23 Μαρτίου 2025

ΧΑΙΡΟΙΣ Ο ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ!

«Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα· δι’ οὗ ἐξηφάνισται, ἡ ἀρά καί κατήργηται, καί κατεπόθη, τοῦ θανάτου ἡ δύναμις καί ὑψώθημεν, ἀπό γῆς πρός οὐράνια· ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων, Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ Κόσμῳ, τό μέγα ἔλεος». (Στιχηρό εσπερινού Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως σε ήχο πλάγιο του α΄).

(Χαίρε Σταυρέ που κρατάς τη Ζωή, Συ που είσαι το αήττητο τρόπαιο, η θύρα του Παραδείσου, το στήριγμα των πιστών και της Εκκλησίας το οχυρό τείχος. Με τον Σταυρό εξαφανίστηκε και καταργήθηκε η κατάρα (που έφερε η αμαρτία), και καταπόθηκε η δύναμη του θανάτου, και υψωθήκαμε από τη γη στα ουράνια. Σταυρέ, το ακαταμάχητο όπλο, αντίπαλε των δαιμόνων, η δόξα των Μαρτύρων, πραγματικά το κόσμημα των Οσίων, το λιμάνι της σωτηρίας, είσαι Αυτός που δωρίζεις στον Κόσμο το μέγα έλεος).

Ο δοξολογικός ύμνος για τον ζωηφόρο σταυρό  δεν είναι από την εβδομάδα των Παθών, και μάλιστα από την Μ. Παρασκευή. Είναι από τη σημερινή εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως, κατά την  οποία η Εκκλησία μας προβάλλει τον Σταυρό κατά το μέσον της Σαρακοστής, σαν ένα είδος αναψυχής για τον αγωνιστή χριστιανό, που ίσως έχει αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Μετέχεις κι εσύ στον Σταυρό του Κυρίου, είναι σαν να λέει η Εκκλησία, οπότε η κόπωσή σου από την άσκηση της νηστείας και της προσευχής έχει πνευματικό νόημα, τέτοιο που σε οδηγεί στη χαρά της Αναστάσεως. Διότι Σταυρός και Ανάσταση συμβαδίζουν πάντοτε: πρόκειται για τις δύο όψεις του ενός νομίσματος, που θα πει πως ο Σταυρός, άρα και η κάθε θλίψη και κόπωση, περικλείει και τη χαρά της Αναστάσεως, όπως και η Ανάσταση ως χαρά προϋποθέτει υποχρεωτικά και την οδύνη του Σταυρού.

 Έτσι ζώντας ο πιστός τον Σταυρό ζει από τώρα τη ζωή του Χριστού, ζει τη νίκη του αιώνιου Νικητή, ζει μέσα στην ασφάλεια της παντοδυναμίας Του, έχει βρει τη θύρα για να ’ναι μέσα στον Παράδεισο, έχει ξεπεράσει την αμαρτία και τον θάνατο, είναι ήδη στα ουράνια μαζί με τους αγίους και τους οσίους, αναπαύεται στο λιμάνι του Παραδείσου.

Οπότε, χριστιανός χωρίς σταυρικό φρόνημα και ζωή δεν υφίσταται. Όσο Χριστός χωρίς Σταυρό δεν υπάρχει, το ίδιο και χριστιανός χωρίς άρση σταυρού είναι ουτοπία. Διότι είναι σαν να διαγράφει ο χριστιανός τον Χριστό από τη ζωή του! Τι χριστιανός τότε είναι; Ο ίδιος ο Κύριος το καθόρισε έτσι: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον (αμαρτωλό) εαυτό του, ας σηκώνει τον σταυρό του καθημερινά, και ας με ακολουθεί». Κι ο μέγιστος απόστολος Παύλος αποκαλύπτοντας το εσωτερικό του βίωμα θα ομολογήσει: «Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό δεν ζω εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Και σταυρώνεται ο πιστός, όπως είπαμε, όταν περπατώντας στη ζωή του μαζί με τον Χριστό υπομένει τις θλίψεις και τους πειρασμούς, αλλά και αγκαλιάζει τον κόσμο όλο με την αγάπη του, αγάπη Χριστού στην πραγματικότητα, καίγοντας στον βωμό αυτόν της αγάπης κάθε τι δικό του εγωιστικό, έστω και «νόμιμο»!

Είπαν για τον μεγάλο όσιο της εποχής μας Πορφύριο ότι αδιάκοπα τις τελευταίες του ώρες, και μάλλον κι όλη τη ζωή του, ψιθύριζε τον λόγο αυτόν του αποστόλου: «Ζω ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός»! Κι είμαστε βέβαιοι ότι αυτός ο χαρισματικός του ψίθυρος συντονιζόταν με τον εξίσου χαρισματικό κτύπο της καρδιάς του που αντιφωνούσε: «Χριστώ συνεσταύρωμαι». Που θα πει με άλλα ίσως λόγια: «Χριστέ μου, είμαι Εσύ. Άνθρωπε, είσαι εγώ και σου προσφέρω το σώμα και το αίμα μου για να ζήσεις!»  

22 Μαρτίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

 

«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34)

Ο Σταυρός του Κυρίου προβάλλεται από την Εκκλησία μας στο μέσον της Σαρακοστής ως όραμα και τελική αναφορά, αλλά και ως αναψυχή και ανάπαυλα, προκειμένου ο χριστιανός να μπορέσει να ακολουθήσει τον Κύριο. Ακολουθώ τον Χριστό δηλαδή σημαίνει σταυρώνομαι μαζί Του, που θα πει  αποκτώ τις προϋποθέσεις ανάστασης με την Ανάστασή Του.  Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας στοιχεί ακριβώς πάνω στο σκεπτικό αυτό, καθώς ακούμε τα λόγια του ίδιου του Κυρίου:  «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».

1. Ο Κύριος μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του προς τον άνθρωπο, αγάπης που Τον οδήγησε  πάνω στον Σταυρό, μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε, γιατί Αυτός είναι ο Σωτήρας μας. Προς τούτο  έρχεται και όχι μόνο μας ανοίγει τα μάτια για να δούμε τον ορθό προσανατολισμό μας, αλλά μας εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, ώστε με τη δική Του δύναμη να βρούμε τον βηματισμό μας. Αν δεν συνέβαινε αυτό, αν ο Κύριος ερχόταν απλώς για να μας πει μόνοι μας να Τον ακολουθήσουμε, δεν θα διέφερε από τους άλλους τυράννους της ανθρωπότητας, και μάλιστα ακόμη περισσότερο: όντως θα «έπαιζε» μαζί μας, «διασκεδάζοντας» με τις αδυναμίες μας και την επίγνωση από εμάς αυτών των αδυναμιών.

2. Η κλήση λοιπόν του Χριστού να Τον ακολουθήσουμε γίνεται, αφού έχει δώσει όλες τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Κι είναι σημαντική η επισήμανση ότι η κλήση αυτή γίνεται σε χρόνο διαρκείας: «ακολουθείτω μοι». Να ακολουθούμε τον Χριστό, πάντοτε και χωρίς διακοπές. Μία διακεκομμένη ακολουθία του Χριστού – μία μαζί Του και μία όχι – συνιστά τη διψυχία που λέει ο άγιος Ιάκωβος, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η ακαταστασία. Ο ίδιος ο Κύριος μάλιστα σε άλλο σημείο απεκάλυψε ότι κάθε μη ακολουθία Του δεν είναι στάση, που μπορεί να φέρει την επανεκκίνηση από το ίδιο σημείο, αλλά οπισθοδρόμηση και εναντίωσή Του. «Ο μη ων μετ’  εμού κατ’  εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’  εμού σκορπίζει».

3. Ακριβώς λοιπόν πάνω σ’  αυτήν την αδιάκοπη ακολουθία του Χριστού, για να μην υπάρχουν οι αποκλίσεις που ακυρώνουν τη σωτηρία του ανθρώπου, έρχονται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ίδιος.

(1) Και πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία του ανθρώπου. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Όσο κι αν είναι εντελώς απαραίτητη η ακολουθία του Κυρίου – πιο απαραίτητη κι από τον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε – όμως ο Θεός δεν μας εκβιάζει. Μας δίνει την ώθηση, παρακολουθεί την πορεία μας, αλλά δεν μας υποκαθιστά. Τον τελευταίο λόγο για τη σωτηρία του δηλαδή τον έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Κι ο λόγος είναι γνωστός: ο Θεός μάς δημιούργησε ελεύθερους. Η χριστιανική πίστη αναπτύσσεται μέσα στον αέρα της ελευθερίας.

(2) Δεύτερη προϋπόθεση είναι η απάρνηση του εαυτού. «Απαρνησάσθω εαυτόν». Πρόκειται περί του εγωιστικού εαυτού, εκείνου που «τραβάει» τον άνθρωπο πάντοτε προς τα κάτω, στα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας. Διότι ναι μεν μας δόθηκε η ελευθερία από τον Κύριο, αφότου μάλιστα ενωθήκαμε με Αυτόν διά του αγίου βαπτίσματος, αλλά το τρεπτό της θελήσεώς μας εξακολουθεί και υφίσταται, συνεπώς εναπόκειται σε εμάς αν θα επιβεβαιώνουμε τη ζωή μας ως ακόλουθοι του Χριστού ή ως ακόλουθοι των παθών μας. Εδώ κατανοούμε την άσκηση βίας στον εαυτό μας, που λέει ο Κύριος: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Οπότε η  ακολουθία του Χριστού απαιτεί  συνεχή κίνηση: μία αδιάκοπη και στο έπακρο ενεργητικότητά του. Η νήψη, ως εγρήγορση, λοιπόν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του πιστού.

(3) Και η τρίτη προϋπόθεση: «Και αράτω τον σταυρόν αυτού». Πρόκειται για τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, όπως το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να παρακάμψουμε τον σταυρό, ακολουθώντας τον Κύριο, αφού ο Σταυρός υπήρξε το κύριο γνώρισμα της ζωής Του, απαρχής μέχρι τέλους. Τι σημαίνει όμως άρση του σταυρού; Σημαίνει ζωή κατά το πρότυπο του Κυρίου: απόλυτης υπακοής στον Θεό, θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο, ταπείνωσης ως προς τον εαυτό. Με άλλα λόγια, κάνω κέντρο της ζωής μου το θέλημα του Θεού, άρα αγαπώ Εκείνον και την εικόνα Του τον άνθρωπο, κι αυτό με τη βεβαιότητα ότι απλώς πορεύομαι στη φυσιολογία της ζωής μου: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».

Η χριστιανική πίστη μάς καλεί σε μία συνεχή υπέρβαση του εαυτού μας. Όποιος είπε ότι ο χριστιανισμός είναι εύκολη υπόθεση, μάλλον είναι άγευστος της ζωής του. Το παρήγορο όμως είναι ότι κι αν κάπου αποκλίνουμε, αν στην καθημερινή ζωή μας βλέπουμε την αδυναμία μας, όμως δεν απελπιζόμαστε. Η κάθε πτώση μας, αν μας οδηγεί σε ταπείνωση, λειτουργεί ανυψωτικά, γιατί και εκεί έρχεται ο Κύριος, ο Οποίος μας προσφέρει πολλαπλασίως τη χάρη Του. Το θέμα είναι μήπως ακολουθούμε δαιμονική οδό: να αμαρτάνουμε και να καυχόμαστε γι’  αυτό.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

«Προσερχώμεθα οὖν μετά παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (῾Εβρ. 4, 16)

(῎Ας πλησιάσουμε λοιπόν μέ θάρρος τόν θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς σπλαγχνιστεῖ καί νά μᾶς δωρίσει τήν χάρη Του, τήν ὥρα πού τήν χρειαζόμαστε).

Στό μέσον τῆς Σαρακοστῆς ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου πρός ἐνίσχυση γιά τό ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Νηστείας, λόγω τῶν καμάτων πού ὁ καθένας κατά τίς ἀντοχές του ἔχει καταθέσει στόν πνευματικό ἀγώνα. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα σχετίζεται μέ τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, γιατί ἀναφέρεται στό ἀρχιερατικό ἀξίωμά Του, ὅτι δηλαδή ὁ Κύριος εἶναι ὁ μέγας καί ἀληθινός ἀρχιερέας, ὁ ῾Οποῖος μέ τήν σταυρική Του θυσία, ῾αἵρων τάς ἁμαρτίας ἡμῶν᾽, μᾶς ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Θεό κι εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς βοηθήσει στήν ὅποια ἀδυναμία παρουσιάζουμε κατά τήν πορεία μας στόν κόσμο τοῦτο. ῾Η παραπάνω προτροπή λοιπόν τοῦ ἀποστόλου εἶναι εὐνόητη.

1. ῾Ο θρόνος τῆς χάριτος εἶναι ἀνοικτός πιά γιά τούς ἀνθρώπους. ῾Ο Κύριος γενόμενος ἄνθρωπος καί καταργώντας τήν ἁμαρτία πού μᾶς χώριζε ὡς φράγμα ἀπό τόν Θεό, μᾶς προσέλαβε καί μᾶς ἔκανε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, ὁπότε δι᾽ Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ ὡς μέλη Του ἔχουμε δίοδο στήν Βασιλεία Του: μέ Αὐτόν μποροῦμε καί βλέπουμε καί πάλι τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἤ ἀλλιῶς  γινόμαστε μέτοχοι τῆς κοινῆς ἐνέργειας ὅλης τῆς Τριαδικῆς θεότητος.  ῾Ο ἄνθρωπος μπορεῖ καί ζεῖ ἤδη ἀπό τώρα στά ὅρια τῆς ὕπαρξής του, τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. ᾽Εν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ναός δηλαδή τοῦ ἐν αὐτῷ οἰκοῦντος ῾Αγίου Πνεύματος. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, διά τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε ἡ κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας ὡς κλειδί τοῦ Παραδείσου καί θυρῶν αὐτοῦ ἀνοικτήριον.

2. ῾Η προτροπή ὅμως τοῦ ἀποστόλου: «προσερχώμεθα» (ἄς προσερχόμαστε, ἄς πλησιάσουμε) ὑπονοεῖ καί τό αὐτονόητο: ὅτι βεβαίως ὁ Κύριος μᾶς ἔχει προσφέρει τό σημαντικότερο ὅλων τῶν ἀγαθῶν, δηλαδή τήν ἀποκατάστασή μας καί τήν ἐν Θεῷ πιά παραμονή μας, ὅμως ἀπαιτεῖ ἀντιστοίχως καί τήν δική μας συγκατάθεση. ῾Ο δρόμος εἶναι ἀνοικτός, ἡ χάρη Του μᾶς ἐνισχύει, ἄν ὅμως κι ἐμεῖς δέν κάνουμε τό βῆμα πού χρειάζεται ἡ χάρη αὐτή παραμένει ἀνενέργητη. ῾Η συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι δεδομένη στήν πίστη μας γιά τό γεγονός τῆς σωτηρίας. ῾Συνεργοί Θεοῦ ἐσμεν᾽ θά σημειώσει ὁ ἀπόστολος. Λοιπόν, τά πάντα μπορεῖ ἤδη νά ἔχουν ἀνοιχθεῖ, ἡ φυλακή τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ νά ἔχει γκρεμισθῆ, τά δεσμά δέν ὑφίστανται, ἀλλά πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀνοίξει τά μάτια του γιά νά δεῖ τήν ἐλευθερία πού τοῦ δόθηκε καί νά θελήσει νά φύγει ἀπό τά δεσμά. Διαφορετικά, ὁ ἴδιος ξαναθέτει τόν ἑαυτό του μέσα σέ αὐτά, ὅταν μάλιστα καραδοκεῖ καί ὁ αἰώνιος ἐχθρός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ μέν νά εἶναι ἡττημένος, ἀποκτᾶ ὅμως συνθῆκες νίκης του ὅταν τόν καλεῖ ἡ ἀμέλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου.

3. ῾Ο ἀπόστολος προχωρεῖ ὅμως περαιτέρω. Καλεῖ τόν πιστό πού ἐν πίστει ἔχει ἀποδεχθῆ τόν Χριστό καί ἔχει γίνει μέλος Του ἐν ᾽Εκκλησίᾳ νά προσέλθει μέν καί νά ἀπολαύσει τίς δωρεές πού ἀπέρρευσαν ἀπό τήν Σταυρική Του θυσία, ἀλλά «μετά παρρησίας», μέ θάρρος. Σάν νά λέει ὁ ἀπόστολος: μήν πλησιάζετε τόν Θεό σάν φτωχοί συγγενεῖς. Εἶστε μέ τόν Χριστό παιδιά τοῦ Πατέρα καί γι᾽ αὐτό ὅπως τά παιδιά ἔχουν θάρρος ἀπέναντι στόν πατέρα τους, ἔτσι κι ἐσεῖς. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ὅ,τι μᾶς πρόσφερε ὁ Χριστός γιά τήν σωτηρία μας ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης Του, ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη Του παραμένει ἀνεξάντλητη. ᾽Εκεῖνος πού μᾶς ἔδωσε τήν χάρη Του, πού θά πεῖ ὁλόκληρο τόν ῾Εαυτό Του, ὁ ῎Ιδιος νιώθει χαρά νά Τήν γευόμαστε διαρκῶς, ὅπως τά παιδιά κατά τρόπο φυσικό γεύονται τά ἀγαθά στό σπίτι τοῦ πατέρα τους.

Καί νά πού ἡ ᾽Εκκλησία μας αὐτήν τήν ἀλήθεια μᾶς καλεῖ νά τήν βιώνουμε πάντοτε βεβαίως, κυρίως ὅμως σέ ὅ,τι συνιστᾶ κέντρο καί πυρήνα τῆς ζωῆς της, τήν Θεία Λειτουργία. Στήν Θεία Λειτουργία, ὅταν πιά ἔχουν μείνει οἱ πραγματικοί πιστοί, οἱ βαπτισμένοι καί χρισμένοι στό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀκοῦνε τήν προτροπή τοῦ ἱερέα ῾καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα᾽ (καταξίωσέ μας, Δέσποτα, μέ θάρρος καί ἀκατάκριτη συνείδηση, νά τολμοῦμε νά Σέ προσφωνοῦμε Πατέρα). ᾽Εκεῖ λοιπόν στό μυστήριο αὐτό τῶν μυστηρίων βρίσκουμε τό σημεῖο συντονισμοῦ μας μέ τήν δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Στή Θεία Λειτουργία καί στή μετοχή συνεπῶς τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου νιώθουμε πραγματικά παιδιά τοῦ μεγάλου Πατέρα μας, νιώθουμε κυριολεκτικά σάν στό σπίτι μας.

4. ῾Οπότε στήν χαρισματική αὐτή κατάσταση λειτουργίας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εὑρισκόμενος ὁ πιστός ὡς μέλος ᾽Εκείνου, συντονισμένος μέ τόν ρυθμό τῆς κεφαλῆς πού εἶναι ὁ Χριστός, τῶν ἐξαιρέτων μελῶν πού εἶναι ἡ Παναγία καί οἱ ἅγιοί μας, τῶν ἀδυνάτων λοιπῶν μελῶν πού συνιστοῦμε τήν στρατευόμενη ᾽Εκκλησία, ἔχει τήν βεβαιότητα λήψεως τῆς χάρης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. ῾῞Ινα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν᾽. Καί μάλιστα ῾τήν ὥρα πού χρειαζόμαστε τήν χάρη αὐτή᾽ (῾εἰς εὔκαιρον βοήθειαν᾽). Πού σημαίνει: στό ὅποιο πρόβλημά μας ἤ καί στήν μεγαλύτερη χαρά μας τό πιό δυνατό σημεῖο μας, ἡ ὥρα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί γιά ἐμᾶς εἶναι ὁ ἐκκλησιασμός μας. Καί πῶς μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ μετά ἀπό λίγο ὁ πιστός θά κληθεῖ νά κοινωνήσει ῾μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης᾽ τόν ἴδιο τόν Κύριο ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, κατά τήν ἀψευδῆ βεβαίωσή Του; Τότε θά γίνει κι αὐτός κατά χάριν ἕνας μικρός θεός, κατά συνέπεια ὅλα τά ἀνθρώπινα θά ῾λιώσουν᾽ κάτω ἀπό τό πῦρ τῆς θεότητος!

Μιλᾶμε ὅμως γιά συντονισμό τοῦ πιστοῦ μέ τόν ρυθμό τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς, πού σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ὁ πιστός πιστεύει στόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία, ἀλλά καθορίζει καί ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς του μέ βάση τό ἅγιο θέλημα ᾽Εκείνου, δηλαδή τήν ἀγάπη. Πιστός πού δέν ἔχει μπεῖ σ᾽ αὐτόν τόν ρυθμό δέν εἶναι ἀληθινός πιστός, γι᾽ αὐτό καί ἀφενός ἡ μετοχή του στήν Θεία Λειτουργία μπορεῖ νά τοῦ προκαλέσει πνευματικό ῾ἔμφραγμα᾽, ἀφετέρου ἡ ὅποια ἐνδεχόμενη παρρησία του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά λειτουργεῖ ὡς θράσος ἀπέναντί Του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἀποτρέπουν ἀπό τήν συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία ἐκείνους πού δέν ζοῦν μέ ἀγάπη καί κρατᾶνε κακία στήν ψυχή τους ἀπέναντι στόν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπό τους· γιά τόν λόγο ἀκριβῶς ὅτι ἡ θεία Κοινωνία θά τούς κάνει κακό καί θά εἶναι ῾εἰς κρίμα καί κατάκριμά᾽ τους.

Νά προσερχόμαστε μέ θάρρος στόν θρόνο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν θυμίζει τοῦτο τήν πορεία τοῦ ἀσώτου ὅταν ἔπαιρνε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρός τόν Πατέρα του; Κι ἐκεῖνος προσερχόταν, παρ᾽ ὅλες τίς ἐπιφυλάξεις του, μέ θάρρος, γιατί πίστευε στήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα. Καί τελικῶς τό παράδειγμά του μᾶς ἀνοίγει πλήρως τά μάτια: ἡ παρρησία πρός τόν Θεό ἀποκτᾶται ἐκεῖ πού ὑπάρχει μετάνοια. ῞Οσο τό ῾ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου᾽ θά βρίσκεται στήν καρδιά καί τά χείλη μας, τόσο καί ἡ αἴσθηση τῆς υἱότητός μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ θά φουντώνει μέσα μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 8,34 - 9,1).

 Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἅς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἅς σηκώσει τό σταυρό του κι ἅς μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του θά τή χάσει· ὅποιος ὅμως χάσει τή ζωή του ἐξαιτίας μου καί ἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει. Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο ἀλλά χάσει τή ζωή του; Τί μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιά τή ζωή του; Ὅποιος, ζώντας μέσα σ’ αὐτή τή γενιά τήν ἄπιστη κι ἁμαρτωλή, ντραπεῖ γιά μένα καί γιά τή διδασκαλία μου, θά ντραπεῖ γι’ αὐτόν καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὅταν ἔρθει μέ ὅλη τή λαμπρότητα τοῦ Πατέρα του, μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους». Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς· «Σᾶς βεβαιώνω πώς ὑπάρχουν μερικοί ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέ θά γευτοῦν τό θάνατο, πρίν δοῦν νά ἔρχεται δυναμικά ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 4,14 – 5,6)

Ἀδελφοί, ἔχοντες Ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειρασμένον δὲ κατὰ πάντα καθὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. Καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. Οὕτω καὶ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἅς κρατήσουμε σταθερά τήν πίστη πού ὁμολογοῦμε. Γιατί ἔχουμε μέγαν ἀρχιερέα –τόν Ἰησοῦ, τόν Υἱό τοῦ Θεού– πού ἔφτασε ὡς τό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουμε ἀρχιερέα πού νά μήν μπορεῖ νά συμμεριστεῖ τίς ἀδυναμίες μας. Ἀντίθετα, ἔχει δοκιμαστεῖ σέ ὅλα, ἐπειδή ἔγινε ἄνθρωπος σάν κι ἐμᾶς, χωρίς ὅμως νά ἁμαρτήσει. Ἅς πλησιάσουμε, λοιπόν, μέ θάρρος τό θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς σπλαχνιστεῖ καί νά μᾶς δωρίσει τή χάρη του, τήν ὥρα πού τή χρειαζόμαστε. Κάθε ἀρχιερέας πού προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους, ἐγκαθίσταται γιά νά ὑπηρετεῖ τό Θεό γιά χάρη τους καί γιά νά προσφέρει δῶρα καί θυσίες γιά τίς ἁμαρτίες τους. Εἶναι σέ θέση νά δείχνει ἀνοχή σ’ ὅσους ζοῦν στήν ἄγνοια καί στήν πλάνη, ἀφοῦ κι ὁ ἴδιος ἔχει ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ἐξαιτίας τους εἶναι ὑποχρεωμένος νά προσφέρει, ὅπως γιά τό λαό, ἔτσι καί γιά τόν ἑαυτό του, θυσίες γιά τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης, κανένας δέν παίρνει μόνος του αὐτή τήν τιμή, ἀλλά ὅταν τόν καλέσει ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς κάλεσε τόν Ἀαρῶν. Ἔτσι κι ὁ Χριστός, δέν τίμησε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του μέ τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέα, ἀλλά τοῦ τό ἔδωσε ἐκεῖνος πού τοῦ εἶπε: Ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός μου, ἐγώ σήμερα σέ γέννησα. Σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἡ Γραφή λέει: Ἐσύ εἶσαι ἱερέας γιά πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΝΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ο άγιος έζησε όταν βασιλιάς ήταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης (4ος αι.) και Ηγεμόνας Αγκύρας ο Σατορνίνος. Ο ίδιος ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας στην Άγκυρα. Κατηγορήθηκε ότι ήταν χριστιανός γι’ αυτό και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Όταν ρωτήθηκε για την πίστη του και ομολόγησε τον Χριστό, τον ανήρτησαν σε σταυρό, τον χαράκωσαν στις πλευρές και τον έριξαν στη φυλακή. Τον έβγαλαν πάλι από τη φυλακή και τον βασάνισαν ακόμη περισσότερο δένοντάς τον με σίδερα, κι έτσι τον φυλάκισαν εκ νέου. Μετά από κάποιες ημέρες, οδήγησαν τον άγιο στον βασιλιά που έτυχε να διέρχεται από την Άγκυρα. Αφού τον ανέκρινε κι εκείνος και είδε τη σταθερότητα της πίστεώς του, έδωσε διαταγή στον κόμη Φλαβέντιο να του κόψουν το σώμα λωρίδες, κάτι που άρχισε να γίνεται αμέσως παρόντος του βασιλιά. Κι αφού τον είχαν πετσοκόψει, μπροστά και πίσω, ώστε να κρέμονται οι λωρίδες από το σώμα του, ο έχων αδαμάντινη πίστη Βασίλειος απέσπασε μόνος του μία λωρίδα και την έριξε στο πρόσωπο του Ιουλιανού. Αυτός εξοργισμένος διέταξε αμέσως να τον κατακαύσουν με πυρωμένες σούβλες και να του διαπεράσουν με αυτές την κοιλιά και τα νώτα και κάθε άλλο σημείο που ήταν ακόμη σώο. Με τον τρόπο αυτόν παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

 Όλων των αγίων μαρτύρων τα βασανιστήρια που πέρασαν προκαλούν αποτροπιασμό σε κάθε εχέφρονα άνθρωπο, ιδιαιτέρως δε τα μαρτύρια του αγίου Βασιλείου του πρεσβυτέρου. Διότι δεν ήταν μόνο η τιμωρία του πάνω σε σταυρό ή οι πληγές στις πλευρές του, ούτε ακόμη και το βάρος του σίδερου που του κρέμασαν. Ήταν που τον πετσόκοψαν κυριολεκτικά, βγάζοντας λωρίδες από το σώμα του, για να ολοκληρωθεί έπειτα το μαρτύριό του και με τις πυρωμένες σούβλες που τρύπησαν κάθε σημείο του σώματός του. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς άντεξε τόσα μαρτύρια, ώστε να θελήσει και να «παίξει» κατά κάποιον τρόπο με τον ίδιο τον βασιλιά, πετώντας του στο πρόσωπο μία λωρίδα από το δικό του… κρέας, και λέγοντάς του «φάε κρέας, αφού σου αρέσει τόσο πολύ!» Κι είναι ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας που έρχεται με σοφία Θεού να δώσει την απάντηση: «Σου αφαίρεσαν το δέρμα με άδικη απόφαση, ένδοξε Βασίλειε, κι υπέφερες του πόνους γιατί είχες τον νου σου στο τέλος σου που θα είναι χωρίς πόνο, όπως και στα βραβεία που υπάρχουν έτοιμα από τον Κύριο για όλους τους αθλητές» (στιχ. εσπ.). Η μεγάλη πίστη του στον Θεό δηλαδή και η αγάπη του προς Εκείνον ήταν που ενεργοποιούσε τη χάρη του αγίου βαπτίσματός του, να είναι μέλος Χριστού, ώστε τελικώς να θεωρεί κάθε μαρτύριο ως μετοχή στου Χριστού τα Πάθη και με την ενίσχυση Εκείνου να αντέχει. «Χριστέ παμβασιλέα, ο ένδοξος Βασίλειος αγάπησε σταθερά τη δική Σου βασιλική δόξα και έτσι αθλήθηκε» (ωδή α΄). «Μιμούμενος, σοφέ μάρτυς, Αυτόν που άπλωσε τις παλάμες για χάρη Σου στον Σταυρό, σταυρώθηκες κι εσύ καρτερικά» (ωδή ς΄).

Ο άγιος υμνογράφος προβαίνει σε μία παρατήρηση που παραπέμπει στο μαρτύριο του πρωτομάρτυρος της Εκκλησίας και αρχιδιακόνου αγίου Στεφάνου: το πρόσωπο του αγίου Βασιλείου έλαμπε από τη χάρη του Θεού, όταν τον είδε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο αποστάτης, όπως έλαμπε και το πρόσωπο του αγίου Στεφάνου όταν τον ανέκριναν οι δυσσεβείς κριτές του. Με αποτέλεσμα, όπως παλαιά με τον πρωτομάρτυρα, έτσι κι εδώ με τον άγιο Βασίλειο, να χάσει τον νου του ο βασιλιάς και να βυθιστεί ακόμη περισσότερο μέσα στο σκοτάδι που βρισκόταν. «Είδε το θείο πρόσωπό σου να αστράπτει από τη λάμψη του αγίου Πνεύματος ο δυσσεβής, κι ένιωσε, μάρτυς, κατάπληξη. Και σαν υπηρέτης του σκότους χωρίς καμία αίσθηση γινόταν περισσότερο ανόητος» (ωδή δ΄). Και τι σημαίνει αυτό; Ότι τελικώς ο πονηρός άνθρωπος που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του δεν αντέχει την παρουσία του ανθρώπου του Θεού. Ευρισκόμενος υπό την κατοχή του άρχοντα του σκότους δαιμονίζεται με κάθε τι που θυμίζει πίστη στον Χριστό, πολύ περισσότερο αντιδρά με τα μαρτύρια για χάρη Του. Ό,τι συνέβη με τον Κύριο, ό,τι συνέβη με τους Αποστόλους Του, το ίδιο συμβαίνει διαχρονικά με τους συνεπείς πιστούς: οι αρνητές δεν θέλουν το φως έστω και ως υποψία ύπαρξής του στον κόσμο. Και δικαίως: το φως της πίστεως και της αλήθειας αποκαλύπτει το σκότος και την κόλαση που ζουν.

Δύο σημεία από τον πλούτο της υμνολογίας για τον άγιο αξίζουν έστω και μίας αναφοράς: πρώτον, ο άγιος Βασίλειος υπέταξε τελικώς τον εχθρό δαίμονα και τα όργανά του καθώς ο ίδιος είχε υποτάξει τον εαυτό του στον Κύριο. Είναι γνωστό για τη χριστιανική πίστη: η υπακοή στον Θεό αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο. Γιατί ενεργοποιεί την παντοδυναμία του ίδιου του Κυρίου. Αρκεί η υπακοή αυτή να μην είναι στα λόγια, αλλά στην ίδια τη ζωή. Όπως το λέει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος: «Υποτάχτηκες στον Κύριο με τον αγαθό τρόπο της ζωής σου, πάνσοφε, γι’ αυτό και καθυπέταξες τον εχθρό και τον σύντριψες λαμπρά κάτω από τα πόδια σου» (ωδή α΄). Και δεύτερον, η υπακοή στο θέλημα και τις εντολές του Θεού κάνουν τον άνθρωπο να γίνεται πραγματικά δρόμος και αυτός σωτηρίας για τους συνανθρώπους του, οδηγώντας τους στη αληθινή θεογνωσία. «Επειδή φύλαξες τα προστάγματα του Θεού, θεόφρονα Βασίλειε, κατακλείστηκες στις φυλακές, αλλά ανοίγοντας ταυτόχρονα στους πιστούς δρόμο διδασκαλίας που οδηγεί στο πλάτος της γνώσεως του Θεού» (ωδή γ΄).

21 Μαρτίου 2025

Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


 "Χαῖρε, στοργή πάντα πόθον νικῶσα"

(Χαῖρε, Σύ Παναγία, πού εἶσαι η σφοδρή αγάπη κι ὁ ἔρωτας 

που νικάει κάθε άλλον πόθο).

1. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιά τόν ποιητή (συνεπῶς καί γιά ὅλους τούς πιστούς, στόμα τῶν ὁποίων εἶναι ἐκεῖνος), δέν εἶναι ἁπλῶς μία ὑπέρ τούς ἄλλους ἁγίους Ἁγία, ἡ ὁποία κάθεται ἐπί τοῦ θρόνου της καί ρίχνει ἀφ’ ὑψηλοῦ τό βλέμμα της στήν ἀνθρωπότητα καί δή στούς πιστούς. Μία τέτοια θέασή της μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι περιέχει στοιχεῖα ἀληθείας, μά ἀπέχει πόρρω τῆς πραγματικότητάς της. Διότι ἡ Παναγία μας, ἄν ἔχει τέτοια σπουδαία θέση, τή σπουδαιότερη ἀνθρώπινα, μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι διότι φανερώνει τή ζωή καί τό ἦθος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Τό μεγαλεῖο της ἦταν ὅτι ἐλεύθερα ὑποτάχθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε ἡ πιό κρυστάλλινη καί διαυγής δίοδος, κυριολεκτικά ἡ «μόνη πύλη», προκειμένου νά περάσει δι’ αὐτῆς ὄχι κάτι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος μέσα στόν κόσμο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὁ Θεός μας «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη», διότι μᾶς ἀγάπησε μέ τή μεγαλύτερη ἀγάπη καί τόν μεγαλύτερο ἔρωτα (:«οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν», καί: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν»), ἔτσι καί ἡ Παναγία μας, συντονισμένη μέ τή σφοδρή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, κινεῖται στόν ἴδιο  μέ Ἐκεῖνον ρυθμό: στέκεται θυσιαστικά, πλήρης ἀγάπης καί ἔρωτος, ἀπέναντι στόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδίως δέ τόν πιστό πού ἀφήνει χῶρο στήν ψυχή καί τήν καρδιά του γιά νά βρεῖ «τόπον καταπαύσεως» ἡ ἀπόλυτη καί μοναδική αὐτή ἀγάπη. Τά ἄπειρα καταγεγραμμένα ἤ μή θαύματα τῆς Παναγίας μας ἀνά τούς αἰῶνες πιστοποιοῦν τήν πραγματικότητα αὐτή.

2. Μπροστά λοιπόν σ’ αὐτήν τή στάση της πού φανερώνει τή στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μας, (νά εἶναι δηλαδή ἡ Μάνα πού τό μόνο πού ἐπιζητεῖ γιά τά παιδιά της εἶναι νά τά ἔχει στή θερμή ἀγκαλιά της), ὁ πιστός διά στόματος τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου κινεῖται ἐξίσου θερμά καί μέ σφοδρή ἀγάπη: κινεῖται σάν τό παιδί πού πέφτει στήν ἀνοικτή ἀγκάλη τῆς Μάνας του καί τήν καταφιλεῖ δεχόμενη τούς δικούς της ἀσπασμούς καί τά δικά της φιλιά. Πόσο θυμᾶται κανείς ἐδῶ τούς ἁγίους μας, ὄχι μόνο τούς παλαιοτέρους, μά καί τούς νεωτέρους μας, σάν γιά παράδειγμα τόν ἅγιο Νεκτάριο ἤ σάν τόν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο! Ὁ ἅγιος Νεκτάριος μπρός στήν Παναγία τή Συλημβριανή πού εἶχε στό κελλί του, τῆς μιλοῦσε τόσο θερμά καί τήν προσκυνοῦσε καί φιλοῦσε τήν εἰκόνα της τόσο πολύ, πού δημιούργησε βαθούλωμα ὁ ἔνδακρυς ἀσπασμός του. Κι ὁ ἅγιος Παΐσιος, κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἴδιου, πάντοτε ἀναφερόταν στήν Παναγία – «τήν κρατάω διαρκῶς ἀπό τό φουστάνι» συνήθιζε νά λέει – κι ὑπῆρχαν φορές, πάμπολλες πρέπει νά ὑποθέσουμε, πού ἀγκάλιαζε τήν ἁγία εἰκόνα της καί τήν καταφιλοῦσε «γιά νά βυζάξει λίγο τή χάρη της».

3. Ἔτσι ἡ Παναγία μας, κατά τόν ὑμνογράφο, εἶναι κατ’ ἀντανάκλαση τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, τό ἐρώμενο ἀπό τούς πιστούς πρόσωπο, γιατί εἶναι ἡ κατεξοχήν ἐρῶσα τούς ἀνθρώπους. Ἀγαπάει μέ ἄλλα λόγια κι ἐπειδή ἀγαπάει ἀγαπιέται. Γιατί πῶς θά μπορούσαμε ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καί πεσμένοι στήν ἁμαρτία ἄνθρωποι νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ὅ,τι εἶναι τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἄν δέν μᾶς ἔδινε ὁ Ἴδιος χέρι βοηθείας; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό, γιατί Ἐκεῖνος πρῶτος ἀγάπησε ἐμᾶς. Ἐκεῖνος εἶχε καί ἔχει πάντοτε τήν πρωτοβουλία, Ἐκεῖνος στήνει τή σκάλα καί κατέρχεται, προκειμένου νά ἀνέβουμε κι ἐμεῖς. Ὅπως τό διατυπώνει καί ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Τό τραγικό γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει χωρίς ἐκπτώσεις καί χωρίς διακοπές, (εἶναι «ὁ μόνος πιστός»), ἐμεῖς συνεχῶς ἀπιστοῦμε καί ταλαντευόμαστε, ἐμεῖς πότε λίγο καταλαβαίνουμε καί θέλουμε νά ἀνταποκριθοῦμε καί πότε κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας καί στά πάθη μας, ἀφήνοντας ἔξω ἀπό ἐμᾶς τήν ἀγάπη Του αὐτή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τή λύση καί τή διέξοδο σέ ὅλα τά προβλήματά μας - ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι κυριολεκτικά ὁ Παράδεισός μας.  

4. Καί τί μᾶς λέει περαιτέρω καί ἐντελῶς παρηγορητικά ὁ ἅγιος ποιητής, κατά τόν χαιρετισμό; Ὅτι μόλις ἀρχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά νιώθουμε λίγο τή θερμή ἀγάπη τῆς Παναγίας ἀπέναντί μας, συνεπῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νά ἀπεμπλεκόμαστε καί ἀπό ὅ,τι ἐμπαθές μᾶς δένει μέ τόν κόσμο τοῦτο. Νά «ξεκολλᾶμε» δηλαδή καί ἀπό τόν πόθο τῶν σαρκικῶν μας ἐπιθυμιῶν καί ἀπό τόν πόθο γιά ν’ ἀποκτοῦμε διαρκῶς καί περισσότερα ὑλικά ἀγαθά καί ἀπό τόν πόθο γιά νά φαινόμαστε καί νά ἐπιζητοῦμε τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο σέ ὅλα τά ἔργα μας. Μέ ἄλλα λόγια μόνο μία σφοδρή καθαρή ἀγάπη, σάν αὐτήν πρός τή Μάνα μας Παναγία, μπορεῖ νά μᾶς γλιτώσει ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί προσκολλήσεις μας. Κι αὐτό γιατί; Διότι οἱ ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί οἱ ὅποιοι ἁμαρτωλοί πόθοι μας ὁδηγοῦν πάντοτε μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ μία ἀπ’ αὐτήν τή ζωή κόλαση, μέ τά στοιχεῖα τῆς θλίψης καί τῆς μελαγχολίας καί τοῦ ἄγχους καί τῆς ἀνοησίας τῆς ζωῆς πού περικλείει. Εἶναι ἡ τραγική ὁμολογία πού κάνουμε ὅλοι μας, ὅταν φτάσουμε στό σημεῖο τόν πρῶτο λόγο στή ζωή μας νά τόν ἔχει ἡ ἁμαρτία καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά τόν ἔχει δηλαδή ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας σέ ὅ,τι δέν εἶναι Θεός καί Χριστός. Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἄλλη περίπτωση: πόσο καλά αἰσθανόμαστε, πόση χάρη Θεοῦ καί «Παράδεισο» ζοῦμε, ὅταν ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας εἶναι πρός τόν Χριστό καί πρός τούς ἁγίους μας, κυρίως δέ πρός τήν Παναγία μας!

Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΤΟ ΕΚΑΝΕ ΣΚΟΤΑΔΙ!

«Σέ ὡς ἐθεάσατο σαρκί κρεμάμενον, Χριστέ, ἐν ξύλῳ, τό φῶς εἰς σκότος μετέβαλεν ἥλιος˙ καί γῆ ἐσαλεύθη καί πέτραι διερράγησαν» (ωδή ε΄).

(Καθώς Σε είδε, Χριστέ, να κρέμεσαι ως άνθρωπος στο ξύλο του Σταυρού ο ήλιος, το φως του το έκανε σκοτάδι. Και η γη σαλεύτηκε και οι πέτρες έσπασαν).

Ο άγιος Ιωσήφ μάς μεταφέρει στα συγκλονιστικά γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής: τη Σταύρωση του Υιού και Λόγου του Θεού ως ανθρώπου, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι ενώ σε πολλούς άλλους ύμνους αναφέρεται στη σωτηρία που πήγασε από τον Σταυρό, καθώς ο Εσταυρωμένος «αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» και ανοίγει την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου δίνοντας και πάλι τη ζωή στον άνθρωπο – «τῷ Σταυρῷ Σου, οἰκτίρμον, ἀνεζωώθημεν» (κάθισμα όρθρου) -, στον συγκεκριμένο ύμνο θυμίζει την αντίδραση της φύσης μπροστά σ’ αυτά που υπέστη ο Δημιουργός της, όπως βεβαίως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο. Διότι δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς» και ότι ο Κύριος είναι ο Παντοκράτωρ Δημιουργός Κύριος, διά του Οποίου «πάντα ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε» (όλα δημιουργήθηκαν από τον Χριστό και χωρίς Αυτόν δεν έγινε τίποτε από αυτά που υπάρχουν). Το ομολογούμε άλλωστε διαρκώς και στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο Χριστός είναι ο «δι’ Οὗ τά πάντα ἐγένετο». Και μας προκαλεί με την υπόμνησή του αυτή ο άγιος υμνογράφος να μη ξεχνάμε ότι η φύση, μέρος της οποίας είμαστε και εμείς, συνιστά την αδελφή μας, συνιστά «ιερό τόπο» αφού διακρατείται από τις άκτιστες ενέργειες του Δημιουργού της, αποτελεί μία άλλη Βίβλο, στην οποία μπορούμε να διαβάζουμε την παρουσία του Τριαδικού Θεού μας – «οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα». Κι αυτό θα πει κατ’ επέκταση ότι προσεγγίζοντας έτσι τη Δημιουργία του Θεού, η οποία κινείται από τον Κύριο για να εκφράσει τον αποτροπιασμό της για όσα εχθρικά συνέβησαν πάνω στον Γολγοθά από πλευράς του πρώτου της Κτίσεως ανθρώπου, την σεβόμαστε και την αγαπάμε. Γιατί «σκοποῦμεν οὐ τά βλεπόμενα ἀλλά τή μή βλεπόμενα» κατά τον απόστολο, τη χάρη όπως είπαμε και την ενέργεια του Θεού μας.  Η άλογη φύση γίνεται εν προκειμένω ο δάσκαλος και ο καθοδηγητής μας.