαν τον κόσμο, ίδιος κι απαράλλαχτος με τους πολλούς.

Ο άγιος Παΐσιος διευκρινίζει περισσότερο: ποιος είναι ο εκκοσμικευμένος αυτός χριστιανός που κινείται αποκλειστικά με βάση το εγώ του; Εκείνος που δεν ζει με αγάπη, συνεπώς το βασικό θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο το έχει κάνει πέρα από τη ζωή του. «Οι καυγάδες γίνονται γιατί ο καθένας παίρνει περισσότερο δίκαιο απ’ όσο δικαιούται. Μόνο αν βρεθεί κανείς με πολλή αγάπη μαζεύει το άδικο και αφήνει το δίκαιο στους άλλους» - όσο αγαπάς τόσο και παραιτείσαι από τα δικαιώματά σου! Ο άγιος είπαμε κινείται αγιογραφικά και Πατερικά: η έννοια της δικαιοσύνης δεν λειτουργεί το ίδιο στους ανθρώπους και στον Θεό. Για τον Θεό η δικαιοσύνη έχει ως περιεχόμενο την αγάπη Του κι η αγάπη έχει όριο τη δικαιοσύνη Του, εν αντιθέσει προς εμάς τους ανθρώπους που η δικαιοσύνη μας ταυτίζεται με την κάλυψη μόνο του εαυτού μας και των συμφερόντων μας. Ο Σταυρός του Κυρίου συνιστά την απόλυτη έκφραση της δικαιοσύνης αυτής του Θεού: Ο αθώος πάσχει για χάρη των ενόχων και οι ένοχοι δικαιώνονται. «Κύριος δικαιοῖ τόν ἀσεβῆ». Ο λόγος του Θεού λειτουργεί ως μάστιγα για τα αλλοιωμένα μη χριστιανικά κριτήριά μας: «διατί οὐχί μᾶλλον ἀδικεῖσθε;» «Ἐάν αγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; Καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί τό αὐτό ποιοῦσιν».

Δίκαιος λοιπόν είναι ο συνεπής χριστιανός, ο οποίος ως «μίμημα Χριστοῦ» κινείται θυσιαστικά προς χάριν των συνανθρώπων του, διότι τους αγαπά με το μέτρο Εκείνου. «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς». Το όποιο δικό του λοιπόν είτε συμφέρον είτε δικαίωμα το προσφέρει θυσία στον Θεό για να κερδίσει και να ζήσει ο άλλος. Κατά τα λόγια και πάλι του μεγάλου Παϊσίου: «όσο πιο προχωρημένος είναι ο άνθρωπος πνευματικά, τόσο λιγότερα δικαιώματα δίνει στον εαυτό του… Όλη η υπόθεση είναι να ’ρθούμε στη θέση του άλλου, να τον καταλάβουμε. Τότε συγγενεύουμε με τον Χριστό… Ξέρεις με το δίκαιό τους πόσοι πήγαν στην κόλαση;» Είναι ευνόητο ότι μόνον ένας πιστός χριστιανός που έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της ζωής του στη ρίζα του τον Ιησού Χριστό μπορεί να κινηθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο, που θα πει ότι «περιπατεῖ διά πίστεως καί οὐ δι’ εἴδους» (απ. Παύλος), μη έχοντας πατρίδα την εδώ στον κόσμο τούτο αλλά τη μέλλουσα στην οποία είναι προσανατολισμένος. Αν δεν έχει φτάσει στη χάρη αυτή ή αν δεν παλεύει να φτάσει εκεί, τότε η αναφορά περί παραιτήσεως και από τα νόμιμα δικαιώματά του δεν βρίσκει σημείο συντονισμού μέσα του. Του προκαλεί βαρυθυμία, «βλέπει το άδικο βαρύ και άσχημο» που «το παίρνει και το πετά στην πλάτη του άλλου».

Κι έρχεται εδώ και πάλι η διάκριση του μεγάλου συγχρόνου οσίου. Δεν έχεις φτάσεις στο σημείο αυτό; Τότε, στην αδικία και στις παρεξηγήσεις πήγαινε να συνεξηγηθείς με τον άλλον που έχεις το πρόβλημα. «Στην αρχή, άμα κανείς δεν φθάσει στην κατάσταση να δέχεται τις αδικίες, στις παρεξηγήσεις βοηθούν πολύ οι συνεξηγήσεις». Κι αυτό γιατί ακόμη δεν υπάρχει συγγένεια με τον Χριστό. Υπάρχει όμως η ελπίδα και ο αγώνας. Η θέση αυτή θυμίζει εκείνο που με πολλή σοφία και οξυδέρκεια επισημαίνει ο γνωστός καθηγητής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών και ψυχίατρος π. Βασίλειος Θερμός σε κείμενό του για τη μετάνοια: «Πατούν γερά στην αυτοεκτίμηση όσοι έχουν αναπτύξει στενή σχέση με τον Χριστό… Μόνον όποιος αισθάνεται βαθιά στην ψυχή του ότι ο Θεός τον αγαπά, βρίσκει την δύναμη να γίνεται σκληρός με το αμαρτωλό παρελθόν του. Υπάρχουν αντίβαρα στην σκληρή αυτοκριτική, όταν μας κρατάει η αγάπη του πιο Ισχυρού. Διαφορετικά, αν μετανοώντας λέμε πράγματα τα οποία δεν πιστεύουμε, υπάρχει ο κίνδυνος να αναπτύξουμε είτε ταπεινοσχημία, δηλαδή εξωτερική υπόκριση μετάνοιας, είτε να βιάσουμε τον εαυτό μας να τα πιστέψει χωρίς να είναι έτοιμος με αποτέλεσμα ένας καταθλιπτικό βίωμα». Και συνεχίζει: «Ο Απόστολος Παύλος και όσοι άλλοι άγιοι του έμοιασαν μέσα στους αιώνες έχουν την δύναμη να απεχθάνονται το αμαρτωλό παρελθόν τους επειδή μετέχουν στον τρόπο με τον οποίο αγαπά ο Θεός».

Λοιπόν και επί του θέματός μας: Όταν ο πιστός νιώθει ότι είναι μέλος Χριστού και προεκτείνει Εκείνον στη ζωή του, τότε πράγματι λειτουργεί με τη δύναμη και τη χάρη Εκείνου, δηλαδή με την αγάπη Του: παραιτείται των πάντων, θεωρώντας ό,τι κοσμικό και επίγειο «σκύβαλα». Διότι η προτεραιότητά του είναι πώς να έχει ζωντανή την παρουσία του Χριστού στην ύπαρξή του. Αποτέλεσμα: «το άδικο γίνεται τόσο γλυκό όσο τίποτε άλλο! Οι ωραιότερες στιγμές που έζησα ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται το άδικο, δέχεται τον αδικημένο Χριστό στην καρδιά του». Να παρακαλούμε τον Θεό να γινόμαστε «ίδρυμα του αδίκου», δηλαδή να λειτουργούμε ως «ναός Θεού ζώντος», ντυμένοι τον ίδιο τον Χριστό.

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΡΙΑΚΗ

«Ἡ ῾Αγία Κυριακή ἔζησε τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 3ου καί ἀρχές τοῦ 4ου μ. Χ. αἰ. ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ. Οἱ γονεῖς της ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μετά πολλά χρόνια ἀτεκνίας ἔφεραν στόν κόσμο τήν κόρη τους, πού τήν ὀνόμασαν Κυριακή, ὡς γεννημένη τήν ὁμώνυμη ἡμέρα καί ὡς ἀφιερωμένη στόν Κύριο. Συνελήφθησαν γονεῖς καί κόρη γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό καί ὁδηγήθηκαν σέ διαφορετικά μέρη, προκειμένου νά βασανιστοῦν γιά νά ἀλλαξοπιστήσουν. Ἡ νεαρή παιδούλα Κυριακή, ἀφοῦ ὑπέστη σκληρά μαρτύρια, χωρίς νά ἀλλάξει ἐπ᾽ οὐδενί τήν πίστη της, τήν ὁποία διαρκῶς καί ὁμολογοῦσε - ῾Χριστιανή εἶμαι᾽, ἔλεγε διαρκῶς - ὁδηγήθηκε σέ εἰδωλολατρικό ναό, γιά νά θυσιάσει στά εἴδωλα, τά ὁποῖα ὅμως μέ μόνη τήν παρουσία της, πού συνοδεύτηκε ἀπό σεισμό, ἔγιναν κομμάτια. Τήν ἔβαλαν σέ φωτιά, ἡ ὁποία, ὅπως καί στούς τρεῖς παῖδες καί στόν ἅγιο Πολύκαρπο, δέν ῾τόλμησε᾽ νά τήν πειράξει στό παραμικρό. Τήν πῆγαν στά θηρία, πού καί αὐτά, ὅπως παλαιά μέ τόν προφήτη Δανιήλ, δέν τῆς ἔκαναν κανένα κακό. Τότε, μανιασμένος ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας διέταξε νά τήν ἀποκεφαλίσουν, ἀλλά στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἡ ἁγία, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ξάπλωσε καί παρέδωσε τήν ἁγία της ψυχή στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της, χωρίς νά προλάβουν οἱ δήμιοι νά ἐπιτελέσουν τό φρικτό ἔργο τους».

       Τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς χρησιμοποιεῖ τό ὄνομα τῆς ἁγίας,  Κυριακή, για να μᾶς καθοδηγήσει στήν οὐσία τῆς ἁγιότητάς της: φάνηκε ἡ ἁγία «ὡς ἀνδρεία τῷ φρονήματι, κυρία νοός τε καί παθῶν ἀπρεπῶν». Μέ ἀνδρικό τό φρόνημα, μέ πίστη σταθερή καί ἀκατάβλητη, ὑπῆρξε κυρία τοῦ νοῦ καί τῶν ἀπρεπῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κυριαρχία αὐτή πάνω στά πάθη καί τίς κακίες, ὥστε ὁ νοῦς νά λειτουργεῖ μέ φυσικό τρόπο, δηλαδή προσβλέποντας στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό, φανερώνει τό παρθενικό ἦθος τῆς ἁγίας. Ἡ παρθενικότητά της ἐγκωμιάζεται μέ ἔντονο λυρισμό ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας: «᾽Ακούσωμεν τῆς Παρθένου ἐγκώμιον: ῏Ω Παρθενία, ναός Θεοῦ! ὦ Παρθενία, Μαρτύρων δόξα! ὦ Παρθενία, ᾽Αγγέλων συνόμιλε».

       Πρέπει νά διευκρινίσουμε βεβαίως ὅτι γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ ἔννοια τῆς παρθενίας δέν ἐξαντλεῖται σέ ὅ,τι σήμερα οἱ πολλοί κατανοοῦν: ὡς μία σωματικῆς φύσεως μόνο διαφύλαξη τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια μονομερής κατανόηση τῆς παρθενίας δέν θεωρεῖται χαρισματική κατάσταση, ἀφοῦ μπορεῖ νά τήν ἔχουν πολλοί, ἀλλά νά μή σχετίζονται καθόλου μέ τόν Θεό οὔτε καί νά ἀνήκουν κἄν στό χῶρο τῆς ᾽Εκκλησίας. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι ὑπάρχουν θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες σ᾽ αὐτό τό σημεῖο ὡς κάτι τό ἀπόλυτο ἐπικεντρώνουν τήν ὅλη ἠθική τους. Κι ἀπό τήν ἄλλη, ἡ γνωστή παραβολή τοῦ Κυρίου μας περί τῶν δέκα παρθένων, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ πέντε παρ᾽ ὅλη τήν παρθενία τους ἔμειναν «ἐκτός νυμφῶνος», ἐπιβεβαιώνει ἀκόμη περισσότερο τή μή χαρισματική ἀπό μόνη της αὐτή κατάσταση. Γιά τήν ᾽Εκκλησία μας, ἡ παρθενία ἐκτείνεται σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: ἀγκαλιάζει τήν ψυχή καί τό σῶμα, τόν νοῦ καί ὅλες τίς δυνάμεις του, τή λογική, τά συναισθήματα καί κυρίως τίς ἐπιθυμίες. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ παρθενία ὡς ἀρετή εἶναι πρωτίστως ἐσωτερική, τῆς ψυχῆς, κατάσταση, καί κατ᾽ ἐπέκταση σωματική. ῎Αν ὁ νοῦς δέν εἶναι παρθένος, δηλαδή δέν στέκει ὡς φρουρός ξάγρυπνος, ὥστε νά ἐλέγχει τούς ὅποιους λογισμούς πᾶνε νά ἀναπτυχθοῦν, εἴτε ἀπό τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση εἴτε ἀπό τόν διάβολο, τότε μικρή ἤ καί μηδαμινή σημασία ἔχει ἡ σωματική παρθενία, κάτι πού σημαίνει ὅτι τήν παρθενία μπορεῖ νά τήν ἔχουν καί οἱ ἔγγαμοι καί οἱ ἄγαμοι. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἔχει τονιστεῖ ἐπαρκῶς ὅτι ἡ συζυγική πιστότητα, ψυχική καί σωματική, σ᾽ ἕνα χριστιανικό ζευγάρι, ἀντιστοιχεῖ στήν ἀρετή τῆς παρθενίας πού ὑπόσχεται ὁ μοναχός.

       Μία τέτοια συνολική ἔννοια τῆς παρθενίας θεωρεῖται ὅτι κατορθώνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν ἔχει μία τέτοια δυνατότητα, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι παρθένος χωρίς νά εἶναι μέλος Χριστοῦ. Ὁ βαπτισμένος καί χρισμένος Χριστιανός, αὐτός νιώθει τή δύναμη τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἐνισχύει νά ἀντιπαλαίει πρός ὅ,τι πονηρό πάει νά ἀλλοιώσει τήν ὕπαρξή του. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» εἶπε ὁ Κύριος, ἐνῶ γιά τήν ἁγία μας σήμερα, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὁ ὑμνογράφος σημειώνει ἐπ᾽ αὐτοῦ: «φωτίστηκε ἡ ἔνδοξη Κυριακή, φιλάνθρωπε Χριστέ, ἀπό τό δικό Σου φῶς καί ξέφυγε ἀπό τό σκοτάδι τῆς πολύθεης ἀπάτης». ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἡ παρθένος ψυχή σώζεται, δηλαδή σχετίζεται μέ τόν Θεό, ὅταν γίνεται ταυτοχρόνως νύμφη ψυχή. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν δεχθεῖ τόν Χριστό ὡς νυμφίο τῆς ψυχῆς του, τότε σωτηρία δέν ὑφίσταται. Τό ζητούμενο λοιπόν γιά κάθε πιστό - κάτι πού κατορθώθηκε ἤδη ἀπό τούς ἁγίους καί ἀπό τήν σήμερον ἑορταζομένη Κυριακή - εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ ὁ Θεός, ὅτι τέτρωμαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐγώ. Μή χωρίσῃς με Νυμφίε ἐπουράνιε», πού λέει καί τό δοξαστικό τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας. Ὅτι, μέ τούς παραπάνω ὅρους, τό πρότυπο γιά τόν κάθε πιστό εἶναι ἡ Παναγία, ὡς Παρθένος καί νύμφη ἀνύμφευτος, εἶναι περιττό καί νά σημειώσουμε.  

«Ταῖς πρεσβείας τῆς μεγαλομάρτυρος Κυριακῆς, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν».

06 Ιουλίου 2023

ΑΔΙΚΗΘΗΚΑ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΚΔΙΚΗΘΩ!

Γιά τόν ὅσιο Σισώη τόν μεγάλο, πού ἡ ζωή του ἀποπνέει τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ μεγάλου ὁσίου Ἀντωνίου, ἔχουν διασωθεῖ ἀρκετά λόγια καί περιστατικά στά Ἀποφθέγματα τῶν Γερόντων, ἕνα τῶν ὁποίων καταγράφουμε στή συνέχεια μέ σύντομο σχολιασμό του.

«Ἀδελφός πού ἀδικήθηκε ἀπό ἄλλον ἀδελφό ἦλθε πρός τόν ἀββά Σισώη καί τοῦ λέγει:

- Ἀδικήθηκα ἀπό ἕναν ἀδελφό καί θέλω νά τόν ἐκδικηθῶ.

Ὁ δέ Γέρων τόν παρακαλοῦσε:

- Μή τέκνον. Ἀντιθέτως μάλιστα ἄφησε στόν Θεό τό ἔργο τῆς ἐκδικήσεως.

Αὐτός ὅμως ἔλεγε:

- Δέν θά παύσω, ἕως ὅτου ἐκδικηθῶ γιά τόν ἑαυτό μου.

Εἶπε δέ ὁ Γέρων:

- Ἄς προσευχηθοῦμε, ἀδελφέ. Καί ὁ Γέροντας, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε:

- Θεέ, δέν σέ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νά φροντίζεις γιά μᾶς. Διότι ἐμεῖς ἐκδικούμαστε μόνοι γιά λογαριασμό μας.

Μόλις λοιπόν ἄκουσε αὐτά τά λόγια ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στά πόδια του Γέροντος λέγοντας:

- Δέν θά εἶμαι πλέον σέ ἀντιδικία μέ τόν ἀδελφό, συγχώρεσέ με, ἀββά». 

 

Ἐκ πρώτης ὄψεως θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁ ἀδελφός μοναχός πού ἀδικήθηκε καί ἤθελε νά ἐκδικηθεῖ ἦταν ἕνας κακός μοναχός – ποιός χριστιανός, πολύ περισσότερο ἕνας μοναχός, δέν γνωρίζει ὅτι ἡ ἐκδίκηση εἶναι κάτι πού δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τή χριστιανική πίστη; Θέλει νά ἐκδικηθεῖ συνήθως ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἕρμαιο τῶν παθῶν του καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ του, ἐκεῖνος δηλαδή πού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ἐκφράζεται ὡς ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἀκόμη καί τόν ἐχθρό του, δέν ἀγγίζει καθόλου τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἄν ὁ Κύριος ἦλθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς σώσει, ἦταν ἀκριβῶς γι’ αὐτό: νά μᾶς ἐπαναφέρει στό σημεῖο τῆς ἀρχικῆς θεοείδειάς μας, νά ζοῦμε ὡς κατ’ εἰκόνα Του μέ τό κατεξοχήν γνώρισμά Του, τήν ἀνιδιοτελή καί ἄνευ ὁρίων ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μας. «Χριστιανός ἐστι μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ», όπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὁ συγκεκριμένος λοιπόν ἀδελφός μέ τό πάθος τῆς ἐκδίκησης νά καίει στά στήθια του δείχνει τήν ἔλλειψη τῆς χριστιανικότητάς του.

Ὅμως ἐνῶ ἡ πραγματικότητα μέ τά λόγια του εἶναι ἀκριβῶς αὐτή, τά ἔργα του φανερώνουν κάτι διαφορετικό. Τί ἐννοοῦμε; Πρίν προβεῖ σέ ὁποιαδήποτε ἐνέργεια ἐκδίκησης σπεύδει νά ἐρωτήσει τόν ὅσιο Γέροντα - ἔχει μάθει προφανῶς νά μήν κάνει τίποτε χωρίς εὐλογία. Κι αὐτό εἶναι σημάδι ἀνθρώπου πού ἀγωνίζεται ἐσωτερικά τόν ἀγώνα τῆς ὑπακοῆς. Καί ὄντως ἡ ἀλήθεια αὐτή ἐπιβεβαιώνεται. Διότι μόλις ὁ ὅσιος Σισώης μέ ἄμεσο καί εὐφυή τρόπο τοῦ δείχνει τό ἀντιχριστιανικό τῆς σκέψεως καί τῆς διαθέσεώς του, ἀμέσως πείθεται ἐκζητώντας τή συγγνώμη του. Τό συμπέρασμα εἶναι προφανές: ὁ συγκεκριμένος ἀδελφός ἦταν μᾶλλον ἕνας ἁπλοϊκός στήν πίστη μοναχός, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε μάθει νά κανονίζει ἀκόμη τούς λογισμούς του, ἕνας ἀρχάριος πού τά πάθη του, ὅπως εἴπαμε, συχνά τόν κυρίευαν. Διότι δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ προκοπή ἑνός χριστιανοῦ φανερώνεται ἀπό τή «μύησή» του στόν ἔλεγχο τῶν λογισμῶν πού ἐξάπτουν τόν ἐγωϊσμό του. «Οἱ λογισμοί καθορίζουν τή ζωή μας», ὅπως τό ἔλεγε ἕνας ὅσιος σύγχρονος ἀσκητής, γι’ αὐτό καί χωρίς τήν ἐκμάθηση τοῦ ἐλέγχου τῶν λογισμῶν δέν μπορεῖ στήν οὐσία νά ὑπάρχει χριστιανική ζωή.

Ἀπό τήν ἄλλη, θαυμάζουμε τήν ἀμεσότητα ἀντίδρασης τοῦ ὁσίου Σισώη. Ὄχι μόνον προσανατολίζει τόν ἁπλοϊκό καί ἀρχάριο μοναχό σ’ αὐτό πού εἶναι τό θέλημα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ - τήν ἀγάπη καί πρός τόν ἐχθρό, κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἴδιου πού εἶπε «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τούς μισοῦντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς» - ὁπότε τόν καθοδηγεῖ στό σημεῖο πού θά κρατήσει μέσα του ζωντανή τή σχέση του μ’ Ἐκεῖνον, ἀλλά τό κάνει μέ τρόπο πολύ παραστατικό καί ἀπολύτως καίριο γιά τά δεδομένα ἑνός μοναχοῦ: μέσα ἀπό τήν προσευχή, στήν ὁποία ὅμως δίνει τέτοιο περιεχόμενο πού δέν ἀφήνει περιθώριο ἀμφισβήτησης στόν μοναχό ὅτι ἡ διάθεσή του γιά ἐκδίκηση ἐκφράζει ἀπιστία πρός τόν Θεό. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν προκειμένῳ εἶναι ἀπολύτως σαφής: «Μή ἐκδικεῖτε ἑαυτούς, ἀδελφοί. Ἐμή γάρ ἐκδίκησις, ἐγώ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». 

Κι ἀξίζει στήν ἀντίδρση τοῦ ὁσίου νά παρατηρήσει κανείς δύο πράγματα: Πρῶτον, ὅτι ἡ ἐκδίκηση, ὅπως καί κάθε ἀπόκλιση ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τελικῶς συνιστᾶ ὄντως ἀπιστία πρός τήν παρουσία καί τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ὁ Ὤν», ἡ πηγή τοῦ Εἶναι καί τοῦ κάθε εἶναι, χωρίς Αὐτόν δηλαδή δέν ὑφίσταται ζωή, ἀφοῦ «Αὐτός ἐστίν ὁ διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα» κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς μας ἔξω ἀπό τήν «Ὁδόν» Ἐκείνου εἶναι πράγματι ἀπιστία - ἡ ἴδια ἡ ζωή μας καί οἱ πράξεις μας ἀποδεικνύουν ἄν σχετιζόμαστε μέ τόν Θεό ἤ ὄχι. Καί δεύτερον, ἡ προσευχή μας, ὅπως ἔδειξε ὁ ὅσιος Σισώης, στίς κρίσιμες ὧρες τοῦ ὅποιου πειρασμοῦ μας καλό θά εἶναι νά ἐκφράζει αὐτό πού ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς στόν πειρασμό μας. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, ὁ πνευματικός καί ἀνάδοχος τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, εἶχε καταρτίσει τό ψαλτήριο τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τέτοιο τρόπο πού νά ἀνταποκρίνεται στίς συγκεκριμένες ἑκάστοτε ἀνάγκες τῶν πιστῶν ἐνοριτῶν του. Νά προσευχόμαστε μέ ἄλλα λόγια στόν Κύριο γι’ αὐτό πού εἶναι τό πρόβλημά μας, αὐτό πού «καίει» τήν καρδιά μας, καί νά Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς καθοδηγεῖ ὥστε οἱ ἀντιδράσεις μας νά μή μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τό ἅγιο θέλημά Του – νά βλέπουμε τό ἀποτέλεσμα τῆς ὅποιας ἐνέργειάς μας. Ἀρκεῖ βεβαίως νά ἔχουμε κι ἐμεῖς τήν καλή διάθεση τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀδελφοῦ πού πῆγε στόν ὅσιο Σισώη. Διαφορετικά, ἄν ἡ προσευχή μας εἶναι ἡ παράκλησή μας νά γίνει ὁπωσδήποτε τό δικό μας θέλημα, συχνά ἁμαρτωλό, τότε ὄχι μόνο δέν θά ἔχουμε τόν Θεό βοηθό μας, ἀλλά θά Τόν ἔχουμε ἐνάντιό μας. 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΣΩΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Αὐτός ὁ μακάριος ἀγάπησε ἀπό βρέφος τόν Χριστό, γι᾽ αὐτό καί σηκώνοντας τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ στούς ὤμους του, Τόν ἀκολούθησε. Κατατρόπωσε τίς παρατάξεις τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καί μέ χαρά προχώρησε πρός τά ἐπίπονα σκάμματα τῆς ἄσκησης. ῎Εφτασε σέ μεγάλα ὕψη ταπεινοφροσύνης καί γι᾽ αὐτό ὁ τῶν ὅλων Κύριος τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα νά ἀνασταίνει καί νεκρούς. ᾽Επειδή λοιπόν ἔζησε ἀγγελική ζωή ὁ ἐν σώματι ἄσαρκος, μεταστάθηκε πρός τήν ἄϋλη ζωή, ὅπου εἶναι οἱ σκηνές τῶν ῾Αγίων καί ἡ αἰώνια λαμπρότητα, ἐκζητώντας τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ ἡμῶν».

Ὁ ἅγιος Σισώης προβάλλεται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας ὡς τύπος τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἐκείνου πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔζησε στόν κόσμο τοῦτο, μέ ὀρθή ἱεράρχηση τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν του δυνάμεων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ ὅσιος Σισώης, ἀκολουθώντας τήν πνευματική ὁδό τοῦ Χριστοῦ, ὑπέταξε τό μέν σῶμα στή λογική ψυχή, τήν δέ ψυχή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κατά τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ "καθυπέταξες το αμαρτωλό φρόνημα της σάρκας με δύναμη στον λογισμό, όσιε, έδειξες δε την ψυχή σου αταπείνωτη στη δουλεία των παθών", επειδή ακολουθούσες τα ίχνη του Χριστού (῾ἰχνηλατῶν Χριστόν᾽). ῎Αν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἱεράρχηση, τότε ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἐπανάσταση τῶν σωματικῶν παθῶν, τά ὁποῖα ἄγουν καί φέρουν τήν ψυχή, μέ μόνιμο χαρακτηριστικό τήν ταραχή καί τήν ἀκαταστασία. Εἶναι εὐνόητο ὅτι στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος δέν λειτουργεῖ ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά γενόμενος ἕρμαιο τοῦ πονηροῦ καταντᾶ ὑπάνθρωπος καί ἀπάνθρωπος. Ὅ,τι θηριωδία ἄλλωστε ἔχει νά ἐπιδείξει ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, παλαιά καί σύγχρονη, ὀφείλεται ἀκριβῶς στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος διέγραψε τή μόνη δύναμη ἐξανθρωπίσεώς του, τόν Τριαδικό Θεό μας.

Ἡ ὑποταγή τοῦ σώματος στή λογική ψυχή, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, φανερώνει τόν ἀγώνα τῆς ἐγκρατείας. Ἡ ἐγκράτεια, ψυχῆς καί σώματος βεβαίως, εἶναι ἐκείνη ἡ γενική ἀρετή, ἡ ὁποία ἐξισορροπεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει νά βλαστήσει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν. Κι αὐτό βλέπουμε στόν μεγάλο ὅσιο Σισώη. "Νέκρωσες τις ηδονές της σάρκας με τη δύναμη της εγκράτειας, σοφέ, και με την επιμέλεια των αρετών". Εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ πού τόν ἔταξε ὁ Δημιουργός του: νά εἶναι Θεός κατά χάριν καί νά ἔχει τή δύναμη πρεσβείας ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ σάν τούς ἀγγέλους. "Γι'  αυτό αυξανόμενος άριστα με τις αναβάσεις, πάτερ",  θά πεῖ καί πάλι ὁ ὑμνωδός, "έφθασες προς την ουράνια οδό και παρίστασαι πάντοτε  ενώπιον του Χριστού μαζί με τους αγγέλους, Σισώη, πατέρα μας". Ἡ ἔλλειψη ἐγκρατείας πού παρατηρεῖται δυστυχῶς σ᾽ ἕνα μεγάλο βαθμό σήμερα, κι ὄχι μόνο στούς νέους, ἀποκαλύπτει τήν τραγικότητά μας, ὅτι ἀφήσαμε τόν δρόμο πού μᾶς φέρνει στόν οὐρανό, τόν δρόμο τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί ἀκολουθήσαμε καί ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τῆς φτώχειας καί τῆς ἀπώλειας. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος καυχᾶται γιά τήν κατάντια του: κυλιέται σάν τούς χοίρους στά λασπόνερα, νομίζοντας ὅτι κολυμπάει στά μύρα καί στά ἄνθη!

Ὁ ὅσιος Σισώης μᾶς βοηθάει δραστικά στόν δρόμο τῆς ἐγκράτειας: ἡ μνήμη τοῦ θανάτου πού ἀδιάκοπα καλλιεργοῦσε, εἶναι μία ἰσχυρή δύναμη στόν ἄνθρωπο γιά νά ἀνακόπτει τά πάθη του, νά ἐγκρατεύεται. Ὁ ἅγιος "έχοντας αδιάκοπα ως μελέτη του τη μνήμη του θανάτου" - ἄς θυμηθοῦμε ὅτι προσευχόταν πάντοτε μπροστά σ᾽ ἕνα φέρετρο, ἐνθυμούμενος ὅτι καί ὁ πιό ἔνδοξος στρατηλάτης σάν τόν μεγάλο ᾽Αλέξανδρο ἐκεῖ κλείστηκε – μάρανε τά πάθη τοῦ σώματος, στρεφόμενος πάντοτε στο πιο υψηλό σημείο των επιθυμητών, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Κι αὐτό μᾶς διδάσκει μέ τή ζωή του: νά μνημονεύουμε τό τέλος μας, γιά νά βλέπουμε τά οὐσιώδη τῆς ζωῆς, δηλαδή ὅτι προτεραιότητα ἔχει γιά τόν Χριστιανό πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός δόξασε τόν δοῦλο Του καί τό τέλος του ὑπῆρξε συγκλονιστικό. Τήν ὥρα τοῦ θανάτου του "όλοι οι άγιοι Πατέρες ήρθαν μαζεμένοι", ἐνῶ "σαν τον ήλιο άστραψε το πρόσωπό του, φανερώνοντας τη λαμπερή σαν αστραπή καθαρότητα της ψυχής του".

05 Ιουλίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΤΩ ΑΘΩ

Τή μεγαλωσύνη τοῦ σήμερον 5 ᾽Ιουλίου ἑορταζομένου ὁσίου φανερώνει ἡ ᾽Εκκλησία μας ποικιλοτρόπως στήν ὑμνολογία της, κατεξοχήν ὅμως στούς στίχους τοῦ συναξαρίου του, ὅπου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: ῾Μέγας μέν ᾽Αντώνιος, ἀρχή Πατέρων. Θεῖος δ᾽ ᾽Αθανάσιος ἔνθεον τέλος᾽. Τόν ἀντιπαραβάλλει δηλαδή μέ τόν μέγιστο τῶν ἁγίων ὅσιο ᾽Αντώνιο, τόν πλησίον τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόμενο, κατά τό Γεροντικόν, κάτι πού φανερώνει ἀκριβῶς καί τό ὕψος τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου ᾽Αθανασίου.

Ὁ ᾽Αθανάσιος καταγόταν ἀπό τήν Τραπεζοῦντα, εἶχε φιλόθεους γονεῖς, πού σύντομα ἔφυγαν ἀπό τή ζωή αὐτή, ὁπότε τόν ἀνέλαβε κάποια θεία μοναχή, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε καί τή δυνατότητα νά μαθητευθεῖ καί στά θεία γράμματα. Ἡ φιλομάθειά του ὅμως ἦταν πολύ μεγάλη καί γι᾽ αὐτό θέλησε ῾εἰς ἀκρότητα φθάσαι παιδεύσεως᾽, κάτι πού κατώρθωσε ἐρχόμενος στήν Κωνσταντινούπολη. ᾽Εκεῖ ὄχι μόνο συνέχισε νά μαθαίνει, ἀλλά σύντομα ἔγινε καί δάσκαλος στή σχολή πού πρίν ἦταν μαθητής, καί μολονότι νέος στήν ἡλικία ἀπέκτησε γεροντικό φρόνημα, μέ κύρια γνωρίσματα τή σωφροσύνη καί τήν ἀσκητική σκληραγωγία. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό τόν ὁδηγεῖ σέ μοναστήρι στό ὄρος Κυμινᾶ, ὅπου ἦταν ἡγούμενος ἱερός ἄνδρας, ἐγνωσμένης ἀρετῆς, ῾ἀκριβέστατος γυμναστής τοῦ μοναδικοῦ πολιτεύματος᾽, καθοδηγώντας τούς ὑπ᾽ αὐτόν μοναχούς πρός τήν οὐράνια πολιτεία, ὁ Μιχαήλ Μαλεΐνος. Στό μοναστήρι αὐτό συγκαταλέγεται ὁ ὅσιος καί μετονομάζεται σέ ᾽Αθανάσιο ἀπό ᾽Αβράμιος πού λεγόταν μέχρι τότε, ἀποδυόμενος σέ ἀγῶνες δουλαγωγίας τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, μέ μοναδική ἀπόβλεψη τήν ἐν οὐρανοῖς πολιτεία. ᾽Από ἐκεῖ, λόγω τῆς τιμῆς πού ἄρχισε νά τοῦ προσάγεται γιά τίς ἀρετές του, ἀναχωρεῖ γιά τόν ῎Αθω, πού μέ αὐτόν θά ἐξελιχτεῖ σέ ῞Αγιον ῎Ορος, γινόμενος ὑποτακτικός σέ κάποιο γέροντα, ὁπότε καί ἐκεῖ ῾πολλούς ἐκχέει τούς πνευματικούς ἱδρῶτας᾽. Κατά θεία ἀποκάλυψη, εἰσέρχεται στά ἐνδότερα τοῦ ῎Ορους γιά μείζονα πνευματικά παλαίσματα, ἀλλά τόν ἀναγνωρίζει κάποιος γνωστός, ὁ ὁποῖος τόν φέρνει σ᾽ ἐπαφή μέ τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ, μέ τόν ὁποῖο εἶχαν παλαιότερα συνδεθεῖ, ἀφοῦ εἶχε ὑπάρξει ὁ ὅσιος πνευματικός του. Ὁ αὐτοκράτορας τόν πείθει νά ἀνεγείρει ναό ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Παναγίας, στέλνοντάς του ἀρκετό χρυσάφι, καί νά κτίσει μάλιστα καί κελλιά πρός ἐγκατάσταση μοναχῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων ὑπόσχεται ὅτι θά συγκαταλεχθεῖ  καί ὁ ἴδιος, κάτι πού δέν γίνεται ποτέ. ᾽Αφοῦ τελικῶς ἔφτιαξε πολυάνθρωπη Λαύρα (σημ.:τή Μονή Μεγίστης Λαύρας) μέ μεγάλους κόπους ὁ ὅσιος, ἐκδημεῖ ἀπό τή ζωή αὐτή, καί μάλιστα μέ μαρτυρικό τέλος. Διότι καθώς δέν ὑποχωροῦσε τό θεῖο αὐτό διαμάντι  στούς  βαρύτατους κόπους, βιαζόταν νά τελειοποιήσει τόν τροῦλλο τοῦ ναοῦ, ὁπότε ὅταν ἀνέβηκε νά ἐπιβλέψει τό ἔργο, ἕνα τμῆμα τοῦ κατασκευαζομένου ἔργου ὑποχώρησε, μέ ἀποτέλεσμα νά καταχώσει στά χώματα αὐτόν μαζί μέ ἄλλους ἕξι. Ὅταν τόν ἀνέσυραν εἶχε  ἤδη παραδώσει στόν Κύριο τήν ἁγία του ψυχή. Ὁ ὅσιος καί ὅσο ζοῦσε, ἀλλά καί μετά θάνατον ἔκανε πολλά θαύματα, τοῦ Κυρίου θέλοντος καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά δείξει τήν ἁγιότητα τοῦ πιστοῦ δούλου του᾽.

Ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος ἀνήκει σ᾽ ἐκείνους τούς ὁσίους, πού, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή, ἔχει δεχθεῖ πλῆθος ἐγκωμίων ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας λόγω τῆς μεγαλωσύνης του. Ὑπῆρξε, κατά τόν ὑμνογράφο, ῾ἡδύς, εὐθύς καί χρηστός, ἐπιεικής τε καί μέτριος, εὐπρόσιτος, προσηνής, ἐλεήμων, ἱλαρός τοῖς τρόποις᾽, ἀλλά καί ῾πενήτων προμήθεια, χηρῶν προστάτης, προνοητής ὀρφανῶν, λυπουμένων ταχεῖα παραμυθία, κινδυνευόντων  λιμήν, ἀδικουμένων ἀντίληψις, χριστομίμητος τοῖς ἤθεσι᾽. Τό θεωρούμενο παράδοξο στούς ἐπαίνους αὐτούς εἶναι ὅτι τονίζουν τή σχέση τοῦ ἁγίου μέ τούς συνανθρώπους του, εἴτε μοναχούς εἴτε κοσμικούς, σχέση πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου πρός αὐτούς. ᾽Ενῶ ἴσως θά περίμενε κανείς νά τονιστεῖ μονοδιάστατα ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό, μέ τά κύρια στοιχεῖα τῆς ἐγκρατείας καί τῆς σκληραγωγίας τῆς σάρκας – εἴδαμε τό πόσο ἀφιερωμένος ἦταν στόν Θεό ὁ ἅγιος καί πόσο ταλαιπωροῦσε ἀκριβῶς τό σῶμα του μέ ἀσκητικές ἀγωγές - ὅμως ταυτοχρόνως μέ αὐτά βλέπουμε τήν τρυφερότητα τῆς καρδιᾶς του καί τό τεράστιο ἐνδιαφέρον του γιά τά κοινωνικά προβλήματα. Μάλιστα ὁ ὅσιος λειτουργοῦσε ὡς μαγνήτης, πάλι κατά τόν ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος τραβοῦσε πρός αὐτόν τούς ἀνθρώπους μέ τή γλυκύτητα τῆς διδασκαλίας του, ἀλλά καί μέ ῾τό σεπτόν καί χαρίεν αὐτοῦ πρόσωπον᾽.

Δέν μᾶς παραξενεύει ὅμως τοῦτο. Διότι ἡ χριστιανική μας πίστη, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ποτέ δέν τονίζει τήν ἀγάπη μόνη πρός τόν Θεό, χωρίς τήν ἄλλη διάστασή της, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διαρκῶς βοᾶ ὅτι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς μιᾶς ἀγάπης εἶναι ἡ ὕπαρξη καί τῆς ἄλλης. ῎Ετσι ἀγάπη πρός τόν Θεό μόνη δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει στόν βαθμό πού ἐνεργοποιεῖται ὡς ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς βεβαίως συμβαίνει καί ἀντιστρόφως. Καί αὐτό εἶναι τό κριτήριο, μέ τό ὁποῖο κρίνουμε τά πάντα. Πού σημαίνει: ὅπου ὑπάρχει κοινωνική προσφορά ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεό, ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὑπάρχει κρυμμένος ἐγωϊσμός. Ὅπου ὑπάρχει στροφή πρός τόν Θεό, μέ προσευχές καί νηστεῖες καί ἀγρυπνίες, χωρίς τρυφερότητα καρδιᾶς πρός τόν συνάνθρωπο, καί ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὐπάρχει ἕνας κρυμμένος φαρισαϊσμός.

Ἡ μεγάλη φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία τοῦ ἁγίου ὅμως, πού εἵλκυσε ἰδιαιτέρως τόν Θεό, ὥστε νά τόν κάνει πλούσιο ῾καταγώγιον᾽ τοῦ Πνεύματός Του, δέν θά ἦταν κατορθωτή, ἄν δέν στηριζόταν σέ αὐτό πού γνωρίζει καί ὁ πιό ἀρχάριος χριστιανός: τήν ταπείνωση. Πολλές φορές ἔχει τονιστεῖ ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση, διότι ῾ἀπούσης αὐτῆς πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽ κατά τόν τῆς Κλίμακος ᾽Ιωάννη. Κι αὐτό εἶναι πράγματι τό παράδοξο: ὅσο ἀπέφευγε ὅ ὅσιος ᾽Αθανάσιος τή δόξα, τόσο χάριτι Θεοῦ αὐτή τόν κυνηγοῦσε. Μόλις γινόταν γνωστός καί ἄρχιζε ὁ κόσμος νά τόν τιμᾶ, ἔφευγε. Κι ὁ Θεός ἔφερνε ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά γίνεται καί πάλι γνωστός. Διότι ὁ ὅσιος τό μόνο πού εἶχε κατά νοῦ δέν ἦταν οὔτε νά διδάσκει οὔτε νά κάνει κοινωφελῆ ἔργα οὔτε ὁτιδήποτε ἀπό αὐτά πού θαυμάζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὡς κοινωνική προσφορά. Ἡ προτεραιότητα τοῦ ὁσίου ἦταν νά εἶναι μαζί μέ τόν Θεό καί νά καθαρίζει τήν καρδιά του, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Μέ τό ὅραμα αὐτό στό νοῦ του ἀκολουθοῦσε τό θέλημα ᾽Εκείνου, τό ὁποῖο βεβαίως τόν ὁδηγοῦσε καί στό νά φτιάξει μοναστήρι καί λαύρα καί στό νά γίνει ῾λιμήν᾽ τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν κοσμικῶν. Ὁπότε ὁ Κύριος ἐφήρμοσε στόν πιστό δοῦλο Του ἐκεῖνο πού ἔχει ὑποσχεθεῖ: ῾Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω᾽, ὄχι μόνον μετά θάνατο, ἀλλά καί στή ζωή αὐτή. 

04 Ιουλίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΙ Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Ο άγιος Ανδρέας αρχιεπίσκοπος Κρήτης (δεύτερο ήμισυ 7ου αι.-740) διακρινόταν για τη μόρφωσή του αλλά και για το λογοτεχνικό του χάρισμα. Άφησε στην Εκκλησία πολλά δογματικά συγγράμματα και  ομιλίες, κυρίως όμως «αρμονικά μελωδήματα» (Θεοφάνης), τα οποία τον ενέταξαν στους σπουδαίους υμνογράφους της Εκκλησίας. Το λαμπρότερο όμως πόνημά του με το οποίο κατανύσσει τις καρδιές των ορθοδόξων πιστών κάθε χρόνο (Πέμπτη Πέμπτης εβδομάδος των Νηστειών) οδηγώντας τους σε μετάνοια είναι ο Μέγας Κανόνας του, που αποτελεί μία σύνοψη όλης της θείας οικονομίας, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Από το εκτενές αυτό έργο (250 περίπου τροπάρια), που θα ήταν καλό να αποτελεί εντρύφημα των χριστιανών συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια του έτους, επιλέγουμε ένα τροπάριο (από την γ΄ ωδή σε νεοελληνική απόδοση), που νομίζουμε ότι έχει ξεχωριστή σημασία και για την εποχή μας, την τόσο αλλοπρόσαλλη και  παράδοξη, καθώς πορεύεται δυστυχώς εκεί που συναντά το «τίποτε» ως απουσία νοήματος ζωής. Και δικαιολογημένα: πορευόμαστε οι άνθρωποι κατά το θέλημά μας και όχι κατά το θέλημα του Θεού.

«Άκουσες, ψυχή μου, για τον Αβραάμ που εξαρχής εγκατέλειψε την πατρική του γη και έγινε μετανάστης. (Λοιπόν) να μιμηθείς τη διάθεση και την προαίρεσή του».

Τον Αβραάμ προβάλλει ο άγιος ως πρότυπο προκειμένου να τον μιμηθεί και στη δική του ζωή. Τον Αβραάμ που η Αγία Γραφή συχνά (με αποκορύφωμα τον απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή: πρβλ. 4, 11εξ.) τον θεωρεί ως το κατεξοχήν υπόδειγμα αληθινής πίστεως στον Θεό. Γιατί; Διότι όλη η ζωή του υπήρξε ένα «ναι» στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος μιλώντας μυστικά στην καρδιά του τον καλούσε να κάνει πράγματα πέρα από κάθε λογική και φυσική αίσθηση.

Στον υπ’ όψιν ύμνο ο Αβραάμ προβάλλεται ως πρότυπο για το πρώτο μεγάλο γεγονός αλλαγής της ζωής του: τον ξεριζωμό του· να φύγει και να γίνει μετανάστης, όχι γιατί τον ανάγκασε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, αλλά γιατί τον σπρώχνει μία εσωτερική φωνή, την οποία  εμπιστεύεται ως Θεού φωνή και η οποία τελικώς δεν τον απογοητεύει. Πώς όμως ο άγιος Ανδρέας καλεί την ψυχή του (αλλά και τη δική μας) ώστε να γίνουμε «μετανάστες» μιμούμενοι τον Αβραάμ; Τι σημαίνει να μεταναστεύει κανείς, προφανώς για να μπορεί να παραμένει χριστιανός;

Η απάντηση είναι απλή αλλά και δύσκολη. Απλή, γιατί ο χριστιανός, εν αντιθέσει όπως είπαμε προς ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία που ζει, καλείται ανά πάσα στιγμή στη ζωή του να φεύγει από το δικό του θέλημα, το εγωιστικό και αμαρτωλό και θεμελιωμένο στα ψεκτά πάθη του, προκειμένου να βρίσκεται στο θέλημα του Θεού, πάνω στις εντολές του Χριστού,  σε κοινωνία δηλαδή με τον Ίδιο που είναι «η Οδός»!

Δύσκολη, γιατί η προσκόλληση του ανθρώπου στα πάθη και στον εγωισμό του – ακόμη και για τον βαπτισμένο πιστό που έχει λάβει τη δύναμη και τη χάρη απεμπλοκής από τα πάθη – είναι συχνά τόσο μεγάλη, ώστε πρέπει όντως να καταβάλει σκληρή προσπάθεια για να στραφεί προς τον Θεό και να ξεκινήσει τη σωτήρια και απαραίτητη «μετανάστευση». Κι εδώ έγκειται βεβαίως η πνευματική άσκηση και ο αγώνας κάθε χριστιανού, γεγονός που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από κάθε άλλον συνάνθρωπό του.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ

«Ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας (7ος-8ος μ.Χ.αἰ.) καταγόταν ἀπ᾽ τήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό θεοφιλεῖς γονεῖς, καί ἀποδύθηκε στή μάθηση τῶν γραμμάτων. Ὅταν πατριάρχευε στήν ῾Αγία Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ὁ Θεόδωρος, κείρεται κληρικός καί καθίσταται γραμματέας τοῦ Πατριάρχη. Κι ὅταν συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, στέλλεται ἀπό αὐτόν γιά νά συμφωνήσει μέ τά ἀποφασισθέντα.  Λόγω τῆς γνώσης καί τῆς ἀρετῆς πού τόν χαρακτήριζαν, ἔγινε Διάκονος τῆς Μεγάλης ᾽Εκκλησίας καί μετά ἀπό λίγο ὀρφανοτρόφος. ᾽Αργότερα ἐκλέχτηκε ᾽Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πηγαίνοντας στόν τόπο τῆς παροικίας του γιά δεύτερη φορά καί εὑρισκόμενος σέ κάποιο νησί, πού τό λέγαν ᾽Ερεσσό, κοντά στή Μυτιλήνη, ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφήνοντας στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Θεοῦ πάμπολλα συγγράμματα».

Ὁ ἅγιος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας «ὅλος, φαεινότατος ἀστήρ» (ωδή γ´ κ.α.), πού σημαίνει καταυγάζει τό στερέωμα αὐτῆς μέ τά λόγια του, τά ἔργα του, τίς προσευχές του. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ θέση τῶν ἁγίων: ἔχοντας ἀνοίξει τήν ὕπαρξή τους στόν πανάγιο Θεό, ἔχουν δεχτεῖ τίς λαμπηδόνες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν τρόπο πού τό ἔχει βεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «γώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Οἱ ἅγιοι λοιπόν εἶναι μία φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, κάτι πού τό βλέπουμε ἔντονα καί στόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν ᾽Ανδρέα Κρήτης.

Λάμποντας ὡς ἀστήρ, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, «τέρπει την Εκκλησία, με τα ορθόδοξα δόγματά του και τα αρμονικά μελωδήματά του» (ωδή γ´). Πράγματι, ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε τήν ἁγιότητά του,  μέ τό δοθέν σ᾽ αὐτόν χάρισμα τῆς γνώσεως,  ἀφενός εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δηλαδή τή γνώση Αὐτοῦ - αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς γνώσης στή χριστιανική πίστη: τῆς προσωπικῆς μέθεξης σ᾽ Αὐτόν διά τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν -τήν ὁποία γνώση στή συνέχεια ἐξέφρασε ἐν λόγῳ, διά τοῦ ἄλλου χαρίσματος τῆς  σοφίας πού ἐπίσης τοῦ δόθηκε,  καί γι᾽ αὐτό ἀναδείχτηκε στό μεγάλο ἀξίωμα τοῦ κατά Χριστόν θεολόγου. Διότι αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός θεολόγος τῆς ᾽Εκκλησίας: ὄχι ὁ κάτοχος ἑνός πτυχίου Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλ᾽ ὁ ἔχων τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά τή διατυπώνει μέ τόν λόγο. Ὁ ἅγιος λοιπόν ᾽Ανδρέας μᾶς ἄφησε καταρχάς συγγράμματα δογματικά καί πολλές ὁμιλίες, γενόμενος, κατά τήν ὑμνολογία πάλι, «δογματιστής ἀληθέστατος» (στιχηρό εσπερινού) καί «στηριγμός τῆς εὐσεβείας τῶν δογμάτων τῶν ὀρθῶν» (στιχηρό εσπερινού).

᾽Αλλά πέραν τῶν δογματικῶν κειμένων του ἐκεῖνο πού τόν κατέστησε ἰδιαιτέρως προσφιλή στήν ᾽Εκκλησία εἶναι «τά ἁρμονικά μελωδήματά του». Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε μέγας ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας, «προκαλώντας ευχαρίστηση στις καρδιές όλων κάθε φορά με την υμνολόγηση της αγίας Τριάδος, των ταγμάτων των αγίων και της αχράντου Παρθένου» (κάθισμα όρθρου) – την υπεραγία Θεοτόκο μάλιστα «που είναι πάνω από κάθε έπαινο την δοξολογούσε διαρκώς και μεγάλη σπουδή με ποικίλους επαίνους» (ωδή δ΄). Τό λαμπρότερο ὅμως πόνημά του, μέ τό ὁποῖο κατανύσσει τίς καρδιές τῶν χιλιάδων ὀρθοδόξων πιστῶν κάθε χρόνο, ὁδηγώντας τους στούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας, εἶναι ὁ Μέγας Κανών του, πού, ψαλλόμενος τήν Πέμπτη τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία σύνοψη ὅλης τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, καί στήν πρώτη ἀποκάλυψή Του, τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί στήν τελείωσή της, τήν Καινή Διαθήκη. Όπως σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης στους στίχους του συναξαρίου «Πέθανε και βρήκε μεγάλο στεφάνι των κόπων του ο ποιμένας της Κρήτης, του οποίου έργο ήταν ο μέγας Κανών». ᾽Εκεῖ ὁ ἅγιος γίνεται «ὁ ἀψευδής ἐπαινέτης τῶν Μαρτύρων τῶν ῾Αγίων», «ὁ ἀλείπτης πρός ἐπανάληψιν τῆς ἀρετῆς», ἰδιαιτέρως ὅμως «ὁ ζωγράφος τῆς τοῦ βίου ματαιότητος» (στιχηρό εσπερινού). Μέ τήν παρρησία λοιπόν πού ἔχει στόν Θεό, ὡς ὁδηγός τῆς ὀρθοδοξίας καί διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καί τῆς σεμνότητος, τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς, νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.