03 Ιουνίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΛΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Αὐρηλιανοῦ. Πρίν γίνει χριστιανός ὑπῆρξε ἱερέας τῶν εἰδώλων, ἦταν προχωρημένης ἡλικίας μέ ἄσπρα μαλλιά καί γένια, ἐνῶ κατοικοῦσε ὄχι μακριά ἀπό τήν πόλη τῆς Νικομήδειας. Πίστεψε ὅμως στόν Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ὁδηγήθηκε στόν ἄρχοντα Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος ἐπειδή ὁ ἅγιος δέν πείσθηκε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά ἐπανέλθει στήν προτέρα θρησκεία του, ἔδωσε ἐντολή νά σπάσουν τά σαγόνια του, νά κτυπηθεῖ μέ ράβδους καί νά κρεμαστεῖ ἀνάποδα. ῎Επειτα ρίχτηκε στήν φυλακή, ὅπου ἐκεῖ βρῆκε τέσσερα παιδιά πού ἐπίσης ἦταν φυλακισμένα γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μαζί μέ αὐτά ὁδηγεῖται καί πάλι στόν ἄρχοντα. ᾽Επειδή ἐπέμενε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τόν ἔβαλαν μαζί μέ τά παιδιά σέ κάμινο πυρός. ῞Ομως ἦλθε βροχή ἀπό τόν οὐρανό καί ἔσβησε τήν φλόγα, ὁπότε βγῆκαν ὅλοι ἀβλαβεῖς. Τότε ὁ κόμης πρόσταξε νά ὁδηγηθοῦν στό Βυζάντιο, κι ἐκεῖ τῶν μέν παιδιῶν ἔκοψαν τά κεφάλια, τόν δέ ἅγιο Λουκιλλιανό τόν σταύρωσαν. Στόν σταυρό παρέθεσε τήν ψυχή του στόν Θεό, ἐνῶ παρευρισκόταν καί ἡ ἁγία παρθένος Παύλα, ἡ ὁποία ὅσο ἀκόμη ζοῦσε ὁ ἅγιος φρόντιζε τίς πληγές του, ὅταν ὅμως τελειώθηκε μάζεψε τά λείψανα τῶν ἁγίων. ῾Η Παύλα ἦταν πιστή γυναίκα ἀπό τούς γονεῖς της κι ἔκανε αὐτό τό ἔργο: πήγαινε στίς φυλακές καί περιποιεῖτο αὐτούς πού ἔπασχαν ὑπέρ Χριστοῦ, τούς γιάτρευε καί τούς ἔτρεφε.

Συνελήφθη ὅμως κι αὐτή καί ὁδηγήθηκε πρός τόν κόμη. ᾽Επειδή βεβαίως δέν πείσθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, πρῶτον μέν τήν γύμνωσαν, ἔπειτα τήν κτύπησαν μέ ἱμάντες κι ὕστερα μέ ράβδους. Τό σῶμα της ἀπό τά κτυπήματα ἔγινε μιά πληγή, ἀλλά μέ τήν φροντίδα ἀγγέλου ἀποκαταστάθηκε ὑγιής καί πῆρε θάρρος γιά τό μαρτύριο. Πάλι ὁδηγήθηκε στόν κόμη, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τῆς κτυπήσουν τό στόμα, ἐπειδή τόν ἔλεγχε γιά τήν εἰδωλολατρία του. Ρίχτηκε στήν φυλακή, καί πάλι ὁδηγήθηκε πρός ἐξέταση. Τήν ἔβαλαν μέσα σέ καμίνι, ἀπό ὅπου βγῆκε ἄφλεκτη, ὁπότε δόθηκε ἡ ἐντολή ἀπό τόν κόμη νά φονευτεῖ μέ ξίφος. Τήν ὁδήγησαν στό Βυζάντιο καί τήν πῆγαν στόν τόπο ὅπου ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός τελειώθηκε μαζί μέ τά παιδιά. ᾽Εκεῖ τῆς ἔκοψαν τό κεφάλι καί ἔτσι ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τελεῖται ἡ σύναξή τους στό ἁγιότατο Μαρτυρεῖο τους, πού βρίσκεται κοντά στόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ στήν ᾽Οξεῖα (ἡ ὁποία εἶναι νησί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἤδη ἔρημο).

῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔγινε γνωστός στό εὐρύ πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο τόν ἁγιορείτη. Τήν ἐποχή πού λίγο πρίν τό 1980 πῆγε στό Κουτλουμουσιανό κελλί ῾Παναγούδα᾽, κι ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε βγάλει τά λιγοστά πράγματά του καί τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία ἀπό τίς κοῦτες, θέλησε νά κάνει τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας τήν 3η ᾽Ιουνίου μέ τό κομποσχοίνι του. ῞Οταν ἦλθε ἡ ὥρα νά μνημονεύσει τόν ἅγιο πού ἑόρταζε προβληματίστηκε γιατί δέν θυμόταν ποιός ἑόρταζε. Κι εἶδε τότε μέ ἔκπληξη νά ἐμφανίζονται στό κελλί του δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας νεώτερος καί ὁ ἄλλος μεγαλύτερος. Καί τόν μέν νεώτερο τόν ἀνεγνώρισε: ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Τόν ἄλλον ὅμως ὄχι. Στήν ἐρώτησή του ποιός εἶναι, ὁ δεύτερος ἅγιος ἀπάντησε: εἶμαι ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός. Δέν ἄκουσε καλά ὁ Γέροντας καί ξαναρώτησε: πῶς; ὁ ἅγιος Λουκιανός; ῎Οχι, ξανάπε ὁ ἄγνωστος γι᾽ αὐτόν. ῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός. Κι οἱ ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. Κατανύχτηκε ὁ Γέροντας πού ὁ Θεός ἀπάντησε ἔστω καί στόν λογισμό του, θέλησε ὅμως νά ἐπιβεβαιώσει τό ὅραμα. ῎Εψαξε τίς κοῦτες, βρῆκε τό Μηναῖο τοῦ ᾽Ιουνίου καί εἶδε μέ μεγάλη συγκίνηση  ὅτι πράγματι στίς 3 ᾽Ιουνίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τόν ἅγιο Λουκιλλιανό. ῎Εκτοτε ὁ Γέροντας τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τόν συγκεκριμένο ἅγιο καί εἶχε εἰκονάκι του μέσα στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς Παναγούδας.

Τό περιστατικό εἶναι βεβαίως ἀξιόπιστο, γιατί εἶναι ἀξιόπιστος ὁ ἅγιος Παΐσιος, μᾶς κάνει ὅμως νά καταλάβουμε γιά μία ἀκόμη φορά πόσο οἱ ἅγιοί μας εἶναι ζωντανοί, ἔστω κι ἄν μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις μας ἀδυνατοῦμε νά τούς δοῦμε καί νά τούς ἀκούσουμε. Εἶναι ὅμως οἱ ἅγιοι τῆς κάθε ἐποχῆς, σάν τόν ἅγιο Παΐσιο, οἱ ὁποῖοι γίνονται οἱ δίοδοι γιά νά αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι λόγω τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἐξαιτίας αὐτῶν τυφλῶν ὡς πρός τίς πνευματικές αἰσθήσεις, λίγο τήν ἀμεσότητα τῆς παρουσίας τους, ὁπότε νά αὐξήσουμε τήν πίστη μας σέ αὐτό πού μᾶς καλεῖ καθημερινά ἡ ᾽Εκκλησία μας: νά ἀπευθυνόμαστε σέ αὐτούς καί νά τούς μιλοῦμε σάν σέ ζωντανά πρόσωπα καί ὄχι σάν μυθεύματα καί ἀποκυήματα τῆς φαντασίας. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή μέν τόν ῎Ιδιο, ἀπαρτίζεται δέ καί ἀπό τήν στρατευόμενη καί ἀπό τήν θριαμβεύουσα διάστασή της. Καί θά ἔλεγε κανείς μέ βεβαιότητα ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας εἶναι πολύ περισσότερο ζωντανοί ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς πού βρισκόμαστε σ᾽ αὐτόν ἀκόμη τόν κόσμο, τόν ἀνύπαρκτο ἐν πολλοῖς λόγω τοῦ σκότους τῶν ἁμαρτιῶν του. Τί ἄλλο μαρτυρεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅταν γιά παράδειγμα μᾶς καλεῖ στό σημερινό ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων μαρτύρων  ῾νά τούς ἱκετεύσουμε, γιατί αὐτοί παρακαλοῦν τόν Θεό γιά τήν δική μας σωτηρία᾽; ῾Τούς μάρτυρας Χριστοῦ ἱκετεύσωμεν πάντες. Αὐτοί γάρ τήν ἡμῶν σωτηρίαν αἰτοῦνται᾽.

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος μάλιστα μᾶς δίνει τήν πνευματική ὅρασή τους: ὄχι μόνο εἶναι ζωντανοί καί πρεσβεύουν γιά ἐμᾶς καί τήν σωτηρία μας, ἀλλά καί στήν ἐποχή τους καί σέ κάθε ἐποχή εἶναι σάν τόν ἥλιο πού λάμπει καί φωτίζει τούς ἀνθρώπους. «Σάν ἥλιοι φάνηκαν πραγματικά στήν ᾽Εκκλησία Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἱ μάρτυρες καί λάμπουν τό φῶς τῆς ὁμολογίας» (ὠδή θ´).  Κι ἀλλοῦ: «Λυχνάρι φωτεινότατο ἔγινες γι᾽ αὐτούς πού ἀθλοῦσαν μαζί σου» (ὠδή γ´). «᾽Απαστράπτεις μέ τά λόγια σου καί φωταγωγεῖς τόν κόσμο μέ τούς ἄθλους σου» (ωδή δ´). Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι οἱ ἅγιοί μας καί μέ τά λόγια τους, κυρίως ὅμως μέ τήν ζωή τους εἶναι οἱ καθοδηγητές μας καί τά παραδείγματά μας. Ἰδίως σ᾽ ἕναν κόσμο ἀποπροσανατολισμένο σάν τόν σημερινό, ὅπου προβάλλονται ὡς πρότυπα ἄνθρωποι μέ κάθε εἴδους πάθη καί διαστροφές, ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπιμένει στήν ἀλήθεια: πρότυπα καί φωτεινοί ὁδοδεῖκτες εἶναι οἱ ἅγιοί μας. Κι αὐτό γιατί; Διότι αὐτοί ἀκολούθησαν μέ κάθε δυνατή συνέπεια τόν ἴδιο τόν ἀρχηγό τῆς πίστεώς μας τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀποδεικνύοντας ὅτι προτεραιότητά τους ἦταν ἡ ἀγάπη σ᾽ ᾽Εκεῖνον. ᾽Εν προκειμένῳ γιά τόν ἅγιο Λουκιλλιανό ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής ᾽Ιγνάτιος δέν διστάζει νά τόν παραλληλίσει μέ τό ἴδιο τό ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Χριστοῦ ἀπόστολο Παῦλο: «Μαζί μέ τόν Παῦλο φώναζες, μάρτυς τοῦ Χριστοῦ: Δέν θά μέ χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ οὔτε ὁ κίνδυνος οὔτε ἡ λύπη οὔτε ὁ λιμός οὔτε τό ξίφος» (ὠδή ζ´).

Κι εἶναι ἡ παραπάνω ἀλήθεια αὐτή πού ἐξηγεῖ καί τήν δύναμη τήν ὁποία ἔχουν οἱ ἅγιοί μας: ζώντας τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κυρίως μέ τήν διακράτηση τοῦ λόγου Του μέσα στήν καρδιά τους – αὐτό εἶναι τό ἀποδεικτικό τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό κατά τοῦ ῎Ιδιου τήν ρήση: ῾ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε᾽ - ἔχουν ὁλοζώντανο ᾽Εκεῖνον στήν ὕπαρξή τους καί τήν δύναμή Του ἐνεργοῦσα σ᾽ αὐτούς.

῾Ο Κύριος πάλι δέν βεβαιώνει ὅτι ῾ἐάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν  μείνῃ, ὅ ἄν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν᾽;(ἐάν μείνετε ἑνωμένοι μέ Εμένα καί τά λόγια μου τά κρατήσετε στήν ὕπαρξή σας, ὅ,τι θέλετε ζητήστε το καί θά σᾶς γίνει). Αὐτό σημειώνει μεταξύ ἄλλων καί  ἅγιος ὑμνογράφος῎Εχοντας κάνει κτῆμα στήν καρδιά σου τά ρήματα ζωῆς τοῦ Κυρίουσοφέἀπονέκρωσες μέ τήν ἔνστασή σου τίς θωπεῖες καί κολακεῖες  τῶν τυράννωνἀοίδιμε» (ωδή ε´).

Ταῖς τοῦ ἁγίου σου πρεσβείαις, Χριστέ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.  

02 Ιουνίου 2025

ΑΝΑΚΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει Σου καί τῇ ἐγέρσει Σου, ἀνελήλυθας ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια˙ δόξα τῇ δόξῃ Σου» (ωδή α΄εορτής Αναλήψεως).

(Αφού ανακαίνισες με το Πάθος Σου και την Ανάστασή Σου, Κύριε, τον κόσμο που είχε γεράσει από τις πολλές αμαρτίες, ανήλθες προς τα επουράνια εποχούμενος πάνω σε νεφέλη. Δόξα στη δόξα Σου).

Ο άγιος Ιωσήφ ο Θεσσαλονίκης, ο υμνογράφος του δεύτερου κανόνα της μεγάλης Δεσποτικής εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου, νιώθει την ανάγκη να δοξολογήσει τη δόξα του Κυρίου – και πώς αλλιώς; Κάθε τι που είναι του Θεού, ιδίως το δοξαστικό απολυτρωτικό έργο Του, είναι αντικείμενο έρωτα και αγάπης προς Εκείνον: το να δοξολογείς τη δόξα του Θεού σημαίνει να είσαι σε εκστατική πορεία θείου έρωτα, δίνοντας την καρδιά σου σ’ Εκείνον που σε αγάπησε «μέχρι τέλους». Και η πρόκληση έρχεται από τον αναλαμβανόμενο Κύριο επί «νεφέλης», ο  Οποίος πηγαίνει «ὅπου ἦν τό πρότερον», εκεί από όπου ποτέ δεν έφυγε ως Θεός, στα δεξιά του Πατέρα δηλαδή, μαζί όμως πια με την ανθρώπινη φύση Του. Αυτό είναι το μέγιστο μυστήριο για το οποίο μένουν έκπληκτοι και όλοι οι άγγελοι και οι λοιπές επουράνιες δυνάμεις: ο ερχομός του Κυρίου στον κόσμο δεν ήταν μία απλή παρένθεση στη ζωή Του, όπως τα ευρήματα φαντασίας των αρχαίων ποιητών που έβαζαν τους «θεούς» να εισέρχονται στην ανθρώπινη ζωή και να επανέρχονται μετέπειτα στην «κανονικότητά» τους. Η «κανονικότητα» του Κυρίου Ιησού Χριστού είναι μετά την ενσάρκωσή Του να κρατάει διαπαντός και την ανθρώπινη φύση Του, ενωμένη με τη θεότητά Του στη μία Του θεϊκή προσωπικότητα και υπόσταση.

Ο Κύριος λοιπόν αναλαμβάνεται «μετά σαρκός», «σύσσωμος», (εκπληρώνοντας την προτύπωση (προφητεία χωρίς λόγια) της Αναλήψεώς Του με την ανάληψη του προφήτη Ηλία – είναι πολύ ωραίο το τροπάριο από την ε΄ ωδή του ίδιου κανόνα που αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτό: «ανερχόταν στους ουρανούς πάνω σε άρμα ο Ηλίας, ζωοδότα Κύριε, εξεικονίζοντας την θεία Σου ανάληψη»), έχοντας εκπληρώσει το έργο Του: την ανακαίνιση του κόσμου, που πραγματοποιήθηκε με όλη τη ζωή Του, κυρίως όμως με το Πάθος και την Ανάστασή Του. Και η ανακαίνιση που έφερε προϋπέθετε ακριβώς έναν κόσμο φθοράς και γήρατος. Γιατί σ’ αυτό οδηγεί πάντοτε η αμαρτία τον άνθρωπο, απαρχής της πτώσεώς του και όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος με τη σημερινή του μορφή: στη γήρανση. Παλεύει ο άνθρωπος της κάθε εποχής, ιδίως σήμερα με τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα, να διακρατηθεί διαπαντός «νέος» - στο σώμα του εξαντλεί όλη την ύπαρξή του. Και προβαίνει σε επεμβάσεις πλαστικές του σώματος, σε αλλαγές αισθητικές, προκειμένου να διατηρήσει το σώμα του ει δυνατόν «άφθαρτο» και παντοτινά «ακμαίο»! Πόση ουτοπία όμως! Και πόση ολιγοπιστία λόγω του υποκρυπτόμενου φόβου θανάτου! Γιατί το σώμα του ενδεχομένως μπορεί να τα καταφέρει και να το κάνει να φαίνεται νέο. Η ψυχή όμως και το πνεύμα του; Αυτά πώς μπορούν να διατηρηθούν σε νεότητα;

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν το υπενθυμίζει: η αιωνία νεότητα ήδη είναι γεγονός. Δεν χρειάζονται πλαστικές και αισθητικές επεμβάσεις για να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. Κι αυτό γιατί ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και τον ανακαίνισε από τα γηρατειά του, προσλαμβάνοντάς τον μέσα στη δική Του αιώνια ύπαρξη. Κάθε άνθρωπος που θα πιστέψει σ’ Αυτόν και θα θελήσει να Τον εντάξει σοβαρά στη δική του ζωή θα δει το αποτέλεσμα όχι της πλαστικής, αλλά της αληθινής και οντολογικής αλλαγής του: να γίνεται πράγματι νέος, στο πνεύμα και την καρδιά – εκεί που λειτουργεί ο γνήσιος άνθρωπος. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις», λέει ο απόστολος Παύλος, όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία, γιατί αυτό είπαμε φέρνει Εκείνος: «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα», να, όλα τα κάνω καινούργια.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

 

«Ο άγιος Νικηφόρος (758-822) έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του δυσσεβή, του επονομαζομένου Κοπρώνυμου, και ήταν γέννημα και θρέμμα της Βασιλίδος των πόλεων. Οι γονείς του, λαμπρής και γνωστής οικογένειας, ήταν ο Θεόδωρος και η Ευδοκία. Ο Θεόδωρος ήταν γραμματέας των βασιλικών εντολών κι επειδή κατηγορήθηκε ότι προσκυνούσε τις θείες εικόνες μαστιγώθηκε και εξορίστηκε στο φοβερό φρούριο της Μύλασσας. Αργότερα τον έφεραν πίσω, αλλ’ επειδή και πάλι δεν υπάκουσε στις βασιλικές προσταγές, τον εξόρισαν πέρα από τη Νίκαια. Εκεί έζησε έξι χρόνια με μεγάλες κακουχίες κι έτσι έφυγε από τη ζωή αυτή. 

Ο γιος του ο τίμιος Νικηφόρος, ήδη από γεννησιμιού του μεγάλωσε μέσα στην αγκαλιά της Ορθοδοξίας και ανατράφηκε με το γάλα της πίστεως. Όταν μεγάλωσε και πήρε καλή μόρφωση, κατατάχθηκε κι αυτός στους Γραμματείς. Αργότερα όμως, όλα τα επίγεια τα θεώρησε σκουπίδια και σαν τον ιστό της αράχνης, γι’ αυτό και αναχώρησε από την Πόλη και πήγε στην Προποντίδα, ζώντας με πλήρη αφιέρωση στον Θεό και με πολλούς ασκητικούς κόπους και ταλαιπωρίες. Όταν απεβίωσε ο μέγας Αρχιερεύς Ταράσιος (πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ο αυτοκράτορας Νικηφόρος πίεσε με έντονες παρακλήσεις τον ομώνυμό του ασκητή Νικηφόρο  να αναλάβει αυτός τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Λίγο αργότερα όμως αναπαύτηκε από τη ζωή αυτή ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας, τον διαδέχθηκε ο υιός του Σταυράκιος που κι αυτός πολύ γρήγορα απέθανε, οπότε ανέλαβε τα σκήπτρα της βασιλείας ο ευσεβέστατος Μιχαήλ. 

Τον Μιχαήλ όμως τον έριξε βίαια από τον θρόνο ο όνομα και πράγμα Λέων κι έγινε αυτός βασιλιάς, αρχίζοντας τις επιθέσεις του κατά των αγίων εικόνων και κατά της ευσεβούς ορθοδόξου πίστεως. Πόσα και τι είδους παθήματα πέρασε ο σεβάσμιος Πατέρας μας Νικηφόρος στους θαρραλέους αγώνες του απέναντι στον ασεβή και αλιτήριο αυτόν βασιλιά, είναι αδύνατο και να πούμε και να γράψουμε. Το μόνο που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι ο θεομίσητος Λέων, μόλις ανέλαβε τον εξουσία, αμέσως καθαίρεσε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Νικηφόρο, τον εξόρισε και τον έριξε στη φυλακή, δίνοντας την εντολή να μην έχει καμιά απολύτως ανθρώπινη παρηγοριά από οποιονδήποτε. Έτσι έζησε με ταλαιπωρίες μεγάλες ο άγιος, μέχρις ότου ο ασεβής αυτός Λέων έχασε με άσχημο τρόπο τη ζωή του, καθώς κατέκοψαν τα μέλη του σώματός του με μαχαίρια δικοί του άνθρωποι, μέσα στον ναό του Φάρου. Ο δε μακάριος Νικηφόρος, καταπονημένος από τις πολύχρονες ταλαιπωρίες και τις κακοπάθειες, παρέθεσε το πνεύμα του στα χέρια του Χριστού, σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, αφού πέρασε εννιά χρόνια στον Πατριαρχικό θρόνο και δεκατρία στην εξορία».  

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του αγίου Νικηφόρου, με έναν τολμηρό αλλά ρεαλιστικό ταυτόχρονα στίχο του, μάς δίνει το πνευματικό ύψος του εορταζομένου αγίου: «Ο Πατριάρχης Νικηφόρος είναι δίπλα στον Πατριάρχη Αβραάμ τον θείο Γέροντα. Ο Νικηφόρος στις 2 Ιουνίου βρήκε θέση στον Παράδεισο» («Τοῦ Πατριάρχου Πατριάρχης πλησίον, Θείου γέροντος Ἀβραάμ Νικηφόρος. Δευτερίῃ Νικηφόρος εἰς Ἐδέμ εὕρατο μοίρην») (στίχος συναξαρίου). Και δεν μένει μόνον εκεί. Όχι μόνο ο Αβραάμ, αλλά όλοι οι μεγάλοι Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Μωϋσής, τιμούν τον άγιο Νικηφόρο με ωδές και ύμνους, θεωρώντας ότι προστέθηκε στη δική τους χορεία εν ουρανοίς. «Χοροί Πατριαρχών, τήν ἁγίαν σου μνήμην, ἐν ὕμνοις καί ὠδαῖς, Νικηφόρε τιμῶσι∙ προσθήκην γάρ ἐδέξαντο τήν ψυχήν σου τήν ἔνδοξον») (κάθισμα όρθρου). Γιατί αυτό; Θα περιμέναμε από τον άγιο υμνογράφο να μας πει ότι πρόκειται πρώτα από όλα για παιδί ενός μάρτυρα – μάρτυρας ο πατέρας του Θεόδωρος. Κι όμως! Ούτε μία αναφορά στον άγιο πατέρα. Ο υμνογράφος είναι «θαμπωμένος» θα λέγαμε από την αγία βιοτή του οσίου Νικηφόρου κι εκεί επικεντρώνει την προσοχή του, αλλά και τη δική μας.

Και πράγματι. Νομίζουμε πως δεν υπάρχει λέξη που να μη χρησιμοποίησε ο Θεοφάνης για να μας προβάλει τη θεμελιωμένη πάνω στον Κύριο ζωή του Νικηφόρου, ήδη από την ώρα της γέννας του και μέχρι την ώρα της εξόδου του από τον κόσμο. Είναι το «θεῖον ἐκτύπωμα» - στο πρόσωπό του βλέπουμε τον ίδιο τον Θεό (στιχ. εσπ.), είναι «αυτός που την πράξη της άσκησης την έκανε σκαλοπάτι για να ανεβεί στη θεωρία του Θεού» (ὠδή α΄), είναι «αυτός που ο λόγος του ήταν κοσμημένος από τις ενάρετες πράξεις του και ο βίος του αντιστοίχως γεμάτος από την ομορφιά του λόγου του Θεού» (ὠδή α΄). Όλη η ζωή του δηλαδή κατά τον άγιο υμνογράφο ήταν ένας αγώνας πάνω στο μαρτύριο της συνειδήσεως: πώς να τηρεί απαρέγκλιτα τις εντολές του Κυρίου Ιησού: «τῆς γάρ συνειδήσεως ἤνεγκας μαρτύριον» (ὠδή η΄). Γι’ αυτό και φωτίστηκε από το Πνεύμα του Θεού, ώστε όχι μόνο η ζωή του αλλά και ο λόγος του και τα κηρύγματά του να φανερώνουν όντως τι το Πνεύμα φανερώνει στην Εκκλησία. «Λάμποντας σαν ήλιος με τις ακτίνες του Πνεύματος στις Εκκλησίες, αναδείχθηκες ουρανομήκης στύλος της, θεόφρον» («Φωσφόρος ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων τοῦ Πνεύματος ταῖς Ἐκκλησίαις, θεόφρον, ἀνεδείχθης στῦλος οὐρανομήκης») (ὠδή ς΄). Και πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος του κανόνα του για τον άγιο ο Θεοφάνης το αφιερώνει στην εξαγγελία του λόγου του Θεού, αφού την εποχή του η ορθόδοξη πίστη διωκόταν από τον αυτοκράτορα Λέοντα, ο οποίος θεωρούσε την προσκύνηση των εικόνων ως πράξη ειδωλολατρική. Ο άγιος Νικηφόρος λοιπόν ήταν εκείνος, μεταξύ των άλλων Πατέρων, που έδειξε ότι η εικόνα αποτελεί πρακτική εφαρμογή της πίστεως στον Ιησού Χριστό ως Θεό αλλά και άνθρωπο. Άρνηση να τιμήσει κανείς τις εικόνες σημαίνει ότι αρνείται την πραγματικότητα της ενσάρκωσης του Θεού, αλλοίωση της πίστεως σ’ Εκείνον, συνεπώς συνιστά χριστολογική αίρεση που τον άνθρωπο τον εκτρέπει από τη ζωντανή σχέση του με τον Θεό. «Με θεολογικό νου ερεύνησες το βάθος της σοφίας και με τη δύναμη των διδασκαλιών σου διέλυσες (κρέμασες) εντελώς αυτούς που αρνούνται την εικόνα του Χριστού» («Φιλοσοφίᾳ τῆς σοφίας τό βάθος ἠρεύνησας, καί δογμάτων σου πλοκαῖς, τούς ἀθετοῦντας εἰκόνα Χριστοῦ τρανῶς ἀπηγχόνησας») (ὠδή γ΄).

Ο άγιος Θεοφάνης, όπως συμβαίνει πάντοτε για κάθε άγιο, «διανοίγει» και την καρδιά του οσίου Νικηφόρου προκειμένου να μας νοηματοδοτήσει την όλη πορεία του. Μας συγκινεί ιδιαίτερα ο λόγος του: «Έχοντας κάνει παράδεισο την καρδιά σου, στο κέντρο της οποίας είναι φυτευμένο το ξύλο της ζωής, δηλαδή ο ίδιος ο Κύριος, φανέρωσες σε όλους τον λόγο της πίστεως, πάτερ Νικηφόρε θεόπνευστε» («Ὡς παράδεισον τήν καρδίαν σου κεκτημένος, ξύλον ζωῆς ἐν μέσῳ ταύτης πεφυτευμένον, πᾶσιν ἐφανέρωσας τον λόγον τῆς Πίστεως, Πάτερ Νικηφόρε θεόπνευστε») (ὠδή δ΄). Για να μιλήσει κανείς για την πίστη, για να είναι πειστικός ο λόγος και το κήρυγμά του για τον Χριστό και την αγία Εκκλησία Του, πρέπει να εμπνέεται από το Πνεύμα του Θεού. Η έμπνευση όμως αυτή προϋποθέτει τον αγώνα να κρατάει κανείς τον Χριστό στο κέντρο της καρδιάς του – να ενεργοποιεί το άγιο βάπτισμά του. Κι αυτό γίνεται μόνο με έναν τρόπο, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: όταν τηρούνται οι άγιες εντολές Του. «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. Ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου». Ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει κατακάθαρα ενώπιόν μας τον άγιο και την κατά Χριστόν πορεία του.  

Η «ΚΑΡΔΙΑ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ (1 ΙΟΥΝΙΟΥ)

Ένας ύμνος από την υμνολογία του αγίου Ιουστίνου έρχεται και φωτίζει τον εσωτερικό του αγώνα, αποκαλύπτοντάς μας, κατά τη θεώρηση του αγίου υμνογράφου του, το πνευματικό επίπεδο στο οποίο βρισκόταν. «Στερέωμα Χριστόν ἐν τῇ καρδίᾳ σου κατέχων, ἀνδρείως ἀντικατέστης, Ἰουστίνε, τῷ δικάζοντι ἀνομεῖν παρανόμως σε προστάττοντι» (ὠδή γ΄). Δηλαδή: Έχοντας βαθιά μέσα στην καρδιά σου τον Χριστό ως βάση και στερέωμά σου, Ιουστίνε, αντιμετώπισες με ανδρεία τον δικαστή που σε πρόσταζε με παράνομο τρόπο να ανομήσεις και να προδώσεις τον Θεό.

Ο άγιος ήταν φιλόσοφος με την έννοια της αναζήτησης της αλήθειας, μέχρις ότου βρήκε «τήν μόνην ἀληθῆ τε και ξύμφορον φιλοσοφίαν», δηλαδή την πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό, πίστη στην οποία προσκολλήθηκε τόσο που έδωσε και την ίδια  τη ζωή του γι’ αυτήν γινόμενος μάρτυρας. Κι αυτό γιατί διαπίστωσε από την ίδια του την εμπειρία ότι ο Χριστός δεν ήταν απλώς ένας σπουδαίος ίσως άνθρωπος  που  κάλυπτε κάποια «κενά» μιας κοσμοθεωρίας, αλλά ο Ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος, συνεπώς γέμιζε την καρδιά και την ύπαρξή του όλη μ’ εκείνο το «πυρ» που φωτίζει τον άνθρωπο και κατακαίει τα πάθη που θέτουν φραγμό στην εύρεση του ζωντανού και αληθινού Θεού. Ο άγιος με άλλα λόγια ήταν από τους πρώτους διανοητές που συνειδητοποίησε με τη χάρη ασφαλώς του Θεού ότι το κυρίαρχο στοιχείο για να ζήσει πράγματι ο άνθρωπος με νόημα στη ζωή του δεν είναι η λογική του, αλλά η καρδιά του, κι έτσι έγινε μέτοχος κι αυτός της φλόγας του Παρακλήτου που περιέλαμψε τους μαθητές του Κυρίου κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατά τον λόγο του Χριστού: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη».

Λοιπόν, τι σημειώνει με διεισδυτικό τρόπο ο υμνογράφος ως στόμα της Εκκλησίας; Ότι ο άγιος είχε φτάσει στο ανώτερο δυνατό σημείο της πνευματικής ζωής, κατά το οποίο έχει ξεπεραστεί και ο ίδιος ο φόβος του θανάτου. Ο φόβος του θανάτου είναι σημάδι της «φυσικής» ζωής, της ζωής όπως βιώνεται στον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας – είναι το τίμημα ακριβώς της αμαρτίας. Στη χριστιανική ζωή που ακολουθεί τα χνάρια του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού ο φόβος αυτός ξεπερνιέται, (μία δειλία βεβαίως είναι «αποδεκτή» καθώς βρίσκεται ο άνθρωπος ακόμη μέσα στον κόσμο τούτο), γιατί ο πιστός άνθρωπος εντάσσεται μέσα σ’ Εκείνον που «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», ζώντας πια το πιο καθοριστικό στοιχείο που αποδεικνύει την υπέρβαση του φόβου, την αγάπη του Χριστού. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον». Λόγια σαν του αποστόλου Παύλου «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι και σύν Χριστῷ εἶναι» ή σαν του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος που λέει ότι «ο άγιος περιμένει με χαρά καθημερινά τον θάνατο», δεν παραξενεύουν τον χριστιανό. Απλώς αναμετριέται με το επίπεδο αυτό και συνήθως κλίνει την κεφαλή και το γόνυ συνειδητοποιώντας τη μικρότητα και… αντιχριστιανικότητά του˙ γιατί φοβάται ακόμη τον θάνατο.

Ο άγιος Ιουστίνος λοιπόν έχοντας πιστέψει στον Χριστό ζούσε την παρουσία του αγίου Πνεύματος στην ύπαρξή του που του έδινε θάρρος και δύναμη να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς της γης την εποχή εκείνη, αλλά και ακόμη με τόλμη και χωρίς φόβο να οδηγηθεί και στον ίδιο τον θάνατο. Κι εδώ έρχεται κατεξοχήν ο άγιος υμνογράφος να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το «μυστικό» της αφοβίας του αγίου, τι ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στην καρδιά του, ώστε αναλόγως να βλέπει και να αντιμετωπίζει τα πράγματα στη ζωή του. «Κατείχε» μάς λέει «τον Χριστό στο βάθος της καρδιάς του κι ο Χριστός ήταν το στήριγμά του». Να λοιπόν το «μυστικό» του, αλλά και το μυστικό κάθε αγίου, δηλαδή κάθε μάρτυρα της πίστεως. Αν η καρδιά είναι δεμένη με τον Χριστό, αν Εκείνος, όπως το απεκάλυψε, αποτελεί «τήν πέτραν» πάνω στην οποία έχει θεμελιωθεί το οικοδόμημα της ψυχής, από κει πέρα τίποτε απολύτως δεν μπορεί να γίνει ανάχωμα για την πνευματική πορεία του ανθρώπου. Πρόκειται για την πνευματική πραγματικότητα που αποκαλύπτει επανειλημμένως η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή, ότι δηλαδή ο πιστός άνθρωπος «ἐστήριξε τήν καρδίαν του ἐν Κυρίῳ», ότι «ἐπ’ Αὐτῷ ἐπεστηρίχθη ἡ ψυχή του», συνεπώς βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό που διαδραματίζεται στα μυστικά βάθη του πνεύματος του ανθρώπου.

Και τι σημαίνει συγκεκριμένα ότι ο πιστός έχει στήριγμά του ή «στερέωμά» του τον Χριστό; Σημαίνει ότι ο πιστός ως μέλος Χριστού, συνεπώς ενισχυόμενος από Εκείνον, με ορμητική διάθεση ψυχής, κατά το «εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ», «κολλάει» καταρχάς τον εαυτό του στις άγιες εντολές Εκείνου. Πρόκειται για μία από τις πιο σπουδαίες αλήθειες του ευαγγελικού λόγου, σύμφωνα με τον οποίο «ο Χριστός περικλείεται μέσα στις εντολές Του». «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με. Ὁ δε ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Και: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα και μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Κι έπειτα, «κολλάει» στο όνομα του Κυρίου. Το όνομα του Χριστού γίνεται για τον πιστό το «βάθρο» της εν Κυρίω πορείας του, η «γη» που πατάει, δεν μπορεί να αναπνεύσει χωρίς Εκείνον. «Μνήμη Ἰησοῦ κολληθήτω σῇ ἀναπνοῇ», όπως λέει και πάλι ο της Κλίμακος άγιος.

Ο άγιος υμνογράφος μάς αποκαλύπτει το «βάθος» της καρδιάς του αγίου Ιουστίνου. Μας αποκαλύπτει συνεπώς τον δρόμο της αγιότητας και μας προσανατολίζει στη μόνη πραγματικότητα που πρέπει και εμείς να πορευτούμε.

29 Μαΐου 2025

«ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΜΕΘ’ ΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘ’ ΥΜΩΝ»

«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν» (Κοντάκιον Αναλήψεως).

(Ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας κι ἕνωσες τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, ἀναλήφθηκες, Χριστέ Θεέ μας, χωρίς νά χωριστεῖς καθόλου ἀπό ἐμᾶς καί χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό ἐμᾶς, καί φωνάζοντας δυνατά σ’ αὐτούς πού σ’ ἀγαπᾶνε: ἐγώ εἶμαι μαζί σας, γι’ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐναντίον σας).

Σέ πολύ λίγες γραμμές ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ἐπισημαίνει τό θεολογικό βάθος τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἁγία Του Ἀνάσταση ὁ Κύριος, κατά τήν ἐντολή πού ἤδη εἶχε δώσει, μάζεψε τούς μαθητές Του στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, κι ἐκεῖ ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ τούς ἐνεφύσησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», προτρέποντάς τους νά παραμένουν ἐν προσευχῇ στόν τόπο πού τούς εἶχε ὑποδείξει μέχρι τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τούς εὐλόγησε καί ἀναλήφθηκε ἐν δόξῃ στούς Οὐρανούς, προκειμένου νά παρακαθήσει καί ὡς ἄνθρωπος στά δεξιά τοῦ Πατέρα.

Δύο εἶναι τά καίρια σημεῖα στά ὁποῖα ἐπιμένει ὁ ὑμνογράφος γιά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Πρῶτον· ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ σχεδίου Του δηλαδή γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί εἶχε ἐξαγγείλει μέσω τῶν Προφητῶν Του στήν Παλαιά Διαθήκη, πραγματοποιήθηκε ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία τό ζωντανό σῶμα Του, τόν ἀπομακρυσμένο λόγω τῆς ἀνυπακοῆς του ἄνθρωπο. Μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ «οὐκέτι ἐσμέν ξένοι καί πάροικοι, ἀλλ’ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Μέ τόν Χριστό ἀκούσαμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας κι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ φίλος μας, ἡ ρίζα μας, τό σπίτι μας, τό ἔνδυμά μας, ὁ νυμφίος μας, ἡ τροφή μας, τά πάντα γιά τή ζωή μας.

Δεύτερον· ἡ πραγματικότητα αὐτή τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας μας ὡς ἕνωσής μας μέ τόν Θεό δέν ἀποτελεῖ περιστασιακό γεγονός - ἕνα εἶδος παρένθεσης στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου - ἀλλά μόνιμη καί αἰώνια κατάσταση. Μετά τόν Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ κόσμος ζεῖ ἀδιάκοπα τήν παρουσία Του, ποτέ δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν, Αὐτός ζεῖ μέσα σ’ αὐτόν καί αὐτός μέσα σ’ Ἐκεῖνον. Πρόκειται, ὅπως εἴπαμε, γιά τήν ἁγία Του Ἐκκλησία πού ἀποτελεῖ τό μυστικό ζωντανό σῶμα Του. Κι αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι πρίν τόν ἐρχομό Του ὁ κόσμος βρισκόταν ἐκτός τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ διαρκή ἐπιβεβαίωση καί ἐξαγγελία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πού διακρατεῖ τόν κόσμο: Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ προνοητής, ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ὡς «διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». Ὅμως μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου Του ὁ κόσμος ἀπέκτησε καί πάλι τή δυνατότητα νά «βλέπει» καί νά ζεῖ ἐν αἰσθήσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· νά πραγματοποιεῖ μέ τήν κάθαρση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ὁμοίωσής του πρός Αὐτόν.

 Μέ τήν προϋπόθεση βεβαίως ὅτι αὐτό πραγματοποιεῖται ἀπό ὅσους πίστεψαν στόν Κύριο, πού σημαίνει ὅτι Τόν ἀγάπησαν, ἀνταποκρινόμενοι στή δική Του ἀγάπη. Σ’ αὐτούς τούς πιστούς φωνάζει ὅτι εἶναι πάντοτε μαζί τους κι ὅτι κανείς δέν θά μπορέσει νά τούς κάνει κακό. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» πού λέει καί ὁ ἀπόστολός Του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μᾶς στρέφει στό παρελθόν γιά νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· μᾶς στεριώνει στό παρόν μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ: ὁ Χριστός εἶναι ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε Αὐτός ἐν πνεύματι Ἁγίῳ · καί μᾶς προσανατολίζει στό μέλλον, ζώντας ἐν διαρκεῖ προσμονῇ τήν καί πάλι γιά δεύτερη φορά ἐμφάνισή Του: «μαράν ἀθά».

Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

1.  Μέ τήν ᾽Ανάληψή Του ὁ Κύριος ὁλοκλήρωσε τό ἀπολυτρωτικό ἔργο Του στή γῆ. Ὅ,τι ξεκίνησε με τον ερχομό Του στόν κόσμο ἔφτασε στό πέρας του μέ τήν Θεία Του ᾽Ανάληψη: ἕνωσε τούς ἀνθρώπους μέ τόν Τριαδικό Θεό. Κατά τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς ὁ Κύριος ἀνελήφθη ἐν δόξῃ «τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις».

Ἡ ἐν δόξῃ αὐτή ᾽Ανάληψη δέν ἀποτελεῖ ἀπόρριψη ἀπό τόν Κύριο τοῦ σώματός Του καί ἐπάνοδό Του ὡς Θεοῦ μόνου στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Ὁ Κύριος ἀναλαμβάνεται στούς Οὐρανούς, «ὅπου ἦν τό πρότερον», μέ τό ἅγιο σῶμα Του, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ ἐνσάρκωσή Του δέν ἦταν παρένθεση στή ζωή Του. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν κράτησε διαπαντός. Ἐν Χριστῷ δηλαδή ὁ ἄνθρωπος «κατέκτησε» τούς οὐρανούς. 

Ἡ  ἀλήθεια αὐτή ἀποκαλύπτει ἀσφαλῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀλλά  καί τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Αξία ὅμως πού δέν ἀποκτᾶ ἀπό μόνος του, ἀλλά ἀπό τή σχέση του μέ τό Δημιουργό Του.  Εἶναι στήν πραγματικότητα τό «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» σ’ αὐτόν, τό ὁποῖο καθάρισε ὁ Χριστός ἐρχόμενος στόν κόσμο καί τό ἔφτασε στό ἀπώγειό του ὡς «καθ᾽ ὁμοίωσιν» μέ τήν ἔνδοξη ᾽Ανάληψή Του. Γι’ αὐτό καί ἡ δοσμένη ἀπό τόν Θεό ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγεῖ στήν καταδίκη κάθε ρατσιστικῆς ἀντίληψης καί κάθε ἀριστοκρατικῆς θεώρησης ὁμάδας ἀνθρώπων. Κανείς δέν εἶναι ἀνώτερος ἀπό κάποιον ἄλλον. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (ἄνδρες καί γυναῖκες, λευκοί καί μαῦροι, πλούσιοι καί φτωχοί) ἔχουμε τήν ἴδια ἀξία πού μᾶς δίνει ὁ Θεός μας.

 2. Ναί μέν ὁ Κύριος μέ τήν ᾽Ανάληψή Του ὁλοκλήρωσε τό ἔργο Του ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά καί δέν σώθηκε ὁ κόσμος ἀκόμη. Αὐτό πού ἔφερε ἔπρεπε νά γίνει προσωπικό κτῆμα τοῦ καθενός. Κι αὐτό ἔγινε μέ τήν κάθοδο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Κατά τήν Πεντηκοστή, τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ῞Αγιον Πνεῦμα, ἀναλαμβάνει τό ἔργο τῆς φανέρωσης τοῦ Χριστοῦ στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, νά πραγματοποιεῖ τόν ἁγιασμό τους. Ἔτσι ἡ ᾽Ανάληψη παραπέμπει στήν Πεντηκοστή. Χωρίς τήν Πεντηκοστή – τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος - ἡ ᾽Ανάληψη, ὅπως καί ὅλη ἡ ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου, θά παρέμενε παντελῶς ἀνενέργητη - ὁ Χριστός θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά μᾶς. Ἡ ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας τονίζει: «ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τόν Παράκλητον τῷ κόσμῳ». Ὁ Κύριος δηλαδή φεύγει ἀπό τόν κόσμο γιά νά ξανάρθει μέ ἄλλον τρόπο: μέσω τοῦ Πνεύματός Του.

3. Ἡ ᾽Ανάληψη δέν παραπέμπει μόνο στήν Πεντηκοστή. Παραπέμπει καί στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Τά λόγια τῶν ᾽Αγγέλων στούς  μαθητές τή στιγμή τῆς ᾽Αναλήψεως εἶναι ἐνδεικτικά: «ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾽ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πρ. ᾽Απ. 1,11). Ὁ ἐν δόξῃ ἐρχομός τοῦ Κυρίου γιά δεύτερη φορά ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς πρώτης παρουσίας Του, τέλος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ᾽Ανάληψη, ἀλλά καί τῆς  παρουσίας Του ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι στήν ᾽Εκκλησία. Ἡ Δευτέρα Παρουσία ἀποτελεῖ τήν προοπτική καί τήν προσμονή τῶν Χριστιανῶν. Τό «ἔρχου, Κύριε ᾽Ιησοῦ» (᾽Απ. ᾽Ιωάν. 22,20) εἶναι ἡ κραυγή τοῦ πιστοῦ πού ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν Χριστό.

26 Μαΐου 2025

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

 

«Ὥσπερ φορτίον καί γεῶδες ἀχθοφόρημα ὡρᾶτο τοῖς ἐν κόσμῳ περιπατῶν ὁ Τυφλός, καί ἐν ταῖς πλατείαις πόδας συντρίβων, τάχα ὡς ὅρασιν τήν ράβδον πλουτῶν˙ ὅθεν καταφεύγει πρός τόν φωτοδότην, ἐξ οὗ λαμβάνει τό φῶς ὁρᾶν, καί ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ βλέπειν τόν ποιητήν, τόν καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κατ’ εἰκόνα δημιουργήσαντα τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων, ἐκ γῆς τό πρότερον, καί νῦν χοΐ καί πτύσματι, καταυγάσαντα τούτου τάς κόρας, καί δόντα φιλανθρώπως βλέπειν τόν ἥλιον» (απόστ. Αίνων όρθρου ημέρας).

(Περπατώντας ο τυφλός και συντρίβοντας τα πόδια του στις πλατείες, έχοντας δήθεν ως όραση τη ράβδο του, φαινόταν στους ανθρώπους του κόσμου σαν φορτίο και βάρος της γης. Γι’ αυτό καταφεύγει προς τον φωτοδότη Κύριο, από τον Οποίο παίρνει το φως της όρασης και να βλέπει με τα μάτια του τον Ποιητή και Δημιουργό, που δημιούργησε καθ’ ομοίωσιν και κατ’εικόνα του Ίδιου τη φύση των ανθρώπων, στην αρχή της δημιουργίας από γη και τώρα από χώμα και φτύσμα, και ο Οποίος καταφώτισε τις κόρες των οφθαλμών του και του έδωσε από την αγάπη Του να βλέπει τον ήλιο).

Με δύναμη ποιητική ο άγιος υμνογράφος περιγράφει τα στάδια που πέρασε ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, μέχρις ότου θεραπευτεί από τον Κύριο, όχι μόνο σωματικά, αλλά κυρίως και πνευματικά. Πρώτο στάδιο, η οδυνηρή πραγματικότητα στην οποία ζούσε ως αόμματος – μη έχοντας όραση, κυρίως όμως και μάτια˙ άδειες κόγχες ήταν στη θέση των οφθαλμών του. Και η οδύνη του τυφλού, κατά τον υμνογράφο, ήταν διπλή: σωματική πρώτον, γιατί κρατώντας το μπαστούνι του τάχα ως όρασή του συχνά σκόνταφτε και έπεφτε, ιδίως στις πλατείες που ήταν μαζεμένος κόσμος˙ δεύτερον ψυχολογική, γιατί ακριβώς γινόταν, κατά την άποψή του, περίγελως των άλλων ή ακόμη χειρότερα αντικείμενο του οίκτου τους. Ο ποιητής εκφράζει με μοναδικό τρόπο την ψυχολογία του, πλήρη καταθλιπτικών στοιχείων: «είμαι ένα φορτίο για τον κόσμο, ένα βάρος πάνω στη γη!» Ίχνος χαράς και ελπίδας δεν φαίνεται να του δίνει ώθηση για ζωή.

Κι εκεί που όλα είναι γι’ αυτόν «μαύρα» και σκοτάδι, έρχεται το δεύτερο στάδιο: η συνάντησή του με τον Κύριο, ο Οποίος τον πλησιάζει με την άπειρη αγάπη Του, «φιλανθρώπως», για να του δώσει φως και προοπτική, στον κόσμο τούτο αλλά και αιώνια. Ποιες οι κινήσεις του Κυρίου; Ψυχολογικά και πνευματικά, τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε ενοχή: δεν είναι αυτός αίτιος λόγω αμαρτίας δικής του ή των γονέων του, για ό,τι του έχει συμβεί. Το αντίθετο: η ύπαρξή του συνιστά την αφορμή για να φανερωθεί η δόξα του Θεού! «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού μέσα από αυτόν».  Ο αόμματος που στα μάτια των άλλων και τα δικά του θα πρέπει ίσως να μην υπάρχει στον κόσμο είναι στα μάτια του Θεού η ύλη που έχει στα χέρια Του ο Θεός για να λάμψει η δόξα Του! Πόσο οι εκτιμήσεις μας για τον κόσμο, για τους συνανθρώπους μας, για τους εαυτούς μας είναι τις περισσότερες φορές πλανεμένες. Με τι μάτια, διεστραμμένα το συνηθέστερο λόγω της αμαρτίας μας, βλέπουμε εμείς˙ με τι μάτια, καθαρά από την απόλυτη και άπειρη αγάπη Του βλέπει ο ίδιος ο Κύριος!

Κι ακολουθεί το τρίτο και σημαντικότερο στάδιο: ο τυφλός αποκαθίσταται, καθώς γεύεται την εμπειρία του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ: να γίνεται υλικό στα δημιουργικά χέρια του Χριστού που του φτιάχνει μάτια και του δίνει το φως να βλέπει, με αποκορύφωση: να του φωτίσει τα πνευματικά μάτια που ήταν όμως έτοιμα και διψασμένα για τον Δημιουργό τους. Και τα διπλά μάτια του πια: τα σωματικά και τα πνευματικά διανοίγονται. Κι αυτό που αντικρίζει είναι η ομορφιά της δημιουργίας, η ομορφιά της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού ανθρώπινης φύσης του, η χαρισματική θέα του Δημιουργού Χριστού, και τότε που έπλασε τον άνθρωπο από τη γη και τώρα που ο Ίδιος του έφτιαξε τους οφθαλμούς.

Δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος ο θεραπευθείς τυφλός. Ήταν έτοιμη η καρδιά του να γευτεί τον Δημιουργό της, ήταν ήδη πιστός και «χριστιανός» πριν τον συναντήσει ο Κύριος. Μπρος στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού κλίνουμε γόνυ καρδίας, δοξολογώντας τον Θεό μας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει ως τύπο και για εμάς. Και μας λέει ότι μπορούμε και εμείς να απολαύσουμε τη χαρισματική εμπειρία του και να ανοίξουμε τα μάτια μας, κυρίως τα πνευματικά. Όταν πορευόμαστε εν μετανοία στη ζωή μας. «Έχοντας τυφλωμένα τα μάτια της ψυχής, προσέρχομαι σ’ Εσένα, Χριστέ, όπως ο τυφλός εκ γενετής, κραυγάζοντάς Σου με μετάνοια: Συ είσαι το υπέρλαμπρο φως των εν σκότει της αγνωσίας και της αμαρτίας ανθρώπων» (Κοντάκιο).