20 Δεκεμβρίου 2025

ΔΙΑΠΡΕΠΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΣΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

«Ο μακαριστός αδελφός μας, Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρός Ιερεμίας (Φούντας), διέπρεψε στην ζωή του για πολλά, αλλά κυρίως για την γνήσια ταπείνωση και την απλότητά του» (Ιερώνυμος Β΄, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος).

Με δύο λόγια ο σοφός αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος - καθώς προλογίζει το σπουδαίο πόνημα του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη, (πνευματικού αναστήματος του μακαριστού αρχιερέα Ιερεμίου), για τον πνευματικό του πατέρα: «Πατήρ και Διδάσκαλος. Προσέγγιση στην ζωή και το έργο του Μακαριστού Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρού Ιερεμίου, Αθήνα 2025» - διαγράφει τη μεγαλοσύνη του προ ολίγων μόλις ετών (2021) εκλιπόντος διαπρεπούς Μητροπολίτη (γεν. 1941). Και τι σημειώνει; Ότι ο μακαριστός δεν ήταν κάποιος απλός άνθρωπος. Μολονότι βασικό γνώρισμα της όλης βιοτής του ήταν η απλότητα, η οποία συνιστά γνώρισμα του ίδιου του Θεού μας, που σημαίνει συγκεφαλαιώνει όλες τις αρετές, δεν ήταν απλός με την έννοια του απλοϊκού και κοινού ανθρώπου. Γιατί; Διότι σε όποιον χώρο κι αν εργάστηκε διέπρεψε. «Διέπρεψε στην ζωή του για πολλά». Είτε στον χώρο τον επιστημονικό είτε στον χώρο τον εκκλησιαστικό ως ιερέας και αρχιερέας το βεληνεκές του υπερακόντιζε κατά πολύ τα κοινά μέτρα.

Υπήρξε σπουδαίος και σοφός επιστήμονας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, με ερευνητικές και ερμηνευτικές εργασίες, κυρίως στον τομέα της Βιβλικής Ιστορίας και Θεολογίας, κατεξοχήν δε στην Παλαιά Διαθήκη, ου τις τυχούσες. Και σ’ αυτό συνέτεινε η πολυγλωσσία του - γνώριζε πολύ καλά Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά, Ρωσικά, Εβραϊκά - η οποία τον έκανε να κινείται στη διεθνή βιβλιογραφία με τεράστια άνεση. Αλλά ο σοφός καθηγητής ήταν ταυτοχρόνως ιερέας κι έπειτα αρχιερέας και εκινείτο από Πνεύμα Θεού που είναι Πνεύμα αγάπης, οπότε όλη αυτήν τη γνώση του ήθελε να τη διοχετεύει στον απλό λαό με εκλαϊκευμένες εργασίες. Όχι μόνο το πάθος του που ήταν η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αλλά και ο έρωτας που έτρεφε προς την Πατερική Παράδοση, τον έκαναν να θέλει να μεταποιήσει τον αγιογραφικό και πατερικό θησαυρό σε απλή τροφή για τον λαό του Θεού, το σώμα του Χριστού, τους ανθρώπους που τους έβλεπε με το βλέμμα του Κυρίου Ιησού: ως ατίμητες ψυχές λόγω της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργίας τους. Οι ομιλίες του και τα γραπτά του απέπνεαν το άρωμα της ορθόδοξης θεολογίας και ζωής, ήξερες ακούγοντάς τον ή διαβάζοντάς τον ότι μπορείς να επαναπαυτείς για μία ζωή με νόημα και ευθύνη.  

Κι ένιωθε την ευθύνη ως ποιμένας που ήταν και αναλωνόταν νυχθημερόν στη διακονία της ιερουργίας του Ευαγγελίου, με κέντρο όμως πάντοτε τη Θεία Λειτουργία, καίριο γνώρισμα της οποίας είναι και η εξαγγελία του λόγου του Θεού. Ο μακαριστός αρχιερέας και καθηγητής δηλαδή πρώτιστα ήταν «παπάς» κι έπειτα όλα τα άλλα, γι’ αυτό με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι η λειτουργική ζωή έδινε νόημα και «νεύρο» και στην όλη λοιπή δραστηριότητά του. Μπορώ να το βεβαιώσω κι εγώ ο ίδιος, ο οποίος ευλογήθηκα στα χρόνια που βρισκόταν ως ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Πειραιά (1983-1987) αλλά και μετέπειτα, να τον «ξελειτουργήσω» αρκετές φορές, να συλλειτουργήσω μαζί του, να διαπιστώσω το μοναδικό σεμνό ιερατικό του ήθος, να νιώσω μπροστά του τη δική μου μικρότητα, αρχικά ως λαϊκός κι έπειτα ως κληρικός.

Και να προσθέσω: ουκ ολίγες φορές αυτό που αποτελεί εμπειρία και μαρτυρία όλων όσοι τον γνώρισαν, δηλαδή η τεράστια αγάπη του, η ελεήμων και φιλόξενη διάθεσή του, η αδιάκοπη επιθυμία του να προσφέρει οτιδήποτε έχει, ακόμη και τα ράσα του και τα προσωπικά του αντικείμενα, κατά το αγιογραφικό: «μακάριόν εστι διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν», το είχα ζήσει κι εγώ και πολλοί γνωστοί μου. Θυμάμαι περίπτωση ενός ευσεβούς ανθρώπου, ο οποίος ήθελε να τον βοηθάει στις διάφορες εξωτερικές εργασίες του και αναγκάστηκε, γιατί δεν είχε κάτι άλλο ο μακαριστός να του δώσει, να πάρει με το ζόρι έναν τενεκέ λάδι, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του ότι έχει άνεση υλικών αγαθών. Σε άλλη περίπτωση, παρόντος κι εμού, θέλησε να προσφέρει κάτι σε μία νέα κοπέλα που βρέθηκε στην οικία του για κάποια καθοδήγηση, οπότε μη έχοντας πρόχειρο κάτι άλλο της έδωσε το μαγνητόφωνό του – δεν μιλάμε για τα «χαρτονομίσματα» που πήγαιναν κι έρχονταν όποτε είχε από την τσέπη του στις τσέπες των άλλων! Κι όλα αυτά υπό το βλέμμα και το χαμόγελο και την ενθάρρυνση της κυριολεκτικά αγίας μητέρας του, της μακαριστής Ιωάννας.

Για πολλά λοιπόν ήταν διαπρεπής ο μακαριστός ιεράρχης. Και ως διαπρεπής επιστήμονας και ως διαπρεπής κληρικός. Και σε όλες τις αρετές, γιατί ζούσε με πνεύμα Θεού, ήταν πρώτος. Μα η βάση όλων, εκείνο που όντως χωρίς αυτό δεν γίνεται τίποτε, ήταν η ταπείνωσή του. Δεν είναι τυχαία η επισήμανση του αρχιεπισκόπου. Τον ήξερε πολύ καλά τον μακαριστό, υποκλινόταν στα πάμπολλα χαρίσματά του, τον σεβόταν απεριόριστα, μα το έβλεπε: αυτός ο τόσο ταλαντούχος άνθρωπος είχε το μεγαλύτερο εξ όλων χάρισμα, τη γνήσια ταπείνωση. Δεν λέμε ότι δεν είχε και αδυναμίες – άνθρωπος γαρ – αλλά όλες σβήνονταν μπροστά στο αδάμαστο θάρρος της μετανοίας του. Μόλις έβλεπε κάποια αστοχία ή αμαρτία του ο μακαριστός Ιερεμίας έσπευδε αμέσως χωρίς «ναι μεν, αλλά» να το παραδεχτεί και να το διορθώσει. Κι ήταν μία πραγματικότητα αυτή που «έσπαζε κόκκαλα». Γιατί μετάνοια βλέπεις σε πολλούς ανθρώπους. Μα τέτοια συναίσθηση μετανοίας ως ζωντανό βίωμα σπάνια συναντάς. Και μπορώ να το βεβαιώσω κι εγώ πάλι ο ίδιος, πέραν βεβαίως της μαρτυρίας άλλων «απείρων» ανθρώπων. Τι εννοώ;

Δεν είχαν περάσει δύο μήνες από τη χειροτονία μου σε πρεσβύτερο και ο μακαριστός πρώην Πειραιώς κυρός Καλλίνικος ήλθε στην ενορία μου βράδυ Κυριακής των ΒαΪων, στην πρώτη ακολουθία του Νυμφίου. Και περί το τέλος της ακολουθίας, έρχεται ο μετέχων κι εκείνος κυρός π. Ιερεμίας με έναν ακόμη κληρικό, για να με πάρουν και να με οδηγήσουν ενώπιον του Μητροπολίτη, ο οποίος θέλησε εκείνην την ώρα να με καταστήσει «πνευματικό». Γιατί το αναφέρω; Όχι απλώς γιατί αυτός με οδήγησε, αλλά γιατί μετά από κάποιο σύντομο διάστημα, μετά το Πάσχα, δέχτηκα τηλεφώνημά του για να συναντηθούμε στον Ναό μου – έμενε πολύ κοντά και ο μακαριστός. Συναντηθήκαμε, μα ήταν λίγο περασμένη η ώρα και ο Ναός ήταν κλειστός με συναγερμό. Παραμείναμε έξω από τον Ναό στο πλατύσκαλο της κλίμακας. Κι εκεί μου απεκάλυψε πως θέλει να εξομολογηθεί. Είχε φέρει μάλιστα και ευχολόγιο και πετραχήλι, τα οποία έπειτα μου τα δώρισε. Πριν προλάβω να αντιδράσω, μου φόρεσε το πετραχήλι, γονάτισε μπροστά μου, έξω από τον Ναό, την ώρα που διέρχονταν και κόσμος και αμάξια, και άρχισε την εξομολόγησή του. Με βαθιά συναίσθηση, με στεναγμούς και δάκρυα, χωρίς δικαιολογίες και περιστροφές. Λίγα λόγια, μα φορτισμένα με τέτοια μετάνοια που σπάνια, όπως ανέφερα, συναντά κανείς. Και τι αμαρτίες είχε; Τέτοιες που άλλος δεν θα τις θεωρούσε ούτε κατά διάνοιαν ως αμαρτίες κι ίσως γελούσε. Αυτός όμως ήταν ο Ιερεμίας: ο άνθρωπος του Θεού, ο γνήσιος λειτουργός του Υψίστου, ο βαθύς μελετητής της Γραφής και των Πατέρων, ο ασκητής που δεν «έπαιζε» με τα θεία. Δύο λεπτά κράτησε η εξομολόγησή του αλλά ήταν αρκετή να με συγκλονίσει. Και μέχρι τώρα σκέπτομαι, μετά σαράντα χρόνια, πως θέλησε μάλλον έτσι να με ενισχύσει, να δείξει την εμπιστοσύνη του απέναντί μου, να μάθω τι σημαίνει αληθινή εξομολόγηση.

Κι έκτοτε, όποτε συναντιόμασταν, και μετά την αρχιερωσύνη του, μου έδειχνε τέτοιο σεβασμό – νομίζω τέτοιον τελικά που έδειχνε προς όλους! – που με έκανε πάντα να νομίζω πως «είμαι κάτι σημαντικό». Η μεγαλωσύνη της ταπείνωσης που εξυψώνει τους άλλους και σμικρύνει τον εαυτό της. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών» (απ. Παύλος). Και με σύστηνε πάντοτε στους άλλους χαμογελώντας με την καρδιά του: «Ο πνευματικός μου, ο πνευματικός μου!» χωρίς οι άλλοι να καταλαβαίνουν τι γίνεται. Μέσα στο πλαίσιο αυτό να πω κι ένα περιστατικό από επίσκεψη της ενορίας μου σε μοναστήρι της Μητροπόλεώς του. Έμαθε το προσκύνημά μας και ανέτρεψε όλα τα προγράμματά του προκειμένου να βρεθεί κι εκείνος εκεί, να μας περιποιηθεί, να μας κάνει το τραπέζι. Κι ήταν η στιγμή, όταν βρεθήκαμε στο «αρχονταρίκι» που η γερόντισσα της Μονής παρά… τρίχα «γλίτωσε» το εγκεφαλικό! Γιατί ο ίδιος με το ζόρι με έπαιρνε και με κάθιζε στην πολυθρόνα που είχαν φέρει οι μοναχές για τον Δεσπότη. Με κρατούσε με το ζόρι εκεί, καθήμενος ο ίδιος δίπλα μου ως απλός διάκος. Κι όταν κάποιες φορές μιλώντας μας εκείνος και καλωσορίζοντάς μας λίγο «ξέφευγε» από τη θέση του, η γερόντισσα «κατακόκκινη» μου έκανε νόημα να σηκωθώ. Σηκωνόμουν, εκείνος αμέσως έσπευδε να με ξανακαθίσει στη… θέση μου! Τούτο επαναλήφθηκε τρεις φορές. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε η καημένη η γερόντισσα.

Γιατί θυμηθήκαμε τον μακαριστό μεγάλο Ιεράρχη; Γιατί το σπουδαίο πνευματικό του τέκνο αρχιμ. Ιάκωβος Κανάκης έγραψε βιβλίο γι’ αυτόν ως έκφραση ευγνωμοσύνης απέναντί του, το οποίο κυκλοφορήθηκε προ ολίγου μόλις καιρού. Βιβλίο που το διαβάζει κανείς στις τριακόσιες και σελίδες του και δεν καταλαβαίνει πώς το τελειώνει. Γιατί σε απορροφά. Γιατί σε κάνει να μετέχεις της χαρισματικής ζωής και της πνευματοφόρας προσωπικότητάς του. Γιατί διαβάζεις ένα σαρκωμένο Ευαγγέλιο. Κι οι φωτογραφίες και οι λοιπές εικόνες που το πλαισιώνουν το καθιστούν πραγματικό εκδοτικό γεγονός. Ευχαριστούμε τον π. Ιάκωβο κι ευχόμαστε ο Κύριος να τον δυναμώνει και να τον χαριτώνει πάντοτε, με τις πρεσβείες του αγίου του πνευματικού μακαριστού Μητροπολίτη Ιερεμίου. Είθε όλοι να έχουμε τις ευχές του τώρα που βρίσκεται στην αγκαλιά του αγαπημένου του Κυρίου.     

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ

 

 «ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ ΑΥΤΗ!»

«Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης γεννήθηκε σ' ένα χωριό της βόρειας Ρωσίας στις 19 Οκτωβρίου 1829. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι θεοσεβείς αλλά πολύ φτωχοί. Παρ' όλο που η υγεία του ήταν πολύ εύθραυστη, από μικρός είχε την ψυχή και τη διάνοιά του επικεντρωμένη στην ορθόδοξη πίστη και στην αγάπη προς την Εκκλησία. Το όνειρό του ήταν να εισέλθει στον Κλήρο, να γίνει ποιμήν ψυχών. Επωφελούμενος μία κρατική υποτροφία, πήγε να σπουδάσει στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης. Τελείωσε τις σπουδές του το 1855 και έγινε θεολόγος.

Ο μεγάλος του πόθος να βοηθήσει τους ξεστρατισμένους χριστιανούς και να συνδράμει τους φτωχούς και εξαθλιωμένους ανθρώπους της εποχής του, τον οδήγησε στην Κροστάνδη, όπου έγινε εφημέριος στην εκκλησία του αγίου Ανδρέα. Αλλά δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτό το έργο. Ανέπτυξε εξαιρετικά μεγάλο κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Ρωσία. Από παντού ζητούσαν να τον συναντήσουν, ν' ακούσουν τα θεία λόγια του, ν' απολαύσουν τα χαρίσματά του, να δεχτούν τη βοήθειά του και τα θαύματά του. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας.

Ανάμεσα στις δραστηριότητές του ανήκει και το ογκώδες συγγραφικό έργο που άφησε πίσω του. Ιδιαιτέρως "Η εν Χριστώ ζωή μου"  - μία σειρά από ιερούς λογισμούς και προσευχές που κατέγραψε στο πνευματικό του Ημερολόγιο - αγαπήθηκε και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (και στην ελληνική), και μάλιστα η αγγλική μετάφραση του Γουλιάεφ, το 1987, προκάλεσε ξεχωριστή αίσθηση, ώστε να γραφούν πολλές θετικές κρίσεις στον αγγλικό, τον αμερικάνικο και τον αυστραλέζικο τύπο.

Την 8η Ιουνίου 1990 (82 χρόνια μετά την οσιακή κοίμησή του την οποία προέβλεψε: 20 Δεκεμβρίου 1908), η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, θεωρώντας τη ζωή του προφητική, λόγω της ενάρετης ζωής του με την οποία ήταν τύπος των πιστών, λόγω της πλήρους ζήλου και θυσιών υπηρεσίας του στον Θεό και στην Εκκλησία, λόγω της μεγάλης του αγάπης στον πλησίον με την οποία σαν τον καλό Σαμαρείτη δίδασκε στο ποίμνιό του την ευσπλαχνία προς τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους, λόγω τέλος των θαυμάτων που έκανε, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατο μέχρι σήμερα» (Στοιχεία για τη ζωή του από: Ορθόδοξος Συναξαριστής και από το βιβλίο «Η εν Χριστώ ζωή μου», εκδ. Παπαδημητρίου).

Είναι γνωστό ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, (όπως σημειώνει ο ίδιος στις Γραφές του μέσα στο γνωστό βιβλίο του οσίου Σωφρονίου του Έσσεξ γι’ αυτόν), αναφέρεται στον μεγάλο νεώτερο άγιο της Ρωσικής Εκκλησίας Ιωάννη της Κροστάνδης (1829-1908) και τονίζει την καταλυτική επίδραση που είχε στη νεανική ζωή του η προσευχή του αγίου, τόσο που ένιωθε για αρκετό καιρό «τις φλόγες της» να τον σκεπάζουν. Εξίσου ο όσιος Σωφρόνιος στις ομιλίες του στο μοναστήρι του Έσσεξ που είχε ιδρύσει,  συχνά αναφερόταν στην αγιότητα βίου του στάρετς Ιωάννη, για να τονίσει μάλιστα το μέγεθος της ασκητικής του ζωής, της εγκράτειας και της νηστείας του, την ετοιμότητα της υπακοής του στα κελεύσματα της Εκκλησίας αλλά και της ίδιας της αγίας μητέρας του, καθώς και τη διαρκή κοινωνία διά της προσευχής που είχε με τον Θεό, έστω κι αν περιστοιχιζόταν από πλήθος ανθρώπων καθημερινά.

Μία από τις πάμπολλες συμβουλές του αγίου Ιωάννη που λειτουργεί ως κατευθυντήρια γραμμή αγιασμού των ανθρώπων είναι και το παρακάτω απόσπασμα.

«Να περνάς τη ζωή σου εδώ έτσι, ώστε κάθε στιγμή να είσαι έτοιμος να την αφήσεις. Ποτέ σου να μην επιτρέψεις οι απολαύσεις να σε κάνουν να ξεχάσεις τον εαυτό σου και τον Θεό. Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα του Θεού, δώρα που δεν σου αξίζουν. Αμαρτία είναι όταν δεν απολαμβάνουμε σωστά αυτό το δώρο, όπως είναι και αμαρτία να ξεχνάμε ότι όλα όσα έχουμε στη ζωή μας είναι δώρα του Θεού».

Η ετοιμότητα να αφήσει κανείς οποιαδήποτε στιγμή τη ζωή αυτή δεν στηρίζεται προφανώς, κατά τον άγιο, σε μία τυχοδιωκτική αντίληψη της ζωής, σύμφωνα με την οποία κινείται κανείς «στα κουτουρού» εκμεταλλευόμενος οτιδήποτε προκύψει στη ζωή του – αντίληψη που φανερώνει ότι έχει διαγράψει κανείς τον Θεό από τη συνείδησή του∙ αλλά και ούτε σε μία καταθλιπτικού τύπου θεώρηση, όπου η μελαγχολία τείνει να ρουφήξει κάθε ικμάδα ζωής μη αφήνοντας περιθώριο ελπίδας για οτιδήποτε θετικό – μολονότι ο άγιος στη νεότητά του πέρασε και από αυτό το στάδιο, το οποίο όμως με τη χάρη του Θεού και τη δική του προσπάθεια ξεπέρασε. Η ετοιμότητα «φυγής» για την οποία μιλάει στηρίζεται στη βαθιά πίστη στον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό, ο Οποίος προσδιορίζει τα πάντα, τα επίγεια και τα επουράνια ως Κύριος της ζωής και του θανάτου, συνεπώς αποκαλύπτει  (η ετοιμότητα) ότι το κέντρο βάρους για τον εν επιγνώσει χριστιανό είναι ο Χριστός και όχι ο κόσμος αυτός μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Διότι αφενός ο χριστιανός του ύψους αυτού αισθάνεται ως μέλος Χριστού, ενταγμένος μέσα στο άγιο Σώμα Του και ενδεδυμένος Εκείνον, αφετέρου «βλέπει» με τους οφθαλμούς της ψυχής ότι «παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» και ο ίδιος «οὐκ ἔχει μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητεῖ». Αυτό μας έφερε η αποκάλυψη του Ιησού Χριστού: να μπορούμε να βλέπουμε τα ουσιώδη της ζωής, τα οποία όμως δεν είναι τα βλεπόμενα υλικά αλλά τα μη βλεπόμενα, κατά τον απόστολο Παύλο – τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, ενώ τα μη βλεπόμενα, δηλαδή η χάρη του Θεού, είναι αιώνια. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Ιωάννης: ζει διαρκώς τον Θεό και η έγνοια του είναι «μη ξεχάσει κανείς τον εαυτό του και τον Θεό» - λήθη Θεού ίσον λήθη εαυτού∙ μια βαθιά θεολογική και ανθρωπολογική παρατήρησή του.

Πρόκειται γι’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε: «γίνεσθε ἕτοιμοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται»∙ γι’ αυτό που μας έκανε να δούμε μέσα από την παραβολή των δέκα παρθένων: «ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός»∙ όπως επίσης ακριβώς γι’ αυτό που κάνει τον απόστολο να λέει «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» - τελικά δηλαδή άγιος είναι ο πιστός που φτάνει στο σημείο «να επιθυμεί κάθε ώρα τον θάνατο» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος), γιατί ζει την αληθινή ζωή που είναι ο Χριστός: «ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Οπότε κατανοεί κανείς τον λόγο του αγίου Ιωάννη ως συνέχεια του ευαγγελικού και αποστολικού και πατερικού λόγου, ο οποίος όμως εκφράζεται κι απ’ αυτόν μ’ έναν τέτοιο τρόπο που καταλαβαίνεις ότι συνιστά και δικό του βίωμα. Κι είναι αλήθεια: ο άγιος της Κροστάνδης αυτό που έλεγε και κήρυσσε το πρόσφερε ως «σάρκα και αίμα» του, γιατί πρώτα το είχε ζήσει και αγωνιζόταν διαρκώς να το ζει, ώστε ο πιστός λαός της εποχής του να το αφομοιώνει ως δική του τροφή, ως δύναμη άνωθεν προερχομένη – «ἐκήρυσσε ὡς ἐξουσίαν ἔχων».

Μη νομίσει όμως κανείς ότι ο άγιος έφτανε στο σημείο μηδενισμού των αγαθών της εδώ ζωής. Μπορεί όλος ο προσανατολισμός του να ήταν στον Χριστό και στο «ἄνω φρονεῖν», μα ακριβώς γι’ αυτό είχε τον φωτισμό να βλέπει την παρουσία του Θεού σε κάθετι από τη Δημιουργία, συνεπώς να το εκλαμβάνει και να το απολαμβάνει ως δωρεά Εκείνου. «Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα του Θεού». Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι τα αγαθά της ζωής αυτής που τα θεωρούσε δώρα Θεού τον οδηγούσαν αφενός να δοξολογεί τον Δωρεοδότη, αφετέρου να θέλει να τα αντιπροσφέρει στον κάθε συνάνθρωπό του. Η ίδια η ζωή του, απαρχής μέχρι τέλους, αποτελεί έναν υπομνηματισμό αυτής της πραγματικότητας: «άπειρα» χρήματα και δωρεές ανθρώπων περνούσαν από τα χέρια του. Για να γίνουν όμως καλύμματα αγάπης για κάθε πονεμένο και αναγκεμένο, όπως και δοξολογικές κραυγές όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τους ανθρώπους που δέχονταν τις προσφορές. Και το ακόμη σημαντικότερο: οι δωρεές αυτές του Θεού τον οδηγούσαν – και σ’ αυτό καλούσε και τους πιστούς – σε βάθος ταπείνωσης, γιατί έβλεπε ότι ο Θεός προσφέρει χωρίς εμείς να είμαστε άξιοι της προσφοράς Του. «Δώρα που δεν σου αξίζουν». Κι ίσως, ακολουθώντας και την αίσθηση του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος αλλά και άλλων Πατέρων, αυτό να είναι το όριο της αληθινής ταπείνωσης: να γεύεται κανείς τις δωρεές του Θεού και όχι μόνο να μην υπερηφανεύεται, αλλά να οδηγείται σε μεγαλύτερη αίσθηση αναξιότητας!

Ο λόγος όμως του αγίου, ο φαινομενικά τόσο απλός, συνεχίζει να λειτουργεί ως έκπληξη. Γιατί τι λέει στη συνέχεια; Ότι η μη αποδοχή των δώρων του Θεού – και τι δεν είναι δώρο Θεού σ’ αυτήν τη ζωή; Το μόνο δικό μας είναι... οι αμαρτίες μας και το μηδέν μας! – ακριβώς με την έννοια του δώρου, συνεπώς ως κάτι που δεν το αξίζουμε και δεν το απαιτούμε, ταυτίζεται με την ίδια την αμαρτία. Αυτό κι αν είναι ο ορισμός πράγματι της θεολογικής ορθής σκέψης και του πνευματικού ανθρώπου: αμαρτία δεν είναι να ξεφεύγω από κάποιους κανόνες ηθικής πνευματικής ζωής – η κατανόηση μιας επιφανειακής αντίληψης της αμαρτίας – αλλά να μην μπορώ να δω ότι όλη η ζωή και κάθε τι που αυτή μου προσφέρει έχουν πηγή την αγάπη του Θεού: «είναι δώρα Του»∙ και περαιτέρω: να μην μπορώ να απολαύσω τη ζωή ως δώρο του Πατέρα. Ο Θεός δηλαδή δεν επέτρεψε να βρεθούμε στον κόσμο για να ταλαιπωρούμαστε – αυτό είναι δικό μας «κατόρθωμα» λόγω της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας που κάνει πέρα τον Θεό μας – αλλά για να χαιρόμαστε και να απολαμβάνουμε τη ζωή μας. Σωστά όμως! Που θα πει με ανοικτά τα μάτια για να την βλέπουμε σε σχέση με Εκείνον και εν υπακοή προς Αυτόν, συνεπώς να λειτουργεί ως δοξολογία και ευχαριστία απέναντί Του. Για τον άγιο Ιωάννη με άλλα λόγια το «Δόξα Σοι ὁ Θεός» αποτελεί την επωδό για κάθε διάσταση της ζωής ενός πιστού. Και σε προχωρημένα στάδια∙ και γι’ αυτήν τη διάσταση του Πάθους και των δοκιμασιών. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Να ζούμε διαρκώς την παρουσία του Χριστού σε κάθε βήμα της ζωής μας∙ να είμαστε ευγνώμονες απέναντί Του για την ύπαρξή μας και για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας∙ να είμαστε προσανατολισμένοι στην αληθινή πατρίδα, συνεπώς με ετοιμότητα φυγής από το εδώ προς το εκεί: η συνοπτική προτροπή του αγίου Ιωάννη, ο οποίος επειδή ζούσε, καθώς είπαμε, αυτά που έλεγε παρουσιαζόταν εν χάριτι με το αληθινό του πρόσωπο: ως ένας άλλος Χριστό στον κόσμο.

(Και παρενθετικά ας προσθέσουμε κι ένα άλλο απόσπασμά του που έρχεται να ρίξει περισσότερο φως στον σχολιασθέντα λόγο του: «Γιατί να κοιτάζουμε το μέλλον; «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6:34). Ας παραδοθούμε σαν παιδιά στον Ουράνιο Πατέρα μας. «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε» (Α´ Κορ. 10:13). Με τις υποψίες βασανίζεις μόνο τον εαυτό σου και δεν εξυπηρετείς τον σκοπό που έταξες. Βλάπτεις ακόμη και τον εαυτό σου με το να φαντάζεσαι εκ των προτέρων ότι υπάρχει κακό εκεί όπου πιθανόν δεν υπάρχει τίποτε. Εφόσον εμείς δεν κάνουμε κακό σε κανένα, ας μας κάνουν οι άλλοι, αν το επιτρέπει αυτό ο Θεός»).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των Αποστόλων, δεύτερος μετά τον Εύοδο επίσκοπος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, μαθητής του Ιωάννου του Θεολόγου μαζί με τον επίσκοπο της Εκκλησίας των Σμυρναίων Πολύκαρπο. Οδηγήθηκε στον βασιλιά Τραϊανό, όταν αυτός διάβαινε προς τους Πάρθους. Κι αφού ο βασιλιάς συζήτησε επ’ αρκετόν μαζί του και διεπίστωσε το αμετάθετο της πίστεώς του στον Χριστό, αμέσως έδωσε εντολή να τον κτυπήσουν με μολύβδινες σφαίρες. Κι αφού του άπλωσαν τα χέρια, του έβαλαν φωτιά. Του έφλεξαν στη συνέχεια τις πλευρές με αναμμένα ξύλα βουτηγμένα στο λάδι, τον έβαλαν να σταθεί πάνω σε άνθρακες, του χάραξαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Επειδή όμως υπερίσχυσε σε όλα αυτά, στάλθηκε δεμένος με συνοδεία δέκα στρατιωτών στη Ρώμη, για να γίνει τροφή των θηρίων. Αφού οδηγήθηκε στη Ρώμη και στήριξε κατά την πορεία του τις Εκκλησίες των πόλεων από τις οποίες  διερχόταν, προσευχήθηκε να φαγωθεί από τα θηρία, ώστε, όπως έλεγε, να γίνω καθαρός άρτος στον Θεό. Γι’ αυτό, όταν ρίχτηκε στο αμφιθέατρο, κατασπαράχθηκε από τα λιοντάρια που τα άφησαν να επιπέσουν εναντίον του, αφήνοντας από αυτόν μόνον τα παχύτερα από τα οστά του, τα οποία μαζεύτηκαν και μεταφέρθηκαν στην Αντιόχεια. Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν ο μακάριος εκείνος, τον οποίο, όταν ακόμη ήταν νήπιο, λένε ότι τον αγκάλιασε ο Δεσπότης Χριστός και είπε: Εάν κανείς δεν ταπεινώσει τον εαυτό του σαν το παιδί αυτό, δεν πρόκειται να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Και όποιος δεχθεί ένα από τα παιδιά αυτά στο όνομά μου, εμένα δέχεται. Για τον λόγο αυτό κλήθηκε και Θεοφόρος. Αυτόν τίμησε με εγκώμια και ο άγιος πατέρας μας Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία».

Δεν θα σταθούμε στις όντως εκ φωτός Θεού ποιητικές συλλήψεις του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Ανδρέου Κρήτης για τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Δεν θα επιμείνουμε δηλαδή στη σύνδεση που επιχειρεί να κάνει μεταξύ Χριστουγέννων και εορτής του αγίου («η φωτοφόρος ημέρα των λαμπρών αγώνων σου προκηρύσσει σε όλους αυτόν που γεννήθηκε από Παρθένο. Διότι διψώντας να απολαύσεις πάρα πολύ τον Κύριο από πόθο, έσπευσες να φαγωθείς από τα θηρία»), ούτε στον παραλληλισμό που επιχειρεί μεταξύ αυτού και του πατριάρχη Αβραάμ, θέλοντας να τονίσει το μέγεθος της θυσίας του και βρίσκοντας και πάλι ευκαιρία να αναφερθεί στο γεγονός της Γέννησης του Χριστού («Ο Αβραάμ κάποτε θυσίαζε τον υιό του Ισαάκ, προτυπώνοντας έτσι τη σφαγή Αυτού που κατέχει τα πάντα και σπεύδει τώρα να γεννηθεί σε σπήλαιο∙ κι εσύ, θεόφρον, πρόσφερες όλον τον εαυτό σου σαν σφάγιο στον Κτίστη σου»). Ούτε όμως ακόμη θα αναφερθούμε στη σπουδαία αφαιρετικής μορφής έμπνευσή του, να δει αφενός ως δημίους του αγίου  τα σιαγόνια των λιονταριών, αφετέρου ως τάφο του τα σπλάχνα και τα στομάχια εκείνων: «Τα δόντια των θηρίων, λέγει, ας γίνουν για μένα ξίφη και ρομφαίες και σφαγές, ενώ τάφος μου ας είναι τα σπλάχνα των λιονταριών».

Εκείνο που κυρίως αξίζει να τονίσει κανείς περισσότερο από την κατά Χριστόν πολιτεία του αγίου Ιγνατίου είναι ό,τι ο άγιος Ανδρέας Κρήτης σημειώνει, θέλοντας να δείξει τη διπλή διάσταση του έργου του και συνεπώς την προσφορά του στην Εκκλησία: το μαρτύριο και την ποιμαντική του. «Ας υμνηθεί ο Ιγνάτιος, ο μέγας Ιερέας, με διπλό στεφάνι: ως μάρτυρας και ως Ποιμένας». Γιατί η επικέντρωση κυρίως στο μαρτύριο και την ποιμαντική του; Διότι αφενός ήταν εκείνος ο αποστολικός πατέρας που θεολόγησε περί του μαρτυρίου, ως γεγονότος που αποτελεί απάντηση αγάπης και έρωτος στην αγάπη και τον έρωτα του ίδιου του εν Χριστώ Θεού μας, όπως μαρτυρεί ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Πρώτα μας αγάπησε ο Χριστός, Αυτός πρώτα θυσιάστηκε για εμάς, και εμείς έπειτα με τη δύναμη Εκείνου μπορούμε και Τον αγαπάμε, κι ακόμη και  θυσιαζόμαστε για Εκείνον.

Ο τονισμός της αγάπης προς τον Χριστό ως θερμού έρωτα προς Εκείνον αποτελεί τον πυρήνα της εν Χριστώ ύπαρξης του αγίου Ιγνατίου. Δεν μιλάμε για μία απλή στροφή του νου και της καρδιάς προς Εκείνον. Δεν μιλάμε για μία συμπάθεια. Τέτοιες καταστάσεις θεωρούνται τα πρώτα σκαλοπάτια, που υποβαθμίζουν πολύ  αυτό που ένιωθε ο άγιος Ιγνάτιος. Η αγάπη του προς τον Χριστό, κυριολεκτικά φωτιά πυρακτωμένη στο έπακρον,  μπορεί να παραλληλισθεί μόνον με τα ανάλογα αισθήματα και τις πνευματικές εμπειρίες των αποστόλων Ιωάννου και Παύλου.  Δεν είναι τυχαίο ότι τον χαρακτήρισαν συνεχιστή των δύο αυτών μεγάλων αποστόλων, που ζούσαν  σε σχέση ταύτισης με τον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο άγιος υμνογράφος δεν παύει να εξυμνεί, στο μεγαλύτερο τμήμα της ακολουθίας που συνέθεσε,  ακριβώς αυτόν τον θερμό έρωτα του αγίου προς τον Κύριο.

  «Ιερώτατε Ιγνάτιε, συ που πληγώθηκες από την τέλεια αγάπη, όταν ο φλογισμένος έρωτας σού κατέφλεγε την ψυχή, βιάζοντάς σε να πορευτείς, Πάτερ, προς τον Δεσπότη Κύριο»∙ «Φλογισμένος στο πνεύμα πάντοτε, ο ιερομάρτυς Ιγνάτιος, έκραζε με πόθο, μέσα στους κινδύνους: Με χαρά καταδιώκω τον Χριστό, είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό. Δεν ζω πια εγώ, αλλά, λέγει, ζει μέσα μου αποκλειστικά ο Χριστός»∙ «Σπεύδω να γίνω μαθητής του Χριστού. Μόνο τον Χριστό επιθυμώ. Διότι όλος ανήκω σ’ Αυτόν, φώναζες αθλητή. Αυτός είναι η επιδίωξή μου, Αυτόν βιάζομαι να φθάσω. Και γι’ αυτό τη φωτιά και το ξίφος και τα θηρία, όλα τα υπομένω, προκειμένου να συναντηθώ μαζί Του».

Κι εκτός από το μαρτύριο ο άγιος Ανδρέας Κρήτης τονίζει αφετέρου την ποιμαντική του ιερομάρτυρα Ιγνατίου. Ο άγιος Ιγνάτιος υπήρξε ο ποιμένας που ακριβώς θεολόγησε προς χάρη του ποιμνίου του. Και βεβαίως ήταν αληθινός ποιμένας, γιατί αυτό που δίδασκε πρώτα το ζούσε, φτάνοντας στο σημείο και της θυσίας του εαυτού του προς χάρη του Χριστού και των πιστών του. Κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Κι αυτήν τη θυσιαστική αγάπη του την βλέπουμε αποτυπωμένη στις εξαίσιες και Καινοδιαθηκικού ύψους επιστολές του. Με τις επιστολές που άφησε ο άγιος ιερομάρτυρας, καρπός των τελευταίων ημερών του, στην πορεία του προς τη Ρώμη και το μαρτύριό του, καταθέτει την ίδια την ψυχή του και το βάθος της αγάπης του προς τον Χριστό, όπως είπαμε, και τους εν Χριστώ αδελφούς του. Σ’ αυτές βλέπουμε τον αληθινό μέγα ιερέα Ιγνάτιο, να ιερουργεί τον ίδιο τον εαυτό του, προσφέροντάς τον θυσία στον Χριστό. Σαν το σιτάρι που αλεσμένο από τα δόντια των θηρίων και φλογισμένο στη φωτιά της αγάπης κατατίθεται ως καθαρός άρτος ενώπιον του Χριστού. «Είμαι σιτάρι του Δημιουργού Θεού και με τα δόντια των θηρίων πρέπει να αλεστώ οπωσδήποτε, προκειμένου να φανώ στον Λόγο Χριστό, τον Θεό μας, καθαρότατος άρτος».

Δεν είναι όμως οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου μνημείο μόνο της αγάπης του προς τον Χριστό. Μέσα σ’ αυτές περιέχονται και οι απόψεις του που στήριξαν την Εκκλησία σε εποχή που κινδύνευε αυτή από διαφόρους αρνητές της. «Μιμούμενος  τους κινδύνους που πέρασε στα διάφορα μέρη ο Παύλος, Ιγνάτιε, και όντας δέσμιος, δεν σταμάτησες καθόλου να στηρίζεις με πυκνά γράμματα τις Εκκλησίες του Χριστού». «Δεν έπαυσες και δέσμιος ακόμη να στηρίζεις τις Εκκλησίες, στέλνοντας επιστολές, από κάθε πόλη που περνούσες, σε όλους τους ιεράρχες του Χριστού, και λέγοντάς τους να έχουν θάρρος». Ο άγιος Ανδρέας βεβαίως λόγω της φύσεως του έργου του: να εγκωμιάσει τον άγιο Ιγνάτιο, δεν προσδιορίζει, πέραν της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό, και τις άλλες αλήθειες και προτροπές του. Κι αυτά που τόνιζε ο ιερομάρτυς,  πράγματι ήταν στηριγμός που έσωσαν την Εκκλησία από τους κινδύνους των αιρετικών: τη θέση του επισκόπου, ως ορατού κέντρου της Εκκλησίας, την ενότητα επομένως αυτής που υπάρχει από τον επέχοντα θέση Χριστού επίσκοπο, τη συμμετοχή στη μία Θεία Ευχαριστία, την οποία τελεί σε κάθε τόπο ο Επίσκοπος. Η θεολογία του αγίου Ιγνατίου, «η πρώτη σοβαρή μετά τους Αποστόλους θεολογία της Εκκλησίας» όπως έχει ειπωθεί, είναι όντως μεγαλειώδης. Ο άγιος υμνογράφος όμως, όπως είπαμε, γνώστης της θεολογίας αυτής, δεν έχει την «πολυτέλεια» να την προσφέρει ως ύμνο στο πλήρωμα των πιστών. Του αρκεί, και αρκεί και σε εμάς βεβαίως, η θερμότητα που εισπράττουμε από τον Θεοφόρο άγιο, ιερομάρτυρα Ιγνάτιο. (Είναι τυχαίο άραγε ότι και το ίδιο το όνομά του: Ιγνάτιος προέρχεται από το λατινικό ignis, που σημαίνει φωτιά;) Ο έρωτάς του για τον Χριστό άλλωστε ήταν τέτοιος, που επικάλυπτε και επικαλύπτει τα πάντα.

19 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ

«Ο άγιος Βονιφάτιος ήταν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού, δούλος κάποιας γυναίκας συγκλητικής, ονόματι Αγλαΐδος, κόρης του ανθυπάτου της Ρώμης Ακακίου, και είχε παράνομες σχέσεις με την κυρία του. Ήταν μάλιστα μέθυσος, αλλά παράλληλα και ελεήμων και φιλόξενος, με μαλακή καρδιά  στις συμφορές των ανθρώπων και στις ικεσίες τους. Το ίδιο και η κυρία του ήταν ελεήμων και φιλομάρτυς. Κάποια ημέρα λοιπόν η Αγλαΐς είπε στον Βονιφάτιο: Πήγαινε στην Ανατολή, εκεί που μαρτυρούν οι άγιοι, και φέρε λείψανα μαρτύρων, ώστε να τα έχουμε για  βοήθεια και ψυχική σωτηρία. Ο Βονιφάτιος είπε γελώντας: Εάν φέρω το δικό μου λείψανο, θα το δεχτείς; Γέλασε κι αυτή κι αφού τον χαρακτήρισε μέθυσο, έπειτα τον νουθέτησε, του ευχήθηκε και τον έστειλε δίνοντάς του χρήματα. Ο Βονιφάτιος λοιπόν έφυγε μαζί με δώδεκα δούλους και πολύ χρυσάφι για την Κιλικία, εκεί που βασανίζονταν οι άγιοι, βρήκε αγίους άνδρες να αθλούνται στα μαρτύρια της πίστεως και καταφιλούσε τα δεσμά και τις πληγές τους. Παρακινήθηκε κι αυτός και πήγε ενώπιον του ηγεμόνα, ομολογώντας ότι και ο ίδιος είναι χριστιανός. Συνελήφθη αμέσως, οπότε τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω, και του έγδερναν τις σάρκες με σκληρότητα, του έμπηξαν έπειτα μυτερά καλάμια στα νύχια του, του έριξαν λιωμένο μολύβι στο στόμα του και τον έβαλαν με το κεφάλι μέσα σε καζάνι πίσσας που έβραζε. Σε όλα αυτά διέμεινε αβλαβής, ενώ πέθαναν πενήντα άνδρες από τους δημίους. Στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος, αλλά αντί για αίμα έρευσε γάλα, θαύμα που έκανε πενήντα άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν. Εν τω μεταξύ οι δούλοι που είχαν έλθει μαζί του από τη Ρώμη και που δεν είχαν μάθει τι είχε συμβεί, γιατί θεώρησαν ότι κατά τη συνήθειά του άργησε από την καταφυγή του στα καπηλειά και τα μεθύσια, μόλις έμαθαν από τους στρατιώτες τα επί μέρους βασανιστήρια που υπέμεινε μέχρι την τελείωσή του, βρήκαν το λείψανό του. Πρόσπεσαν τότε στον άγιο και ζήτησαν συγνώμη για όσα άσχημα σκέφτηκαν και είπαν γι’ αυτόν, οπότε στη συνέχεια αφού έδωσαν πεντακόσια νομίσματα αγόρασαν το σώμα του και το μετέφεραν στη Ρώμη. Η δε κυρία του Αγλαΐς, αφού της αποκαλύφθηκαν  όλα  από άγγελο Κυρίου, έτρεξε να τον  προϋπαντήσει και να τον υποδεχτεί. Τον τίμησε με λαμπρό τρόπο και τον κήδεψε μεγαλοπρεπώς, πεντακόσια στάδια έξω από την πόλη. Ύστερα  του ανήγειρε ναό στο όνομά του, στο μέσο της πόλεως, στο σπίτι της, και τον μετέφερε εκεί, όπου καθημερινά προχέει πηγές ιαμάτων. Και εκείνη έκτοτε έζησε όσια και θεάρεστα, και με την καλή αυτή πολιτεία της παρέδωσε το πνεύμα εν ειρήνη στον Θεό».

Παράδοξα αυτά που τελεσιουργούνται στη ζωή του αγίου Βονιφατίου.  Μέθυσος αυτός,  λάγνος και πόρνος μεταστρέφεται αιφνιδίως στην πίστη του Χριστού. Κι όχι μόνον αυτό: η μεταστροφή του συνοδεύεται με θαρραλέα ομολογία του Χριστού, τέτοια που τον οδηγεί στο να υποστεί  πάμπολλα μαρτύρια που είναι αδύνατο να υπομείνει ένας άνθρωπος, που μέχρι εκείνη την ώρα κυλιόταν στο βούρκο της φιληδονίας. Κι ακόμη περισσότερο: το μαρτύριό του φανερώνεται ότι γίνεται αμέσως αποδεκτό από τον Κύριο κ α ι  με το γάλα που έρευσε αντί αίματος την ώρα της αποτομής της κεφαλής του κ α ι  με το τίμιο λείψανό του, που έκτοτε πρόχεε «πηγάς ιαμάτων» κατά το συναξάρι του. Πού είναι η συνήθης πορεία των μαρτύρων του Χριστού, που μέχρι να φτάσουν στο μαρτύριο είχαν κατηχηθεί στην πίστη και είχαν ενισχυθεί από εκείνους που θεωρούνταν οι «αλείπτες» τους; Πού είναι η επιφύλαξη όλων εκείνων που δεν επέτρεπαν το μαρτύριο υπέρ Χριστού, αν οι υποψήφιοι μάρτυρες δεν είχαν ετοιμαστεί γι’ αυτό, με πνευματικά αγωνίσματα, με εξομολόγηση, με συμμετοχή στη θεία ευχαριστία, κι αυτό με τον δικαιολογημένο φόβο μήπως καμφθούν μπροστά στα βάσανα; Στο μαρτύριο του αγίου Βονιφατίου έχουμε την ακύρωση όλων των «κανονικών» αυτών  προϋποθέσεων. Έχουμε μία άνωθεν επέμβαση, του ίδιου του Χριστού, που προκαλεί την αλλοίωση της καρδιάς του, ώστε διά μιας να φτάσει στο χαρισματικό σημείο του μαρτυρίου. «Φάνηκες ανώτερος από τα σαρκικά αμαρτωλά φρονήματα, με αλλοίωση που σου προκάλεσε ο Θεός, μάρτυς Βονιφάτιε, και υπέμεινες με χαρά κατά τρόπο μαζεμένο την προσβολή των βασάνων».

Κι όμως! Υπάρχει κάτι στην πρότερη αμαρτωλή ζωή του Βονιφατίου, που προφανώς αυτό υπήρξε η πρόκληση για την πλούσια ενέργεια της χάρης του Θεού: το φιλεύσπλαχνο του χαρακτήρα του. Να σημειώσουμε ακριβώς τα λόγια του συναξαρίου: «Ην δε και μέθυσος, αλλά και ελεήμων, και φιλόξενος και συμφοραίς ανθρώπων και ικεσίαις επικαμπτόμενος». Να το «μυστικό». Να αυτό που «έκαμψε» τον παντοδύναμο Κύριο: η θεοείδειά του λόγω της ελεήμονος καρδίας του. Το συμπέρασμα είναι προφανές: άνθρωπος ελεήμων, ακόμη και βουτηγμένος σε όλα τα σαρκικά πάθη κι αν είναι, δεν πρόκειται να χαθεί. Η χάρη του Θεού θα τον καλέσει, την ώρα που εκείνη θα κρίνει. Μέσα σε τέτοιον άνθρωπο λειτουργεί ο Θεός, έστω κι αν όλα εξωτερικά φαντάζουν ανάποδα και αμαρτωλά. Και το ξέρουμε και από άλλα ανάλογα περιστατικά της ζωή των αγίων μας. Η Ταϊσία η πόρνη για παράδειγμα. Βουτηγμένη και αυτή στα πάθη της ατιμίας. Κι όμως ελεήμων και φιλεύσπλαγχνος. Γι’ αυτό  κυνηγημένη από τη χάρη του Θεού. Γι’   αυτό αργότερα μετανοημένη και αγία και θαυματουργός. Ποιος μπορεί έτσι να βγάλει κρίσεις για τους συνανθρώπους του; Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να καυχηθεί για τη δική του ηθική ζωή; Και βεβαίως καταλαβαίνουμε έτσι ότι αν η ελεήμων καρδία, έστω και με το περίβλημα της σαρκολατρείας, φέρνει τόση χάρη από τον Θεό σε δεδομένη στιγμή, πόσο περισσότερη θα φέρει όταν είναι συνδυασμένη και με καλή και ενάρετη ζωή;

Δεν μπορούμε όμως να μη σημειώσουμε και το αυτονόητο: ο άγιος Βονιφάτιος βεβαίως οδηγήθηκε στο ύψος του μαρτυρίου και της αγιότητος λόγω της καλής καρδιάς του, όμως η αγάπη προς τον Θεό πυροδοτήθηκε, όταν είδε μπροστά του τα μαρτύρια των άλλων αγίων. Εκεί, στην έμπρακτη πίστη, τη μέχρι θυσίας, είδε την αλήθεια του Θεού και της χριστιανικής πίστεως. Και ζήλεψε τους μάρτυρες. Κι αυτό μεταξύ άλλων επισημαίνει και ο υμνογράφος: «Ζήλεψες με πρόθυμο λογισμό τους αγώνες των γενναίων αθλητών, ιερέ Βονιφάτιε, και άθλησες με σταθερότητα και νέκρωσες το φίδι με τους ζωηφόρους αγώνες σου».

Ο υμνογράφος του αγίου δεν μπορεί να μη θυμηθεί ότι ο Βονιφάτιος εορτάζεται λίγες ημέρες πριν από τα άγια Χριστούγεννα. Και ψάχνει και βρίσκει αφορμή να συνδέσει την εορτή του με το υπερφυές γεγονός της Γέννησης του Κυρίου. Και τη βρίσκει: από τη Δύση ορμήθηκε να πάει στην Ανατολή για να βρει λείψανα μαρτύρων. Σαν να ήταν η Ανατολή ένα αστέρι, που τον καθοδήγησε προς τον γεννηθέντα Χριστό. Όπως λοιπόν και οι εκ Περσίδος μάγοι καθοδηγήθηκαν από το αστέρι για να φτάσουν στον Χριστό, έτσι κι αυτός. Βρίσκει μάλιστα και την αντιστοιχία των δώρων. Χρυσό και λιβάνι και σμύρνα προσέφεραν οι μάγοι∙ πίστη, ελπίδα και αγάπη προσφέρει εκείνος, κι ακόμη περισσότερο: τον ίδιο του τον εαυτό -  το πιο καθαρό και άμωμο δώρο. «Όπως ο αστέρας της Ανατολής οδήγησε τους εκ Περσίας μάγους να προσκυνήσουν τον Χριστό που ευδόκησε να γεννηθεί σε σπήλαιο, και να Του προσφέρουν δώρα, λιβάνι και σμύρνα και χρυσάφι, έτσι και σένα, θείο κάλεσμα σε έφερε από Δυσμάς να προσκυνήσεις τον Χριστό και να Του προσφέρεις την Πίστη, την Αγάπη και την Ελπίδα. Γι’ αυτό πρόσφερες στον Χριστό σαν άμωμο και καθαρό δώρο ολόκληρο τον εαυτό σου». Πράγματι, σημαντικότερο δώρο στον Χριστό για την ευλογία του ερχομού Του στον κόσμο από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού, και μάλιστα την εν μετανοία κατάθεση των αμαρτιών μας, δεν υπάρχει.

18 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος Σεβαστιανός, που καταγόταν από την πόλη των Μεδιολάνων, ήταν ένας από τη βουλή της συγκλήτου επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού και οδηγούσε πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος που ήταν αδέλφια, αφού υπέμειναν πολυχρόνια φυλάκιση και υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια, δόθηκε εντολή να αποκοπούν τα κεφάλια τους. Ο πατέρας τους Τραγκυλίνος, που ήταν ειδωλολάτρης, και η Μαρκία η μητέρα τους, λίγο έλειψε να τους εμποδίσουν από το να πάθουν υπέρ Χριστού με τους θρήνους και τους οδυρμούς τους. Κι ίσως να είχε συμβεί αυτό, αν δεν επενέβαινε ο αοίδιμος Σεβαστιανός, ο οποίος με θάρρος όχι μόνο τους στερέωσε στην πίστη, αλλά και τον πατέρα τους Τραγκυλίνο τον τράβηξε στην πίστη του Χριστού. Και με τη σειρά του ο Τραγκυλίνος κατήχησε τον έπαρχο που πίστεψε.

Αμέσως λοιπόν ο έπαρχος κάλεσε τον ενδοξότατο και μακάριο Σεβαστιανό, όπως και τον πρεσβύτερο Πολύκαρπο, και αξίωσε να τύχει σωτηρίας και να απαλλαγεί από την αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Πράγματι, απαλλάχτηκε από αυτήν, όταν πίστεψε στον Χριστό ολόψυχα, συνέτριψε τα είδωλα που είχε στο σπίτι του και βαπτίστηκε. Ο δε μακάριος Γάιος που ήταν επίσκοπος, τον μεν Μαρκελλίνο και τον Μάρκο, τα αδέλφια, τους συγκατέλεξε στο τάγμα των Διακόνων, τον δε πατέρα τους, στο τάγμα των πρεσβυτέρων, ενώ τον μακάριο Σεβαστιανό τον κατέστησε νομικό σύμβουλο της Εκκλησίας. Όταν  ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών, ο Νικόστρατος, ο Κλαύδιος, ο Κάστωρ, ο Τιβούρτιος, ο Κάστουλος και η Ζωή, συνελήφθησαν μαζί με αυτούς, κι αφού βασανίστηκαν με διαφόρους τρόπους, δέχτηκαν το τέλος της ζωής. Ο δε άγιος Σεβαστιανός, που κλήθηκε από τον Διοκλητιανό και ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό μετά από τις ερωτήσεις εκείνου, καταπληγώθηκε, όπως ήταν φυσικό,  από πυκνά βέλη που του έριξαν, συντρίφτηκε το σώμα του με ρόπαλα, και αφού τον έκοψαν σε κομμάτια, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

Ο άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ μάρτυρες ανήκουν σε εκείνη τη χορεία των αγίων μαρτύρων, που έγραψε τις χρυσές σελίδες των μαρτυρικών χρόνων της πρώτης Εκκλησίας. Η προσοχή μας εστιάζεται  πρώτιστα όμως στον άγιο Σεβαστιανό, γιατί, κατά τον υμνογράφο του ιερό Ιωσήφ, αποτελεί «τον πιο λαμπρό ήλιο  ανάμεσα στα άλλα αστέρια», τους μάρτυρες δηλαδή που συνήθλησαν μαζί του. Τι προβάλλει ιδιαιτέρως ο άγιος υμνογράφος για τον άγιο; Το «αταπείνωτον» αφενός του χαρακτήρα του και την «αναμόχλευσιν» αφετέρου που προκαλούσε στους εχθρούς της πίστεως∙ που σημαίνει: την αγιότητα της λαμπρής ζωής του ως αταπείνωτος (άκαμπτος, ανυποχώρητος) απέναντι στα βάσανα που υπέστη λόγω της σταθερότητας της πίστης του («Με τη σταθερότητα του νου σου, σεβασμιώτατε, έμεινες άκαμπτος και όρθιος, όταν σε κτυπούσαν σκληρά με τα ραβδιά και όταν σε κατακεντούσαν με τα πολλά βέλη»)∙ και έπειτα  την ταραχή που προκαλούσε στους εκπροσώπους της πλάνης, που δεν άντεχαν τα πάνσοφα λόγια του, τα γεμάτα θείο φωτισμό («Με τις στέρεες αναταράξεις των λόγων σου, που γίνονταν κατά πάνσοφο τρόπο, ανατάραξες την πλάνη»).

Μορφωμένος ο άγιος Σεβαστιανός και κάτοχος υψηλής θέσεως ως συγκλητικός, αξιοποίησε κατά τρόπο θεάρεστο τη θέση και τη μόρφωσή του: μάζεψε γύρω του ανθρώπους, «στρατόν σεπτόν», κατά τον ύμνο της ακολουθίας του, που τους κατηχούσε και τους καθοδηγούσε στην ευσέβεια της πίστεως. «Δημιούργησες κοντά σου ιερό στρατό, μάρτυς αήττητε, που ήταν οχυρωμένος με τα όπλα της θείας πίστεως».   Θυμίζει τον ίδιας περίπου εποχής άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, ο οποίος και εκείνος εκμεταλλευόμενος τη σπουδαία θέση του στο στράτευμα, γινόταν πόλος έλξης για να φέρει σε επαφή τους καλοπροαίρετους ανθρώπους με τον Σωτήρα Χριστό. Και γίνεται και ο Σεβαστιανός διαχρονικό παράδειγμα διδάσκοντας και εμάς ως προς το συγκεκριμένο σημείο: εκεί που βρισκόμαστε, στο όποιο πόστο που μας έχει τάξει ο Κύριος, ιδίως όμως μέσα στην οικογένειά μας και στον άμεσο κοινωνικό μας περίγυρο, να γινόμαστε δείκτες πορείας των συνανθρώπων μας φανερώνοντας τον Ιησού Χριστό. Πώς; Με τα λόγια μας όταν όμως αυτά αποτελούν απαύγασμα του αγιασμένου βίου μας. «Έχοντας τον λόγο σου να αστράφτει μαζί με τον άγιο βίο σου, τράβηξες κατά τρόπο ιερό πλήθος πιστών προς την αληθινή πίστη». Τα λόγια μας δηλαδή όταν συνδυάζονται με την αγία ζωή μας γίνονται ο μεγαλύτερος μαγνήτης που τραβάει τους ανθρώπους στον Χριστό. Κι αυτό συνιστά ταυτοχρόνως και τον έλεγχό μας: αν τόσοι άνθρωποι σήμερα έχουν απομακρυνθεί από την πίστη του Χριστού, στο μεγαλύτερο ποσοστό η ευθύνη υπάρχει σε εμάς τους θεωρουμένους χριστιανούς. Αν ήμασταν πιο συνεπείς στην πίστη μας, η ίδια η ζωή μας θα τους έπειθε και θα τους έκανε να βρίσκουν πιο εύκολα τον δρόμο για τον Θεό μας.

Ο άγιος Σεβαστιανός βρήκε το «μυστικό» της συνέπειας λόγων και έργων και κατ’ επέκταση της δράσεώς του ως ιεραποστόλου: να στηρίξει τις βάσεις της καρδιάς του στη νοητή πέτρα που είναι ο Χριστός. Να αγαπήσει πάνω από όλα δηλαδή Εκείνον, δείχνοντας ότι ο Χριστός είναι η προτεραιότητα της ζωής του κατά τον δικό Του λόγο: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού». Το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «Στήριξες σε νοητή πέτρα, τον Χριστό δηλαδή, τις βάσεις της καρδιάς σου, με φρόνημα ευσεβές, μάρτυς πολύαθλε, γι’ αυτό και δεν παρεξέκλινες  από ό,τι μηχανεύτηκε εναντίον σου ο δόλιος δράκων ο διάβολος. Αντίθετα, έγινες με τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού στήριγμα της αληθινής πίστεως για όλους».

17 Δεκεμβρίου 2025

ΚΑΡΔΙΑ ΕΛΕΗΜΩΝ

«Τί ἐστι καρδία ἐλεήμων;

«Καρδία ἐλεήμων ἐστὶ καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεωρίας ῥέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα. Καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καὶ σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης καὶ συνεχούσης τὴν καρδίαν καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ καὶ οὐ δύναται βαστάσαι ἢ ἀκοῦσαι ἢ ἰδεῖν βλάβην τινὰ ἢ λύπην μικρὰν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Διὰ τούτο ὑπὲρ τῶν ἀλόγων καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτῶν ἐν πάσῃ ὥρᾳ εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει τοῦ φυλαχθῆναι αὐτοὺς καὶ ἱλασθῆναι αὐτούς. Ὁμοίως καὶ ὑπὲρ φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως κατὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ» (Οσίου Ισαάκ του Σύρου, λόγος ξβ΄).

 (Και τι εστί καρδία ελεήμων; Και είπε: να καίγεται η καρδιά σου για όλη την κτίση, για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και τα ζώα και τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και στη θύμησή τους και στη θέα τους να ρέουν δάκρυα απ’ την πολλή και σφοδρή αίσθηση ελέους που συνέχει την καρδιά. Και από την πολλή επιείκεια μικραίνει τόσο η αντοχή της καρδιάς που δεν μπορεί να βαστάξει στο άκουσμα ή στο θέαμα και της παραμικρής βλάβης ή λύπης που γίνεται στην κτίση. Και γι’  αυτό και υπέρ των αλόγων και υπέρ των εχθρών της αληθείας και υπέρ αυτών που τον βλάπτουν προσφέρει συνεχή προσευχή και δάκρυα, για να τους προστατεύει ο Θεός και να τους ελεήσει και από το τόσο ισχυρό αίσθημα ελέους που κινείται στην καρδιά σου να φτάνεις να δέεσαι χωρίς δισταγμό υπέρ της τάξης των ερπετών προσεγγίζοντας το άμετρο έλεος του Θεού) (Μετάφραση Γιώργος Πινακούλας, Δημήτρης Κουτσούγερας).

Συχνά οι άγιοί μας σημειώνουν, εκφράζοντας την εμπειρία τους, ότι η ζωντανή πίστη στον Χριστό, εκείνη που δεν μένει σε μία θεωρία ή στα λόγια, αλλά κινητοποιεί όλη την ύπαρξη, ψυχή και σώμα, ώστε να βαδίζει κατά τον τρόπο του Χριστού – μόνον έτσι υφίσταται αληθινή πίστη άλλωστε – κάνει τον άνθρωπο αληθινό ποιητή. Είναι τέτοια δηλαδή η χάρη που ζει από την ενοίκηση του Κυρίου στην ύπαρξή του ώστε ο πεζός λόγος δεν επαρκεί για την έκφραση των εμπειριών του, συχνά δε η υπερβολή της χάρης καθιστά αδύνατη τη γλώσσα να εκφράσει το παραμικρό. Κι όταν μετριάζεται λίγο η μεγάλη χάρη και ο άνθρωπος μπορεί να «λειτουργήσει» ξανά ως άνθρωπος στο πλαίσιο του κόσμου τούτου, αυτό που θα πει δεν μπορεί να είναι ξερός λόγος αλλά κυριολεκτικά ποίημα. Το συναντάμε τόσες φορές και στην Αγία Γραφή, αλλά και στην Πατερική Γραμματεία.

Και να, το παραπάνω απόσπασμα λόγου του μεγάλου οσίου αββά Ισαάκ του Σύρου, έρχεται προς επίρρωση ακριβώς της αλήθειας αυτής. Ποιος θα διαβάσει το κείμενο με επίγνωση και δεν θα αντιληφθεί ότι πρόκειται κατά αλήθειαν για ποιητικό λόγο; Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη πολλοί το καταγράφουν ως ποίημα, ακολουθώντας τον εσωτερικό του ρυθμό, το αποδίδουν στη νεοελληνική  δε εξίσου με ποιητικό τρόπο, γιατί πώς αλλιώς να αποδώσεις λόγο που υπέρκειται των συνήθων μέτρων της ανθρώπινης οριζόντιας ζωής; Και τι λέει ο μεγάλος νηπτικός Πατέρας, τον οποίο υπεραγαπούσαν όλοι οι άγιοί μας, ιδίως δε από τους νεωτέρους ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης και ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης;

Σχολιάζει την ελεήμονα καρδία που ζητεί ο Κύριος Ιησούς Χριστός προκειμένου να μπορεί να δεχτεί αυτή το έλεος του Κυρίου – «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». Καλύτερα: περιγράφει τα δηλωτικά στοιχεία της καρδιάς (του κέντρου του εσωτερικού του κόσμου δηλαδή, που αλλιώς λέγεται νους) του πιστού ανθρώπου που ήδη έχει ελεηθεί από τον Κύριο, του ανθρώπου δηλαδή που εκζητώντας διακαώς και διαπύρως το έλεος Εκείνου κινείται και ο ίδιος προς έλεος των συνανθρώπων του και σύμπασας της κτίσης. Διότι «συνεργοί Θεού εσμεν» κατά τον απόστολο, που σημαίνει ότι δεν μπορείς να εκζητείς και να εκλιπαρείς το έλεος και την αγάπη του Θεού, αν κι εσύ αντιστοίχως δεν βρίσκεσαι στο ίδιο μήκος κύματος μ’ Εκείνον, αν δεν δημιουργείς συνθήκες «συγγενείας» μαζί Του. Οπότε στα λόγια αυτά, και όχι μόνο, βρισκόμαστε μπροστά στην «αγία Τράπεζα» της καρδιάς του αγίου που έχει ελεηθεί και ελεεί. Ζει ο άγιος το έλεος του Θεού και το εξακτινώνει κατ’ ανάγκην, το έλεός του αποτελεί προέκταση του ελέους του Θεού, στην αγκαλιά του που περικλείει όλη την κτίση ψαύουμε ανάγλυφα τα σημάδια της αγκαλιάς του ίδιου του Θεού μας – «προσεγγίζει το άμετρο έλεος του Θεού» λέει.

Και όπως ο Θεός μας που είναι Αγάπη «ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους», το ίδιο και ο άνθρωπος του Θεού: η αγάπη του δεν κάνει διακρίσεις στο «αντικείμενό» της. Γιατί δεν είναι ανθρώπινη «αγάπη», στιγματισμένη δηλαδή από το μικρόβιο του εγωισμού, αλλά αγάπη κεκαθαρμένη από την παρουσία Εκείνου. Ο άγιος αγαπά δηλαδή γιατί πρώτα αγωνίστηκε «άχρι θανάτου» να εξαλείψει κάθε ηδυπάθεια και σαρκολατρεία, κάθε εξουσιαστική κίνηση και υπερηφάνεια, κάθε τι εμπαθές που τον δένει με τον κόσμο τούτο. Η αγάπη του έτσι συνιστά φως Θεού, αντανακλά τις θεοποιές ενέργειες Εκείνου, δεν μπορείς επομένως να τη συναντήσεις σε κανέναν άλλον χώρο πλην της Εκκλησίας που είναι το σώμα του Χριστού. Το έλεος του αγίου για όλη την κτίση είναι πράγματι «η λιακάδα του Θεού».

Και μέσα στην κτίση είναι όλα τα δημιουργήματα του Θεού, ορατά και αόρατα. Γι’ αυτό δεν γίνεται να αγαπά κανείς τον Θεό χωρίς να αγαπά τα δημιουργήματά Του. Τα δημιουργήματά Του στέκουν από τις άκτιστες ενέργειες Εκείνου, Εκείνον βλέπει και ψηλαφά ο άγιος ατενίζοντας ή ενθυμούμενος κάθε τι που υφίσταται, οπότε πράγματι με αίσθηση μετέχει είτε της χαράς είτε του πόνου όλων των κτισμάτων. «Κλαίειν μετά κλαιόντων και χαίρειν μετά χαιρόντων» δεν λέει το σκεύος του Κυρίου, ο απόστολος Παύλος; Αλλά είναι η κοινή εμπειρία όλων των αγίων. Γιατί ο Θεός «ουκ έστιν προσωπολήπτης». Όπου συναντά άνθρωπο με καλή διάθεση, εκεί προσφέρεται χωρίς μέτρο. «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός».

Και τον εχθρό της αλήθειας, δηλαδή τον άθεο, τον διώκτη, τον αιρετικό; Κι αυτόν τον αγαπά και τον ελεεί; Κι ακόμη: τον ίδιο τον διάβολο; Κι ασφαλώς, ναι! Γιατί δεν επικεντρώνουν οι άγιοί μας στα «στίγματα» των κτισμάτων, αλλά στην ίδια τη φύση τους που είναι του Θεού. Και στα μεν άλογα, ζώα, ερπετά, πτηνά, φυτά, ερπετά, τα πράγματα είναι πιο εύκολα: εκείνα υφίστανται τις συνέπειες της αμαρτίας του ανθρώπου αλλά δεν είναι «αμαρτωλά»! Οπότε μπορεί κανείς εύκολα να τα αγαπά. Για τον διάβολο όμως και τους εχθρούς της αλήθειας; Κι εκεί η προσέγγιση είναι διακριτική: ακόμη κι αυτούς τους αγαπάμε ως δημιουργήματα του Θεού, όχι όμως την κακία τους. Απλώς στους αγίους βλέπουμε ότι αυτό που συνιστά θεολογική διακριτική προσέγγιση, σ’ εκείνους είναι εν αισθήσει πραγματικότητα. Πραγματικά κλαίουν και οδύρονται για την πτώση των χωρισμένων από τον Θεό, κυρίως όμως συναισθανόμενοι τον πόνο και την κόλαση μέσα στην οποία βρίσκονται. Γιατί μόλις μεταθέσει κανείς τη σκέψη του στο τι ζει ένας εχθρός του Κυρίου, εκεί αλλάζει θεώρηση. Νιώθει «τρόμο» σχεδόν από την άβυσσο της οδύνης που βρίσκονται τα πλάσματα αυτά. Όταν ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι «θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το πονηρόν», πόσο περισσότερη και μεγαλύτερη είναι η θλίψη και η στενοχώρια του πρώτου Πονηρού, του διαβόλου; Εκεί λοιπόν επικεντρώνοντας οι άγιοι μετέχουν της θλίψεως αυτών και προσεύχονται με δάκρυα για τη σωτηρία και αυτών. Θυμόμαστε αίφνης και το παρόμοιο παράδειγμα του αγίου Παϊσίου: προσευχόταν εμπόνως και για τον διάβολο – προφανώς ακολουθώντας και την προτροπή του αγαπημένου του οσίου Ισαάκ. Και σταμάτησε, όπως έλεγε, όταν «είδε» ότι εκείνος τον κοροϊδεύει!

Πόσο ωραίο θα ήταν να είχαμε το κείμενο αυτό καθημερινά ενώπιόν μας! Να το είχαμε σαν κάδρο που αδιάκοπα θα καθρεπτίζουμε τον εαυτό μας, όπως έκαναν βεβαίως πολλοί άγιοι παλαιότεροι και νεώτεροι, σαν τους αγίους Πορφύριο και Παΐσιο! Ίσως και μόνο η συναίσθηση της μικρότητας και της αμαρτωλότητάς μας έδινε κάποια ώθηση ανόδου στην πεσμένη ακηδιώσα μίζερη ζωή μας!   

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ Ο ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

 

«Ο αοίδιμος Πατήρ ημών Διονύσιος ο νέος ήταν από τη νήσο Ζάκυνθο. Οι γονείς του ήταν ένδοξοι και πλούσιοι, ονόματι Μώκιος και Παυλίνα, που ανέθρεψαν με ευσέβεια τον υιό τους, ο οποίος επιδόθηκε ιδιαιτέρως στα ιερά γράμματα. Μεγαλώνοντας άφησε όλα τα γήινα, γιατί πόθησε την αγγελική ζωή των μοναχών, και εντάχθηκε  στην ασκητική Μονή των Στροφάδων. Εκεί αφού εξάσκησε όλες τις αρετές της μοναχικής ζωής για αρκετά μεγάλο διάστημα, θέλησε έπειτα να πάει στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να προσκυνήσει τον τόπο  που πάτησαν τα άχραντα πόδια του Σωτήρα Χριστού. Για τον λόγο αυτό πήγε στις Κυκλάδες, νομίζοντας ότι από εκεί ήταν πιο εύκολο να βρει πλοίο για την Παλαιστίνη. Ευρισκόμενος κοντά σχετικά στην Αθήνα, θεώρησε φυσικό να πάρει την ευλογία του αρχιεπισκόπου Αθηνών, ο οποίος όμως του εισηγήθηκε να αφήσει το προσκυνηματικό σχέδιό του και να αποδεχτεί τη διαποίμανση της Εκκλησίας των Αιγινητών, κάτι που έκανε, με την πεποίθηση ότι υπακούει στην Πρόνοια του Θεού. Στην Αίγινα έμεινε αρκετό διάστημα, ποιμαίνοντας κατά τρόπο θεάρεστο το ποίμνιό του, το οποίο όμως κάποια στιγμή το άφησε, δίνοντας την πνευματική ευλογία του, γιατί φοβήθηκε την ανθρώπινη δόξα που άρχισε να του προσφέρεται λόγω της μεγάλης του αρετής. Επέστρεψε λοιπόν πίσω στη Ζάκυνθο και αποσύρθηκε πάνω σε βουνό, που ήταν το πολυθρύλητο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας, οπότε εκεί αύξησε τον έρωτά του προς τον Θεό, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του με ασκητικούς κόπους, όσια και θεάρεστα, και διαλάμποντας σε ποικίλες αρετές, ιδίως την τέλεια αγάπη προς τον πλησίον. Κατεξοχήν φανερώθηκε αυτή η αγάπη όταν έκρυψε τον δολοφόνο του ίδιου του του αδελφού Κωνσταντίνου, ο οποίος (δολοφόνος), αγνοώντας ότι ο Διονύσιος είναι ο αδελφός του φονευθέντος, κατέφυγε σ’ αυτόν. Ο άγιος τον περιποιήθηκε, κατεύνασε την οργή αυτών που τον δίωκαν, του φανέρωσε τέλος ποιος ήταν, λέγοντάς του όμως ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από αυτόν, τον νουθέτησε, τον συγχώρησε, του έδωσε μάλιστα και εφόδια για να πορευτεί στο εξωτερικό, δείχνοντας δηλαδή μία τέτοια αγάπη, που απόρησαν και οι άνθρωποι όταν την έμαθαν, αλλά και οι άγγελοι, και που εύφρανε ιδίως τον διδάσκαλο Ιησού, γιατί βρέθηκε άνθρωπος που τήρησε απαράλλακτα σαν Εκείνον αυτήν την αγάπη. Ο δε Ιησούς άμειψε αυτήν τη χριστομίμητη αρετή, καταπλουτίζοντάς τον με υπερφυείς θαυματουργίες και εξαιρετικές θεοσημείες.

Για παράδειγμα: τον έπιασε κάποτε βροχή μεγάλη στον δρόμο και αυτός δεν βράχηκε καθόλου. Σταμάτησε τον ρου ενός πλημμυρισμένου ποταμού και τον διάβηκε χωρίς να βραχεί. Νεκρούς που είχαν διαμείνει άλιωτοι  από δεσμό αφορισμού, με τη δύναμη της προσευχής του  έλυσε τον αφορισμό τους και αμέσως λιώσανε και γίνανε χώμα τα οστά τους. Διόρθωσε με παράδοξο θαύμα ψαρέματος την ανόητη δεισιδαιμονία και τη θρασύτητα κάποιων ψαράδων. Υπενθύμισε στην εξομολόγηση ενός πρεσβυτέρου, Παγκρατίου στο όνομα, την αμαρτία που είχε κάνει κάποτε, να του πέσει από απροσεξία ο θείος άρτος της θείας κοινωνίας, και που αυτός την είχε ξεχάσει. Τον έλεγξε για την απροσεξία του αυτή, τον νουθέτησε και τον συγχώρησε, ενώ ο ιερέας είχε μείνει κατάπληκτος για την αποκάλυψη αυτή.

Έφθασε τέλος στο τέρμα του βίου του, σε βαθύ γήρας, και παρέδωσε τη μακάρια ψυχή του ευχαρίστως και θεοσεβώς στον Κτίστη του, το 1624, στις 17 Δεκεμβρίου, αφού είχε προείπει στους οικείους του να εναποθέσουν το σκήνος του στην προαναφερθείσα μονή των Στροφάδων, εκεί που αφιέρωσε αρχικά τον εαυτό του. Μετά από λίγα έτη φάνηκε με όνειρο στον προεστώτα και σε αδελφούς της Μονής, λέγοντας να τον βγάλουν γρήγορα από τον τάφο, πράγμα το οποίο εκείνοι έκαναν. Βρήκαν δε  το πάντιμο σκήνος του σώο, ανελλιπές και ακέραιο, γεμάτο από υπερφυή ευωδία, οπότε και το τοποθέτησαν ευσεβώς σε τιμία λάρνακα μέσα στο Νάρθηκα του Ναού, όπου και σώζεται, θαυματουργώντας αδιάκοπα σε όλους τους πιστούς προσκυνητές για κάθε ανάγκη τους, στενοχώρια και θλίψη. Αποτελεί το φυλακτήριο της Μονής και η μεγάλη παρηγοριά της, που θεραπεύει νόσους και επιτελεί πάμπολλα θαύματα καθημερινώς. Τελείται δε η ιερή του σύναξη στη βασιλική και πατριαρχική αυτή μονή των Στροφάδων, στη θεόσωστη και ξακουστή πόλη και νήσο Ζάκυνθο, την πατρίδα του. Εκεί έχει εγερθεί ναός σπουδαίος με δαπάνη της Μονής (σαν μετόχι αυτής) επ’ ονόματι του αγίου. Ταις αγίαις πρεσβείας του αγίου Διονυσίου, Χριστός ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν» . 

Η μνήμη μεγάλων θαυματουργών αγίων κατά τον μήνα Δεκέμβριο (Νικολάου, Σπυρίδωνος, Διονυσίου Αιγίνης) βιώνεται από τους πιστούς,  μέσω του χαρίσματος της θαυματουργίας τους, ως μεγάλη παρηγοριά.  Διότι λόγω της παρρησίας τους ενώπιον του Κυρίου μπορούν και επεμβαίνουν στη ζωή μας, δίνοντας λύση στα αδιέξοδά μας και θεραπεία σε ανίατα πολλές φορές νοσήματά μας. Προς άρσιν βεβαίως παρεξηγήσεως, όλοι οι άγιοι είναι θαυματουργοί, αφού έχουν δύναμη προσευχής που ενεργοποιεί τον έτσι κι αλλιώς «θελητήν του ελέους» Τριαδικό Θεό μας. Κι αν κάποιοι άγιοι δεν έχουν φήμη μεγάλου θαυματουργού αγίου, σαν κάποιους μεγάλους Δασκάλους της Εκκλησίας, είναι γιατί αυτοί χαριτώθηκαν από τον Θεό με το χάρισμα της ιάσεως των λογισμών των ανθρώπων και της διαφυλάξεώς τους από τη λύμη των αιρετικών, κάτι που συνιστά το μέγιστο ίσως χάρισμα του Θεού -  η ορθή πίστη στον Θεό και η αληθινή εικόνα της Εκκλησίας είναι το μέγιστο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Ποιο θαύμα, για παράδειγμα, θεραπείας σωματικής αρρώστιας θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και τι νόημα θα είχε, έξω από την αληθινή Εκκλησία του Χριστού; Το θαύμα της ορθής πίστεως προϋποτίθεται του θαύματος της ιάσεως των αρρωστημάτων του σώματος.

Ο άγιος Διονύσιος λοιπόν (1547-1622) ανήκει στους μεγάλους νεωτέρους θαυματουργούς αγίους της Εκκλησίας, που «ο Χριστός τον  δόξασε πλούσια με  θεοσημεία και θαύματα, και όσο ήταν ζωντανός και όταν μεταστάθηκε», όπως σημειώνει ο άγιος υμνογράφος του ως στόμα της Εκκλησίας. Ο ίδιος μάλιστα εξηγεί τη δωρεά αυτή του Κυρίου στον άγιο: ο άγιος «μιμήθηκε όλες τις αρετές των ενδόξων προπατόρων μας. Τη φιλόξενη διάθεση του Αβραάμ, την ακακία του Ιακώβ, την καθαρότητα του Ιώβ, την απλότητα του Μωυσή, την πραότητα, τη συμπάθεια και φιλοστοργία του βασιλιά Δαβίδ». Κι αυτό σημαίνει: ο Θεός προσφέρεται θεραπευτικά στον κόσμο, όταν βρει ανθρώπους συντονισμένους με το άγιο θέλημά Του – μέσω ανθρώπων ενεργεί στους ανθρώπους ο Θεός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο.  

Εκεί όμως που ο άγιος Διονύσιος αποτελεί ορόσημο  για όλους είναι η τεράστια αγάπη του – συνέχεια της αγάπης του Θεού. Η αγάπη προς τον πλησίον, εκτεινόμενη και προς τον θεωρούμενο εχθρό, ήταν το κύριο γνώρισμά του  στον κόσμο – ό,τι ο Κύριος χαρακτήρισε ως σημείο μαθητείας σ’ Εκείνον. Γι’ αυτό και όλες οι αρετές του είχαν νόημα, διότι ακριβώς κατέληγαν σ’ αυτήν την αγάπη. Αυτή συνιστά το μέτρο, αυτή δίνει τον ρυθμό. Χωρίς την αγάπη, η όποια αρετή έχει τη στιφάδα της αυστηρότητας και της ξεραΐλας. Γίνεται αποκρουστική. Με την αγάπη όλα βρίσκουν τον ρυθμό τους και αποκτούν γλυκύτητα. Ο άγιος Διονύσιος λοιπόν είχε και έχει αυτήν την γλυκύτητα: την παρουσία του ίδιου του Χριστού. Τον πλησιάζουμε και η καρδιά μας παρηγορείται και κατανύσσεται. Προσκυνούμε  τον ασκητή με τους μεγάλους ασκητικούς κόπους και νιώθουμε να μας βάζει στην αγκαλιά του πλαταίνοντας τη στενότητα της ψυχής μας. Νιώθουμε σαν παιδιά που τα έχει κοντά του ο αγαπημένος τους παππούς - το μυαλό μας είναι αδιάκοπα καρφωμένο στο πώς αντιμετώπισε τον φονιά του αδελφού του: τον φυγάδευσε και τον έσωσε από το απόσπασμα!

Ο υμνογράφος του φαίνεται να πανηγυρίζει την πλατειά αυτή αγκαλιά του. «Δεν γνώρισε τον Θεό που είναι αγάπη, όποιος δεν αγαπά τον εχθρό του, που τυχαίνει να είναι ο πλησίον του» υπενθυμίζει. Και: «Άκουσες, αγιότατε Πατέρα, τον διδάσκαλο Χριστό να λέει στο Ευαγγέλιο: από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας, οπότε σε κάθε ευκαιρία αναδείχτηκες έμπρακτα δόκιμος μαθητής Του».

Μακάρι μια τέτοια καρδιά να θερμάνει τις ψυχραμένες λόγω ανομιών δικές μας καρδιές, ώστε να νιώσουμε, έστω και ακροθιγώς, αληθινά Χριστούγεννα.