01 Αυγούστου 2025

ΔΕΝ ΘΑ Σ’ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ!

«Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ» (θεοτοκίον)

(Δεν θα απομακρυνθούμε, Δέσποινα, από σένα)

Είναι η ευχή και η υπόσχεση του πιστού χριστιανού που νιώθει ότι χωρίς την Παναγία Μητέρα δεν μπορεί να ζήσει – μαζί Της θέλει να είναι πάντοτε, προσκολλημένος στην παρουσία Της, γιατί έχει ευεργετηθεί από τη δύναμη και την αγάπη Της. Το ομολογεί και το κραυγάζει κατανοώντας ταυτόχρονα και την αναξιότητά του προφανώς λόγω του πλήθους των ανομιών και των αμαρτιών του: δεν μπορώ να σιωπήσω και να μην διαλαλώ τη δύναμη της ευεργεσίας Σου απέναντί μου. Διότι αν δεν ήσουν Εσύ η Πρώτη που μεσίτευες για μένα στον Υιό και Θεό Σου, ποιος θα με είχε σώσει από τόσους μεγάλους κινδύνους; Ποιος μάλιστα θα με είχε διαφυλάξει μέχρι τώρα ελεύθερο από τη δαιμονική τυραννία; Λοιπόν, πράγματι δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, γιατί σώζεις εμένα και τους άλλους πιστούς από ένα σωρό δεινά.

Τι υπόκειται ως βάση στην κραυγή αυτή του πιστού απέναντι στη Μάνα Παναγία; Πρώτον, το γεγονός ότι η ικεσία στην Παναγία είναι ικεσία στην πραγματικότητα στον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό. Και δικαιολογημένα: Χριστός και Παναγία, όπως κηρύσσει πάντοτε η Εκκλησία μας, συν-ορώνται, χωρίς να μπορεί κανείς να διασπάσει τον μεταξύ τους άρρηκτο δεσμό. Γιατί Εκείνος είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, του ζωντανού σώματός Του, ως ο Υιός του Θεού κι Εκείνη είναι το πρώτο και πιο τιμημένο και εξαίρετο μέλος του σώματος Αυτού. Αν ο οποιοσδήποτε χριστιανός κατανοείται ως ένα με Εκείνον από τη στιγμή που βαπτίστηκε, όταν μάλιστα ενεργοποιεί διά της τηρήσεως των αγίων εντολών Του τη χαρισματική αυτή ταυτότητά του – «ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῶ» - πόσο απείρως περισσότερο ισχύει τούτο για την υπεραγία Θεοτόκο, η οποία εκλέχτηκε μεταξύ όλων των γυναικών απαρχής του κόσμου και μετέπειτα για να γίνει η Μητέρα του Θεού ως ανθρώπου; Κανείς δεν μπορεί να σταθεί ισοστάσια προς την Παναγία – Εκείνη κατέχει «τα δευτερεία της θεότητος», Εκείνη συνιστά την «μετά Θεόν» καταφυγή των ανθρώπων.

Και δεύτερον, ακριβώς λόγω της ταυτοτικής αυτής σχέσεως της Παναγίας προς τον Υιό και Θεό Της ζει και λειτουργεί κι η Ίδια στον ίδιο ρυθμό αγάπης και προσφοράς με Εκείνον. Η Παναγία είναι Παναγία όχι πρώτιστα γιατί κυοφόρησε και μεγάλωσε ως άνθρωπο τον Ιησού Χριστό, αλλά γιατί ταυτόχρονα ήταν η Πρώτη που υπήκουε απολύτως και μέχρι τέλους έως θανάτου στο άγιο θέλημά Του - την εκλογή Της ως Μητέρα του Θεού την επιβεβαίωνε καθημερινώς και αδιαλείπτως. Το «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» ήταν η καθημερινή επωδός της επί γης πορείας Της, γι’ αυτό και η αγάπη Εκείνου εξακτινωνόταν μέσα από όλη την ύπαρξή Της, το σώμα και την ψυχή Της. Αγάπη ο Θεός και Χριστός, αγάπη και η Παναγία Μητέρα Του. Πώς λοιπόν να μην βρίσκεται εσαεί με βλέμμα ευμενές απέναντι στα τέκνα του Θεού Της και τέκνα κατ’ επέκταση και δικά Της; Η ευεργεσία Της προς αυτά ήταν και είναι η συνέχεια της ευεργεσίας του Θεού απέναντί τους, κάτι που δεν μπορεί ο πιστός, όπως το λέει ο υμνογράφος, να μη το διαλαλήσει.

Ποιος συνεπώς λογικός άνθρωπος θα απομακρυνόταν από την πηγή της αγάπης και της θεραπείας του; Ό,τι απάντηση έδωσε ο απόστολος Πέτρος στον Ιησού Χριστό, όταν προκάλεσε Εκείνος τους μαθητές Του αν θέλουν να φύγουν από κοντά Του: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις», την ίδια τοποθέτηση έχει και ο εν επιγνώσει πιστός απέναντι στην Παναγία και τον Κύριο: «Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ». Μπορεί να αμαρτάνουμε λόγω της αδυναμίας μας, αλλά δεν έχουμε Άλλον, Άλλη να μας σώζει από όλα τα δεινά του βίου μας. Και βεβαίως, σιγά σιγά έτσι μπορούμε να φτάσουμε και στο ανώτερο σημείο της πίστεώς μας: να μένουμε προσκολλημένοι στον Κύριο και την Παναγία μας όχι γιατί είναι οι σωτήρες από τις δυσκολίες μας και οι δότες των διαφόρων αγαθών μας, αλλά γιατί τους έχουμε αγαπήσει αληθινά και βαθιά, γι’ Αυτούς τους Ίδιους, έστω κι αν οι οδύνες ενός σταυρωμένου βίου μάς κατατρύχουν. Τότε, ναι, θα έχουμε φτάσει στο μεγάλο ζητούμενο και αδιάκοπα προσδοκώμενο: την κατάσταση του υιού, την πέραν του μισθωτού και του δούλου.  

ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ Τ' ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

Άνθη του Αιγαίου μυροβολούν δοξαστικά

στου ξωμονάστηρου τη θύρα, λες

και αντιφωνούν ροδόπνοα λιβανωτά

που καίνε αντικρύ στης Παναγιάς το βλέμμα.

 

Είναι τα μύρα της καρδιάς από τον θρήνο

- μπορεί και τη χαρά - των Παρακλήσεων

τ’ Αυγούστου που μάσει η Μάνα η Κυρά

προς ευφροσύνη Της τις έρημες τις μέρες.

(Στέφανος Δορμπαράκης, 13-8-2022)

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ, Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΥΤΩΝ ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΗΡ ΑΥΤΩΝ ΣΟΛΟΜΟΝΗ

«Αυτοί, όταν ο Αντίοχος, ο υιός του Σελεύκου, υπέταξε και αιχμαλώτισε το έθνος των Εβραίων και τους ανάγκαζε να αρνηθούν την παράδοσή τους και να τρώνε απαγορευμένες από τη θρησκεία τους τροφές, απείθησαν στον τύραννο, κρατώντας τους πατρογονικούς νόμους τους, και ο πρεσβύτης Ελεάζαρ, που ήταν διδάσκαλος και εξηγητής του Μωσαϊκού νόμου, και οι επτά παίδες, οι οποίοι μαθήτευαν σε αυτόν. Και ο μεν πρεσβύτης, αφού με δεμένα τα χέρια τον βασάνισαν με πολλούς τρόπους και τον έριξαν στη φωτιά, στο τέλος, μετά από προσευχή που έκανε, ώστε το αίμα του και ο θάνατός του να θεωρηθούν από τον Θεό αντίλυτρο για το έθνος του, εξέπνευσε. Οι δε γενναιότατοι παίδες, αφού κι αυτοί πέρασαν πολλά βασανιστήρια, με τροχούς, με καταπέλτες, με φωτιά, χωρίς να αρνηθούν την πίστη τους ούτε να προδώσουν τον νομοθέτη Θεό για την πρόσκαιρη ζωή, έλαβαν ως αυτοκράτορες των παθών τους, τα στεφάνια της υπομονής. Μαζί τους και η μητέρα τους Σολομονή, όταν ειδε το τέλος των παιδιών της, χωρίς να περιμένει ανθρώπινο χέρι να τη σύρει, ρίχτηκε στην αναμμένη πυρκαϊά, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».

Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι οι άγιοι που εορτάζουμε σήμερα ανήκουν στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης. Εντάσσονται σ’ αυτούς που χαρακτηρίζονται δίκαιοι και που θεωρούνται ότι αναστήθηκαν μαζί με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, κατά την ένδοξη Εκείνου Ανάσταση, οπότε απολαμβάνουν κι αυτοί «συν πάσι τοις αγίοις» τον παράδεισο, ευρισκόμενοι μέσα στους κόλπους του προπάτορά τους Αβραάμ. Η ίδια η ακολουθία τους μάλιστα, με το δεδομένο ότι έδωσαν τη ζωή τους για να μείνουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού - λόγω του Αντιόχου, που θέλησε, όπως σημειώνει και παραπάνω το συναξάρι, να μεταστρέψει δια της βίας τους υποταγμένους σ’ αυτόν Ιουδαίους - τους τοποθετεί στην ίδια χορεία με τους μάρτυρες του Χριστού και μάλιστα δοξολογουμένους μαζί τους με χαρμόσυνο τρόπο από όλη την Χριστού Εκκλησία: «συνεορτάσατε τοις μάρτυσι Χριστού, ως προ εκείνων αθλήσαντες υπέρ νόμου και μετ’ εκείνων ευφημούμενοι εννόμως, πάση τη Χριστού Εκκλησία φαιδρώς».

Η επιλογή του Νόμου του Θεού ως προτεραιότητας της ζωής τους αποκαλύπτει το μέγεθος της αγιότητάς τους. Διότι άγιος είναι εκείνος ο οποίος, ως γνωστόν, θέτει υπεράνω όλων το θέλημα του Θεού, άρα φανερώνει την αγάπη την οποία τρέφει προς Εκείνον. Η εντολή του Θεού άλλωστε είναι σαφής και ισχύει και για την Παλαιά και για την Καινή Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Οι άγιοι λοιπόν σήμερα έδειξαν ότι πράγματι αγαπούν με απόλυτο τρόπο τον Θεό, έχοντας μεταθέσει όλο το νου τους σ’ Εκείνον και αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αληθινή πατρίδα τους είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η άφθαρτη και ανώλεθρη, κάτι που αποτελούσε τη μαρτυρία τους και προς τον ίδιο τον Αντίοχο, κατά το δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού: «Ημίν, ω Αντίοχε, εις Βασιλεύς, ο Θεός, παρ’ ου γεγόναμεν, και προς ον επισρέφομεν. Κόσμος μένει άλλος ημίν, του ορωμένου υψηλότερος και μονιμώτερος. Πατρίς δε ημών Ιερουσαλήμ, η κραταιά και ανώλεθρος, πανήγυρις δε, η μετά Αγγέλων διαγωγή».

Μία τέτοια μετάθεση του κέντρου βάρους της ύπαρξής τους στον ίδιο τον Θεό, η οποία τους έδινε και τη δύναμη να υπερβαίνουν τις οδύνες και των μαρτυρίων τους, ήταν βεβαίως χαρισματική κατάσταση, αλλά απαιτούσε και την ανθρώπινη συνέργεια. Εννοούμε ότι συνήργησε για τον αγιασμό και το μαρτύριό τους και ο ανθρώπινος παράγοντας, εκδηλούμενος με το αλειπτικό στοιχείο. Αλείπτες, ως γνωστόν, είναι εκείνοι που προετοιμάζουν και ενισχύουν κάποιον για το μαρτύριο, παίζοντας κατά κάποιο τρόπο το ρόλο του προπονητή τους. Τέτοιους αλείπτες λοιπόν στους αγίους σήμερα έχουμε τριών ειδών: πρώτα, την ίδια τη μάνα των επτά παίδων: από μικρούς τους ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και την ώρα του μαρτυρίου τους τους ενίσχυε και με τα λόγια της και με την παρουσία της. Έπειτα, τον ιερέα διδάσκαλό τους άγιο Ελεάζαρο: διαρκώς τους νουθετούσε να παραμένουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού, έστω και με θυσία της ζωής τους, κάτι που το δίδαξε και με το άγιο παράδειγμά του. Τέλος δε, και το σημαντικότερο ίσως, αλείπτες για τους Μακκαβαίους παίδες υπήρξαν οι ίδιοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής και του μαρτυρίου τους: ο καθένας παρότρυνε τον άλλον να παραμείνει σταθερός και να μη λυγίσει την ώρα την κρίσιμη. Θα έλεγε κανείς ότι το στοιχείο αυτό κυριαρχεί κυριολεκτικά στα τροπάρια του κανόνα της εορτής: «Αλλήλους οτρύνοντες, ούτως εβόων: Νομίμως αθλήσωμεν και προθύμως θάνωμεν υπέρ πατρώων εθών». «Μη τις υστερείτω σήμερον του καλού αγώνος, μη τις θηρευθήτω, υπό του μανιώδους. Σοφός εστιν ο δράκων, αλλήλους παρώτρυναν της Σολομονής οι υιοί, μη τις υμών γένηται βρώμα αυτού». 

31 Ιουλίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ

«Αυτός ο μακάριος έζησε επί της βασιλείας του Θεόφιλου του μισόχριστου (9ος αι.). Οι γονείς του ήταν πατρίκιοι, καταγόταν δηλαδή ο άγιος από αρχοντική οικογένεια,  κι ήταν γνωστοί ορθόδοξοι, Βασίλειος και Ευδοκία στο όνομα και Καππαδόκες στο γένος. Γι’  αυτό και ο Ευδόκιμος ανατράφηκε με πολύ ενάρετο τρόπο, παίρνοντας το τιμητικό αξίωμα του κανδιδάτου, (τιτλούχου της αυτοκρατορικης φρουράς), από τον Θεόφιλο, γενόμενος στρατοπεδάρχης πρώτα της γης των Καππαδοκών, κι έπειτα ολόκληρης της γης των Ρωμαίων. Ήταν εξαιρετικά δίκαιος, διαφυλάττοντας την ισότητα απέναντι σε όλους και  κάνοντας πολλές ελεημοσύνες καθημερινά. Ζούσε  έντονα την εκκλησιαστική ζωή, φροντίζοντας τις χήρες και τα ορφανά και ενεργοποιώντας κάθε είδος αρετής. Μ’  αυτόν τον τρόπο ο μακάριος πολιτεύτηκε κατά Θεόν, μέχρις ότου αρρώστησε βαριά και παρέθεσε έτσι το πνεύμα του σ’  Εκείνον. Μετά την τελευτή του, κατόπιν εντολής που είχε δώσει όσο ζούσε, έθαψαν το τίμιο σώμα του με τα ενδύματα και τα υποδήματά του, το οποίο σώμα του δοξάσθηκε από τον Θεό με θαύματα πολλά, τα οποία τώρα αδυνατούμε να τα διηγηθούμε λεπτομερώς. Η μετακομιδή του λειψάνου του προς το Βυζάντιο έγινε στις 6  Ιουνίου, η δε αγία κοίμησή του, στις 31 Ιουλίου».

Το τέλος του μηνός Ιουλίου καταυγάζεται από τη φωτεινή μνήμη, όπως λάμπει ο ήλιος που ανατέλλει, του αγίου και δικαίου Ευδοκίμου. «Ως όρθρος, ως ήλιος ανέτειλε η μνήμη σου», διατρανώνει ο υμνογράφος της εορτής του. Ο ίδιος διαρκώς τονίζει το πόσο ο άγιος ευδοκίμησε πνευματικά στη ζωή του, τόσο που τον θεωρεί ως τύπο του ορθοδόξου πιστού. Στο πρόσωπο και τη ζωή δηλαδή του αγίου Ευδοκίμου κατανοούμε το τι σημαίνει να είναι κανείς αληθινά ορθόδοξος, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να κρίνουμε με ορθά κριτήρια τις διάφορες «εκδόσεις» ορθοδοξίας που προβάλλονται σήμερα, με την απαίτηση μάλιστα από ορισμένες  να θεωρούνται και οι μοναδικά αυθεντικές. Τι τονίζει λοιπόν εν προκειμένω ο υμνογράφος; «Τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα συ εκ νεότητος έσχηκας, βίον ακηλίδωτον και ευσυμπάθητον γνώμην, αξιάγαστε». Δηλαδή: Φύλαξες τα δόγματα (την πίστη) των Πατέρων καθαρά και ανόθευτα, αξιοθαύμαστε Ευδόκιμε, γι’ αυτό και απέκτησες από τη νεότητά σου ορθόδοξο φρόνημα, βίο αγνό και ακηλίδωτο και διάθεση γεμάτη αγάπη στους συνανθρώπους σου.

Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν από τη νεότητά του είχε ορθόδοξο φρόνημα. Σπεύδει αμέσως όμως ο ποιητής να μας πει ότι η ορθοδοξία του δεν ήταν ένα είδος ιδεολογίας: μία αποδοχή προτάσεων πίστεως, έστω και αληθινών, αλλά εμψυχωνόταν από την ίδια τη ζωή του, την οποία ζούσε καθημερινώς με αγνότητα και αγάπη. Με άλλα λόγια, η ορθοδοξία του αγίου ναι μεν είχε όλα τα στοιχεία της ορθής στον Χριστό πίστεως – ό,τι τελικώς ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως – αλλά την πίστη αυτή τη ζούσε στο εκάστοτε παρόν με έλεγχο των επιθυμιών του, ώστε η εγκράτεια και η σωφροσύνη να τον καθοδηγούν, και με πλήρωση της καρδιάς του από αγάπη. Διότι μία πίστη που δεν ζωντανεύει με την αγάπη, μέσα στο πλαίσιο της εγκρατείας, σταματάει να είναι χριστιανική και μπορεί μάλιστα να θεωρείται και δαιμονική: Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι».

Ο υμνογράφος όμως με τον λιτό κι επιγραμματικό του τρόπο, μας λέει το πώς ο άνθρωπος, όπως το βλέπουμε στον άγιο Ευδόκιμο, μπορεί να λειτουργεί έτσι ορθόδοξα: «τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα». Μόνον εκείνος που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή κρατάει καθαρή τη δική τους παράδοση, συνεπώς και τη δική τους αγιασμένη ζωή, μπορεί τελικώς να είναι ορθόδοξος. Εκείνος που θα πιστέψει ότι είναι ορθόδοξος, διαγράφοντας την Πατερική παράδοση και στήνοντας μία δική του κατανόηση της χριστιανικής πίστεως, πλανάται πλάνην οικτράν. Και τούτο γιατί η ακολουθία των Πατέρων συνιστά ακολουθία του ίδιου του Χριστού, δεδομένου ότι αυτοί έζησαν με τον πιο δυνατό και αυθεντικό τρόπο, και μάλιστα τις περισσότερες φορές δίνοντας και την ίδια τη ζωή τους, τη ζωή Εκείνου. Γι’  αυτό και τονίζεται ποικιλοτρόπως ότι η Εκκλησία μας είναι μεταξύ των άλλων Πατερική, άρα και ορθά αποστολική. Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν αναδείχθηκε άγιος και δίκαιος, γιατί έζησε σωστά ως ορθόδοξος: πατερικά και εκκλησιαστικά. Κι αυτό μας προτρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν επιθυμούμε τον αγιασμό μας.

30 Ιουλίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΣΙΛΑΣ, ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ, ΚΡΗΣΚΗΣ, ΕΠΑΙΝΕΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί απόστολοι, από τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Κυρίου, τους εβδομήντα, κήρυξαν στη Καρχηδόνα, την Ιταλία και σε όλο τον κόσμο, με πολλή δύναμη και παρρησία, τον λόγο της πίστεως του Χριστού, κι αφού δίδαξαν πολλούς από τους ειδωλολάτρες και τους βάπτισαν, εν ειρήνη παρέδωσαν τα πνεύματά τους στον Θεό».

       Ο Κύριος είναι γνωστό ότι δεν είχε μόνο τους δώδεκα αποστόλους ως μαθητές, αλλά και έναν ευρύτερο κύκλο, τους εβδομήντα. Πέραν αυτών, Τον ακολουθούσαν περιστασιακά και διάφοροι άλλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ώστε να μπορούμε να λέμε ότι είχε και έναν ακόμη μεγαλύτερο κύκλο ακολούθων Του. Οι δώδεκα βεβαίως είναι αναντικατάστατοι, αποτελώντας τα «θεμέλια της Εκκλησίας», αλλά και οι εβδομήντα εξίσου θεωρούνται απόστολοι, μέτοχοι του αποστολικού αξιώματος, άμεσοι συνεργάτες των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Το χαρισματικό τους στοιχείο κατανοείται από το γεγονός ότι και αυτοί υπήρξαν επίσης μέτοχοι του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, αναλαμβάνοντας το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, εν υπακοή πάντοτε προς τους μεγάλους αποστόλους και καθοδηγούμενοι από εκείνους. Έτσι και οι σήμερα εορταζόμενοι άγιοι έδωσαν τη ζωή τους ακριβώς γι’ αυτόν τον ευαγγελισμό των ανθρώπων, κηρύσσοντας τη σάρκωση του Χριστού, το Πάθος και την Ανάστασή Του, τη σωτηρία δηλαδή την οποία έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός.

       Ένας ύμνος από την τετάρτη ωδή του κανόνα της εορτής τους μάλιστα, μάς δίνει το στίγμα συγκεκριμένα του έργου που επιτελούσαν, σε σχέση με τους δώδεκα. Αναφέρεται κυρίως στον άγιο Σίλα, συνεργάτη του αποστόλου Παύλου, αλλ’ εξίσου φωτίζει το έργο και των υπολοίπων. «Στηρίζων παρειμένας, ένδοξε, διανοίας τω λόγω, Σίλα, συν Παύλω τω κήρυκι, πεπόρευσαι εις πάντα κόσμον…». Δηλαδή: Γύρισες όλον τον κόσμο, Σίλα, μαζί με τον Παύλο τον κήρυκα, στηρίζοντας τις παραλυμένες διάνοιες με τον λόγο του Θεού. Ο υμνογράφος ξεκινά με το βασικό ανθρωπολογικό δεδομένο: ο άνθρωπος μετά την πτώση του στην αμαρτία αλλοιώθηκε και η εικόνα του Θεού μέσα του σκοτείνιασε. Αυτό σημαίνει το «παρειμένας διανοίας». Η διάνοια του ανθρώπου, εκείνο που αναφέρεται κατεξοχήν στο λογιστικό της ψυχής του, έχασε τη δύναμή της, διότι ενώ ο Θεός είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο ενοποιημένο, δηλαδή όλες οι ψυχικές του δυνάμεις: η διάνοιά του, οι επιθυμίες του, τα συναισθήματά του, να λειτουργούν σε συντονισμό μεταξύ τους και σε αναφορά προς Αυτόν, με αποτέλεσμα και το σώμα να λειτουργεί εν υπακοή σε μια τέτοια ψυχή, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα να είναι μία διαρκής δοξολογία προς τον Θεό με συνεχή αυξητική πορεία, η αμαρτία ήρθε με τη θέληση του ανθρώπου και με την προτροπή του διαβόλου και τραυμάτισε καίρια αυτήν την ενότητα. Έκτοτε οι ψυχικές δυνάμεις, χάνοντας την αναφορά προς τον Θεό, αποσυντονίστηκαν: η διάνοια «επιμελώς έγκειται εκ νεότητος επί τα πονηρά», το επιθυμητικό στράφηκε μόνο στις επίγειες ηδονές, αγόμενο και φερόμενο από τα σαρκικά πάθη, και το θυμοειδές, τα συναισθήματα δηλαδή, κυριαρχήθηκαν από το έλλειμμα της αγάπης, το μίσος συνεπώς και την έχθρα, ώστε οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι να γίνουν «φυσική» κατάσταση πια των ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι Πατέρες, ιδίως οι νηπτικοί, με τα δεδομένα αυτά, θεωρούν ότι «νόμος της ανθρώπινης διάνοιας έγινε η πλάνη», θέτοντας συνεπώς εν αμφιβόλω οτιδήποτε αυτή συλλαμβάνει μέσα στη διάσπαση του νου και της ψυχής.

       Οι άγιοι λοιπόν απόστολοι, μετά τον ερχομό του Χριστού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο, ενώνοντάς τον με τον Εαυτό Του και δι’ Εαυτού με τον Θεό Πατέρα, συνεπώς φέρνοντας και την αρχική ενότητα στον ίδιο τον άνθρωπο – η ενότητα με τον Θεό αποκαθιστά και τον ίδιο τον άνθρωπο, δηλαδή ο άνθρωπος βρίσκει την κανονική, φυσική του πορεία ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένος – κλήθηκαν από Εκείνον για να μαρτυρήσουν αυτήν την ενότητα που έφερε ο Χριστός. Τις παραλυμένες διάνοιές τους να τις στηρίξουν με αυτό που φέρνει τη δύναμη του Θεού, τον ίδιο τον λόγο Του, και συνεπώς ο άνθρωπος να βρει τη σωτηρία του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος, δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά στον άνθρωπο από τη μαρτυρία του λόγου του Θεού: τη σάρκωση του Χριστού, το Πάθος, την Ανάστασή Του. Αυτά που κηρύσσει δηλαδή πάντοτε η Εκκλησία μας και τα ζούμε, εάν θέλουμε, μέσα στα άγια μυστήριά της.

29 Ιουλίου 2025

ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΤΑ ΛΕΤΕ!

Θυμίζει η φράση αυτό που συχνά έχουν δεχτεί ως «έπαινο» αρκετοί κήρυκες του λόγου του Θεού. Μετά τη Θεία Λειτουργία να σπεύδουν κάποιοι χριστιανοί να επικροτούν το κήρυγμα με την παραπάνω φράση: «Τι ωραία που τα λέτε!»ˑ ή ακόμη πιο «επαινετικά»: «τι καλά που  τ ο υ ς  τα είπατε!!!» Κι είναι βεβαίως το στοιχείο που κάνει τον κήρυκα του λόγου του Θεού να κατανοεί αυτό που ο Κύριος και οι απόστολοι έχουν πει: εσύ να σπέρνεις τον λόγο του Θεού αλλά να μη προσβλέπεις στα αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα είναι θέμα της χάρης του Θεού – Εκείνος που βλέπει τις καρδιές των ανθρώπων γνωρίζει πώς και πότε θα ενεργοποιηθεί ο σπόρος του Ευαγγελίου. Διότι τέτοιες αντιδράσεις, όπως οι παραπάνω, των αποδεκτών του κηρύγματος φανερώνουν ότι πολλοί «χαμπάρι» δεν παίρνουν με ό,τι άκουσαν  παραμένοντας «αδιάβροχοι» από τη δωρεά της χάρης του λόγου.

Όμως με την παραπάνω φράση έχουμε υπ’ όψιν κάτι διαφορετικό ή κάτι τέλος πάντων παρεμφερές, όπως μας το εκμυστηρεύτηκε προ καιρού αδελφός κληρικός εν Χριστώ. Δέχτηκε την εξομολόγηση μίας κυρίας από άλλην ενορία, παντρεμένης και με παιδιά καθώς πληροφορήθηκε, η οποία κατά καιρούς εκκλησιαζόταν και στη δική του ενορία. Έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον και προσήλωση ιδίως στο κήρυγμά του, ώσπου κάποια φορά ήρθε η ώρα να ζητήσει και την εξομολόγηση, κάτι που όπως είπαμε δέχτηκε ο ιερέας. Η κυρία φαινόταν πολύ συνεσταλμένη, κόμπιαζε υπερβολικά, αργούσε να μιλήσει. Ο ιερέας με σεμνό και συνετό τρόπο της μίλησε για το μυστήριο, για την αγάπη του Χριστού, ο Οποίος ήρε την αμαρτία σύμπαντος του κόσμου, ότι δεν υπάρχει γι’ αυτό αμαρτία ασυγχώρητη, ότι το μεγαλείο του ανθρώπου είναι ότι παίρνει την απόφαση να φανερώσει τα τραύματα της ψυχής του όχι σ’ εκείνον, έναν άνθρωπο, αλλά στον ίδιο τον Χριστό που παρευρίσκεται αοράτως και προσδοκά ακριβώς τη μετάνοια του ανθρώπου.

Η κυρία έδειχνε να τον ακούει με συναίσθηση, ώσπου βρήκε το θάρρος και ψέλλισε αυτό που την «μπλόκαρε» όλη την ώρα. «Πάτερ, είμαι ερωτευμένη με σας». Δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται ο ιερέας – δεν θέλησε να φανεί ότι προσβάλλει την κυρία με κάποια αποτομία. Κούνησε λίγο το κεφάλι συγκαταβατικά και μετά από λίγο με πολύ ήρεμο τρόπο σχολίασε. «Καταλαβαίνω, κ. Ηλέκτρα» – είχε μάθει το όνομά της. «Και δεν πρέπει να σας ανησυχεί ιδιαιτέρως αυτό, γιατί συμβαίνει κάποιες φορές με εμάς τους κληρικούς. Είναι η θέση μας, που μας θέτουν πολλοί πιστοί, κυρίως γυναίκες, σαν σε κάδρο στη συνείδησή τους, είναι η πνευματική ίσως εξουσία που μας έχει δώσει ο Χριστός και η Εκκλησία και που τις κάνουν να μπερδεύουν τα συναισθήματά τους και να νομίζουν πως είναι ακόμη και «ερωτευμένες» με τον παπά. Δεν ισχύει αυτό, κ. Ηλέκτρα. Απλώς χρειάζεστε μία μικρή βοήθεια για να το ξεδιαλύνετε».

Η κυρία άκουγε με κατεβασμένο το κεφάλι και φαινόταν να στοχάζεται τα λόγια του ιερέα. «Όμως σας σκέφτομαι συνέχεια» συνέχισε μετά από λίγο. «Σας αγαπώ». «Ακούστε, κ. Ηλέκτρα» - κι ο ιερέας προσανατόλισε με πόνο το βλέμμα του στην εικόνα του Χριστού που είχε ενώπιόν Του. «Όλα είναι θέμα λογισμών. Το μυστικό της πνευματικής ζωής είναι να μπορούμε με τη χάρη του Θεού να ελέγχουμε τους λογισμούς μας, τις σκέψεις μας και τα ενεργήματα της καρδιάς μας. Μην αφεθείτε σε ό,τι απλώς έρχεται στον νου σας. Στραφείτε σ’ αυτό που είναι το θέλημα του Θεού, που θα πει για την περίπτωσή σας, περίπτωση δηλαδή κάθε γυναίκας ιδίως παντρεμένης, στραφείτε προς τον άνδρα σας και τα παιδιά σας. Ο άνδρας σας είναι κατά τον λόγο του Κυρίου ένα μαζί σας. “Δεν είναι δύο αλλά ένας άνθρωπος”, σημείωσε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός για το παντρεμένο ζευγάρι, οπότε για σας τα πράγματα είναι μονόδρομος: τον άνδρα σας να έχετε πάντοτε κατενώπιόν σας, κ. Ηλέκτρα, κι αυτό είναι εκείνο που ευλογεί ο Θεός. Αν δεν κάνετε διαρκώς και καθημερινώς τούτο φεύγετε από τη χάρη του Θεού».

Ο ιερέας προσευχόταν να φωτίσει ο Κύριος την Ηλέκτρα, να μη γίνει η δική του «εικόνα» - «εικόνα» πλασματική - πρόσκομμα και εμπόδιο για τη σχέση της με τον Θεό και την Εκκλησία. Η γυναίκα φαινόταν ωστόσο πολύ κουμπωμένη και πιεσμένη. Ο Πονηρός μάλλον είχε βρει πατήματα στην καρδιά της και της έπαιζε φοβερό και τρομερό παιχνίδι – την αποπροσανατόλιζε με κίνδυνο όχι μόνο η ίδια να μην αισθάνεται καλά αλλά και να δημιουργεί ταραχή σε όλη την οικογένειά της. «Κυρία Ηλέκτρα», θέλησε να συνεχίσει ο ιερέας βλέποντας τη δύσκολη κατάσταση, «θα πρέπει να μην ξανάρθετε σε μένα. Το καλύτερο θα ήταν να βρείτε έναν άλλον ιερέα, από την ενορία σας ή οπουδήποτε αλλού, όχι πάντως εδώ, γιατί φαίνεται ότι αυτό δεν σας βοηθάει. Κι ίσως αν δεν βρείτε άκρη, να απευθυνθείτε και σε κάποιον ψυχολόγο ή σύμβουλο γάμου, γιατί έτσι θα γίνει αφορμή αυτό το μπλεγμένο συναίσθημά σας να σας οδηγήσει στη φανέρωση αθέατων πλευρών της ψυχής σας. Πάντως καταλαβαίνετε ότι τα πράγματα δεν λειτουργούν με τον ορθό τρόπο, δηλαδή με τον τρόπο του Θεού. Και το ζητούμενο πάντοτε είναι πώς καθημερινά και αδιάλειπτα να βρισκόμαστε εκεί που είμαστε συντονισμένοι με τον Κύριο, εκεί δηλαδή που αρχίζουμε και νιώθουμε αυτό που μας έδωσε ο Κύριος ως τη μεγαλύτερη δωρεά: να είμαστε μέλη Του, κομμάτι δικό Του, μία δική Του φανέρωση μέσα στον κόσμο».

Ακολούθησε σιωπή κάποιων στιγμών ή λεπτών. Ο παπάς προσευχόταν, η κυρία δεν μιλούσε κοιτώντας πάντοτε προς τα κάτω, το έδαφος. Ξαφνικά, σήκωσε και πάλι το κεφάλι της και στρεφόμενη προς τον παπά είπε: «Εγώ πάντως είμαι ερωτευμένη μαζί σας!» Ο παπάς σκέφτηκε πως ίσως πρέπει να γίνει ακόμη πιο «καθαρός» απέναντι στην ταλαίπωρη γυναίκα. Με τρόπο κοφτό, χωρίς περιστροφές, απάντησε: «κ. Ηλέκτρα! Αυτό που σας συμβαίνει είναι εκ του Πονηρού! Καταλαβαίνετε; Είναι δαιμονικό αυτό που λέτε και επαναλαμβάνετε! Δεν το θέλει ο Θεός! Μη γίνεστε παιχνίδι στα χέρια του Διαβόλου! Ζητείστε από τον Θεό τη βοήθειά Του. Μη χάσετε την ψυχή σας!»

Η απάντηση της κυρίας μετά από λίγο ήταν απρόσμενη για τον ιερέα και σήμανε τη λήξη της εξομολόγησης. Χωρίς από ό,τι φάνηκε επίγνωση, με χαριτωμένο τρόπο αυτήν τη φορά και στρεφόμενη πάλι προς αυτόν είπε: «Τι ωραία που τα λέτε!»

Ο ιερέας σηκώθηκε, έβγαλε το πετραχήλι του, χαιρέτισε την κυρία. «Στο καλό να πάτε, κ. Ηλέκτρα. Νομίζω δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Κάντε παρακαλώ αυτό που σας πρότεινα κι εύχομαι ο Κύριος να σας ευλογεί. Και σας και την οικογένειά σας!»

ΛΟΥΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΙΣΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ!

«Λελουμένος ἐν ταῖς ροαῖς τῶν σῶν αἱμάτων, παμμάκαρ, ὤφθης καθαρώτατος τῷ πνεύματι, καί εἰς λῆξιν ἔφθασας τῶν Ἀσωμάτων, μάρτυς Καλλίνικε» (ωδή α΄).

(Λουσμένος στις ροές των αιμάτων σου, παμμακάριστε μάρτυς Καλλίνικε, φάνηκες εντελώς καθαρός ως προς το πνεύμα, κι έφτασες τα μέτρα των αγγέλων). 

Ο μεγαλομάρτυς άγιος Καλλίνικος τιμάται από την Εκκλησία μας, όπως και οι άλλοι άγιοι μάρτυρες, λόγω της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο που την απέδειξε με το μαρτύριο του αίματός του. Η εντολή του Πνεύματος του Θεού  «γίνου πιστός ἄχρι θανάτου» βρήκε άμεση ανταπόκριση από τον άγιο, κι αυτό κατά τον εκκλησιαστικό ποιητή ήταν το γεγονός που του καθάρισε εντελώς την ψυχή. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου, διότι μας αποκαλύπτει ότι η μετάνοια, η οποία καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου, δεν συνιστά απλώς μία μεταμέλεια επιφανειακού τύπου, αλλά γεγονός «αιματηρό» για τον άνθρωπο, που θα πει γεγονός που ανατρέπει ολόκληρη την αμαρτωλή πρώην ζωή του, θέτοντάς την στην πορεία της σταυρικής ακολουθίας του Κυρίου. Μετάνοια με άλλα λόγια σημαίνει αλλαγή πλεύσης ζωής, απεξάρτηση από κάθε εμπαθές και πονηρό και πορεία στην οδό του Κυρίου.

Βεβαίως, αυτό που τονίζει ο άγιος υμνογράφος στηρίζεται στο γεγονός της Σταυρικής θυσίας του Κυρίου. Αν σωθήκαμε, δηλαδή αν ξαναβρήκαμε εν Χριστώ τον Θεό μας, είναι γιατί ο Δημιουργός μας ήρθε στον κόσμο, σταυρώθηκε για εμάς, ξέπλυνε με το αίμα Του τις αμαρτίες μας. «Το αίμα του Χριστού καθαρίζει τη συνείδησή μας», κατά τον λόγο του αποστόλου - χωρίς το Πνεύμα του Θεού ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε βρόμικος στην ψυχή και στο πνεύμα του. Η προσφορά όμως του Χριστού είναι δεδομένη για όλους και στο διηνεκές. Τι χρειάζεται για να ενεργοποιηθεί στον άνθρωπο; Η ένταξή του στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, δια του αγίου βαπτίσματος, η συμμετοχή του στα άγια μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας – εκεί που πράγματι ο άνθρωπος λούζεται από το αίμα του Χριστού τρώγοντας το σώμα Του και πίνοντας το αίμα Του – κυρίως όμως η βούληση του ανθρώπου να ακολουθήσει εν μετανοία, όπως είπαμε, τον Χριστό. Γιατί μία πίστη χωρίς την «αιματηρή» μετάνοια δεν έχει καμία σημασία, μάλλον αυξάνει την αμαρτία του ανθρώπου.

Και πρέπει ίσως να διευκρινίσουμε τη λέξη «αιματηρή». Αναφέρεται και σε ό,τι λέει ο υμνογράφος για τον άγιο Καλλίνικο: «λουσμένος στο αίμα του καθαρίστηκε εντελώς κατά το πνεύμα του», αλλά και στον αγώνα του κάθε πιστού να μένει σταθερός και προσκολλημένος πάνω στις άγιες εντολές του Κυρίου. Η τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου πράγματι συνιστά αγώνισμα κι αυτό «αιματηρό». «Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα» προτρέπουν οι άγιοι δάσκαλοι της πίστεώς μας, κάτι που και πάλι το είδαμε στον βίο του αγίου Καλλινίκου. Δεν συγκλονίζει η αγάπη του προς τους θεωρουμένους εχθρούς του, τους στρατιώτες που τον βασάνιζαν και τελικώς τον έριξαν στη φωτιά, όταν παρακάλεσε τον Κύριο να γίνει ίλεως απέναντί τους και να τους δώσει νερό να ξεδιψάσουν τη δίψα τους; Θέλουμε να πούμε ότι η αγάπη και προς τον εχθρό, δείγμα της τελειότητας του πιστού, είναι ένας σταυρός για τον πιστό – μετέχει της αγάπης του ίδιου του Κυρίου πάνω στον Σταυρό Του – και αυτό επιτελούμενο φέρνει την απόλυτη κάθαρση της ψυχής του.

Ο Κύριος μακάρισε αυτούς που είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό. Ο Κύριος ήταν απόλυτα σαφής απέναντί μας: τον Θεό μπορούμε να Τον δούμε, η καρδιά μας είναι το πρόβλημα. Βρόμικη καρδιά βλέπει μόνο τα πάθη της και τον Πονηρό, καθαρή καρδιά φέρνει την παρουσία του Θεού. Και η καρδιά και η ψυχή καθαρίζει με την τήρηση των εντολών Του, η οποία οδηγεί, όταν πολλαπλασιαστεί η χάρη Του, και στο σωματικό μαρτύριο του αίματος.