06 Μαΐου 2024

ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ

 

«Χάριτι σοφισθεῖσα, Σοφία θεία, Σοφῶς ἤσκησας ἄρτι, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ». (Έγινες σοφή από τη χάρη του Θεού, θεία Σοφία, γι’ αυτό και ασκήθηκες τώρα με σοφό τρόπο στην Κλεισούρα).

«Η Οσία και θεοφόρος Μητέρα μας Σοφία, η ρακένδυτη, αλλά πνευματοφόρα Ασκήτρια της Κλεισούρας, γεννήθηκε στην Άρδασσα του Πόντου το 1883. Αφού ακολούθησε τον δρόμο των προσφύγων μετά την επιδρομή των Αγαρηνών κατά της γενέτειράς της και τη στέρηση του συζύγου και του τέκνου της, ήλθε στην Αναρράχη της Εορδαίας. Πόθησε την ασκητική ζωή, γι’ αυτό και έφτιαξε το πρώτο ασκηταριό της στη Μονή του Αγίου Μάρκου Φλωρίνης, όπου παρέμεινε  για δύο χρόνια. Με την προτροπή όμως της Κυρίας Θεοτόκου εγκαταστάθηκε στο δικό Της Μοναστήρι που βρισκόταν στην Κλεισούρα της Καστοριάς, όπου και αγωνίστηκε θεοφιλώς για σαρανταεπτά ολόκληρα έτη. Χωρίς να έχει κρεβάτι να αναπαύει το χοϊκό σαρκίο της, υπέμεινε το ψύχος του χειμώνα, καθισμένη κοντά στην εστία της αυλής της Μονής, απέναντι από τη Μεσημβρινή θύρα του Καθολικού, ατενίζοντας την ιλαρή μορφή της Θεοτόκου από το υπέρθυρό της. Λιτοδίαιτη και ρακένδυτη και μερικές φορές προσποιούμενη τη σαλή, πέρασε τον δρόμο της ζωής της, ενώ ασχολούμενη αδιάλειπτα με την καρδιακή προσευχή έφτασε σε επίπεδα θέωσης. Έλκυσε πλούσια τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος και αξιώθηκε του διορατικού αλλά και ιαματικού χαρίσματος. Ευχάριστη και καταδεκτική πάντοτε υποδεχόταν τους επισκέπτες της Μονής διδάσκοντάς τους τη μετάνοια και τη χρηστοήθεια. Προείδε το τέλος της και κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά την 6η Μαϊου 1974. Τα ιερά της λείψανα που ανακομίσθηκαν και ευωδίασαν βρίσκονται αποθησαυρισμένα στην Ιερά Μονή της Κλεισούρας, προσφέροντας στους πιστούς ιάματα. Κατετάγη στο αγιολόγιο της Εκκλησίας στις 4 Οκτωβρίου 2011».

Τι είναι εκείνο που έκανε μία απλή, απλούστατη γυναίκα, να ανέλθει στα νεώτερα χρόνια σε τόσο μεγάλη ύψη αγιότητας, ώστε με τα έκδηλα χαρίσματά της, την ευωδία των λειψάνων της, τη διόραση και θαυματουργία της, να ενταχθεί επισήμως στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας; Μήπως η παραπάνω και από  πολλούς μεγάλους ασκητές και ερημίτες σκληραγωγία και άσκησή της; Διότι και το συναξάρι και η ακολουθία της, ποίημα του γνωστού και σπουδαίου υμνογράφου Χαράλαμπου Μπούσια, τονίζουν πράγματι με πολλούς τρόπους τη μεγάλη άσκησή της που και μόνο να την ακούμε ή να τη διαβάζουμε λιποψυχούμε και δειλιάζουμε. Ήδη στο απολυτίκιό της σημειώνεται: «Ευαρέστησες τον Χριστό, πανσεβάσμια Σοφία, με την προσευχή, τη χαμευνία, τις πολλές στερήσεις, τις κακοπάθειες, τις νηστείες, τις αγρυπνίες».

Μήπως η άσκησή της στη σαλότητα, να προσποιείται δηλαδή την ανόητη και να λέει και να κάνει μερικές φορές μωρά και τρελά πράγματα;

Μήπως το γεγονός ότι άντεξε όχι μόνο τις κακουχίες, αλλά και την οδύνη της απώλειας του άνδρα της και του παιδιού της;

Ή μήπως το γεγονός ότι ευρισκόμενη στην Ιερά Μονή και έχοντας αποκτήσει φήμη πια αγίας έρχονταν οι πιστοί και τους νουθετούσε διδάσκοντάς τους την υπομονή και τις αρετές; «Πολλάν υπομονήν να εφτάτε!» ήταν η συνεχής προτροπή της.

Τίποτε από αυτά, ή μάλλον όλα αυτά, όταν ιδωθούν κάτω από το πρίσμα της εσωτερικής καρδιακής καταστάσεώς της: να είναι μέσα της ένας ναός του Θεού που ανέπεμπε αδιάκοπα δοξολογίες και ύμνους στον Κύριο και Θεό της. «Έκανες την καρδιά σου, θαυμαστή Σοφία, ευπρεπέστατο ναό του Θεού» (ωδή στ΄). Κι αυτό γιατί χωρίς τη θεώρησή της ως ναού του Θεού όλα τα παραπάνω μπορεί να «ηχήσουν» και μη χριστιανικά. Η σκληρή άσκηση για παράδειγμα: απαντάται, και σκληρότερη μάλιστα, και εκτός χριστιανισμού. Η σαλότητα: χωρίς τη βάση της αγίας ταπείνωσης, θεωρείται «εμπαιγμός διαβόλου». Η αντοχή στις κακουχίες και στην απώλεια αγαπημένων προσώπων: απαντάται ως υπομονή ακόμη και σε αθέους. Ή τέλος η νουθεσία των προσκυνητών: μπορεί να είναι έκφραση μίας κρυμμένης κενοδοξίας.

Λοιπόν, η αγία Σοφία ήταν ένας οίκος Κυρίου που τη λαμπρότητά του προβάλλει ο σεμνός υμνογράφος σε πολλούς ύμνους του, κυρίως όμως στο δοξαστικό του εσπερινού: «Έχοντας φόβο Θεού στην καρδιά σου, τον φόβο που δίνει αληθινή σοφία στους ανθρώπους, οδήγησες τα βήματά σου στην εκπλήρωση των θείων εντολών, Σοφία που είσαι σκεύος εκλογής του Θεού καθαρότατο. Διότι αφού αγάπησες πάνω από όλα τον Κύριο και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, κοπίαζες για χάρη ακριβώς του Κυρίου που έβλεπες νοερώς καθημερινά, ώστε να αρέσεις σ’ Αυτόν με τα λόγια και τις πράξεις. Κι αφού ευαρέστησες λοιπόν τον Θεό και τους ανθρώπους με την άσκησή σου και την παρηγοριά των λόγων σου, αξιώθηκες της αιώνιας χαράς των Ουρανών, την οποία αξίωσε να απολαύσουμε και εμείς που σε μακαρίζουμε».

Αν άγιασε η οσία Σοφία, η αμαθής στη μόρφωση των εγκοσμίων αλλά σοφότατη στα του Θεού, ήταν γιατί πίστεψε αληθινά στον Χριστό και προς Αυτόν στράφηκε ολοκληρωτικά με πόθο κι αγάπη. Κι αυτήν την αγάπη της στον Χριστό την εξέφρασε με τον μόνο τρόπο που λέει ο Κύριος: με την τήρηση των αγίων Του εντολών, δηλαδή κατεξοχήν με την ταπείνωση και την αγάπη προς τους συνανθρώπους της. Χωρίς καμία διακοπή μάλιστα: «καθημερινά έβλεπε τον Κύριο»! Η ίδια αλήθεια της αγιότητάς της μπορεί να εκφραστεί και με άλλον τρόπο: η Σοφία βρισκόταν πάντοτε σε ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Κυρίου, είχε δηλαδή με τη χάρη του Θεού αποκτήσει το φρόνημα Εκείνου, της Παναγίας και όλων των αγίων. Όπως μιλάει για το φρόνημα αυτό με μοναδικό τρόπο ο απόστολος Παύλος:  «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε και στον Κύριο Ιησού Χριστό:  Θεός ων έγινε άνθρωπος και ταπείνωσε τον εαυτό Του με τη μέχρι σταυρικού θανάτου υπακοή Του» (Πρβλ. Φιλ. 2, 5-8). Ο σοφός υμνογράφος της αγίας υμνολογεί το ταπεινό φρόνημά της εξαίροντας την απόλυτη Αβραμιαίου τύπου υπακοή της:  «Σοφία πανύμνητε, που είσαι το λαμπρό πρότυπο της ταπείνωσης, εγκατέλειψες το Μοναστήρι του αγίου Μάρκου στη Φλώρινα, γιατί έσπευσες να εφαρμόσεις το πάνσεπτο πρόσταγμα της Κυρίας των Ουρανών, κι έτσι ήλθες στη ένδοξη μάνδρα της Κλεισούρας» (στιχ. εσπ.).

Σοφία της Κλεισούρας: η ανατροπή της κοσμικής λογικής και νοοτροπίας, η «ομόζηλη των μεγάλων οσίων γυναικών του παρελθόντος» (λιτή), η προέκταση του Εσταυρωμένου Κυρίου, η ισχυρή πρέσβειρά μας στους Ουρανούς.  

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ο ΕΝ ΤΩ ΟΡΕΙ ΔΟΜΒΟΥ ΑΣΚΗΣΑΣ

 

«Ὁ ἅγιος μεταξύ τῶν ἁγίων καί διαπρεπής ὡς πρός τά θαύματά του ὅσιος Σεραφείμ γεννήθηκε το 1527 ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους σέ κάποιο χωριό τῆς ἐπαρχίας Λοκρίδας, πού ὀνομάζεται Ζέλι, ὅπου καί διδάχτηκε τά ἱερά γράμματα. Ἐπειδή ἦταν καλῆς φύσεως ἄνθρωπος καί μελετοῦσε μέ ἐπιμέλεια τά ἱερά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τούς βίους τῶν ἁγίων, αἰσθανόταν μέσα στήν καρδιά του θεῖο ἔρωτα πρός τόν μοναχικό βίο καί, ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐγκατέλειψε τούς γονεῖς του καί τούς συγγενεῖς καί πορεύτηκε πρός εὕρεση τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας πού ποθοῦσε. Ἀφοῦ γύρισε πολλούς τόπους, καί ἐρημικούς καί κατοικημένους, καί ἀγωνίστηκε μέ πολλούς ἀσκητικούς ἀγῶνες, λόγω τῶν ὁποίων ἔγινε ἄξιος νά λάβει ἀπό τόν Θεό καί τή χάρη νά ἐπιτελεῖ θαύματα, κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 6η Μαϊου 1602, στή Μονή πού φέρει τό ὄνομά του· τή Μονή αὐτήν ἔκτισε ὁ ἴδιος στή δυτική πλαγιά τοῦ Ἐλικῶνα, πού ὀνομάζεται Ντομποῦ ἤ Δοντοῦ, ὅπως καί ἀνήγειρε σ’ αὐτήν καί περικαλή σταυροπηγιακό ναό ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέχτηκε ἐκεῖ καί πολλούς ἐνάρετους μοναχούς πού ποθοῦσαν τήν ἔρημο καί ζητοῦσαν τήν ψυχική τους σωτηρία. Στή Μονή αὐτή, (στήν ὁποία ζώντας ἀκόμη ὁ ἅγιος Σεραφείμ δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό μέ τή θαυματουργική χάρη Του κι ἐκεῖ ζοῦν ἀκόμη καί τώρα μοναχοί πού διαπρέπουν στήν ἀρετή καί στήν ὁσιότητα τοῦ βίου), φυλάσσονται σάν ἱερό κειμήλιο τά ἅγια λείψανά του - ἀποδεδειγμένα μέ πατριαρχικά σιγίλλια καί βεβαιωμένα μέ θαύματα -, τῶν ὁποίων τήν ἰαματική χάρη πολλοί ἀπό πολλά μέρη καθημερινά τήν  λαμβάνουν καθώς τήν ἐπικαλοῦνται πρός δόξα Θεοῦ πού δοξάζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ἁγίους Του».   

«Βλάστημα τῆς Ἑλλάδος» ὁ ὅσιος Σεραφείμ,  μᾶς συγκαλεῖ σήμερα στή μνήμη του καί μᾶς παραθέτει πνευματικό τραπέζι. Ποιά τά ἐδέσματα τοῦ τραπεζιοῦ αὐτοῦ; Οἱ ἀρετές του, ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁ Χριστός τόν Ὁποῖο προβάλλει μέ τόν πιό ξεκάθαρο καί διαφανή τρόπο. Πού σημαίνει: τόν πλησιάζουμε καί νιώθουμε τόν Χριστό νά μᾶς ἀγκαλιάζει, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς κατακλύζει, τό ἄρωμα τῶν ἀρετῶν του νά μᾶς «σπάει» τή μύτη! Ὁ ὅσιος ἦταν καί εἶναι ἕνας «γνήσιος φίλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ», ὅπως κατεξοχήν βεβαίως ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι καί ὅσιοι. Κι ὁ ὑμνογράφος του ἔρχεται, μεταξύ πολλῶν ἄλλων προβολέων πού ρίχνει προκειμένου νά ἀναδείξει τό σπουδαῖο μέγεθος τῆς ὁσιότητάς του, νά μᾶς πεῖ: «Πληγώθηκες στήν ψυχή ἀπό τόν θεϊκό πόθο καί φωτίστηκες στή διάνοια ἀπό τό φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Πατέρα μας ὅσιε, ὁπότε σάν ἐλάφι διψασμένο, περιπολοῦσες στίς ἐρήμους καί βρῆκες τήν ἀείζωη πηγή. Γι’ αὐτό κι ἀφοῦ γέμισες ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό νάμα τῆς ἐγκράτειας, ἀναβλύζεις χωρίς σταματημό ἀπό τή σορό τῶν λειψάνων σου πηγές θαυμάτων σ’ αὐτούς πού τά προσεγγίζουν μέ πίστη. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς μαζευόμαστε στήν ἁγία μνήμη σου πνευματικά καί λέμε·  μή σταματήσεις  νά προσεύχεσαι ὑπέρ ἡμῶν πρός τόν Κύριο γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας» (δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ).

Τί ἐξαίσια ἡ εἰκόνα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνογράφος γιά νά ἀποδώσει τό ποιόν τῆς ἁγιότητας τοῦ Σεραφείμ! Ὁ ἅγιος τρέχει σάν διψασμένο ἐλάφι – μία εἰκόνα πού παραπέμπει στά ἁγιογραφικά καί στά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ψάχνει καί κυνηγάει νά βρεῖ τό πνευματικό νερό, τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ, γιατί γνώρισε αὐτήν τή χάρη, πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ του καί δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μέχρις ὅτου εὕρει τήν ἴδια τήν πηγή. Εἶναι γνωστή ἡ ἀλήθεια πώς μόνον ἐκεῖνος πού ἔχει δεχθεῖ τό βέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καί νά Τόν ἀναζητεῖ «ἄχρι θανάτου». Καί δέν ἡσυχάζει μέχρις ὅτου πράγματι Τόν συναντήσει πληρέστερα, κάτι πού αὐξάνει ἔτι πλέον τήν ἀναζήτησή Του. Τό νά βρεῖ κανείς τόν Χριστό σημαίνει ὅτι Τόν ἀναζητεῖ διαρκῶς (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης) – τί τέλος μπορεῖ νά ὑπάρξει στήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ! Ὁπότε ὁ ὅσιος Σεραφείμ, ἀφοῦ πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή καί φωτίστηκε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἤξερε ποιός εἶναι ὁ ἀδιάκοπος προσανατολισμός του! Εὑρισκόμενος ἔτσι στήν πορεία «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων» γινόταν καί ὁ ἴδιος μία ἄλλη πηγή, πού προχεόταν ἐν ἀγάπῃ στόν κόσμο ὅλον, εἴτε στή ζωή αὐτή εἴτε καί μετά τήν ὁσία του κοίμηση. Γι’ αὐτό καί τόν παρακαλοῦμε κι ἐμεῖς νά μή μᾶς  ξεχνάει στίς δεήσεις του πρός τόν Κύριο, πού θά πεῖ βεβαίως νά μήν ξεχνᾶμε ἐμεῖς νά τόν ἐπικαλούμαστε, ἀφοῦ ἐκείνου ἡ ἀγάπη εἶναι δεδομένη γιά ἐμᾶς.

ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΩΣ!

 

«Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς συνεχόμενοι δεδορκότες, πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» (ωδή ε΄ αναστασίμου κανόνος).

(Χριστέ, βλέποντας καθαρά την άπειρη ευσπλαχνία σου οι αλυσοδεμένοι του Άδη, έσπευδαν με γρήγορη και χαρούμενη περπατησιά προς το φως Σου, χτυπώντας τα χέρια από χαρά για το αιώνιο Πάσχα).

Ο «φακός» του μεγάλου Πατέρα και υμνογράφου της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ρίχνει το φως του στον σκοτεινό χώρο του Άδη, εκεί που θεωρείτο προχριστιανικά ότι ήταν ο χώρος των ψυχών. «Όπως πολλοί άλλοι λαοί, ο Ισραήλ φαντάζεται την επιβίωση των νεκρών σαν μια σκιά υπάρξεως, χωρίς αξία και χωρίς χαρά. Ο Άδης είναι ο τόπος που συγκεντρώνει αυτές τις σκιές…σαν τάφος στα έγκατα της γης, όπου βασιλεύει απόλυτο σκοτάδι και όπου το ίδιο το φως μοιάζει με τη ζοφερή νύχτα. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες και δεν θα ανέβουν πια επάνω ποτέ. Δεν μπορούν πια να αινούν τον Θεό, να ελπίζουν στη δικαιοσύνη του ή στην πιστότητά του. Πρόκειται για μια ολοκληρωτική εγκατάλειψη» (Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας).

Κι ο Κύριος, η πηγή της Ζωής, εισέρχεται στον χώρο αυτό του σκότους και της εγκατάλειψης, με την ανθρώπινη ψυχή Του τη συνδεδεμένη με τη θεότητά Του,  για να τον γεμίσει με το φως Του, να Τον γεμίσει με την παρουσία Του, να δώσει ελπίδα και προοπτική ζωής στους αλυσοδεμένους και αιχμαλώτους του Άδη. Οι περισσότεροι αναστάσιμοι ύμνοι μιλούν γι’ αυτήν τη συγκλονιστική είσοδο του Κυρίου και τις «πανικόβλητες» κινήσεις του Άδη που βλέπει το βασίλειό του να διαλύεται. «Σήμερον ὁ Ἄδης στένων βοᾶ…». «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν Ἄδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος…». Κι ένα κύριο χαρακτηριστικό που επισημαίνει η Γραφή είναι τούτο: «ο Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο καταδικασμένος πηγαίνει στην κόλαση… Οι θύρες του Άδη όπου κατέβηκε ο Χριστός ανοίχτηκαν για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ η κόλαση όπου κατεβαίνει ο κολασμένος κλείνεται πίσω του για πάντα» (Λ. Β. Θ.).

Λοιπόν, «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός καί γῆ καί τά καταχθόνια». Δεν υπάρχει πια σκοτάδι, οπουδήποτε στον κόσμο (παρά μόνον σ’ εκείνους που κρατούν ερμητικά κλειστές τις ψυχές τους). Γιατί ήλθε το Φως που το διέλυσε. Και να πεθάνει πια κανείς ξέρει, εφόσον είναι πιστός, ότι το φως του Χριστού θα συναντήσει – Εκείνον δηλαδή που θα τον δεχτεί μέσα στη γεμάτη αγάπη αγκαλιά Του. «Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Και τι σημειώνει ο άγιος Δαμασκηνός; Οι αλυσοδεμένοι του Άδη, οι πονεμένοι και χωρίς ελπίδα μετανιωμένοι, βλέποντας το φως, αποδεχόμενοι δηλαδή εν πίστει τον Κύριο της δόξας που ήλθε κι εκεί για να τους βρει – μη ξεχνάμε τον λόγο του αποστόλου Πέτρου, που λέει πως ο Κύριος «ἐκήρυξεν καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι» -  «πέταξαν» από τη χαρά τους. Έβαλαν φτερά στα παιδιά τους, και με αγαλλίαση και χειροκροτώντας, έσπευσαν προς το φως Του για να κάνουν μαζί Του τη «διάβαση» από το σκοτάδι στο φως. Η ανάσταση των ανθρώπων ήταν και είναι πια η κοινή «μοίρα» τους, λόγω της Αναστάσεως του ενσαρκωμένου Θεού. Ανάσταση όμως φωτός και ζωής και όχι απλής αιώνιας επιβίωσης μέσα στο σκοτάδι της αμετανοησίας.

Η εξαγγελία αυτή όμως του αγίου Δαμασκηνού ισχύει και για τον κόσμο τούτο, χωρίς να έχει έλθει ακόμη ο σωματικός θάνατος. Γιατί υπάρχει και λειτουργεί και ο πνευματικός δυστυχώς θάνατος. Κάθε φορά που αμαρτάνουμε, κάθε φορά που η μετάνοια μπαίνει στο περιθώριο της ζωής μας, εισερχόμαστε μέσα στον προσωπικό μας Άδη – ζούμε τον θάνατο πριν τον θάνατο! Και το παρήγορο ποιο είναι; Ότι ο Κύριός μας, που η χαρά Του είναι να μας έχει όλους κοντά Του – «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» - μας δίνει διαρκώς ευκαιρίες μετανοίας. Ευκαιρίες δηλαδή φωτός, εισερχόμενος στον δικό μας Άδη, για να μας στρέψει σ’ Εκείνον. Κι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που νιώθει πια την ακτίνα αυτή, που μπορεί να έλθει από το «πουθενά»: ακόμη και την ώρα της αμαρτίας μας, ακόμη και μέσα από ένα ατύχημα, από μία απρόσμενη συνάντηση με έναν άνθρωπο του Θεού, την «αρπάζει» ως την ευκαιρία που του δίνει ο Θεός. Κι αρχίζει να χαίρεται, να τρέχει εκεί που είναι το φως Του, να χειροκροτεί γιατί βλέπει τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα μέσα κι απ’ αυτήν ήδη τη ζωή.

Να παρακαλούμε να μας ανοίγει τα μάτια ο Χριστός και να βλέπουμε το φως Του. Και να κινητοποιούμε τον εαυτό μας, ολόκληρη την ύπαρξή μας. Γιατί το φως Του υπάρχει παντού: σε όλη τη δημιουργία, στον κάθε συνάνθρωπό μας, στον ίδιο μας τον εαυτό.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ!

«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

(Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, αφού πάτησε τον θάνατο με τον θάνατό του και χάρισε ζωή στους νεκρούς που ήταν στα μνήματα).

Χαρακτηρίστηκε και χαρακτηρίζεται ο παιάνας της Εκκλησίας, ο ύμνος (στον πανηγυρικό πλάγιο του α΄) που συνεγείρει τους πιστούς και τους καλεί να διατρανώσουν τη χαρά τους, ει δυνατόν και χορεύοντας. Γιατί διασαλπίζει τη μεγαλύτερη νίκη πάνω στον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο, και βεβαίως πάνω σε ό,τι οδήγησε και συνήργησε για την εισβολή του θανάτου: την αμαρτία και τον πονηρό διάβολο. Και πώς συνέβη αυτό; Μα αναστήθηκε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, συνεπώς με την ανάστασή Του ανέστησε κι αυτήν. Ο θάνατος «οὐκέτι κυριεύει», δεν λειτουργεί πια ως ο μόνιμος και απάνθρωπος τύραννος – μετράει τις τελευταίες του ώρες μέχρι να ξανάλθει ο Κύριος στη Δευτέρα Του Παρουσία, κι αυτό για λόγους παιδαγωγικούς: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Ο θάνατος λοιπόν θανατώθηκε – «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἄδου τήν καθαίρεσιν» - που σημαίνει περαιτέρω ότι ο φόβος ως το καθοριστικό στοιχείο της ζωής στον κόσμο τούτο εξαφανίστηκε, αφού πίσω από κάθε φόβο υφίσταται στην πραγματικότητα ο φόβος του θανάτου, συνεπώς ο άνθρωπος αναπνέει αληθινά τον αέρα της ελευθερίας. Τι ελευθερία μπορεί να έχει εκείνος που βρίσκεται κάτω από την πιο σκληρή κατοχή, του θανάτου, του διαβόλου, της αμαρτίας; Ο Άδης, ως όρος δηλωτικός του όποιου χώρου των ψυχών για τους ανθρώπους που πέθαναν, διαλύθηκε, σαν μία φυλακή που γκρεμίστηκε ολοσχερώς. Το μόνο που υφίσταται είναι η ζωή και το φως, γιατί ο Χριστός ως ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, δίνει ακριβώς αυτό που είναι και έχει: φως και ζωή. «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή». «Ἐγώ εἰμι τό Φῶς τοῦ κόσμου». 

Γιατί τότε υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στα δίχτυα του φόβου, της θλίψης και της δουλείας της αμαρτίας; Και μιλάμε και για χριστιανούς! Διότι ναι μεν ο Χριστός προσέφερε όλη αυτή τη χάρη και τη χαρά στους ανθρώπους, αλλά ζητάει την ανταπόκρισή τους. Και για μεν τους μη χριστιανούς, υπάρχει η προσμονή για την ενεργοποίηση της δοσμένης χάρης – περιμένουν, ανεπίγνωστα ίσως, την ώρα που θα κληθούν να μετάσχουν στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Για τους ήδη χριστιανούς όμως, τους βαπτισμένους στο άγιο όνομά Του, χρειάζεται η απόφαση της στροφής της θέλησής τους προς Αυτόν. Διότι μπορεί να έχει γίνει κανείς μέλος Χριστού ως μέλος της Εκκλησίας, μα να μη το έχει λάβει αυτό στα σοβαρά. Κι είναι η τραγική περίπτωση εκείνων που ντύθηκαν τον Χριστό, αλλά το ένδυμα αυτό μένει σαν αδειανό πουκάμισο, σαν «άδειο σακκί» - ο Χριστός περιμένει την ανταπόκριση της βαθειάς τους καρδιάς.

 Τι απαιτείται για να «σωματωθεί» το ένδυμα; Η μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, η μετοχή δηλαδή στη ζωή του Χριστού, και ο πνευματικός αγώνας για τήρηση των αγίων εντολών Αυτού, που κι αυτό μετοχή στη δική Του ζωή είναι. Κι ο Χριστός μάς θέτει την αλήθεια αυτή ενώπιόν μας ως πρόκληση για πειραματισμό: «τηρήστε τις εντολές μου και θα με δείτε μέσα σας. Όλος ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως στην ύπαρξή σας και θα γίνετε μοναστήρι της Αγίας Τριάδος». Τυχαία λέει ο άγιος υμνογράφος ότι την ανάσταση του Χριστού, ως βίωμα της αιώνιας ζωής, τη νιώθουμε ενεργά και αισθητά στην καρδιά μας, όταν αρχίζουμε να συγχωρούμε τους συνανθρώπους μας, όταν δηλαδή αρχίζουμε να θέτουμε σε ενέργεια τη σύνοψη όλων των εντολών του Κυρίου, την αγάπη προς τον κάθε (και εχθρό) συνάνθρωπό μας; «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει καί οὕτω βοήσωμεν: Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

«Ο ένδοξος και θαυμαστός και μέγας Μάρτυς Γεώργιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού, καταγόταν από τη χώρα των Καππαδοκών, ήταν από επίσημο γένος και διέπρεψε στο στράτευμα των Τριβούνων. Όταν δε επρόκειτο να μαρτυρήσει, είχε το αξίωμα του Κόμη. Επειδή λοιπόν ο βασιλιάς ξεκίνησε  τον πόλεμο κατά των Χριστιανών κι έβγαλε διαταγή όσοι από τους χριστιανούς αρνούνται και αθετούν τον Χριστό να αξιώνονται τιμές και δωρεές βασιλικές, ενώ όσοι δεν πείθονται να θανατώνονται, ο άγιος παρουσιάστηκε μόνος του και ομολόγησε ότι είναι χριστιανός, ελέγχοντας ταυτόχρονα τη ματαιότητα και αδυναμία των ειδώλων και κοροϊδεύοντας αυτούς που πιστεύουν σε αυτά.

Επειδή δε δεν υποχώρησε  ούτε στις κολακείες και τις υποσχέσεις του τυράννου, τις οποίες του έδωσε πλούσια, ούτε όμως και στις απειλές του, αλλά φαινόταν ότι τα περιφρονεί όλα, πρώτα από όλα κτυπιέται στην κοιλιά με κοντάρι. Ενώ το κοντάρι άγγιξε τη σάρκα του, τόσο που έτρεξε πολύ αίμα, και βγήκε έπειτα η άκρη του, ο άγιος παρέμεινε αβλαβής. Έπειτα τον έδεσαν σε τροχό που είχε σιδερένιες άκρες και άφησαν τον τροχό να κυλίσει στο έδαφος. Το σώμα του αγίου κομμιατάστηκε σε πολλά μέρη, αλλά πάλι αποκαταστάθηκε υγιής με επιστασία θείου αγγέλου.

Εμφανίστηκε τότε στον βασιλιά και στον Μαξέντιο τον σύνεδρό του που θυσίαζαν στα είδωλα, οπότε καθώς φάνηκε σώος τράβηξε πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Με την προσταγή του βασιλιά τα κεφάλια αυτών που πίστεψαν αποκόπηκαν έξω από την πόλη. Πίστεψε δε στον Χριστό και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, η οποία ομολόγησε ενώπιον του τυράννου τον Χριστό ως Θεό. Πίστεψαν μάλιστα και πολλοί άλλοι στον Χριστό, όταν είδαν τον άγιο να εξέρχεται αβλαβής από τον λάκκο της ασβέστου στον οποίο τον είχαν βάλει. Μετά από αυτά έδεσαν τα πόδια του σε σιδηρένιες κρηπίδες που είχαν καρφιά, εξαναγκάζοντάς τον να τρέξει. Κι ακόμη, τον κτύπησαν ανελέητα με ξερά νεύρα βοδιών. Ο Μαξέντιος τότε ζήτησε από τον άγιο κάποιο θαύμα και συγκεκριμένα αν μπορεί να αναστηθεί κάποιος από αυτούς που βρίσκονταν σε έναν παρακείμενο τάφο με πεθαμένους πριν από πολύ καιρό. Ο άγιος προσευχήθηκε πάνω από το κάλυμμα του τάφου και αναστήθηκε ένας νεκρός, ο οποίος προσκύνησε τον άγιο και δόξασε τη θεότητα του Χριστού. Όταν ρώτησε ο βασιλιάς ῾ποιος ήταν και πότε έφυγε από τη ζωή αυτή᾽, εκείνος είπε ότι έζησε πριν από την παρουσία του Χριστού και ότι λόγω της πλάνης του προς τα είδωλα κατακαίεται τόσα χρόνια  σε φωτιά. Από το γεγονός αυτό πολλοί πίστεψαν στον Χριστό και προστέθηκαν στην πίστη, οπότε με μιά φωνή όλοι δόξαζαν τον Θεό. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γλυκέριος, του οποίου το βόδι ο άγιος, όταν ψόφησε, το ανέστησε. Καθώς ο Γλυκέριος βεβαιώθηκε για την πίστη του Χριστού από το θαύμα αυτό, δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου, γενόμενος πολλά κομμάτια από τα ξίφη των απίστων.

Επειδή λοιπόν προσέρχονταν στον Χριστό διαρκώς και περισσότεροι από όσα γίνονταν, κι ακόμη από το ότι ο άγιος μάρτυρας Γεώργιος εισήλθε στον ναό των ειδώλων και πρόσταξε ένα από τα ξόανα να πει αν αυτός ήταν ο Θεός και ότι πρέπει αυτόν να προσκυνούν, ο δαίμονας που βρισκόταν στο ξόανο θρηνώντας αποκρίθηκε ότι μόνος Θεός είναι ο Χριστός. Από αυτό ταράχτηκαν τα είδωλα όλα, κατέπεσαν και συντρίφτηκαν. Οι λατρευτές των ειδώλων τότε, μη υποφέροντας άλλο, συνέλαβαν τον άγιο, προκειμένου να τον οδηγήσουν προς τον βασιλιά και να ζητήσουν τη θανατική του καταδίκη. Ο βασιλιάς πράγματι διέταξε να θανατωθούν με ξίφος και ο Γεώργιος και η βασίλισσα Αλεξάνδρα. Και του μεν αγίου κόψανε το κεφάλι, η βασίλισσα όμως προσευχήθηκε στη φυλακή που ήταν και παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό. Τελείται η σύναξη του αγίου στο αγιότατο Μαρτύριό του που βρίσκεται στο Δεύτερο».

Η εορτή του αγίου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου είναι κατά την Εκκλησία μας ιδιαιτέρως χαρμόσυνη όχι μόνον από το γεγονός ότι η ημέρα του μαρτυρίου ενός αγίου είναι η ημέρα της δόξας του ως εισερχομένου τότε θριαμβευτικά στη βασιλεία των Ουρανών, αλλά και από το γεγονός ότι πάντοτε συνοδεύει την «ἑορτήν τῶν ἑορτῶν καί τήν πανήγυριν τῶν πανηγύρεων», την Ανάσταση του Κυρίου. Κατά τον άγιο υμνογράφο «ιδού, ανέτειλε η άνοιξη της χάρης. Έλαμψε η Ανάσταση του Χριστού σε όλους και λάμπει μαζί με αυτήν τώρα η πανέορτη και φωτοφόρα ημέρα Γεωργίου του μάρτυρα. Εμπρός λοιπόν όλοι, λαμπροφορώντας ένθεα, ας γιορτάσουμε χαρμόσυνα» (κάθισμα όρθρου). «Έλαμψε σ᾽ εμάς η πανένδοξη μνήμη του δούλου του Χριστού μαζί με την Ανάστασή Του, κατά την οποία αφού μαζευτούμε οι πιστοί, ας γιορτάσουμε χαρμόσυνα» (ωδή γ´).

Είναι τόσο μεγάλη η χαρά μάλιστα της εορτής, ώστε ο άγιος υμνογράφος κινούμενος σε υψηλά επίπεδα λυρισμού αναφέρει ότι με τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο υπερβαίνεται και η παροιμία «ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη». «Να λοιπόν, πιστέ λαέ του Θεού – σημειώνει στην ωδή ς΄ - που και ένα καλό χελιδόνι  αναπληρώνει τη χάρη της άνοιξης κατά τρόπο θαυμαστό, κι αυτό το χελιδόνι είναι ο Γεώργιος». Πού έγκειται η μεγάλη χάρη του αγίου μεγαλομάρτυρα, τόσο που χαρακτηρίζεται «γνήσιος φίλος του Χριστού, πρωταθλητάρχης Αυτού, πάμφωτος λαμπτήρας της οικουμένης, φαεινότατος αστέρας, τιμαλφέστατη λυχνία»; (ωδή δ´) Η απάντηση που δίνουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν είναι άλλη από αυτήν που δίνουν για όλους τους αγίους: η βαθιά πίστη του αγίου στον Χριστό και η θερμότατη αγάπη του σ᾽Εκείνον και στους ανθρώπους, δηλαδή η τελεία υπακοή του στις διδαχές Του.  Απλώς αυτό που είναι ο πυρήνας της αγιότητας το δίνουν οι υμνογράφοι μας με πολλούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα. Για παράδειγμα: «Γεώργιε, ακολούθησες τις διδαχές του Δεσπότη Χριστού» (δοξαστικό εσπερινού). «Στερέωσες τον πόθο σου για τον Χριστό πάνω στην πίστη Του, έδιωξες τον φόβο με την ελπίδα, απέκτησες τα ουράνια με την αγάπη» (λιτή). «Στηρίχτηκες στην ελπίδα, περιφράχτηκες από την αγάπη και την πίστη, Γεώργιε, και δυναμώθηκες από τη δύναμη του Χριστού, γι᾽αυτό και κατανίκησες την πλάνη των ειδώλων» (ωδή γ´).

Εκείνο που τονίζουν κατεξοχήν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας είναι η δύναμη της ψυχής του αγίου και ο θερμός ζήλος του για τον Χριστό. Δεν διστάζει ο υμνογράφος να χαρακτηρίσει τον Γεώργιο ως «λιοντάρι που με ρωμαλέο φρόνημα πήγε μόνος του προς το μαρτύριο, γιατί καταφρόνησε το σώμα ως φθαρτό και φρόντισε πρωτίστως την άφθαρτη ψυχή του» (στιχηρό εσπερινού), όπως και  νέο Δαυίδ που νίκησε τον αντίπαλο Γολιάθ με τις βολές όμως των λόγων του. «Φάνηκες νέος στους πολέμους, με ικανότητα στο χέρι, σαν άλλος ανδρείος Δαυίδ. Διότι όπως αυτός νίκησε τον αντίπαλο Γολιάθ, το ίδιο και εσύ νικάς ρίχνοντας κάτω τον αντίπαλο με τις βολές των λόγων σου» (ωδή α´). Κι η λιονταρίσια αυτή δύναμή του ερμηνεύεται από τον υμνογράφο όχι ως μία αποκοτιά, αλλά ως ενσυνείδητη έκφραση του πόθου και του ζήλου του για τον Χριστό, αφού «ὁ πόθος ἐνίκα τήν φύσιν» (δοξαστικό εσπερινού). Ο άγιος Γεώργιος αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που σημειώνει ο μέγας απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή η αγάπη για τον Χριστό υπερβαίνει τον όποιο φόβο για τον θάνατο, για τους κινδύνους, για τις όποιες ταλαιπωρίες. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὐδέν δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ τῆς ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ»  (Πρβλ.Ρωμ. 8). «Βρέθηκες ντυμένος την πανοπλία του Χριστού, Γεώργιε, κι ήσουν γεμάτος φωτιά από αγάπη του Χριστού... και στους παρανόμους κραύγαζες: Ούτε τα θηρία ούτε οι τροχοί, ούτε η φωτιά ούτε το μαχαίρι έχουν τη δύναμη να με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού του Θεού μας» (Στιχηρό εσπερινού).

Το σημείο όμως στο οποίο αναλώνεται πάρα πολύ η έμπνευση του υμνογράφου για τον άγιο είναι το ίδιο το όνομά του. Το όνομα Γεώργιος λαμβάνεται ως αφορμή, όπως συνήθως γίνεται για πολλούς αγίους, προκειμένου ο υμνογράφος να περιγράψει, έστω και λίγο, το ύψος της αγιότητάς του. Και το όνομά του κατανοείται διπλά: και ότι ο Γεώργιος υπήρξε ο ίδιος γεωργός στην εποχή του, με την έννοια ότι καλλιέργησε τη γεμάτη αγκάθια και πλάνη γη των ψυχών των ανθρώπων, φυτεύοντας σ᾽αυτές το κλήμα της ορθόδοξης πίστης, και ότι ο Θεός υπήρξε ο γεωργός στο χωράφι της ψυχής του ίδιου, κάνοντάς το να καρποφορήσει όλες τις αρετές. «Άξια προς το όνομά σου πολιτεύτηκες, στρατιώτη Γεώργιε. Διότι σηκώνοντας τον σταυρό του Χριστού στους ώμους σου καλλιέργησες τη γη που είχε χερσωθεί από τη διαβολική πλάνη. Κι αφού ξερίζωσες τη γεμάτη αγκάθια θρησκεία των ειδώλων, φύτεψες βαθιά το κλήμα της ορθόδοξης πίστης... Γι᾽αυτό και αναδείχτηκες δίκαιος γεωργός της αγίας Τριάδος» (δοξαστικό εσπερινού). «Έγινες γεωργός στα ανώτερα με τα ανδραγαθήματα των άθλων σου, παμμακάριστε μάρτυρα Γεώργιε, και πρόσφερες στον Χριστό έτσι τους κόπους των καρπών σου» (λιτή). «Έγινες ευγενικό χωράφι του Θεού, Γεώργιε, που καλλιεργήθηκε από τις πράξεις του μαρτυρίου» (ωδή α´). «Καλλιεργήθηκες από τον Θεό και αναδείχθηκες τιμιώτατος γεωργός της ευσέβειας, καθώς συνέλεξες για τον εαυτό σου τα δράγματα των αρετών» (κοντάκιο).

Είναι ευνόητο μετά τα παραπάνω ότι ο άγιος τροπαιοφόρος «ἐκμιμούμενος τόν Δεσπότην Χριστόν» (ωδή ζ΄) απέκτησε και τη δύναμή Του, τόσο ώστε να συμβασιλεύει μαζί Του (ωδή η´), και να γίνεται εύκαιρος προστάτης και βοηθός για κάθε πιστό που τον επικαλείται, οπουδήποτε στη γη. Όλοι οι πιστοί έχουν νιώσει την αγάπη του, γι᾽αυτό και το όνομά του ψέλνεται παντού. «Δεν υπάρχει ούτε γη ούτε θάλασσα, ούτε πόλη ούτε έρημος, όπου αληθινά δεν ξεχυλίζουν οι κρουνοί των θαυμάτων σου σαν πέλαγος. Διότι το θαυμαστό όνομά σου άδεται σε όλη τη γη» (ωδή ζ´). Λοιπόν: «Αὐτῷ βοήσωμεν∙ ἀθλοφόρε, ἱκέτευε, εἰς τό σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν» (δοξαστικό αίνων).

04 Μαΐου 2024

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2024

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ Ι.ΚΛΗΡΟ & ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Ἀδελφοί, Συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Εὑρισκόμεθα χάριτι Θεοῦ στήν λαμπροφόρο νύχτα τῆς Ἀνάστασης καί ἡ Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους μας νά βιώσουμε, μυστικά μέσα στήν καρδιά μας, τό μέγα μυστήριο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Τό κορυφαῖο αὐτό ἱστορικό γεγονός πού συνέβη σέ ἱστορικό τόπο καί χρόνο, ἀλλάζοντας τήν ροή τῆς ἱστορίας καί τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Γεγονός, πού βιώνεται στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, σέ κάθε Θεία Λειτουργία, καθώς Ἀνάσταση εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ζῶντας ὁ ἄνθρωπος τήν Ἐκκλησία ζεῖ τήν διαρκῆ Ἀνάσταση, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τῆς ἀναστημένης ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ χώρα τῶν ζώντων ὅπου «ὁ θάνατος οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,9).

Αὐτό τό γεγονός βιώνει μυστικά, σιωπηλά καί ἀθόρυβα, ὅποιος ἐλεύθερα καί ἀβίαστα δέχεται τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας, ζῶντας τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐμπειρία καί σχέση. Σχέση, ὅπου βρίσκεται – κρύβεται τό νόημα τῆς πίστης, τό νόημα τῆς Ἀνάστασης.   Στή σχέση αὐτή μέ τόν Χριστό ξαναβρίσκουμε τήν γνήσια καί μοναδική ἐλευθερία.

Ποιά; Τό νά μποροῦμε νά εἴμαστε παιδιά Του, παιδιά τῆς Ἀνάστασης, παιδιά τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης. Γενονός καί μυστήριο ὅμως πού ὁ πεπερασμένος νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀδυνατεῖ νά προσλάβει καί νά κατανοήσει, γι’ αὐτό καί τό ἐμπαίζει, τό χλευάζει, ἐνίοτε δέ τό ἀπορρίπτει.

Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς καί στάσης ζωῆς;   Νά νοηματοδοτοῦμε τήν ζωή μας μέ πράγματα πού ἀντί νά τήν γεμίζουν τήν ἀδειάζουν, ἀντί νά τήν τρέφουν τήν ἀποδυναμώνουν, ἀντί νά τῆς χαρίζουν ζωή τήν ὀδηγούν στόν θάνατο. Φτάσαμε σέ καιρούς πού ὅλοι μας ὑποφέρουμε. Ἐγκλωβιστήκαμε στή μοναξιά μας. Φυλακιστήκαμε στήν ἀλαζονεία καί τή φιλαυτία μας.

Ἀδειάσαμε τίς ψυχές μας ἀπό τό φῶς καί τήν ἐλπίδα καί τίς γεμίσαμε μέ τό σκοτάδι, τό φόβο, τό θάνατο. Αἰσθανόμαστε τόν πόνο νά μᾶς παραλύει.   Τίς δυσκολίες νά μᾶς λυγίζουν. Τίς ἀμφιβολίες νά μᾶς ταλαιπωροῦν καί τά ἀναπάντητα ἐρωτήματα νά μᾶς κλονίζουν.

Βιώνουμε ἕνα τραγικό κενό στήν ζωή καί τήν ὕπαρξή μας. Τό κενό τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τό κενό τῆς ἀπουσίας τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ «ἄλλου», ἀφοῦ τόν θεωρήσαμε, τόν θεωροῦμε, ὑπαίτιο – φταίχτη τῶν δεινῶν τῆς ζωῆς μας.

Ἐσύ φταῖς, δηλώνουμε στήν καθημερινότητα τῶν σχέσεών μας, ζῶντας τήν κόλασή μας ἀπό τό τώρα, τό σήμερα, καθώς ζωή χωρίς ἀγάπη καί συγχώρεση, σημαίνει ζωή χωρίς χαρά καί ἐλπίδα. Γι’ αὐτό καί στό ἐρώτημα: ποιά ἡ σημασία τῆς Ἀνάστασης γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι… σιωπή…. Καιρός, αὐτό τό Πάσχα, νά πάψομε νά ἀδικοῦμε ἑαυτούς καί ἀλλήλους.

Νά ἀναζητήσουμε μέσα μας, μέ ἀγάπη καί ἐλευθερία, νά ἀνακαλύψουμε τήν κρυμμένη ὀμορφιά τῆς παρουσίας καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.   Γιά νά εἰρηνεύσουν οἱ καρδιές, νά καταλαγιάσουν τά πάθη, νά ἡμερέψουν οἱ λογισμοί. Καί τότε θά ἀνακαλύψουμε τό νόημα καί τήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς καί τῆς ζωῆς μας.

Τόν λόγο τῆς ὑπάρξεώς μας. Τότε θά κατανοήσουμε πώς ἀναζητοῦμε νόημα σέ μιά ζωή χωρίς νόημα. Τότε ὅμως θά συνειδητοποιήσουμε πώς τό νόημα τῆς ζωῆς μας δέν ἐξαντλεῖται στήν γῆ ἀλλά φτάνει στόν Οὐρανό.

Τότε θά ἀντιληφθοῦμε πώς γιά νά νικήσουμε ὅλους τούς θανάτους: τό θάνατο τῆς ἀγάπης, τό θάνατο τῆς καλωσύνης, τό θάνατο τῆς ἀνθρωπιᾶς, τό θάνατο τῆς ἐλευθερίας, κυρίως ὅμως τό θάνατο τῆς ζωῆς, ὁ δρόμος καί ὁ τρόπος εἶναι νά βιώσουμε τήν ἐμπειρία τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ στήν καρδιά μας.

Αὐτή τήν ἐμπειρία πού νικᾶ τό θάνατο, τόν κάθε θάνατο, καθώς ὁ καρφωμένος ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί Ἀναστημένος Χριστός δέν ἄδειασε μόνον τούς τάφους, ἀλλά μπῆκε καί στό δικό μας τό θάνατο γιά νά τόν καταργήσει.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἡ θλίψη καί ἡ χαρά συνυπάρχουν στήν ἀνθρώπινη ζωή. Ἡ ἀλήθεια αὐτή τονίζεται ἔντονα στά γεγονότα της Μεγάλης Ἑβδομάδος.  Πρό τοῦ Πάθους ὁ Χριστός κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο διευκρίνισε στούς μαθητές του: «Καί ἐσεῖς, λοιπόν, τώρα ἔχετε λύπη. Ἀλλά πάλιν θά σᾶς δῶ καί θά χαρεῖ ἡ καρδιά σας καί τή χαρά σας κανείς δέν θά σᾶς τήν ἀφαιρέσει» (Ἰω. 16-22).

Ὁ πόνος συγκλονίζει τίς ἡμέρες τῶν Παθῶν, ἀλλά τελικά ὑπερνικᾶται μέσα στό φῶς τοῦ θριάμβου τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ πρώτη καθοριστική λέξη καί προτροπή του Ἀναστάντος στίς ἀφοσιωμένες Μυροφόρες, πού ἔσπευσαν στό μνῆμα του, ἦταν: «χαίρετε!» (Ματθ. 28, 9). Ὅταν ὁ Ἀναστάς Χριστός πρωτοεμφανίστηκε στούς μαθητές, ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης σημειώνει ὅτι «ἐχάρησαν ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰω. 20, 21).

Ἡ χαρά τοῦ Πάσχα ἀναβλύζει μέσα ἀπό πολύμορφο πόνο πού προηγήθηκε: προδοσία, ἀποδοκιμασία, περιφρόνηση, θάνατο σταυρικό. Τό σταυροαναστάσιμο Πάσχα λυτρώνει ἀπό κάθε εἴδους λύπη. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βεβαιώνει τή νίκη τῆς ἀλήθειας κατά τοῦ ψεύδους, τῆς ἀγάπης κατά τοῦ μίσους, τόν θρίαμβο τῆς ζωῆς πάνω στόν θάνατο.

Ὁ Ἀναστάς Χριστός διαλύει κάθε σκιά τοῦ Ἅδη. Συντρίβει τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου, πού φέρνει ἡ βία, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ἀδικία. Ἡ σύζευξη πόνου καί ἀγαλλιάσεως μᾶς αἰφνιδιάζει. Ἐν τούτοις, ἡ ἐναρμόνιση τῶν ἀντιθέσεων παραμένει χαρακτηριστικό τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει τήν ἐξαιρετική αὐτή ἐμπειρία: « ἐν θλίψει πολλῇ μετά χαρᾶς Πνεύματος Ἁγίου» (Α΄ Θεσ. 1,6).

Πρόκειται γιά μία ἐκπληκτική ἐναρμόνιση, μία παράδοξη ἀντίστιξη. Ἐκφραστικά τήν περιγράφει σέ ἄλλη ἐπιστολή του: «Πιεζόμεθα μέ κάθε τρόπο, ἀλλά δέν φτάνουμε σέ ἀδιέξοδο, εὑρισκόμεθα σέ ἀμηχανία ἀλλά ὄχι σέ ἀπελπισία, διωκόμεθα ἀλλά δέν ἐνκαταλειπόμεθα, καταβαλλόμεθα ἀλλά δέν χανόμεθα». (Β΄ Κορ. 4, 8-10).

Καί ἀλλοῦ: «ὡς λυπούμενοι ἀεί δέ χαίροντες, ὡς πτωχοί πολλούς δέ πλουτίζοντες, ὡς μηδέν ἔχοντες καί πάντα κατέχοντες» (Β΄  Κορ. 6, 6 -11).

Στό τελευταῖο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, μέ συμβολικές συγκλονιστικές παραστάσεις συνοψίζεται ἡ ἀλληλουχία ἀντιθέτων, ἡ σύγκραση ὀδύνης καί τελικῆς νίκης τοῦ σταυρωθέντος καί ἀναστάντος Χριστοῦ.

Ἡ ἐναρμόνιση τῆς θλίψεως μέ χαρά Πνεύματος Ἁγίου, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος, ἐκ πρώτης ὄψεως εἶναι ἀνέφικτη.   Ἀλλά, ὅπως ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν μᾶς βεβαιώνει, «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλ. 4, 13). Ἡ σύνθεση αὐτή μοιάζει ἀδύνατη, ὅμως ἡ στενή σχέση μέ τόν παθόντα καί ἀναστάντα Χριστό τήν καθιστᾶ δυνατή.  Αὐτήν τήν κοινωνία μέ τόν σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ βιώνουμε ἐνσωματωμένοι στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό μυστικό Τοῦ Σῶμα.

Τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ τήν κοινωνία αὐτή, ἐνεργεῖ στήν ὕπαρξή μας, δυναμώνει καί χαροποιεῖ ὅλο μας τό εἶναι. Ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς τελικῆς νίκης τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης στά ἔσχατα.

Ἡ ἀναστάσιμη χαρά στηρίζεται σέ ἀρραγῆ θεμέλια. Πρῶτον στή διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ ὅτι «Ἐδόθη μοί πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Μάτθ. 28:18). Στή διάρκεια τῶν αἰώνων πολλοί παρουσιάστηκαν ὡς ἐξουσιαστές τῆς οἰκουμένης. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν τελική ἐξουσία σέ ὅσα συμβαίνουν στόν οὐρανό καί στή γῆ εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

Τό δεύτερο ἀκλόνητο θεμέλιο ἀποτελεῖ ἡ διαβεβαίωση τοῦ Ἀναστάντος ὅτι: «καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20). Ὁ δικός μας Κύριος δέν εἶναι μακρινός, ἀδιάφορος θεατής στά ὅσα συμβαίνουν. Ἐξακολουθεῖ νά εἶναι «μεθ’ ἡμῶν» σέ ὅλες τίς φάσεις καί τίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μας.

Καί ἕνα τρίτο: ἡ πασχαλινή χαρά πολλαπλασιάζεται, ὅταν προσφέρει ἀγάπη ἐκεῖ ὅπου περισσεύει τό μῖσος, ἐκεῖ ὅπου συνθλίβει ἡ ἀπόγνωση. «Πάσχα, ἐν χαρᾷ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα, ὦ Πάσχα λύτρον λύπης». Ἡ θλίψη καί ἡ χαρά ἐναλλάσσονται στή ζωή μας. Ὀδυνηρά ἀπρόοπτα δέν λείπουν ἀπό τήν πορεία μας, συμφορές πού ὑπερβαίνουν τίς δυνάμεις μας καί μᾶς καταβάλλουν.

Νιώθουμε ἀμήχανοι νά τά ἀντιμετωπίσουμε καί συχνά κυριευόμαστε ἀπό τόν φόβο. Παρά ταῦτα, ἡ βούλησή μας ἄς μήν ἀδρανήσει. Ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, ἄς ἀφήνουμε το φῶς τῆς Ἀναστάσεως νά καταυγάζει τή ζωή μας καί τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μᾶς χαρίζει ἀντοχή, ὑπομονή, ἐλπίδα.

Ἡ σταυροαναστάσιμη χαρά ἀποτελεῖ διακριτικό γνώρισμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Γι’ αὐτό ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος ἐπιμένει: «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε, πάλιν ἐρῶ χαίρετε» (Φιλ. 4, 4, Α΄ Θεσ. 5,16) .

Ἄς καταυγάσει, λοιπόν, τήν ζωή μας ἡ χαρά (τῆς Ἀναστάσεως) λυτρώνοντάς μας ἀπό τήν λύπη καί τήν καταχνιά. Ἡ ἀναστάσιμη βεβαιότητα, τό ἀναστάσιμο φρόνημα, ἄς στηρίζουν καί ἄς χαροποιοῦν καθημερινά τήν ζωή μας.

    Χριστὸς Ἀνέστη!  Ἀληθῶς Ἀνέστη!

Μέ θερμές Πατρικές εὐχές

Ο  Μ  Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ  Σ Α Σ

  + ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ (ΓΙΑ ΕΜΑΣ) ΑΝΕΣΤΗ;

 

Ίσως δεν πρέπει να σπεύδουμε να διαλαλούμε εύκολα τη χαρά και τη δοξολογική διάθεσή μας για την Ανάσταση του Χριστού! Όχι γιατί βεβαίως δεν της πρέπει «πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις», αφού με την Ανάσταση του Κυρίου πατήθηκε ο μεγαλύτερος και έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος - το «Χριστός ανέστη» συνιστά δικαίως τον νικητήριο παιάνα της Εκκλησίας, τόσο που χωρίς την Ανάσταση «ματαία η πίστις ημών» κατά τον απόστολο.

Αλλά για την προϋπόθεση που θέτει η ίδια η Εκκλησία, προκειμένου να ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη». Κι η προϋπόθεση αυτή είναι η εκ καρδίας συγχώρηση των πάντων, έστω και των θεωρουμένων εχθρών μας. Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής στο δοξαστικό των Αίνων της Πασχαλινής ακολουθίας: «Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω βοήσωμεν: Χριστός Ανέστη εκ νεκρών». Για να φωνάξουμε δυνατά ότι αναστήθηκε ο Χριστός, πρέπει να συγχωρήσουμε τους πάντες και τα πάντα, ακριβώς λόγω της Αναστάσεως. Κι η αιτία; «Συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε»! Που σημαίνει: αν δεν έχουμε αναστηθεί πνευματικά με την αγάπη που δίνει στον βαπτισμένο χριστιανό ο ίδιος ο Κύριος, αν δεν βρισκόμαστε δηλαδή στην ίδια φορά αγάπης και συγγνώμης με τον Ίδιο, δεν μπορούμε να νιώσουμε τη χαρά της Αναστάσεως, συνεπώς και να Την δοξολογήσουμε αληθινά.

Μήπως λοιπόν, αν κρατάμε οποιαδήποτε κακία στον συνάνθρωπό μας ή αν έχουμε βαριά καρδιά απέναντί του, είμαστε υποκριτές λέγοντας «Χριστός Ανέστη»; Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι ιδεολογική πρόταση, αλλά βίωμα της Εκκλησίας.