22 Μαρτίου 2024

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ

 


Α΄ Στάση Χαιρετισμών

      ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δομή του Κοντακίου

Οι 24 «οίκοι» σχηματίζουν αλφαβητική ακροστιχίδα και έχουν εφύμνιο οι μεν περιττοί «Χαίρε, Νύμφη, ανύμφευτε», οι δε άρτιοι «Αλληλούια». Από αυτούς οι 12 αναφέρονται στον Κύριο και τελειώνουν με το «Αλληλούια» = Αινείτε τον Θεό. Οι άλλοι 12 οίκοι αναφέρονται στη Θεοτόκο και τελειώνουν με το «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε». «Εφύμνιο» λέγεται η τελευταία φράση του ύμνου που επαναλαμβάνει ο λαός.

Μέσα στους 72 στίχους συναντούμε 144 χαιρετισμούς στη Θεοτόκο: «Χαίρε, της εκκλησίας ο ασάλευτος Πύργος, Χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος, Χαίρε δι’ ης εγείρονται τρόπαια, Χαίρε, δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι…». Από τη λέξη ΧΑΙΡΕ ονομάστηκαν και Χαιρετισμοί.

Ο Ύμνος διακρίνεται σε δύο ενότητες:

Α) Α-Μ, που αποτελεί το ιστορικό τμήμα (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, σύλληψη Χριστού από την Παναγία, επίσκεψη της Θεοτόκου στην Ελισάβετ, ανησυχία Ιωσήφ, επίσκεψη ποιμένων και μάγων στο νεογέννητο Χριστό, επιστροφή Μάγων, φυγή στην Αίγυπτο, Υπαπαντή), και

Β) Ν-Ω, που αποτελεί το δογματικό-θεολογικό τμήμα (άσπορος σύλληψη, θεότητα και ανθρωπότητα του Χριστού, σωτηρία του ανθρώπινου γένους με τη θυσία του Ιησού, θέωση των ανθρώπων, θεομητορικής αξίας της Θεοτόκου κ.ά.) χωρίς όμως να λείπουν από κάθε ενότητα και στοιχεία της άλλης.

ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τό, Χαῖρε. καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε, ἐξίστατο, καὶ ἵστατο κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα·

Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.

Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.

Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον, καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.

Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.

Χαῖρε, ἀστήρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον· χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.

Χαῖρε, δι᾿ ἧς νεουργεῖται  κτίσις· χαῖρε, δι᾿ ἧς βρεφουργεῖται  Κτίστης.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ἄγγελος ποὺ ἦταν πρῶτος μεταξὺ τῶν ἀγγέλων, στάλθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ πεῖ στὴ Θεοτόκο τὸ χαῖρε. καὶ μὲ τὴν ἀσώματή του φωνή, βλέποντάς σε Κύριε νὰ παίρνεις σῶμα (νὰ γίνεσαι ἄνθρωπος), ἐκπλησσόταν καὶ στεκόταν φωνάζοντας πρὸς αὐτὴν αὐτὰ τὰ λόγια·

Χαῖρε ἐσὺ ἀπ᾿ τὴν ὁποία θὰ λάμψει  χαρά· χαῖρε ἐσὺ ποὺ γιὰ χάρη σου θὰ σβήσει  κατάρα.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ἔκανεςνὰ σηκωθεῖ  πεσμένος Ἀδάμ· 

χαῖρε ἐσὺ ποὺ ἔγινες  λύτρωση τῶν δακρύων τῆς Εὔας.

Χαῖρε ὕψος στὸ ὁποῖο δύσκολα μποροῦν νὰ φθάσουν οἱ ἀνθρώπινοι λογισμοί· χαῖρε βάθος ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ κατοπτεύσουν καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοί.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ἔγινες  θρόνος τοῦ Βασιλιᾶ (Χριστοῦ)· χαῖρε γιατὶ βαστάζεις (στὴν ἀγκάλη σου) Ἐκεῖνον ποὺ βαστάζει τὰ πάντα.

Χαῖρε ἀστέρι ποὺ προμηνύεις τὸν Ἥλιο, χαῖρε κοιλία τῆς θεϊκῆς (τοῦ Λόγου) σαρκώσεως.

Χαῖρε ἐσὺ μὲ τὴν ὁποία γίνεται καινούργια  κτίση· χαῖρε ἐσὺ μὲ τὴν ὁποία γίνεται βρέφος  Κτίστης.

Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

ΛΞ: πρωτοστάτης: πρώτος σε τάξη, επέμφθη: στάλθηκε, εξίστατο: έμενε εκστατικός, εκλάμψει: θα λάμψει, αρά: κατάρα, εκλείψει: θα σβήσει, ανάκλησις: ανόρθωση, δυσανάβατον: που δύσκολα το φθάνει, εμφαίνων: προμηνύει, νεουργείται: ανακαινίζεται.

 

Βλέπουσα ἡ Ἁγία, ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως· Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς, δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται· ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις; κράζων· Ἀλληλούϊα.

Γνωρίζοντας τὴν ἁγνότητά της ἡ Παναγία λέγει στὸν Γαβριὴλ μὲ θάρρος· Ὅσα παράδοξα ἀκούω ἀπὸ τὴ φωνή σου, εἶναι δύσκολο νὰ τὰ δεχτῶ στὴν ψυχὴ μου· πῶς μοῦ ἀναγγέλλεις κύηση, ἀφοῦ δὲν προηγήθηκε σύλληψη ἀπὸ ἀνθρώπινη σπορά; Κι ὅμως ἐσὺ τὸ λέγεις καὶ φωνάζεις δυνατά, Ἀλληλούϊα (αἰνεῖτε τὸν Θεό).

ΛΞ: φησί: λέει, θαρσαλέως: με θάρρος, δυσπαράδεκτόν μου: με δυσκολία γίνεται δεκτό


Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι, ἡ Παρθένος ζητοῦσα, ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα· Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν Υἱόν, πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι. Πρὸς ἣν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλὴν κραυγάζων οὕτω·

Χαῖρε, βουλῆς ἀποῤῥήτου μύστις· χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.

Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον· χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.

Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός· χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανόν.

Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα· χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.

Χαῖρε, τὸ Φῶς ἀῤῥήτως γεννήσασα· χαῖρε, τὸ πῶς, μηδένα διδάξασα.

Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν· χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Θέλοντας ἡ Παρθένος νὰ γνωρίσει τὸ ἄγνωστο αὐτὸ μυστήριο, εἶπε δυνατὰ πρὸς τὸν λειτουργὸ Ἄγγελο· πές μου, ἀπὸ σῶμα ἁγνὸ (παρθενικὸ) πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ γιός; Κι ἐκεῖνος τότε εἶπε πρὸς αὐτὴ μὲ φόβο, φωνάζοντας αὐτὰ τὰ λόγια·

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ γνωρίζεις τὴν ἀπόρρητη βουλὴ τοῦ Θεοῦ· χαῖρε ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ πίστη ἐκείνων ποὺ προσεγγίζονται μὲ τὴ σιγή.

Χαῖρε ἐσύ, ἡ ἀρχὴ τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ. Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ἀποτελεῖς τὸ κεφάλαιο στὸ ὁποῖο στηρίζονται τὰ δόγματά Του.

Χαῖρε σκάλα ἐπουράνια μὲ τὴν ὁποία κατέβηκε  Θεός· χαῖρε γέφυρα ποὺ μεταφέρεις αὐτοὺς ποὺ ᾿ναι στὴ γῆ, στὸν οὐρανό.

Χαῖρε, τὸ πολυθρύλητο θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, χαῖρε τὸ πολυθρήνητο τραῦμα τῶν δαιμόνων.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ γέννησες μὲ τρόπο ἀνέκφραστο τὸ φῶς· χαῖρε ἐσὺ ποὺ σὲ κανέναν δὲν δίδαξες τὸ πῶς.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ξεπερνᾶς τὴ γνώση τῶν σοφῶν· χαῖρε ἐσὺ ποὺ διαφωτίζεις τὴ διάνοια τῶν πιστῶν.

Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

ΛΞ: γνώναι: να γνωρίσει, λαγόνων: σπλάχνων, τεχθήναι: να γεννηθεί, έφησεν: είπε, βουλής: θέλησης, απορρήτου: μυστικής, μύστης: μυημένη, μετάγουσα: που μεταφέρεις, αρρήτως: ανέκφραστα, καταυγάζουσα: φωτίζεις, φρένας: το νου.


Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ἐπεσκίασε τότε, πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμῳ· καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν, ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως· Ἀλληλούϊα.

Δύναμη τοῦ Ὑψίστου τότε ἐπισκίασε ἐκείνη ποὺ δὲ γνώρισε γάμο, ὥστε νὰ συλλάβει· καὶ τὴν εὔκαρπή της κοιλιὰ τὴν κατέστησε χωράφι εὐχάριστο γιὰ ὅσους θέλουν νὰ θερίσουν (νὰ βροῦν) τὴ σωτηρία τους καὶ οἱ ὁποῖοι ψάλλουν αὐτὰ τὰ λόγια, Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: νηδύν: κοιλιά, ως αγρόν: σαν αγρός, ηδύν: γλυκύ, υπέδειξεν: έδειξε, άπασι: σε όλους γενικά.

Ἔχουσα θεοδόχον,  Παρθένος τὴν μήτραν, ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ· τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε! καὶ ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·

Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα· χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα.

Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον· χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα.

Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν· χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.

Χαῖρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα· χαῖρε, παντὸς τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.

Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία· χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παῤῥησία.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ἔχουσα ἡ Παρθένος μὲς στὴ μήτρα της τὸν Θεό, ἔτρεξε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ. Τὸ βρέφος ἐκείνης (ὁ Ἰωάννης) μόλις κατάλαβε τὸν χαιρετισμό της σκίρτησε ἀπὸ χαρά· καὶ μὲ σκιρτήματα ἀντὶ γιὰ ὕμνους, φώναζε δυνατὰ πρὸς τὴ Θεοτόκο·

Χαῖρε κλῆμα ποὺ πρόβαλες τὸν ἀμάραντο βλαστό· χαῖρε κτῆμα ποὺ πρόσφερες τὸν ἄφθαρτο καρπό.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ γεώργησες τὸν φιλάνθρωπο γεωργό· χαῖρε ἐσὺ ποὺ φύτρωσες τὸν φυτουργὸ τῆς ζωῆς (τὸ Χριστό).

Χαῖρε γῆ ποὺ βλαστάνεις ἄφθονη εὐσπλαγχνία· χαῖρε τραπέζι ποὺ βαστάζεις πλούσιο τὸ ἔλεος.

Χαῖρε γιατὶ κάνεις νὰ ἀνθίσει λιβάδι πνευματικῆς ἀπόλαυσης· χαῖρε γιατὶ ἑτοιμάζεις λιμάνι (σωτηρίας) γιὰ τὶς ψυχές.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι θυμίαμα μεσιτείας δεκτὸ ἀπὸ τὸν Θεό, χαῖρε, ἐσὺ τοῦ κόσμου ὅλου ὁ ἐξιλασμός.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ ἀγαθὴ εὐδοκία (εὔνοια) τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, χαῖρε ἐσὺ ἡ παρρησία τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεό.

Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

ΛΞ: θεοδόχον: δέχτηκε τον Θεό, ανέδραμε: έσπευσε, επιγνόν: όταν κατάλαβε, άλμασι: με σκιρτήματα, ακηράτου: αφθάρτου, άρουρα: γη, ευθηνίαν: πλούσιο, ιλασμόν: έλεος, αναθάλλεις: ανθίζεις, λειμώνα: λιβάδι, τρυφής: ευφροσύνης, εξίλασμα: εξιλέωση, ευδοκία: εύνοια.


Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων, λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, πρὸς τὴν ἄγαμόν σε θεωρῶν, καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε· μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἔφη· Ἀλληλούϊα.

Ἔχοντας μέσα του ζάλη ἀπὸ λογισμοὺς ἀμφιβολίας, ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ ταράχτηκε, κι ἐνῶ σὲ θεωροῦσε ἄγαμη (Παρθένο), τώρα σὲ ὑποπτευόταν γιὰ παράνομες σχέσεις, Ἄμεμπτε· Σὰν πληροφορήθηκε ὅμως ὅτι ἡ σύλληψη προερχόταν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, φώναξε Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: κλεψίγαμον: μοιχό

                                                                                        π. Ελισσαίος Κ.

ΚΑΘΑΡΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

«Τό τῆς Νηστείας διάγγελμα, περιχαρῶς ὑποδεξώμεθα· εἰ γάρ ταύτην ὁ Προπάτωρ διεφυλάξατο, τήν τῆς Ἐδέμ ἔκπτωσιν οὐκ ἄν ὑπέστημεν· ὡραῖος ἦν εἰς ὅρασιν, καί καλός εἰς βρῶσιν, ὁ ἐμέ θανατώσας καρπός· μή συναρπασθῶμεν τοῖς βλεφάροις, μηδέ γλυκανθήτω ἡμῶν ὁ φάρυγξ, τοῖς τιμωμένοις βρώμασι μετά τήν μετάληψιν ἀτιμαζομένοις. Φύγωμεν τήν ἀκρασίαν, καί τοῖς μετά κόρου πάθεσι, μή ὑποβληθῶμεν· ἐνσημανθῶμεν τῷ Αἵματι, τοῦ ὑπέρ ἡμῶν ἀχθέντος εἰς θάνατον ἑκουσίως, καί οὐ μή θίγῃ ἡμῶν ὁ ὁλοθρευτής· καί φάγοιμεν Πάσχα, Χριστοῦ ἱερώτατον εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Ἀπόστιχα Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος πλ. δ΄).

(Ἄς ὑποδεχθοῦμε μέ χαρά τήν ἐξαγγελία τῆς Νηστείας. Γιατί ἄν  εἶχε διαφυλάξει αὐτήν ὁ Προπάτοράς μας Ἀδάμ, δέν θά εἴχαμε ὑποστεῖ τήν ἔξωση ἀπό τήν Ἐδέμ. Ἦταν ὡραῖος στήν ὅραση καί καλός γιά φάγωμα ὁ καρπός πού μέ θανάτωσε. Μήν ἀπατηθοῦμε λοιπόν ἀπό τά μάτια μας κι οὔτε νά εὐχαριστηθεῖ ἡδονικά ὁ φάρυγγάς μας ἀπό τά νόστιμα φαγητά πού μετά τή λήψη τους γίνονται ἀποβλητέα. Ἄς ἀποφύγουμε τήν ἔλλειψη τῆς ἐγκράτειας κι ἔτσι ἄς μή ὑποταχτοῦμε στά πάθη πού ἀκολουθοῦν τόν χορτασμό. Ἄς σφραγιστοῦμε ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πού ὁδηγήθηκε ἑκούσια στόν θάνατο γιά χάρη μας, καί δέν πρόκειται νά μᾶς θίξει ὁ ἐξολοθρευτής διάβολος. Κι ἄς εὐχηθοῦμε νά φᾶμε τό ἱερότατο Πάσχα τοῦ Χριστοῦ, γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μας).

Ἔχοντας ὡς τύπο καί προεικόνιση τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὁ ἱερός ὑμνογράφος τά γεγονότα τῆς Ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου, (ὅπου ἀφενός τό αἷμα τοῦ σφαγμένου ἀρνιοῦ, μέ τό ὁποῖο, κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἄλειψαν οἱ ὑπόδουλοι Ἑβραῖοι τούς παραστάτες τῶν θυρῶν τους, τούς γλίτωσε ἀπό τόν ἐξολοθρευτή ἄγγελο, κι ἀφετέρου ἡ τροφή τους τήν ἡμέρα τῆς Ἐξόδου τους: ἀρνί, πικρά χόρτα καί ἄζυμο ἄρτο – σύμβολα αὐτά εἰς ἀνάμνηση τῆς δουλείας τους – τούς δυνάμωσε γιά τήν πορεία τῆς ἐλευθερίας τους μέσω καί τῆς διάβασης τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας), εὔχεται νά φτάσουμε καί οἱ πιστοί στό δικό μας χριστιανικό πιά Πάσχα, τό ὁποῖο προϋποθέτει τή συσταύρωσή μας μέ τόν Κύριο καί τήν κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματός Του. Ἡ σφραγίδα μας μάλιστα ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατά τόν ὑμνογράφο μας ἐκεῖνο πού μᾶς κάνει νά ὑπερβαίνουμε τίς ὅποιες ἐπιρροές τοῦ ἀνθρωποκτόνου Πονηροῦ. Προκειμένου ὅμως νά ζήσουμε τό σωτήριο καί ἱερότατο Πάσχα οἱ πιστοί χριστιανοί – τή δική μας διάβαση διά τοῦ Χριστοῦ στή Βασιλεία Του -, ὑπενθυμίζει ὁ ποιητής τήν ἀναγκαιότητα καί πάλι τῆς νηστείας. Καί τό συντριπτικό ἐπιχείρημα πού φέρνει εἶναι ὅ,τι συνέβη μέ τούς Προπάτορές μας, οἱ ὁποῖοι καταστρατηγώντας τήν ἐντολή τῆς Νηστείας, μή ὑπακούοντας δηλαδή στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μή φᾶνε ἀπό τό συγκεκριμένο δέντρο πού τούς εἶχε ὑποδείξει, ἐξώσθησαν ἀπό τόν Παράδεισο καί ὁδηγήθηκαν σέ ὅλα ἐκεῖνα πού ἀποτέλεσαν πιά πάθη ἀτιμίας – κάτι πού ἔκτοτε διαιωνίζεται σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἐπιλέγει στή ζωή του τόν δρόμο τῆς ἀκρασίας.

21 Μαρτίου 2024

ΚΑΘΑΡΑ ΠΕΜΠΤΗ

«Ἀρετῶν Ἠλιού, προσεπιβάς ἅρματι θείῳ, τῇ νηστείᾳ λαμπρυνθείς ἀνεφέρετο, ἐπί τό ὕψος τό οὐράνιονΤοῦτον ζήλωσον, ταπεινή ψυχή μου καί νήστευσον, πάσης κακίας, καί φθόνου ἔριδος, καί τρυφῆς ἀπορρεούσης καί ἐνηδόνου· ὅπως ὀδύνην χαλεπήν ἐκφύγῃς διαιωνίζουσαν τῆς γεέννης ἐκβοῶσα τῷ Χριστῷ· Κύριε δόξα σοι» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπερινοῦ, ἦχος β΄).

( προφήτης Ἠλίας, ἀφοῦ ἀνέβηκε στό θεῖο ἅρμα τῶν ἀρετῶν κι ἔλαμψε ἀπό τή νηστεία, ὁδηγεῖτο στό ὕψος τοῦ οὐρανοῦΑὐτόν ζήλεψε, ταπεινή ψυχή μου, καί νήστεψε ἀπό κάθε κακία, κι ἀπό φθόνο καί ἔριδα, κι ἀπ’ τήν ἐνήδονη μαλθακότητα πού σέ κάνει νά χάνεις τόν ἑαυτό σου. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, φωνάζοντας στόν Χριστό: Κύριε, δόξα Σοι, θά ἀποφύγεις τήν αἰώνια τραγική ὀδύνη τῆς κόλασης).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος γιά μία ἀκόμη φορά μέ τρόπο ἤρεμο καί ταπεινό προτρέπει τόν ἑαυτό του – τύπο τοῦ κάθε πιστοῦ χριστιανοῦ - νά στραφεῖ «ζηλωτικά» στή φοβερά μεγάλη προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ναί μέν ἀνήκει στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ἐπαινεῖται ἐπανειλημμένως καί στήν Καινή ἀπό τόν Κύριο, τοῦ Ὁποίου θά προαναγγείλει τή Δευτέρα Παρουσία μέ μία δική του τότε ξεχωριστή ἀποστολή. Καί γιατί νά ζηλέψει τόν συγκεκριμένο προφήτη; Διότι ἦταν αὐτός πού ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε ν’ ἀποκτήσει τίς θεῖες ἀρετές καί νά ζήσει μέ τό φῶς τῆς νηστείας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ ὑμνογράφος θεωρεῖ ὡς παράδειγμα τόν προφήτη, γιατί δείχνει πολύ ἄμεσα τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν οὐρανό· τίς θεϊκές ἀρετές καί τή νηστεία. Χωρίς νά χρονοτριβεῖ ὅμως τονίζει τήν ἀληθινή ἔννοια τῆς νηστείας: εἶναι αὐτή πού περικόπτει τήν κακία, τόν φθόνο, τήν ἔχθρα, τή φιλόσαρκη στάση ζωῆς πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά χάνει κυριολεκτικά τόν ἑαυτό του καί τήν πίστη του. Ὁπότε ἡ ἀκολουθία τοῦ προφήτη ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τήν ὀδύνη τῆς κόλασης, ἐνῶ τοῦ δημιουργεῖ δοξολογική διάθεση ἀπέναντι στόν Κύριο.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Ιάκωβος ακολούθησε από μικρή ηλικία την ασκητική ζωή και καθάρισε την καρδιά του με τη νηστεία και τη λοιπή κακοπάθεια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τον εξέλεξε επίσκοπο. Ως επίσκοπος υπέμεινε πολλούς διωγμούς, γιατί πολεμούσε την πλάνη των εικονομάχων. Υπομένοντας τους διωγμούς και παλεύοντας με την πείνα και τη δίψα της εξορίας παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

Ο άγιος υμνογράφος Ιγνάτιος μένει έκθαμβος μπροστά στον ασκητή του Κυρίου όσιο Ιάκωβο. Διότι ενώ υπήρξε επίσκοπος της Εκκλησίας με σπουδαίο αγωνιστικό φρόνημα κατά της αιρέσεως της εικονομαχίας, η οποία αμφισβητούσε την ενανθρώπηση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, και μάλιστα παρέθεσε το πνεύμα του εξαιτίας των κόπων των διωγμών που υπέστη από τους εικονομάχους, όμως το κέντρο βάρους της βιοτής του βρισκόταν στην ασκητική του διαγωγή. Η άσκησή του ως ακολουθία των εντολών του Κυρίου, δηλαδή ζώντας ως εσταυρωμένος και αυτός για τα πάθη του, ήταν η μόνιμη προτεραιότητά του, είτε απαρχής της ζωής του είτε στην εξέλιξή του είτε και στην επισκοπική του διακονία. Ένας ασκητής επίσκοπος θα ήταν ο τίτλος που χαρακτήριζε τη ζωή του. «Σηκώνοντας τον σταυρό στους ώμους σου, όσιε πάτερ, ακολούθησες επακριβώς τον Σταυρωθέντα Κύριο και μονάζοντας με πάνσοφο τρόπο μείωσες τα πάθη σου με την εγκράτεια» (ωδή α΄). Ο όσιος Ιάκωβος δηλαδή είχε κατανοήσει βαθύτατα ότι ακριβώς αυτός ήταν ο σκοπός της χριστιανικής πίστεως: να ακολουθεί τον Χριστό, διότι δι’ Αυτού Μόνου μπορεί να γίνει μέτοχος των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος και να έχει ζωντανή σχέση με τον Θεό. «Έγινες σκεύος που χώρεσε τα χαρίσματα του Πνεύματος από μικρός στην ηλικία» σημειώνει και πάλι ο υμνογράφος, «και έτσι έγινες πολίτης και κληρονόμος της βασιλείας του Θεού, μακάριε Ιάκωβε» (ωδή α΄).

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι την ασκητική θυσιαστική του διαγωγή ο ποιητής Ιγνάτιος τη θεωρεί όχι μόνο ως προϋπόθεση για τους υπέρ της αληθείας αγώνες του αλλά και γι’ αυτήν τη διακονία του στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας. Πρόσφερε δηλαδή την αναίμακτη θυσία της θείας Λειτουργίας με τον τρόπο που θέλει ο Θεός και καθορίζει η Εκκλησία, διότι ο ίδιος βρισκόταν εσωτερικά στην ένταση του πνευματικού αγώνα όπου ο πιστός προσφέρεται ως θυσία στον Κύριο νεκρώνοντας την αμαρτία. Που σημαίνει: τότε η Θεία Λατρεία γίνεται ευάρεστη στον Θεό, όταν τη διακονούν άνθρωποι, κυρίως ο κληρικός αλλά και ο πιστός λαός, που «ματώνουν» στον αγώνα κατά της αμαρτίας. Δεν είναι τυχαίο επ’ αυτού ότι η εκκλησιαστική παράδοση καταγράφει περιπτώσεις κατά τις οποίες το Πνεύμα του Θεού «αργούσε» να κατέλθει προς μεταβολή των τιμίων δώρων, όταν στο θυσιαστήριο βρίσκονταν άνθρωποι βουτηγμένοι αμετανόητα στις αμαρτίες τους – το «αμετανόητα» φέρει το βάρος της φράσεως, διότι αμαρτωλοί έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι μας. «Ως καθαρό θύμα πρόσφερες τον εαυτό σου στον Κύριο με τη νέκρωση της αμαρτίας» εξηγεί ο άγιος υμνογράφος, «και έτσι ως Ιεράρχης που ζούσε κατά τον νόμο του Θεού πρόσφερες και τις αναίμακτες θυσίες σ’ Αυτόν» (ωδή γ΄).

Ο πνευματικός εσωτερικός αγώνας του οσίου Ιακώβου εκφραζόταν, μας λέει ο άγιος ποιητής, με τις άγρυπνες δεήσεις και προσευχές του στον Κύριο, με την εγκράτεια και τις νηστείες του, κατεξοχήν όμως με το κατά Θεόν πένθος του, τα αείρροα δάκρυά του, την αδιάκοπη εκζήτηση του πνεύματος της ταπεινοφροσύνης. Κι είναι τα στοιχεία αυτά που πράγματι αποδεικνύουν το πόσο φωτισμένος από τον Θεό ήταν ο όσιος και πόσο φως σκορπούσε και στην εποχή του αλλά και διαχρονικά σε όλους τους πιστούς της Εκκλησίας. Το ταπεινό φρόνημα δεν είναι αυτό που κυρίως τονίζει ο ίδιος ο Χριστός ως εκείνο που «μαγνητίζει» τη χάρη του Θεού; Το πένθος λόγω της επιγνώσεως της αμαρτίας δεν είναι εκείνο που φέρνει τα δάκρυα που καθαρίζουν την όποια βρομιά της ψυχής του ανθρώπου; «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν» και «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» βεβαιώνει ο λόγος του Θεού. Ο Ιγνάτιος μάς αποκαλύπτει: «Λουόμενος, παμμακάριστε, συνεχώς από τα ρεύματα των δακρύων, φάνηκες καθαρό δοχείο του Πνεύματος» (ωδή δ΄). «Με την πολλή εγκράτεια, με την εκτενή αγρυπνία, όσιε, με την προσευχή και την κακοπάθεια, ζήτησες τον Θεό, ο Οποίος σε μετέθεσε προς τις άνω μονές» (ωδή ε΄). Και με ένα λόγο: «Όσιε ιεράρχα, υπήρξες ταπεινός και μετριόφρων και συμπαθής στους ανθρώπους, ακέραιος ψυχικά και σώφρων» (ωδή δ΄).

20 Μαρτίου 2024

ΚΑΘΑΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ

 

ΚΑΘΑΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ (1)

«Συνήθειαν λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία ἕλκει με, εἰς παντελῆ ἀπώλειαν˙ ἀλλά σύ με ἐκ ταύτης λύτρωσαι τῷ Σταυρῷ σου, Οἰκτίρμον πολυέλεε» (ωδή γ΄ Τριωδίου).

(Πήρε ως αφορμή τη συνήθειά μου να αμαρτάνω η αμαρτία και γι’ αυτό με τραβάει σε ολοκληρωτική απώλεια. Αλλά Εσύ, Πολυέλεε Οικτίρμονα Κύριε, λύτρωσέ με από αυτήν με τον Σταυρό σου).

Τη δύναμη του Σταυρού του Κυρίου επικαλείται ο άγιος υμνογράφος, προκειμένου να τον λυτρώσει από την αμαρτία που τον έχει καθηλώσει και αδυνατεί να την ξεπεράσει. Και η αδυναμία του δεν έγκειται στο γεγονός ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις του – ο υμνογράφος γνωρίζει καλά ότι ο Κύριος διά του αγίου βαπτίσματος μάς ενσωμάτωσε στον εαυτό Του και μας μετάγγισε την παντοδυναμία Του, συνεπώς ο πιστός «πάντα ισχύει εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ» – αλλά στο γεγονός ότι η θέλησή του προσκλίνει ενηδόνως περισσότερο στα πάθη του παρά στην αγάπη του Κυρίου του. «Την αμαρτία μου αγαπώ περισσότερο», είναι σαν να κραυγάζει με δραματικό τρόπο ο ποιητής, κι απόδειξη η αδιάκοπη επανάληψή της. Η επανάληψη αυτή ασφαλώς καθιστά την αμαρτία στη ζωή του ανθρώπου άτρωτη και ανίκητη, γιατί τον έλκει με το άρμα της συνήθειας. Ποιος είναι εκείνος που όταν συνηθίσει κάτι μπορεί εύκολα έπειτα να απαλλαγεί από αυτό; Όπως σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ίδια η ανθρώπινη σοφία επισημαίνει «η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο» ή για να το πούμε με τον τρόπο του αγίου της Σαρακοστής μεγάλου Εφραίμ του Σύρου: «μη συνηθίζεις να ηττάσαι στον πνευματικό πόλεμο, γιατί η συνήθεια είναι δεύτερη φύση».

Ο ποιητής λοιπόν με επίγνωση, με διάθεση μετανοίας εξομολογείται τη χαλαρότητα στην πνευματική του ζωή, η οποία όμως τον οδηγεί σε φόβο και τρόμο! Γιατί βλέπει μπροστά του το αποτέλεσμά της: την απώλειά του ως αιώνια αποκοπή του από τον Θεό! – ό,τι έχει αποκαλύψει ο Κύριος: «Πλατεία η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν και πολλοί εισιν οι ευρίσκοντες αυτήν». Και τι κάνει; Προβαίνει στη μόνη σωτήρια κίνηση: τη στροφή προς τον Εσταυρωμένο Κύριο και την κατάθεση σ’ Αυτόν της αδυναμίας του. «Λύτρωσέ με, Κύριε λόγω της αγάπης Σου!» Είναι η κίνηση που διαφοροποιεί τον πιστό από τον άπιστο άνθρωπο. Και οι δύο αμαρτάνουν. Και οι δύο έλκονται πράγματι από τη δύναμη της συνήθειας. Αλλά ο μεν άπιστος έχοντας διαγράψει τον Χριστό από τη ζωή του μένει μόνος με τον εαυτό του, δηλαδή μόνος με την αδυναμία του και τον Πονηρό που τον δουλεύει χωρίς ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται. Ο πιστός όμως, έστω και με λιγοστή πίστη, ξέρει τον δρόμο: κραυγάζει προς «τον μόνον δυνάμενον σώζειν», σαν τον απόστολο Πέτρο όταν βούλιαζε στα κύματα της θάλασσας: «Κύριε, σώσον με»! Και πράγματι. Το κοίταγμα προς τον Εσταυρωμένο Χριστό είναι όραση λυτρωτική. Γιατί πάνω στον Σταυρό ο Κύριος «ήρε την αμαρτίαν του κόσμου», συνεπώς και την όποια αδυναμία και πονηρία μας. Και η στάση Του έτσι προς το αδύναμο πλάσμα Του είναι απείρως θερμότερη και από τη στάση της καρδιάς της μάνας προς το πληγωμένο παιδάκι της: η με σφοδρό πόθο συγκίνησή Του και η στοργική αγκαλιά Του.

Η εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας μας συμπληρώνει: όσο κάνουμε κι εμείς την κίνηση αυτή, να στρεφόμαστε πάντοτε προς τον Κύριο, ιδίως τις ώρες της πλήρους αδυναμίας μας, τόσο θα επιβεβαιώνουμε τη σωτήρια αγάπη Του και σε μας, κι ακόμη: τόσο θα συνηθίζουμε την πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία μας μαζί Του, που σημαίνει ότι θα έχουμε βρει τη μοναδική οδό διαγραφής της καταστρεπτικής συνήθειας της αμαρτίας. Γιατί η έλξη προς τον Χριστό είναι η μεγαλύτερη που υπάρχει στον κόσμο.  

ΚΑΘΑΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ (2)

«Νηστείᾳ τῶν λογισμῶν τά πάθη δεῦτε δουλώσωμεν, πνευματικαῖς ἑαυτούς πτέρυξι περιστείλαντες· ἵνα τήν τοῦ ἐχθροῦ κινουμένην ζάλην, κοῦφοι περάσαντες, ἄξιοι γενώμεθα, τῆς τοῦ Σταυροῦ προσκυνήσεως, τοῦ ὑπέρ τοῦ κόσμου σφαγέντος ἑκουσίως, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καί πνευματικῶς ἑορτάσωμεν, τήν ἐκ νεκρῶν τοῦ Σωτῆρος Ἀνάστασιν· ἐπ’ ὄρους ἀρθέντες, Μαθηταῖς συνδοξάσωμεν, τόν ἐξουσίαν λαβόντα πᾶσαν, Υἱόν ἐκ Πατρός, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, τόν φιλάνθρωπον» (Ἀπόστιχα Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος πλ. δ΄).

(Νηστεύοντας ἀπό τούς λογισμούς, ἐμπρός ἄς ὑποδουλώσουμε τά πάθη, συγκρατώντας τούς ἑαυτούς μας μέ πνευματικά φτερά· μέ σκοπό, ἀφοῦ περάσουμε εὔκολα κι ἀνάλαφρα τή ζάλη πού προκαλεῖ ἐναντίον μας ὁ ἐχθρός διάβολος, νά γίνουμε ἄξιοι νά προσκυνήσουμε τόν Σταυρό τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος σφαγιάστηκε μέ τή θέλησή Του χάριν τοῦ κόσμου, κι ἔτσι νά ἑορτάσουμε πνευματικά τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. Ὁπότε, πάνω στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κι ἐμεῖς, (ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος), νά δοξάσουμε μαζί μέ τούς Μαθητές Τόν φιλάνθρωπο Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἔλαβε κάθε ἐξουσία ἀπό τόν Πατέρα μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος εἶναι σαφέστατος: ὁ σκοπός τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι νά φθάσουμε νά προσκυνήσουμε τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου πού ἀποκαλύπτει τήν ἄπειρη ἀγάπη Του γιά τόν κόσμο, συνεπῶς νά ἑορτάσουμε πνευματικά καί τήν Ἀνάστασή Του, ἀφοῦ Σταυρός καί Ἀνάσταση συνθεωροῦνται πάντοτε στήν πίστη μας. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, μᾶς λέει, ἀληθινές προσκυνητές τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, θά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς νά Τόν δοξολογοῦμε μαζί μέ τούς ἀποστόλους καί κατά τήν ἀνάληψή Του, ἐννοώντας προφανῶς καί τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἐφεξῆς. Καί πάλι ὅμως, ὅπως συμβαίνει καί σέ ὅλους τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ὑμνογράφος ὅτι γιά τήν προοπτική αὐτή ὑπάρχουν προϋποθέσεις: ἡ καλλιέργεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία δίνει τά φτερά προκειμένου ὁ πιστός νά ἐλέγχει τόν ἑαυτό του καί νά ὑποτάσσει τά πάθη του, συνεπῶς καί νά ὑπερβαίνει κάθε ἐπιρροή τοῦ Πονηροῦ διαβόλου. Κύριο στοιχεῖο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ἴσως καί τό καθοριστικότερο, εἶναι ὁ ἔλεγχος τῶν λογισμῶν. Ἡ ποιότητα τῶν λογισμῶν μας φανερώνει τήν παρουσία ἤ ὄχι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή μας, γι’ αὐτό καί ὅλοι οἱ Πατέρες μας συμφωνοῦν πώς ἐκεῖ κατεξοχήν στοχεύει ἡ ὅποια νηστεία καί ἡ ὅποια ἄσκηση ἐπιτελοῦμε. Ἔλεγχος δέ τῶν λογισμῶν σημαίνει ὅτι ἀποκλείουμε κάθε πονηρή σκέψη ἤ εἰκόνα στόν νοῦ μας, διά τῆς ἀποφασιστικῆς καί ὁρμητικῆς ἐν ἀγάπῃ στροφῆς στούς καλούς καί ἀγαθούς λογισμούς, πού σημαίνει ἀγκίστρωμα σέ ὅ,τι ὁ Κύριος μᾶς ἄφησε ὡς ἐντολή.