30 Απριλίου 2022

ΥΠΕΜΕΙΝΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΛΑΦΗΣΗ!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ Ή ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ

«Φέρει Χριστός φιλανθρώπως καί τήν ψηλάφησιν, ὡς καί Σταυρόν πρό ταύτης καί τόν ἄδικον φόνον, τάφου τριημέρως ἐξαναστάς, ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος∙ καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς ἐπιστάς ὡς παντοδύναμος».

(Ενώ αναστήθηκε από τον τάφο την τρίτη ημέρα ο Χριστός με σφραγισμένο το μνήμα και φανερώθηκε με κλεισμένες τις θύρες στους Μαθητές ως παντοδύναμος (Θεός), υπομένει λόγω της φιλανθρωπίας του και την ψηλάφηση (από τον Θωμά), όπως υπέμεινε πριν από αυτήν και τον Σταυρό και τον άδικο φόνο).

Από τα λιγότερο γνωστά τροπάρια της Κυριακής του Θωμά το παραπάνω (γιατί ανήκει στην ακολουθία του Μικρού λεγόμενου εσπερινού) θέτει με άμεσο τρόπο τη διαχρονικότητα της Σταύρωσης θα λέγαμε του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γιατί; Διότι ο άγιος υμνογράφος αναφέρεται και πάλι στη λόγω φιλανθρωπίας του Κυρίου υπομονή και ανοχή Του απέναντι στα πλάσματά Του, τα οποία, όπως ο «άπιστος» μαθητής Του Θωμάς, παρόλο ότι αναστήθηκε, παρόλο ότι φανερώθηκε στους μαθητές Του ως παντοδύναμος Θεός, αυτά εξακολουθούν και Τον αμφισβητούν και Τον απορρίπτουν. Το «ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω» του Θωμά συνιστά τον λόγο των χειλέων και της καρδιάς πλήθους ανθρώπων σε όλες τις εποχές, οι οποίοι παλεύουν με τις αμφιβολίες και την απιστία τους, γιατί θέτουν ενώπιόν τους ως προτεραιότητα το κατ’ αυτούς «προφανές»: τις αισθήσεις και τη λογική τους. Και πώς τους αντιμετωπίζει ο Χριστός, κατά τον υμνογράφο μας; Όχι με εκνευρισμό βεβαίως γιατί  δεν καταλαβαίνουν, όχι με οργή που ετοιμάζεται να εκφραστεί ως απειλή απέναντί τους, αλλ’ ούτε και ως «απελπισία» γιατί δεν ξέρει τι άλλο πια να κάνει μαζί τους! Τους αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπισε και όλους αυτούς που Τον οδήγησαν στον Σταυρό: με άκρα συγκατάβαση και φιλανθρωπία, με άκρα υπομονή και ανεξικακία, προσευχόμενος στον Θεό Πατέρα γι’ αυτούς: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ο πόνος Του δηλαδή είναι ο ίδιος με τον πόνο που δέχτηκε ως άνθρωπος καθώς δεχόταν την έχθρα και τη φονική διάθεση του λαού ως απάντησή τους για τις ευεργεσίες που τους προσέφερε: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ανταπέδωκας;» 

Κι αυτό ακριβώς σημαίνει ότι ο Κύριος δεν αλλάζει απέναντι στον άνθρωπο της όποιας εποχής: παραμένει πάντοτε ο μόνος «πιστός», δηλαδή πιστός ως προς την αγάπη Του απέναντι στα πλάσματά Του, έστω και αν συνεχίζουν όπως είπαμε να Τον αρνούνται, αλλά και πιστός ως προς τη δική Του εμπιστοσύνη απέναντί τους: υπομένει και προσδοκά τη μετάνοια και την αλλαγή τους. Ο Θεός μας είναι Εκείνος που μας ξέρει σε απόλυτο βαθμό, ξέρει το πόσο δυσκίνητοι είμαστε, παρόλη την πληθώρα των ευεργετικών προκλήσεών Του απέναντί μας, στο να επιτελούμε το αγαθό και να ανοιγόμαστε με πίστη σ’ Εκείνου την πίστη και την αγάπη, γι’ αυτό και δεν «βιάζεται» να μας πιέσει ή να μας «εξολοθρεύσει»!  Μιλάμε για τον Πατέρα μας, ο Οποίος περιμένει εσαεί εμάς τα κακότροπα και «μουτρωμένα» πολλές φορές παιδιά Του, επιτρέποντας το πολύ κάποια παιδαγωγικά λίγο εντονότερα «αγγίγματα» μήπως και συνέλθουμε. Κι όσο Τον αρνούμαστε και υψώνουμε, όπως πολύ ωραία έχει γραφεί, «τη μικρή γροθιά μας» απέναντί Του, τόσο περισσότερο κι Εκείνος πολλαπλασιάζει την αγάπη Του – παραχωρώντας μέσα στην απειρία της αγάπης Του κάποιους πειρασμούς, όπως είπαμε, προκειμένου να συνέλθουμε από την όποια αμαρτία μας, να βαθύνουμε ίσως «εν πειρασμώ» τη σχέση μας μαζί Του, ή κι ακόμη ορισμένοι να καθαρίσουν ό,τι απομεινάρι αμαρτίας έχουν ως άνθρωποι και να βρεθούν ως μάρτυρες ενώπιόν Του. 

Λοιπόν, όπως μας αγάπησε ο Κύριος πάνω στον Σταυρό, το ίδιο εξακολουθεί και μας αγαπά και μετά τη δόξα της Ανάστασής Του, που θα πει έτσι ότι το Πάθος Του εξακολουθεί και υφίσταται και θα υφίσταται όσο θα υπάρχει κόσμος με όλες τις αδυναμίες Του. Και να, που ο άγιος υμνογράφος μάς λέει (μέσα από το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της Κυριακής) ότι την ίδια μακροθυμία που φανέρωσε ο Κύριος απέναντι στους σταυρωτές Του, την ίδια έδειξε κι απέναντι στον μαθητή Του Θωμά (μετά την Ανάστασή Του!), την ίδια δείχνει πάντοτε σε όλους που Τον έκαναν και τον κάνουν  πέρα από τη ζωή τους: «Φιλάνθρωπε, μέγα καί ἀνείκαστον τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου∙ ὅτι ἐμακροθύμησας ὑπό Ἰουδαίων ραπιζόμενος, ὑπό Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, καί ὑπό τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος. Πῶς ἐσαρκώθης; Πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; Αλλά συνέτισον ἡμᾶς ὡς τόν Θωμᾶν βοᾶν σοι∙ ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα Σοι» (Φιλάνθρωπε, μέγα και πέρα από κάθε φαντασία είναι το πλήθος των οικτιρμών και της αγάπης Σου. Διότι μακροθύμησες καθώς ραπιζόσουν από τους Ιουδαίους, καθώς ψηλαφιόσουνα από Απόστολο και γινόσουν αντικείμενο πολλών σχολίων από αυτούς που σε αρνιόντουσαν. Πώς σαρκώθηκες; Πώς σταυρώθηκες συ που είσαι ο αναμάρτητος; Όμως συνέτισέ μας όπως έκανες με τον Θωμά, ώστε να Σου φωνάζουμε δυνατά: Κύριε και Θεέ μου, δόξα Σοι).

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ἰωάν. 20, 19-31)

Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ” αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ” ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ” αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας·μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τήν ἴδια ἐκείνη μέρα, δηλαδή τήν πρώτη μέρα μετά τό Σάββατο, ὅταν βράδιασε κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν συγκεντρωμένοι κάπου μέ κλειστές τίς πόρτες, ἐπειδή φοβοῦνταν τίς ἰουδαϊκές ἀρχές, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς, στάθηκε στή μέση καί τούς λέει: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς». Κι ὅταν τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια καί τήν πλευρά του. Οἱ μαθητές χάρηκαν πού εἶδαν τόν Κύριο. Ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε πάλι: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς! Ὅπως ὁ Πατέρας ἔστειλε ἐμένα, ἔτσι στέλνω κι ἐγώ ἐσᾶς». Ἔπειτα ἀπό τά λόγια αὐτά, φύσηξε στά πρόσωπά τους καί τούς λέει: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο. Σέ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες· σέ ὅποιους τίς κρατήσετε ἀσυγχώρητες, θά κρατηθοῦν ἔτσι». Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές, πού λεγόταν Δίδυμος, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦρθε ὁ Ἰησοῦς. Τοῦ ἔλεγαν λοιπόν οἱ ἄλλοι μαθητές: «Εἴδαμε τόν Κύριο μέ τά μάτια μας». Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: «Ἐγώ ἄν δέν δῶ στά χέρια τοῦ τά σημάδια ἀπό τά καρφιά, κι ἄν δέ βάλω τό δάχτυλό μου στά σημάδια ἀπό τά καρφιά, καί δέ βάλω τό χέρι μου στή λογχισμένη πλευρά του, δέ θά πιστέψω». Ὀχτώ μέρες ἀργότερα οἱ μαθητές ἦταν πάλι μέσα στό σπίτι, μαζί τους κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, στάθηκε στή μέση καί εἶπε: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς». Ἔπειτα λέει στό Θωμᾶ: «Φέρε ἐσύ τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί δές τά χέρια μου, φέρε καί τό χέρι σου καί βάλ’ το στήν πλευρά μου. Μήν ἀμφιβάλλεις καί πίστεψε». Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: «Εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: «Πείστηκες ἐπειδή μέ εἶδες μέ τά μάτια σου· μακάριοι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μ’ ἔχουν δεῖ!» Ὁ Ἰησοῦς ἔκανε βέβαια καί πολλά ἄλλα θαύματα μπροστά στούς μαθητές του, πού δέν εἶναι γραμμένα σ’ αὐτό ἐδῶ τό βιβλίο. Αὐτά ὅμως γράφτηκαν γιά νά πιστέψετε πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί πιστεύοντας νά ἔχετε δι’ αὐτοῦ τή ζωή.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Ἀπ. 5, 12-20)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ Στοᾷ Σολομῶντος. Τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ’  ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν· ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων Ἰερουσαλήμ, φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. Ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· Πορεύεσθε καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες, μέ τά χέρια τῶν ἀποστόλων γίνονταν πολλά ἐκπληκτικά θαύματα στό λαό. Οἱ πιστοί συνήθιζαν νά συγκεντρώνονται ὅλοι μαζί στή Στοά τοῦ Σολομώντα. Ἀπό τούς ἄλλους πού ἦταν στό ναό κανείς δέν τολμοῦσε νά προσκολληθεῖ σ’ αὐτούς, ὅμως ὁ λαός τούς εἶχε σέ μεγάλη ὑπόληψη. Ὅλο καί περισσότερα πλήθη ἀπό ἄντρες καί γυναῖκες πίστευαν στόν Κύριο καί γίνονταν μέλη τῆς ἐκκλησίας. Ἀκόμη καί στίς πλατεῖες ἔφερναν τούς ἀσθενεῖς καί τούς ξάπλωναν σέ κρεβάτια καί σέ φορεῖα, γιά νά πέσει πάνω σε κάποιον ἀπ’ αὐτούς ἔστω καί ἡ σκιά τοῦ Πέτρου ὅταν αὐτός ἐρχόταν. Κι ἀπό τίς πόλεις πού ἦταν γύρω στήν Ἱερουσαλήμ συνέρρεε τό πλῆθος, φέρνοντας ἀρρώστους κι ἄλλους πού τούς βασάνιζαν πνεύματα πονηρά· κι ὅλοι αὐτοί γιατρεύονταν.Τότε ὁ ἀρχιερέας καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, δηλαδή αὐτοί πού ἀνῆκαν στό κόμμα τῶν Σαδδουκαίων, γεμάτοι φθόνο ἐπίασαν τούς ἀποστόλους καί τούς ἔβαλαν στή φυλακή. Ἀλλά, τή νύχτα, ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἄνοιξε τίς πόρτες τῆς φυλακῆς, τούς ἔβγαλε ἔξω καί τούς εἶπε. «Πηγαίνετε στό ναό καί κηρύξτε στό λαό τό μήνυμα γι’ αὐτή τήν καινούρια ζωή».

ΠΩΣ ΓΕΜΙΖΕΙ Η ΨΥΧΗ;

«Μην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς τον Χριστό και τους ανθρώπους. Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή» (Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης).

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην επιζητεί το γέμισμα της ψυχής του, την ανάπαυση δηλαδή της καρδιάς του: να νιώθει ότι βρήκε τον «τόπο» του, εκεί που όλα αποκτούν νόημα και ο ίδιος πλημμυρίζει από χαρά. Κι αυτό σημαίνει ότι δυστυχώς ο εαυτός μας από μόνος του δεν έχει τη δυνατότητα αυτή – το γέμισμα της ύπαρξής μας δεν επέρχεται κατά αυτοματικό τρόπο, δεν είμαστε οι ίδιοι η πηγή που μπορεί να ξεδιψάσει το είναι μας. Και δικαίως: η πηγή της ζωής μας βρίσκεται στον Δημιουργό μας, Εκείνος μας έπλασε, Εκείνος ως «ο Ων», η πηγή δηλαδή της ζωής, μας έδωσε και μας δίνει τη δυνατότητα να ζούμε, να κινούμαστε, να υπάρχουμε. «Αυτός δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα» (απ. Παύλος). Οπότε, η ψυχή μας γεμίζει μόνον σε αναφορά με τον Κύριο και Θεό μας, τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας Ιησού Χριστό, συνεπώς και με όλη την αγία Τριάδα. Η σχέση με τον Χριστό, που θα πει ένταξη μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, φέρνει τον άνθρωπο στην ομαλή φυσιολογική κατάστασή του, να ρέει μέσα του το ύδωρ της ζωής, το οποίο τον κάνει να ζει σε μία αιώνια διάσταση – για ό,τι έχει πλαστεί ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού άνθρωπος. «Όποιος πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, θα γίνει αυτό μέσα του πηγή ύδατος που αναβλύζει την αιώνια ζωή» (ο Κύριος).

Έτσι ο λόγος του αγίου Πορφυρίου: «μόνον έτσι γεμίζει η ψυχή», δεν είναι δογματικός με την έννοια του τυφλά φανατικού που εκφράζει μία παθιασμένη ιδεολογία, αλλά αποτελεί στέρεη διατύπωση του ανθρώπου που βιώνει την εν Χριστώ πίστη και καταθέτει από την εμπειρία του τη μαρτυρία αυτή. Κινείται ο άγιος στο ίδιο μήκος κύματος με τους αγίους Αποστόλους, οι οποίοι πρώτοι μετά από τη συγκλονιστική εμπειρία ζωής τους με τον Θεάνθρωπο Κύριο ομολογούσαν: «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία». Η θεολογία τους ήταν ακριβώς η διήγηση της συναναστραφής τους με τον Ιησού, για τον Οποίο ήταν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους. Όπως και έγινε.

Ο άγιος όμως είναι συγκεκριμένος. Τονίζει τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθήσει ο άνθρωπος για να φτάσει στο σημείο πλήρωσης της καρδιάς του από νόημα και ζωή και χαρά. Βεβαίως δηλαδή ο Χριστός είναι το σημείο αναφοράς, αλλά το πρόβλημα είναι πώς ζει κανείς στα όρια της ύπαρξής του τον Χριστό. Κι αυτό που σημειώνει ο μεγάλος σύγχρονος άγιος είναι η αγάπη. Μόνον ζώντας κανείς την αγάπη που έφερε ο Χριστός σχετίζεται με Αυτόν. Γιατί ο Χριστός είναι η Αγάπη και έξω από Αυτήν δεν συναντάς τίποτε άλλο πέρα από τα πάθη σου και τα δαιμόνια που είναι κρυμμένα πίσω από αυτά. Κι είναι τούτο μία αλήθεια που την επιβεβαιώνουμε όλοι μας καθημερινά: επιζητούμε το γέμισμα της καρδιάς μας, αλλά ακολουθώντας λανθασμένους δρόμους. Τους δρόμους της ικανοποίησης των παθών μας, της φιληδονίας μας, της φιλαργυρίας μας, της φιλοδοξίας μας. Κυνηγάμε τις απολαύσεις, γιατί νομίζουμε ότι με αυτές θα θεραπεύσουμε την πονεμένη και άδεια καρδιά μας, και το αποτέλεσμα είναι εντελώς επώδυνο: προσθέτουμε τραύμα πάνω στα τραύματά της. Και το ίδιο συμβαίνει και με κάθε άλλο πάθος. Ας δούμε εκείνους που «διαπρέπουν» στον κόσμο και έχουν τη δυνατότητα εκπληρώσεως κάθε επιθυμίας τους. Μαύρη και άραχλη η ζωή τους! Όσο γεμίζουν με εξωτερικά αγαθά, τόσο αδειάζουν εσωτερικά!

Και ο μέγας Πορφύριος συμπληρώνει: η αγάπη γεμίζει την καρδιά και την ψυχή μας, αλλά και ησυχάζει και το σώμα μας. Ποια αγάπη όμως; Όχι εκείνη που τη ζητάμε και την απαιτούμε από τους άλλους! Γιατί αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση του εγωισμού μας – εγώ να δεχτώ την προσφορά των άλλων! Γι’ αυτό και το παρόμοιο ενδιαφέρον μας γέμει δολιότητος και προσθέτει, όπως είπαμε, μαυρίλα στη μαυρίλα μας! Η αληθινή αγάπη όμως, κατά τον άγιο, δεν έχει παθητικό χαρακτήρα. Συνιστά την πιο ενεργητική κίνηση που μπορεί να αναπτυχθεί στον άνθρωπο. Γιατί ανοίγει την καρδιά στην αγάπη προς τον Χριστό και την εικόνα Του τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, ό,τι κι αν είναι αυτός: γνωστός ή άγνωστος, φίλος ή εχθρός! Κι είναι η αγάπη που έζησε και δίδαξε ο Κύριος, δείχνοντάς μας το όριό της: τον ίδιο τον Σταυρό! «Αγαπάτε αλλήλους – είπε – καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού».

 Συνεπώς γεμίζει η ψυχή όταν ο πιστός με τη χάρη του Χριστού αποφασίσει να θυσιάσει τη ζωή του. Αυτό είναι το μυστήριο του Θεού: πας να σώσεις τη ζωή σου, με την έννοια να την περιχαρακώσεις στα δικά σου όρια; Θα καταστραφείς! Ετοιμάζεσαι να τη θυσιάσεις για χάρη του Χριστού και του αδελφού σου; Τότε πράγματι θα τη βρεις να προβάλλει μεγαλειώδης ενώπιόν σου! Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος, προβάλλοντάς μας το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη ως τύπου του αληθινού ανθρώπου που διέπεται από αγάπη, καταλήγει: «γεγονέναι πλησίον». Να γίνεσαι εσύ πλησίον του άλλου και όχι να περιμένεις τον άλλον να έρθει αρωγός σε σένα. Το πρώτο είναι δείγμα υγείας. Το άλλο δείγμα αρρώστιας και ημιθανούς καταστάσεως. Ο λόγος του Κυρίου έρχεται και με άλλον τρόπο να αποκαλύψει την αλήθεια αυτή: «Σηκώστε πάνω σας τον ζυγό μου, τηρήστε δηλαδή τις εντολές μου που θα πει την αγάπη προς τον άλλον, και μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά. Και τότε θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας».

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον.  Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε. Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου. Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα. Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».

Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον «άρχοντα όλης της γης», όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου. Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα,  και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον. «Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε»  (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).

Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: «Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!» (ωδή δ´). Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: «Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό» (ωδή δ´). Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού – «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς» - δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν  μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει. «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών» (ωδή δ´).

Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον (ωδή α´). Και: «Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου» (ωδή γ´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης «τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο» (ωδή γ´).

Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,  να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν «δεν ξέρουν τι ζητούν», αλλά «το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας». Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: «Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες» (ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή «διορθώνει»: «Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου» (ωδή ς´).

Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι «ένας νέος Ηλίας» (ωδή ε´), «όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία  τον δοξολογούμε» (κάθισμα όρθρου).

29 Απριλίου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΙΑΣΩΝ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΣ

«Από τους αποστόλους αυτούς ο Ιάσων ήταν από την Ταρσό και πρώτος οδηγήθηκε από εκεί προς τη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος  καταγόταν από την Αχαῒα και δέχτηκε την πίστη στον Χριστό μετά από αυτόν. Και οι δύο υπήρξαν μαθητές του αποστόλου Παύλου και ο μεν Ιάσων καταστάθηκε διδάσκαλος της πόλεώς του, ο δε Σωσίπατρος ανέλαβε τη διαποίμανση της Εκκλησίας των Ικονιέων.

Οι απόστολοι αυτοί αφού ποίμαναν τις Εκκλησίες τους με καλό τρόπο πήγαν Δυτικά. Έφτασαν στη νήσο των Κερκυραίων και ανήγειραν περικαλή ναό προς τιμήν του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Εκεί λειτουργούσαν στον Θεό και οδήγησαν έτσι πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Κατηγορήθηκαν όμως στον βασιλιά Κερκυλλίνο και κλείστηκαν στη φυλακή, όπου ήταν ήδη κλεισμένοι και επτά λήσταρχοι, των οποίων τα ονόματα ήταν τα παρακάτω: ο Σατορνίνος, ο Ιακίσχολος, ο Φαυστιανός, ο Ιανουάριος, ο Μαρσάλιος, ο Ευφράσιος και ο Μαμμίνος. Αυτούς με όσα τους είπαν και έκαναν τους μετέστρεψαν στη χριστιανική πίστη, κάνοντάς τους πρόβατα αντί λύκων. Οι άνθρωποι αυτοί μετά, ρίχτηκαν σε λέβητες γεμάτους από πίσσα και θειάφι και κηρό και έλαβαν τα στεφάνια του μαρτυρίου από τον Χριστό. Το ίδιο και ο δεσμοφύλακας, που πίστεψε κι αυτός στον Χριστό, αφού του κόψανε το δεξί χέρι και τα δύο πόδια, του κόψανε στη συνέχεια και τον αυχένα, την ώρα που επικαλείτο το όνομα του Χριστού.

Ο βασιλιάς έβγαλε από τη φυλακή τους αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρο και τους παρέδωσε στον έπαρχο Καρπιανό, προκειμένου να τους τιμωρήσει. Ο Καρπιανός τους εξέτασε και τους έριξε και πάλι δέσμιους στη φυλακή. Όταν τους είδε έτσι δεμένους η Κερκύρα, η κόρη του βασιλιά, και έμαθε ότι πάσχουν για τον Χριστό, είπε ότι είναι και αυτή Χριστιανή, ενώ όλα τα στολίδια που φορούσε τα έδωσε στους φτωχούς. Το έμαθε ο πατέρας της κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταστρέψει από τον σκοπό της, την κλείνει και αυτήν στη φυλακή και την παραδίδει μάλιστα σε κάποιον Αιθίοπα άσωτο για να την διαφθείρει. Όταν όμως αυτός πλησίασε τη θύρα της φυλακής, κατασπαράχτηκε από θηρίο. Η Κερκύρα το έμαθε και τον έκανε καλά, λυτρώνοντάς τον από το θηρίο. Με τα θαύματα αυτά τον έκανε χριστιανό, οπότε ο Αιθίοπας φώναξε δυνατά: ῾Μέγας ο Θεός των χριστιανών᾽, με αποτέλεσμα να βασανισθεί φοβερά αμέσως από τον τύραννο και να φύγει από τη ζωή αυτή. Οι στρατιώτες τότε έφεραν ξύλα κοντά στη φυλακή, τα άναψαν και προσπάθησαν να κατακάψουν τη μάρτυρα. Έγινε κι αυτό αλλά η Κερκύρα παρέμεινε άφλεκτη, οπότε πολλοί βλέποντας το θαύμα οδηγήθηκαν στην πίστη του Χριστού. Για τον λόγο αυτό αναρτάται σε ξύλο και υποβάλλεται σε πνιγηρό καπνό τόσο πολύ, έως ότου παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό. Μετά από αυτά ο βασιλιάς ξεκίνησε διωγμό κατά των χριστιανών, κι επειδή οι άγιοι είχαν διαφύγει σε ένα παρακείμενο μικρό νησί, ο ίδιος μπήκε σε πλοίο για να πάει να τους τιμωρήσει. Ευρισκόμενος όμως στο μέσο του πελάγους, όπως παλιά ο Φαραώ, καταποντίστηκε στη θάλασσα. Και ο μεν λαός του Κυρίου πρόσφερε ευχαριστήριους ύμνους στον Θεό, ο Ιάσων δε και ο Σωσίπατρος που απολύθηκαν από τη φυλακή, δίδασκαν χωρίς εμπόδιο πια τον λόγο του Θεού.

Όταν ανέλαβε άλλος βασιλιάς την εξουσία και έμαθε τα σχετικά με τους αγίους, διέταξε να φέρουν σιδερένιο βόδι, να ρίξουν μέσα πίσσα και ρητίνη και κηρό, να το φλογίσουν πάρα πολύ και να ρίξουν τους αγίους σ᾽αυτό. Όταν έγινε αυτό και οι άγιοι διαφυλάχτηκαν άφλεκτοι, πολλοί από τους απίστους άλλοι μεν καταφλέχτηκαν, άλλοι δε έγιναν χριστιανοί. Ο δε βασιλιάς, αφού κρέμασε στον τράχηλό του λιθάρι, θρηνούσε με τα λόγια: ῾Θεέ του Ιάσονα και του Σωσιπάτρου, ελέησέ με᾽. Ο δε μακάριος Ιάσων, παρόντος του βασιλιά,  νουθέτησε όλον τον λαό, τον δίδαξε, τον κατήχησε και τους βάπτισε όλους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, επονομάζοντας μάλιστα τον βασιλιά Σεβαστιανό. Μετά από λίγες ημέρες, ο υιός του βασιλιά αρρώστησε και πέθανε. Προσευχήθηκε όμως ο απόστολος και τον ανέστησε. Από τότε λοιπόν έκανε πολλά θαύματα και ανἠγειρε περικαλείς ναούς, και αφού τα τακτοποίησε όλα καλά και όσια και αύξησε το ποίμνιο του Χριστού, σε προχωρημένα γεράματα πήγε προς τον αγαπημένο του Χριστό».

Οι άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος για μία ακόμη φορά προβάλλουν αυτό που συνιστά την προτεραιότητα όλων των συνεπών χριστιανών: την αγάπη προς τον Χριστό, μπροστά στην οποία τα πάντα θεωρούνται δεύτερα και μικρά. Δεν παύει η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της να εξαγγέλλει την αλήθεια αυτή, δεδομένου ότι η αγάπη προς τον Χριστό  αποτελεί τη μοναδική οδό της σωτηρίας. Χωρίς την αγάπη προς Εκείνον τα πάντα γίνονται αποστεωμένα, άνευρα, ανόητα. Εκπίπτει και  η χριστιανική πίστη σε έναν ηθικισμό, που μπορεί να έχει ωραίους κανόνες ζωής, δεν έχει όμως την ίδια τη ζωή. Κι αυτήν τη ζωή την προσφέρει μόνον η θερμότητα της καρδιάς προς τον Θεό. Πρόκειται για την ίδια την εντολή του Θεού που καλεί τον άνθρωπο να Τον αγαπήσει «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος», όπως και  για την προϋπόθεση που έθετε ο ίδιος ο Κύριος, για να μπορεί κανείς να Τον ακολουθεί και να συντονίζεται με την ενέργεια της χάρης Του: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Το ερμηνευτικό κλειδί λοιπόν της ζωής των αγίων Ιάσονα και Σωσιπάτρου, αυτό που δίνει τη δυνατότητα κατανοήσεως της όλης πορείας τους είναι ακριβώς η αγάπη τους προς τον Κύριο. Εκείνον αγάπησαν υπεράνω όλων, Σ᾽ Εκείνον κόλλησαν τις ψυχές τους, τα ίχνη Εκείνου ακολούθησαν. «Όλα τα ωραία της ζωής αυτής τα αφήσατε κατά μέρος, γιατί αγαπήσατε τον Χριστό, στον Οποίο κολλήσατε τις ψυχές σας, ένδοξοι. Ακολουθήσατε λοιπόν τα ίχνη Του με πίστη, Ιάσων και Σωσίπατρε» (στιχηρό εσπερινού).

Δεν ήταν δυνατόν όμως να μην αγαπήσουν τον Χριστό και να μην ακολουθήσουν τα ίχνη της ζωής Του, όταν ξέρει κανείς ότι υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι εκείνου που αγάπησε με πάθος τον Κύριο και χάριν του ευαγγελίου Του γύρισε όλον τον κόσμο, δίνοντας στο τέλος και την ίδια τη ζωή του για το όνομά Του: του αποστόλου των Εθνών, του αγίου Παύλου, ο οποίος διετράνωνε πάντοτε «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος: «Γίνατε φοιτητές του Παύλου, σοφοί, και τρέξατε σ᾽όλον τον κόσμο ακολουθώντας τα ίχνη εκείνου, κηρύσσοντας τον σωτήριο λόγο» (ωδή γ´). Έτσι οι άγιοι μιμήθηκαν τον Παύλο που μιμήθηκε τον Κύριο, κατά το «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Κι αυτό σημαίνει πόση σημασία έχει για την πνευματική ζωή μας εκείνος στον οποίο προσκολληθήκαμε σαν σε δάσκαλό μας. Ανάλογα με τον δάσκαλο διαμορφώνεται και η πνευματική ζωή του μαθητή, με άλλα λόγια το φως ή ο ζόφος του δασκάλου γίνεται φως ή ζόφος και του μαθητή. «Φωτιστήκατε πλούσια από τα δόγματα του Παύλου και γίνατε φωστήρες της οικουμένης, τρισμακάριοι» (κοντάκιο).

Και βεβαίως το φως των αποστόλων Ιάσονα και Σωσίπατρου, φως του Χριστού στην πραγματικότητα, καταύγασε την Ανατολή και τη Δύση (ωδή ζ´), κατεξοχήν όμως τη νήσο Κέρκυρα, διότι εκεί κυρίως έδρασαν, θαυματούργησαν, έδωσαν τη ζωή τους, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος τους Κερκυραίους πρωτίστως καλεί να χαρούν και να γεμίσουν από πνευματική ευφροσύνη. «Η πάμφωτη και θεϊκή εορτή των Αποστόλων καλεί τα πλήθη των Κερκυραίων να χαρούν. Εμπρός λοιπόν γεμίστε μέχρι κορεσμού όλοι από πνευματική ευφροσύνη» (εξαποστειλάριο). Η κλήση όμως της εορτής και της ευφροσύνης είναι και για όλους τους πιστούς, όπου γης. Οι άγιοι αποτελούν τα εντρυφήματα όλων. Κι ο λόγος είναι σαφής, κατά τον υμνογράφο: «Όλοι είμαστε ποίμνιό σας, καθώς  λυτρωθήκαμε από την πλάνη με τη χάρη του Θεού» (οίκος κοντακίου).

ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ, ΤΗΣ ΖΩΗΦΟΡΟΥ ΠΗΓΗΣ. ΕΤΙ ΔΕ ΚΑΙ ΜΝΕΙΑΝ ΠΟΙΟΥΜΕΘΑ ΤΩΝ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΩΝ ΥΠΕΡΦΥΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ

«Ο ναός αυτός καταρχάς συστήθηκε από τον βασιλιά Λέοντα τον μεγάλο, ο οποίος έχει ονομαστεί και Μακέλλης. Ήταν καλός και επιεικέστατος άνθρωπος, λόγω της συγκαταβατικότητάς του, και πριν γίνει βασιλιάς, όταν ακόμη ήταν ιδιώτης, ευρισκόμενος κάπου εκεί που είναι ο ναός, βρήκε έναν  τυφλό άνδρα που παρέπαιε και τον καθοδηγούσε. Όταν λοιπόν πλησίασαν στον τόπο, καταλαμβάνεται ο τυφλός από πολύ μεγάλη δίψα και παρακαλούσε τον Λέοντα να του δώσει νερό. Αυτός  πράγματι μπήκε σε μία πυκνή συστάδα δένδρων και αναζητούσε νερό. Ο τόπος τότε ήταν κατάφυτος από διάφορα δένδρα. Επειδή λοιπόν δεν εύρισκε το νερό εκεί, επέστρεφε σκυθρωπός. Καθώς όμως γύριζε άκουσε από ψηλά φωνή να του λέει: «Λέων, δεν χρειάζεται να αγωνιάς. Το νερό είναι κοντά». Γύρισε λοιπόν πάλι πίσω ο Λέων και αναζητούσε. Κι αφού έψαξε πολύ, πάλι άκουσε την ίδια φωνή: «Λέων βασιλιά, μπές βαθύτερα στο σκεπαστό μέρος των δένδρων κι αφού πάρεις το θολό νερό  με τα χέρια σου, θεράπευσε τη δίψα του τυφλού. Χρίσε και τα τυφλά μάτια του και θα γνωρίσεις αμέσως ποια είμαι εγώ, που κατοικώ στον χώρο αυτό από παλιά». Έκανε λοιπόν όπως του είπε η φωνή και αμέσως ο τυφλός απέκτησε το φως του. Κατά την πρόρρηση μάλιστα της Θεομήτορος, όταν έγινε ο Λέων βασιλιάς, έκτισε τον ναό της Πηγής, όπως φαίνεται σήμερα.

Άρχισαν δε να γίνονται πάμπολλα θαύματα στον Ναό αυτό, οπότε μετά από αρκετά χρόνια ο Ιουστινιανός, ο μέγιστος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, ο οποίος ταλαιπωρείτο από δυσουρία, βρήκε την ιατρεία του κι αυτός από εδώ, γι᾽αυτό εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στη Μητέρα του Λόγου ανήγειρε μέγιστο ναό.  Ο ναός αυτός, επειδή έπαθε ρωγμές από διαφόρους σεισμούς, επιδιορθώθηκε από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα και τον υιό του Λέοντα τον σοφό, επί της βασιλείας των οποίων η Πηγή ενήργησε πλείστα θαύματα. Θεραπεύτηκαν αποστήματα και δυσουρίες, μύρια πάθη καρκίνων, αιμόρροιες διάφορες βασιλισσών και άλλων γυναικών, διάφοροι πυρετοί και άλλες πληγές. Και στειρώσεις η Πηγή διέλυσε: Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος για παράδειγμα, που γεννήθηκε από τη βασίλισσα Ζωή, υπήρξε δώρημα της Πηγής αυτής. Και νεκρό ανέστησε η Πηγή: Ο άνθρωπος  ήταν από τη Θεσσαλία. Όταν κατέβαινε με πλοίο στην Πηγή, πέθανε καθ᾽οδόν. Πεθαίνοντας δε και πνέων τα λοίσθια παρήγγειλε στους ναύτες να τον οδηγήσουν προς τον Ναό της Πηγής, να χύσουν επάνω του τρεις κάδους από τον νερό που πήγαζε εκεί, και να τον θάψουν. Έγινε τούτο, οπότε ο νεκρός, όταν επιχύθηκε το νερό, σηκώθηκε πάνω υγιής.

Μετά από αρκετούς χρόνους, φάνηκε η Θεοτόκος και κράτησε τον μεγάλο αυτόν ναό που επρόκειτο να πέσει, έως ότου το πλήθος που είχε μαζευτεί να φύγει έξω. Το αγιασμένο αυτό νερό, όταν το ήπιανε, έδιωξε διαφόρους δαίμονες, ενώ απέλυσε και φυλακισμένους από τη φυλακή. Θεράπευσε και τη λιθίαση του βασιλιά Λέοντα του σοφού. Και τον πολύ μεγάλο πυρετό της γυναίκας του Θεοφανώς  τον έσβησε, τον δε αδελφόν του, τον πατριάρχη Στέφανο, τον απελευθέρωσε από διάθεση πυρετού που τον ταλαιπωρούσε. Έκανε καλά και την ακοή που μειωνόταν του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη. Θεραπεύει σφοδρότατο πυρετό και του πατρικίου Ταρασίου και της μητέρας του Μαγιστρίσσης. Και πρόσφερε την ίαση του υιού του Στυλιανού από δυσουρίαση. Λύτρωσε και κάποια γυναίκα Σχίζαινα από δυσεντερία. Ο δε βασιλιάς Ρωμανός ο Λεκαπηνός, και τη λύση και τη δέση της γαστέρας του θεραπεύει με το νερό, το ίδιο και η γυναίκα του. Στη Χαλδία, τον μοναχό Πέπερη και τον μαθητή του τους θεραπεύει η Θεομήτωρ με την επίκλησή της. Το ίδιο και τον μοναχό Ματθαίο και τον Μελέτιο, που διαβλήθηκαν προς τον βασιλιά. Πατρικίους δε και Πρωτοσπαθαρίους, και άλλους μύριους που θεραπεύτηκαν  ποιος θα διηγηθεί; Έτυχε θεραπείας και στο ισχύο ο επί του θυμιάματος Στέφανος.

Και ποια γλώσσα μπορεί να διηγηθεί όσα το αγιασμένο αυτό νερό ενέργησε και ακόμη ενεργεί; Τα θαύματα, που και εμείς στους χρόνους μας τα είδαμε, υπερβαίνουν τις σταγόνες της βροχής και το πλήθος των άστρων και των φύλλων. Φαγέδαινα και γάγγραινα και διατρήσεις και θανάσιμες πληγές άλλες και άνθρακες και λέπρα και ακρωτηριασμούς κατά τρόπο υπερφυή θεράπευσε. Κι ακόμη, έκανε καλά και όγκους γυναικών και, το σπουδαιότερο, θεράπευσε τα πάθη της ψυχής. Και πληγές των οφθαλμών και λευκώματα θεράπευσε επίσης, όπως και το νόσημα της  υδρωπικίασης του Βαράγγου Ιωάννη και τις μεγάλες πληγές του άλλου Βαράγγου έκανε καλά. Έδωσε την ίαση επίσης σε δερματολογικό πρόβλημα του ιερομονάχου Μάρκου, όπως και στη μεγάλη δύσπνοια επί δεκαπέντε έτη και στη λιθίαση του μοναχού Μακαρίου. Και άλλα πλείστα θαύματα, που ο λόγος πια είναι αδύνατο και να αριθμήσει, έγιναν, γίνονται και δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουν».

Υμνογράφος της ακολουθίας για τη Ζωοδόχο Πηγή της Θεοτόκου, για τον Ναό της Παναγίας με το σπουδαίο αγίασμά της στο Μπαλουκλί στην Κωνσταντινοπούπολη,  είναι ο άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος. Ο άγιος δεν βρίσκει λόγια προκειμένου να οριοθετήσει έστω και λίγο αυτό που γίνεται στο αγίασμα τούτο επί εκατονταετίες, την πλημμύρα των ιάσεων, τις ευεργεσίες, τα άπειρα θαύματα. Επιστρατεύει λοιπόν εικόνες από τον φυσικό κόσμο και από την Αγία Γραφή για να δώσει τις σωστές αναλογίες:  ο Ναός εκεί της Θεοτόκου είναι ένας νοητός ωκεανός, κάτι που υπερβαίνει τον ίδιο τον Νείλο ποταμό από πλευράς προσφοράς χάρης Θεού, είναι μία δεύτερη κολυμβήθρα Σιλωάμ, είναι μία δεύτερη πέτρα που πηγάζει το ιαματικό ύδωρ, μία συνέχεια του Ιορδάνη ποταμού, ένα άλλο μάννα που καλύπτει τις ανάγκες αυτού που ζητάει τη σωτηρία. Πρόκειται για θεϊκό ύδωρ, για αμβροσία και νέκταρ (απόστιχα εσπερινού).

Και δεν πρόκειται βεβαίως μόνο για θαύματα που σχετίζονται με την ίαση των σωματικών ασθενειών των ανθρώπων. Το ιαματικό νερό της Θεοτόκου θεραπεύει και τα ψυχικά αρρωστήματα, τα πάθη των ανθρώπων, ώστε δι᾽αυτού ο άνθρωπος να βρίσκει τον Θεό και να γίνεται υγιής κατ᾽ άμφω, ψυχικά και σωματικά. Άλλωστε η προσφορά της χάρης του Θεού μέσω του ύδατος εκεί αποσκοπεί: στην αληθινή αποκατάσταση των ανθρώπων, δηλαδή στην ψυχική υγεία τους. Διότι τι νόημα έχει η σωματική υγεία μόνο, αν δεν συνοδεύεται και με την ψυχική της διάσταση; Μόνη της η σωματική υγεία πολλές φορές αποβαίνει καταστρεπτική για τον άνθρωπο, διότι τον σπρώχνει στην αύξηση των αμαρτιών του. Η Ζωοδόχος Πηγή λοιπόν θεράπευε διττώς τον άνθρωπο  «ρέοντας με τρόπο άφθονο σε όλους που έχουν ανάγκη την υγεία των ψυχών και την υγεία του σώματος, με το νερό της χάρης» (στιχηρό εσπερινού).  «Πόσο μεγάλα είναι τα μεγαλεία σου, Πηγή, που προσφέρεις σε όλους! Διότι όχι μόνο έδιωξες μακριά τις δύσκολες αρρώστιες από αυτούς που προσέρχονται σε Εσένα με πόθο, αλλά και ξεπλένεις τα πάθη των ψυχών» (Δοξαστικό εσπερινού). Γι᾽αυτό και επειδή «κάνει καλά τις ψυχές το νερό της Παρθένου, ας τρέξουμε στην Κόρη εμείς που ταλαιπωρούμαστε από τους ρύπους των παθών και ας τους ξεπλύνουμε» (αίνοι).

Αιτία βεβαίως για την πλημμύρα αυτής της χάρης του Θεού από το αγίασμα τούτο είναι, σε πρώτη φάση, κατά τον υμνογράφο, η ίδια η Παναγία μας. Αυτή λειτουργεί ως μάννα ουράνιο και Πηγή ένθεη του Παραδείσου, της οποίας η ροή  και η χάρη καλύπτει ολόκληρη τη γη. «Με πολύ προσφυή τρόπο σε ονομάζω, Δέσποινα, ουράνιο μάννα και ένθεη Πηγή του Παραδείσου. Διότι η ροή και η χάρη της Πηγής σου διέτρεξε και τα τέσσερα μέρη της γης, καλύπτοντάς τα κάθε φορά με τεράστια θαύματα» (στιχηρό εσπερινού). Και με μία εξαίσια εικόνα ο άγιος υμνογράφος δίνει το στίγμα της θεραπευτικής δύναμης της Πηγής: «Εσείς που ζητάτε την υγεία, τρέξτε προς την Πηγή. Διότι η Παρθένος Κόρη βρίσκεται μέσα στο Νερό» (ωδή θ´).

Θα αδικούσε όμως ο άγιος υμνογράφος και το αγίασμα, κυρίως όμως την ίδια την Παναγία μας, αν θεωρούσε ότι η βασική αιτία της προσφοράς της χάρης ήταν η Παναγία. Μάλλον θα αλλοίωνε τη θεολογία της Εκκλησίας μας και θα διέστρεφε τη σχετική διδασκαλία της περί των τρόπων προσφοράς της σωτηρίας στους ανθρώπους. Για τον υμνογράφο μας λοιπόν η Παναγία μας γίνεται το όργανο του Κυρίου, προκειμένου Αυτός με την αγάπη Του να προσφέρει την ψυχική και σωματική ίαση στους ανθρώπους. Ο Χριστός δηλαδή είναι Εκείνος που ιάται τους ανθρώπους – χωρίς καμμία μάλιστα διάκριση, αφού «σε όλους τους πιστούς προσφέρει την ίαση, είτε είναι βασιλείς είτε απλοί πολίτες και φτωχοί, άρχοντες, πτωχοί, πλούσιοι» (ωδή γ´) -  η δε Παναγία Μητέρα Του γίνεται το αγιασμένο όργανό Του, μέσα από τη συγκεκριμένη Πηγή. «Παράξενα και παράδοξα ο Δεσπότης των Ουρανών τέλεσε πάνω σου καταρχάς, Πανάμωμε. Διότι Εκείνος με φανερό τρόπο έσταξε, σαν βροχή, στη μήτρα σου, Θεόνυμφε, αναδεικνύοντάς σε Πηγή, που παρέχει κάθε αγαθό» (στιχηρό εσπερινού). «Με εξαίσιους ύμνους, πιστοί, ας υμνήσουμε την επουράνια νεφέλη, η οποία έβρεξε την ουράνια σταγόνα στη γη αρρεύστως, δηλαδή τον ζωοδότη Χριστό» (απόστιχο εσπερινού). «Χαίρε, Μαρία, χαίρε. Διότι ο δημιουργός των όλων κατέβηκε σαφώς σαν σταγόνα πάνω σου, και σε ανέδειξε, Θεόνυμφε, αθάνατη Πηγή» (ωδή α´).

28 Απριλίου 2022

ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ!

Πέθανε για εμάς! Εκείνος που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, δηλαδή όλους μας. Οπότε, πεθαίνοντας πεθάναμε κι εμείς μαζί Του. Αλλά ο θάνατός Του ήταν η κατάργηση του θανάτου, ο θάνατος του θανάτου! "Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν". Και καθώς αναστήθηκε, αναστηθήκαμε κι εμείς. Η ανάσταση και η ζωή έγινε πια η "μοίρα" μας. Θάνατος στην ουσία δεν υπάρχει - η βιολογική διάστασή του παρέμεινε για να λειτουργεί για το καλό μας: να μη διαιωνίζει την όποια κακία μας. Φόβος λοιπόν θανάτου για τον χριστιανό δεν υπάρχει. Γνωρίζει ότι και να πεθάνει στην αγκαλιά του Χριστού "πέφτει". "Είτε ζούμε είτε πεθαίνουμε, σ' Εκείνον ανήκουμε" (απ. Παύλος). Τη συμμετοχή στον θάνατό Του τη ζήσαμε με το άγιο βάπτισμά μας. Την ανάστασή μας τη ζούμε πνευματικά μέσα στη δική Του Ανάσταση. Ο βιολογικός θάνατος έγινε απλώς μία θύρα και μία είσοδος. Το λοιπόν: "προσδοκώ ανάστασιν νεκρών"!