24 Δεκεμβρίου 2025

Χ Ρ Ι Σ ΤΟ Υ Γ Ε Ν Ν Α

Με τον χρωστήρα του ζωγράφου

και με τον κάλαμο του υμνογράφου

Μεγαλειώδης η θεολογία της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όλα τονίζουν το βάθος των γεγονότων, όλα μηνύουν το ποιος είναι ο τεχθείς, ποια η θέση της Υπεραγίας Θεοτόκου ή  του αγίου Ιωσήφ του μνήστορος, ποια η στάση των αγγέλων και των ανθρώπων (των απλών ποιμένων της Βηθλεέμ αλλά και των αναζητητών της αλήθειας μάγων-αστρονόμων της μακρινής Περσίας), ποια η μετοχή στο υπερφυές γεγονός της ίδιας της φύσεως. Με κεντρικό σημείο βεβαίως την Παναγία: να στέκει, ανακλιμένη ή προσκυνούσα, και ν’ απορεί για το μυστήριο της άπειρης συγκατάβασης του Υιού και Λόγου του Θεού που έγινε δι’ Αυτής άνθρωπος, αδυνατώντας να αγγίξει τον επί λάρνακας κείμενο Υιό Της. Η εικόνα μάς διδάσκει ό,τι σαλπίζει ο παιάνας: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε∙ Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε..».  

Αλλά μεγαλειώδης και η υμνολογία (διά καλάμου αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου) της Εορτής, που ήδη προεορτίως μας καθοδηγεί στις μυστικές διαστάσεις της Γεννήσεως του Θεού ως ανθρώπου – κάποιες φορές διαφορετικά απ’ ό,τι ο χρωστήρας του αγιογράφου. Τι εννοούμε; Λίγο πλάι από το θείο βρέφος η Μάνα Παναγία (στην εικόνα). Μέσα στην αγκαλιά της Μάνας Παναγίας το θείο βρέφος (στους ύμνους), δεχόμενο τους κατασπασμούς της μητρικής στοργής. Ακούμε αίφνης στον οίκο του κοντακίου της 21ης Δεκεμβρίου: «Κρατώντας η Παρθένος μέσα στην αγκαλιά Της τον Υιό του Θεού και καταφιλώντας Τον με μητρικούς ασπασμούς έλεγε... Γι’  αυτό και χαίρομαι κρατώντας στην αγκαλιά τον Υιό του Θεού».

Ο χρωστήρας του ζωγράφου δεν αναιρεί βεβαίως τον κάλαμο του υμνογράφου κι ο κάλαμος του υμνογράφου δεν αναιρεί τον χρωστήρα του ζωγράφου. Απλά ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Πόσο όμως μεγαλείο κι αλήθεια κρύβει η «ανθρώπινη» προσέγγιση του αγίου υμνογράφου (του Ιωσήφ του συναισθηματικού και παρακλητικού, κατά τον αγαπημένο άγιο Πορφύριο) – η Μάνα Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά Της, καθώς Τον «πνίγει» μέσα στα φιλιά της! Ο Κύριος της δόξας δέχτηκε όχι μόνο την πνευματική αγάπη του αγιότερου πλάσματός Του, της πάναγνης κόρης της Ναζαρέτ, με την απόλυτη υπακοή Της στο θέλημά Του, αλλά και την ανθρώπινη αγάπη της μάνας απέναντι στο βλαστάρι της! Το ανθρώπινο του Κυρίου τρέφεται πέρα από το γάλα της Μάνας και από τη στοργική αγκαλιά Της και τους κατασπασμούς Της.

Και μας συγκινεί ιδίως το δεύτερο, όχι για λόγους συναισθηματικούς πρώτιστα, αλλά για λόγους πνευματικούς. Διότι κατά την υπόσχεση του Κυρίου ο πιστός καλείται να στέκεται απέναντι στον Δημιουργό Του κι απέναντι στην άπειρη αγάπη Του όπως και η Παναγία, καλύτερα: να γίνεται και ο ίδιος μία Παναγία αν θέλει να είναι χριστιανός – να έχουμε τον Χριστό στην αγκαλιά μας και να μπορούμε να Τον κατασπαζόμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγμή! Πώς; Τα ίδια τα λόγια του Κυρίου μάς καθοδηγούν: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν Αὐτῶ», «ὁ τηρῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν τῶ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῶ», ο ακόμη πιο άμεσος στον παραπάνω προβληματισμό λόγος Του «τίς ἐστιν μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου; Πᾶς ὁ ἀκούων τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τηρῶν αὐτόν ἐκεῖνος μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μού ἐστιν». Την ώρα που σπεύδουμε να τηρήσουμε τις εντολές του Κυρίου, κοινωνώντας διά της αγάπης, πνευματικά και μυστηριακά, Θεό και συνάνθρωπο, εκείνη την ώρα πραγματοποιούμε τη μεγαλειώδη υπόσχεση και προοπτική: σαρκώνουμε τον Κύριο μέσα στην ύπαρξή μας και γινόμαστε και εμείς Παναγίες. Τότε, όπως καταλαβαίνουμε δεν γιορτάζουμε απλώς Χριστούγεννα. Γινόμαστε οι ίδιοι Χριστούγεννα.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΞ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΑΠΑΝΤΗΣΑΤΕ!

Η κάθοδος του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι γεγονός. Εκείνος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», φανερώνοντας την άπειρη αγάπη Του και την άβυσσο της ταπείνωσής Του. Δεν ζούμε πια την προσδοκία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης – ό,τι εν Πνεύματι οραματίζονταν για τις μελλοντικές γενιές. Εμείς είμαστε οι μελλοντικές γενιές, από τη στιγμή που ήρθε ο ενανθρωπήσας Θεός, εμείς ζούμε στο εδώ και το τώρα, μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, το μυστήριο της παρουσίας Του, που θα πει την εύρεση του Παραδείσου ως εκ νέου ανοίγματος της Βασιλείας του Θεού. Κι αυτό θα πει ότι ζούμε, μπορούμε και ζούμε πια, τη θέρμη της αγκαλιάς του Θεού μας, την απειρία της αγάπης Του, αλλά με επίγνωση και συναίσθηση.

Πριν από τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, ο άνθρωπος κείμενος εν τω Πονηρώ λόγω της ανταρσίας του απέναντι στον Δημιουργό του, είχε χάσει τη δυνατότητα ζωής με συνείδηση της αγάπης Του – ζούσε μέσα στην ενέργεια της αγάπης αυτής που τον διακρατούσε στην ύπαρξη αλλά χωρίς, όπως είπαμε, επίγνωση. Η ζωή του ήταν μία μη ζωή, μία πορεία μέσα στο σκότος, με αναλαμπές νοσταλγίας για κάτι βαθύ που του έλειπε και θα του έδινε αληθινό νόημα. Από τη στιγμή όμως που ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιό Αυτού να γεννηθεί από μία γυναίκα ως άνθρωπος – όπως το είχε προαναγγείλει ήδη απαρχής της πτώσεως στους πρωτοπλάστους (πρωτευαγγέλιο) και το επανελάμβανε μέσω των προφητών Του στην πρώτη αποκάλυψή Του στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης – ο άνθρωπος και πάλι βρίσκει το αληθινό του πρόσωπο: ο Χριστός τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, του καθαρίζει τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού, του ανοίγει και πάλι την οδό της υιοθεσίας του από τον Θεό. «Άνθρωπος γίνεται ο Θεός, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό».

Οπότε, ανοίγονται και πάλι οι οφθαλμοί του ανθρώπου, τα μάτια του μπορούν να δουν και πάλι «τα μάτια» του Δημιουργού του, η ύπαρξή του μπορεί να αισθανθεί και να νιώσει τη θυσιαστική αγάπη του Πατέρα απέναντί του – οι κτύποι της δικής του καρδιάς συντονισμένοι με τους κτύπους της «καρδιάς» Εκείνου!  Αυτό δεν αποκαλύπτει ο ίδιος ο Κύριος;  «Όπως με αγάπησε ο Θεός Πατέρας σάς αγάπησα κι εγώ. Μείνατε μέσα στην αγάπη μου αυτή» - ο ερχομός Του, η γέννα Του, είναι η πιο δραστική παρουσία της αληθινής αγάπης στον κόσμο. Η εμπειρία επ’ αυτού του αποστόλου Παύλου είναι μοναδική: «Αυτό που τώρα ζω ως άνθρωπος είναι η πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

Ο Χριστός λοιπόν ήλθε «εξ Ουρανών» φέρνοντας και ως άνθρωπος όλες τις ευλογίες του Θεού, τη θέωση του ανθρώπου! Μα σε όλα αυτά επίμονα έρχεται στο προσκήνιο η λέξη «απαντήσατε»! Ο Θεός προσφέρεται κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς κρατούμενα. Μα είναι Θεός που ζητάει «συνεργούς» και όχι δουλικά ή μηχανές. Απαιτείται και η δική μας συγκατάθεση στην αποδοχή των δωρεών Του – η δική Του κίνηση θέτει σε κίνηση και τη δική μας ολιγωρία και ακηδία. Να κάνουμε τι; Να σπεύσουμε προς συνάντησή Του. Αν δεν υπάρξει η σπουδή αυτή από πλευράς μας, η δική Του αγάπη μένει «μετέωρη», ένα δώρο που δεν υπάρχει το χέρι για να το αποδεχτεί – η μεγαλύτερη «προσβολή» στον δωρεοδότη: η ίδια η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος! Και το περιεχόμενο της «απαντήσεως» του Θεού, της συνάντησης στον ερχομό Του, τη δίνει ο Ίδιος και τη βλέπουμε και στην παραπάνω μαρτυρία του αποστόλου του: να αποδεχτούμε τον λόγο Του, να Τον πιστέψουμε, να επιμείνουμε και εμείς στην πίστη του Παύλου, να περπατάμε τη ζωή μας πάνω στις άγιες εντολές Του.

23 Δεκεμβρίου 2025

«ΠΗΡΑΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ!»

 «Έτυχε λίγο πριν από τον θάνατο του μακαριστού αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, να βρεθώ παρέα με τον Αναστάσιο και μου λέει:

 “Πάρε τηλέφωνο τον Χρήστο (Γιανναρά)”.

Τον παίρνω και του λέω: “κ. Χρήστο, είναι στο τηλέφωνο ο μακαριώτατος και θέλει να σας μιλήσει”.

Βουτάει το τηλέφωνο και λέει: “Χρήστο, δεν είμαι ο μακαριώτατος, είμαι ο Τάσος”.

 Και είπανε δυο λόγια. Και στο τέλος λέει:

“Τουλάχιστον, Χρήστο μου, πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά”.

 Και νομίζω η καθημερινότητα του μακαριστού Αναστασίου κάπως έτσι ήτανε».

 (π. Σπυρίδων Τσιμούρης, πρωτοπρεσβύτερος, θεολόγος – σε εκπομπή «Ενορία εν δράσει», αφιέρωμα στον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Τυράννων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιο, 21-12-2025).

 Για τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Αλβανίας κυρό Αναστάσιο (Γιαννουλάτο) έχουν πει, λέγονται και θα λέγονται πάρα πολλά, τόσο για το μεγάλο επιστημονικό έργο του, όσο βεβαίως και για την ιεραποστολική και ποιμαντική διακονία του όπου βρέθηκε και εργάστηκε είτε στην Ελλάδα είτε στην Αφρική είτε τέλος στην Αλβανία. Άνθρωπος διεθνούς εμβέλειας, καταξιωμένος από κάθε είδους επίσημο φορέα: επιστημονικό, εκκλησιαστικό, διαθρησκειακό, μία προσωπικότητα πράγματι χαρισματική, κι όχι μόνο με την έννοια την πνευματικά ορθόδοξη, που «ανάγκασε» και ανθρώπους που τον γνώρισαν αλλά δεν ήταν της ίδιας «συχνότητας» με αυτόν να υποκλιθούν μπροστά στο μεγαλείο του και να ομολογήσουν την ανυπέρβλητη ανθρωπίνως μεγαλοσύνη του. Και δεν θα ήθελα να προσθέσω κι εγώ κάτι άλλο, μολονότι ευλογήθηκα, όπως και πάμπολλοι μαζί με εμένα, να τον έχω καθηγητή στο Πανεπιστήμιο επί διετία, να βρεθώ κοντά του στο σπίτι του παρέα με μικρή ομάδα συμφοιτητών μου, να συμφάγουμε, να συζητήσουμε, να μας μοιράσει έπειτα στις στάσεις των λεωφορείων για την επιστροφή στο σπίτι μας με το δικό του παλιό αυτοκίνητο – μία μικρή μετοχή στην ακτινοβολία της χάρης που εξέπεμπε το φωτεινό του πρόσωπο και ο εμπνευσμένος κατά πάντα λόγος του.

Δεν θα ήθελα λοιπόν να προσθέσω κάτι άλλο, άλλωστε καθένας που τον γνώρισε και τον έζησε, θα είχε πολλά να πει και να διηγηθεί. Ακόμα και για τις περιπτώσεις που δεχόταν την αρνητική κριτική, την εμπαθή δυστυχώς τις περισσότερες φορές, (γιατί κατανοεί κανείς ότι δεν είναι εύκολο να μην αναπτυχθεί η ζήλεια, το τόσο περιεκτικό αυτό πάθος, όταν γίνεται σύγκριση με τέτοιου είδους προσωπικότητα – νιώθεις τόσο νάνος μπροστά σ’ έναν γίγαντα), θα άκουγες την απάντηση: «Δεν πειράζει, είναι αναμενόμενο. Ο Θεός να τους ελεήσει. Εμείς θα κάνουμε αυτό που νομίζουμε σωστό». Θυμίζει – ας επιτραπεί η παρέκβαση – το περιστατικό όπου μία ομάδα προσκυνητών, προ αρκετών ετών, είχαμε βρεθεί στο Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης μάς κράτησε για φαγητό στη δική του τράπεζα. Και σε κάποια στιγμή κάποιος από τους συνδαιτυμόνες του έθεσε το ερώτημα: «Παναγιώτατε, κάποιοι σας αμφισβητούν και λένε διάφορα εναντίον σας. Τι λέτε γι’ αυτό;». Και θαυμάσαμε όλοι τη στάση και την απάντηση του Πατριάρχη μας. Χωρίς καμία έκπληξη, χωρίς να χάσει την ηρεμία του, με γαλήνιο τρόπο απάντησε: «Δουλειά τους αυτοί, δουλειά μας εμείς». Η απάντηση δηλαδή του ανθρώπου που έχει πλήρη αυτοσυνειδησία για το τι είναι και τι κάνει και η πορεία του καθορίζεται από το όραμα που τρέφεται από τον Ουρανό!

Στο προκείμενο τώρα, τη συνομιλία του μακαριστού Αναστασίου με τον εξίσου μακαριστό Χρήστο Γιανναρά. Έχουμε την εντύπωση πως αυτό που απεκάλυψε ο γνωστός, συμπαθής και λίαν αξιόλογος και αξιοσέβαστος πρωτοπρεσβύτερος π. Σπυρίδων για το περιεχόμενο της συνομιλίας των δύο σπουδαίων αυτών ανδρών, αποτελεί το «στίγμα» της ζωής και της όλης βιοτής του μακαριστού αρχιεπισκόπου. Αν δηλαδή ήθελε κανείς με έναν λόγο να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο, τον μεγάλο κατά πάντα Αναστάσιο, και να ερμηνεύσει την όλη πορεία του, είναι ακριβώς η φράση του – μία ομολογία πίστεως και αυτοσυνειδησίας: «Τουλάχιστον, πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά!»

Τον Χριστό δηλαδή πίστευε ο μακαριστός, Αυτόν εμπιστευότανε σε κάθε επιμέρους διάσταση της ζωής του, Αυτός ήταν το κέντρο της ύπαρξής του, κάτω από το βλέμμα Του λειτουργούσε και δραστηριοποιείτο πάντοτε, Εκείνος νοηματοδοτούσε το οτιδήποτε, μικρό ή μεγάλο, έκανε. Ο Χριστός δεν ήταν το «περιθώριο» της ζωής του, δεν ήταν το διακοσμητικό στοιχείο του, έτσι να λέει ότι είναι χριστιανός – η πιο βροντερή φανέρωση της εκκοσμίκευσης ενός θεωρούμενου χριστιανού, δηλαδή της πρακτικής αθεΐας του! Η ομολογία του αυτή: «πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά!»  συνιστά υπομνηματισμό της προτροπής του αποστόλου Παύλου «είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε». Κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι η προτεραιότητά του δεν ήταν απλώς να κάνει έργα, δεν ήταν να κηρύσσει κατά περίπτωση το Ευαγγέλιο, δεν ήταν να κτίζει Εκκλησιές, δεν ήταν να οικοδομεί φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν ήταν να πηγαίνει από δω κι από κει κάνοντας τον ιεραπόστολο˙ αλλά να βρίσκεται στο πιο οριακό σημείο που υπάρχει στον κόσμο: εκεί που είναι το θέλημα του Χριστού προκειμένου Αυτόν να διακρατεί στη ζωή του. «Εμοί το ζην Χριστός» δηλαδή θα έλεγε κανείς και για τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο. Τον Χριστό «αεί ανέπνεε» κατά το πατερικό λόγιο, Εκείνον ήθελε στη ζωή του, γι’ αυτό και με το «κυνηγητό» αυτό «μετανάστευε» όπου έβλεπε ότι Τον καλεί Εκείνος – είτε στην Ελλάδα είτε στην Αφρική είτε στην Αλβανία. Οπότε χωρίς την επισήμανση αυτή, την πιο καίρια και σημαντική όλα τα υπόλοιπα στη ζωή του θα έμεναν μετέωρα. Γιατί έργο μπορεί να αφήσει κανείς, το ζητούμενο όμως πάντα είναι το κίνητρο, το ποιητικό αίτιο της κάθε ενέργειάς του – αυτό που θα ζητηθεί από τον Κύριο την ημέρα της κρίσεως.

Ο μακαριστός Αναστάσιος – το πιστεύουμε βαθύτατα – επειδή τον Χριστό είχε κέντρο της ζωής του, όπως είπαμε, είναι από εκείνους που αγάλλονται τώρα στη Βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος που ήταν ο έρωτας της ζωής του όσο βρισκόταν στον κόσμο τούτο, ο Ίδιος πολλαπλασίως πιστεύουμε ότι είναι και τώρα και πάντα. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, βεβαιωμένα από τα στοιχεία της ζωής του, ζούσε έχοντας ξεπεράσει και τον ίδιο τον θάνατο. Θα ήταν παντελώς ακατανόητη η ζωή και η δράση του χωρίς την παράμετρο αυτή, η οποία συνιστά το πιο δομικό στοιχείο της ύπαρξης ενός χριστιανού. Διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Και «εις τον θάνατον Αυτού εβαπτίσθημεν». Ο Αναστάσιος ήταν και είναι ένας από τους «συγγενείς» του Κυρίου μας.      

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΕΚΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΚΡΗΤΗ

«Οι άγιοι αυτοί άθλησαν επί Δεκίου βασιλέως, στη νήσο Κρήτη, προερχόμενοι από διαφορετικά μέρη αυτής και όχι από μία μόνο πόλη της. Πέντε ήταν από τη μητρόπολη Γορτύνης, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος και ο Ευνικιανός. Από την Κνωσό ήταν ο Ζωτικός. Από το Επίνειο Πανόρμου ο Αγαθόπους. Από την Κυδωνία ο Βασιλείδης και από το Ηράκλειο ο Ευάρεστος και ο Πόμπιος. Αυτοί παραδόθηκαν από τους απίστους στον άρχοντα της νήσου, ο οποίος επέτρεψε στον δήμιο να τους περιφέρει στους βωμούς των ειδώλων, κι αν δεν θυσιάζουν, να τους βασανίζει με παντός είδους βασανιστήρια. Τριάντα ημέρες λοιπόν γύριζαν συρόμενοι από τους άτακτες υβριστές, οι οποίοι τους κορόιδευαν  και τους έσερναν  κατά γης μέσα στις κοπριές, κι ύστερα, επειδή είδε ο δικαστής ότι είχαν αμετακίνητο και στέρεο  το φρόνημά τους, παρ’ όλα τα κτυπήματα και τους λιθοβολισμούς, τους στρέβλωσαν τα μέλη του σώματος, τους υπέβαλαν σε άλλα φοβερά μαρτύρια και τέλος τους έκοψαν το κεφάλι. Τελείται δε η σύναξή τους στο ναό του αγίου Στεφάνου, πλησίον των Πλακιδίων».  

Η εμπνευσμένη σκέψη του Ιωσήφ του υμνογράφου, να συνδέει τις εορτές των αγίων με τα προεόρτια των Χριστουγέννων, συνεχίζεται. Ό,τι είδαμε και με την αγία Αναστασία την φαρμακολύτρια, να προβάλλεται δηλαδή από τον υμνογράφο ως φως που φωτίζει την Γέννηση του Κυρίου, το ίδιο βλέπουμε και εδώ με τους αγίους δέκα μάρτυρες τους εν Κρήτη: «έφτασε η μνήμη των Μαρτύρων, που κηρύσσει τη Γέννηση του Σωτήρος. Και η Δεσποτική εορτή κάνει την εμφάνισή της σε εμάς  με την άθλησή τους». Με ποιον τρόπο οι άγιοι μας παραπέμπουν στα Χριστούγεννα; Με την προσφορά των δώρων τους στον εκ Παρθένου γεννηθέντα: τη θυσία του εαυτού τους. «Οι μάγοι σού πρόσφεραν τα δώρα, οι δε μάρτυρες τα αίματα του μαρτυρίου τους, σε Σένα που γεννήθηκες επί γης από Παρθένο κόρη στην πόλη του Δαυίδ». Κατά τον άγιο Ιωσήφ το μαρτύριο των δέκα μαρτύρων λειτουργεί ως τύπος της Γέννησης του Κυρίου: είναι το νέο αστέρι, που κηρύσσει στους πιστούς Αυτόν που η Παρθένος εκύησε. «Ο αστέρας παλαιά φανερώθηκε στους μάγους, οδηγώντας τους στη Βηθλεέμ, την πόλη Ιούδα. Αυτοί δε κηρύσσουν σε εμάς με τα βάσανά τους Αυτόν που η Παρθένος κύησε χωρίς συνάφεια ανδρός».

Η καταγωγή των δέκα μαρτύρων από την Κρήτη δεν μένει αναξιοποίητη από τον άγιο υμνογράφο. Παίρνει αφορμή να θυμηθεί τον μεγάλο απόστολο Παύλο και τους μαθητές του, οι οποίοι πέρασαν από την Κρήτη και ίδρυσαν την τοπική Εκκλησία. Στο πρόσωπο των δέκα αυτών ο Ιωσήφ βλέπει την προέκταση  του αποστόλου των εθνών, τα κλήματα που ανήκουν στη φυτεία εκείνου. «Φανήκατε, μάρτυρες, κλήματα του Τίτου και του Κάρπου σαν να βλαστήσατε από τη φυτεία του Παύλου, αφού προσφέρατε από τα χείλη σας στον Χριστό τους καρπούς της ομολογίας σας». Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι ιδιαιτέρως σημαντική: γνήσιος συνεχιστής της παράδοσης των αποστόλων θεωρείται εκείνος που έμπρακτα, και μάλιστα με τη θυσία της ζωής του, φανερώνει την πίστη που αυτοί παρέδωσαν. Μία αλήθεια που πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου, δεδομένου ότι συχνά οι νεώτεροι  καυχιόμαστε για τους πατέρες μας, χωρίς καμία προσπάθεια συντονισμού μας με τη ζωή εκείνων.

Η αποστολικής καταγωγής πίστη στον Χριστό των αγίων μαρτύρων προβάλλεται από τους ύμνους της ακολουθίας τους και με μία εξαίσια εικόνα: μοιάζει η πίστη τους με πλοίο ευρισκόμενο σε απάνεμο λιμάνι, και γι’ αυτό προφυλαγμένο από τα άγρια κύματα της θάλασσας. Η πίστη στον Χριστό δηλαδή ήταν εκείνη που έδινε τη δύναμη στους μάρτυρες να ξεπερνούν όλα τα κτυπήματα των αθέων, που σαν κύματα έρχονταν εναντίον τους. «Σαν κύμα της θάλασσας ήταν η τυραννίδα του εχθρού που κτυπούσε την ομολογία του Χριστού. Οι αθλητές όμως φάνηκαν  όλοι  σαν απάνεμα λιμάνια, κρατώντας την πίστη τους σαν πλοίο». Όλη η ιστορία της Εκκλησίας και της ανθρωπότητας αδιάκοπα επιβεβαιώνει ότι πράγματι η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο, αυτή που έκαμψε σιδηρόφρακτες αυτοκρατορίες και υπερίσχυσε θεωρουμένων πανίσχυρων αυτοκρατόρων και βασιλέων, είναι η πίστη στον Χριστό. Όταν βεβαίως αυτή δεν εξαντλείται στα λόγια – τούτο συνιστά βλασφημία – αλλά φανερώνεται ως ζωή. Και δικαίως: είναι η πίστη που συνιστά τη δίοδο της παρουσίας του ίδιου του Θεού μέσα στον κόσμο.

22 Δεκεμβρίου 2025

ΥΠΟΔΕΞΑΙ ΒΗΘΛΕΕΜ

Προεόρτιο ἰδιόμελο. Ἦχος πλ. δ΄.

«Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ, τήν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γάρ τό ἄδυτον ἐπί σέ γεννῆσαι ἥκει. Ἄγγελοι θαυμάσατε ἐν οὐρανῶ, ἄνθρωποι δοξάσατε ἐπί τῆς γῆς, Μάγοι ἐκ Περσίδος, τό τρισόκλεον δῶρον προσκομίσατε. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες, τόν τρισάγιον ὕμνον μελῳδήσατε. Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Παντουργέτην».

(Υποδέξου Βηθλεέμ τη Μητέρα του Θεού. Διότι έχει έλθει να γεννήσει το αιώνιο φως πάνω στα χώματά σου. Άγγελοι θαυμάστε στον Ουρανό, άνθρωποι δοξάστε πάνω στη γη, Μάγοι από την Περσία φέρτε το τρισένδοξο δώρο. Ποιμένες που είστε στους αγρούς μελωδήστε τον τρισάγιο ύμνο. Κάθε τι που ανασαίνει ας αινέσει τον Δημιουργό του παντός).

Ο υμνογράφος επέχει θέση προφήτη. Όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης σταλμένοι από τον Θεό με φωτισμό Εκείνου καλούσαν τον λαό του Θεού να μετανοήσει κάθε φορά που απομακρυνόταν από το άγιο θέλημά Του και να είναι έτοιμος προκειμένου να υποδεχτεί τον Μεσσία που θα έστελνε ο Θεός, έτσι και ο άγιος υμνογράφος στο χώρο της Εκκλησίας, του ζωντανού σώματος του Χριστού. Λειτουργεί ως στόμα αυτής, που εξαγγέλλει το χαρμόσυνο μήνυμα της ενανθρώπησης του Θεού στον κόσμο, της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Η σωτηρία ως εύρεση του Θεού μετά την απώλειά Του λόγω της πτώσεως στην αμαρτία και ζωντανή σχέση με Εκείνον είναι πια γεγονός και απτή πραγματικότητα. Δεν προσδοκούμε κάτι άλλο πέρα από την πίστη στον Χριστό και την εν μετανοία ένταξή μας στο σώμα Του την Εκκλησία. Τα έσχατα δηλαδή είναι ήδη παρόντα. Κι αυτό, καταλαβαίνουμε, συνιστά το μεγαλύτερο μυστήριο που ακούστηκε και υπήρξε ποτέ στον κόσμο. «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον˙ Θεός εφανερώθη εν σαρκί».

Με επίγνωση ο υμνογράφος του προφητικού έργου του ως στόμα της Εκκλησίας κινείται λοιπόν σε υπέρ τα απλά αισθητά και γήινα επίπεδα. Σαν να ευρίσκεται στην κορυφή του κόσμου, απευθυνόμενος σε κάθε κτίσμα του Θεού, πνευματικό και υλικό, έμψυχο και άψυχο, με αίσθηση του βάρους ευθύνης του - κατά το αντίστοιχο μεγαλειώδες της Παλαιάς Διαθήκης: «Άκουε ουρανέ και ενωτίζου η γη» - καλεί την πόλη της Βηθλεέμ να συνειδητοποιήσει το τι συνέβη με τη Γέννηση του μικρού βρέφους Ιησού. Μπορεί τότε οι άνθρωποι να μην είχαν καμία επίγνωση, αφού «ουκ ευρέθη αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι», όμως η «τύφλωση» αυτή πρέπει πια να ξεπεραστεί. Διότι ήλθε στα χώματα της περιοχής αυτής η Μάνα του Θεού που γέννησε Αυτόν που είναι το φως του κόσμου. Ένα φως που δεν έχει καμία σχέση με τα ουράνια αστέρια ή με τα τεχνητά φώτα των ανθρώπων. Γιατί είναι το φως του Θεού, ο ίδιος ο Θεός που είναι Φως «ανέσπερον και άδυτον». «Εγώ ειμι το φως του κόσμου». «Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα».

 Η ανθρώπινη λογική σιγά και ιλιγγιά. «Ου φέρει το μυστήριον έρευναν. Πίστει μόνη (με μόνη την πίστη) τούτο πάντες δοξάζομεν».

Αλλά ο προφήτης-υμνογράφος επιτελώντας το υπερφυές έργο του απευθύνεται και στον αγγελικό κόσμο: «Άγγελοι, κι εσείς, θαυμάστε». Γιατί ό,τι συνέβη υπερέβη και εκείνων τον νου. Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως ήταν κρυμμένο και στους νοερούς νόες.

Για να στραφεί και στους έκπληκτους μετόχους του μοναδικού Γεγονότος: τους ποιμένες και τους μάγους εκ Περσίδος. Ελάτε λοιπόν μάγοι: φέρτε τα δώρα σας. Ελάτε λοιπόν ποιμένες: μελωδήστε κι εσείς τον τρισάγιο ύμνο ενώνοντας τις φωνές σας με τις αγγελικές φωνές.

 Για ν’ απλωθεί τέλος η ματιά του σε ολόκληρη την πλάση, γιατί η πλάση είναι του Θεού και κάθε τι που αναπνέει δεν μπορεί να μένει αδιάφορο στην κίνηση του Δημιουργού του˙ αφορά ουσιαστικά κι εκείνο: όλοι μαζί αινέσατε τον Δημιουργό. 

Η Βηθλεέμ άπαξ διαπαντός έγινε το κέντρο διαχρονικά του σύμπαντος κόσμου. Γεννήθηκε εκεί ο Δημιουργός ως άνθρωπος κι ανοίχτηκε η κλεισμένη θύρα του Παραδείσου – «ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσι η Εδέμ». Κι ένας άλλος προεόρτιος ύμνος αιτιολογεί με μοναδικό τρόπο την αλήθεια αυτή: «Εκύκλουν ως θρόνον χερουβικόν Άγγελοι την φάτνην˙ το γαρ Σπήλαιον ουρανόν εώρων, κειμένου εν Αυτώ του Δεσπότου, και Δόξα εν υψίστοις Θεώ εκραύγαζον» (ωδή θ΄ Τριωδίου Αποδείπνου). (Κύκλωναν Άγγελοι τη φάτνη σαν να ήταν θρόνος χερουβικός. Διότι έβλεπαν το Σπήλαιο ως Ουρανό, αφού μέσα σ’ αυτό έκειτο ο Δεσπότης Κύριος. Γι’ αυτό και Δόξα στον Ύψιστο Θεό κραυγάζανε).

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

«Η αγία και γενναιότατη μάρτυς  Αναστασία έζησε επί Διοκλητιανού του βασιλέως, στην πόλη των Ρωμαίων. Ήταν κόρη κάποιου ειδωλολάτρη ονόματι Πρεπέξαστου, ενώ η μητέρα της λεγόταν Φαύστα. Η μητέρα της την οδήγησε στον Χρυσόγονο, θεόπνευστο και ευσεβή άνδρα, από τον οποίο εκπαιδεύθηκε τα ιερά γράμματα, ενώ την πίστη στον Χριστό την έμαθε από την μητέρα της. Συζεύχθηκε με έναν ειδωλολάτρη, τον Πούπλιο, με τον οποίο όμως δεν ήθελε να έχει συζυγικές σχέσεις, προφασιζομένη πάντοτε κάποια αρρώστια της, λόγω της απιστίας του. Ντυνόταν όμως φτωχά και απέριττα και, με τη βοήθεια μιας μόνο υπηρέτριας που την ακολουθούσε, επισκεπτόταν  τις γυναίκες που βρίσκονταν σε ένδεια, ενώ κρυφά υπηρετούσε και τους μάρτυρες του Χριστού, εισερχομένη στις φυλακές που τους κρατούσαν, με το να τους λύνει τα δεσμά, να τους αλείφει με λάδι και να τους καθαρίζει τις πληγές, φέρνοντάς τους και τις κατάλληλες τροφές που χρειάζονταν. Ο σύζυγός της που έμαθε τι έκανε, καταρχάς την έβαλε υπό επιτήρηση. Όταν όμως εκείνος σε κάποιο ταξίδι του με τρικυμιώδη θάλασσα πνίγηκε, βρήκε την ευκαιρία, ελεύθερη πια, να μοιράσει όλη την περιουσία της στους πτωχούς, ενώ χωρίς καμιά πίεση συνέχισε να υπηρετεί τους αθλητές του Χριστού, να μαζεύει τα λείψανά τους μετά το μαρτύριό τους και να τα ενταφιάζει οσίως. Καθοδήγησε και ενίσχυσε  πολλούς  προς το μαρτύριο του Χριστού, κι όταν ήλθε η ώρα και η ίδια να εξετασθεί από διαφόρους ηγεμόνες, ομολόγησε την πίστη της, οπότε την έριξαν στη θάλασσα μαζί με άλλες γυναίκες,  ενώ τέλος αφού την έδεσαν σε πασσάλους και την έβαλαν σε φωτιά, δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου. Τελείται δε η σύναξή της στον ναό που οικοδομήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου της, που βρίσκεται κοντά στα έμβολα του Δομνίνου».

Δεν διαφεύγει της προσοχής του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ ότι η μνήμη της αγίας μεγαλομάρτυρος βρίσκεται λίγες μόνον ημέρες προ της μητροπόλεως των εορτών, της Γεννήσεως του Κυρίου μας («Η προεόρτια εορτή της ενανθρωπήσεως του Χριστού του Θεού έλαμψε μαζί με την εορτή της μάρτυρος Αναστασίας»). Και μολονότι δεν υπάρχει καμία ιστορική και πραγματιστική σχέση μεταξύ των δύο αυτών εορτών, έχει την διαρκή έγνοια να τις συνδέσει μεταξύ τους, γι’ αυτό και οι πρώτοι ύμνοι της κάθε ωδής για την αγία είναι προς τιμήν του ερχομού του Κυρίου. Στο εξαποστειλάριο όμως της ακολουθίας, προς το τέλος πια του όρθρου, στην προεόρτια αναφορά του για τα Χριστούγεννα, προβαίνει στη σύνδεση από πλευράς συμβολικής και νοηματικής: η μνήμη της αγίας Αναστασίας λειτουργεί ως προκήρυξη της Γεννήσεως, ως καθοδηγητικό αστέρι για τους εκ Περσίδος μάγους και τους απλούς βοσκούς, δεδομένου ότι εκείνη πρόσφερε αντί χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα τον ίδιο της τον εαυτό στον Δεσπότη Χριστό. «Η φωτοφόρα μνήμη σου, μάρτυς Αναστασία, προκηρύσσει την εκ Παρθένου Γέννηση του Χριστού, καθώς συγκαλεί στη Βηθλεέμ τους εκ Περσίας μάγους, μαζί με τα δώρα, και τους Ποιμένες μαζί με τους αγγέλους για υμνολογία. Διότι εσύ με το μαρτύριό σου, θεόφρον, πρόσφερες στον Δεσπότη σου, σαν χρυσάφι και λιβάνι και σαν σμύρνα, τον ίδιο τον εαυτό σου».

Η ολοκληρωτική προσφορά της αγίας στον Χριστό, απόδειξη της αγάπης της προς Εκείνον, την έκανε να αποκτήσει και τη δύναμη Εκείνου. Ο υμνογράφος της την παρομοιάζει με ξίφος που έκανε κομμάτια όλη τη δύναμη των δαιμόνων. «Ατσάλωσες το φρόνημά σου από την αγάπη του Θεού, αληθινά μεγαλώνυμη μάρτυς, και φάνηκες έτσι σαν ξίφος, που κατακόβει τις φάλαγγες των δαιμόνων, με πίστη στον Θεό». Την παντοδυναμία αυτή εξάλλου, λόγω της παρουσίας του Χριστού στην ύπαρξή της, προβάλλει ο άγιος Ιωσήφ και μέσω του ονόματός της: εικονίζει η αγία την Ανάσταση του Χριστού, γιατί όπως η Ανάσταση Εκείνου συνέτριψε τον διάβολο, έτσι και η αγία συνέτριψε με δύναμη τους εχθρούς δαίμονες. «Εικονίζεις με το όνομά σου την Ανάσταση του Χριστού, πανεύφημε, καθώς σύντριψες τους αόρατους εχθρούς».

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που την εκ Χριστού δύναμή της η αγία την προσφέρει σε κάθε πιστό που προσέρχεται εν πίστει σε αυτήν και την επικαλείται («Και τώρα με τη χάρη του Θεού, ανακουφίζεις κάθε πόνο, πανεύφημε, από τις ψυχές και τα σώματά μας, εμάς που τιμούμε τους αγώνες και τα προτερήματά σου»). Το όνομά της μάλιστα ο άγιος υμνογράφος το χρησιμοποιεί και με αυτήν την έννοια: ως ανάσταση μέσω των προσευχών της και για τις πτώσεις στις αμαρτίες μας («Έχοντας το ίδιο όνομα με την Ανάσταση του Κυρίου, ανάστησε και εμένα τώρα που είμαι πεσμένος στην αμαρτία, με τις πρεσβείες σου»), αφού βεβαίως προηγουμένως το ίδιο, το όνομά της, λειτούργησε αναγεννητικά και για την ίδια («Απέκτησες την επωνυμία της αναστάσεως του Χριστού και γι’ αυτό ακολούθησες τρόπο ζωής σύμφωνο με το όνομά σου»).  

Η ετοιμότητα της αγίας Αναστασίας να απαλαίνει τις πληγές που υφιστάμεθα από την αμαρτία και τον διάβολο δικαιολογείται από το ιδιαίτερο χάρισμα που της είχε δώσει ο Θεός: να υπηρετεί τους μάρτυρες και μάλιστα να περιποιείται τις πληγές τους. Είμαστε βέβαιοι: όπως τότε έτρεχε στην περιποίηση αυτών των πληγών, το ίδιο – κι ίσως περισσότερο – τρέχει και σε εμάς. Το χάρισμά της αυτό λειτουργεί τώρα απείρως αυξημένο και άκρως πιο αποτελεσματικό. Αρκεί να αναγνωρίζουμε βεβαίως ότι η αμαρτία αποτελεί τραύμα στην ψυχή μας και να προσερχόμαστε εν μετανοία στον Κύριο.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ – ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

«Καί οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως...» (῾Εβρ. 11, 39)

᾽Εποποιΐα τῆς πίστεως ἔχει χαρακτηρισθεῖ τό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἀκούγεται κάθε φορά τήν Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. ᾽Εποποιΐα γιατί φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομίας ὅτι ἡ πίστη ἀποτελεῖ τό ἀκαταμάχητο ὅπλο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει ὅλες τίς δυσκολίες  καί ὅλα τά ἐμπόδια τῆς ζωῆς αὐτῆς καί ἐξέρχεται νικητής. ῾Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα᾽. Θά μποροῦσε κανείς νά ἔβαζε ὡς τίτλο τοῦ ἀποσπάσματος τή φράση τῆς ᾽Αποκάλυψης τοῦ ᾽Ιωάννου ῾αὕτη ἡ πίστις ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν᾽. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἄν ὁ ᾽Αβραάμ καί οἱ μετά ἀπό αὐτόν Πατριάρχες τοῦ ᾽Ισραήλ μεγαλούργησαν, ἄν οἱ Κριτές καί οἱ Βασιλεῖς τοῦ ᾽Ισραήλ ἐξῆλθαν νικητές στούς διαφόρους πολέμους, ἄν τελικῶς οἱ Προφῆτες ἔστω καί μέ τόν θάνατό τους παρέμειναν ζωντανοί στή μνήμη καί τή ζωή τοῦ λαοῦ, ἦταν ἀκριβῶς γιατί κινητήρια δύναμή τους εἶχαν τήν πίστη τους στόν Θεό, ἡ ὁποία τούς ἔκανε νά ζοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί νά εἶναι ἔτσι τά διαχρονικά πρότυπα γιά ὅλους τούς πιστούς. ῾Καί οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως...᾽. ῞Ολοι αὐτοί ἔδωσαν καλή μαρτυρία γιά τήν πίστη τους.

1. Δέν μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν πίστη ἡ ὁποία χαρακτηρίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο καί τόν παρακολουθεῖ σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς του, τόσο πού νά ὁρίζεται αὐτός ὡς τό κατεξοχήν πιστεῦον ὄν. Γιά τήν πίστη-ἐμπιστοσύνη δηλαδή  πού φανερώνει ἤδη ἀπό μικρό παιδάκι μέχρι τά γηρατειά του σέ κάθε ἐπίπεδο ζωῆς προκειμένου νά διακρατηθεῖ στή ζωή, ὅπως ὅτι οἱ γονεῖς του εἶναι πράγματι γονεῖς του, ὅτι γιά νά σταθεῖ ὄρθιος στά πόδια του πρέπει ἀκριβῶς νά τό πιστέψει, ὅτι γιά νά κυκλοφορήσει ἔξω στόν κόσμο – καί σ᾽ ἕνα λεωφορεῖο νά ἀνέβει – μέ τήν προϋπόθεση τῆς πίστεως θά τό κατορθώσει.

Κι οὔτε μιλᾶμε βεβαίως γιά τήν πίστη γενικά καί ἀόριστα σέ θεό ἤ θεούς, διότι τέτοια πίστη ὑπάρχει καί ἀπαντᾶται σέ ὅλες τίς θρησκεῖες καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους - ἔστω καί τούς θεωρουμένους ἀθέους - ἡ ὁποία ὅμως δέν ὁδηγεῖ σέ σωτηρία τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἔννοια τῆς εὑρέσεως τοῦ ζωντανοῦ καί ἀληθινοῦ Θεοῦ καί συνεπῶς τῆς πραγματώσεως τοῦ ἀληθινοῦ του προσώπου. Χωρίς δηλαδή νά ἀμφισβητεῖται ἡ πραγματικότητα τῆς πίστεως σέ Θεό, ἐκεῖνο πού ἀμφισβητεῖται εἶναι τό ῾ἀντικείμενο᾽ τῆς πίστεως: ποιός Θεός λατρεύεται. Διότι κατά τή χριστιανική μας πίστη οἱ ἐκτός Χριστοῦ λατρευόμενοι ῾θεοί᾽ εἶναι ἤ τό τίποτε: τά εἴδωλα τοῦ σκοτισμένου λόγω τῆς ἁμαρτίας νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἤ τά πονηρά πνεύματα. ῾Μή παντί πνεύματι πιστεύετε᾽ φωνάζει ἐν προκειμένῳ ὅ ἄγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος.

2. ῾Η πίστη γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ τόσο στήν πρώτη φάση της τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καί στή δεύτερη τῆς Καινῆς. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἔδειξαν πίστη οἱ δίκαιοι καταρχάς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ἀκριβῶς στόν ὑπό τό σκότος τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας εὑρισκόμενο ἄνθρωπο φανερώθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. ᾽Επειδή δηλαδή ἡ ἁμαρτία διάβρωσε τόν ἄνθρωπο καί ἔχασε τήν ἐπαφή του μέ τόν Δημιουργό του Θεό – καμία ῾σκάλα᾽ δέν μποροῦσε νά στηθεῖ ἀπό πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου γιά νά βρεῖ τόν Θεό – γι᾽ αὐτό καί ᾽Εκεῖνος κινούμενος ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του πρός τά πλάσματά Του ἀποκαλύπτεται, μέ ἀποκορύφωση τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου. ῎Ετσι ὁ ᾽Αβραάμ, οἱ Πατριάρχες τοῦ ᾽Ισραήλ, οἱ Κριτές, οἱ Προφῆτες ἀνταποκρίνονται σέ συγκεκριμένη κλήση τοῦ Θεοῦ. ῾Η πίστη τους ἦταν τό ῾ναί᾽ πού ψέλλισε ἡ καρδιά τους, ὅταν ἐκείνη ἐνύγη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ μεγάλου Πατέρα.

Κι ἐκεῖ πού ἡ πίστη βρῆκε τή μεγαλύτερη καθαρότητά της ἦταν ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἄνθρωπος σάν κι ἐμᾶς, προκειμένου νά μᾶς φανερώσει στό ἀπόλυτο δυνατό τό ἀληθινό Του πρόσωπο καί νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ὅ,τι ἀδυνατοῦσε καί ἀδυνατεῖ νά συλλάβει τό ἀνθρώπινο μυαλό: τήν ἐνσωμάτωση στόν ἑαυτό Του, δηλαδή  νά εἴμαστε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Η πίστη στόν Χριστό πιά λόγω τῆς ἐξαίρετης χαρισματικῆς καταστάσεώς της προϋπέθετε καί προϋποθέτει τήν πιό οὐσιαστική βοήθεια τοῦ ῎Ιδιου: νά μᾶς τήν προσφέρει ᾽Εκεῖνος, ἀρκεῖ νά δεῖ τήν καλή δική μας διάθεση. Μέ ἄλλα λόγια, ἀπαιτεῖται ἡ καλή προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος νιώθει νά στρέφεται πρός τόν Χριστό καθώς ὁ Θεός ἀσκεῖ ἑλκτική δύναμη σ᾽ αὐτόν - ἕνα εἶδος πρώτης πίστεως - κι ἔπειτα ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πρώτη αὐτήν πίστη ζητήσει τόν Χριστό, τήν ἀποκτᾶ στήν ὁλοκληρία της καθώς βαπτίζεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί γίνεται μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς τοῦ ζωντανοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς: ῾οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽. Καί: ῾ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται᾽.

3. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πίστη στόν ἀποκαλυμμένο Θεό δέν εἶναι ἀδράνεια καί ἐπανάπαυση. Θέτει τόν ἄνθρωπο σέ ἐνέργεια τέτοια πού φθάνει στό βαθμό τῆς θυσίας: ὁ Θεός ὁδηγεῖ πιά τόν ἄνθρωπο σ᾽ ὅ,τι συνιστᾶ τό ἅγιο θέλημά Του, πού σημαίνει ὅτι κύριο γνώρισμα τῆς πίστης αὐτῆς εἶναι ἡ ὑπακοή σ᾽ ᾽Εκεῖνον. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας θέτει ὡς διαχρονικό πρότυπο ἀληθινῆς πίστεως τόν ᾽Αβραάμ. Τόν γίγαντα αὐτόν πού ὑπακούει στήν κλήση τοῦ Θεοῦ νά ἐγκαταλείψει τή χώρα καί τήν οἰκογένειά του, πού καλεῖται νά πιστέψει - ὅπως καί πίστεψε -  ὅτι ἡ γερόντισσα γυναίκα του Σάρρα θά γεννήσει τόν γιό του, πού δέχεται ἐν πίστει νά θυσιάσει ἔπειτα τόν μονάκριβο ἀπό τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ υἱό του, ἄσχετα ὅτι τελικῶς μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ δέν πραγματοποιεῖ τή θυσία αὐτή. ῾Η πίστη ὡς ὑπακοή στόν Θεό μέ ἄλλα λόγια δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο σέ ἡσυχία. ῾Ο ἄνθρωπος τῆς πίστης στόν ἀληθινό Θεό βρίσκεται ἀδιάκοπα σέ κατάσταση ἐγρήγορσης: νά βρίσκεται ἐκεῖ πού κάθε φορά, ὅπως εἴπαμε, τόν καλεῖ ὁ Θεός.

4. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ἀφενός αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί πάλι γιά τήν πίστη, ὅτι δηλαδή πρόκειται γιά μία ὅραση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ: ὁ ἄνθρωπος περπατᾶ στή ζωή αὐτή ὄχι ἁπλῶς μέ τά σωματικά του μάτια, ἀλλά μέ τά μετασκευασμένα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ - ῾διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι᾽ εἴδους᾽ καί: ῾πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων᾽ - ἀφετέρου αὐτό πού ἐπισημαίνει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος, ὅτι δηλαδή ἡ παραπάνω πίστη βιώνεται στό ἑκάστοτε παρόν ὡς ἀγάπη: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽. Κι εἶναι πολύ σημαντική ἡ τελευταία ἐπισήμανση τοῦ ἀποστόλου, διότι μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ πίστη εἶναι ζωντανή καί ἀληθινή ὅταν μᾶς συνδέει διαρκῶς μέ τόν Θεό, ὁ ῾Οποῖος ῾ἀγάπη ἐστί᾽. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι τό ζητούμενο στήν πίστη μας εἶναι νά εἴμαστε ἐν Θεῷ, νά κρατᾶμε στήν ὕπαρξή μας αὐτό πού ᾽Εκεῖνος μᾶς ἔδωσε, δηλαδή τόν ἴδιο τόν ῾Εαυτό Του, κι ἀφοῦ ᾽Εκεῖνος εἶναι ἀγάπη, ἄλλος δρόμος ἀνταπόκρισης τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντί Του, ἄλλος δρόμος πίστης δηλαδή, πέραν τῆς ἀγάπης δέν ὑπάρχει. Πιστεύω θά πεῖ τελικῶς ἀγαπῶ.

Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοί μας διδάσκουν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρική βίωση τῆς πίστης τους ὅτι ἄν κανείς θέλει νά στέκεται στήν πίστη καί νά τήν αὐξάνει, πρέπει νά εἶναι ἀνοικτός ἐν ἀγάπῃ πρός τόν συνάνθρωπό του, νά μή τοῦ κρατάει κακία, νά τοῦ δίνει πλούσια τή συγγνώμη του, ὅπως καί τό νά ἔχει κανείς πίστη στόν Θεό, ἔστω καί στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν σημαίνει τίποτε χωρίς αὐτήν τήν ἀγάπη. Κι ἀκόμη περισσότερο, ὅτι τήν ὅποια νομιζόμενη πίστη του θά τή χάσει σύντομα, γιά νά μή ποῦμε ὅτι στήν περίπτωση αὐτή τῆς χωρίς ἀγάπη πίστης κινεῖται στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ τόν Πονηρό διάβολο. Διότι καί ῾τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽.

Μία ἀνάσα πρίν τά Χριστούγεννα ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔρχεται φιλάνθρωπα νά μᾶς ὑπενθυμίσει: ἄν δέν ἐνεργοποιήσουμε τήν πίστη μας μέ τόν τρόπο τῆς ἀγάπης πού φανέρωσε ὁ Χριστός, δυστυχῶς τά Χριστούγεννα θά παραμείνουν γιά μία ἀκόμη φορά ἄπιαστο ὄνειρο. Τά Χριστούγεννα δέν εἶναι δῶρα καί ξενύχτια καί λαμπιόνια στά δέντρα. Βιώνονται στό μυστικό βάθος τῆς καρδιᾶς μας, ἐκεῖ πού μπορεῖ νά ἀνατείλει καί ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. ῎Αν ἡ καρδιά μας εἶναι γεμάτη ἀπό τά ῾μπάζα᾽ τῶν παθῶν καί τῶν κακιῶν μας, ἡ καλύτερη ὥρα γιά νά τά ἀποτινάξουμε εἶναι τώρα, ἐνόψει τῆς ῾Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν᾽. Τώρα μποροῦμε ἐν μετανοίᾳ νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά καθαρίσει τόν στάβλο τῆς καρδιᾶς μας αὐτῆς. ῎Ας θυμηθοῦμε τόν ἅγιο ῾Ιερώνυμο πού ἤθελε νά ζήσει ἀληθινά τή Γέννηση τοῦ Κυρίου καί Τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ πεῖ τί δῶρο νά Τοῦ προσφέρει γιά τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο! Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτή πού λέει καί σέ ἐμᾶς σήμερα καί πάντα: ῾δῶσε μου, ῾Ιερώνυμε, τίς ἁμαρτίες σου γιά νά τίς καθαρίσω᾽! ῾Η μετάνοιά μας πού φανερώνει τήν πίστη μας, συνιστᾶ τή χαρά τοῦ Κυρίου μας, γιατί Τοῦ ἀφήνει χῶρο μέσα μας νά γεννηθεῖ κι ἐκεῖ.

20 Δεκεμβρίου 2025

ΔΙΑΠΡΕΠΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΣΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

«Ο μακαριστός αδελφός μας, Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρός Ιερεμίας (Φούντας), διέπρεψε στην ζωή του για πολλά, αλλά κυρίως για την γνήσια ταπείνωση και την απλότητά του» (Ιερώνυμος Β΄, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος).

Με δύο λόγια ο σοφός αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος - καθώς προλογίζει το σπουδαίο πόνημα του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη, (πνευματικού αναστήματος του μακαριστού αρχιερέα Ιερεμίου), για τον πνευματικό του πατέρα: «Πατήρ και Διδάσκαλος. Προσέγγιση στην ζωή και το έργο του Μακαριστού Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρού Ιερεμίου, Αθήνα 2025» - διαγράφει τη μεγαλοσύνη του προ ολίγων μόλις ετών (2021) εκλιπόντος διαπρεπούς Μητροπολίτη (γεν. 1941). Και τι σημειώνει; Ότι ο μακαριστός δεν ήταν κάποιος απλός άνθρωπος. Μολονότι βασικό γνώρισμα της όλης βιοτής του ήταν η απλότητα, η οποία συνιστά γνώρισμα του ίδιου του Θεού μας, που σημαίνει συγκεφαλαιώνει όλες τις αρετές, δεν ήταν απλός με την έννοια του απλοϊκού και κοινού ανθρώπου. Γιατί; Διότι σε όποιον χώρο κι αν εργάστηκε διέπρεψε. «Διέπρεψε στην ζωή του για πολλά». Είτε στον χώρο τον επιστημονικό είτε στον χώρο τον εκκλησιαστικό ως ιερέας και αρχιερέας το βεληνεκές του υπερακόντιζε κατά πολύ τα κοινά μέτρα.

Υπήρξε σπουδαίος και σοφός επιστήμονας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, με ερευνητικές και ερμηνευτικές εργασίες, κυρίως στον τομέα της Βιβλικής Ιστορίας και Θεολογίας, κατεξοχήν δε στην Παλαιά Διαθήκη, ου τις τυχούσες. Και σ’ αυτό συνέτεινε η πολυγλωσσία του - γνώριζε πολύ καλά Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά, Ρωσικά, Εβραϊκά - η οποία τον έκανε να κινείται στη διεθνή βιβλιογραφία με τεράστια άνεση. Αλλά ο σοφός καθηγητής ήταν ταυτοχρόνως ιερέας κι έπειτα αρχιερέας και εκινείτο από Πνεύμα Θεού που είναι Πνεύμα αγάπης, οπότε όλη αυτήν τη γνώση του ήθελε να τη διοχετεύει στον απλό λαό με εκλαϊκευμένες εργασίες. Όχι μόνο το πάθος του που ήταν η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αλλά και ο έρωτας που έτρεφε προς την Πατερική Παράδοση, τον έκαναν να θέλει να μεταποιήσει τον αγιογραφικό και πατερικό θησαυρό σε απλή τροφή για τον λαό του Θεού, το σώμα του Χριστού, τους ανθρώπους που τους έβλεπε με το βλέμμα του Κυρίου Ιησού: ως ατίμητες ψυχές λόγω της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργίας τους. Οι ομιλίες του και τα γραπτά του απέπνεαν το άρωμα της ορθόδοξης θεολογίας και ζωής, ήξερες ακούγοντάς τον ή διαβάζοντάς τον ότι μπορείς να επαναπαυτείς για μία ζωή με νόημα και ευθύνη.  

Κι ένιωθε την ευθύνη ως ποιμένας που ήταν και αναλωνόταν νυχθημερόν στη διακονία της ιερουργίας του Ευαγγελίου, με κέντρο όμως πάντοτε τη Θεία Λειτουργία, καίριο γνώρισμα της οποίας είναι και η εξαγγελία του λόγου του Θεού. Ο μακαριστός αρχιερέας και καθηγητής δηλαδή πρώτιστα ήταν «παπάς» κι έπειτα όλα τα άλλα, γι’ αυτό με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι η λειτουργική ζωή έδινε νόημα και «νεύρο» και στην όλη λοιπή δραστηριότητά του. Μπορώ να το βεβαιώσω κι εγώ ο ίδιος, ο οποίος ευλογήθηκα στα χρόνια που βρισκόταν ως ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Πειραιά (1983-1987) αλλά και μετέπειτα, να τον «ξελειτουργήσω» αρκετές φορές, να συλλειτουργήσω μαζί του, να διαπιστώσω το μοναδικό σεμνό ιερατικό του ήθος, να νιώσω μπροστά του τη δική μου μικρότητα, αρχικά ως λαϊκός κι έπειτα ως κληρικός.

Και να προσθέσω: ουκ ολίγες φορές αυτό που αποτελεί εμπειρία και μαρτυρία όλων όσοι τον γνώρισαν, δηλαδή η τεράστια αγάπη του, η ελεήμων και φιλόξενη διάθεσή του, η αδιάκοπη επιθυμία του να προσφέρει οτιδήποτε έχει, ακόμη και τα ράσα του και τα προσωπικά του αντικείμενα, κατά το αγιογραφικό: «μακάριόν εστι διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν», το είχα ζήσει κι εγώ και πολλοί γνωστοί μου. Θυμάμαι περίπτωση ενός ευσεβούς ανθρώπου, ο οποίος ήθελε να τον βοηθάει στις διάφορες εξωτερικές εργασίες του και αναγκάστηκε, γιατί δεν είχε κάτι άλλο ο μακαριστός να του δώσει, να πάρει με το ζόρι έναν τενεκέ λάδι, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του ότι έχει άνεση υλικών αγαθών. Σε άλλη περίπτωση, παρόντος κι εμού, θέλησε να προσφέρει κάτι σε μία νέα κοπέλα που βρέθηκε στην οικία του για κάποια καθοδήγηση, οπότε μη έχοντας πρόχειρο κάτι άλλο της έδωσε το μαγνητόφωνό του – δεν μιλάμε για τα «χαρτονομίσματα» που πήγαιναν κι έρχονταν όποτε είχε από την τσέπη του στις τσέπες των άλλων! Κι όλα αυτά υπό το βλέμμα και το χαμόγελο και την ενθάρρυνση της κυριολεκτικά αγίας μητέρας του, της μακαριστής Ιωάννας.

Για πολλά λοιπόν ήταν διαπρεπής ο μακαριστός ιεράρχης. Και ως διαπρεπής επιστήμονας και ως διαπρεπής κληρικός. Και σε όλες τις αρετές, γιατί ζούσε με πνεύμα Θεού, ήταν πρώτος. Μα η βάση όλων, εκείνο που όντως χωρίς αυτό δεν γίνεται τίποτε, ήταν η ταπείνωσή του. Δεν είναι τυχαία η επισήμανση του αρχιεπισκόπου. Τον ήξερε πολύ καλά τον μακαριστό, υποκλινόταν στα πάμπολλα χαρίσματά του, τον σεβόταν απεριόριστα, μα το έβλεπε: αυτός ο τόσο ταλαντούχος άνθρωπος είχε το μεγαλύτερο εξ όλων χάρισμα, τη γνήσια ταπείνωση. Δεν λέμε ότι δεν είχε και αδυναμίες – άνθρωπος γαρ – αλλά όλες σβήνονταν μπροστά στο αδάμαστο θάρρος της μετανοίας του. Μόλις έβλεπε κάποια αστοχία ή αμαρτία του ο μακαριστός Ιερεμίας έσπευδε αμέσως χωρίς «ναι μεν, αλλά» να το παραδεχτεί και να το διορθώσει. Κι ήταν μία πραγματικότητα αυτή που «έσπαζε κόκκαλα». Γιατί μετάνοια βλέπεις σε πολλούς ανθρώπους. Μα τέτοια συναίσθηση μετανοίας ως ζωντανό βίωμα σπάνια συναντάς. Και μπορώ να το βεβαιώσω κι εγώ πάλι ο ίδιος, πέραν βεβαίως της μαρτυρίας άλλων «απείρων» ανθρώπων. Τι εννοώ;

Δεν είχαν περάσει δύο μήνες από τη χειροτονία μου σε πρεσβύτερο και ο μακαριστός πρώην Πειραιώς κυρός Καλλίνικος ήλθε στην ενορία μου βράδυ Κυριακής των ΒαΪων, στην πρώτη ακολουθία του Νυμφίου. Και περί το τέλος της ακολουθίας, έρχεται ο μετέχων κι εκείνος κυρός π. Ιερεμίας με έναν ακόμη κληρικό, για να με πάρουν και να με οδηγήσουν ενώπιον του Μητροπολίτη, ο οποίος θέλησε εκείνην την ώρα να με καταστήσει «πνευματικό». Γιατί το αναφέρω; Όχι απλώς γιατί αυτός με οδήγησε, αλλά γιατί μετά από κάποιο σύντομο διάστημα, μετά το Πάσχα, δέχτηκα τηλεφώνημά του για να συναντηθούμε στον Ναό μου – έμενε πολύ κοντά και ο μακαριστός. Συναντηθήκαμε, μα ήταν λίγο περασμένη η ώρα και ο Ναός ήταν κλειστός με συναγερμό. Παραμείναμε έξω από τον Ναό στο πλατύσκαλο της κλίμακας. Κι εκεί μου απεκάλυψε πως θέλει να εξομολογηθεί. Είχε φέρει μάλιστα και ευχολόγιο και πετραχήλι, τα οποία έπειτα μου τα δώρισε. Πριν προλάβω να αντιδράσω, μου φόρεσε το πετραχήλι, γονάτισε μπροστά μου, έξω από τον Ναό, την ώρα που διέρχονταν και κόσμος και αμάξια, και άρχισε την εξομολόγησή του. Με βαθιά συναίσθηση, με στεναγμούς και δάκρυα, χωρίς δικαιολογίες και περιστροφές. Λίγα λόγια, μα φορτισμένα με τέτοια μετάνοια που σπάνια, όπως ανέφερα, συναντά κανείς. Και τι αμαρτίες είχε; Τέτοιες που άλλος δεν θα τις θεωρούσε ούτε κατά διάνοιαν ως αμαρτίες κι ίσως γελούσε. Αυτός όμως ήταν ο Ιερεμίας: ο άνθρωπος του Θεού, ο γνήσιος λειτουργός του Υψίστου, ο βαθύς μελετητής της Γραφής και των Πατέρων, ο ασκητής που δεν «έπαιζε» με τα θεία. Δύο λεπτά κράτησε η εξομολόγησή του αλλά ήταν αρκετή να με συγκλονίσει. Και μέχρι τώρα σκέπτομαι, μετά σαράντα χρόνια, πως θέλησε μάλλον έτσι να με ενισχύσει, να δείξει την εμπιστοσύνη του απέναντί μου, να μάθω τι σημαίνει αληθινή εξομολόγηση.

Κι έκτοτε, όποτε συναντιόμασταν, και μετά την αρχιερωσύνη του, μου έδειχνε τέτοιο σεβασμό – νομίζω τέτοιον τελικά που έδειχνε προς όλους! – που με έκανε πάντα να νομίζω πως «είμαι κάτι σημαντικό». Η μεγαλωσύνη της ταπείνωσης που εξυψώνει τους άλλους και σμικρύνει τον εαυτό της. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών» (απ. Παύλος). Και με σύστηνε πάντοτε στους άλλους χαμογελώντας με την καρδιά του: «Ο πνευματικός μου, ο πνευματικός μου!» χωρίς οι άλλοι να καταλαβαίνουν τι γίνεται. Μέσα στο πλαίσιο αυτό να πω κι ένα περιστατικό από επίσκεψη της ενορίας μου σε μοναστήρι της Μητροπόλεώς του. Έμαθε το προσκύνημά μας και ανέτρεψε όλα τα προγράμματά του προκειμένου να βρεθεί κι εκείνος εκεί, να μας περιποιηθεί, να μας κάνει το τραπέζι. Κι ήταν η στιγμή, όταν βρεθήκαμε στο «αρχονταρίκι» που η γερόντισσα της Μονής παρά… τρίχα «γλίτωσε» το εγκεφαλικό! Γιατί ο ίδιος με το ζόρι με έπαιρνε και με κάθιζε στην πολυθρόνα που είχαν φέρει οι μοναχές για τον Δεσπότη. Με κρατούσε με το ζόρι εκεί, καθήμενος ο ίδιος δίπλα μου ως απλός διάκος. Κι όταν κάποιες φορές μιλώντας μας εκείνος και καλωσορίζοντάς μας λίγο «ξέφευγε» από τη θέση του, η γερόντισσα «κατακόκκινη» μου έκανε νόημα να σηκωθώ. Σηκωνόμουν, εκείνος αμέσως έσπευδε να με ξανακαθίσει στη… θέση μου! Τούτο επαναλήφθηκε τρεις φορές. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε η καημένη η γερόντισσα.

Γιατί θυμηθήκαμε τον μακαριστό μεγάλο Ιεράρχη; Γιατί το σπουδαίο πνευματικό του τέκνο αρχιμ. Ιάκωβος Κανάκης έγραψε βιβλίο γι’ αυτόν ως έκφραση ευγνωμοσύνης απέναντί του, το οποίο κυκλοφορήθηκε προ ολίγου μόλις καιρού. Βιβλίο που το διαβάζει κανείς στις τριακόσιες και σελίδες του και δεν καταλαβαίνει πώς το τελειώνει. Γιατί σε απορροφά. Γιατί σε κάνει να μετέχεις της χαρισματικής ζωής και της πνευματοφόρας προσωπικότητάς του. Γιατί διαβάζεις ένα σαρκωμένο Ευαγγέλιο. Κι οι φωτογραφίες και οι λοιπές εικόνες που το πλαισιώνουν το καθιστούν πραγματικό εκδοτικό γεγονός. Ευχαριστούμε τον π. Ιάκωβο κι ευχόμαστε ο Κύριος να τον δυναμώνει και να τον χαριτώνει πάντοτε, με τις πρεσβείες του αγίου του πνευματικού μακαριστού Μητροπολίτη Ιερεμίου. Είθε όλοι να έχουμε τις ευχές του τώρα που βρίσκεται στην αγκαλιά του αγαπημένου του Κυρίου.     

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ

 

 «ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ ΑΥΤΗ!»

«Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης γεννήθηκε σ' ένα χωριό της βόρειας Ρωσίας στις 19 Οκτωβρίου 1829. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι θεοσεβείς αλλά πολύ φτωχοί. Παρ' όλο που η υγεία του ήταν πολύ εύθραυστη, από μικρός είχε την ψυχή και τη διάνοιά του επικεντρωμένη στην ορθόδοξη πίστη και στην αγάπη προς την Εκκλησία. Το όνειρό του ήταν να εισέλθει στον Κλήρο, να γίνει ποιμήν ψυχών. Επωφελούμενος μία κρατική υποτροφία, πήγε να σπουδάσει στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης. Τελείωσε τις σπουδές του το 1855 και έγινε θεολόγος.

Ο μεγάλος του πόθος να βοηθήσει τους ξεστρατισμένους χριστιανούς και να συνδράμει τους φτωχούς και εξαθλιωμένους ανθρώπους της εποχής του, τον οδήγησε στην Κροστάνδη, όπου έγινε εφημέριος στην εκκλησία του αγίου Ανδρέα. Αλλά δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτό το έργο. Ανέπτυξε εξαιρετικά μεγάλο κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Ρωσία. Από παντού ζητούσαν να τον συναντήσουν, ν' ακούσουν τα θεία λόγια του, ν' απολαύσουν τα χαρίσματά του, να δεχτούν τη βοήθειά του και τα θαύματά του. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας.

Ανάμεσα στις δραστηριότητές του ανήκει και το ογκώδες συγγραφικό έργο που άφησε πίσω του. Ιδιαιτέρως "Η εν Χριστώ ζωή μου"  - μία σειρά από ιερούς λογισμούς και προσευχές που κατέγραψε στο πνευματικό του Ημερολόγιο - αγαπήθηκε και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (και στην ελληνική), και μάλιστα η αγγλική μετάφραση του Γουλιάεφ, το 1987, προκάλεσε ξεχωριστή αίσθηση, ώστε να γραφούν πολλές θετικές κρίσεις στον αγγλικό, τον αμερικάνικο και τον αυστραλέζικο τύπο.

Την 8η Ιουνίου 1990 (82 χρόνια μετά την οσιακή κοίμησή του την οποία προέβλεψε: 20 Δεκεμβρίου 1908), η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, θεωρώντας τη ζωή του προφητική, λόγω της ενάρετης ζωής του με την οποία ήταν τύπος των πιστών, λόγω της πλήρους ζήλου και θυσιών υπηρεσίας του στον Θεό και στην Εκκλησία, λόγω της μεγάλης του αγάπης στον πλησίον με την οποία σαν τον καλό Σαμαρείτη δίδασκε στο ποίμνιό του την ευσπλαχνία προς τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους, λόγω τέλος των θαυμάτων που έκανε, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατο μέχρι σήμερα» (Στοιχεία για τη ζωή του από: Ορθόδοξος Συναξαριστής και από το βιβλίο «Η εν Χριστώ ζωή μου», εκδ. Παπαδημητρίου).

Είναι γνωστό ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, (όπως σημειώνει ο ίδιος στις Γραφές του μέσα στο γνωστό βιβλίο του οσίου Σωφρονίου του Έσσεξ γι’ αυτόν), αναφέρεται στον μεγάλο νεώτερο άγιο της Ρωσικής Εκκλησίας Ιωάννη της Κροστάνδης (1829-1908) και τονίζει την καταλυτική επίδραση που είχε στη νεανική ζωή του η προσευχή του αγίου, τόσο που ένιωθε για αρκετό καιρό «τις φλόγες της» να τον σκεπάζουν. Εξίσου ο όσιος Σωφρόνιος στις ομιλίες του στο μοναστήρι του Έσσεξ που είχε ιδρύσει,  συχνά αναφερόταν στην αγιότητα βίου του στάρετς Ιωάννη, για να τονίσει μάλιστα το μέγεθος της ασκητικής του ζωής, της εγκράτειας και της νηστείας του, την ετοιμότητα της υπακοής του στα κελεύσματα της Εκκλησίας αλλά και της ίδιας της αγίας μητέρας του, καθώς και τη διαρκή κοινωνία διά της προσευχής που είχε με τον Θεό, έστω κι αν περιστοιχιζόταν από πλήθος ανθρώπων καθημερινά.

Μία από τις πάμπολλες συμβουλές του αγίου Ιωάννη που λειτουργεί ως κατευθυντήρια γραμμή αγιασμού των ανθρώπων είναι και το παρακάτω απόσπασμα.

«Να περνάς τη ζωή σου εδώ έτσι, ώστε κάθε στιγμή να είσαι έτοιμος να την αφήσεις. Ποτέ σου να μην επιτρέψεις οι απολαύσεις να σε κάνουν να ξεχάσεις τον εαυτό σου και τον Θεό. Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα του Θεού, δώρα που δεν σου αξίζουν. Αμαρτία είναι όταν δεν απολαμβάνουμε σωστά αυτό το δώρο, όπως είναι και αμαρτία να ξεχνάμε ότι όλα όσα έχουμε στη ζωή μας είναι δώρα του Θεού».

Η ετοιμότητα να αφήσει κανείς οποιαδήποτε στιγμή τη ζωή αυτή δεν στηρίζεται προφανώς, κατά τον άγιο, σε μία τυχοδιωκτική αντίληψη της ζωής, σύμφωνα με την οποία κινείται κανείς «στα κουτουρού» εκμεταλλευόμενος οτιδήποτε προκύψει στη ζωή του – αντίληψη που φανερώνει ότι έχει διαγράψει κανείς τον Θεό από τη συνείδησή του∙ αλλά και ούτε σε μία καταθλιπτικού τύπου θεώρηση, όπου η μελαγχολία τείνει να ρουφήξει κάθε ικμάδα ζωής μη αφήνοντας περιθώριο ελπίδας για οτιδήποτε θετικό – μολονότι ο άγιος στη νεότητά του πέρασε και από αυτό το στάδιο, το οποίο όμως με τη χάρη του Θεού και τη δική του προσπάθεια ξεπέρασε. Η ετοιμότητα «φυγής» για την οποία μιλάει στηρίζεται στη βαθιά πίστη στον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό, ο Οποίος προσδιορίζει τα πάντα, τα επίγεια και τα επουράνια ως Κύριος της ζωής και του θανάτου, συνεπώς αποκαλύπτει  (η ετοιμότητα) ότι το κέντρο βάρους για τον εν επιγνώσει χριστιανό είναι ο Χριστός και όχι ο κόσμος αυτός μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Διότι αφενός ο χριστιανός του ύψους αυτού αισθάνεται ως μέλος Χριστού, ενταγμένος μέσα στο άγιο Σώμα Του και ενδεδυμένος Εκείνον, αφετέρου «βλέπει» με τους οφθαλμούς της ψυχής ότι «παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» και ο ίδιος «οὐκ ἔχει μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητεῖ». Αυτό μας έφερε η αποκάλυψη του Ιησού Χριστού: να μπορούμε να βλέπουμε τα ουσιώδη της ζωής, τα οποία όμως δεν είναι τα βλεπόμενα υλικά αλλά τα μη βλεπόμενα, κατά τον απόστολο Παύλο – τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, ενώ τα μη βλεπόμενα, δηλαδή η χάρη του Θεού, είναι αιώνια. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Ιωάννης: ζει διαρκώς τον Θεό και η έγνοια του είναι «μη ξεχάσει κανείς τον εαυτό του και τον Θεό» - λήθη Θεού ίσον λήθη εαυτού∙ μια βαθιά θεολογική και ανθρωπολογική παρατήρησή του.

Πρόκειται γι’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε: «γίνεσθε ἕτοιμοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται»∙ γι’ αυτό που μας έκανε να δούμε μέσα από την παραβολή των δέκα παρθένων: «ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός»∙ όπως επίσης ακριβώς γι’ αυτό που κάνει τον απόστολο να λέει «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» - τελικά δηλαδή άγιος είναι ο πιστός που φτάνει στο σημείο «να επιθυμεί κάθε ώρα τον θάνατο» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος), γιατί ζει την αληθινή ζωή που είναι ο Χριστός: «ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Οπότε κατανοεί κανείς τον λόγο του αγίου Ιωάννη ως συνέχεια του ευαγγελικού και αποστολικού και πατερικού λόγου, ο οποίος όμως εκφράζεται κι απ’ αυτόν μ’ έναν τέτοιο τρόπο που καταλαβαίνεις ότι συνιστά και δικό του βίωμα. Κι είναι αλήθεια: ο άγιος της Κροστάνδης αυτό που έλεγε και κήρυσσε το πρόσφερε ως «σάρκα και αίμα» του, γιατί πρώτα το είχε ζήσει και αγωνιζόταν διαρκώς να το ζει, ώστε ο πιστός λαός της εποχής του να το αφομοιώνει ως δική του τροφή, ως δύναμη άνωθεν προερχομένη – «ἐκήρυσσε ὡς ἐξουσίαν ἔχων».

Μη νομίσει όμως κανείς ότι ο άγιος έφτανε στο σημείο μηδενισμού των αγαθών της εδώ ζωής. Μπορεί όλος ο προσανατολισμός του να ήταν στον Χριστό και στο «ἄνω φρονεῖν», μα ακριβώς γι’ αυτό είχε τον φωτισμό να βλέπει την παρουσία του Θεού σε κάθετι από τη Δημιουργία, συνεπώς να το εκλαμβάνει και να το απολαμβάνει ως δωρεά Εκείνου. «Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα του Θεού». Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι τα αγαθά της ζωής αυτής που τα θεωρούσε δώρα Θεού τον οδηγούσαν αφενός να δοξολογεί τον Δωρεοδότη, αφετέρου να θέλει να τα αντιπροσφέρει στον κάθε συνάνθρωπό του. Η ίδια η ζωή του, απαρχής μέχρι τέλους, αποτελεί έναν υπομνηματισμό αυτής της πραγματικότητας: «άπειρα» χρήματα και δωρεές ανθρώπων περνούσαν από τα χέρια του. Για να γίνουν όμως καλύμματα αγάπης για κάθε πονεμένο και αναγκεμένο, όπως και δοξολογικές κραυγές όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τους ανθρώπους που δέχονταν τις προσφορές. Και το ακόμη σημαντικότερο: οι δωρεές αυτές του Θεού τον οδηγούσαν – και σ’ αυτό καλούσε και τους πιστούς – σε βάθος ταπείνωσης, γιατί έβλεπε ότι ο Θεός προσφέρει χωρίς εμείς να είμαστε άξιοι της προσφοράς Του. «Δώρα που δεν σου αξίζουν». Κι ίσως, ακολουθώντας και την αίσθηση του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος αλλά και άλλων Πατέρων, αυτό να είναι το όριο της αληθινής ταπείνωσης: να γεύεται κανείς τις δωρεές του Θεού και όχι μόνο να μην υπερηφανεύεται, αλλά να οδηγείται σε μεγαλύτερη αίσθηση αναξιότητας!

Ο λόγος όμως του αγίου, ο φαινομενικά τόσο απλός, συνεχίζει να λειτουργεί ως έκπληξη. Γιατί τι λέει στη συνέχεια; Ότι η μη αποδοχή των δώρων του Θεού – και τι δεν είναι δώρο Θεού σ’ αυτήν τη ζωή; Το μόνο δικό μας είναι... οι αμαρτίες μας και το μηδέν μας! – ακριβώς με την έννοια του δώρου, συνεπώς ως κάτι που δεν το αξίζουμε και δεν το απαιτούμε, ταυτίζεται με την ίδια την αμαρτία. Αυτό κι αν είναι ο ορισμός πράγματι της θεολογικής ορθής σκέψης και του πνευματικού ανθρώπου: αμαρτία δεν είναι να ξεφεύγω από κάποιους κανόνες ηθικής πνευματικής ζωής – η κατανόηση μιας επιφανειακής αντίληψης της αμαρτίας – αλλά να μην μπορώ να δω ότι όλη η ζωή και κάθε τι που αυτή μου προσφέρει έχουν πηγή την αγάπη του Θεού: «είναι δώρα Του»∙ και περαιτέρω: να μην μπορώ να απολαύσω τη ζωή ως δώρο του Πατέρα. Ο Θεός δηλαδή δεν επέτρεψε να βρεθούμε στον κόσμο για να ταλαιπωρούμαστε – αυτό είναι δικό μας «κατόρθωμα» λόγω της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας που κάνει πέρα τον Θεό μας – αλλά για να χαιρόμαστε και να απολαμβάνουμε τη ζωή μας. Σωστά όμως! Που θα πει με ανοικτά τα μάτια για να την βλέπουμε σε σχέση με Εκείνον και εν υπακοή προς Αυτόν, συνεπώς να λειτουργεί ως δοξολογία και ευχαριστία απέναντί Του. Για τον άγιο Ιωάννη με άλλα λόγια το «Δόξα Σοι ὁ Θεός» αποτελεί την επωδό για κάθε διάσταση της ζωής ενός πιστού. Και σε προχωρημένα στάδια∙ και γι’ αυτήν τη διάσταση του Πάθους και των δοκιμασιών. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Να ζούμε διαρκώς την παρουσία του Χριστού σε κάθε βήμα της ζωής μας∙ να είμαστε ευγνώμονες απέναντί Του για την ύπαρξή μας και για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας∙ να είμαστε προσανατολισμένοι στην αληθινή πατρίδα, συνεπώς με ετοιμότητα φυγής από το εδώ προς το εκεί: η συνοπτική προτροπή του αγίου Ιωάννη, ο οποίος επειδή ζούσε, καθώς είπαμε, αυτά που έλεγε παρουσιαζόταν εν χάριτι με το αληθινό του πρόσωπο: ως ένας άλλος Χριστό στον κόσμο.

(Και παρενθετικά ας προσθέσουμε κι ένα άλλο απόσπασμά του που έρχεται να ρίξει περισσότερο φως στον σχολιασθέντα λόγο του: «Γιατί να κοιτάζουμε το μέλλον; «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6:34). Ας παραδοθούμε σαν παιδιά στον Ουράνιο Πατέρα μας. «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε» (Α´ Κορ. 10:13). Με τις υποψίες βασανίζεις μόνο τον εαυτό σου και δεν εξυπηρετείς τον σκοπό που έταξες. Βλάπτεις ακόμη και τον εαυτό σου με το να φαντάζεσαι εκ των προτέρων ότι υπάρχει κακό εκεί όπου πιθανόν δεν υπάρχει τίποτε. Εφόσον εμείς δεν κάνουμε κακό σε κανένα, ας μας κάνουν οι άλλοι, αν το επιτρέπει αυτό ο Θεός»).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των Αποστόλων, δεύτερος μετά τον Εύοδο επίσκοπος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, μαθητής του Ιωάννου του Θεολόγου μαζί με τον επίσκοπο της Εκκλησίας των Σμυρναίων Πολύκαρπο. Οδηγήθηκε στον βασιλιά Τραϊανό, όταν αυτός διάβαινε προς τους Πάρθους. Κι αφού ο βασιλιάς συζήτησε επ’ αρκετόν μαζί του και διεπίστωσε το αμετάθετο της πίστεώς του στον Χριστό, αμέσως έδωσε εντολή να τον κτυπήσουν με μολύβδινες σφαίρες. Κι αφού του άπλωσαν τα χέρια, του έβαλαν φωτιά. Του έφλεξαν στη συνέχεια τις πλευρές με αναμμένα ξύλα βουτηγμένα στο λάδι, τον έβαλαν να σταθεί πάνω σε άνθρακες, του χάραξαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Επειδή όμως υπερίσχυσε σε όλα αυτά, στάλθηκε δεμένος με συνοδεία δέκα στρατιωτών στη Ρώμη, για να γίνει τροφή των θηρίων. Αφού οδηγήθηκε στη Ρώμη και στήριξε κατά την πορεία του τις Εκκλησίες των πόλεων από τις οποίες  διερχόταν, προσευχήθηκε να φαγωθεί από τα θηρία, ώστε, όπως έλεγε, να γίνω καθαρός άρτος στον Θεό. Γι’ αυτό, όταν ρίχτηκε στο αμφιθέατρο, κατασπαράχθηκε από τα λιοντάρια που τα άφησαν να επιπέσουν εναντίον του, αφήνοντας από αυτόν μόνον τα παχύτερα από τα οστά του, τα οποία μαζεύτηκαν και μεταφέρθηκαν στην Αντιόχεια. Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν ο μακάριος εκείνος, τον οποίο, όταν ακόμη ήταν νήπιο, λένε ότι τον αγκάλιασε ο Δεσπότης Χριστός και είπε: Εάν κανείς δεν ταπεινώσει τον εαυτό του σαν το παιδί αυτό, δεν πρόκειται να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Και όποιος δεχθεί ένα από τα παιδιά αυτά στο όνομά μου, εμένα δέχεται. Για τον λόγο αυτό κλήθηκε και Θεοφόρος. Αυτόν τίμησε με εγκώμια και ο άγιος πατέρας μας Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία».

Δεν θα σταθούμε στις όντως εκ φωτός Θεού ποιητικές συλλήψεις του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Ανδρέου Κρήτης για τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Δεν θα επιμείνουμε δηλαδή στη σύνδεση που επιχειρεί να κάνει μεταξύ Χριστουγέννων και εορτής του αγίου («η φωτοφόρος ημέρα των λαμπρών αγώνων σου προκηρύσσει σε όλους αυτόν που γεννήθηκε από Παρθένο. Διότι διψώντας να απολαύσεις πάρα πολύ τον Κύριο από πόθο, έσπευσες να φαγωθείς από τα θηρία»), ούτε στον παραλληλισμό που επιχειρεί μεταξύ αυτού και του πατριάρχη Αβραάμ, θέλοντας να τονίσει το μέγεθος της θυσίας του και βρίσκοντας και πάλι ευκαιρία να αναφερθεί στο γεγονός της Γέννησης του Χριστού («Ο Αβραάμ κάποτε θυσίαζε τον υιό του Ισαάκ, προτυπώνοντας έτσι τη σφαγή Αυτού που κατέχει τα πάντα και σπεύδει τώρα να γεννηθεί σε σπήλαιο∙ κι εσύ, θεόφρον, πρόσφερες όλον τον εαυτό σου σαν σφάγιο στον Κτίστη σου»). Ούτε όμως ακόμη θα αναφερθούμε στη σπουδαία αφαιρετικής μορφής έμπνευσή του, να δει αφενός ως δημίους του αγίου  τα σιαγόνια των λιονταριών, αφετέρου ως τάφο του τα σπλάχνα και τα στομάχια εκείνων: «Τα δόντια των θηρίων, λέγει, ας γίνουν για μένα ξίφη και ρομφαίες και σφαγές, ενώ τάφος μου ας είναι τα σπλάχνα των λιονταριών».

Εκείνο που κυρίως αξίζει να τονίσει κανείς περισσότερο από την κατά Χριστόν πολιτεία του αγίου Ιγνατίου είναι ό,τι ο άγιος Ανδρέας Κρήτης σημειώνει, θέλοντας να δείξει τη διπλή διάσταση του έργου του και συνεπώς την προσφορά του στην Εκκλησία: το μαρτύριο και την ποιμαντική του. «Ας υμνηθεί ο Ιγνάτιος, ο μέγας Ιερέας, με διπλό στεφάνι: ως μάρτυρας και ως Ποιμένας». Γιατί η επικέντρωση κυρίως στο μαρτύριο και την ποιμαντική του; Διότι αφενός ήταν εκείνος ο αποστολικός πατέρας που θεολόγησε περί του μαρτυρίου, ως γεγονότος που αποτελεί απάντηση αγάπης και έρωτος στην αγάπη και τον έρωτα του ίδιου του εν Χριστώ Θεού μας, όπως μαρτυρεί ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Πρώτα μας αγάπησε ο Χριστός, Αυτός πρώτα θυσιάστηκε για εμάς, και εμείς έπειτα με τη δύναμη Εκείνου μπορούμε και Τον αγαπάμε, κι ακόμη και  θυσιαζόμαστε για Εκείνον.

Ο τονισμός της αγάπης προς τον Χριστό ως θερμού έρωτα προς Εκείνον αποτελεί τον πυρήνα της εν Χριστώ ύπαρξης του αγίου Ιγνατίου. Δεν μιλάμε για μία απλή στροφή του νου και της καρδιάς προς Εκείνον. Δεν μιλάμε για μία συμπάθεια. Τέτοιες καταστάσεις θεωρούνται τα πρώτα σκαλοπάτια, που υποβαθμίζουν πολύ  αυτό που ένιωθε ο άγιος Ιγνάτιος. Η αγάπη του προς τον Χριστό, κυριολεκτικά φωτιά πυρακτωμένη στο έπακρον,  μπορεί να παραλληλισθεί μόνον με τα ανάλογα αισθήματα και τις πνευματικές εμπειρίες των αποστόλων Ιωάννου και Παύλου.  Δεν είναι τυχαίο ότι τον χαρακτήρισαν συνεχιστή των δύο αυτών μεγάλων αποστόλων, που ζούσαν  σε σχέση ταύτισης με τον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο άγιος υμνογράφος δεν παύει να εξυμνεί, στο μεγαλύτερο τμήμα της ακολουθίας που συνέθεσε,  ακριβώς αυτόν τον θερμό έρωτα του αγίου προς τον Κύριο.

  «Ιερώτατε Ιγνάτιε, συ που πληγώθηκες από την τέλεια αγάπη, όταν ο φλογισμένος έρωτας σού κατέφλεγε την ψυχή, βιάζοντάς σε να πορευτείς, Πάτερ, προς τον Δεσπότη Κύριο»∙ «Φλογισμένος στο πνεύμα πάντοτε, ο ιερομάρτυς Ιγνάτιος, έκραζε με πόθο, μέσα στους κινδύνους: Με χαρά καταδιώκω τον Χριστό, είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό. Δεν ζω πια εγώ, αλλά, λέγει, ζει μέσα μου αποκλειστικά ο Χριστός»∙ «Σπεύδω να γίνω μαθητής του Χριστού. Μόνο τον Χριστό επιθυμώ. Διότι όλος ανήκω σ’ Αυτόν, φώναζες αθλητή. Αυτός είναι η επιδίωξή μου, Αυτόν βιάζομαι να φθάσω. Και γι’ αυτό τη φωτιά και το ξίφος και τα θηρία, όλα τα υπομένω, προκειμένου να συναντηθώ μαζί Του».

Κι εκτός από το μαρτύριο ο άγιος Ανδρέας Κρήτης τονίζει αφετέρου την ποιμαντική του ιερομάρτυρα Ιγνατίου. Ο άγιος Ιγνάτιος υπήρξε ο ποιμένας που ακριβώς θεολόγησε προς χάρη του ποιμνίου του. Και βεβαίως ήταν αληθινός ποιμένας, γιατί αυτό που δίδασκε πρώτα το ζούσε, φτάνοντας στο σημείο και της θυσίας του εαυτού του προς χάρη του Χριστού και των πιστών του. Κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Κι αυτήν τη θυσιαστική αγάπη του την βλέπουμε αποτυπωμένη στις εξαίσιες και Καινοδιαθηκικού ύψους επιστολές του. Με τις επιστολές που άφησε ο άγιος ιερομάρτυρας, καρπός των τελευταίων ημερών του, στην πορεία του προς τη Ρώμη και το μαρτύριό του, καταθέτει την ίδια την ψυχή του και το βάθος της αγάπης του προς τον Χριστό, όπως είπαμε, και τους εν Χριστώ αδελφούς του. Σ’ αυτές βλέπουμε τον αληθινό μέγα ιερέα Ιγνάτιο, να ιερουργεί τον ίδιο τον εαυτό του, προσφέροντάς τον θυσία στον Χριστό. Σαν το σιτάρι που αλεσμένο από τα δόντια των θηρίων και φλογισμένο στη φωτιά της αγάπης κατατίθεται ως καθαρός άρτος ενώπιον του Χριστού. «Είμαι σιτάρι του Δημιουργού Θεού και με τα δόντια των θηρίων πρέπει να αλεστώ οπωσδήποτε, προκειμένου να φανώ στον Λόγο Χριστό, τον Θεό μας, καθαρότατος άρτος».

Δεν είναι όμως οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου μνημείο μόνο της αγάπης του προς τον Χριστό. Μέσα σ’ αυτές περιέχονται και οι απόψεις του που στήριξαν την Εκκλησία σε εποχή που κινδύνευε αυτή από διαφόρους αρνητές της. «Μιμούμενος  τους κινδύνους που πέρασε στα διάφορα μέρη ο Παύλος, Ιγνάτιε, και όντας δέσμιος, δεν σταμάτησες καθόλου να στηρίζεις με πυκνά γράμματα τις Εκκλησίες του Χριστού». «Δεν έπαυσες και δέσμιος ακόμη να στηρίζεις τις Εκκλησίες, στέλνοντας επιστολές, από κάθε πόλη που περνούσες, σε όλους τους ιεράρχες του Χριστού, και λέγοντάς τους να έχουν θάρρος». Ο άγιος Ανδρέας βεβαίως λόγω της φύσεως του έργου του: να εγκωμιάσει τον άγιο Ιγνάτιο, δεν προσδιορίζει, πέραν της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό, και τις άλλες αλήθειες και προτροπές του. Κι αυτά που τόνιζε ο ιερομάρτυς,  πράγματι ήταν στηριγμός που έσωσαν την Εκκλησία από τους κινδύνους των αιρετικών: τη θέση του επισκόπου, ως ορατού κέντρου της Εκκλησίας, την ενότητα επομένως αυτής που υπάρχει από τον επέχοντα θέση Χριστού επίσκοπο, τη συμμετοχή στη μία Θεία Ευχαριστία, την οποία τελεί σε κάθε τόπο ο Επίσκοπος. Η θεολογία του αγίου Ιγνατίου, «η πρώτη σοβαρή μετά τους Αποστόλους θεολογία της Εκκλησίας» όπως έχει ειπωθεί, είναι όντως μεγαλειώδης. Ο άγιος υμνογράφος όμως, όπως είπαμε, γνώστης της θεολογίας αυτής, δεν έχει την «πολυτέλεια» να την προσφέρει ως ύμνο στο πλήρωμα των πιστών. Του αρκεί, και αρκεί και σε εμάς βεβαίως, η θερμότητα που εισπράττουμε από τον Θεοφόρο άγιο, ιερομάρτυρα Ιγνάτιο. (Είναι τυχαίο άραγε ότι και το ίδιο το όνομά του: Ιγνάτιος προέρχεται από το λατινικό ignis, που σημαίνει φωτιά;) Ο έρωτάς του για τον Χριστό άλλωστε ήταν τέτοιος, που επικάλυπτε και επικαλύπτει τα πάντα.