05 Ιανουαρίου 2022

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

 «Οὐκ ἀπαιτῶ σε, Βαπτιστά, τούς ὅρους ὑπερβῆναι· οὐ λέγω σοι, Εἰπέ μοι, ἅ λέγεις τοῖς ἀνόμοις, καί παραινεῖς ἁμαρτωλοῖς· μόνον βάπτισόν με σιωπῶν, καί προσδοκῶν τά ἀπό τοῦ Βαπτίσματος· ἕξεις γάρ διά τούτων ἀξίωμα, ὅπερ οὐχ ὑπῆρξε τοῖς Ἀγγέλοις· καί γάρ πάντων τῶν Προφητῶν μείζονά σε ποιήσω· ἐκείνων μέν οὐδείς σαφῶς με κατεῖδεν, ἀλλ’ ἐν τύποις καί ἐν σκιαῖς καί ἐνυπνίοις· σύ δέ, ἐπί σοῦ ἱστάμενον κατά γνώμην· σῶσαι γάρ ἥκω, Ἀδάμ τόν πρωτόπλαστον».

(Δέν σοῦ ἀπαιτῶ, Βαπτιστά, νά ξεπεράσεις τά ὅρια. Δέν σοῦ λέω, Πές μου ὅσα λές στούς ἄνομους καί συμβουλεύεις τούς ἁμαρτωλούς. Μόνο βάπτισέ με σιωπηλός καί περιμένοντας τά δῶρα πού προέρχονται ἀπό τό Βάπτισμα. Διότι μέ αὐτά θά ἔχεις ἀξίωμα πού δέν ὑπῆρξε στούς ἀγγέλους· κι ἀκόμη θά σέ κάνω μεγαλύτερο ἀπό ὅλους τούς Προφῆτες: ἀπό ἐκείνους κανείς δέν μέ εἶδε μέ καθαρότητα, ἀλλά μέσα ἀπό τύπους καί σκιές καί ὄνειρα· ἐσύ ὅμως μέ βλέπεις νά στέκομαι μπροστά σου ἐπειδή τό θέλω. Γιατί ἦλθα νά σώσω τόν πρωτόπλαστο Ἀδάμ).

 Στόν οἶκο τοῦ κοντακίου τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, ὁ ὑμνογράφος προεκτείνει τόν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅταν ζητεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη νά Τόν βαπτίσει κι ἐκεῖνος δειλιάζοντας ἐκφράζει  τήν ἐπιφύλαξή του: «ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό σένα κι ἐσύ ἔρχεσαι σέ μένα;» Ὁ Κύριος κατανοώντας τή δύσκολη θέση τοῦ προφήτη Του καί τή δειλία πού τόν διακατέχει – εἶναι μεγαλειώδη τά τροπάρια πού ἔχουν ἀκριβῶς ὡς περιεχόμενο αὐτήν τή δειλία καί τό δέος τοῦ Προδρόμου – τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ἔχει διαφορετικό χαρακτήρα ἀπό ὅ,τι τῶν ὑπολοίπων ἁπλῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄλλοι ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν καί νά ἐξομολογηθοῦν τίς ἁμαρτίες τους· Ἐκεῖνος ἔρχεται γιά νά βαπτιστεῖ, χωρίς ἀνάγκη ὅμως ἐξομολογήσεως, ἀφοῦ ἦταν ὁ μόνος «χωρίς ἁμαρτίας» ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ποιός τότε ὁ σκοπός τῆς Βαπτίσεώς Του; Ὅπως τό δηλώνει ὁ Κύριος διά στόματος ὑμνογράφου: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ὅλου. Μέσα στήν προοπτική αὐτή πού ἦταν καρπός τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ κάποιους ἀνθρώπους ὡς ὄργανά Του, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Ἰωάννης, ὅπως κατεξοχήν ἦταν καί ἡ Παναγία Μητέρα Του, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἀπό τό ὑπουργικό αὐτό διακόνημά του ὁ Ἰωάννης στό σωτήριο ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ, στό ὁποῖο βεβαίως ἀνταποκρίθηκε ἐλεύθερα, ἀναδεικνύεται σέ τέτοιο ὕψος πού ὑπερβαίνει καί τούς Ἀγγέλους, ὅπως καί ὅλους τούς προγενέστερους Προφῆτες. Γιατί καταξιώθηκε νά δεῖ αὐτό πού οἱ ἄλλοι Προφῆτες ἁπλῶς ὁραματίστηκαν ἤ καί τό ὀνειρεύτηκαν: τόν Ἴδιο τόν Παντοκράτορα Κύριο ὡς ἁπλό καί ταπεινό ἄνθρωπο, καί μάλιστα νά Τοῦ ἀγγίζει καί τό κεφάλι καί νά Τόν βαπτίζει. Ταυτοχρόνως ὁ Κύριος ὑποδεικνύει καί τόν τρόπο πού πρέπει κανείς νά στέκει ἀπέναντί Του σέ κάθε ἐνέργειά Του: τή σιωπή καί τήν προσδοκία τῶν δωρεῶν Του. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος, μέ ἄλλα λόγια, ἀργεῖ μπροστά στόν Κύριο καί τίς εὐεργεσίες Του. Τό μόνο ἀποδεκτό εἶναι ἡ σιωπή καί τό δοξολογικό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς· γιά νά τή γεμίσει βεβαίως ὁ Κύριος μέ τήν παρουσία Του καί τίς χάρες Του.

04 Ιανουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ

«Ο όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε το 1890 στο Σηρικάριο της Κισάμου από ευσεβείς γονείς και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Παιδί ακόμη έμεινε ορφανός και διαπαιδαγωγήθηκε από τον παππού του. Σε νεαρή ηλικία πήγε στα Χανιά για να εργαστεί μαθητεύοντας στην κομμωτική τέχνη. Πρώτη φορά στα δεκαέξι του τού εμφανίστηκε σημάδι της λέπρας. Για να μη κλειστεί λοιπόν στη Σπιναλόγκα έφυγε κρυφά και πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η νόσος όμως προχωρούσε και με  προτροπή ιεράρχη της Αλεξάνδρειας προσήλθε στο λωβοκομείο της Χίου, κοντά στον άγιο Άνθιμο (Βαγιανό) που φρόντισε για την εισαγωγή του στο ίδρυμα. Ο άγιος Άνθιμος έγινε ο Γέροντάς του και κάνοντάς του απόλυτη υπακοή ντύθηκε το αγγελικό σχήμα, παίρνοντας το όνομα Νικηφόρος. Μετά παρέλευση σαραντατριών ετών, οδηγήθηκε στον αντιλεπρικό σταθμό της Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, όπου πέρασε το υπόλοιπο του βίου του, λάμποντας ως αστέρας υπομονής και προσευχής. Κοιμήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1964, αφήνοντάς μας παράδειγμα καρτερίας αλλά και τα μυρωμένα λείψανά του ως ιατρείο για κάθε αρρώστια».

Ο υμνογράφος του οσίου Νικηφόρου αφορμάται καταρχάς από το όνομά του για να πει ότι όλη η ζωή του υπήρξε νικηφόρα, δηλαδή κατήγαγε συνεχείς πνευματικές νίκες απέναντι στα πάθη του, στον Διάβολο, στον «άγγελο σατάν» τη βδελυκτή λέπρα. Κι έπειτα μας καθοδηγεί στην αιτία που τον οδήγησε στις νίκες: την πίστη του στη ζωντανή παρουσία του Θεού που έχει «αριθμημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας», οπότε αντίστοιχη ήταν και η θεώρηση από τον άγιο της αρρώστιας του: ήταν μία παραχώρηση της αγάπης Του, προκειμένου να τον ωθήσει σε πνευματική ύψη. «Χριστέ, η ψυχή του οσίου σου αποδείχτηκε δόκιμη, γιατί θεώρησε τη λέπρα της σάρκας του σαν δόση της πρόνοιάς Σου».

Ο υμνογράφος επισημαίνει ότι ο όσιος Νικηφόρος ζούσε κάτι παρόμοιο με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος προσευχόμενος σε μεγάλη δοκιμασία του στον Κύριο άκουσε από τον Ίδιο να του λέει ότι «του αρκεί η χάρη Του» και δεν πρόκειται να τον θεραπεύσει. Το ίδιο λοιπόν και με τον Νικηφόρο: η κάθε προσευχή του προς ίαση προσέκρουσε σε άρνηση του Κυρίου. «Περιφέροντας τη νόσο στη σάρκα κραύγαζες τη φωνή του Παύλου: μου δόθηκε ο σκόλοπας να με κολαφίζει με διαφόρους τρόπους, για να μην υπερηφανεύομαι. Διότι η δύναμη του Θεού φτάνει στην τελείωσή της με την αρρώστια Γι’  αυτό μου αρκεί η χάρη που έλαβα, Κύριε».

Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί τελικώς η σημαντικότερη αρετή που καλλιέργησε ο όσιος ήταν η καρτερία: η ψυχική δύναμη δηλαδή και η υπομονή. Θα μπορούσε να λέγεται «Νικηφόρος ο καρτερόψυχος» -  ο άνθρωπος της υπομονής, ο δεύτερος Ιώβ, «ο εστεμμένος με τον κότινο της νίκης εν Πνεύματι από τα χέρια του ίδιου του Κυρίου». Και αναδείχθηκε ίσως «και υπέρτερος του Ιώβ», διότι το «γιατί, Κύριε» δεν έφτασε ποτέ στα δικά του χείλη.

Ο υμνογράφος διαπιστώνει το αυτονόητο: για να φτάσει σε αυτό το αποστολικό ύψος ο Νικηφόρος, εκτός από τα ασκητικά μέσα της προσευχής, της νηστείας, της γονυκλισίας, χρησιμοποίησε και τα «βαθύτερα» της Ορθόδοξης Παράδοσης: πρώτον, την υπακοή σε άγιο Γέροντα, τον Άνθιμο της Χίου, δεύτερον, την καταφυγή στην υπεραγία Θεοτόκο. «Προ πολλού ο Άνθιμος σε κατεύθυνε ως κυβερνήτης και προσόρμισε την ψυχή σου στον Παράδεισο» σημειώνει. (Κι ως καθαρός μάλιστα στην ψυχή έγινε αυτόπτης θαυμασίων γεγονότων του αγίου Ανθίμου, τα οποία κατέγραψε προς ωφέλεια των αναγνωστών). Κι έπειτα, η καταφυγή στη Θεοτόκο, που ο Νικηφόρος αγαπούσε υπερβαλλόντως και μπροστά στο εικόνισμά Της καθημερινώς προσευχόταν γονατιστός. Η περιγραφή του υμνογράφου είναι συγκινητική. «Καρτερικά πέρασε τη ζωή του ο Νικηφόρος ο λεπρός, μπροστά στην εικόνα σου Θεοτόκε, της Υπακοής όπως λέγεται, κραυγάζοντας κατά τα απόδειπνα: «ω Νύμφη, χαίρε ανύμφευτε».

Ο όσιος Νικηφόρος είναι οικουμενικός άγιος με απέραντη αγάπη για όλους. Αλλά δεν παύει και να αγαπά ιδιαιτέρως, λέει ο υμνογράφος του, τους τόπους απ’ όπου πέρασε: Κίσαμο, Χανιά, Αλεξάνδρεια, Χίο, Αθήνα. Να τον παρακαλούμε κι εμείς να μας έχει στις δεήσεις του και στην αγκάλη του. Κι ιδίως τώρα που ο κόσμος όλος ταλαιπωρείται από την πανδημία του κορωνοϊού, πρέπει να καταφεύγουμε σ’ αυτόν που μπορεί να μας καταλάβει ολωσδιόλου, αφού κι εκείνος διήλθε τη ζωή του με τη λοιμώδη νόσο της εποχής του και την αντιμετώπισε με τρόπο πνευματικό:  με υπομονή, με προσευχή, με δοξολογία του Θεού. 

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (3)

 «Ὕψος οὐρανοῦ, οὐδαμῶς ἐξιχνιάσω· ἄστρων ἀριθμόν, οὐδέ γῆν ἀναμετρήσω· καί πῶς τῆς κορυφῆς σου, τῷ Δεσπότῃ ὁ Πρόδρομος, ἅψομαι χειρί; Πῶς δέ βαπτίσω, τόν φέροντα δρακί τήν κτίσιν; Διό κράζω σοι· Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν δόξα Σοι».

«Σύνθρονος Πατρί, καί τῷ Πνεύματι ὑπάρχων, ταῖς ἀγγελικαῖς, στρατιαῖς δορυφοροῦμαι· ἀλλά σμικρῷ σπηλαίῳ, ἐξενίσθην τικτόμενος, ἐν τῇ Βηθλεέμ δι’ εὐσπλαγχνίαν· διό καί νῦν τήν δεξιάν σου, ἐμοί δάνεισον, ἵνα καί πλύνω ἐν ἐμοί, τοῦ κόσμου τά πταίσματα».

(Καθόλου δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ κι οὔτε νά μετρήσω τόν ἀριθμό τῶν ἄστρων ἀλλά καί τή γῆ. Καί πῶς θά ἀγγίξω μέ τό χέρι μου τήν κεφαλή σου, ἐγώ ὁ Πρόδρομος ἀπέναντι σέ Σένα τόν Δεσπότη Κύριο; Καί πῶς θά βαπτίσω Ἐσένα πού κρατᾶς στό χέρι Σου τή Δημιουργία; Γι’ αὐτό Σοῦ φωνάζω δυνατά: Εὐλογημένος εἶσαι Θεέ μου πού φανερώθηκες, δόξα Σοι.

Εἶμαι σύνθρονος μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα καί δορυφοροῦμαι ἀπό τίς ἀγγελικές στρατιές. Κι ὅμως γεννήθηκα ὡς ἄνθρωπος στή Βηθλεέμ καί φιλοξενήθηκα σέ μικρό σπήλαιο λόγω τῆς ἀγάπης Μου. Γι’ αὐτό καί τώρα δάνεισέ μου τή δεξιά σου, προκειμένου νά ξεπλύνω ἐγώ  τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου).

Ἀπό τούς αἴνους τῆς προπαραμονῆς τῆς Μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ἀκούγονται στήν Ἐκκλησία μας σέ ἦχο πλ. β΄ τά ὑπέροχα αὐτά τροπάρια, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν διάλογο μεταξύ τοῦ Ἰωάννου Προδρόμου καί τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὑμνογράφος δέν ἱκανοποιεῖται μέ μία «ξερή» κατάθεση τῆς σημασίας τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου γιά σύμπαντα τόν κόσμο – καί αὐτό γίνεται βεβαίως σέ ἄλλα τροπάρια. Δραματοποιεῖ τά γεγονότα πού συνέβησαν ἐκεῖ στό ρεῖθρο τοῦ Ἰορδάνου, τά προβάλλει ἀνάγλυφα, σάν νά εἴμαστε κι ἐμεῖς παρόντες καί ν’ ἀκοῦμε τό τί διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ Κυρίου. Ὅ,τι μαρτυρεῖ τό Εὐαγγέλιο, τό ἴδιο σχολιασμένο καί ἐπεξεργασμένο μᾶς τό προσφέρει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ἀσφαλῶς νά κατανοήσουμε ὅσο εἶναι δυνατόν τό μέγεθος τῶν γεγονότων καί τό βάθος τοῦ μυστηρίου τους. Στό πρῶτο τροπάριο ἀκοῦμε τόν προβληματισμό καί τήν ἐπιφύλαξη καί τόν φόβο ἀκόμη τοῦ ἁγίου Προδρόμου: «δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τά ἐπίγεια καί τά κτιστά καί πῶς θά ἀγγίξω καί θά βαπτίσω τόν ἴδιο τόν Δημιουργό πού φέρει στό χέρι Του τά σύμπαντα; Τό μόνο πού μπορῶ νά κάνω εἶναι νά Τόν δοξολογῶ». Κι ἀμέσως στή συνέχεια ἀκοῦμε τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου: «Ναί, εἶμαι ὁ ἕνας τῆς Τριάδος καί μέ δορυφοροῦν ἀγγελικές στρατιές. Ὅμως ἡ ἀγάπη μου εἶναι αὐτή πού μέ ἔκανε νά ἔλθω ταπεινά στή γῆ καί νά γεννηθῶ μάλιστα σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο. Ὁπότε ὡς συνέχεια τῆς κένωσής μου αὐτῆς εἶναι καί ἡ βάπτισή μου ἀπό σένα Ἰωάννη, μέ σκοπό νά ξεπλύνω τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου». Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου ζοῦμε κι ἐμεῖς τό ἴδιο θάμβος καί τό ἴδιο δέος: κατανοοῦμε ἀπό τά γεγονότα τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση τοῦ Δημιουργοῦ, καί μαζί του κράζουμε: Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ

«Ο όσιος Θεόκτιστος που εορτάζουμε σήμερα, είναι άλλος από τον όσιο Θεόκτιστο, τον συνασκητή του αγίου μεγάλου Ευθυμίου, που εορτάζουμε τον Σεπτέμβριο.  Ο σημερινός υπήρξε ηγούμενος  στην ιερά μονή Κουκουμίου  της Σικελίας. Από νωρίς η μεγάλη αγάπη του προς τον Χριστό τον έστρεψε προς τον μοναχικό βίο και αποδύθηκε σε επίμονες προσευχές και σε μεγάλη εγκράτεια. Η ενάρετη ζωή του εκτιμήθηκε σύντομα, γι’ αυτό και έγινε ιερέας, αργότερα δε του ζητήθηκε να γίνει ηγούμενος στο μοναστήρι που ασκείτο.  Η πραότητα του χαρακτήρα του και η μεγάλη του ανεξικακία υπήρξαν παροιμιώδεις, με αποτέλεσμα ο λόγος του να γίνεται εύκολα αποδεκτός από τους μοναχούς του και τους πιστούς που συνέρρεαν στο μοναστήρι του. Έζησε αρκετά χρόνια και αναπαύτηκε εν Κυρίω ειρηνικά».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον όσιο Θεόκτιστο, ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, επικεντρώνουν στην κατά Χριστό πολιτεία του οσίου, ιδίως μετά την αποταγή του κόσμου και τον εγκλεισμό του στο μοναστήρι του.  Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Θεοφάνης μας παρουσιάζει με καθαρότητα την πορεία θεώσεως του οσίου ασκητή. Και εν πρώτοις τονίζει το κίνητρο για την απομάκρυνσή του από την κοσμική σύγχυση. Δεν ήταν μία απογοήτευση  ή μία απελπισία από την εμπαθή προσκόλληση στα του κόσμου, μολονότι και τέτοιες περιπτώσεις αποταγής υπάρχουν χωρίς να καταδικάζονται από τους αγίους της Εκκλησίας μας. Το κίνητρό του ήταν ό,τι πιο ανώτερο, ευγενές και υγιές υφίσταται στην πνευματική ζωή της πίστεως, δηλαδή ο σφοδρός πόθος του για τον Χριστό: αυτός του έδωσε φτερά προκειμένου να φύγει από τη σύγχυση που δημιουργεί συνήθως ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος. «Απέκτησες πτερά από τον πόθο του Χριστού και μεταρσιώθηκες, ξεφεύγοντας από την κοσμική σύγχυση. Γι’ αυτό και προσχώρησες στα κοπιώδη σκάμματα της ασκήσεως και έζησες με εγκράτεια σαν άγγελος».

Από κει και πέρα, πληγωμένος από τον έρωτα του Χριστού, προσπαθούσε να ακολουθήσει τα ίχνη Εκείνου, νεκρώνοντας το όποιο αμαρτωλό φρόνημα κινούσε εντός του ο αρχέκακος διάβολος και δεχόμενος  στην καρδιά του την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει η χάρη του Πνεύματος στον άνθρωπο, χωρίς δική του συνέργεια απομακρύνσεως από τα σκιρτήματα της αμαρτίας. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο υμνογράφος του οσίου είναι σαφής: «Όταν καταπληγώθηκες στην ψυχή, από τον θείο έρωτα, παμμάκαρ, σηκώνοντας τον σταυρό σου, με χαρά ακολούθησες τον σταυρωμένο Χριστό. Κι αφού νέκρωσες το αμαρτωλό φρόνημα με την εγκράτεια, δέχτηκες τη ζωντανή ενέργεια του αγίου Πνεύματος». Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του αγίου υμνογράφου ως προς την επίπονη σκληρή άσκηση του οσίου Θεοκτίστου: «χαίρων». Ο όσιος ασκητής σήκωνε τον σταυρό του και ακολουθούσε με συνέπεια τον σταυρό του Χριστού όχι με κατήφεια, όχι με ψυχική πίεση και στενοχώρια – δείγματα ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα η αγάπη προς τον Χριστό – αλλά με χαρά. Κι αυτό ακριβώς είναι το γνώρισμα της ειλικρινούς αγάπης σ’ Εκείνον: ασκώ βία στον εαυτό μου, «νεκρώνω» -  με την έννοια του μεταστρέφω - τα αμαρτωλά πάθη μου, προκειμένου να έχω ζωντανή την παρουσία του Χριστού μέσα στην ύπαρξή μου. Κι αυτό γίνεται με χαρά. Μόνον στην αρχή της ασκητικής προσπάθειας μπορεί να υπάρξει στενοχώρια, όπως όταν ανάβει κανείς ένα ξύλο μπορεί στην αρχή να βγάλει καπνιά, έπειτα όμως η χαρά της χάρης του Θεού γλυκοχαράζει στην ψυχή και γίνεται αγαλλίαση και παρηγοριά και στην ψυχή και στο σώμα.

Η ασκητική αυτή πορεία καθάρσεως του οσίου Θεοκτίστου, πορεία επί τα ίχνη του Ιησού με τη χάρη Εκείνου και αυτονοήτως μέσα σε εκκλησιαστικά πλαίσια, δεν είχε διαλείμματα. Διάλειμμα, όπως όλοι γνωρίζουμε, στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν. Όποιος προσπάθησε να «ξεκουραστεί», να κάνει διάλειμμα, είδε ότι αυτομάτως οπισθοχώρησε. Ή προχωρεί κανείς προς τα εμπρός ή δυστυχώς γκρεμίζεται. «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» απεκάλυψε ο Κύριος. Αυτό βλέπουμε, κατά τον υμνογράφο μας, και στη ζωή του οσίου Θεοκτίστου. Ο νους του υπήρξε άγρυπνος, γιατί έσπευδε να δει μέσα του να ανατέλλει το φως του Θεού. Είχε γίνει, όπως σημειώνουν όλα τα ασκητικά κείμενα, «όλος μάτια». «Προσφέροντας αδιάκοπα ξάγρυπνο νου, θεόφρον πάτερ, κοίμισες εντελώς τα ψυχοφθόρα πάθη, επειδή βιαζόσουν να φθάσεις στη θεϊκή αυγή, στη λαμπρότητα του άδυτου φωτός αυτών που ευφραίνονται και στο οποίο κατοικούν». Με άλλα λόγια ο όσιος Θεόκτιστος αγωνίστηκε να κρατήσει ανόθευτο αυτό που δήλωνε το όνομά του: «Θεού κτίσις». Γι’ αυτό ακριβώς κατά τον άγιο Θεοφάνη και τον τιμούμε και τον γεραίρουμε. «Έγινες ανόθευτη κτίση Θεού, Θεόκτιστε, γιατί δεν νόθευσες το κάλλος της ψυχής σου, όσιε, με τις κηλίδες των αμαρτημάτων. Αντίθετα, ομόρφυνες τον εαυτό σου με τις επιδόσεις των καλών και ωραίων, γι’ αυτό και σε δοξάζουμε».

03 Ιανουαρίου 2022

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (2)

«Τήν Βηθλεέμ ἀφέμενοι, τό καινότατον θαῦμα, πρός Ἰορδάνην δράμωμεν, ἐκ ψυχῆς θερμοτάτης, κἀκεῖσε κατοπτεύσωμεν τό φρικτόν Μυστήριον· θεοπρεπῶς γάρ ἐπέστη, γυμνωθείς ὁ Χριστός μου, ἐπενδύων με στολήν, τῆς Οὐρανῶν Βασιλείας».

(Ἀφήνοντας τή Βηθλεέμ, ἐκεῖ πού πραγματοποιήθηκε τό πιό καινούργιο ἀπό ὅλα τά θαύματα, ἄς τρέξουμε πρός τόν Ἰορδάνη μέ θερμότατη ψυχή, κι ἐκεῖ ἄς δοῦμε τό φρικτό Μυστήριο. Διότι στάθηκε μέ τρόπο πού ἔπρεπε στή Θεότητα ὁ Χριστός μου, ὁ Ὁποῖος ἀφοῦ γυμνώθηκε μοῦ φοράει τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν).

Τό προεόρτιο σύντομο ἐξαποστειλάριο τοῦ Ὄρθρου μέ τρόπο συνεπτυγμένο μᾶς καθοδηγεῖ πρός τά σωτηριώδη γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου: Μή τυχόν καί μείνουμε, τονίζει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, μόνο στή Βηθλεέμ, ἔστω κι ἄν ἐκεῖ πραγματοποιήθηκε τό μέγα μυστήριο τῆς πίστεώς μας, δηλαδή ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ἀκολουθεῖ κι ἄλλο Μυστήριο, μπροστά στό ὁποῖο φρίσσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς: ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ, στίς ὄχθες του, ὁ Χριστός θά σταθεῖ μέ τρόπο θεοπρεπή, δηλαδή μέ ἀγάπη καί ταπείνωση, γιά νά βαπτιστεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη, προσφέροντας αὐτό πού μάτια ἀνθρώπου δέν μποροῦν νά δοῦν: νά σβήνει, γυμνωμένος ὁ ἴδιος, τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων κι ἔτσι νά τούς φοράει καί πάλι τή στολή πού ἔχασαν λόγω τῆς πτώσης στήν ἁμαρτία, τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ὑμνογράφος συνεσκιασμένα συνορᾶ μαζί μέ τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου καί τή βάπτιση τοῦ κάθε πιστοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ πιστός ἐνδύεται ἀπό τόν Κύριο τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, τόν Ἴδιο τόν Χριστό δηλαδή, καθιστάμενος ἔτσι μέλος τοῦ ἁγίου σώματός Του. Ὅπως τό σημειώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Μέ τή βασική προϋπόθεση βεβαίως πού ἐννοεῖται ὅτι πρέπει νά ἔχει πάντοτε ὁ πιστός μπροστά στίς δωρεές τοῦ Θεοῦ: τή συνέργειά του, τό ναί του στό ναί τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ναί ὅμως πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ράθυμο καί βαριεστημένο – καρπός ἄγνοιας καί τύφλωσης πνευματικῆς - ἀλλά ναί πού βγαίνει ἀπό καρδιά φλογερή καί θερμή, θερμότατη, πού μέ ἐπίγνωση ὠθεῖ τόν πιστό νά τρέχει μέ σπουδή καί μέ χαρά ἐπί τά ἴχνη τοῦ Κυρίου. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΓΟΡΔΙΟΣ

«Ο άγιος Γόρδιος ήταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ζούσε όταν βασιλιάς ήταν ο Λικίνιος. Ήταν κόμης κατά την τάξη, αρχηγός εκατό στρατιωτών. Επειδή δεν άντεχε να βλέπει το θράσος των δυσσεβών και τις βλασφημίες τους κατά του Χριστού, σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στα όρη, ζώντας εκεί με τα θηρία. Εκεί ανέφλεξε τον πόθο του για τον Χριστό και έλαβε θάρρος κατά της ειδωλολατρικής πλάνης, οπότε ήλθε ορμητικός σαν λιοντάρι από την έρημο στην πόλη, ζητώντας να κατασπαράξει τον προστάτη της απάτης διάβολο.  Μπήκε μέσα στο θέατρο και δοξολόγησε τον Χριστό, με αποτέλεσμα  το πλήθος να στρέψει την προσοχή του προς εκείνον και ο προκαθήμενος άρχοντας να νιώσει κατάπληξη από το θάρρος του. Η κατάπληξή του μετατράπηκε σε μανία, γι’ αυτό και διέταξε να τον φονεύσουν με ξίφος».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του αγίου Γορδίου, ερμηνεύει κατά πρώτον την απομάκρυνση από τον κόσμο του αγίου μάρτυρα: στράφηκε στα αιώνια, αποθέτοντας την πρόσκαιρη ματαιότητα. Ο άγιος Γόρδιος δηλαδή προτίμησε να ζει με τους αγγέλους, παρά με ανθρώπους που είχαν χάσει το στοιχείο της ανθρωπιάς, γενόμενοι χειρότεροι λόγω της ασέβειάς τους προς τον Θεό και από τα θηρία. Η απομάκρυνσή του έτσι από τον κόσμο ήταν καρπός της πίστεώς του και της αγάπης του προς τον Θεό και όχι μία στείρα άρνηση αυτού. Απόδειξη το γεγονός ότι στην έρημο φούντωσε την αγάπη του προς Εκείνον. «Άφησες κατά μέρος την πρόσκαιρη ματαιότητα, παμμακάριστε, και πήγες μαζί με αυτά που είναι αιώνια. Κι αφού απέφυγες τους ανθρώπους, έγινες συμπολίτης των αγίων, θεόφρον».

Η αίσθηση της ματαιότητας  των επιγείων και ο προσανατολισμός του σε μόνα τα αιώνια, δηλαδή στον Χριστό και τις άγιες εντολές Του, υπήρξαν μεν  αιτία της φυγής του από τον κόσμο, αλλά τον έστρεψαν και σε αδιάκοπη πνευματική άσκηση στην έρημο. Κι αυτό με τη  σειρά του τον οδήγησε στην επάνοδό του στον κόσμο, προκειμένου όμως όχι να συσχηματιστεί με αυτόν, αλλά να τον ελέγξει για την αμαρτία του, προκαλώντας τον με τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό. «Σκεπτόμενος, μάρτυς αοίδιμε, το άστατο των ρεόντων πραγμάτων της ζωής αυτής και ενθυμούμενος τα αιώνια που παραμένουν, χωρίς φόβο εισήλθες στο στάδιο της αθλήσεως». Από την άποψη αυτή η και πάλι είσοδός του στον κόσμο κατανοείται - με πνευματικά κριτήρια - ως η κατεξοχήν έκφραση της αγάπης του προς αυτόν. Διότι κανείς δεν αγαπά πραγματικά τον κόσμο και τους ανθρώπους, αν δεν τους φέρνει με τον λόγο και το παράδειγμά του ενώπιον του Θεού. Ό,τι έκανε στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός: ήλθε στον κόσμο όχι για να χαϊδέψει τα αυτιά των ανθρώπων, όχι να τους πει ότι πορεύονται καλά, αλλά να τους ελέγξει για την αμαρτία τους και να τους δώσει ώθηση και δύναμη  επανεύρεσης του αρχικού τους προορισμού: να είναι με τον Θεό. Όπως και στον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης κατανοείτο και η αποστολή των Προφητών: στέλνονταν από τον Θεό, φανερώνοντας την αγάπη Του προς τους Ιουδαίους, με την κλήση που τους απηύθυναν για μετάνοια. Έτσι η σαν λιοντάρι είσοδος του αγίου Γορδίου στο θέατρο κατανοείται ως προφητική ενέργεια που προκαλεί τους καλοπροαίρετους σε μετάνοια.

Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει σ’ αυτήν την ορμητική και λιονταρίσια παρουσία του Γορδίου στο θέατρο: «η πυράκτωση της καρδιάς του αγίου από την αγάπη του Χριστού» τον κάνει να βλέπει τους άφρονες ειδωλολάτρες ως άψυχες πέτρες, ενώ η μανία του τυράννου πέφτει επάνω του σαν το κύμα που σπάει μπροστά σε βράχο. Είναι εκπληκτικές οι συγκεκριμένες εικόνες του αγίου υμνογράφου, προκειμένου να «ζωγραφίσει» ανάγλυφα την ψυχική δύναμη του μάρτυρα. «Μπαίνοντας χωρίς φόβο και με ρωμαλεότητα, σαν λιοντάρι, στο θέατρο, αντιμετώπισες, μακάριε, τους άφρονες ειδωλολάτρες σαν άψυχες πέτρες»∙ «Κατάλαβε, θεόφρον, ο τύραννος τη σταθερή σου στάση, και όπως το κύμα πάνω στον βράχο, έτσι κι αυτός διαλύθηκε μπροστά στη δύναμή σου». Είναι γεγονός: η πίστη και η αγάπη στον Χριστό όχι απλώς δυναμώνουν την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου, αλλά κυριολεκτικά κάνουν τον άνθρωπο πανίσχυρο, που κανείς δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί μαζί του. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει ο διάβολος και τα όργανά του σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο είναι να καταβάλουν το σώμα του. Την ψυχή όμως ποτέ. Αυτή παραμένει χάριτι Θεού ανίκητη και ακατάβλητη.

02 Ιανουαρίου 2022

ΣΥΓΓΝΩΜΗ...

 


Μην κρύβεσαι από μένα, αδελφέ μου,

μη με φοβάσαι και μην προσπαθείς

να μ’ αποφύγεις ή και να με χτυπήσεις.

Δικό μου είναι το φταίξιμο

και σου ζητώ γονατιστός συγγνώμη.

Δεν σου 'δειξα, ως όφειλα,

ότι είμαι ο εαυτός σου

και θα 'πρεπε κοιτώντας με

να βλέπεις το σπιτικό σου.