21 Δεκεμβρίου 2023

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΛΙΑΝΗ Η ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ

«Η αγία Ιουλιανή έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν κόρη πλουσίων γονέων, οι οποίοι την μνήστευσαν με κάποιο συγκλητικό, ονόματι Ελεύσιο. Ενώ ο Ελεύσιος ήθελε να την νυμφευθεί, δεν δέχτηκε η αγία, η οποία του είπε: Εάν δεν αποκτήσεις πρώτα την εξουσία της πόλεως, δεν συνέρχομαι σε γάμο μαζί σου. Αυτός πράγματι καταστάθηκε στο αξίωμα του επάρχου, αλλά αυτή του είπε πάλι: Εάν δεν μεταστραφείς στην πίστη των χριστιανών από τη θρησκεία των ειδώλων, δεν καταδέχομαι την κοινωνία σε γάμο με εσένα. Αυτός τότε αποκάλυψε τα πάντα στον πατέρα της παρθένου, ο οποίος, επειδή δεν μπόρεσε να της αλλάξει την πίστη στον Χριστό, την παρέδωσε κατά τους νόμους της εποχής προς εξέταση στον έπαρχο και μνηστήρα της. Ο μνηστήρας της την γύμνωσε από τον χιτώνα της και έδωσε εντολή σε ένδεκα στρατιώτες να την μαστιγώσουν με ωμά βούνευρα, τόσο που την καταξέσχισαν. Στη συνέχεια την κρέμασαν από τα μαλλιά, ώστε αποσπάσθηκε το δέρμα της κεφαλής της, έπειτα κατέφλεξαν τις πλευρές της με σίδερα πυρωμένα, όπως και διαπέρασαν από το μέσο των μηρών της άλλο σίδερο πυρακτωμένο και αυτό. Στο τέλος, έδεσαν τα χέρια της στα πλευρά της και κατά την εντολή του επάρχου την οδήγησαν στη φυλακή. Την ίδια λοιπόν  νύκτα που ρίχτηκε στη φυλακή και ενώ προσευχόταν, της εμφανίστηκε ο αφανής εχθρός και πολέμιος όλων διάβολος, σε σχήμα αγγέλου, ο οποίος την προέτρεπε να θυσιάσει στα είδωλα και να ελευθερωθεί. Η αγία όμως, αφού τον απώθησε, τον έκανε και χωρίς τη θέλησή του να ομολογήσει όλα τα σχετικά με αυτόν. Την οδήγησαν πάλι στον έπαρχο και επειδή παρέμενε αμετάθετη στην αγάπη του Χριστού, την έριξαν σε καμίνι που το είχαν ανάψει πολύ. Το καμίνι σβήστηκε με παράδοξο τρόπο, με αποτέλεσμα πεντακόσιοι άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό, οι οποίοι και τελειώθηκαν αμέσως με ξίφος, μαζί με εκατόν τριάντα γυναίκες. Η μάρτυς στη συνέχεια ρίχτηκε σε φλογισμένο λέβητα, αλλά ο λέβητας έγινε λουτρό για τη μακάρια Ιουλιανή. Κι όχι μόνο αυτό: ο λέβητας λύθηκε και χύθηκε έξω το πυρακτωμένο περιεχόμενό του, σαν να κινήθηκε από κάποια μηχανή, και κατέστρεψε τους απίστους που βρίσκονταν ολόγυρά του. Από όλα αυτά η μάρτυς παρέμεινε αβλαβής, γι’ αυτό και υπέστη τελικά τον διά ξίφους θάνατο. Ήταν δε όταν μνηστεύτηκε τον Ελεύσιο ένδεκα χρονών, ενώ όταν μνηστεύτηκε τον Χριστό διά του μαρτυρίου, δεκαοκτώ χρονών. Τελείται δε η σύναξή της στον ναό αυτής, που βρίσκεται πλησίον της αγίας μάρτυρος Ευφημίας στο Πέτριο».

Η αγία Ιουλιανή συνιστά, κατά τον άγιο Ιωσήφ, τον υμνογράφο της αγίας, τον μαγνήτη, που μαγνήτισε τον ίδιο τον Κύριο και Θεό της. Ήταν τέτοιες και τόσες οι αρετές της, λόγω της πληγωμένης από έρωτα Κυρίου καρδιάς της, ώστε Εκείνος την αγάπησε για το κάλλος της ψυχής της και την οδήγησε στον νυμφώνα της βασιλείας Του. Για τον υμνογράφο δηλαδή η αγία Ιουλιανή ανήκει στη χορεία των πέντε παρθένων της γνωστής παραβολής, που «εισήλθον μετ’  αυτού εις τους γάμους». Η παρθενία της δεν υπήρξε στείρα και άκαρπη, αλλά πλήρης του ελαίου της χάριτος του Θεού. «Πληγώθηκες από τον γλυκύτατο έρωτα του Χριστού, πανεύφημε», «γι’ αυτό ο Κύριος αγάπησε το κάλλος σου τώρα και σε έβαλε μέσα στον φωτεινότατο νυμφώνα Του». Η αγία δηλαδή κατενόησε από πολύ μικρή ότι ο Χριστός, αν θέλει κανείς να νιώσει τη δύναμη και τη χάρη Του, δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά το κέντρο και η διαρκής αναφορά. Όπως Εκείνος μας προσέφερε όλον τον Εαυτό Του, κατά τον ίδιο τρόπο ζητάει και τη δική μας ολοκληρωτική προσφορά. «Ολόκληρο τον εαυτό σου πρόσφερες στον Θεό», σημειώνει ο υμνογράφος.

Με τον τρόπο αυτό η αγία Ιουλιανή είδε εμπειρικά να πραγματοποιείται και στον εαυτό της η υπόσχεση του Κυρίου, ότι όποιος θα Τον αγαπήσει αληθινά, θα γίνει κατοικητήριο δικό Του, θα Τον δει να φανερώνεται ο Ίδιος  στην ύπαρξή του. Κι είναι αυτό που αδιάκοπα κραυγάζει η Εκκλησία και οι άγιοί μας: η πίστη μας δεν είναι κάτι το θεωρητικό, αλλά αγκαλιάζει και το σώμα και την ψυχή μας. Μόλις νιώσει κανείς λίγο την αγάπη του Θεού, αμέσως Εκείνος καθίσταται ένοικος της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου. «Έκανες την ψυχή σου πανάγιο ναό του Θεού, ένδοξε». Ο υμνογράφος όμως γίνεται σαφής. Δεν θέλει να αφήσει περιθώριο παρεξήγησης, ώστε να νομίσει κανείς ότι έχει φτάσει αυτήν την αγάπη. Συνεχίζει λοιπόν για την αγία: «Έκανες την ψυχή σου ναό πανάγιο του Θεού, με το να ζεις πάντοτε μέσα στους θείους ναούς, με τους ύμνους και τις προσευχές». Με άλλα λόγια, η αγάπη του Θεού προϋποθέτει την ένταξη στην Εκκλησία, την αγάπη για τις ακολουθίες της Εκκλησίας, την αγάπη για τους ύμνους και τις προσευχές. Πράγματι, δεν υπάρχει πιο άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος να αγαπήσει κανείς τον Θεό από το να εμβαπτίζει διαρκώς την ύπαρξή του σε ό,τι αποτελεί χώρο του Θεού και ψαλμούς του Θεού. Που σημαίνει: αν σήμερα η αγάπη προς τον Θεό έχει υποχωρήσει, κατά το μεγαλύτερο μέρος φταίει η μικρή ή και μηδαμινή σχέση του ανθρώπου με την λατρεία της Εκκλησίας.

Ο άγιος Ιωσήφ, εν αγνοία του, επισημαίνει κάτι που ιδιαιτέρως στην εποχή μας αποτελεί σχεδόν παραδοξότητα: το «ερύθημα της παρθενίας». Λέγοντας για την μάρτυρα ότι στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Χριστό τονίζει ότι έκανε το φυσικό κόκκινο χρώμα της παρθενίας, το κοκκινάδι δηλαδή της σεμνότητας και της ντροπαλοσύνης, πιο λαμπρό με το αίμα του μαρτυρίου της. Τι ωραία εικόνα! Τι ποιητική σύλληψη! Μας λέει να δούμε με τα μάτια της ψυχής μας την αγία γεμάτη σεμνότητα, με κόκκινα τα μάγουλά της από τη χάρη της παρθενίας της. Κι αυτό το κόκκινο να το δούμε πιο έντονο πια, μετά το μαρτύριό της. Το μαρτύριό της δηλαδή ήταν η συνέχεια της παρθενίας της. Η επιβεβαίωση της σεμνότητάς της και της χάρης που την διακατείχε. Έτσι μας καθοδηγεί ο υμνογράφος να δούμε και το νόημα της παρθενίας: ως της καθαρότητας πρώτιστα της ψυχής διά της ανατάσεως αυτής προς τον Σωτήρα Χριστό. Κι αυτή η ανάταση είναι ένα είδος μαρτυρίου, του μαρτυρίου της συνειδήσεως, που προεκτείνεται και με το μαρτύριο του αίματος, όταν ζητηθεί κάτι τέτοιο.

Πώς να μην ενεργήσει η χάρη του Θεού μέσα σε ένα τέτοιο πλάσμα; Πώς ο Χριστός να μην την διατηρήσει αβλαβή από όσα οι δαιμονοκίνητοι διώκτες της τής έκαναν; Πώς να μην επηρεαστούν βλέποντάς την όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι; Και τι λέει επ’ αυτού ο άγιος Ιωσήφ; Όλοι αυτοί που μέσω της αγίας βρήκαν την πίστη του Χριστού υπήρξαν και η δική της προίκα σ’  Εκείνον. «Σαν πολύτιμη προίκα πρόσφερες στον Νυμφίο Χριστό, αθλοφόρε ένδοξε Ιουλιανή, όλους εκείνους τους αγίους ανθρώπους, που πίστεψαν στον Χριστό από τα θαυμάσια που με πίστη τέλεσες». Η αγία Ιουλιανή μας καθοδηγεί και σ’ αυτήν την αλήθεια: η αγία βιοτή μας, η συνεπής πορεία μας πάνω στα χνάρια του Χριστού λειτουργεί ιεραποστολικά: φέρνει και άλλους στον Χριστό. Κι αυτό λογαριάζεται σε εμάς. Συνιστά την προίκα μας μπροστά στον Χριστό. Πόση «προίκα» τέτοια άραγε θα φέρουμε κι εμείς μαζί μας; Πόσους ανθρώπους δηλαδή θα έχουμε επηρεάσει θετικά σε όλη την επίγεια ζωή μας, ώστε αυτό να «μετρήσει» υπέρ ημών στην κρίση του Θεού;

20 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ

 

«Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης γεννήθηκε σ' ένα χωριό της βόρειας Ρωσίας στις 19 Οκτωβρίου 1829. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι θεοσεβείς αλλά πολύ φτωχοί. Παρ' όλο που η υγεία του ήταν πολύ εύθραυστη, από μικρός είχε την ψυχή και τη διάνοιά του επικεντρωμένη στην ορθόδοξη πίστη και στην αγάπη προς την Εκκλησία. Το όνειρό του ήταν να εισέλθει στον Κλήρο, να γίνει ποιμήν ψυχών. Επωφελούμενος μία κρατική υποτροφία, πήγε να σπουδάσει στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης. Τελείωσε τις σπουδές του το 1855 και έγινε θεολόγος.

Ο μεγάλος του πόθος να βοηθήσει τους ξεστρατισμένους χριστιανούς και να συνδράμει τους φτωχούς και εξαθλιωμένους ανθρώπους της εποχής του, τον οδήγησε στην Κροστάνδη, όπου έγινε εφημέριος στην εκκλησία του αγίου Ανδρέα. Αλλά δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτό το έργο. Ανέπτυξε εξαιρετικά μεγάλο κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Ρωσία. Από παντού ζητούσαν να τον συναντήσουν, ν' ακούσουν τα θεία λόγια του, ν' απολαύσουν τα χαρίσματά του, να δεχτούν τη βοήθειά του και τα θαύματά του. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας.

Ανάμεσα στις δραστηριότητές του ανήκει και το ογκώδες συγγραφικό έργο που άφησε πίσω του. Ιδιαιτέρως "Η εν Χριστώ ζωή μου"  - μία σειρά από ιερούς λογισμούς και προσευχές που κατέγραψε στο πνευματικό του Ημερολόγιο - αγαπήθηκε και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (και στην ελληνική), και μάλιστα η αγγλική μετάφραση του Γουλιάεφ, το 1987, προκάλεσε ξεχωριστή αίσθηση, ώστε να γραφούν πολλές θετικές κρίσεις στον αγγλικό, τον αμερικάνικο και τον αυστραλέζικο τύπο.

Την 8η Ιουνίου 1990 (82 χρόνια μετά την οσιακή κοίμησή του την οποία προέβλεψε: 20 Δεκεμβρίου 1908), η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, θεωρώντας τη ζωή του προφητική, λόγω της ενάρετης ζωής του με την οποία ήταν τύπος των πιστών, λόγω της πλήρους ζήλου και θυσιών υπηρεσίας του στον Θεό και στην Εκκλησία, λόγω της μεγάλης του αγάπης στον πλησίον με την οποία σαν τον καλό Σαμαρείτη δίδασκε στο ποίμνιό του την ευσπλαχνία προς τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους, λόγω τέλος των θαυμάτων που έκανε, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατο μέχρι σήμερα» (Στοιχεία για τη ζωή του από: Ορθόδοξος Συναξαριστής και από το βιβλίο «Η εν Χριστώ ζωή μου», εκδ. Παπαδημητρίου)

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ: "ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ ΑΥΤΗ!"

Είναι γνωστό ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, (όπως σημειώνει ο ίδιος στις Γραφές του μέσα στο γνωστό βιβλίο του οσίου Σωφρονίου του Έσσεξ γι’ αυτόν), αναφέρεται στον μεγάλο νεώτερο άγιο της Ρωσικής Εκκλησίας Ιωάννη της Κροστάνδης (1829-1908) και τονίζει την καταλυτική επίδραση που είχε στη νεανική ζωή του η προσευχή του αγίου, τόσο που ένιωθε για αρκετό καιρό «τις φλόγες της» να τον σκεπάζουν. Εξίσου ο όσιος Σωφρόνιος στις ομιλίες του στο μοναστήρι του Έσσεξ που είχε ιδρύσει,  συχνά αναφερόταν στην αγιότητα βίου του στάρετς Ιωάννη, για να τονίσει μάλιστα το μέγεθος της ασκητικής του ζωής, της εγκράτειας και της νηστείας του, την ετοιμότητα της υπακοής του στα κελεύσματα της Εκκλησίας αλλά και της ίδιας της αγίας μητέρας του, καθώς και τη διαρκή κοινωνία διά της προσευχής που είχε με τον Θεό, έστω κι αν περιστοιχιζόταν από πλήθος ανθρώπων καθημερινά.

Μία από τις πάμπολλες συμβουλές του αγίου Ιωάννη που λειτουργεί ως κατευθυντήρια γραμμή αγιασμού των ανθρώπων είναι και το παρακάτω απόσπασμα.

«Να περνάς τη ζωή σου εδώ έτσι, ώστε κάθε στιγμή να είσαι έτοιμος να την αφήσεις. Ποτέ σου να μην επιτρέψεις οι απολαύσεις να σε κάνουν να ξεχάσεις τον εαυτό σου και τον Θεό. Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα του Θεού, δώρα που δεν σου αξίζουν. Αμαρτία είναι όταν δεν απολαμβάνουμε σωστά αυτό το δώρο, όπως είναι και αμαρτία να ξεχνάμε ότι όλα όσα έχουμε στη ζωή μας είναι δώρα του Θεού».

Η ετοιμότητα να αφήσει κανείς οποιαδήποτε στιγμή τη ζωή αυτή δεν στηρίζεται προφανώς, κατά τον άγιο, σε μία τυχοδιωκτική αντίληψη της ζωής, σύμφωνα με την οποία κινείται κανείς «στα κουτουρού» εκμεταλλευόμενος οτιδήποτε προκύψει στη ζωή του – αντίληψη που φανερώνει ότι έχει διαγράψει κανείς τον Θεό από τη συνείδησή του∙ αλλά και ούτε σε μία καταθλιπτικού τύπου θεώρηση, όπου η μελαγχολία τείνει να ρουφήξει κάθε ικμάδα ζωής μη αφήνοντας περιθώριο ελπίδας για οτιδήποτε θετικό – μολονότι ο άγιος στη νεότητά του πέρασε και από αυτό το στάδιο, το οποίο όμως με τη χάρη του Θεού και τη δική του προσπάθεια ξεπέρασε. Η ετοιμότητα «φυγής» για την οποία μιλάει στηρίζεται στη βαθιά πίστη στον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό, ο Οποίος προσδιορίζει τα πάντα, τα επίγεια και τα επουράνια ως Κύριος της ζωής και του θανάτου, συνεπώς αποκαλύπτει  (η ετοιμότητα) ότι το κέντρο βάρους για τον εν επιγνώσει χριστιανό είναι ο Χριστός και όχι ο κόσμος αυτός μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Διότι αφενός ο χριστιανός του ύψους αυτού αισθάνεται ως μέλος Χριστού, ενταγμένος μέσα στο άγιο Σώμα Του και ενδεδυμένος Εκείνον, αφετέρου «βλέπει» με τους οφθαλμούς της ψυχής ότι «παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» και ο ίδιος «οὐκ ἔχει μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητεῖ». Αυτό μας έφερε η αποκάλυψη του Ιησού Χριστού: να μπορούμε να βλέπουμε τα ουσιώδη της ζωής, τα οποία όμως δεν είναι τα βλεπόμενα υλικά αλλά τα μη βλεπόμενα, κατά τον απόστολο Παύλο – τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, ενώ τα μη βλεπόμενα, δηλαδή η χάρη του Θεού, είναι αιώνια. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Ιωάννης: ζει διαρκώς τον Θεό και η έγνοια του είναι «μη ξεχάσει κανείς τον εαυτό του και τον Θεό» - λήθη Θεού ίσον λήθη εαυτού∙ μια βαθιά θεολογική και ανθρωπολογική παρατήρησή του.

Πρόκειται γι’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε: «γίνεσθε ἕτοιμοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται»∙ γι’ αυτό που μας έκανε να δούμε μέσα από την παραβολή των δέκα παρθένων: «ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός»∙ όπως επίσης ακριβώς γι’ αυτό που κάνει τον απόστολο να λέει «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» - τελικά δηλαδή άγιος είναι ο πιστός που φτάνει στο σημείο «να επιθυμεί κάθε ώρα τον θάνατο» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος), γιατί ζει την αληθινή ζωή που είναι ο Χριστός: «ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Οπότε κατανοεί κανείς τον λόγο του αγίου Ιωάννη ως συνέχεια του ευαγγελικού και αποστολικού και πατερικού λόγου, ο οποίος όμως εκφράζεται κι απ’ αυτόν μ’ έναν τέτοιο τρόπο που καταλαβαίνεις ότι συνιστά και δικό του βίωμα. Κι είναι αλήθεια: ο άγιος της Κροστάνδης αυτό που έλεγε και κήρυσσε το πρόσφερε ως «σάρκα και αίμα» του, γιατί πρώτα το είχε ζήσει και αγωνιζόταν διαρκώς να το ζει, ώστε ο πιστός λαός της εποχής του να το αφομοιώνει ως δική του τροφή, ως δύναμη άνωθεν προερχομένη – «ἐκήρυσσε ὡς ἐξουσίαν ἔχων».

Μη νομίσει όμως κανείς ότι ο άγιος έφτανε στο σημείο μηδενισμού των αγαθών της εδώ ζωής. Μπορεί όλος ο προσανατολισμός του να ήταν στον Χριστό και στο «ἄνω φρονεῖν», μα ακριβώς γι’ αυτό είχε τον φωτισμό να βλέπει την παρουσία του Θεού σε κάθετι από τη Δημιουργία, συνεπώς να το εκλαμβάνει και να το απολαμβάνει ως δωρεά Εκείνου. «Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα του Θεού». Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι τα αγαθά της ζωής αυτής που τα θεωρούσε δώρα Θεού τον οδηγούσαν αφενός να δοξολογεί τον Δωρεοδότη, αφετέρου να θέλει να τα αντιπροσφέρει στον κάθε συνάνθρωπό του. Η ίδια η ζωή του, απαρχής μέχρι τέλους, αποτελεί έναν υπομνηματισμό αυτής της πραγματικότητας: «άπειρα» χρήματα και δωρεές ανθρώπων περνούσαν από τα χέρια του. Για να γίνουν όμως καλύμματα αγάπης για κάθε πονεμένο και αναγκεμένο, όπως και δοξολογικές κραυγές όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τους ανθρώπους που δέχονταν τις προσφορές. Και το ακόμη σημαντικότερο: οι δωρεές αυτές του Θεού τον οδηγούσαν – και σ’αυτό καλούσε και τους πιστούς – σε βάθος ταπείνωσης, γιατί έβλεπε ότι ο Θεός προσφέρει χωρίς εμείς να είμαστε άξιοι της προσφοράς Του. «Δώρα που δεν σου αξίζουν». Κι ίσως, ακολουθώντας και την αίσθηση του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος αλλά και άλλων Πατέρων, αυτό να είναι το όριο της αληθινής ταπείνωσης: να γεύεται κανείς τις δωρεές του Θεού και όχι μόνο να μην υπερηφανεύεται, αλλά να οδηγείται σε μεγαλύτερη αίσθηση αναξιότητας!

Ο λόγος όμως του αγίου, ο φαινομενικά τόσο απλός, συνεχίζει να λειτουργεί ως έκπληξη. Γιατί τι λέει στη συνέχεια; Ότι η μη αποδοχή των δώρων του Θεού – και τι δεν είναι δώρο Θεού σ’ αυτήν τη ζωή; Το μόνο δικό μας είναι... οι αμαρτίες μας και το μηδέν μας! – ακριβώς με την έννοια του δώρου, συνεπώς ως κάτι που δεν το αξίζουμε και δεν το απαιτούμε, ταυτίζεται με την ίδια την αμαρτία. Αυτό κι αν είναι ο ορισμός πράγματι της θεολογικής ορθής σκέψης και του πνευματικού ανθρώπου: αμαρτία δεν είναι να ξεφεύγω από κάποιους κανόνες ηθικής πνευματικής ζωής – η κατανόηση μιας επιφανειακής αντίληψης της αμαρτίας – αλλά να μην μπορώ να δω ότι όλη η ζωή και κάθετι που αυτή μου προσφέρει έχουν πηγή την αγάπη του Θεού: «είναι δώρα Του»∙ και περαιτέρω: να μην μπορώ να απολαύσω τη ζωή ως δώρο του Πατέρα. Ο Θεός δηλαδή δεν επέτρεψε να βρεθούμε στον κόσμο για να ταλαιπωρούμαστε – αυτό είναι δικό μας «κατόρθωμα» λόγω της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας που κάνει πέρα τον Θεό μας – αλλά για να χαιρόμαστε και να απολαμβάνουμε τη ζωή μας. Σωστά όμως! Που θα πει με ανοικτά τα μάτια για να την βλέπουμε σε σχέση με Εκείνον και εν υπακοή προς Αυτόν, συνεπώς να λειτουργεί ως δοξολογία και ευχαριστία απέναντί Του. Για τον άγιο Ιωάννη με άλλα λόγια το «Δόξα Σοι ὁ Θεός» αποτελεί την επωδό για κάθε διάσταση της ζωής ενός πιστού. Και σε προχωρημένα στάδια∙ και γι’ αυτήν τη διάσταση του Πάθους και των δοκιμασιών. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Να ζούμε διαρκώς την παρουσία του Χριστού σε κάθε βήμα της ζωής μας∙ να είμαστε ευγνώμονες απέναντί Του για την ύπαρξή μας και για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας∙ να είμαστε προσανατολισμένοι στην αληθινή πατρίδα, συνεπώς με ετοιμότητα φυγής από το εδώ προς το εκεί: η συνοπτική προτροπή του αγίου Ιωάννη, ο οποίος επειδή ζούσε, καθώς είπαμε, αυτά που έλεγε παρουσιαζόταν εν χάριτι με το αληθινό του πρόσωπο: ως ένας άλλος Χριστό στον κόσμο.

(Και παρενθετικά ας προσθέσουμε κι ένα άλλο απόσπασμά του που έρχεται να ρίξει περισσότερο φως στον σχολιασθέντα λόγο του: «Γιατί να κοιτάζουμε το μέλλον; «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6:34). Ας παραδοθούμε σαν παιδιά στον Ουράνιο Πατέρα μας. «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε» (Α´ Κορ. 10:13). Με τις υποψίες βασανίζεις μόνο τον εαυτό σου και δεν εξυπηρετείς τον σκοπό που έταξες. Βλάπτεις ακόμη και τον εαυτό σου με το να φαντάζεσαι εκ των προτέρων ότι υπάρχει κακό εκεί όπου πιθανόν δεν υπάρχει τίποτε. Εφόσον εμείς δεν κάνουμε κακό σε κανένα, ας μας κάνουν οι άλλοι, αν το επιτρέπει αυτό ο Θεός»).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των Αποστόλων, δεύτερος μετά τον Εύοδο επίσκοπος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, μαθητής του Ιωάννου του Θεολόγου μαζί με τον επίσκοπο της Εκκλησίας των Σμυρναίων Πολύκαρπο. Οδηγήθηκε στον βασιλιά Τραϊανό, όταν αυτός διάβαινε προς τους Πάρθους. Κι αφού ο βασιλιάς συζήτησε επ’ αρκετόν μαζί του και διεπίστωσε το αμετάθετο της πίστεώς του στον Χριστό, αμέσως έδωσε εντολή να τον κτυπήσουν με μολύβδινες σφαίρες. Κι αφού του άπλωσαν τα χέρια, του έβαλαν φωτιά. Του έφλεξαν στη συνέχεια τις πλευρές με αναμμένα ξύλα βουτηγμένα στο λάδι, τον έβαλαν να σταθεί πάνω σε άνθρακες, του χάραξαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Επειδή όμως υπερίσχυσε σε όλα αυτά, στάλθηκε δεμένος με συνοδεία δέκα στρατιωτών στη Ρώμη, για να γίνει τροφή των θηρίων. Αφού οδηγήθηκε στη Ρώμη και στήριξε κατά την πορεία του τις Εκκλησίες των πόλεων από τις οποίες  διερχόταν, προσευχήθηκε να φαγωθεί από τα θηρία, ώστε, όπως έλεγε, να γίνω καθαρός άρτος στον Θεό. Γι’ αυτό, όταν ρίχτηκε στο αμφιθέατρο, κατασπαράχθηκε από τα λιοντάρια που τα άφησαν να επιπέσουν εναντίον του, αφήνοντας από αυτόν μόνον τα παχύτερα από τα οστά του, τα οποία μαζεύτηκαν και μεταφέρθηκαν στην Αντιόχεια. Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν ο μακάριος εκείνος, τον οποίο, όταν ακόμη ήταν νήπιο, λένε ότι τον αγκάλιασε ο Δεσπότης Χριστός και είπε: Εάν κανείς δεν ταπεινώσει τον εαυτό του σαν το παιδί αυτό, δεν πρόκειται να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Και όποιος δεχθεί ένα από τα παιδιά αυτά στο όνομά μου, εμένα δέχεται. Για τον λόγο αυτό κλήθηκε και Θεοφόρος. Αυτόν τίμησε με εγκώμια και ο άγιος πατέρας μας Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία».

Δεν θα σταθούμε στις όντως εκ φωτός Θεού ποιητικές συλλήψεις του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Ανδρέου Κρήτης για τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Δεν θα επιμείνουμε δηλαδή στη σύνδεση που επιχειρεί να κάνει μεταξύ Χριστουγέννων και εορτής του αγίου («η φωτοφόρος ημέρα των λαμπρών αγώνων σου προκηρύσσει σε όλους αυτόν που γεννήθηκε από Παρθένο. Διότι διψώντας να απολαύσεις πάρα πολύ τον Κύριο από πόθο, έσπευσες να φαγωθείς από τα θηρία»), ούτε στον παραλληλισμό που επιχειρεί μεταξύ αυτού και του πατριάρχη Αβραάμ, θέλοντας να τονίσει το μέγεθος της θυσίας του και βρίσκοντας και πάλι ευκαιρία να αναφερθεί στο γεγονός της Γέννησης του Χριστού («Ο Αβραάμ κάποτε θυσίαζε τον υιό του Ισαάκ, προτυπώνοντας έτσι τη σφαγή Αυτού που κατέχει τα πάντα και σπεύδει τώρα να γεννηθεί σε σπήλαιο∙ κι εσύ, θεόφρον, πρόσφερες όλον τον εαυτό σου σαν σφάγιο στον Κτίστη σου»). Ούτε όμως ακόμη θα αναφερθούμε στη σπουδαία αφαιρετικής μορφής έμπνευσή του, να δει αφενός ως δημίους του αγίου  τα σιαγόνια των λιονταριών, αφετέρου ως τάφο του τα σπλάχνα και τα στομάχια εκείνων: «Τα δόντια των θηρίων, λέγει, ας γίνουν για μένα ξίφη και ρομφαίες και σφαγές, ενώ τάφος μου ας είναι τα σπλάχνα των λιονταριών».

Εκείνο που κυρίως αξίζει να τονίσει κανείς περισσότερο από την κατά Χριστόν πολιτεία του αγίου Ιγνατίου είναι ό,τι ο άγιος Ανδρέας Κρήτης σημειώνει, θέλοντας να δείξει τη διπλή διάσταση του έργου του και συνεπώς την προσφορά του στην Εκκλησία: το μαρτύριο και την ποιμαντική του. «Ας υμνηθεί ο Ιγνάτιος, ο μέγας Ιερέας, με διπλό στεφάνι: ως μάρτυρας και ως Ποιμένας». Γιατί η επικέντρωση κυρίως στο μαρτύριο και την ποιμαντική του; Διότι αφενός ήταν εκείνος ο αποστολικός πατέρας που θεολόγησε περί του μαρτυρίου, ως γεγονότος που αποτελεί απάντηση αγάπης και έρωτος στην αγάπη και τον έρωτα του ίδιου του εν Χριστώ Θεού μας, όπως μαρτυρεί ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Πρώτα μας αγάπησε ο Χριστός, Αυτός πρώτα θυσιάστηκε για εμάς, και εμείς έπειτα με τη δύναμη Εκείνου μπορούμε και Τον αγαπάμε, κι ακόμη και  θυσιαζόμαστε για Εκείνον.

Ο τονισμός της αγάπης προς τον Χριστό ως θερμού έρωτα προς Εκείνον αποτελεί τον πυρήνα της εν Χριστώ ύπαρξης του αγίου Ιγνατίου. Δεν μιλάμε για μία απλή στροφή του νου και της καρδιάς προς Εκείνον. Δεν μιλάμε για μία συμπάθεια. Τέτοιες καταστάσεις θεωρούνται τα πρώτα σκαλοπάτια, που υποβαθμίζουν πολύ  αυτό που ένιωθε ο άγιος Ιγνάτιος. Η αγάπη του προς τον Χριστό, κυριολεκτικά φωτιά πυρακτωμένη στο έπακρον,  μπορεί να παραλληλισθεί μόνον με τα ανάλογα αισθήματα και τις πνευματικές εμπειρίες των αποστόλων Ιωάννου και Παύλου.  Δεν είναι τυχαίο ότι τον χαρακτήρισαν συνεχιστή των δύο αυτών μεγάλων αποστόλων, που ζούσαν  σε σχέση ταύτισης με τον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο άγιος υμνογράφος δεν παύει να εξυμνεί, στο μεγαλύτερο τμήμα της ακολουθίας που συνέθεσε,  ακριβώς αυτόν τον θερμό έρωτα του αγίου προς τον Κύριο.

  «Ιερώτατε Ιγνάτιε, συ που πληγώθηκες από την τέλεια αγάπη, όταν ο φλογισμένος έρωτας σού κατέφλεγε την ψυχή, βιάζοντάς σε να πορευτείς, Πάτερ, προς τον Δεσπότη Κύριο»∙ «Φλογισμένος στο πνεύμα πάντοτε, ο ιερομάρτυς Ιγνάτιος, έκραζε με πόθο, μέσα στους κινδύνους: Με χαρά καταδιώκω τον Χριστό, είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό. Δεν ζω πια εγώ, αλλά, λέγει, ζει μέσα μου αποκλειστικά ο Χριστός»∙ «Σπεύδω να γίνω μαθητής του Χριστού. Μόνο τον Χριστό επιθυμώ. Διότι όλος ανήκω σ’ Αυτόν, φώναζες αθλητή. Αυτός είναι η επιδίωξή μου, Αυτόν βιάζομαι να φθάσω. Και γι’ αυτό τη φωτιά και το ξίφος και τα θηρία, όλα τα υπομένω, προκειμένου να συναντηθώ μαζί Του».

Κι εκτός από το μαρτύριο ο άγιος Ανδρέας Κρήτης τονίζει αφετέρου την ποιμαντική του ιερομάρτυρα Ιγνατίου. Ο άγιος Ιγνάτιος υπήρξε ο ποιμένας που ακριβώς θεολόγησε προς χάρη του ποιμνίου του. Και βεβαίως ήταν αληθινός ποιμένας, γιατί αυτό που δίδασκε πρώτα το ζούσε, φτάνοντας στο σημείο και της θυσίας του εαυτού του προς χάρη του Χριστού και των πιστών του. Κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Κι αυτήν τη θυσιαστική αγάπη του την βλέπουμε αποτυπωμένη στις εξαίσιες και Καινοδιαθηκικού ύψους επιστολές του. Με τις επιστολές που άφησε ο άγιος ιερομάρτυρας, καρπός των τελευταίων ημερών του, στην πορεία του προς τη Ρώμη και το μαρτύριό του, καταθέτει την ίδια την ψυχή του και το βάθος της αγάπης του προς τον Χριστό, όπως είπαμε, και τους εν Χριστώ αδελφούς του. Σ’ αυτές βλέπουμε τον αληθινό μέγα ιερέα Ιγνάτιο, να ιερουργεί τον ίδιο τον εαυτό του, προσφέροντάς τον θυσία στον Χριστό. Σαν το σιτάρι που αλεσμένο από τα δόντια των θηρίων και φλογισμένο στη φωτιά της αγάπης κατατίθεται ως καθαρός άρτος ενώπιον του Χριστού. «Είμαι σιτάρι του Δημιουργού Θεού και με τα δόντια των θηρίων πρέπει να αλεστώ οπωσδήποτε, προκειμένου να φανώ στον Λόγο Χριστό, τον Θεό μας, καθαρότατος άρτος».

Δεν είναι όμως οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου μνημείο μόνο της αγάπης του προς τον Χριστό. Μέσα σ’ αυτές περιέχονται και οι απόψεις του που στήριξαν την Εκκλησία σε εποχή που κινδύνευε αυτή από διαφόρους αρνητές της. «Μιμούμενος  τους κινδύνους που πέρασε στα διάφορα μέρη ο Παύλος, Ιγνάτιε, και όντας δέσμιος, δεν σταμάτησες καθόλου να στηρίζεις με πυκνά γράμματα τις Εκκλησίες του Χριστού». «Δεν έπαυσες και δέσμιος ακόμη να στηρίζεις τις Εκκλησίες, στέλνοντας επιστολές, από κάθε πόλη που περνούσες, σε όλους τους ιεράρχες του Χριστού, και λέγοντάς τους να έχουν θάρρος». Ο άγιος Ανδρέας βεβαίως λόγω της φύσεως του έργου του: να εγκωμιάσει τον άγιο Ιγνάτιο, δεν προσδιορίζει, πέραν της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό, και τις άλλες αλήθειες και προτροπές του. Κι αυτά που τόνιζε,  πράγματι ήταν στηριγμός που έσωσαν την Εκκλησία από τους κινδύνους των αιρετικών: τη θέση του επισκόπου, ως ορατού κέντρου της Εκκλησίας, την ενότητα επομένως αυτής που υπάρχει από τον επέχοντα θέση Χριστού επίσκοπο, τη συμμετοχή στη μία Θεία Ευχαριστία, την οποία τελεί σε κάθε τόπο ο Επίσκοπος. Η θεολογία του αγίου Ιγνατίου, η πρώτη σοβαρή μετά τους Αποστόλους θεολογία της Εκκλησίας, είναι όντως μεγαλειώδης. Ο άγιος υμνογράφος όμως είπαμε, γνώστης της θεολογίας αυτής, δεν έχει την «πολυτέλεια» να την προσφέρει ως ύμνο στο πλήρωμα των πιστών. Του αρκεί, και αρκεί και σε εμάς βεβαίως, η θερμότητα που εισπράττουμε από τον Θεοφόρο άγιο, ιερομάρτυρα Ιγνάτιο. (Είναι τυχαίο άραγε ότι και το ίδιο το όνομά του: Ιγνάτιος προέρχεται από το λατινικό ignis, που σημαίνει φωτιά;) Ο έρωτάς του για τον Χριστό άλλωστε ήταν τέτοιος, που επικάλυπτε και επικαλύπτει τα πάντα.

19 Δεκεμβρίου 2023

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

 

«Ἡ Παρθένος σήμερον, τόν προαιώνιον Λόγον, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως. Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα, δόξασον μετά Ἀγγέλων καί τῶν Ποιμένων, βουληθέντα ἐποφθῆναι, παιδίον νέον, τόν πρό αἰώνων Θεόν». ( Προεόρτιο κοντάκιο σέ ἦχο γ΄).

(Ἡ Παρθένος Κόρη σήμερα, ἔρχεται νά γεννήσει μέ τρόπο ἀνέκφραστο τόν προαιώνιο Λόγο του Θεού μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο. Ξεκίνα χορό ὅλη ἡ οἰκουμένη τώρα πού τ’ ἄκουσες, δοξολόγησε μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί τούς βοσκούς τόν προαιώνιο Θεό που θέλησε νά φανερωθεῖ στόν κόσμο σάν ἕνα μικρό βρέφος).

Σχεδόν ἕνα μήνα τώρα ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προετοιμάζει γιά τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων. Δέν εἶναι μόνον ἡ σαρανταήμερη νηστεία, δέν εἶναι μόνον οἱ καθημερινές λειτουργίες, εἶναι κυρίως τό περιεχόμενο τοῦ λόγου της μέσα ἀπό τήν ὑμνολογία πού μᾶς ἀνοίγει τά μάτια γιά τό ὑπερφυές γεγονός τῆς Γέννας τοῦ Θεοῦ μας ὡς ἀνθρώπου στόν κόσμο τοῦτο. Και μάλιστα τό προεόρτιο κοντάκιο τῶν Χριστουγέννων, κάθε Κυριακή ἐδῶ καί καιρό, μᾶς μηνοῦσε καί ἐξακολουθεῖ νά μᾶς μηνάει καί γιά τό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, ἀλλά καί γιά τόν τρόπο ὑποδοχῆς της. Καί τί μᾶς λέει; Ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ἄσαρκος ἀκόμη Θεός, «κλίνει οὐρανούς» καί ἔρχεται ἐπί τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος. Διάκονοι τοῦ παράδοξου αὐτοῦ μυστηρίου ἡ Παρθένος κόρη Μαριάμ, ἀλλά καί ἡ ἄλογη φύση στό «πρόσωπο» τοῦ σπηλαίου. Καί τώρα πού γίνεται γνωστό τό μυστήριο καλεῖται ὅλη ἡ οἰκουμένη, οἱ ἄγγελοι, οἱ ποιμένες τῆς Ἰουδαίας νά μετάσχουν σ’ αὐτό μέ τόν μόνο  τρόπο πού μπορεῖ νά σταθεῖ ἡ κτιστή φύση ἀπέναντι στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ: μέ τόν ἐνθουσιασμό τοῦ χοροῦ καί μέ τίς δοξολογικές φωνές – «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε». Ἀρκεῖ νά μή ξεχνᾶμε ὅτι δοξολογοῦμε τόν Θεό μέ τόν λόγο μας, όταν αὐτός ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἁγιασμένης ζωῆς μας, τῆς ζωῆς δηλαδή πού πορεύεται μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ - ὅ,τι μαρτυρεῖ ἡ ζωή τῆς Παναγίας καί ὅλων τῶν ἁγίων μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ

«Ο άγιος Βονιφάτιος ήταν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού, δούλος κάποιας γυναίκας συγκλητικής, ονόματι Αγλαΐδος, κόρης του ανθυπάτου της Ρώμης Ακακίου, και είχε παράνομες σχέσεις με την κυρία του. Ήταν μάλιστα μέθυσος, αλλά παράλληλα και ελεήμων και φιλόξενος, με μαλακή καρδιά  στις συμφορές των ανθρώπων και στις ικεσίες τους. Το ίδιο και η κυρία του ήταν ελεήμων και φιλομάρτυς. Κάποια ημέρα λοιπόν η Αγλαΐς είπε στον Βονιφάτιο: Πήγαινε στην Ανατολή, εκεί που μαρτυρούν οι άγιοι, και φέρε λείψανα μαρτύρων, ώστε να τα έχουμε για  βοήθεια και ψυχική σωτηρία. Ο Βονιφάτιος είπε γελώντας: Εάν φέρω το δικό μου λείψανο, θα το δεχτείς; Γέλασε κι αυτή κι αφού τον χαρακτήρισε μέθυσο, έπειτα τον νουθέτησε, του ευχήθηκε και τον έστειλε δίνοντάς του χρήματα. Ο Βονιφάτιος λοιπόν έφυγε μαζί με δώδεκα δούλους και πολύ χρυσάφι για την Κιλικία, εκεί που βασανίζονταν οι άγιοι, βρήκε αγίους άνδρες να αθλούνται στα μαρτύρια της πίστεως και καταφιλούσε τα δεσμά και τις πληγές τους. Παρακινήθηκε κι αυτός και πήγε ενώπιον του ηγεμόνα, ομολογώντας ότι και ο ίδιος είναι χριστιανός. Συνελήφθη αμέσως, οπότε τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω, και του έγδερναν τις σάρκες με σκληρότητα, του έμπηξαν έπειτα μυτερά καλάμια στα νύχια του, του έριξαν λιωμένο μολύβι στο στόμα του και τον έβαλαν με το κεφάλι μέσα σε καζάνι πίσσας που έβραζε. Σε όλα αυτά διέμεινε αβλαβής, ενώ πέθαναν πενήντα άνδρες από τους δημίους. Στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος, αλλά αντί για αίμα έρευσε γάλα, θαύμα που έκανε πενήντα άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν. Εν τω μεταξύ οι δούλοι που είχαν έλθει μαζί του από τη Ρώμη και που δεν είχαν μάθει τι είχε συμβεί, γιατί θεώρησαν ότι κατά τη συνήθειά του άργησε από την καταφυγή του στα καπηλειά και τις μέθες, μόλις έμαθαν από τους στρατιώτες τα επί μέρους βασανιστήρια που υπέμεινε μέχρι την τελείωσή του, βρήκαν το λείψανό του. Πρόσπεσαν τότε στον άγιο και ζήτησαν συγνώμη για όσα άσχημα σκέφτηκαν και είπαν γι’ αυτόν, οπότε στη συνέχεια αφού έδωσαν πεντακόσια νομίσματα αγόρασαν το σώμα του και το μετέφεραν στη Ρώμη. Η δε κυρία του Αγλαΐς, αφού της αποκαλύφθηκαν  όλα  από άγγελο Κυρίου, έτρεξε να τον  προϋπαντήσει και να τον υποδεχτεί. Τον τίμησε με λαμπρό τρόπο και τον κήδεψε μεγαλοπρεπώς, πεντακόσια στάδια έξω από την πόλη. Ύστερα  του ανήγειρε ναό στο όνομά του, στο μέσο της πόλεως, στο σπίτι της, και τον μετέφερε εκεί, όπου καθημερινά προχέει πηγές ιαμάτων. Και εκείνη έκτοτε έζησε όσια και θεάρεστα, και με την καλή αυτή πολιτεία της παρέδωσε το πνεύμα εν ειρήνη στον Θεό».

Παράδοξα αυτά που τελεσιουργούνται στη ζωή του αγίου Βονιφατίου.  Μέθυσος αυτός,  λάγνος, πόρνος και μοιχός μεταστρέφεται αιφνιδίως στην πίστη του Χριστού. Κι όχι μόνον αυτό: η μεταστροφή του συνοδεύεται με θαρραλέα ομολογία του Χριστού, τέτοια που τον οδηγεί στο να υποστεί  πάμπολλα μαρτύρια που είναι αδύνατο να υπομείνει ένας άνθρωπος, που μέχρι εκείνη την ώρα κυλιόταν στο βούρκο της φιληδονίας. Κι ακόμη περισσότερο: το μαρτύριό του φανερώνεται ότι γίνεται αμέσως αποδεκτό από τον Κύριο κ α ι  με το γάλα που έρευσε αντί αίματος την ώρα της αποτομής της κεφαλής του κ α ι  με το τίμιο λείψανό του, που έκτοτε πρόχεε «πηγάς ιαμάτων» κατά το συναξάρι του. Πού είναι η συνήθης πορεία των μαρτύρων του Χριστού, που μέχρι να φτάσουν στο μαρτύριο είχαν κατηχηθεί στην πίστη και είχαν ενισχυθεί από εκείνους που θεωρούνταν οι «αλείπτες» τους; Πού είναι η επιφύλαξη όλων εκείνων που δεν επέτρεπαν το μαρτύριο υπέρ Χριστού, αν οι υποψήφιοι μάρτυρες δεν είχαν ετοιμαστεί γι’ αυτό, με πνευματικά αγωνίσματα, με εξομολόγηση, με συμμετοχή στη θεία ευχαριστία, κι αυτό με τον δικαιολογημένο φόβο μήπως καμφθούν μπροστά στα βάσανα; Στο μαρτύριο του αγίου Βονιφατίου έχουμε την ακύρωση όλων των «κανονικών» αυτών  προϋποθέσεων. Έχουμε μία άνωθεν επέμβαση, του ίδιου του Χριστού, που προκαλεί την αλλοίωση της καρδιάς του, ώστε διά μιας να φτάσει στο χαρισματικό σημείο του μαρτυρίου. «Φάνηκες ανώτερος από τα σαρκικά αμαρτωλά φρονήματα, με αλλοίωση που σου προκάλεσε ο Θεός, μάρτυς Βονιφάτιε, και υπέμεινες με χαρά κατά τρόπο μαζεμένο την προσβολή των βασάνων».

Κι όμως! Υπάρχει κάτι στην πρότερη αμαρτωλή ζωή του Βονιφατίου, που προφανώς αυτό υπήρξε η πρόκληση για την πλούσια ενέργεια της χάρης του Θεού: το φιλεύσπλαχνο του χαρακτήρα του. Να σημειώσουμε ακριβώς τα λόγια του συναξαρίου: «Ην δε και μέθυσος, αλλά και ελεήμων, και φιλόξενος και συμφοραίς ανθρώπων και ικεσίαις επικαμπτόμενος». Να το «μυστικό». Να αυτό που «έκαμψε» τον παντοδύναμο Κύριο: η θεοείδειά του λόγω της ελεήμονος καρδίας του. Το συμπέρασμα είναι προφανές: άνθρωπος ελεήμων, ακόμη και βουτηγμένος σε όλα τα σαρκικά πάθη κι αν είναι, δεν πρόκειται να χαθεί. Η χάρη του Θεού θα τον καλέσει, την ώρα που εκείνη θα κρίνει. Μέσα σε τέτοιον άνθρωπο λειτουργεί ο Θεός, έστω κι αν όλα εξωτερικά φαντάζουν ανάποδα και αμαρτωλά. Και το ξέρουμε και από άλλα ανάλογα περιστατικά της ζωή των αγίων μας. Η Ταϊσία η πόρνη για παράδειγμα. Βουτηγμένη και αυτή στα πάθη της ατιμίας. Κι όμως ελεήμων και φιλεύσπλαγχνος. Γι’ αυτό  κυνηγημένη από τη χάρη του Θεού. Γι’   αυτό αργότερα μετανοημένη και αγία και θαυματουργός. Ποιος μπορεί έτσι να βγάλει κρίσεις για τους συνανθρώπους του; Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να καυχηθεί για τη δική του ηθική ζωή; Και βεβαίως καταλαβαίνουμε έτσι ότι αν η ελεήμων καρδία, έστω και με το περίβλημα της σαρκολατρείας, φέρνει τόση χάρη από τον Θεό σε δεδομένη στιγμή, πόσο περισσότερη θα φέρει όταν είναι συνδυασμένη και με καλή και ενάρετη ζωή;

Δεν μπορούμε όμως να μη σημειώσουμε και το αυτονόητο: ο άγιος Βονιφάτιος βεβαίως οδηγήθηκε στο ύψος του μαρτυρίου και της αγιότητος λόγω της καλής καρδιάς του, όμως η αγάπη προς τον Θεό πυροδοτήθηκε, όταν είδε μπροστά του τα μαρτύρια των άλλων αγίων. Εκεί, στην έμπρακτη πίστη, τη μέχρι θυσίας, είδε την αλήθεια του Θεού και της χριστιανικής πίστεως. Και ζήλεψε τους μάρτυρες. Κι αυτό μεταξύ άλλων επισημαίνει και ο υμνογράφος: «Ζήλεψες με πρόθυμο λογισμό τους αγώνες των γενναίων αθλητών, ιερέ Βονιφάτιε, και άθλησες με σταθερότητα και νέκρωσες το φίδι με τους ζωηφόρους αγώνες σου».

Ο υμνογράφος του αγίου δεν μπορεί να μη θυμηθεί ότι ο Βονιφάτιος εορτάζεται λίγες ημέρες πριν από τα άγια Χριστούγεννα. Και ψάχνει και βρίσκει αφορμή να συνδέσει την εορτή του με το υπερφυές γεγονός της Γέννησης του Κυρίου. Και τη βρίσκει: από τη Δύση ορμήθηκε να πάει στην Ανατολή για να βρει λείψανα μαρτύρων. Σαν να ήταν η Ανατολή ένα αστέρι, που τον καθοδήγησε προς τον γεννηθέντα Χριστό. Όπως λοιπόν και οι εκ Περσίδος μάγοι καθοδηγήθηκαν από το αστέρι για να φτάσουν στον Χριστό, έτσι κι αυτός. Βρίσκει μάλιστα και την αντιστοιχία των δώρων. Χρυσό και λιβάνι και σμύρνα προσέφεραν οι μάγοι∙ πίστη, ελπίδα και αγάπη προσφέρει εκείνος, κι ακόμη περισσότερο: τον ίδιο του τον εαυτό -  το πιο καθαρό και άμωμο δώρο. «Όπως ο αστέρας της Ανατολής οδήγησε τους εκ Περσίας μάγους να προσκυνήσουν τον Χριστό που ευδόκησε να γεννηθεί σε σπήλαιο, και να Του προσφέρουν δώρα, λιβάνι και σμύρνα και χρυσάφι, έτσι και σένα, θείο κάλεσμα σε έφερε από Δυσμάς να προσκυνήσεις τον Χριστό και να Του προσφέρεις την Πίστη, την Αγάπη και την Ελπίδα. Γι’ αυτό πρόσφερες στον Χριστό σαν άμωμο και καθαρό δώρο ολόκληρο τον εαυτό σου». Πράγματι, σημαντικότερο δώρο στον Χριστό για την ευλογία του ερχομού Του στον κόσμο από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού, και μάλιστα την εν μετανοία κατάθεση των αμαρτιών μας, δεν υπάρχει.

16 Δεκεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ (ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ)

 

«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καί ἐκάλεσε πολλούς (Λουκ. 14, 16)

Προσκεκλημένος ο Κύριος μαζί με άλλους σε τραπέζι που έκανε πλούσιος Φαρισαίος, βρήκε την ευκαιρία αφενός να διδάξει τους παρόντες Ιουδαίους στο να επικεντρώνουν στην ουσία του Νόμου και όχι στην τυπική κατανόησή του, μέσω θαύματος που πραγματοποίησε ημέρα Σάββατο σ’ έναν υδρωπικό, αφετέρου να ελέγξει τον εγωισμό τους, ο οποίος εκφραζόταν με την εκζήτηση από αυτούς «των πρωτοκλισιών», των πρώτων θέσεων στα τραπέζια, με παράλληλο αποκλεισμό από αυτά όλων των πτωχών και καταφρονεμένων συνανθρώπων τους. Ένας από τους συνδαιτημόνες εξέφρασε τότε την άποψη πόσο ωραίο θα ήταν το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, μαζί με τον Μεσσία και τους λοιπούς πατριάρχες του Ισραήλ. Και ο Κύριος απάντησε στην παρατήρηση με τη σημερινή παραβολή του μεγάλου Δείπνου. Η παραβολή λοιπόν αυτή συνιστά την απάντηση του Κυρίου σε κάτι που, κατά τους Ιουδαίους,  αναφέρεται στα έσχατα, εκεί που θα φανερωθεί η Βασιλεία του Θεού. «Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».

1. Εξαρχής λοιπόν είναι κατανοητό ότι η παραβολή του μεγάλου Δείπνου ερμηνεύεται μέσα σε εσχατολογικά λεγόμενα πλαίσια, σ’ εκείνα δηλαδή τα πλαίσια που φανερώνουν τη Βασιλεία του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού είναι ένα στρωμένο τραπέζι. Με τη μόνη διαφορά ότι ο μεν Ιουδαίος που έδωσε την αφορμή αποδεχόταν το τραπέζι αυτό της Βασιλείας με τρόπο υλιστικό, ο δε Κύριος το ανάγει στην αληθινή του διάσταση, δηλαδή ότι έχει πνευματικό χαρακτήρα. Έτσι ο άνθρωπος που παραθέτει το τραπέζι είναι ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος καλεί τους ανθρώπους να μετάσχουν σ’ αυτό, να ενταχθούν δηλαδή στη Βασιλεία Του, συνεπώς να μετάσχουν στη ζωή Του – η μετοχή στον ίδιο τον Θεό είναι η ζωή της Βασιλείας. Η αναφορά σε Δείπνο και όχι σε άριστο, δηλαδή όχι σε ένα απλό γεύμα, δεν είναι τυχαία. Για τους Ιουδαίους εκείνο που είχε βαρύνουσα σημασία, εκείνο που είχε επισημότητα ήταν το Δείπνο, το βραδινό δηλαδή γεύμα, συνεπώς η παρομοίωση της Βασιλείας με Δείπνο δείχνει και τη σημασία που αποδίδει ο ίδιος ο Θεός στην κλήση σ’ αυτό. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει περαιτέρω ότι η Βασιλεία του Θεού έχει χαρμόσυνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι άνθρωποι καλούνται να μετάσχουν σε κάτι που από τη φύση του έχει το στοιχείο της κοινωνίας και της χαράς: να φάνε και να πιούνε. Κι είναι ευνόητο: η κλήση του Θεού είναι πάντοτε κλήση χαράς, διότι ο Ίδιος είναι η πηγή της. Κλήση μετοχής σ’  Αυτόν σημαίνει ο άνθρωπος να κοινωνήσει τη χαρά Του, να φύγει συνεπώς από οτιδήποτε έχει το στοιχείο της θλίψης που φέρνει κάθε τι αμαρτωλό.

2. Στο Δείπνο λοιπόν της Βασιλείας ο Κύριος κάλεσε πολλούς. Όχι όλους σε πρώτη φάση, διότι μέσα στο σχέδιο του Θεού, στην οικονομία Του, πρώτα κλήθηκαν οι Ιουδαίοι – αυτοί που θεωρούνταν ο εκλεκτός λαός Του – και έπειτα όλοι οι άλλοι. Και μάλιστα στους πρώτους αυτούς υπήρξε μία διπλή πρόσκληση: μία αρχική, για να  προετοιμαστούν, και μία τελική, για να ανταποκριθούν όταν όλα θα ήταν έτοιμα. Η αρχική πρόσκληση πραγματοποιήθηκε με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που κατά καιρούς στέλνονταν από τον Θεό, προκειμένου να κηρύξουν μετάνοια και να προετοιμάσουν το έδαφος για τον ερχομό του Μεσσία, ενώ η τελική με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε ως ο Μεσσίας, που φανέρωνε στο πρόσωπό Του αυτήν την Βασιλεία. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η τελική πρόσκληση βρίσκει απροετοίμαστους τους επίσημους πρώτους προσκεκλημένους. Οι οποίοι με παιδαριώδεις δικαιολογίες – ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «προφάσεις εν αμαρτίαις» - αρνούνται την προσέλευσή τους, φανερώνοντας ότι η επιλογή και η προτεραιότητα της ζωής τους είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός από τη Βασιλεία του Θεού και το άγιο θέλημά Του.

3. Η απορριπτική στάση στην πρόσκληση του Κυρίου οδηγεί σε διπλή αντίδρασή Του: αφενός διαγράφει διαπαντός τη συμμετοχή των Ιουδαίων στο τραπέζι της Βασιλείας Του, εφόσον βεβαίως θα διατηρήσουν την ίδια στάση – «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» - αφετέρου επιταχύνει, θα λέγαμε, την κλήση στους απλούς και καταφρονεμένους Ιουδαίους, ώστε και αυτοί να μετάσχουν του Δείπνου, όπως και φέρνει σ’ αυτό και τους εκτός της πόλεως των Ιουδαίων, δηλαδή όλους τους εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κι αυτό φαίνεται να είναι το αρχικό θέλημα του Θεού, διότι ο πόθος Του είναι «ίνα γεμισθή ο οίκος Του». Με άλλα λόγια στη Βασιλεία του Θεού είναι προσκεκλημένοι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκουν ή τη φυλή και το έθνος τους. Ο Θεός βεβαίως αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και η χαρά Του είναι ακριβώς η συμμετοχή όλων των ανθρώπων σε Αυτόν – αυτό που κήρυσσαν έκτοτε και οι απόστολοι, σαν τον απόστολο Παύλο που διακήρυσσε: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ  ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ∙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού».

4. Το μεγάλο Δείπνο της παραβολής, ως το Δείπνο της Βασιλείας του Θεού, όπως είπαμε, στο οποίο οι άνθρωποι καλούνται να φάνε και πιούνε, παραπέμπει ασφαλώς σε αυτό που συνιστά τον πυρήνα της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Η ίδια η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού  είναι η επί γης φανέρωση της Βασιλείας αυτής. Αφού ο Ίδιος ο Κύριος φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού, δεν μπορεί παρά και η Εκκλησία, το σώμα Του, να βρίσκεται στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς αντιστοίχως κατανοείται και το τραπέζι της, η Θεία Ευχαριστία. Όλοι λοιπόν καλούνται σ’ αυτό το τραπέζι, να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του Υιού του Θεού ως ανθρώπου, για να γίνουν σύσσωμοι και σύναιμοι με Εκείνον και μέτοχοι της χαράς Του. Πόσοι όμως από τους χριστιανούς είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την κλήση αυτή; Το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», λεγόμενο από τον Κύριο διά χειλέων του ιερέως, συναντά ή απουσιάζοντα ώτα χριστιανών, ή κεκλεισμένα  τις περισσότερες φορές από «προφάσεις εν αμαρτίαις». Η παραβολή αυτή του Κυρίου δηλαδή βιώνεται και επιβεβαιώνεται καθημερινά, όπου υπάρχει Εκκλησία και όσο θα ζει με τον τρόπο του Χριστού. Και από την άποψη αυτή το «ερωτώ σε, έχε με παρητημένον» των αρνητών της πρόσκλησης του Δείπνου γίνεται έμπρακτη άρνηση και πρόφαση δικαιολογίας και από εμάς τους χριστιανούς, κάτι που σημαίνει ότι η στάση μας αυτή καθρεπτίζει και την εδώ –στον κόσμο τούτο σχέση μας με τον Χριστό, και την μελλοντική, αν συνεχίζουμε βεβαίως την ίδια τακτική. Τα λόγια πάντως του Κυρίου: «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» συνιστούν τη σαφή προειδοποίησή Του.

Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου λέγεται λίγες σχετικά ημέρες προ της εορτής των Χριστουγέννων. Η Εκκλησία μας επίτηδες την θέτει σ’ αυτό το χρονικό σημείο, για να δείξει ότι αν δεν γίνουμε κι εμείς έτοιμοι προς μετοχή στο τραπέζι της Βασιλείας Του, τη Θεία Ευχαριστία εν προκειμένω, δεν υπάρχει περίπτωση να εορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, ως γέννηση του Χριστού στις καρδιές μας. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι δεν αρκεί να καθίσει κανείς στο τραπέζι της Βασιλείας, αλλά να έχει και το κατάλληλο ένδυμα: την όσο το δυνατόν καθαρή ψυχή του, λουσμένη στα δάκρυα της μετανοίας του. Τότε πράγματι θα δει ότι όχι μόνο θα φάει και θα πιει τον προσφερόμενο «εκ του ουρανού καταβάντα άρτον», αλλά θα έχει και τον Ίδιο τον οικοδεσπότη να τον διακονεί, κατά την αψευδή διαβεβαίωση του Κυρίου: «περιζώσεται και  ανακλινεί αυτούς και παρελθών διακονήσει αυτοίς».