07 Οκτωβρίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

 

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων (επίλεκτων στρατιωτικών μονάδων), ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».

Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και «οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων» (ωδή ς΄). Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: «ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους» (ωδή γ΄).

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη» (αίνοι). Κι αλλού: «Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο» (αίνοι). Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τούς έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος» (αίνοι).

Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στο πλαίσιο της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.

ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ «ΑΠΙΣΤΙΑ» (6η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος, επιφυλακτικότητα που τη θυμόμαστε την 6η Οκτωβρίου εξ αφορμής του μαρτυρικού του τέλους και της ενδόξου εισόδου του στη Βασιλεία του Θεού, γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού και γι’ αυτό τη σωτήρια ομολογία του: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας! Κι είναι γνωστό ότι όπου ο άνθρωπος αναζητεί εναγώνια την αλήθεια, εκεί η αλήθεια-Χριστός φανερώνεται. Είναι η ώρα που ο άνθρωπος τελικώς «ακούει» τη φωνή του Θεού, στον μόνο τόπο που «μιλάει» Εκείνος, την καρδιά του ανθρώπου. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου» (ο Κύριος).

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό στοιχείο στη ζωή αυτή που να οδηγεί σε πλήρη βεβαιότητα των σκέψεων και των ενεργειών ενός ανθρώπου. Η αποσπασματικότητα και η έλλειψη πλήρους σφαιρικής ματιάς είναι το γνώρισμα της θνητότητας στον κόσμο. Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί, ή μάλλον δεν θέλει να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της «λάσπης» και του οριζόντιου μόνο τρόπου ζωής – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού! Κατά την Αγία Γραφή «είπε ο ανόητος άνθρωπος μέσα στην καρδιά του: δεν υπάρχει Θεός!»

Κι από την άποψη αυτή η απιστία του ανθρώπου κάθε εποχής δεν έχει θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά πρακτικό: η ζωή του τον οδηγεί είτε στον Θεό είτε στη διαγραφή του Θεού. Δεν είπε τυχαία ένας σοφός άνθρωπος της εποχής μας, ο μακαριστός μεγάλος π. Επιφάνιος (Θεοδωρόπουλος), ότι αν πειθόταν και ο μεγαλύτερος άθεος να ακολουθήσει με λίγη συνέπεια τις εντολές του Χριστού για λίγες ημέρες, μόνος του έπειτα θα Τον αναζητούσε διαρκώς.  

04 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

«Είπεν ο Κύριος∙ Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως…Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Λουκ. 6, 31)

 

Τμήμα της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου Ιησού (Ματθ. 5-7) το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Β΄ Λουκά, η οποία κατά τον ευαγγελιστή Λουκά έγινε επί τόπου πεδινού. Μάλλον πρόκειται, όπως σημειώνουν πολλοί από τους ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, περί δύο ομιλιών που έκανε ο Κύριος, δηλαδή την ίδια ομιλία που έκανε αρχικά σε πιο εκτεταμένη μορφή  πάνω σε βουνό, την ίδια πιο περιληπτικά έκανε για  δεύτερη φορά επί τόπου πεδινού, και αυτήν κατέγραψε ο Λουκάς. Η πρώτη φράση του αναγνώσματος μάλιστα «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» χαρακτηρίστηκε ως «ο χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής», που σημαίνει ότι με αυτόν ρυθμίζονται έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να μπορεί να φανερώνεται ο Θεός στη ζωή τους.

1. Ο κανόνας αυτός στην αρνητική του διατύπωση ήταν κάτι που πρότεινε η Παλαιά Διαθήκη, απαντώμενος για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τωβίτ με τη φράση «ο συ μισείς, μηδενί ποιήσης», αυτό που εσύ μισείς, μην το κάνεις σε κανέναν άλλον - εννοιολογικά και μορφολογικά τον συναντάμε και έξω από την ιουδαιοχριστιανική αποκάλυψη, σε διαφόρους φιλοσόφους και σε άλλες θρησκείες.  Πρόκειται για κανόνα που ρυθμίζει θετικά τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και που βασίζεται στα καλά στοιχεία που υπάρχουν παγκόσμια και πανθρησκειακά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μην ξεχνάμε ότι η πτώση στην αμαρτία δεν επέφερε την καταστροφή του ανθρώπου, αλλά τη ζόφωση της εικόνας του Θεού μέσα του, όπως βεβαίως ο Λόγος του Θεού, άσαρκος μέχρι την ενανθρώπησή Του, φώτιζε τον άνθρωπο (π.χ. με τον σπερματικό λόγο που είπαν ορισμένοι Πατέρες), με σκοπό τη διαπαιδαγώγησή του προς μελλοντική αποδοχή Εκείνου.

2. Ο Κύριος δεν αρνείται τον κανόνα αυτό. Αντιθέτως. Τον αποδέχεται και τον επεκτείνει, ανάγοντάς τον όμως σε επίπεδο χαρισματικό, δηλαδή αντανάκλασης στον άνθρωπο του τρόπου υπάρξεως του ίδιου του Θεού. Θέλουμε να πούμε ότι σε πρώτη φάση ο Κύριος διατυπώνει τον ρυθμιστικό αυτόν κανόνα της μεταξύ των ανθρώπων συμπεριφοράς κατά τρόπο θετικό: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και θέλει προσοχή. Ο Κύριος δεν λέει «ό,τι σας κάνουν οι άλλοι, αυτό να κάνετε κι εσείς σ’  αυτούς», διότι τούτο ίσχυε ως ο πυρήνας της ιουδαϊκής ηθικής, με το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Μπορεί για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν κανόνας υπέρβασης της άκρατης εκδίκησης, περιορίζοντάς την στην ίση ανταπόδοση, για την εποχή που έφερε όμως ο Ίδιος λειτουργούσε ως αμαρτία. Ο Κύριος λοιπόν λέει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν οι άνθρωποι», ό,τι θα επιθυμούσαμε να μας κάνουν οι άλλοι να κάνουμε κι εμείς, όποια συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας θα θέλαμε, την ίδια συμπεριφορά προς αυτούς πρέπει και να επιδεικνύουμε,  με άλλα λόγια: μην κοιτάμε το τι κάνει ο άλλος, ώστε η δράση μας να είναι αντίδραση, δηλαδή μία ανώριμη συμπεριφορά, αλλά να κοιτάμε τον βαθύτερο εαυτό μας, άρα μέτρο της αγάπης μας  προς τους άλλους να είναι η αγάπη μας στον ίδιο τον εαυτό μας. Έτσι,  ο κανόνας αυτός, θα λέγαμε,  ισοδυναμεί με την εντολή του Θεού «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», κάτι που φανερώνει τελικώς αφενός ότι ο εαυτός μας είναι «αξεπέραστος» από εμάς τους ίδιους – ο άνθρωπος κρίνει τα πάντα με βάση τον εαυτό του – αφετέρου ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας είμαστε ίδιοι. Ο χρυσός αυτός κανόνας ανάγλυφα μας δείχνει την κοινότητα της ανθρώπινης φύσης, το πόσο η αυτογνωσία λειτουργεί ταυτόχρονα σ’ ένα μεγάλο ποσοστό και ως ετερογνωσία.

3. Τι συνήθως λοιπόν θέλουμε από τους άλλους, ώστε αυτό να προσφέρουμε και σ’  αυτούς; Κατεξοχήν την αποδοχή του προσώπου μας, τον  σεβασμό της ελευθερίας μας, του χώρου και του χρόνου μας, την απονήρευτη και άδολη συμπεριφορά τους, τη διακριτικότητά τους, μ’ ένα λόγο την αγάπη τους. Αυτό λοιπόν συνιστά, κατά τον κανόνα, και το μέτρο της αντίστοιχης δικής μας συμπεριφοράς: κι εμείς να αγαπούμε τον άλλον, να τον σεβόμαστε, να είμαστε διακριτικοί απέναντί του, να μην κάνουμε υπερβάσεις με καταστρατήγηση κυρίως της ελευθερίας τους. Πράγματι, χρυσός κανόνας, που στην εφαρμογή του η κοινωνία μας θα λειτουργούσε ως παράδεισος. Αλλ’  είπαμε: πρόκειται για κανόνα, που εκφράζει ό,τι καλύτερο είχε να πει το ανθρώπινο γένος, στηριγμένο στα καλά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: με ποια δύναμη ο άνθρωπος θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει; Πώς αυτό που συνιστά ορθή νοητική σύλληψη, καλή κοινωνική διδασκαλία, μπορεί να γίνει πράξη; Με άλλα λόγια πώς θα ξεπεραστούν οι δεσμεύσεις του ανθρώπου στην αμαρτία και τα πάθη της, στον διάβολο και τα στοιχεία του κόσμου τούτου;

4. Ο Κύριος λοιπόν δίνει την απάντηση και είναι σαφής: η υπέρβαση των δεσμεύσεων του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να τοποθετείται ορθά απέναντι στον συνάνθρωπό του είναι χαρισματική κατάσταση. «Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν;» Δεν μπορεί με άλλα λόγια ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον εγωισμό των σχέσεών του, από ένα «δούναι και λαβείν»: δίνω γιατί παίρνω - ό,τι συνιστά, είπαμε, την ιουδαϊκή και την κατά κόσμον γενικώς ηθική – αν δεν ενισχυθεί από την ενέργεια του ίδιου του Θεού. Το να μπορώ να αγαπώ τον άλλον, χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, να του συμπεριφέρομαι καλά, χωρίς η δράση μου αυτή να είναι αντίδραση, συνιστά υπέρ φύσιν κατάσταση, που προϋποθέτει την παρουσία του Χριστού και της χάρης Του στον κόσμο τούτο.

Συνεπώς ο Κύριος τονίζει την αξία του χρυσού κανόνα των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά μας προσανατολίζει στην ορθή και πραγματική εφαρμογή του: μόνον ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο ενταγμένος στο Σώμα Του, την αγία Εκκλησία, που έχει γίνει μέλος Του και λειτουργεί σ’ αυτόν η χάρη και η δύναμή Του, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται με τρόπο αγαπητικό και διακριτικό απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας έτσι τη στάση του ίδιου του Χριστού και του Θεού Πατέρα σε όλον τον κόσμο. «Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστίν». Κι επειδή ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός αγαπά τον κόσμο χωρίς διακρίσεις – «Αυτός (ο Θεός) χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς» - γι’  αυτό και ο χριστιανός αντιστοίχως  μπορεί πια να αγαπά τους πάντες, ακόμη και τους εχθρούς του, χωρίς να προβληματίζεται για το αν εκείνοι θα του ανταποδώσουν τα ίσα. «Πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε, μηδέν απελπίζοντες».  Ο χριστιανός δηλαδή ζει και κινείται σε υπέρ τα κοσμικά και πεσμένα στην αμαρτία ανθρώπινα επίπεδα. Η έγνοια και η μέριμνά του είναι να αρέσει στον Θεό, Εκείνου το άγιο θέλημα να διακρατεί, προκειμένου να Τον έχει ζωντανό μέσα στην ύπαρξή του. Κι ένας τρόπος υπάρχει γι’ αυτό: να ζει σαν τον Θεό, έχοντας και αυξάνοντας τη δύναμη Εκείνου.

Το πρόβλημα στην ανθρωπότητα από ό,τι φαίνεται δεν είναι η έλλειψη καλών λόγων, σπουδαίων κοινωνικών ιδεών, «παραδείσιων» οραματισμών – και οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες, ωραία πράγματα είπαν και λένε. Με πολλή πλάνη και ψεύδος αναμειγμένα τα ωραία τους αυτά, αλλά και πράγματι ωραία. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς θα εφαρμοστούν τα ωραία αυτά. Για τη χριστιανική πίστη μας, η λύση είναι μόνον ο Κύριος. Αν ο άνθρωπος δεν Τον αποδεχτεί όπως αποκαλύφθηκε, αν δεν γίνει μέλος Του κατά πώς το απεκάλυψε, προκειμένου να ενισχύεται από την αγία χάρη Του, πάντοτε θα πελαγοδρομεί στην αντίφαση μεταξύ ίσως καλών λόγων και δαιμονικού τρόπου ζωής. Διότι «ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία». Ας παρακαλούμε τον Κύριο αφενός να φωτίζει τους ανθρώπους που Τον αγνοούν προκειμένου να Τον γνωρίσουν, αφετέρου να ενισχύει τη θέληση ημών των θεωρουμένων χριστιανών, ώστε να κάνουμε πράξη αυτά που ήδη μας έχει δώσει και που τις περισσότερες φορές τα αφήνουμε για αργότερα. Δηλαδή να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, ανεξάρτητα από τη στάση εκείνων.  Αλλά το αργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 6, 31-36)

Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅπως θέλετε νά σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νά συμπεριφέρεστε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Γιατί, ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς ποῦ σᾶς ἀγαποῦν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Ἀφοῦ καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν αὐτούς πού τούς ἀγαποῦν. Κι ἄν κάνετε καλό σ’ αὐτούς ποῦ σᾶς κάνουν καλό, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί το ἴδιο κάνουν. Ἄν δανείζετε σ’ ὅσους ἐλπίζετε νά σᾶς τά ἐπιστρέψουν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί δανείζουν στούς ὁμοίους τους γιά νά τά πάρουν πίσω. Ἀντίθετα, ἐσεῖς ν’ ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτα. Ἔτσι, ὁ Θεός, πού εἶναι καλός ἀκόμα καί μέ τούς ἀχάριστους καί τούς κακούς, θά σᾶς ἀνταμείψει μέ τό παραπάνω καί θά σᾶς κάνει παιδιά του. Νά εἶστε λοιπόν σπλαχνικοί, ὅπως σπλαχνικός εἶναι κι ὁ Θεός Πατέρας σας».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. στ΄ 16 - 18, ζ΄ 1)

«Ἀδελφοί, ὑμεῖς ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε: Θά κατοικήσω ἀνάμεσά τους καί θά πορεύομαι μαζί τους. Θά εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοί θά εἶναι λαός μου. Γι΄ αὐτό λέει ὁ Κύριος: Φύγετε μακριά ἀπ΄ αὐτούς καί ξεχωρίστε. Μήν ἀγγίζετε ἀκάθαρτο πράγμα, κι ἐγώ θά σᾶς δεχτῶ. Θά εἶμαι γιά σᾶς ὁ πατέρας, κι ἐσεῖς θά εἶστε γιοί καί θυγατέρες μου, λέει ἀκόμα ὁ παντοκράτορας Κύριος. Ἀφοῦ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε αὐτές τίς ὑποσχέσεις, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό καθετί πού μολύνει τό σῶμα καί τήν ψυχή. Ἄς ζήσουμε μία ἅγια ζωή μέ φόβο Θεοῦ.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

«Ο άγιος Ιερόθεος ήταν ένας από τους εννέα βουλευτές του Αρείου Πάγου. Κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο και χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών, ενώ αυτός έπειτα κατήχησε και τον μέγα Διονύσιο στην ίδια πίστη. Ο ίδιος προεξήρχε και στην κηδεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν συναθροίστηκαν οι άγιοι Απόστολοι, και φαινόταν από όλα όσα ακούγονταν και θεωρούνταν, σαν να ήταν σε εκδημία και έκσταση. Φαινόταν σαν να είχε καταληφθεί από τον Θεό, υμνολογώντας Αυτόν. Έζησε με καλό και θεοφιλή τρόπο, κι αφού εύφρανε τον Θεό με την κατά Χριστό ζωή του και τα κατορθώματά του, εκδήμησε προς τον Κύριο».

Η χθεσινή και η σημερινή ημέρα προβάλλει δύο από τους μεγάλους αγίους της πίστεώς μας, μαθητές  του αποστόλου Παύλου, τον άγιο Διονύσιο τον αρεοπαγίτη και τον άγιο Ιερόθεο. Με τους αγίους αυτούς βρισκόμαστε μπροστά στις πηγές της πίστεώς μας, οσφραινόμαστε τον αέρα της παρουσίας του αγιασμένου Παύλου, νιώθουμε την γεμάτη από αγάπη Χριστού πάλλουσα καρδιά του.

Ο άγιος Ιερόθεος συνιστά μία ιδιάζουσα περίπτωση αγίου, η οποία, με βάση το συναξάρι, τουλάχιστον μας προβληματίζει,  λόγω της εξαιρετικής αγάπης του προς τον Θεό και του ενθέρμου και ανοιχτού μάλλον χαρακτήρα του. Διότι πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι μεταξύ όλων των αποστόλων και των παρευρισκομένων στην Κοίμηση της Θεοτόκου, εκείνος έχει προεξάρχουσα θέση, «φαινόμενος θεόληπτος και θείος υμνολόγος»; Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μάλιστα δεν μπορεί να μη σημειώσει ότι ο άγιος μίλησε για τον Θεό με πανίερες θεολογίες, τις οποίες εξηγεί ως αποτέλεσμα διπλού γεγονότος: και του βαθύ πόθου που είχε αυτός για τον Θεό, και της επιμελούς, με σύνεση και διάκριση, μελέτης των θείων λογίων. «Νυττόμενος πόθω πνευματικώ και θείοις λογίοις εν συνέσει προσομιλών, των πάντων Δεσπότη πανιέρους θεολογίας ανατέθεικας». Κι είναι σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου, διότι μας εξηγεί ότι τότε πράγματι κανείς μιλά ορθά για τον Θεό, τότε θεολογεί, όταν αφενός έχει μεγάλη αγάπη και πόθο για Εκείνον, αφετέρου εγκύπτει με μεγάλη επιμέλεια στα λόγια της Αγίας Γραφής και της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, η θεολογία αν δεν είναι αποτέλεσμα σύνδεσης με ό,τι η Εκκλησία πρεσβεύει και ζει, αλλά και πίστης και αγάπης προς τον Θεό από τον θεολογούντα, δεν θεωρείται ορθή θεολογία και μάλλον καταντά σ’ αυτό που οι Καππαδόκες ιδίως Πατέρες χαρακτήριζαν ως «τεχνολογία».

Ο υμνογράφος επιμένει στον τρόπο θεολογίας του αγίου Ιεροθέου. Η προσέγγιση από αυτόν των θείων λογίων δεν γινόταν, σημειώνει, άκριτα και άλογα. Ο άγιος μελετούσε τις Γραφές, την Παλαιά Διαθήκη και ό,τι μέχρι τότε είχε γραφεί, ιδίως από τις επιστολές των Αποστόλων, με ερευνητική διάθεση, με προσπάθεια δηλαδή να κατανοήσει  το μυστήριο του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Διότι ο Χριστός, συνεπώς και η Εκκλησία στη συνέχεια, δεν ήλθε να καταργήσει τον ανθρώπινο νου και την ανθρώπινη λογική. Εκείνο που πάντοτε αρνήθηκε ήταν η απολυτοποίηση της λογικής, η με μόνο τον ορθό λόγο κρίση της αποκάλυψης του Θεού. Αυτό, ναι, το αρνήθηκε και το αρνείται, διότι δεν λαμβάνεται υπ’  όψιν η αμαρτία του ανθρώπου, διά της οποίας διασπάστηκε ο άνθρωπος, με αποτέλεσμα η λογική να κινείται αυτόνομα, υπηρετώντας πια τα διαστρεβλωμένα πάθη του ανθρώπου. Όταν όμως ο άνθρωπος έχει βρει τον Θεό, όταν συνεπώς η χάρη του Θεού καταυγάζει την καρδιά του, τότε και ο νους και ο λόγος, ενοποιημένος και με τις άλλες δυνάμεις της ψυχής,  κινείται μέσα σε πλαίσια αποδεκτά, που σημαίνει ότι και τον Θεό κατανοεί, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο,  και αυτό που εκφράζει είναι πράγματι η αλήθεια. Ο άγιος Ιερόθεος λοιπόν υπήρξε ένας μελετητής των θείων λογίων, κινούμενος ερευνητικά πάνω στην οικονομία του Θεού, αλλά με ευσεβή αναζήτηση. Και γι’  αυτό καθοδηγούμενος από τη χάρη του Θεού φανέρωσε και σε εμάς τα μυστήρια του Θεού, και μάλιστα με καλλιέπεια λόγων, όπως σημειώνει και σε άλλο σημείο ο ποιητής. «Με ευσεβή αναζήτηση ερεύνησες τα άρρητα μυστήρια της οικονομίας του Χριστού και τα φανέρωσες με δύναμη, χρησιμοποιώντας λόγο φωτισμένο από τον Θεό». «Η φωνή των λόγων σου και η καλλιέπεια των συγγραμμάτων σου προσφέρει μεγάλη ευφροσύνη σ'  αυτούς που τα ακούνε και τα διαβάζουν».

03 Οκτωβρίου 2025

ΔΥΟ ΛΑΜΠΡΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Δεν αναφερόμαστε σε συγχρόνους αγίους της Κρήτης, έστω κι αν δεν έχουν ενταχθεί στο αγιολόγιο της Εκκλησίας – υπάρχουν πράγματι πάρα πολλοί. Και μόνο η ονομασία τους θα έπιανε αρκετές σελίδες! Γέροντας Αναστάσιος, Γέροντας Νείλος, π. Γεώργιος Χιωτάκης, π. Ελευθέριος Καψωμένος, Γερόντισσα Γαλακτία, Γερόντισσα Θεοσέμνη! Άνθρωποι που τα χαρίσματά τους έχουν βεβαιωθεί από άλλους μεγάλους οσίους, σαν τον μέγιστο άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη. Μιλάμε τώρα για δύο εν ζωή ακόμη ευρισκομένους ανθρώπους, κατάκοιτους και θεωρούμενους παντελώς αδύναμους, των οποίων όμως η παρουσία λειτουργεί στο πνευματικό εκκλησιαστικό στερέωμα, ιδίως της αγιοτόκου Κρήτης, ως φαεινό νέφος ή ως άστρο ολόλαμπρο, που φωτίζει μέσα πια από τη σιωπή τους κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ επαφή μαζί τους ή και απλώς ζει στον κόσμο τούτο. Γιατί πρόκειται περί ανθρώπων που κινούνται σε άλλο μήκος κύματος πέραν των φυσικών και οριζόντιων διαστάσεων και που η σιωπή τους θα λέγαμε ηχεί ως δυνατή κραυγή που μυστικά κινητοποιεί και ξυπνάει τις συνειδήσεις πολλών ανθρώπων. Ο μοναχός Σωφρόνιος της Ι. Μονής Γουβερνέτου και ο μεγάλος πρώην αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος. Και οι δύο αστέρες και του κόσμου τούτου, πριν η ασθένεια τους επισκεφτεί και τους καταβάλει.

Ο ένας, ο μοναχός Σωφρόνιος, αμερικανός αλλά τρίτης γενιάς Ηπειρώτης την καταγωγή, ο οποίος «στα σαρανταδύο του ήλθε για διακοπές στην Ελλάδα. Καθηγητής ιστορίας, απόφοιτος του Κολούμπια, πρωταθλητής στο μπέιζμπολ στη Νέα Υόρκη, δεινός ορειβάτης που είχε ανεβεί πολλές φορές στις Άλπεις, αντιπρόεδρος μεγάλου Αμερικάνικου Ακαδημαϊκού Ιδρύματος στην Ελλάδα. O δρόμος τον έφερε στο Ακρωτήρι Χανίων και προσκυνητή στη Μονή Γουβερνέτου, όπου του ήλθε η «φώτιση» για αλλαγή πορείας - να γίνει εκεί μοναχός!» Προφανώς όλα τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του αναζητούσε εκείνο που θα γέμιζε την καρδιά του, γιατί όλες οι θέσεις, τα αξιώματα και τα κατορθώματά του ήταν πολύ λίγα γι’ αυτό που ένιωθε ως δίψα στο βάθος της  ψυχής του. Και φάνηκε να το βρίσκει στο Μοναστήρι, μετά μάλιστα τις συζητήσεις με τον Ηγούμενο και τους καλογέρους του.

«Κάποια στιγμή όμως κάτι συνέβη στην υγεία του και έφυγε προκειμένου να αντιμετωπισθεί και επέστρεψε στην Αμερική όπου διαγνώστηκε μια πάθηση, (τερματική νόσος κινητικού νευρώνος το είπανε), που θα τον ακινητοποιούσε. Γύρισε πίσω μετά από ένα τρίμηνο με το μπαστουνάκι υποβοηθούμενος, και είπε στον γέροντα «πρέπει να φύγω γιατί θα αρρωστήσω και ποιος θα με προσέχει» και ο γέροντας του είπε «εδώ είναι το σπίτι του Θεού και το σπίτι σου, άμα θες να μείνεις». Κι έμεινε και ακινητοποιήθηκε, χωρίς πια να μπορεί να τρώει μόνος, να μιλάει, να γράφει, ακίνητος πάνω σ’ ένα νοσοκομειακό κρεβάτι. Και το μόνο που δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια πια μπορεί, είναι να κινεί τα βλέφαρα. «Με τα μάτια γράφει τη σκέψη του στην οθόνη. Δεν γράφει παράπονα για την κατάσταση του, δεν ζητά βοήθεια, δεν γογγύζει. Στέλνει ευχαριστίες στον θεό γιατί βλέπει, γιατί ακούει, γιατί αντιλαμβάνεται το άρωμα των λουλουδιών, γιατί έχει ανθρώπους δίπλα του, γιατί μπορεί να ευχαριστεί. Εδώ διαφαίνεται η δύναμη και το μεγαλείο της ψυχής, ο ηρωισμός που υπερβαίνει τα ανθρώπινα» (Μ. Καστανάκης, Γεν. Χειρουργός, Μαν. Κογχυλάκης, Δάσκαλος).

Δύο φορές τον επισκεφτήκαμε, μία παλαιότερα, μία πολύ πρόσφατα. Και στις δύο – γι’ αυτό και κάνουμε τη συγκεκριμένη αναφορά – είδαμε δύο μάτια που λάμπανε από φως και χαρά. Ελάχιστες φορές στη ζωή μου έχω δει τέτοιο λαμπερό πρόσωπο ν’ ακτινοβολεί απέραντη στοργή και σεβασμό μπροστά σε ιερέα, και το είδα εκεί που θα «έπρεπε κανονικά» να υπάρχει η μαύρη κατάθλιψη και η διάθεση ίσως φυγής από τον κόσμο. Εδώ, τίποτε από αυτά. Γιατί υπάρχει η πίστη στον Χριστό, η ελπίδα σ’ Εκείνον που είναι η πηγή της ζωής και που επιτρέπει την όλη αυτήν κατάσταση στον δούλο Του Σωφρόνιο, για να γίνεται αυτός μέσα από τις ασθένειές του ισχυρότατο κήρυγμα της δύναμης του Θεού. «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» όπως είπε ο Ίδιος στον απόστολό Του Παύλο. Κι έμαθα προ ολίγου ακριβώς καιρό ότι μία γιατρός Αμερικανίδα είχε έλθει στην Κρήτη με σκοπό μοναδικό καθώς ομολόγησε, «να γνωρίσει αυτόν τον μοναχό Σωφρόνιο, που επικοινωνεί μέσω υπολογιστή με παρόμοιους μ’ εκείνον δικούς της ασθενείς και που τους δίνει τεράστια ψυχική δύναμη να υπομείνουν και να αντέξουν το μαρτύριό τους».

Κι ο άλλος, ο μεγάλος όπως είπαμε πρώην αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, ο θαυμαστός εν λόγοις και έργοις, ο ακούραστος εργάτης του Ευαγγελίου, το εκλεκτό σκεύος του Κυρίου, ο οποίος μέχρι την ώρα της παραιτήσεώς του λόγω ηλικίας και ασθενειών αποτελούσε το στήριγμα όλου του Κρητικού λαού, και όσο ήταν Μητροπολίτης Χανίων και όσο βρέθηκε στη θέση του Αρχιεπισκόπου. Και γιατί μνημονεύουμε ιδιαιτέρως και τον εκκλησιαστικό αυτόν άνδρα; Γιατί κατάκοιτος πια τα τελευταία χρόνια στο Επισκοπείο, απέναντι από τον άγιο Μηνά Ηρακλείου, με αδυναμία να μιλήσει και να επιτελέσει το οτιδήποτε, εξακτινώνει την πλούσια χάρη του Θεού που έχει, μέσα από το βλέμμα του. Τα μάτια κι αυτού του αγιασμένου ανθρώπου λειτουργούν κυριολεκτικά ως φάρος που φωτίζει με χαρά και αγάπη καθένα που θα τον επισκεφτεί. Κι επισκεφτήκαμε και τον άγιο αυτό εξίσου πρόσφατα και νιώσαμε τι σημαίνει «βαθιά καρδιά», να «μιλάει» δηλαδή η καρδιά του μέσα από το πρόσωπό του, έστω κι αν ο εγκέφαλός του αδυνατεί να δώσει την όποια φυσική εντολή.

Δύο κατάκοιτοι, δύο αδύναμοι άνθρωποι, που η φυσική τους αδυναμία όμως μοιάζει ν’ αποτελεί το περιτύλιγμα της δυνάμεως του Θεού. Το φως «δύο λαμπρών αστέρων της Κρήτης»!

02 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ… Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ!

Τον θυμήθηκα αμέσως και βεβαιώθηκα απολύτως ότι ήταν αυτός, όταν μου έδειξαν και κάποια φωτογραφία του. Μπορεί να είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που τον είχα δει τελευταία φορά, αλλά ήταν ο ίδιος, έστω και παραλλαγμένος λόγω της μακριάς λευκασμένης σε κάποια σημεία γενειάδας του, λίγο σκυφτός και με βλέμμα σεμνό και χαρίεν, που απέπνεε την ειρήνη του Χριστού. Μου έστελνε, είπε ο νεαρός άνδρας που είχε επισκεφτεί το Άγιον Όρος και τον είχε συναντήσει, τα σεβάσματά του κι ότι είχε τις καλύτερες αναμνήσεις από τις συναντήσεις μας στα νεανικά του χρόνια.

«Σας περιμένει, πάτερ, να πάτε στο Όρος με την πρώτη ευκαιρία, γιατί εκείνος δεν βγαίνει καθόλου έξω στον κόσμο».

 Ο ιερομόναχος Νικόδημος τώρα, ο νέος φοιτητής της θεολογίας τότε, Ανδρέας στο όνομα, που τα βήματά του τον είχαν οδηγήσει στον Ναό για να συζητήσουμε ένα θέμα, που ναι μεν είχε πάρει τη γνώμη του πνευματικού του, αλλά εκείνος τον παρότρυνε να έλθει και σ’ εμένα, «να δούμε τι θα σου πει και αυτός ο ιερέας που σχετίζεται με πολλούς νέους» του είπε. Και ήλθε και συζητήσαμε, για να καταλήξουμε βεβαίως σε ό,τι του είχε επισημάνει ο πνευματικός του, ένας φωτισμένος πράγματι άνθρωπος με μεγάλη πείρα, γι’ αυτό και με παραξένεψε το γεγονός ότι τον έστειλε και στο δικό μου πετραχήλι.

Ήλθε και άλλες φορές, όχι για εξομολόγηση, αλλά απλώς να συζητήσουμε. Κι ήταν κάποια στιγμή που φορτισμένος καθώς ήταν - μάλλον το μετάνιωσε αργότερα, γιατί μόνον στον πνευματικό του τα είχε πει - μου άνοιξε την καρδιά του και μου φανέρωσε κάποιες εμπειρίες από την πνευματική του ζωή, που με έκαναν να σταθώ μπροστά του με χαρά και με φόβο. Χαρά γιατί ένα τόσο νέο παιδί, εικοσάχρονο περίπου, δέχτηκε από τον Κύριο πλούσιο το έλεος και τη χάρη Του, μία πλάτυνση της καρδιάς του και έναν γλυκασμό της ψυχής του που δεν απαντάς στην εποχή μας παρά πολύ σπάνια και μάλιστα μέσα στον κόσμο. Φόβο γιατί μία μεγάλη χάρη που επισημαίνεις σε τόσο νεαρή ηλικία εγκυμονεί πνευματικές παγίδες, δηλαδή να περιπέσει αυτός που την έχει δεχτεί σε μία κενοδοξία και σε υπερήφανους λογισμούς, που είναι ό,τι χειρότερο στην πνευματική ζωή.

«Όταν διαβάζω την Αγία Γραφή ή τα πατερικά κείμενα, πάτερ» είχε πει με συστολή ο Ανδρέας, «και μάλιστα τη Φιλοκαλία, αισθάνομαι τέτοια χαρά, που πάει να σπάσει η καρδιά μου. Τίποτε εξωτερικό δεν με ελκύει, γεγονός που κάνει τους γονείς μου να ανησυχούν λίγο. Είναι σαν να έχω βρει έναν εσωτερικό Παράδεισο στα όρια της καρδιάς μου, που απλώνεται τόσο πολύ σαν να περικλείεται μέσα σ’ αυτόν όλος ο κόσμος. Και κάποιες φορές, προσευχόμενος με την ευχή του Ιησού αισθάνομαι τέτοια κύματα και παφλασμούς αγάπης που λίγο… κλονίζομαι. Μία φορά σε τέτοια ένταση πνευματική ευρισκόμενος φοβήθηκα και… σταμάτησα. Δεν ήταν μόνο η ψυχή μου, ήταν και το σώμα μου που μετείχε στη μέθεξη αυτή, γι’ αυτό και έτρεξα στον πνευματικό μου να τον ρωτήσω, μήπως τελικώς βρίσκομαι σε πλάνη, μήπως όλο αυτό το εξαίσιο για μένα είναι παγίδα που θα μου δημιουργήσει κάποια πτώση!»

«Τι σου είπε;» ρώτησα σιγά. «Γιατί η γνώμη του πνευματικού σε τέτοια θέματα είναι πολύ κρίσιμη».

«Μου είπε ότι δεν πρέπει να φοβάμαι, γιατί “φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη”, αλλά να μη δίνω ιδιαίτερη σημασία στα συμβάντα αυτά και να επικεντρώνω τη σκέψη και την όλη ενέργεια της ζωής μου στις εντολές του Κυρίου. Διότι ναι μεν ο Κύριος έχει κάποιο σκοπό που επιτρέπει τέτοιες επισκέψεις της χάρης Του, αλλά αυτό γίνεται για να με ενισχύσει στον πνευματικό μου αγώνα που δεν είναι άλλος από την τήρηση του αγίου θελήματός Του. Κι επίσης να είμαι έτοιμος ο Ίδιος που μου δίνει τα δώρα αυτά, ο Ίδιος και να τα άρει, όταν θα κρίνει ότι δεν θα είναι προς το συμφέρον μου».

«Νομίζω πως έχει δίκιο ο πνευματικός σου» συμφώνησα κι εγώ. «Διότι το ζητούμενο από τον χριστιανό δεν είναι τα δώρα του Θεού, κάτι που Εκείνος κρίνει πότε θα τα δώσει σε κάποιον ή όχι, αλλά ο συντονισμός του με τον Ίδιο, την πηγή κάθε αγαθού, κι αυτό περνάει μέσα από τις εντολές Του. Δεν υπάρχει, Ανδρέα μου, όπως καλά γνωρίζεις, σημαντικότερο και σπουδαιότερο πράγμα στη ζωή αυτή από τις άγιες εντολές του Χριστού μας, διότι αυτές είναι που περικλείουν τον ίδιο τον Κύριο – είναι ο διακόπτης που πατάμε για να ανάψει το φως Του μέσα στην ύπαρξή μας, την ψυχή και το σώμα μας. Οπότε, ναι! Ο Κύριος σου δίνει τα δώρα Του μέσα στο βαθύ σχέδιό Του για σένα, λίγο νωρίς ίσως, αλλά θα είναι πρόβλημα αν επικεντρώσεις μόνο σ’ αυτά».

«Ναι, πάτερ, το έχω υπ’ όψιν μου, μου το επισήμανε ο πνευματικός μου, το βεβαιώνετε κι εσείς, γι’ αυτό και λίγο όπως είπα φοβάμαι».

Πέρασε αρκετός καιρός από τις συναντήσεις μας αυτές, δεν ξαναείδα τον Ανδρέα, μέχρις ότου συνάντησα κάποια στιγμή τον πνευματικό του σε κάποιο Θεολογικό Συνέδριο στην Αθήνα. Βρήκα την ευκαιρία και του είπα για τις συζητήσεις μας, για το πόσο μου είχε κάνει εντύπωση η όλη πορεία του, το πνευματικό του βάθος, οι εμπειρίες του. Κι ήταν η στιγμή που έμαθα ακόμη λίγα πράγματα και την περαιτέρω εξέλιξή του.

«Ο Ανδρέας τελείωσε τη Θεολογική Σχολή, αδελφέ μου, πήγε στον Στρατό, πήρε απολυτήριο κι ήλθε η ώρα η κρίσιμη για την κατεύθυνση της ζωής του. Οι γονείς του, άνθρωποι της Εκκλησίας βεβαίως, αγωνιούσαν μη γίνει καλόγερος και τον χάσουν – ήταν και γι’ αυτούς πράγματι κάτι μοναδικό στην όλη οικογένεια: πάντοτε χαρούμενος, πρόθυμος σε όποια εξυπηρέτηση, μία διαρκής υπόμνηση της κατά Χριστόν ζωής. Εκείνο που αποτελούσε το «αγκάθι» τους από τη ζωή του ήταν η αυστηρή ασκητική ζωή του, σχεδόν καλογερική, η αδιάκοπη παρουσία του στον Ναό της ενορίας του, είτε για όρθρο και λειτουργία είτε για εσπερινό, το μηδαμινό ενδιαφέρον του γι’ αυτό που λέμε κοινωνική ζωή, η άρνησή του να θέλει να δει έστω και λίγο τηλεόραση. Κι ακόμη, κάτι που έκανε και εμένα ως πνευματικό του να του βάζω «επιτίμιο»: η σχεδόν απόλυτη σιωπή του. Ο Ανδρέας, αδελφέ μου, ασκούσε έντονα την αρετή της σιωπής. Όταν του μιλούσαν βεβαίως απαντούσε και μάλιστα ευχάριστα. Αλλά πέραν τούτου… ουδέν! Οπότε, για να τον προφυλάξω, κι αυτόν και τους συγγενείς του, από πιθανόν πειρασμούς, του έδινα «εντολή» να… μιλάει! Αλλά βλέπετε, πάτερ, το αποτέλεσμα: πράγματι ο Ανδρέας ζούσε καταστάσεις υπέρ φύσιν. Ο Χριστός του προσφερόταν κατά την αναλογία της δικής του αγάπης και προσφοράς».

Η αγωνία μου αποκορυφώθηκε. «Τώρα, τι κάνει; Πού είναι;»

«Ναι, έχεις δίκιο ίσως να αγωνιάς. Γιατί τέτοια παιδιά τα βάζει στόχο ο Πονηρός και αγωνίζεται να τα παρασύρει με δόλιους και πάμπολλους τρόπους. Δυστυχώς…η εξέλιξή του…» άφησε τη φράση του να αιωρείται κι ένα αδιόρατο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του, «δυστυχώς… η εξέλιξή του…» επανέλαβε «ήταν η χειρότερη δυνατή για τους… γονείς του!»

«Δηλαδή; Έγινε… καλόγερος;» έσπευσα αμέσως να απαντήσω.

«Ναι, αδελφέ μου. Ένας τέτοιος νέος που θα μπορούσε βεβαίως λόγω της φιλοτιμίας του παντού να προκόψει, έκανε την επιλογή που θεωρούσε μονόδρομο της ζωής του. Δεν γινόταν, μου είπε λίγο πριν φύγει για το Άγιον Όρος, αυτά που έζησα να μη τα συνεχίσω στον μόνο δρόμο που βλέπω για εμένα: τον μοναχισμό. Συνήργησε ασφαλώς γι’ αυτό και το γεγονός ότι στη Σχολή του γνώρισε και συνδέθηκε με νέους που είχαν επαφές με σπουδαίο Γέροντα του Αγίου Όρους, ο οποίος είχε υπάρξει Πανεπιστημιακός και είχε αφήσει όνομα που σφράγισε τη Σχολή. Τον γνώρισε κι εκείνος, θέλχθηκε από τη μορφή του, μορφή αληθινά αγία, από τον πλούτο των θεολογικών του γνώσεων, κυρίως όμως από την αγία του βιοτή. Κι η απόφασή του για τον δρόμο της ζωής του έκτοτε έγινε, όπως είπαμε, μονόδρομος. Καλογέρεψε – είχα πάει στην κουρά του που ήταν για μένα μοναδικό πνευματικό γεγονός – κι ύστερα από κάποιο διάστημα χειροτονήθηκε και ιερέας. Κι είναι λοιπόν σήμερα ο ιερομόναχος Νικόδημος».  

Επανήλθα! Ξανακοίταξα τη φωτογραφία που μου είχε δώσει ο νεαρός προσκυνητής του Όρους – δάκρυα πήραν να κυλάνε στα μάτια μου, που δεν θέλησα να σκουπίσω. Γιατί ήταν δάκρυα χαράς για εκείνον, λύπης για εμένα. Ο πάτερ Νικόδημος με το βλέμμα του με έλεγχε μέσα στην αγάπη του και μου έδειχνε πόσο λίγο και μικρός ήμουν. Κι ήταν σημάδι αυτό της αγιασμένης πορείας του: όταν ο άλλος σε προκαλεί σε μετάνοια και σε στροφή προς τον εαυτό σου σημαίνει ότι είναι αληθινά άνθρωπος του Θεού.

«Θα έρθω με την πρώτη ευκαιρία να σε βρω» του υποσχέθηκα νοερά βλέποντάς τον στη φωτογραφία. «Θα πάω να τον βρω με την πρώτη ευκαιρία» είπα στον νεαρό με σπασμένη φωνή και σε ευχαριστώ για το δώρο που μου έκανες!