10 Οκτωβρίου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ

«Οι άγιοι αυτοί που ήταν αδέλφια, έζησαν επί βασιλείας Μαξιμιανού, στην πόλη της Νικομήδειας, όταν εκεί ηγεμόνας ήταν ο Μάξιμος. Λόγω των διωγμών που είχαν ξεσπάσει, πολλοί από τους Χριστιανούς είχαν καταφύγει σ’  ένα όρος της περιοχής και κρύβονταν εκεί. Κάποια φορά έστειλαν τον άγιο Ευλάμπιο στην πόλη για να αγοράσει άρτους. Αυτός πράγματι κατέβηκε στην πόλη, όπου είδε να έχουν αναρτήσει γράμματα των βασιλικών διατάξεων και κάθισε να τα αναγνώσει. Κάποιοι ειδωλολάτρες τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά. Στην ερώτηση του βασιλιά αν είναι χριστιανός, εκείνος ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων, για να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στα είδωλα, ο άγιος όμως βλέποντας το είδωλο του Άρη, έδωσε εντολή στο είδωλο να πέσει κάτω, και πέφτοντας αυτό έγινε κομμάτια. Άρχισαν τότε να τον βασανίζουν, οπότε ήλθε στο μέσον του τόπου των βασάνων η αδελφή του Ευλαμπία, η οποία παρακαλούσε τον άγιο Ευλάμπιο να προσευχηθεί για χάρη της, προκειμένου να συμμαρτήσει με αυτόν. Καθώς τους έβαλαν και τους δύο πια σ’  έναν λέβητα που κόχλαζε, διακόσιοι άνδρες που παρευρίσκονταν εκεί, πίστεψαν στον Χριστό, βλέποντας ότι οι άγιοι δεν βλάφθηκαν καθόλου από το μαρτύριο αυτό, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να διατάξει να αποκεφαλιστούν οι άγιοι και οι διακόσιοι που πίστεψαν».

Στη γιορτή των αγίων μεγαλομαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, προ τριημέρου (7 Οκτωβρίου), επεσήμανε ο υμνογράφος της ακολουθίας τους ότι η κοινή τους πίστη στον Χριστό ήταν εκείνο που τους ένωνε και όχι κάποιος φυσικός δεσμός. Σήμερα, με τη μνήμη των αγίων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας, έρχεται η Εκκλησία μας για να τονίσει ότι η ενότητα αυτών των αγίων  βεβαίως οφείλεται στην κοινή πίστη τους – αυτό είναι το ουσιαστικό στοιχείο – αλλά «ενισχύεται» και με δύο άλλα ακόμη στοιχεία: την αυταδελφία τους, που λειτουργούσε σ’  αυτούς και ως φιλαδελφία,  και την ομωνυμία τους. Οι άγιοι αυτοί ήταν αγαπημένα αδέλφια και είχαν και το ίδιο όνομα. «Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα».  Ο υμνογράφος βεβαίως σπεύδει αμέσως στη συνέχεια να διευκρινίσει ότι όχι η φιλαδελφία αυτή, πολλώ μάλλον  η ομωνυμία, αλλά η πίστη τους στον Χριστό ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη να μένουν σταθεροί στα μαρτύρια και να γίνουν άγιοι. Διότι η πίστη αυτή τους έκανε να ζουν με αγνότητα βίου και υπέρβαση των παθών, δηλαδή ήταν μία ζωντανή πίστη, γι’ αυτό και ενισχύονταν τόσο εμφανώς από τη χάρη του Θεού. «Το ίδιο τους το όνομα ενωμένο με τη μεταξύ τους αγάπη, όπως και η αγνότητά τους αναμιγμένη με την απάθειά τους, διεφύλαξε χωρίς βλάβη τη σταθερή και ισχυρή γνώμη τους. Διότι όπου υπάρχει πόθος για τον Θεό, εκεί όλος ο κόσμος έχει πάει στην άκρη – όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι οι άγιοι έφτασαν σε επίπεδα αγνότητας και απαθείας, κατατροπώνοντας τον διάβολο, ήδη από τη νεότητά τους. Νεαρός ο Ευλάμπιος, το ίδιο και η Ευλαμπία, με σωματικό σφρίγος, πάλεψαν με δύναμη εναντίον του πονηρού και των οργάνων του, και τους κατατρόπωσαν. Κι εκφράζει τον θαυμασμό του ο υμνογράφος, που νέος ο Ευλάμπιος, σε μία ηλικία δηλαδή που η ζωή βρίσκεται ολόκληρη μπροστά του και ο διάβολος του «χαμογελά» ποικιλοτρόπως, γιατί ξέρει τη «δύναμή» του από τις πολυχρόνιες νίκες του κατά της νεότητας, εκείνος τον «πονηρό αυτόν γέροντα» τον νίκησε με τη χάρη του Θεού. «Νέω εν σώματι, Μάρτυς, τον παλαιόν της κακίας άρχοντα κατεπάλαισας στερρώς» - με νεανικό σώμα, μάρτυς, πάλεψες με δύναμη τον παλαιό άρχοντα της κακίας. Πού είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν ως δεδομένο για τη νεότητα την πτώση στις αμαρτίες, και μάλιστα τις σαρκικές; Βεβαίως η νεότητα είναι πιο ευεπίφορη στα σαρκικά λεγόμενα αμαρτήματα, όχι όμως ότι εκ προοιμίου ένας νέος θα πέσει σ’  αυτά. Υπάρχουν νέοι, και πολλοί μάλιστα, οι οποίοι σαν τους αγίους Ευλάμπιο και Ευλαμπία αγωνίζονται με δύναμη, διατηρώντας την ψυχική και σωματική τους αγνότητα και φτάνοντας και σήμερα σε επίπεδα απαθείας. Πώς; Με τον τρόπο των σημερινών αγίων, όπως το αναφέραμε και παραπάνω: «όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται». Το ζητούμενο λοιπόν είναι όχι η ηλικία, αλλά ο πόθος του Χριστού. Μόλις η αγάπη του Χριστού «πληγώσει» την καρδιά του ανθρώπου, ανεξάρτητα από ηλικία, εκεί παρουσιάζονται όλα τα θαύματα και όλες οι νίκες κατά του «κακού γέρου».

Δεν θέλουμε να τελειώσουμε, πριν αναφερθούμε και σ’ αυτό που μας λέει το συναξάρι. Η αγία Ευλαμπία, βλέποντας τον αδελφό της στο μαρτύριο, παρακινήθηκε για να μαρτυρήσει και αυτή. Πόση δύναμη πράγματι έχει το παράδειγμα του άλλου. Η πράξη του άλλου, αυτό που επιτελεί, είναι εκείνο που δημιουργεί την τάση προς μίμηση. Διότι ο άνθρωπος είναι ον που μιμείται. Ο ένας παρασύρει, θα λέγαμε, τον άλλον. Συνήθως μιλάμε για τη μίμηση, φορτίζοντάς την με αρνητικό μόνο περιεχόμενο. Η μίμηση όμως είναι από τα σπουδαιότερα μέσα, που αν αξιοποιηθεί σωστά, οδηγεί τον άνθρωπο, και ιδίως τον νέο, σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Το σημειώνει και ο λόγος του Θεού. Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα, καλεί να τον μιμηθούν οι πιστοί, όπως εκείνος άλλωστε μιμήθηκε τον Χριστό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Το ίδιο καλεί και ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος: «μη μιμού το κακόν, αλλά το αγαθόν». Ξέρει ο απόστολος τη δύναμη της μίμησης, γι’  αυτό και λέει να μιμούμαστε το αγαθό και όχι το κακό. Είναι ευνόητο βεβαίως πόσο πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι, ιδίως οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κληρικοί, ώστε αυτό που εμείς κάνουμε ως σωστό, αυτό και να προσφέρεται προς μίμηση και για τους μικρότερους. Κι από την άλλη, πόσο πρέπει να προσέχουμε τις φιλίες μας. Τι καλό θα ήταν ο καθένας μας να είχε φίλους, οι οποίοι θα τον παρακινούσαν διαρκώς στο αγαθό. Τι καλό θα ήταν εμείς να αποτελούμε το παράδειγμα, ώστε να παρακινούμε τους άλλους στο αγαθό!

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΤΟΥ ΑΛΦΑΙΟΥ (9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν αδελφός του αποστόλου Ματθαίου, του τελώνη και ευαγγελιστή. Ο απόστολος αυτός βγήκε στο κήρυγμα, πυρπολημένος από θείο ζήλο, και κατέστρεψε όλα τα τεμένη των ειδώλων, ενώ επιτέλεσε και πολλά θαύματα: θεραπείες νόσων και εκδιώξεις πονηρών πνευμάτων. Γι’  αυτό και το πλήθος των εθνών τον ονόμασε «σπέρμα θείον». Αφού λοιπόν περιόδευσε στον περισσότερο κόσμο ως εραστής του Χριστού, του Οποίου και το πάθος και τον θάνατο ζήλεψε, καρφώνεται σε σταυρό και έτσι παρέδωσε το πνεύμα στον Θεό».

Όταν πρόκειται η εορτή ενός από τους Αποστόλους του Κυρίου, η εκκλησιαστική υμνογραφία στέκεται με ένα ιδιαίτερο δέος και με ένα θάμβος απέναντί του. Και δικαιολογημένα. Ένας απόστολος σχετίζεται κατεξοχήν με τον Κύριο, ανήκει σ’  αυτούς που κλήθηκαν από Εκείνον για να είναι οι μάρτυρες της αποκάλυψης του Θεού, συνεπώς ψηλαφά κανείς μαζί του τα ίδια τα αποτυπώματα του Χριστού και αναπνέει την ατμόσφαιρα  όχι μόνον της χάρης Του, αλλά και της ιστορικής παρουσίας Του. Γι’  αυτό και η κοινωνία με τους αποστόλους θεωρείται όρος για την ορθή κοινωνία με τον Χριστό, λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων αποστολική. Αυτό το δέος και αυτό το θάμβος νιώθει και ο υμνογράφος για τον άγιο απόστολο Ιάκωβο, τον υιό του Αλφαίου, που εορτάζουμε σήμερα, τέτοιο μάλιστα που για να μιλήσει γι’ αυτόν, τον παρακαλεί «να του απλώσει το χέρι προς βοήθειά του και να ικετεύσει τον Κύριο να λάμψει φως στην καρδιά του» (ωδή α΄).

Η πεποίθηση του υμνογράφου – εκφραστή, όπως γνωρίζουμε, της συνείδησης της εκκλησιαστικής κοινότητας – ότι προσεγγίζοντας και τιμώντας έναν απόστολο βρισκόμαστε μπροστά στον ολοζώντανο Χριστό, δηλαδή ότι η αξία του αποστόλου έγκειται όχι σε κάτι δικό του, αλλά στην αντανάκλαση του φωτός του Χριστού, φαίνεται και από μία παρατήρηση που κάνει για τον άγιο Ιάκωβο - την οποία και επαναλαμβάνει πολλαπλώς – και που εκ πρώτης όψεως  θεωρείται περιττή και αυτονόητη: υμνολογούμε τον απόστολο Ιάκωβο όχι γιατί είναι υιός του Αλφαίου, αλλά γιατί είναι απόστολος του Χριστού, συνεπώς κήρυκας της σαρκώσεως του Θεού στον κόσμο: «…σε ανυμνούντες Ιάκωβε ένδοξε, ουχ ως Αλφαίου υιόν, αλλ’  ως του Χριστού απόστολον και κήρυκα της αυτού αρρήτου σαρκώσεως» (Δόξα αίνων). Πράγματι, περιττή και αυτονόητη η παρατήρηση. Αλλά προφανώς ο υμνογράφος θέλει το αυτονόητο να το σκεφτούμε καλύτερα. Δηλαδή ότι η σχέση με τον Χριστό εξαφανίζει όλες τις θεωρούμενες καυχήσεις του ανθρώπου, είτε φυλετικές είναι αυτές είτε κοινωνικής τάξεως είτε μορφωτικές είτε οτιδήποτε άλλο ανθρώπινο. Με άλλα λόγια, η «περιττή» αυτή παρατήρηση ισοδυναμεί, θα μπορούσαμε να πούμε, με αυτό που εξαγγέλλει και ο απόστολος Παύλος «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Ό,τι δεν είναι Χριστός, ό,τι δεν φανερώνει τη σωτήρια παρουσία Του, δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Κι αυτό συμβαίνει βεβαίως, γιατί μόνον ο Χριστός είναι ο Σωτήρας, ο Οποίος «μένει εις τον αιώνα». Όλα τα άλλα υπηρετούν τη φθορά και τον θάνατο.

Η παραπάνω αλήθεια κάνει τον υμνογράφο να παραπέμψει και σε κάτι ακόμη, που έρχεται ως συνέπεια αυτής: ποιος είναι ο πραγματικός ηγέτης και καθοδηγητής των ανθρώπων. Ο άγιος Ιάκωβος ως απόστολος και μαθητής του Χριστού, ως αντανάκλαση δηλαδή του φωτός Εκείνου, είναι πράγματι ηγέτης και καθοδηγητής. Διότι φωτίζει με τον λόγο του και με τα θαύματά του τους λαούς, προκειμένου να βρίσκουν τον δρόμο για τον Χριστό, για τη Βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία τους. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση αυτή, ιδιαιτέρως σήμερα, διότι πολλοί «φωτιστάδες» έχουν εξαπολυθεί στον κόσμο, κομίζοντας «φώτα» και «λυτρώσεις», οι οποίες στην πραγματικότητα χαλκεύουν τον άνθρωπο στα δεσμά του πονηρού διαβόλου. Όπως το είπαμε και παραπάνω: οποιοδήποτε «φως» δεν έχει τον Χριστό, υπηρετεί την αμαρτία και τα πάθη του ανθρώπου. Δηλαδή, οποιοσδήποτε θεωρούμενος φωτιστής και καθοδηγητής των ανθρώπων, που δεν φανερώνει τον Χριστό, είναι ψεύτικος φωτιστής, που επιβεβαιώνει αυτό που ο Κύριος έχει επισημάνει: «τυφλός τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Ο εκκλησιαστικός ποιητής το εκφράζει με τον καθαρότερο τρόπο: «Την σοφίαν την όντως παιδαγωγόν, εσχηκώς σε μυούσαν τα υπέρ νουν, σοφίαν εμώρανας των Ελλήνων, θεόπνευστε, και εθνών εγένου φωστήρ και διδάσκαλος, ευσεβείας λόγοις ρυθμίζων τους άφρονας» (κάθισμα ωδής γ΄). Δηλαδή: Είχες την αληθινή σοφία (τον Χριστό) ως παιδαγωγό, η οποία σε μυούσε στα υπεράνω του νου, γι’  αυτό και απέδειξες ότι είναι ανοησία η σοφία των ειδωλολατρών, θεόπνευστε. Κι έγινες έτσι φωστήρας και δάσκαλος των εθνών, ρυθμίζοντας τους άφρονες με τους λόγους της ευσέβειας.

08 Οκτωβρίου 2024

ΟΤΑΝ ΕΧΕΙΣ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ...

 

«“Δέν ἔχει γεννηθεῖ ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πού θά μέ λυπήσει”. Αὐτή ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη καί ἡ διαρκής χαρά τήν ὁποία ἐξέπεμπε (η οσία Γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη) ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς αἴσθησης τῆς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι καί νά τῆς ἔλεγες σοῦ ἔδινε τήν ἴδια συνταγή: “Ὅταν ἔχεις στενοχώρια, νά γράφεις ἄπειρες σελίδες μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἤ τό “Κύριε Ἐλέησον”. Νά διαβάζεις τό Εὐαγγέλιο κάθε μέρα. Καί ὅταν θέλεις νά ἔχεις πιό πολλή χάρη, νά διαβάζεις τίς ἐπιστολές”. Ἄν πάλι πήγαινες ὅλο μιζέρια καί θρῆνο καί τῆς ἔλεγες ὅτι ἔχεις στήν ψυχή σου θλίψη, τότε σοῦ ἔδινε μιά ἄλλη πρόταση ζωῆς: “Ἄν θές νά πάψεις νά ἔχεις θλίψη, θά πρέπει νά πάψεις νά ἀσχολεῖσαι μέ τόν ἑαυτό σου. Θά πρέπει νά γίνεσαι ὁ ἄλλος, καί νά ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Πρῶτον πίστη, δεύτερον πίστη, τρίτον πίστη”» (Μοναχής Φιλοθέης, Η Γερόντισσα της χαράς, Μοναχή Γαβριηλία Παπαγιάννη, εκδ. Επιστροφή, σελ. 131).

Παράδοξος ο λόγος της οσίας Γαβριηλίας. Πώς είναι δυνατόν ευρισκόμενος κάποιος σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, με κύριο χαρακτηριστικό την ταραχή και την αντιπαλότητα στις ανθρώπινες σχέσεις, να μην λυπηθεί από την επίθεση που θα δεχτεί όχι λίγες αλλά πολλές φορές και μάλιστα όχι από έναν αλλά μάλλον από πολλούς συνανθρώπους του; Όταν ο άλλος θα σε αμφισβητήσει, θα σε χλευάσει, θα σε ζηλέψει, θα σε αδικήσει, ιδίως όταν είσαι χριστιανός, πώς εσύ δεν θα αντιδράσεις, δεν θα λυπηθείς, δεν θα ταραχτείς; Τι μπορεί να συμβαίνει; Η Γερόντισσα Φιλοθέη που είχε γνωρίσει την οσία όταν η ίδια ήταν νεαρή και η Γαβριηλία προχωρημένης ηλικίας, δίνει την απάντηση. Η οσία Γαβριηλία ζούσε διαρκώς μέσα στην παρουσία του Θεού, γι’ αυτό και διακατεχόταν από ανιδιοτελή αγάπη και διαρκή χαρά. Η ψυχή της, η καρδιά της, η διάνοιά της, όλη η δυναμική και του σώματός της ήταν προσανατολισμένα με θεϊκό έρωτα προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, αφότου μάλιστα αφιερώθηκε πλήρως και εντελώς ως μοναχή σ’ Εκείνον. Αυτό που η Εκκλησία μας δίνει στον άνθρωπο, να μπορεί χάριτι Θεού να γίνει μέλος Χριστού ενδεδυμένος Εκείνον, αυτό και ζούσε ενεργοποιώντας τη χάρη αυτή η αγία αυτή ψυχή. Κι έτσι κατανοούμε όσο μπορούμε τον εσωτερικό έντονο αγώνα της να ζει ως Χριστός στον κόσμο, δηλαδή να ζει εν Αυτώ και Αυτός εν αυτή – ό,τι έχει υποσχεθεί ο Κύριος στον αληθινά πιστό του: «ὁ τηρῶν τάς ἐντολάς Αὐτοῦ, ἐν Αὐτῷ μένει καί Αὐτός ἐν αὐτῷ».

Οπότε, το «κέντρο βάρους» της οσίας αυτής γυναίκας, όπως και κάθε αγίου της Εκκλησίας, δεν βρισκόταν στον εαυτό της – αυτό γίνεται στον άνθρωπο που «πατάει» στις δικές του (ανύπαρκτες) δυνάμεις γιατί έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του, με αποτέλεσμα βεβαίως το «βύθισμα» στα πάθη του και στις δυνάμεις του Πονηρού. Ένα έρμαιο του Πονηρού και των τυφλών ορμών του δεν είναι ο άθεος και άπιστος άνθρωπος; Το «κέντρο βάρους» της βρισκόταν στον Ίδιο τον Κύριο και Θεό της, αφού «Αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος» και η ίδια κατανοούσε τον εαυτό της, όπως είπαμε, ως μέλος δικό Του. Συνεπώς, με γνώση της ταραχής και της άγνοιας των ανθρώπων των εκτός Θεού ευρισκομένων αλλά και με επίγνωση της δικής της «ταυτότητας» ως χριστιανής που έβλεπε τα πάντα εν Θεώ μπορούσε να λέει: «κανείς δεν μπορεί να με λυπήσει». Πότε μόνον θλιβόταν η αγία Γερόντισσα; Όταν σκεφτόταν την άσχημη κατάσταση του ανθρώπου που δεν ζει κατά Χριστόν. Τότε, ναι, θλιβόταν και λυπόταν, μεταποιώντας τη λύπη της αυτή σε έμπονη προσευχή για τον άνθρωπο. Άλλωστε, ποτέ ο λόγος του Κυρίου δεν μας αφήνει να φερόμαστε ένθεν κακείθεν λόγω των παθών μας, αλλά μας στερεώνει την καρδιά ώστε να βρίσκεται αταλάντευτα πάνω στις εντολές Εκείνου, διαβλέποντας την παρουσία Του στο πρόσωπο κάθε συνανθρώπου μας. «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσαστε».

Προκειμένου βεβαίως να βρίσκεται ο πιστός στην οδό Κυρίου απαιτείται να γνωρίζει το Ευαγγέλιο, να το μελετά έμπρακτα, ώστε να φωτίζεται αδιάκοπα από την παντοδύναμη ενέργεια που περικλείεται σ’ αυτό, κάτι που οδηγεί και στην υπέρβαση της όποιας στενοχώριας και της όποιας θλίψης. Είναι γνωστό από την παράδοση της Εκκλησίας και την εμπειρία των αγίων μας: άνθρωπος που με αληθινή διάθεση θα μελετήσει τον λόγο του Θεού θα νιώσει «την ακτίνα» (όσιος Ισαάκ ο Σύρος) της χάρης του Θεού να τον περιλούει και να τον απαλλάσσει από ό,τι αρνητικό συναίσθημα μπορεί να τον διακατέχει. Και πόση σοφία και γνώση του ανθρώπου επίσης υπάρχει  στην προτροπή της οσίας μοναχής: «Ὅταν ἔχεις στενοχώρια, νά γράφεις ἄπειρες σελίδες μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἤ τό “Κύριε Ἐλέησον”»! Διότι όχι μόνον τα χείλη που σιγοψιθυρίζουν την ευχή, αλλά και η όραση του ονόματος του Κυρίου και η αφή με το γράψιμο, δηλαδή όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου, συμμετέχουν στην αγιασμένη αυτή ενέργεια - μία ιδιότυπη έμπρακτη εφαρμογή της εντολής του Θεού να Τον αγαπάμε «με όλη την καρδιά, την ψυχή, τη διάνοια, την ισχύ» μας.

Κι είναι πια ευνόητο: άνθρωπος που είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, δηλαδή προς τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών, θα βλέπει την παρουσία Του στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου του – το μνημονεύσαμε και παραπάνω! Αλλά και με το αποτέλεσμα που είπε ο Κύριος: η ανιδιοτελής αγάπη του πιστού για κάθε συνάνθρωπό του, όποιος κι αν είναι αυτός, θα φέρνει μαζί και την αδελφή της αγάπης, τη χαρά. Όταν υπερβαίνεις την αποκλειστική αγάπη για τον εαυτό σου και «γίνεσαι ο άλλος» διά της εν Χριστώ αγάπης, τότε εμπειρικά διαπιστώνεις ότι βρήκες το μονοπάτι που σε πάει κατευθείαν στην πηγή! Της αιώνιας χαράς, δηλαδή του Ιησού Χριστού!   

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΕΛΑΓΙΑ

«Η οσία Πελαγία έζησε επί βασιλέως Νουμεριανού και καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας. Ζούσε μέσα στις ορχήστρες και τα θέατρα της εποχής και ήταν πόρνη, μαζεύοντας από την πονηρή αυτή εργασία πάρα πολλά χρήματα. Όταν όμως κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον επίσκοπο Νόνο, που ήταν άγιος άνθρωπος, και μετανόησε θερμά, βαπτίσθηκε και άφησε ό,τι σχετιζόταν με την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή της σαν σκουπίδια. Στη συνέχεια, περιβλήθηκε τρίχινα ρούχα, και αφού παρουσιάστηκε ως άνδρας, πήγε κρυφά στο όρος των Ελαιών, όπου και εγκλείστηκε σ’ ένα κελί, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής της εκεί, κατά τρόπο θεάρεστο. Στο κελί αυτό αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Η οσία Πελαγία ανήκει σε εκείνη τη χορεία των ανθρώπων, για τους οποίους ο Κύριος, απευθυνόμενος στους Φαρισαίους,  είχε πει: «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των Ουρανών». Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους, οι οποίοι ναι μεν από πλευράς κοινωνικής δεν έχουν καλό όνομα, εν αντιθέσει προς τους Φαρισαίους για παράδειγμα που θεωρούνταν οι καλύτεροι Ιουδαίοι και συνεπώς οι πιο κοντινοί στον Θεό, αλλά διακρίνονται για την καλή τους διάθεση, την καλή τους προαίρεση, και που γι’  αυτό, μόλις δοθεί η πρόκληση από πλευράς του Θεού, αμέσως ανταποκρίνονται και ακολουθούν τον Θεό. Ο Κύριος για τέτοιους ανθρώπους είπε την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου ή και την παραβολή του ασώτου, να δείξει δηλαδή ότι εκείνο που μετράει ενώπιον του Θεού τελικώς είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητας, το «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», και όχι μία εικόνα αυτοδικαίωσης του ανθρώπου, λόγω πιθανόν κάποιων καλών πράξεών του, η οποία το μόνο που επισύρει από τον Θεό είναι η καταδίκη του.

Με την οσία Πελαγία, όπως και με τις αντίστοιχες παρόμοιες περιπτώσεις: την οσία Μαρία την Αιγυπτία, για παράδειγμα,  την οσία Ταϊσία την πόρνη (που και αυτήν εορτάζουμε σήμερα) κ.ά., βρισκόμαστε με ανάγλυφο θα λέγαμε τρόπο, μπροστά στο φαινόμενο της μετανοίας, το οποίο αποτελεί και τη μόνη προϋπόθεση εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Ο Θεός μας δηλαδή, όπως απαρχής έδειξε ο Κύριος, δεν ζητάει από τον άνθρωπο την αναμαρτησία του, η οποία ασφαλώς και δεν υπάρχει – όλοι γνωρίζουμε ότι ο μόνος αναμάρτητος είναι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός – αλλά τη μετάνοιά του, ως συναίσθηση της αμαρτίας του και ελπίδα στη φιλανθρωπία Εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο τελευταίος των Προφητών, Ιωάννης ο Πρόδρομος, που ετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Μεσσία, και ο ίδιος ο Κύριος, εκείνο που ετόνιζαν απαρχής και στη συνέχεια των δράσεών τους, ήταν το «μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των Ουρανών». Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας τονίζει πάντοτε ότι η μόνη διάκριση των ανθρώπων που γίνεται αποδεκτή, δεν είναι από πλευράς φυλετικής, κοινωνικής, μορφωτικής, γένους κλπ., αλλά από το αν οι άνθρωποι είναι μετανοημένοι ή όχι. Άνθρωπος που συναισθάνθηκε τις αμαρτίες του και στράφηκε με ελπίδα στον Θεό, αυτός θεωρείται και ο άγιος άνθρωπος, αυτός θεωρείται ο πολίτης του Ουρανού. Άνθρωπος που νιώθει «καλά» με τον εαυτό του, με την έννοια ότι μπορεί να καυχάται για τις αρετές του, συνεπώς να μη νιώθει κανένα έλλειμμα μέσα του, είναι ο άνθρωπος από τον οποίο ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Η περίπτωση της παραβολής του τελώνου και του Φαρισαίου, που μνημονεύσαμε και παραπάνω, είναι παραπάνω από ενδεικτική.

Με την οσία Πελαγία λοιπόν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει μετάνοια. Σημαίνει  αλλαγή τρόπου ζωής, και μάλιστα χωρίς υπεκφυγές και αναβολές. Μόλις κατάλαβε η οσία ότι η ζωή της δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό, αμέσως μετανόησε και εξέφρασε τη γνησιότητα της μετανοίας της με την αλλαγή της ζωής της, και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό: κλείστηκε διά παντός σ’  ένα κελί, αλλάζοντας ακόμη και την εμφάνισή της. Κι αυτό είναι ακριβώς το σημάδι της γνήσιας μετάνοιας: η άμεση αλλαγή της ζωής∙ η στροφή προς τον Θεό και η τήρηση του αγίου θελήματός Του. Και τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι πολλές φορές μας εμπαίζει ο διάβολος, ο οποίος δεν έρχεται να μας πει να μη μετανοήσουμε. Εκείνο στο οποίο μας σπρώχνει είναι να αναβάλουμε τη μετάνοιά μας. Το αύριο είναι η αιχμή του δόρατος του Πονηρού, γιατί ξέρει ότι το αύριο γίνεται μεθαύριο, το μεθαύριο η μεθεπομένη κ.ο.κ., συνεπώς ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε στα ίδια. Η υμνολογία της ημέρας, σχεδόν καθ’  ολοκληρίαν, αυτήν τη μετάνοια τονίζει στο πρόσωπο της οσίας Πελαγίας, για να μας πει ότι αφενός η μετάνοια οδηγεί στην πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών του ανθρώπου και την πλήρωσή του με όλες τις δωρεές του Θεού, αφετέρου αποτελεί τον μονόδρομο και για εμάς, αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο. Ας ακούσουμε τον οίκο του κοντακίου της ημέρας: «Όσοι εν βίω αμαρτίαις εμολύνθημεν, ως ο τάλας εγώ, ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, τον οδυρμόν τε μετά δακρύων της οσίας Μητρός ημών Πελαγίας, ίνα ταχύ εκ Θεού την συγχώρησιν λάβωμεν∙ καθάπερ η μακαρία, έτι ζώσα, τον ρύπον απέπλυνε της αμαρτίας, και έλαβεν εκ Θεού την τελείαν συγχώρησιν, οδόν μετανοίας υποδείξασα».  Όσοι μολυνθήκαμε από τις αμαρτίες στη ζωή μας, όπως ο ταλαίπωρος εγώ, ας ζηλέψουμε τη μετάνοια και τον οδυρμό με δάκρυα της οσίας Μητέρας μας Πελαγίας, για να λάβουμε γρήγορα τη συγχώρηση από τον Θεό. Όπως συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία: όσο ήταν ακόμη στη ζωή, έπλυνε καλά τη βρομιά της αμαρτίας και έλαβε από τον Θεό την τέλεια συγχώρηση, υποδεικνύοντάς μας το δρόμο της μετανοίας. 

07 Οκτωβρίου 2024

«ΝΑ ΛΕΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ»

«Να λέμε λίγα λόγια και καλά. Και να προσπαθήσουμε τη σιωπή. Χωρίς σιωπή δεν προχωράει η αρετή. Χωρίς σιωπή δεν αποκτιέται η προσευχή. Με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο… Να αποκτήσετε τη σιωπή. Την εποικοδομητική σιωπή. Να σκέφτεσθε τη ζωή του Χριστού, πώς ζούσε ο Χριστός, πώς συμπεριφερόταν!» (Γερόντισσα Θεοσέμνη, Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων).

Ακούγεται παράδοξος ο λόγος της αγιασμένης μακαριστής Γερόντισσας Θεοσέμνης της Ι. Μ. Παναγίας της Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης (1938-2000), σε μία εποχή που ο πληθωρισμός ακριβώς του λόγου θεωρείται από τους περισσοτέρους ως δεδομένη και υγιής κατάσταση. Μα τούτο δεν είναι σωστό, τονίζει η Γερόντισσα. Γιατί; Διότι «με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο!» Αλλοπρόσαλλη δεν είναι πράγματι η εποχή μας; Τίποτε δεν είναι σταθερό που να θεωρείται ως αξία ακατάλυτη. Η μετανεωτερική μάλιστα εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει αυτό προβάλλει και εξαγγέλλει: ότι πέραν του ιδίου του ατόμου που μπορεί να αυτοκαθορίζεται και να καθορίζει και τις αξίες τις δικές του και του κόσμου δεν υφίσταται τίποτε άλλο. Ο Θεός, ο κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος, η αγαπητική θυσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο, ένα πλαίσιο ζωής που σέβεται τη ζωή και όλη τη δημιουργία είναι «αξίες» που εκφράζουν τον «παλαιό» άνθρωπο, τις κοινωνίες που είναι «παρωχημένες», που συνιστούν τροχοπέδη για την «πρόοδο» του ανθρώπου. Και το αποτέλεσμα; Να θεωρείται ο «προοδευτικός» αυτός άνθρωπος «ελεύθερος» ευρισκόμενος αλυσοδεμένος με όλες τις αλυσίδες των παθών του και του Πονηρού ασφαλώς διαβόλου που τα υποκινεί. Δεν χρειάζονται αποδείξεις για το τραγικό αποτέλεσμα: το ζει καθένας που μπαίνει στη διαδικασία να λέει πολλά, να κρίνει τους πάντες και τα πάντα, να κατακρίνει με το παραμικρό τους συνανθρώπους του, πλην βεβαίως του ίδιου του… εαυτού του! Και έρχεται η στιγμή που τελικώς νιώθει άδειος, κενός, σαν να αίρεται από τον εσωτερικό του κόσμο κάθε ικμάδα ζωής – σαν το χώμα που ξεραίνεται και γίνεται πέτρα, μία ζωή χωρίς ζωή!

Και το τραγικό αποτέλεσμα δεν έχει μόνο εγκόσμιες διαστάσεις˙ προσδιορίζει και την ίδια την αιώνια ζωή, η οποία εκκινά από εδώ και εκτείνεται χωρίς τέλος μετέπειτα. Ο ίδιος ο Κύριος το αποσαφήνισε με τον καθαρότερο τρόπο: «Για κάθε αργό λόγο που θα πείτε, (και αργός λόγος είναι κάθε λόγος που δεν εκφράζει τη σχέση με τον Θεό),  θα δώσετε λόγο κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι από τα λόγια σου θα δικαιωθείς και από τα λόγια σου θα κατακριθείς». Κι αυτό συμβαίνει διότι ο λόγος του ανθρώπου, προφορικός ή γραπτός, εκφράζει τον ενδιάθετο λεγόμενο εσωτερικό λόγο του ανθρώπου που βγαίνει ατόφιος μέσα από την καρδιά του. Ό,τι κυριαρχεί στην καρδιά αυτό και  εκφέρει ο λόγος. Καθαρή η καρδιά; Καθαρά και σωστά και μετρημένα και τα λόγια! Βρόμικη η καρδιά από το πλήρωμα του εγωισμού και των παθών; Βρόμικα και τα λόγια, προσβλητικά, χλευαστικά και ειρωνικά, ή έστω και ανούσια. Κι αυτά τα βρόμικα λόγια όχι μόνο φανερώνουν την ακάθαρτη καρδιά αλλά και, κατά τη Γερόντισσα, δημιουργούν τις συνθήκες για να επιτείνεται το αλλοπρόσαλλο της βρομιάς της.

«Να προσπαθήσουμε τη σιωπή», συνιστά η Γερόντισσα που βασίζεται στον βιβλικοπατερικό λόγο αλλά και στην ίδια την αγιασμένη εμπειρία της. «Να αποκτήσουμε τη σιωπή». Γιατί η σιωπή αποτελεί το μέσον προκειμένου να προχωρήσουμε στην αρετή, ιδίως δε να μπορούμε να προσευχηθούμε. Το συνιστά μεταξύ των άλλων και ο μέγας ασκητικός διδάσκαλος όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Η σιωπή είναι η μητέρα της προσευχής». Κι αν σκεφτεί κανείς ότι η προσευχή είναι η κατεξοχήν ένδειξη της αγάπης προς τον Θεό, η πολυλογία και η αργολογία φανερώνουν την ανυπαρξία της αγάπης αυτής. Το λέει και ο ίδιος ο λαός μας: «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια». Η δε Παλαιά Διαθήκη τονίζει: «Από την πολυλογία δεν θα ξεφύγεις την αμαρτία». Η Γερόντισσα όμως διακριτικά συμπληρώνει: Όχι οποιαδήποτε άσκηση σιωπής, αλλά η εποικοδομητική σιωπή γίνεται φορέας της χάρης του Θεού – ό,τι λέει και ο ίδιος της Κλίμακος άγιος με τον όρο «σιωπή εν γνώσει». Γιατί μπορεί κανείς να σιωπά και να… αμαρτάνει! Πώς; Για να μην εκτεθεί απλώς σε ένα περιβάλλον που βλέπει ότι δεν τον… παίρνει να μιλάει, συνεπώς από λόγους κενοδοξίας ασκεί τη σιωπή˙ όπως μπορεί να μη μιλάει γιατί κρατάει… μούτρα, όπως λέμε, από έναν εγωισμό δηλαδή που θέλει έντονα να δείξει το έλλειμμα της αγάπης του προς κάποιον συνάνθρωπό του. «Γιατί με αποφεύγεις και δεν απαντάς στα μηνύματά μου;» ρώτησε κάποιος έναν θεωρούμενο φίλο του. «Γιατί θέλω να σου δείξω ότι δεν σε θέλω στη ζωή μου και με ενοχλεί η παρουσία σου» απάντησε εκείνος πειραγμένος.

Η εποικοδομητική λοιπόν και εν γνώσει σιωπή είναι η σώζουσα. Δηλαδή αυτή που περιορίζει τα λόγια γιατί αυξάνει τον διάλογο με τον Θεό. «Ο φίλος της σιωπής προσεγγίζει τον Θεό και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν» (όσιος Ιωάννης Κλίμακος). Κι αυτό σημαίνει ότι επειδή είναι εποικοδομητική η σιωπή αυτή λειτουργεί με διάκριση – γνωρίζει ο ασκών αυτήν  πότε θα τη σταματήσει και πότε θα τη συνεχίσει. Γιατί φωτισμένος από τον Θεό αισθάνεται ότι κάποιες φορές ο λόγος του μπορεί να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του, να τον νουθετήσει, να τον παρηγορήσει. «Μίλα διά τον Θεόν, σιώπα διά τον Θεόν» ακούμε τον λόγο και των οσίων αββάδων του Γεροντικού, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η σιωπή συνιστά ένα από τα σπουδαιότερα αγωνίσματα της ασκητικής τους ζωής.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μιξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων (επίλεκτων στρατιωτικών μονάδων), ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».

Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και «οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων» (ωδή ς΄). Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: «ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους» (ωδή γ΄).

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη» (αίνοι). Κι αλλού: «Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο» (αίνοι). Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τούς έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος» (αίνοι).

Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στο πλαίσιο της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.

06 Οκτωβρίου 2024

ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ "ΑΠΙΣΤΙΑ"

 

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού! Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας!

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της λάσπης – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού!